
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 12709/2023
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
1. ΡΡ
2. ΜΜ
Κατηγορουμένων
Ημερομηνία: 6 Νοεμβρίου 2024
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Α. Αντωνίου.
Για τον Κατηγορούμενο 1: Η κα Κ. Σοφοκλέους.
Για τον Κατηγορούμενο 2: Ο κ. Γ. Νεάρχου.
Κατηγορούμενοι παρόντες.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες για το αδίκημα της παράνομης κατοχής Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77.
Κατηγορούνται ότι στις 25/3/2023 παράνομα κατείχαν 2 κιλά και 500,7 γραμμάρια κάνναβης ως επίσης και 1 κιλό και 726,1 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (κατηγορίες 3 και 4).
Ο κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει και δύο κατηγορίες για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β κατά παράβαση του ίδιου πιο πάνω Νόμου. Κατηγορείται ότι στις 25/3/2023 είχε παράνομα στην κατοχή του 2,3 γραμμάρια κάνναβης και 51,21 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης (κατηγορίες 1 και 2). Για τις δύο αυτές κατηγορίες ο κατηγορούμενος 1, κατά την ημερομηνία που η υπόθεση ήταν ορισμένη για τελικές αγορεύσεις, δήλωσε παραδοχή.
Για την απόδειξη της υπόθεσης της η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 5 συνολικά μάρτυρες και κατατέθηκαν 32 τεκμήρια. Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 επέλεξαν να παραμείνουν σιωπηλοί και δεν προσέφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία. Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας δηλώθηκαν και τα ακόλουθα παραδεκτά γεγονότα:
«1. Δηλώνεται ότι αυτά που ανευρέθηκαν στις 25/03/2023 κατά την έρευνα μελών της ΥΚΑΝ στην οικία του 1ου κατηγορούμενου παραλήφθηκαν, συσκευάστηκαν ως περιγράφεται στον κατάλογο τεκμήριο 13 («τεκμήρια 1-13») και την ίδια μέρα παραδόθηκαν στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής, όπου στην συνέχεια εξετάστηκαν από την Δρ. Σταυρούλα Ξενοφώντος, χωρίς να παρεμβληθεί μετά την φωτογράφιση και σφράγιση τους οτιδήποτε από την μεταφορά τους από την ΥΚΑΝ Λάρνακας μέχρι την εξέταση τους που να επηρεάζει την ορθότητα των αποτελεσμάτων της επιστημονικής εξέτασης.
2. Δηλώνεται ότι τα πλαστικά γάντια «τεκμήριο 14» στον κατάλογο τεκμήριο 13 παραδόθηκαν στις 25/03/2023 στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής, όπου στην συνέχεια εξετάστηκαν από την Δρ. Σταυρούλα Ξενοφώντος, χωρίς να γίνεται παραδεχτό από την Υπεράσπιση ότι είχαν εντοπιστεί στην οικία του 1ου κατηγορούμενου.
3. Δηλώνεται ότι τα αναφερόμενα στο τεκμήριο 13 ως «τεκμήρια 1 μέχρι 13» στις 29/03/2023 παραλήφθηκαν για εξέταση στο Γενικό Χημείο του Κράτους και, χωρίς να παρεμβληθεί από την από την από την μεταφορά τους από την ΥΚΑΝ Λάρνακας μέχρι την εξέταση τους που να επηρεάζει την ορθότητα των αποτελεσμάτων της επιστημονικής εξέτασης και διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
Η φυτική ύλη του «τεκμηρίου 1» ήταν κάνναβης βάρους 2,3 γραμμαρίων.
Η καφέ συμπαγής ουσία του «τεκμηρίου 2» ήταν ρητίνη κάνναβης βάρους 51,21 γραμμαρίων.
Στην ζυγαριά του «τεκμηρίου 3» υπήρχαν ίχνη κοκαΐνης.
Στο πλαστικό αλεστήρι του «τεκμηρίου 4» υπήρχαν ίχνη κάνναβης.
Στο κουτάλι του «τεκμηρίου 5» υπήρχαν ίχνη κοκαΐνης.
Η φυτική ύλη του «τεκμηρίου 7» ήταν κάνναβη βάρους 992,5 γραμμαρίων.
Η φυτική ύλη του «τεκμηρίου 8» ήταν κάνναβη βάρους 347,6 γραμμαρίων.
Η καφέ συμπαγής ουσίας στις 18 συσκευασίες του «τεκμηρίου 9» ήταν ρητίνη κάνναβης συνολικού βάρους 1 κιλού και 726,1 γραμμαρίων.
Η φυτική ύλη του «τεκμηρίου 10» ήταν κάνναβη βάρους 698,9 γραμμαρίων.
Η φυτική ύλη του «τεκμηρίου 11» ήταν κάνναβη βάρους 461,7 γραμμαρίων.
Στην ζυγαριά του «τεκμηρίου 12» υπήρχαν ίχνη κοκαΐνης.
Στην ζυγαριά του «τεκμηρίου 13» υπήρχαν ίχνη κάνναβης.
4.Δηλώνεται ότι τα δείγματα γενετικού υλικού τα οποία λήφθηκαν από τους κατηγορούμενους για την υπόθεση μεταφέρθηκαν στο Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας χωρίς να παρεμβληθεί οτιδήποτε από την λήψη μέχρι την εξέταση τους που να επηρεάζει την ορθότητα των αποτελεσμάτων της επιστημονικής εξέτασης, χωρίς να γίνεται παραδεκτή από την Υπεράσπιση η νομιμότητα της λήψης αυτών των δειγμάτων ή η νομιμότητα της φύλαξης οποιονδήποτε άλλων στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς σύγκρισης».
Οι αναφορές όλων των μαρτύρων ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν αξιολογήθηκαν πλήρως, έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους κάτι το οποίο θα είναι εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).
Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.
Συνοψίζουμε τη μαρτυρία των μαρτύρων.
Ο αναπληρωτής λοχίας 2733 Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου, ΜΚ1, ήταν ένας από τους αστυνομικούς ο οποίος είχε ανάμειξη στη διερεύνηση της υπόθεσης μετά από εντοπισμό ναρκωτικών στην οδό [ ] στην [ ]. Κατέθεσε για την εμπλοκή του και τις ενέργειες που ο ίδιος προέβηκε για τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Ο αστυφύλακας 2631 Κυριάκος Μιχαηλίδης, ΜΚ2, έλαβε μέρος στην έρευνα στην οικία του κατηγορούμενου 1 δυνάμει Δικαστικού εντάλματος. Κατέθεσε σε σχέση με τις δικές του ενέργειες και τι εντοπίστηκε στην εν λόγω οικία ως καταγράφονται και στην κατάθεση του τεκμήριο 10.
Η Σταυρούλα Ξενοφώντος, ΜΚ3, κατέθεσε αναφορικά με τις επιστημονικές εξετάσεις που έγιναν στα κατασχεθέντα τεκμήρια και τα ευρήματα της ως προς αυτά.
Ο υπαστυνόμος Χρύσανθος Τρισελιώτης, ΜΚ4, κατέθεσε σε σχέση με τα καθήκοντα του ως υπεύθυνος του εργαστηρίου δακτυλοσκοπίας στην Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου Αστυνομίας. Αναφέρθηκε στην επεξεργασία του αρχείου γενετικών προφίλ και την τήρηση του ελέγχου τους.
Ο αρχιαστυφύλακας 2265 Δημήτρης Σιημητράς, ΜΚ5, κατέθεσε σε σχέση με τις δικές του ενέργειες και εμπλοκή στην υπόθεση αφού έλαβε μέρος στην έρευνα της οικίας του κατηγορούμενου 1 στην οδό [ ] στην [ ] δυνάμει Δικαστικού εντάλματος, ως οι ενέργειες του αυτές καταγράφονται και στην κατάθεση του τεκμήριο 31.
Οι αγορεύσεις των δύο πλευρών περιστράφηκαν επί θεμάτων προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους με τον κατηγορούμενο 1 να προβάλλει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι είχε τον έλεγχο των ναρκωτικών που εντοπίστηκαν σε χώρο της οικίας του. Ο κατηγορούμενος 2 προέβαλε ότι ουδεμία σχέση έχει ή και σύνδεση υπάρχει μαζί του με τα επίδικα ναρκωτικά, θέτοντας περαιτέρω και ζητήματα παραβίασης των συνταγματικών του δικαιωμάτων.
Η κατηγορούσα αρχή υποστήριξε ακριβώς το αντίθετο, εισηγούμενη ότι οι κατηγορούμενοι διέπραξαν τα αδικήματα που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο και με την μαρτυρία που έχει θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου η ενοχή τους έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Είχαμε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης κάτι που θέτει το Δικαστήριο σε πλεονεκτική θέση στο να βλέπει, να ακούει και να αξιολογεί τους μάρτυρες (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Μελή ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 2/13, ημερομηνίας 13/3/19), ECLI:CY:AD:2019:A83, να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε με προσοχή και υπομονή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Θέσαμε ως δείκτη ανάμεσα σε άλλα το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και το κύρος της γνώσης των μαρτύρων, το όποιο προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη τους, τις ευκαιρίες που είχαν για να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη τους και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή για να πιστεύουν σε αυτά στα οποία κατέθεσαν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και τις όποιες υπερβολές, ανακολουθίες ή αντιφάσεις τους σε αντιπαραβολή με τις μικροαντιφάσεις, τη φιλαλήθεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Ήμασταν προσεκτικοί να μην προσδώσουμε υπέρμετρο βάρος στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυριακής τους συμπεριφοράς αφού κάτι τέτοιο εμπεριέχει επικινδυνότητα δεδομένου ότι δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να εδράζονται σε μεγάλο αριθμό αιτών και όχι κατ΄ ανάγκη από διάθεση να πουν ψέματα ή να παραπλανήσουν.
Αποτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά τη συσχετίσαμε και την αντιπαραβάλαμε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τη μαρτυρία των αστυνομικών την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να διακριβώσουμε αν τα όσα ανέφεραν εξέφραζαν πιστά και ορθά την πραγματικότητα (βλέπε, Volettos v. The Republic (1960) CLR 169).
Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολ.Έφεση 66/13, ημ. 4/11/19, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Πολ.Έφεση 269/12, ημ. 23/7/19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322).
Πριν προχωρήσουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μας να θέσουμε ότι ο συνήγορος για τον κατηγορούμενο 2 και αναφερόμενος στην πρωτόδική απόφαση της μειοψηφίας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κάπελου Ποιν. Υπόθεση Αρ.13575/2003 ημερομηνίας 20/12/2005, τόνισε τη σημασία της προστασίας των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών και ότι σε ποινικές υποθέσεις η ενοχή κατηγορούμενου θα πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και η παρανόμως ληφθείσα και αντισυνταγματική μαρτυρία να μην είναι δυνατόν να αποτελέσει τη βάση της καταδίκης. Η ορθότητα των όσων ο κύριος Νεάρχου έχει αναφέρει δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Το Δικαστήριο κρίνοντας μία υπόθεση ενεργεί εντός του πιο πανω πλαισίου και κρίνει μη αποδεκτή μαρτυρία η οποία λήφθηκε κατά παράβαση συνταγματικών κανόνων και αρχών εφόσον κρίνει ότι από τα ενώπιον του στοιχεία παραβιάστηκαν όντως δικαιώματα κάποιου κατηγορούμενου.
Προχωρούμε στην αξιολόγηση της ενώπιον μας τεθείσας μαρτυρίας.
Ο αναπληρωτής λοχίας 2733 Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου, ΜΚ1, στις καταθέσεις του τεκμήρια 1 και 2, καταγράφει τις ενέργειες του σε σχέση με την υπόθεση. Έλαβε φωτογραφίες από τη σκηνή και ανέκρινε προφορικά τον κατηγορούμενο 1 χωρίς όμως να τα καταγράψει σε κατάθεση αφού ο εν λόγω κατηγορούμενος του είπε ότι πριν δώσει κατάθεση ήθελε να μιλήσει με τον δικηγόρο του. Έλαβε όμως κατάθεση από τον κατηγορούμενο 2 την οποία κατέθεσε ως τεκμήριο 3. Κατέθεσε περαιτέρω τις καταθέσεις που έδωσε ο κατηγορούμενος 1, τεκμήρια 4 και 5 που λήφθηκαν από άλλο αστυνομικό. Κατέθεσε επίσης τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης τεκμήρια 6 και 7 και ψηφιακό δίσκο τεκμήριο 8, όπου περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες που έλαβε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και τις οποίες επεξήγησε αναφέροντας τι απεικονίζουν. Η αντεξέταση του μάρτυρα είχε στόχο να πλήξει την αξιοπιστία του στη βάση ενεργειών που προέβηκε ευρισκόμενος στην οικία του κατηγορούμενου 1 όπου και εντοπίστηκαν τα επίδικα ναρκωτικά. Ρωτήθηκε καταρχάς αν μίλησε με τον κατηγορούμενο 1 και αν κατέγραψε αυτά που του είπε. Ο ΜΚ1 είπε ότι του μίλησε στο σημείο εννοώντας προφανώς στην οικία, και στα γραφεία της ΥΚΑΝ. Δεν γνώριζε κατά τον χρόνο που τον ανέκρινε προφορικά αν του δόθηκαν γραπτώς τα δικαιώματα του. Αρνήθηκε ότι είτε ο ίδιος προσωπικά είτε οποιοσδήποτε χρησιμοποίησε αθέμιτες μεθόδους όπως πιέσεις και απειλές προκειμένου να του πει κάτι κάποιος ύποπτος ούτε και περιήλθε στην αντίληψη του να είπε κάποιος στον κατηγορούμενο 1 ότι αν δεν μιλούσε θα συλλάμβαναν την σύζυγο του. Οι ερωτήσεις αυτές της υπεράσπισης ήταν το υπόβαθρο για την κατάθεση του usb τεκμηρίου 9, όπου φαίνεται ο ΜΚ1 να συνομιλεί με τον κατηγορούμενο 1 και να του λέει «θέλεις να συλλάβω τη γυναίκα σου;» ως επίσης και τη φράση «για να μη με πιάει πελλάρα». Οι απαντήσεις βέβαια του μάρτυρα όταν του τέθηκαν τα σχετικά αποσπάσματα από το τεκμήριο 9 και δεχόμενος ότι τα είπε, του τύπου ήταν σχήμα λόγου ή και ότι ήταν στιγμιαία αντίδραση ή ακόμα και ότι ήταν να πάνε και οι δύο για προσωποκράτηση τη στιγμή που ο κατηγορούμενος θα πήγαινε για προσωποκράτηση ούτως ή άλλως, δεν είναι ικανοποιητικές και δεν δικαιολογούν τα λεχθέντα του ούτε είναι συμπεριφορά που μπορεί να γίνει δεκτή. Ο ΜΚ1 βρισκόταν στον χώρο ασκώντας καθήκοντα οργάνου της τάξης και όφειλε να συμπεριφέρεται ως τέτοιο ενεργώντας με τον τρόπο που ο ίδιος θεωρούσε ορθό για διερεύνηση της υπόθεσης αλλά πάντα εντός των θέσμιων πλαισίων. Αν και η συμπεριφορά αυτή του μάρτυρα κρίνεται απαράδεκτη εν τούτοις δεν επηρεάζει την αξιοπιστία του τη στιγμή που δεν τέθηκε ενώπιον μας ότι ο κατηγορούμενος 1 είπε οτιδήποτε σε βάρος των συμφερόντων του. Επί της ουσίας οι ενέργειες στις οποίες προέβηκε για διερεύνηση της υπόθεσης δεν κλονίστηκαν. Δεν προέκυψε δηλαδή ότι η συμπεριφορά αυτή είχε επίδραση ή και παράβλαψε οποιοδήποτε δικαίωμα των κατηγορούμενων. Επί της ουσίας των ενεργειών του για διερεύνηση της υπόθεσης παρέμεινε σαφής και σταθερός. Αναφέρθηκε επίσης και στο θέμα της λήψης κατάθεσης από τον κατηγορούμενο 2 λέγοντας ότι κατ’ εκείνο το στάδιο και μετά που μίλησε με το δικηγόρο του αυτό που κατάλαβε ως αίτημα ήταν να μη λάβει κατάθεση αν δεν ήταν παρών ο δικηγόρος του. Είπε τέλος ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία τοποθέτησης των ναρκωτικών στην οικία του κατηγορούμενου 1.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ1.
Ο αστυφύλακας 2631 Κυριάκος Μιχαηλίδης, ΜΚ2, ήταν, ως αναφέρει και στην κατάθεση του τεκμήριο 10, ένα από τα μέλη της ΥΚΑΝ που έλαβε μέρος στην έρευνα της οικίας στην οδό [ ] στην [ ] δυνάμει Δικαστικού εντάλματος. Δήλωσε ότι ο ρόλος του στην διερεύνηση της υπόθεσης ήταν η διαχείριση των τεκμηρίων. Προέβηκε στην κατάθεση των τεκμηρίων 11-27. Η εντύπωση που αποκομίσαμε από την όλη παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα ήταν θετική. Παρέθεσε τις ενέργειες του σε σχέση με την διερεύνηση της υπόθεσης. Θα πρέπει όμως να πούμε ότι υπήρχαν περιπτώσεις που θεωρούμε ότι η τοποθέτηση του δεν μπορεί να γίνει δεκτή και αυτή οφείλεται στην προσπάθεια προστασίας άλλου συνάδελφου του. Ήταν παρών λόγου χάριν στο σημείο όπου ο ΜΚ1 είπε στον κατηγορούμενο 1 ότι θα συλλάμβανε τη γυναίκα του και εν τούτοις ο μάρτυρας είπε ότι δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν είναι τέτοιο στοιχείο που από μόνο του πλήττει την αξιοπιστία του μάρτυρα αφού δεν άπτεται και των δικών του ενεργειών. Υπήρξε αντεξέταση του μάρτυρα σε σχέση με την επίστηση της προσοχής στο νόμο του κατηγορούμενου 1 και της συζύγου του κατά την ανεύρεση των ναρκωτικών στο δωμάτιο στο χώρο του γκαράζ. Στην κατάθεση του τεκμήριο 10 αναφέρει ότι με την ανεύρεση των τεκμηρίων κάλεσε τον κατηγορούμενο 1 και τη σύζυγο του και αφού τους τα υπέδειξε τους επέστησε την προσοχή τους στο νόμο. Κατατέθηκε ως τεκμήριο Α προς Αναγνώριση usb (μετέπειτα τεκμήριο 29), με περιεχόμενο εικόνες κατ’ εκείνο το στάδιο που περιέγραψε ο μάρτυρας όπου ακόμα και πριν αλλά και μετά τον εντοπισμό των ναρκωτικών δεν διακρίνεται να εφιστά την προσοχή στα δύο εν λόγω πρόσωπα στον νόμο. Όταν του επισημάνθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης έδωσε την κάτωθι απάντηση: «Α. Αν θυμούμαι καλά επειδή βρέθηκαν όλα μαζί, έβγαζά τα έξω μπροστά του και τα υποδείκνυουν, δεν μπορώ να θυμηθώ νομίζω επέστησα την προσοχή στο τέλος όταν βρέθηκαν όλα, δεν είμαι σίγουρος, ενδεχομένως δεν μπορώ να θυμηθώ αν του είπα όλο το λεκτικό, θυμάμαι έβγαζα έξω τα αντικείμενα, τα υπεδείκνυα όλα ένα ένα, παρόλο που βρέθηκαν όλα μαζί στο ίδιο μέρος.». Επιπρόσθετα και αναφορικά με τη σύζυγο του κατηγορούμενου 1 συμφώνησε ότι δεν φαίνεται από τις εικόνες στο χώρο του γκαράζ ούτε και μετά τον εντοπισμό των ναρκωτικών. Όταν ρωτήθηκε πώς της εφιστούσε την προσοχή της στο νόμο αφού δεν ήταν στο γκαράζ ο μάρτυρας απάντησε: «Α. Της επέστησα την προσοχή της αφού ανευρέθηκαν όλα.
Ε. Πότε;
Α. Ο Κατηγορούμενος ήταν υπό σύλληψη και ήταν στο σημείο μαζί μας. Εγώ θυμούμαι ότι η γυναίκα του ήταν στο μέρος. Δεν φαίνεται στο video, ήταν πιο έξω προφανώς δεν μπορώ να θυμηθώ, την έχω δει μετά και επέδειξα τα αντικείμενα». Ως προς την επίστηση στο νόμο και για την παραλαβή της κάμερας, στην κατάθεση του ο μάρτυρας αναφέρει ότι έξω από το δωμάτιο υπήρχε μια κάμερα παρακολούθησης που ήταν συνδεδεμένη με ηλεκτρική πρίζα. Την υπέδειξε και στους δύο, τους πληροφόρησε ότι θα την παραλάβει ως τεκμήριο και τους επέστησε την προσοχή τους στο νόμο. Αρχικά είπε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε τους την υπέδειξε δηλαδή αν ήταν πριν να απεγκατασταθεί ή μετά. Στη συνέχεια είπε ότι «Α. Ενδεχομένως να απεγκαταστάθηκε και μετά επέστησα την προσοχή τους και να τους αναφέρω ότι θα την παραλάβω.». Τέλος επί του ιδίου θέματος είπε «Α. Όπως μπορεί να συμβαίνει και με τεκμήρια όπου είχα βγάλει τεκμήρια από το κουτί, όπου βρίσκονταν και μετά τους υπέδειξα ότι θα τα παραλάβω ενώ τα είχα πιάσει. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν τα υπέδειξα πριν ή μετά.».
Είναι προφανές ότι ο μάρτυρας δεν ήταν ξεκάθαρος ως προς τις απαντήσεις που έδωσε. Αυτό κατά την κρίση μας δεν επηρεάζει την αξιοπιστία του εφόσον τα θέματα αυτά αφορούσαν κατά κύριο λόγο τον κατηγορούμενο 1 και για τον οποίο δεν προωθήθηκε κάτι περαιτέρω από πλευράς του. Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο εφόσον κρίνει κάποιο μάρτυρα αξιόπιστο, έχει διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του ως αξιόπιστη και να απορρίπτει άλλο μέρος (βλ. Τιμοθέου ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 671). Ακόμα όμως και οι αναφορές του για τον κατηγορούμενο 2 δεν επηρεάζουν την μαρτυρία του αφού ως θα εξηγήσουμε σε κατοπινό στάδιο αφορούν την πραγματική μαρτυρία. Ανέφερε ο μάρτυρας ότι έλαβε παρειακά επιχρίσματα από τον κατηγορούμενο 2 κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του τελευταίου. Είπε ότι πριν τη λήψη της συγκατάθεσης και σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτός έχει, του διάβασε το τυποποιημένο έντυπο χωρίς να του πει οτιδήποτε άλλο πέραν του περιεχομένου του εντύπου, ούτε και ότι είχε ταυτιστεί με γενετικό υλικό από παλαιότερη υπόθεση. Ανέφερε περαιτέρω ότι ήταν δική του εκτίμηση ότι η κάμερα γράφει μόνο όταν υπάρχει κίνηση αφού δεν είναι ειδικός επί του θέματος. Δεν γνώριζε πότε τοποθετήθηκαν τα ναρκωτικά. Ρωτήθηκε τέλος ο μάρτυρας και για την αναγνώριση του κατηγορούμενου 2 στις εικόνες που κατέγραφε η κάμερα και που αναφέρονται στην κατάθεση του τεκμήριο 11. Είπε ότι τον είδε 4-5 φορές πεζό στο δρόμο και την πρώτη φορά τους μίλησε και του είπαν ότι είναι ο ΜΜ. Ήταν σίγουρος ο μάρτυρας ότι σε κάποια video αναγνωρίζεται ο κατηγορούμενος 2 αν και υπάρχουν και κάποια που δεν αναγνωρίζεται παρά πολύ καλά και αναγνωρίζεται είτε από τη σιλουέτα είτε από τον τρόπο που περπατά. Με εξαίρεση τα σημεία της επίστησης της προσοχής του κατηγορούμενου 1 στο νόμο, αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του του ΜΚ2.
Η Σταυρούλα Ξενοφώντος ΜΚ3, εργάζεται στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής και στο Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής. Η εν λόγω μάρτυρας κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας για να καταθέσει αναφορικά με το περιεχόμενο των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης με αριθμούς [ ] και [ ] τεκμήρια 6 και 7 αντίστοιχα.
Είναι νομολογημένο ότι ο πραγματογνώμονας θα πρέπει να παρουσιάσει αιτιολογημένα, αντικειμενικά και αμερόληπτα τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να δώσουν την δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων του για να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη άποψη με την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Σαρρής v. Καλλέγιας κ.ά. (2011) 1Β Α.Α.Δ. 958, Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814). Είναι επίσης νομολογημένο ότι η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει αλλά απλώς βοηθά το Δικαστήριο το οποίο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα, νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη (βλ.Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά. v. Alsako Aluminium Ltd κ.ά. (2009) 1Β ΑΑΔ 1481).
Στην εδώ περίπτωση πέραν του γεγονότος ότι τα προσόντα της ΜΚ3, ως αυτά καταγράφονται στο βιογραφικό της σημείωμα τεκμήριο 30, δεν αμφισβητήθηκαν η ίδια ανέφερε ότι εργάζεται Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής από το 1997 και μέχρι σήμερα έχει συμμετάσχει στην εξέταση πέραν των 10.000 υποθέσεων της Κυπριακής Αστυνομίας για την διεκπεραίωση των οποίων έγιναν περισσότερες από περίπου 30.000 εξετάσεις DNA σε πολλά είδη αστυνομικών τεκμηρίων. Συνεπώς η ΜΚ3 κρίνεται ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας για το σκοπό που κλήθηκε.
Η μάρτυρας αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο των εκθέσεων τεκμήρια 6 και 7 και προχώρησε και επεξήγησε τα συμπεράσματα της, ως αυτά καταγράφονται στις δύο εκθέσεις με αναφορά στο κάθε αντικείμενο που κατασχέθηκε από την αστυνομία και αποστάλθηκε στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής για επιστημονικές εξετάσεις. Η μάρτυρας ήταν ειλικρινής και αντικειμενική χωρίς να διακρίνουμε προσπάθεια υποβοήθησης είτε της μίας είτε της άλλης πλευράς. Παρέθεσε με λεπτομέρεια τις ενέργειες της και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στα πλαίσια των καθηκόντων της. Εξήγησε τί σημαίνει «κύριος δότης» και «ταυτίζεται» λέγοντας ότι ο κύριος δότης πάλι ταυτίζεται αφού παίρνει αρκετά αλλήλια για να γίνει αναγνώριση και «κύριος» σημαίνει σε σχέση με άλλα αλλήλια και ότι έιναι πιο ψηλές οι κορυφές. Ταυτίζεται, εξήγησε η μάρτυρας, σημαίνει ότι βλέπουμε αρκετά αλλήλια. Ανέφερε περαιτέρω ότι «πλήρες γενετικό προφίλ» σημαίνει ότι παίρνουμε όλα τα αλλήλια σε όλες τις θέσεις. Υπήρξε αντικείμενο τόσο της κυρίως εξέτασης της όσο και της αντεξέτασης της, επί τη βάση σεναρίου, πιθανή επιμόλυνση των τεκμηρίων υπό την έννοια μεταφοράς γενετικού υλικού άλλου ή άλλων προσώπων. Δέχθηκε η μάρτυρας ότι γενικότερα το γενετικό υλικό είναι κατά κάποιο τρόπο μεταφερόμενο εξηγώντας την άμεση και έμμεση μεταφορά. Είπε περαιτέρω ότι είναι πιθανόν όταν υπάρχει μικτό γενετικό υλικό να είναι έμμεση παρά άμεση η μεταφορά του θέτοντας για την παρούσα περίπτωση, ότι στο γάντι εσωτερικά εντοπίστηκε πλήρες γενετικό υλικό. Τέθηκε στη μάρτυρα το σενάριο λόγω του ότι ο κατηγορούμενος 1 διέμενε στην οικία που εντοπίστηκαν τα αντικείμενα και στο χώρο όπου βρίσκονταν, εισέρχονταν και τρίτα πρόσωπα, αν μπορεί να αποκλειστεί το σενάριο ο εν λόγω κατηγορούμενος να είχε ακουμπήσει σε προηγούμενο χρόνο τα αντικείμενα των συμπερασμάτων της υπ’ αριθμούς 14 και 16 για να τοποθετήσει κάτι άλλο. Η μάρτυρας δεν μπορούσε να το αποκλείσει. Διαφώνησε όμως σε σχέση με το πώμα εσωτερικά εξηγώντας ότι αυτά τα καπάκια έχουν εσωτερικά σαν καμπύλη και θα ήταν δύσκολο να τοποθετηθεί από άλλον το DNA του κατηγορούμενου 1 και να βρεθεί κύριος δότης ο τελευταίος. Όταν της τέθηκε το σενάριο τρίτο πρόσωπο να τοποθέτησε το πώμα σε επιφάνεια που είχε προηγουμένως ακουμπήσει ο κατηγορούμενος 1 η ΜΚ3 απάντησε ως εξής «Α. Ναι, μάλιστα αλλά πρέπει να αναφέρω ότι όλα αυτά τα σενάρια για το άλλο άτομο που λέτε, αυτό το άτομο δεν έχει αφήσει το δικό του γενετικό υλικό σε όλα τα αντικείμενα που περιγράφεται ως το τρίτο πρόσωπο που τα άγγιξε μετά που τα άγγιξε ο ΡΡ, άρα δεν εντοπίσαμε και ούτε υπάρχει γενετικό υλικό ούτε από το παιδάκι που λέτε γιατί σ’αυτό το σενάριο θα βλέπαμε το γενετικό του υλικό, και με το μισό τουλάχιστον θα το ξεχωρίζαμε ότι είναι το παιδάκι του ΡΡ με το γεγονός ότι θα είχε τα μισά του αλλήλια.». Δεν μπορεί να αποκλειστεί, ανέφερε η μάρτυρας, η επιμόλυνση των τεκμηρίων αν ένας αστυνομικός με το ίδιο ζευγάρι γάντια πιάνει το ένα αντικείμενο και μετά το αφήνει και πιάνει άλλο αντικείμενο και στη συνέχεια το αφήνει και αυτό και πιάνει κάποιο άλλο. Υποδείχθηκε στη μάρτυρα η φωτογραφία 17 του τεκμηρίου 28 η οποία συμφώνησε ότι με τον τρόπο που είναι στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο τα αντικείμενα θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί το DNA από το ένα αντικείμενο στο άλλο. Η μάρτυρας βέβαια κατά την κυρίως εξέταση της ανάφερε το εξής σημαντικό όταν της τέθηκε το ακόλουθο και πάλι σενάριο που επί της ουσίας είναι το ίδιο που προωθήθηκε από τους συνηγόρους υπεράσπισης «Ε. Κυρία Ξενοφώντος εάν λάβουμε υπόψιν αυτά τα αντικείμενα να είχαν βρεθεί όλα μέσα σε ένα ερμαράκι και το πρόσωπο που τα έβρισκε, ο Αστυνομικός που τα έβρισκε, να χρησιμοποιούσε τα ίδια γάντια κατά τη διάρκεια παραλαβής των τεκμηρίων, πόσο πιθανόν θεωρείς μπορεί να ήταν να μεταφέρθηκε το γενετικό υλικό σε αυτά τα τεκμήρια από κάπου αλλού μέσα στο γάντι που χρησιμοποιούσε ο αστυνομικός; Αν μπορείς να μας πεις.
Α. Πρώτα απ’ όλα θα έπρεπε ο Αστυνομικός να είχε έρθει σε επαφή με τα άτομα διότι είναι 2 τα άτομα, εδώ θα έπρεπε να έρθει σε επαφή με μια πηγή γενετικού υλικού από τα 2 άτομα και η πρώτη ερώτηση είναι που είναι αυτή η πηγή του γενετικού υλικού στην οποία θα άγγιξε ο αστυνομικός και να φέρει αυτά τα δύο άτομα σε διάφορους συνδυασμούς και με ποια ποσότητα. Και επίσης διότι κάνουμε κάποια τεστ για σάλιο που είναι μια βιολογική πλούσια πηγή DNA ήταν όλα αρνητικά σε όλα τα αντικείμενα όπου έγινε η εξέταση άρα αυτή δεν υπάρχει. Είναι μια πλούσια πηγή DNA άρα το θεωρώ λίγο απίθανο να παρατηρηθούν αυτά τα αποτελέσμα που έχουμε μπροστά μας κατά το σενάριο επιμόλυνσης από γάντια κάποιου αστυνομικού. Επίσης θα πρέπει να σκεφτούμε ότι θα πρέπει να γίνει εναπόθεση κάπου, δηλαδή πρώτη εναπόθεση από 2 Κατηγορούμενους μετά να παρθεί από αστυνομικό και η δεύτερη μεταφορά και μετά Τρίτη μεταφορά σε διάφορα αντικείμενα. Άρα η άποψη μου είναι ότι είναι πιο πιθανόν να παρατηρηθούν τα αποτελέσματα που έχουμε εμείς καταθέσει στις εκθέσεις μας κάτω από κάποια σενάρια άμεσης παρά έμμεσης μεταφοράς.».
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ3.
Ο υπαστυνόμος Χρύσανθος Τρισελιώτης ΜΚ4, είναι υπεύθυνος του εργαστηρίου δακτυλοσκοπίας στην υπηρεσία εγκληματολογικών ερευνών του Αρχηγείου Αστυνομίας. Έχει επίσης οριστεί από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας του αρχείου γενετικών προφίλ να τον βοηθά στην τήρηση του ελέγχου των γενετικών προφίλ. Ο εν λόγω μάρτυρας κλήθηκε να καταθέσει αναφορικά με το προφίλ του κατηγορούμενου 2 που τηρείτο στη βάση δεδομένων κατά τις 27/3/2023. Ο ΜΚ4 κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας που παρέθεσε τα στοιχεία που είχε στην κατοχή του ως προς το ζήτημα αυτό αλλά και το τι ακολουθείται στο αρχείο ως προς την διατήρηση ή διαγραφή κάποιου προφίλ. Η αντεξέταση του από τον συνήγορο για τον κατηγορούμενο 2 δεν αφορούσε την αξιοπιστία του μάρτυρα αλλά την ανάδειξη στοιχείων που θα ήταν επιβοηθητικά για την υπεράσπιση όπως παραδείγματος χάριν η διατήρηση του προφίλ ακόμα και μετά την αποκατάσταση καταδικασθέντα ή ακόμα και μετά την αθώωση του. Ανέφερε ο ΜΚ4 ότι το 2018 είχαν ληφθεί παρειακά επιχρίσματα του κατηγορούμενου 2 για εξέταση συγκεκριμένης υπόθεσης από την ΥΚΑΝ Λάρνακας και υπήρχε ταύτιση του σε τεκμήρια. Ο κατηγορούμενος 2 καταδικάστηκε σε φυλάκιση με αποτέλεσμα το γενετικό προφίλ του αρχειοθετήθηκε στο αρχείο των γενετικών προφίλ της αστυνομίας δυνάμει του άρθρου 25 του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004. Είπε επίσης ότι το γενετικό προφίλ που λήφθηκε από κάποιον που έχει προηγούμενες καταδίκες τότε, σύμφωνα με το νόμο, η αστυνομία δικαιούται να το κρατήσει. Αν κάποιος έχει ποινικό αδίκημα και έχουν το DNA του για παράνομη στάθμευση ακόμα και αν αθωωθεί τότε συνεχίζουν να διατηρούν το γενετικό προφίλ του διότι έχει καταδίκη για παράνομη στάθμευση. Αν δεν έχουν προηγούμενες καταδίκες τότε διαγράφονται από τη βάση δεδομένων. Ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε αίτημα για αποκατάσταση και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει θέμα αποκατάστασης της καταδίκης του. Δεν υπέβαλε ούτε αίτημα για διαγραφή του προφίλ του. Ανέφερε περαιτέρω ο μάρτυρας ότι όταν υπάρχει αποκατάσταση το γενετικό προφίλ δεν διαγράφεται αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Με βάση τα σημερινά δεδομένα γίνεται περιοδικός έλεγχος της βάσης των δεδομένων και όταν καταδικασθέντας φθάσει την ηλικία των 75 ετών ή αποβιώσει τότε το προφίλ του καταστρέφεται. Πρόσβαση στη βάση δεδομένων έχει και το Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ4.
Ο αρχιαστυφύλακας 2265 Δημήτρης Σιημητράς ΜΚ5, ήταν ανακριτής της υπόθεσης μέχρι τη λήξη της προσωποκράτησης του κατηγορούμενου 1 οπόταν και ανέλαβε άλλος συνάδελφος του. Οι ενέργειες του καταγράφονται στην κατάθεση του τεκμήριο 31. Ήταν ένα από τα μέλη της ΥΚΑΝ που στις 25/3/2023 μετέβηκαν στην Αραδίππου στην οικία του κατηγορούμενου 1 οπόταν και εκτέλεσαν ένταλμα έρευνας. Στα γραφεία της ΥΚΑΝ πληροφόρησε το ΡΡ για τα δικαιώματα του. Στην παρουσία του δικηγόρου του του έλαβε ανακριτική κατάθεση τεκμήριο 4. Ήταν επίσης παρών και κατά την έρευνα στον υπόγειο χώρο της οικίας όπου εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά. Ο ΜΚ5 δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητικός ως προς τα διαδραματισθέντα κατά την έρευνα, πέραν βέβαια των δικών του ενεργειών που δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση από την υπεράσπιση. Αντεξέταστηκε όμως ο μάρτυρας σε σχέση με το τι λέχθηκε από συναδέλφους του στον κατηγορούμενο 1 στην οικία του τελευταίου και ειδικότερα από τον ΜΚ1. Ο μάρτυρας δεν μπορούσε να θυμηθεί χωρίς όμως να αποκλείει ότι μπορεί να έγινε. Βέβαια να πούμε ότι οι θέσεις αυτές υποβλήθηκαν στους άμεσα εμπλεκόμενους μάρτυρες οι οποίοι και έδωσαν τις απαντήσεις τους. Δεν μπορούσε επίσης να αποκλείσει ότι και ο ίδιος μπορεί να είπε στον κατηγορούμενο 1 να σιωπήσει όταν προσπάθησε να μιλήσει. Η αντεξέταση του περιστράφηκε και επί χρόνου μεταγενέστερου της αποχώρησης του ως ανακριτής χωρίς να προκύπτει οτιδήποτε που θα βοηθούσε την μία ή την άλλη πλευρά. Επί της ουσίας όμως και επί των ενεργειών του ΜΚ5 κρίνουμε ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας χωρίς η αξιοπιστία του να κλονίζεται.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του.
Έχουμε αναφέρει προηγουμένως πως οι κατηγορούμενοι επέλεξαν, ως είχαν απόλυτο δικαίωμα, να παραμείνουν σιωπηλοί χωρίς να προσκομίσουν οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Η άσκηση του δικαιώματος σιωπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί εναντίον τους αλλά ούτε και μπορεί να έχει οποιαδήποτέ επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Mohammad κ.ά. ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 590). Αν και οι κατηγορούμενοι έχουν δώσει κατάθεση στην αστυνομία που κατατέθηκαν ως τεκμήρια 3,4 και 5 εντούτοις σε ερωτήσεις που τους τέθηκαν δεν ανέφεραν οτιδήποτε επικαλούμενοι το δικαίωμα τους στη σιωπή, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να αξιολογηθεί (βλ. Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 109).
Έχοντας υπόψιν το σύνολο της μαρτυρίας, δεδομένης και της αξιολόγησης της καταλήγουμε στα κάτωθι ευρήματα:
Στις 25/3/2023 διεξάχθηκε, δυνάμει Δικαστικού εντάλματος, έρευνα στην οικία του κατηγορούμενου 1 στην οδό [ ] στην [ ]. Την είσοδο της κατοικίας άνοιξε η σύζυγος του κατηγορούμενου 1 και μετά που της εξηγήθηκε ο λόγος της παρουσίας μελών της ΥΚΑΝ τους οδήγησε έξω από το υπνοδωμάτιο του. Αφού κτύπησαν την πόρτα του υπνοδωματίου τους άνοιξε ο κατηγορούμενος 1. Του επιδείχθηκε το ένταλμα έρευνας, του επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο και ρωτήθηκε αν έχει οτιδήποτε ο παράνομο σε σχέση με ναρκωτικές ουσίες, με τον κατηγορούμενο 1 να απαντά «’Εχω λλίο που πίνω». Κατά την έρευνα εντοπίστηκαν από τον ΜΚ2 ένα τεμάχιο χαρτί εντός του οποίου υπήρχε ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης, ένα τεμάχιο νάιλον με την επιγραφή captain morgan το οποίο περιείχε καφέ συμπαγή ουσία, μία μαύρη ζυγαριά ακριβείας, ένα πράσινο πλαστικό αλεστήρι με ίχνη πράσινης φυτικής ύλης, ένα μεταλλικό κουτάλι με ίχνη άσπρης ουσίας και ένα μπλε πλαστικό δοχείο με την επιγραφή kaouris baking soda εντός του οποίου υπήρχε άσπρη ουσία. Ο ΜΚ2 επέδειξε τα αντικείμενα στον κατηγορούμενο 1 και στη σύζυγο του και τους επέστησε την προσοχή τους στο νόμο. Ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «Καλά αφού ξέρετε ότι είμαι χρήστης εν μπορώ να πίννω νάκκον έσσο;» ενώ η σύζυγος του είπε «Εγώ δεν μπαίνω εδώ». Ο κατηγορούμενος 1 συνελήφθηκε για αυτόφωρο αδίκημα και του επεστήθηκε η προσοχή του στο νόμο. Ακολούθησε έρευνα σε ανοικτό δωμάτιο στο υπόγειο γκαράζ της οικίας εντός του οποίου μεταξύ άλλων αντικειμένων υπήρχε και ένα ξύλινο έπιπλο. Στο κάτω μέρος του υπήρχαν δύο ντουλάπια εκ των οποίων το ένα ήταν κλειδωμένο. Ρωτήθηκαν για το κλειδί και ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «Εν έχω κλειδί πάντα εν κλειδωμένο». Καταβλήθηκαν προσπάθειες για εντοπισμό του κλειδιού χωρίς αποτέλεσμα. Με τη χρήση εργαλείου παραβιάστηκε η πόρτα οπόταν και εντοπίστηκαν μία νάιλον συσκευασία κολλημένη με καφέ ταινία που περιείχε πράσινη ξηρή φυτική ύλη, μία νάιλον συσκευασία που περιείχε πράσινη ξηρή φυτική ύλη, δεκαοκτώ νάιλον συσκευασίες με την επιγραφή captain morgan που περιείχαν καφέ συμπαγή ουσία, ένα πλαστικό διαφανές κουτί που περιείχε τέσσερεις νάιλον συσκευασίες που περιείχαν πράσινη ξηρή φυτική ύλη, μία πράσινη ζυγαριά με ίχνη πράσινης ξηρής φυτικής ύλης, μία μαύρη ζυγαριά ακριβείας με την επιγραφή JZ115 με ίχνη πράσινης ξηρής φυτικής ύλης και δύο πλαστικά γάντια. Την ίδια ημέρα ο ΜΚ2 εντόπισε σε τοίχο στο γκαράζ της οικίας κάμερα παρακολούθησης μάρκας ΥΙ με διακριτικό αριθμό 22CNYTR9NB την οποία και αποσύνδεσε και παρέλαβε ως τεκμήριο. Εντός αυτής υπήρχε τοποθετημένη μια micro sd card mixza 32GB. Ο κατηγορούμενος 1 μεταφέρθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ οπόταν και πληροφορήθηκε πλήρως για τα δικαιώματα του και του παραδόθηκε το σχετικό έντυπο. Ανακρινόμενος προφορικά από τον ΜΚ1 ανέφερε ότι τα ναρκωτικά που εντοπίστηκαν στο υπόγειο του γκαράζ ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και ότι αυτός τα έκρυβε για να λαμβάνει ναρκωτικά για δική του χρήση. Δεν επιθυμούσε να του ληφθεί κατάθεση χωρίς να μιλήσει πρώτα με τον δικηγόρο του ο οποίος και ειδοποιήθηκε και πήγε στα γραφεία της ΥΚΑΝ και συναντήθηκε μαζί του. Στην παρουσία του δικηγόρου του ο ΜΚ5 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος δεν επιθυμούσε να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση και ότι έχει να πει θα το πει στο Δικαστήριο. Μετά από εξετάσεις του περιεχομένου που κατέγραφε η κάμερα που εντοπίστηκε στον υπόγειο χώρο του γκαράζ διαπιστώθηκε ότι τα δεδομένα που καταγράφηκαν αφορούν την περίοδο μεταξύ 23/2/2023 μέχρι 25/3/2023. Διαπιστώθηκε περαιτέρω ότι πέραν του κατηγορούμενου 1 εμφανίζονται άλλα δύο πρόσωπα εκ των οποίων ο ένας είναι ο κατηγορούμενος 2. Ο τελευταίος διακρίνεται να εμφανίζεται αρκετές φορές στις καταγραφές, να εισέρχεται είτε μόνος του είτε με τον κατηγορούμενο 1 στην αποθήκη και να έχει πρόσβαση στο κλειδωμένο ντουλάπι που εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά χωρίς την παρουσία του κατηγορούμενου 1. Εναντίον του κατηγορούμενου 2 εκδόθηκε στις 28/9/2023 ένταλμα σύλληψης το οποίο και εκτελέστηκε στις 3/10/2023. Ο εν λόγω κατηγορούμενος ζήτησε όπως επικοινωνήσει με το δικηγόρο του όπως και έπραξε. Ο δικηγόρος του ανέφερε στον ΜΚ1 ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν θα έδιδε κατάθεση αν δεν ήταν και ο δικηγόρος του παρών. Στις 4/10/2023 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο 2 στην παρουσία του δικηγόρου του. Στις ερωτήσεις που του τέθηκαν απαντούσε «Έχω πάρει νομική συμβουλή και θα τηρήσω το δικαίωμα της σιωπής.». Από τους δύο κατηγορούμενους λήφθηκαν δείγματα γενετικού υλικού τα οποία μεταφέρθηκαν στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής χωρίς να παρεμβληθεί οτιδήποτε από τη λήψη μέχρι την εξέταση τους που να επηρεάζει την ορθότητα των αποτελεσμάτων της επιστημονικής εξέτασης. Τα τεκμήρια που παραλήφθηκαν κατά την έρευνα και περιγράφονται ως τεκμήρια 1-14 στον κατάλογο τεκμηρίων που κατατέθηκε ως τεκμήριο 13 ενώπιον του Δικαστηρίου, αποστάληκαν για επιστημονικές εξετάσεις στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής.
Πριν όμως προχωρήσουμε στην εξέταση κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή των κατηγορούμενων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας θεωρούμε ορθό όπως επιληφθούμε πρώτα των θεμάτων που εγείρονται από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορούμενου 2. Αυτό καθίσταται αναγκαίο καθότι, κατά την εισήγηση, άπτονται ζητήματα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων του που σε περίπτωση που ευσταθούν, αποδομούν την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.
Αποτελεί θέση του κατηγορούμενου 2, ως προκύπτει από το τεκμήριο 6, ότι εντοπίστηκε γενετικό υλικό του σε ορισμένα από τα αντικείμενα που παραλήφθηκαν κατά την έρευνα και το οποίο συγκρίθηκε στη βάση δεδομένων γενετικού υλικού που διατηρεί η αστυνομία. Είναι μέσω αυτής της σύγκρισης που συνδέθηκε με τα αντικείμενα. Η αστυνομία, αν και το τεκμήριο 6 φέρει ημερομηνία 21/4/2023, προχώρησε στην έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου 2 στις 28/9/2023 με σκοπό την εκ νέου λήψη του γενετικού υλικού σύμφωνα με το άρθρο 25 του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004.
Προβάλλει ο κύριος Νεάρχου ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να κάνει αποδεκτή τη μαρτυρία που πηγάζει από τα τεκμήρια 6 και 7 στη βάση τριών λόγων που είναι (α) η λήψη γενετικού υλικού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25 του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 το οποίο παραβιάζει το Ενωσιακό Δίκαιο, (β) πηγάζει από την παράνομη διατήρηση του γενετικού προφίλ του κατηγορούμενου 2 από την αστυνομία και (γ) λήφθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του κατηγορούμενου.
Προβάλλεται, ως θέσαμε ανωτέρω, η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 25 ως προς τη λήψη γενετικού υλικού. Συγκεκριμενοποιώντας και αναλύοντας την εισήγηση του ο συνήγορος υπεράσπισης έθεσε ότι η λήψη γενετικού υλικού αφορά επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και έρχεται σε αντίθεση με το Ενωσιακό Δίκαιο. Παραθέτοντας τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 25 και συγκρίνοντας τα με απόφαση του ΔΕΕ με αναφορά στην Οδηγία 2016/680 αλλά και στην Οδηγία 2017/580, έθεσε ότι το άρθρο 25 είναι γενικό αφού θέτει ως μόνο κριτήριο την κράτηση ενός προσώπου. Η απουσία κριτηρίου αναγκαιότητας σε ότι αφορά την έκδοση Δικαστικού διατάγματος καταναγκαστικής λήψης δεδομένων καθιστά το άρθρο 25 αντίθετο με το άρθρο 10 της Οδηγίας. Υπό τα δεδομένα του άρθρου 25 μπορεί να οδηγήσει γενικά και αδιάκριτα στη συλλογή γενετικών δεδομένων από πρόσωπα που συνελήφθησαν για οποιοδήποτε αδίκημα στοιχείο που είναι αντίθετο με το άρθρο 6 στοιχείο α της Οδηγίας 2916/680 το οποίο περιορίζει την δυνατότητα λήψης γενετικών δεδομένων σε πρόσωπα σε σχέση με τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι διέπραξαν ή πρόκειται να διαπράξουν ποινικό αδίκημα. Είναι περεταίρω η θέση της υπεράσπισης ότι η επεξεργασία γενετικών δεδομένων από τις αστυνομικές αρχές επιτρέπεται μόνο όταν αυτή είναι απολύτως αναγκαία. Ως προς αυτό το στοιχείο ο Νόμος 73(Ι)/2004 σιωπά. Πέραν τούτου, σύμφωνα πάντα με την εισήγηση του κατηγορούμενου 2, το άρθρο 25 είναι αντίθετο με το άρθρο 54 της Οδηγίας 216/680 αφού δεν καθιερώνει νομοθετικά ένδικη προστασία παρά μόνο καθιστά ποινικό αδίκημα την παράλειψη συμμόρφωσης. Σχολιάζοντας και το ζήτημα της συγκατάθεσης που ο κατηγορούμενος 2 έδωσε για τη λήψη γενετικού υλικού ο κύριος Νεάρχου επέμενε στη θέση του ότι δεν υπήρξε συγκατάθεση κάτι το οποίο θα πρέπει να κριθεί μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως επίσης και ότι οι αναφορές του έχουν σχέση με την συνταγματικότητα του άρθρου 25 γενικότερα.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση D.G.S v. Δημοκρατίας Ποιν.Έφεση Αρ.148/2023 ημερ. 20/9/2024 με αναφορά στην υπόθεση Πιτσιλλίδης κ.ά ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 7, επαναλήφθηκαν οι αρχές όπως αυτές έχουν τεθεί στην υπόθεση Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, που διέπουν το ζήτημα του Δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των Νόμων, ως ακολούθως:
«1. Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία». Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
2. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.
3. Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
4. Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, με άλλα λόγια τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.
Βλ. και Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 339 (απόφαση Πική, Π.): «Η μεδοθολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα» (βλ.επίσης, The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441 και Miliotis v. Police (1966) 2 C.L.R. 62).»
Να επαναλάβουμε επίσης ότι το βάρος απόδειξης της τιθέμενης αντισυνταγματικότητας βρίσκεται στους ώμους αυτού που την επικαλείται που στην παρούσα περίπτωση είναι ο κατηγορούμενος 2 και σε επίπεδο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Investylia Ltd v. Tαμπούρη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1325).
Με βάση λοιπόν τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές το πρώτο που θα πρέπει να εξεταστεί είναι αν η κρίση του Δικαστηρίου επί του εγειρόμενου ζητήματος αντισυνταγματικότητας του άρθρου 25 του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 είναι αναγκαία και απαραίτητη για την επίλυση της υπό εκδίκαση υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δημητρίου (2003) 2 ΑΑΔ 45).
Να πούμε αρχικά ότι η εισήγηση της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 25, ως τέθηκε από την πλευρά της υπεράσπισης εκπηγάζει από τις εκθέσεις του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής που ετοιμάστηκαν από την ΜΚ3. Το αποτέλεσμα της εξέτασης της και τα συμπεράσματα της για σύνδεση του κατηγορούμενου 2 με αντικείμενα που παραλήφθηκαν από την οικία του κατηγορούμενου 1 προήλθε από γενετικό υλικό που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο 2. Οι συνθήκες λήψης του γενετικού υλικού αποτέλεσε το αντικείμενο δίκης εντός δίκης. Είχε προωθηθεί από την υπεράσπιση στην ενδιάμεση εκείνη διαδικασία και αποτέλεσε ένα από τους λόγους της ένστασης και του πλαισίου της ότι:
«Α. Ουδέποτε δόθηκε ελεύθερη και ανεπηρέαστη συγκατάθεση από τον κατηγορούμενου για λήψη δείγματος γενετικού υλικού (DNA). Δεν του δόθηκε το δικαίωμα, ελεύθερα να αρνηθεί να δώσει συγκατάθεση, αλλά αντίθετα, η συγκατάθεση ήταν προϊόν απειλής ότι τυχόν άρνηση – μη συναίνεση, συνιστά διάπραξη ποινικού αδικήματος. Δεν δόθηκε στον κατηγορούμενο ως πρόσωπο το οποίο τελούσε υπό κράτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο το δικαίωμα επικοινωνίας, εκπροσώπησης και λήψης συμβουλής από δικηγόρο προτού του ληφθεί δείγμα γενετικού υλικού και ή προγενέστερα κατά την υπογραφή γραπτής συγκατάθεσης.».
Το Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 22/2/2024 απέρριψε την ένσταση αποφασίζοντας ότι ουδεμία παραβίαση δικαιώματος του κατηγορούμενου 2 υπήρξε και η συγκατάθεση του για λήψη γενετικού υλικού δόθηκε με την ελεύθερη βούληση του. Το δεδομένο αυτό επισημάνθηκε από τον συνήγορο της κατηγορούσας αρχής ο οποίος πρόβαλε ακριβώς ότι το δείγμα γενετικού υλικού λήφθηκε με την συγκατάθεση και των δύο κατηγορούμενων και συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί τέτοιο ζήτημα. Η υπεράσπιση βέβαια έθεσε ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν συγκατατέθηκε και αυτό θα πρέπει πλέον να εξεταστεί από το Δικαστήριο εκ νέου αξιολογώντας την μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2. Θέτει επίσης ότι η εισήγηση της αφορά αντισυνταγματικότητα του άρθρου 25 γενικότερα καθώς επιτρέπει τη χωρίς περιορισμούς λήψη και επεξεργασία γενετικού υλικού ενός υπόπτου άσχετα αν αυτό είναι αναγκαίο για σκοπούς διερεύνησης του αδικήματος για το οποίο τελεί υπό κράτηση.
Είναι νομολογημένο ότι το Δικαστήριο μπορεί να αναθεωρήσει την κρίση του για την αποδοχή μαρτυρίας κατ’ εξαίρεση του κανόνα που το θέλει να μην ενεργεί ως εφετείο του εαυτού του, έχοντας όμως καθήκον να εξετάζει το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και να καταλήγει σε ευρήματα και συμπεράσματα (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης Ηλιάδη και Σάντη σελ.909 και κατ’αναλογίαν Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 330).
Στην εδώ περίπτωση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που θα διαφοροποιούσε την κατάληξη μας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ενδιάμεση απόφαση μας ημερομηνίας 22/2/2024, στην οποία και παραπέμπουμε, ως προς την συγκατάθεση του κατηγορούμενου 2 να δώσει γενετικό υλικό. Η μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2 και μετά την αξιολόγηση της επί του συγκεκριμένου σημείου, παρέμεινε αλώβητη. Εξήγησαν και πάλι τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε το γενετικό υλικό που αποτέλεσε τη βάση για τα συμπεράσματα της ΜΚ3 στο τεκμήριο 7, χωρίς να προκύψει οτιδήποτε που θα οδηγούσε το Δικαστήριο να διαφοροποιηθεί σε σχέση με την συγκατάθεση του κατηγορούμενου 2 να δώσει ηθελημένα γενετικό υλικό. Η συγκατάθεση του αυτή θέτει εκποδών τα όποια άλλα θέματα εγείρονται από την υπεράσπιση όπως την ισχυριζόμενη γενική εξουσία της αστυνομίας για λήψη αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού, ή και η απουσία καθορισμού κριτηρίου αναγκαιότητας. Τα ζητήματα αυτά, μετά που το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου 2 λήφθηκε με την συγκατάθεση του καθίστανται ακαδημαϊκού πλέον ενδιαφέροντος και η ενασχόληση του Δικαστηρίου με αυτά δεν είναι απαραίτητη για την επίλυση της υπό κρίση υπόθεσης. Το ίδιο ισχύει και για την πρόβλεψη ένδικης προστασίας ως επίσης και για το ποιος και κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να προβεί στις σχετικές επιστημονικές εξετάσεις. Η ύπαρξη συνεπώς συγκατάθεσης του κατηγορούμενου 2 για τη λήψη γενετικού υλικού εκθεμελιώνει την εισήγηση του για την ισχυριζόμενη αντισυνταγματικότητα του άρθρου 25.
Η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου μας οδηγεί στην εξέταση και της ετέρας βάσης για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 25 του Περί Αστυνομίας Νόμου.
Υποστηρίζει ο κατηγορούμενος 2 ότι το εν λόγω άρθρο 25 είναι αντίθετο με το Ενωσιακό Δίκαιο αφού τα προσωπικά (βιομετρικά) δεδομένα που λαμβάνονται κρατούνται εσαεί κάτι που αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ του άρθρου 15 του Συντάγματος καθώς και του δικαιώματος προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Βάση του επιχειρήματος της υπεράσπισης αποτέλεσε η σύνδεση του κατηγορούμενου, με την υπό κρίση υπόθεση, μετά τη λήψη γενετικού υλικού ,με γενετικό προφίλ που η αστυνομία είχε στην κατοχή της και είχε αποθηκευμένο όταν αυτό είχε ληφθεί για άλλη υπόθεση που αντιμετώπιζε και για την οποία είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 3 ετών. Προέκυψε από τη μαρτυρία του ΜΚ4, κατά τη θέση της υπεράσπισης, ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε θα αποκατασταθεί. Ο κύριος Νεάρχου υποστήριξε την εισήγηση του με αναφορά και στην απόφαση του ΕΔΑΔ Gaughran v. The United Kingdom αλλά και στην NG v. DGPN, C-118/22. Έθεσε η υπεράσπιση ότι με βάση την Οδηγία 2016/680/ΕΕ τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να διατηρούνται για διάστημα μεγαλύτερο από όσο απαιτείται για το σκοπό για τον οποίο υποβάλλονται σε επεξεργασία και όχι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από αυτό που είναι αναγκαίο. Γίνεται επίσης αναφορά και στον Περί Αποκατάστασης Καταδικασθέντων Νόμο 70/81, σε απάντηση της θέσης της κατηγορούσας αρχής αυτή τη φορά, ότι ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να είχε υποβάλει αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αποκατάσταση της καταδίκης του. Δεν θα υπεισέλθουμε σε έκταση στα όσα οι δύο πλευρές έχουν αναφέρει προς υποστήριξη των θέσεων τους ούτε θα επαναλάβουμε την μαρτυρία του ΜΚ4. Έχουμε διεξέλθει τα όσα έχουν υποστηρίξει με αρκετή λεπτομέρεια και παραπομπή σε νομολογία. Το ερώτημα όμως που θα πρέπει να απαντηθεί, έχοντας κατά νουν ότι αυτό που υποστηρίζεται είναι και πάλι αν η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 25, επί διαφορετικής βέβαια βάσης, είναι ζήτημα που είναι αναγκαίο να κριθεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια επίλυσης της παρούσας υπόθεσης. Να υπενθυμίσουμε ότι κρίση του Δικαστηρίου επί ζητήματος αντισυνταγματικότητας θα πρέπει να είναι αναγκαία για την επίλυση της υπό εκδίκαση υπόθεσης.
Κρίση μας είναι ότι η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική.
Το κατά πόσο η αστυνομία διατηρεί το γενετικό προφίλ του κατηγορούμενου το οποίο είχε εξασφαλίσει προηγουμένως και όταν, ως προέκυψε από τη μαρτυρία, ο κατηγορούμενος είχε διαπράξει και πάλι αδίκημα στις 3/9/2018 για το οποίο καταδικάστηκε σε φυλάκιση, δεν θεωρούμε ότι επηρεάζει καθ’οιονδήποτε τρόπο την κρίση μας επί της παρούσας υπόθεσης. Ούτε και αν αποφανθούμε ότι λανθασμένα η αστυνομία, κάτι βέβαια που δεν λέμε, διατηρεί το γενετικό του προφίλ από το 2018 επιδρά με κάποιο τρόπο στην εδώ περίπτωση. Ο κατηγορούμενος συγκατατέθηκε να του ληφθεί γενετικό υλικό και αυτό αποτελεί τη βάση για την φερόμενη εμπλοκή του στα υπό εξέταση αδικήματα. Σύμφωνα με τα τεκμήρια 6 και 7 εντοπίστηκε γενετικό υλικό του σε κάποια από τα κατασχεθέντα μετά από έρευνα αντικείμενα, ζητήθηκε και του λήφθηκε γενετικό υλικό και σύμφωνα και πάλι με το περιεχόμενο των εκθέσεων που η ΜΚ3 ετοίμασε, διαπίστωσε σύνδεση του με αυτά. Συνεπώς η αποθήκευση και διατήρηση του γενετικού του προφίλ από την αστυνομία δεν υπέχει οποιαδήποτε επίδραση στην κρίση μας. Οι ανακριτικές αρχές προέβηκαν σε λήψη δειγμάτων γενετικού υλικού από τον κατηγορούμενο 2, μετά από δική του συγκατάθεση και τα οποία αποτέλεσαν την βάση των συμπερασμάτων της ΜΚ3. Ούτε βέβαια και η εισήγηση ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν έχει άλλο ένδικο μέσο προς αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του άρθρου 25(2) καθιστά την εξέταση του εγειρόμενου ζητήματος αναγκαία. Έχουμε αναφέρει προηγουμένως ότι τα Δικαστήρια ασχολούνται μόνο με τη συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα ή και τη συμφωνία τους με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Δεν τίθεται τέλος ούτε και ζήτημα παραβίασης της ιδιωτικής του ζωής τη στιγμή ακριβώς που με τη συγκατάθεση του λήφθηκε γενετικό υλικό. Η εξέταση και πάλι του εγειρόμενου θέματος στη βάση του ότι η απλή διατήρηση και αποθήκευση των προσωπικών δεδομένων από κρατικές αρχές έχει επίδραση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής αποκτά υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, μόνο και πάλι ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Αυτό που ουσιαστικά καλούμαστε είναι να αποφασίσουμε επί ζητήματος αντισυνταγματικότητας διάταξης συγκεκριμένου νομοθετήματος χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο για την κρίση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο τον οποίο η πλευρά της υπεράσπισης επικαλείται για να μην γίνει αποδεκτή η μαρτυρία που πηγάζει από τα τεκμήρια 6 και 7 αφού το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου λήφθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του, το Δικαστήριο έχει προβεί σε αναφορές όσον αφορά τον λόγο αυτό κατά την εξέταση του πρώτου εγειρόμενου λόγου για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 25 του Περί Αστυνομίας Νόμου, ως προς τη λήψη γενετικού υλικού. Δεν θα επαναλάβουμε τα όσα θέσαμε προηγουμένως παρά μόνο ότι το θέμα της συγκατάθεσης είχε αποτελέσει ζήτημα εξέτασης στη διαδικασία δίκης εντός δίκης οπόταν και κατέθεσαν οι αστυφύλακες Κωνσταντίνου και Μιχαηλίδης, ΜΚ1 και ΜΚ2 αντίστοιχα. Tο Δικαστήριο εξετάζοντας τους προβαλλόμενους λόγους, επί των οποίων στηρίζεται και η εδώ εισήγηση της υπεράσπισης, είχαμε αποφασίσει ότι η συγκατάθεση του κατηγορούμενου 2 δόθηκε με την ελεύθερη βούληση του και χωρίς οποιαδήποτε απειλή από τις ανακριτικές αρχές. Ο συνήγορος υπεράσπισης με την τελική αγόρευση του συμπλέκει το ζήτημα της ισχυριζόμενης απειλής προς τον κατηγορούμενο 2 με τα συμβάντα που έλαβαν χώρα στην οικία του κατηγορούμενου 1 όταν ο ΜΚ1 του είπε «να μεν με πιάει πελλάρα που τ’ αλήθκεια. Θέλεις να συλλάβω τη γεναίκα σου;». Θεωρούμε ότι τα όσα λέχθηκαν στον κατηγορούμενο 1 κατά την έρευνα στην οικία του και τα οποία έχουμε κρίνει ως απαράδεκτα, δεν βοηθούν την εισήγηση του κατηγορούμενου 2. Πέραν του ότι ο κατηγορούμενος 2 κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο δεν ήταν καν ύποπτος και ο κατηγορούμενος 1 δεν ανέφερε οτιδήποτε το ενοχοποιητικό, συνελήφθηκε κάποιους μήνες μετά και η λήψη γενετικού υλικού διενεργήθηκε με την συγκατάθεση του χωρίς να υπάρχει μαρτυρία για απειλή εναντίον του. Προώθησε περαιτέρω η υπεράσπιση με παραπομπή στην υπόθεση Γεωργίου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.105/2019 ημερ.25/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:B276, ότι δεν του εξηγήθηκε, όταν του ζητήθηκε να δώσει γενετικό υλικό, το δικαίωμα του να αρνηθεί κάτι που αποτελεί αυστηρά προστατευόμενο προσωπικό δεδομένο το οποίο εντάσσεται στη συνταγματική προστασία του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής. Δεν θα επαναλάβουμε και πάλι τα όσα αναφέραμε στην ενδιάμεση απόφαση μας ημερομηνίας 22/2/2024 όπου τέθηκε και πάλι το ίδιο ζήτημα και το πως διαφοροποιούνται τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης με την παρούσα. Περαιτέρω όμως, ισχυριζόμενη παραβίαση κρίνεται στη βάση των περιστατικών της κάθε υπόθεσης και όχι από ένα συγκεκριμένο γεγονός, χωρίς βέβαια να αποκλείεται ότι τέτοιο γεγονός είναι αποφασιστικής σημασίας για τα δικαιώματα του ύποπτου. Οι ανακριτικές αρχές στη βάση του Περί Αστυνομίας Νόμου μπορούσαν σε περίπτωση ακόμα και άρνησης του κατηγορούμενου 2 να δώσει δείγμα γενετικού υλικού να αιτηθούν και να εξασφαλίσουν Δικαστικό διάταγμα για να του λάβουν γενετικό υλικό. Συνεπώς παραβίαση δικαιώματος δεν κρίνεται στη βάση ενός στοιχείου, ως βέβαια εξηγήσαμε αμέσως πιο πάνω, αλλά στο σύνολο των περιστάσεων (βλ. κατ’ αναλογίαν Beuze v. Belgium Appl.no.71409, 9/11/2019). Θα προσθέσουμε όμως ότι ακόμα και αν η λήψη γενετικού υλικού κριθεί ως παρέμβαση στο δικαίωμα του υπόπτου για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του, οι διαδικασίες αυτές δικαιολογούνται στη βάση του άρθρου 8 (2) της ΕΣΔΑ ως αναγκαία για την αποτροπή διάπραξης ποινικών αδικημάτων (βλ. Jalloh v. Germany Appl.no 54810/00 11/7/2006). Είναι συνεπώς κατάληξη μας ότι δεν έχουμε οτιδήποτε που θα ικανοποιούσε διαφοροποίηση μας ως προς την συγκατάθεση του κατηγορούμενου 2 για λήψη γενετικού του υλικού και ότι αυτή δόθηκε έγκυρα και νομότυπα.
Πέραν των πιο πάνω εισηγήσεων η πλευρά της υπεράσπισης του δεύτερου κατηγορούμενου εγείρει ζήτημα παραβίασης θεμελιωδών και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του στο πλαίσιο της καταγραφής της κάμερας στο γκαράζ της οικίας του κατηγορούμενου 1 και αν οι καταγραφές γίνονταν για σκοπούς αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας. Δεν έχουμε οτιδήποτε άλλο να προσθέσουμε πέραν της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29/5/2024 μετά από διεξαγωγή δίκης εντός δίκης. Δεν έχει τεθεί οποιοδήποτε στοιχείο κατά την ακροαματική διαδικασία που θα διαφοροποιούσε την εν λόγω κατάληξη μας.
Κατόπιν τω πιο πάνω θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε αν η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της στον απαιτούμενο βαθμό.
Προσάπτεται στους κατηγορούμενους, στις κατηγορίες 3 και 4 αντίστοιχα ότι στις 25/3/2023 κατείχαν παράνομα 2 κιλά και 500,7 γραμμάρια κάνναβης ως επίσης και 1 κιλό και 726,1 γραμμάρια με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα.
Ως προς την έννοια του όρου «κατοχή», όπως ο όρος χρησιμοποιείται στον προαναφερόμενο Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο 29/77, καθώς και την έννοια του όρου «κατοχή με σκοπό την προμήθεια», όπως ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται στα πλαίσια του ίδιου νομοθετήματος, παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την Λαζάρου και Άλλου ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633, 671:
«‘‘Κατοχή’’ σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσης του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (Ιακώβου ν Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 211). Στον όρο ‘‘κατοχή’’ η νομολογία είχε δώσει ευρεία έννοια. Καλύπτει και τις περιπτώσεις όπου η απαγορευμένη ουσία, βρίσκεται μεν στη φυσική κατοχή ή φύλαξη τρίτου, ο κατηγορούμενος όμως συνεχίζει να διατηρεί τον έλεγχο της. Συνεπώς η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης (Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. ν Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409). Η συγκεκριμένη νομολογιακή θέση βρίσκει έρεισμα και σε νομοθετικές πρόνοιες. Σχετικό είναι το Άρθρο 2(3) του Νόμου 29/77, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου «… παν πρόσωπο θεωρείται ως έχων εν τη κατοχή αυτού οιαδήποτε αντικείμενα, τελούντα υπό τον έλεγχο αυτού καίτοι ταύτα ευρίσκονται υπό τη φύλαξη ετέρου προσώπου». Τέλος, η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή (βλ. Αθηνής ν Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).
Σχετικό, αναφορικά με την έννοια της κατοχής, είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από ο σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2016 paras. B.19.23 και B19.24 που τέθηκε στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 123/15, ημερομηνίας 10/9/2018:
««Lord Hope in the House of Lords in Lambert [2002] 2 AC 545, stated that there are two elements to possession. There is the physical element, and there is the mental element.’ The approach of Lord Hope is reflected in the other judgments delivered in that case. It confirms the approach taken by the Court of Appeal in McNamara (1988) 87 Cr App R 246 (see B 19.25), and is settled law (consider also DPP v Brooks [1974] AC 862 at B19.29).
Custody or Control ‘The physical element involves proof that the thing is in the custody of the defendant or subject to his control’, per Lord Hope in Lambert [2002] 2 AC 545 (see also Lord Scarman in Boyesen [ 1982] AC 768). This is enlarged by the MDA 1971, s. 37(3): ‘For the purposes of this Act the things which a person has in his possession shall be taken to include anything subject to his control which is in the custody of another’. The ability to demand that the property in question be removed (or the ability to remove it oneself) is no more than evidence of knowledge and acquiescence: it is not to be equated with control {Kousar [2009] 2 Cr App R 88, a case decided in the context of the Trade Marks Act 1994 but which, it is submitted, has relevance here).The description of possession given by Lord Wilberforce in Warner v Metropolitan Police Commissioner [1969] 2 AC 256, at pp. 310-11, remains relevant: The question, co which an answer is required, and in the end a jury must answer it, is whether in the circumstances the accused should be held to have possession of the substance, rather than mere control. In order to decide between these two, the jury should, in my opinion, be invited to consider all the circumstances — to use again the words of Pollock and Wright — the ‘Modes or events’ — by which the custody commences and the legal incident in which it is held. By these I mean relating them to typical situations, that they must consider the manner and circumstances in which the substance, or something which contains it, has been received, what knowledge or means of knowledge or guilty knowledge as co the presence of the substance, or as to the nature of what has been received, he had at the time of receipt or thereafter up to the moment when he is found with it; his legal relation to the substance or package (including his right of access to it). On such matters as these (not exhaustively stated) they must make the decision whether, in addition to physical control, he has, or ought to have imputed to him the intention to possess, or knowledge that he does possess, what is in fact a prohibited substance. If he has this intention or knowledge, it is not additionally necessary chat he should know the nature of the substance.»
Όσον αφορά το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια, τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος είναι η γνώση και η άσκηση, συγχρόνως, ελέγχου επί του ελεγχόμενου φαρμάκου (βλ. κατ’ αναλογίαν, Hiscock v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 183/15, ημερομηνίας 19/10/17, ECLI:CY:AD:2017:B362, Χαραλάμπους και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 96/16, ημερομηνίας 28/11/17), ECLI:CY:AD:2017:B430. Για το αναφερόμενο αδίκημα ο κατηγορούμενος πέραν της κατοχής επιβάλλεται και η απόδειξη της πρόθεσης προμήθειας προς άλλο πρόσωπο. Συναφώς, δημιουργείται στον Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο 29/77 μαχητό τεκμήριο με βάση την ποσότητα του ελεγχόμενου φαρμάκου.
Για το εν λόγω μαχητό τεκμήριο στην υπόθεση Λαζάρου (ανωτέρω) τέθηκε ότι:
«Για σκοπούς του αδικήματος της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, προσθέτουμε τα εξής: Το Άρθρο 30Α του Νόμου, έχει θεσπίσει μαχητό τεκμήριο απόδειξης της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο πρόσωπο. Σύμφωνα με αυτό, εφόσον καταδειχθεί ότι πρόσωπο κατείχε ελεγχόμενο φάρμακο η ποσότητα του οποίου υπερβαίνει την υπό του Νόμου καθοριζομένη, τότε αυτός θεωρείται ότι κατείχε το φάρμακο με σκοπό να το προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο. Για την περίπτωση της κάνναβης, η ύποπτη ποσότητα ικανοποιούσα το τεκμήριο είναι 30 ή περισσότερα γραμμάρια, ποσότητα που στην παρούσα υπόθεση υπερβαίνει κατά πολύ το όριο της ποσότητας που κάποιος θα εδικαιολογείτο να έχει για δική του χρήση».
Για το θέμα του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 30Α που θέτει ο Νόμος, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρυσάνθου (2016) 2Α ΑΑΔ 423, τέθηκε ότι:
«Σύμφωνα με το Άρθρο 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/1977, όπως τροποποιήθηκε) η κατοχή ποσότητας 30 ή περισσοτέρων γραμμαρίων κάνναβης ή παραγώγων αυτής δημιουργεί μαχητό τεκμήριο κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο. Τούτο, δεν μεταθέτει το νομικό βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο το οποίο παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης στους ώμους της κατηγορούσας αρχής. Ο κατηγορούμενος έχει απλώς το βάρος να δημιουργήσει λογική αμφιβολία, χωρίς όμως να υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθείς ή βάσιμοι. Δεν είναι συνεπώς αναγκαίο για τον κατηγορούμενο να προσαγάγει μαρτυρία προκειμένου να δημιουργήσει λογική αμφιβολία. Η μαρτυρία μπορεί να προέρχεται είτε από τον ίδιο, είτε από την κατηγορούσα αρχή (Μαυρικίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359, Σκούλλου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.87.
Περαιτέρω, το άρθρο 32(2) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 προνοεί ότι αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, η απόδειξη ότι δεν είχε γνώση ή υποψία ούτε λόγο να υποψιαστεί την ύπαρξη οιουδήποτε γεγονότος προβαλλομένου από την κατηγορούσα αρχή, το οποίο η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να αποδείξει για να επιτύχει την καταδίκη του. Το άρθρο 32 (3) (β) (i) προνοεί ότι ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται του αδικήματος εάν αποδείξει ότι δεν είχε γνώση ή υποψία ή λόγο να υποπτεύεται ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήταν ελεγχόμενο φάρμακο. Για να πετύχει στις υπερασπίσεις που προνοούνται στο άρθρο 32 ο κατηγορούμενος θα πρέπει με αξιόπιστη μαρτυρία να δημιουργήσει λογική αμφιβολία για το ζήτημα της γνώσης του (βλ. Μαυρόλουκα ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 74/2021 σχ. με Ποιν. Έφεση Αρ. 95/2021, ημερομηνίας 31/10/2023).
Το πρώτο θέμα συνεπώς που θα πρέπει να εξεταστεί είναι αν και οι δύο κατηγορούμενοι ή και ένας εξ αυτών κατείχαν τα ανευρεθέντα ναρκωτικά. Να επισημάνουμε ότι και οι δύο, ο καθένας ξεχωριστά, αρνούνται ότι είχαν κατοχή ή και έλεγχο των επίδικων ναρκωτικών. Δημιουργείται βέβαια το εύλογο ερώτημα του ποιος τα κατείχε τη στιγμή που αφενός εντοπίστηκαν σε χώρο της οικίας του κατηγορούμενου 1 και αφετέρου υπάρχει πραγματική μαρτυρία που παρουσιάζει τόσο τον ένα όσο και τον άλλο κατηγορούμενο να εισέρχονται εντός του δωματίου στον υπόγειο χώρο του γκαράζ όπου βρίσκονταν. Κρίση μας είναι ότι κατέχονταν και από τους δύο κατηγορούμενους με τον τρόπο που θα εξηγήσουμε κατωτέρω.
Αναφορικά με τον κατηγορούμενο 1, η συνήγορος υπεράσπισης του, έθεσε, με παραπομπή και σε νομολογία με κύρια την υπόθεση Hiscock (ανωτέρω), ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος όχι μόνο δεν έχει αποδειχθεί ότι γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών αλλά και ότι είχε τον έλεγχο επί αυτών. Βάσισε και υποστήριξε η κυρία Σοφοκλέους την πιο πάνω θέση της σε σειρά στοιχείων, με αιχμή το ότι τα ναρκωτικά ανευρέθηκαν σε χώρο που ήταν ανοικτός ημιυπόγειος και προσβάσιμος σε τρίτα πρόσωπα κάτι που προκύπτει από τις καταγραφές του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης. Ανέφερε περαιτέρω ότι το γεγονός ότι ο χώρος ήταν προσβάσιμος σε τρίτα πρόσωπα χωρίς την παρουσία του κατηγορούμενου δημιουργεί αμφιβολία για την κατοχή τους. Τέθηκε ως επιπρόσθετο στοιχείο ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι γνώριζε ότι στο ντουλάπι υπήρχαν ναρκωτικά σε συνάρτηση με το ότι δεν εντοπίστηκε στην κατοχή του το κλειδί του ντουλαπιού. Τέλος, κατά την θέση της υπεράσπισης, το γενετικό υλικό από μόνο του στη βάση των αναφορών της ΜΚ3 δεν οδηγεί σε κανένα συμπέρασμα.
Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις και εισηγήσεις της συνηγόρου υπεράσπισης.
Καταρχάς να πούμε ότι δεν συνάδει το γεγονός της ταύτισης γενετικού υλικού του κατηγορούμενου 1 με γενετικό υλικό του που εντοπίστηκε στα πλείστα των αντικειμένων που εντοπίστηκαν στο ντουλάπι του ημιυπόγειου χώρου, με το ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών. Το ότι δεν εντοπίστηκε το κλειδί του ντουλαπιού στην κατοχή του δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Μάλλον ανατρέπει την εισήγηση ότι δεν είχε πρόσβαση στο ντουλάπι στη βάση ότι αφού δεν είχε στην κατοχή του το κλειδί τότε δεν θα έπρεπε να εντοπιζόταν και γενετικό του υλικό. Δεν θα παραθέσουμε τα συμπεράσματα της ΜΚ3 σε σχέση με την ταυτοποίηση του γενετικού υλικού που βρέθηκε στα αντικείμενα με το γενετικό προφίλ του κατηγορούμενου 1 ως αυτά καταγράφονται στο τεκμήριο 6 όπου σε κάποια ο κατηγορούμενος 1 ήταν κύριος δότης μικτού γενετικού υλικού (βλ. αντικείμενα 2132-1.1, 2132-1.2, 2132-2, 2132-3.2, 2132-4, 2132-5, 2132-6, 2132-10.3, 2132-11.3 και σε κάποια δότης μέρους μικτού γενετικού υλικού (βλ. αντικείμενα 2132-10.2, 2132-10.4, 2132-11.1, 2132-11.2, 2132-11.4, 2132-11.6, 2132-11.7, 2132-13.1, 2132-13.4). Σε σχέση με τη θέση ότι από τις αναφορές της ΜΚ3 η ίδια δεν μπορούσε να αποκλείσει καμιά από τις θέσεις της υπεράσπισης ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος είχε πρόσβαση στους χώρους του σπιτιού καθώς διατηρούσε εργαλεία και παιχνίδια των παιδιών του, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε αυτό που ουσιαστικά ανέφερε η μάρτυρας που αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον μας και απαντά και στην εν λόγω θέση. Ο κύριος δότης ταυτίζεται και παίρνει αρκετά αλλήλια και είναι κύριος δότης σε σχέση με άλλα αλλήλια που υπάρχουν σε άλλο άτομο. Όσον αφορά το σενάριο για άλλο άτομο έχει εξηγηθεί ότι το άλλο άτομο δεν έχει αφήσει και ούτε υπάρχει γενετικό του υλικό έτσι ώστε να προκύπτει ότι άγγιξε τα αντικείμενα μετά που τα άγγιξε ο κατηγορούμενος 1. Συνεπώς η μαρτυρία της ΜΚ3 δεν αφήνει κάποιο κενό ως προς τη σύνδεση του κατηγορούμενου 1 από το γενετικό προφίλ του που βρέθηκε στα αντικείμενα εντός του ημιυπόγειου χώρου. Ναι μεν η ΜΚ3 στη μαρτυρία της δεν απέκλεισε την έμμεση εναπόθεση γενετικού υλικού πλην όμως αυτό έγινε επί υποθετικού σεναρίου και χωρίς αυτό να υποστηρίζεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. Όλα τα τεθέντα στοιχεία οδηγούν με απόλυτη ασφάλεια στο ότι ο κατηγορούμενος 1 εισερχόταν στο χώρο που βρίσκονταν τα ναρκωτικά, γνώριζε ότι υπήρχαν ναρκωτικά και είχε πρόσβαση στο ντουλάπι. Θα πούμε όμως και κάτι άλλο. Δεν είναι λογικό αλλά ούτε και δυνατόν τρίτα πρόσωπα να εισέρχονται στο χώρο της οικίας του κατηγορούμενου 1, να χρησιμοποιούν ντουλάπι εντός ημιυπόγειου χώρου, ντουλαπιού του οποίου το κλειδί δεν κατείχε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και ο τελευταίος να αγνοούσε πλήρως το τι συνέβαινε εκεί. Τα περί άγνοιας και μη πρόσβασης και εισόδου του κατηγορούμενου 1 στο δωμάτιο του ημιυπόγειου χώρου όπου βρέθηκαν τα ναρκωτικά, ανατρέπονται και από την ενώπιον μας πραγματική μαρτυρία. Το περιεχόμενο των τεκμηρίων 11 και 12 αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία για την είσοδο του κατηγορούμενου 1 εκεί όπου εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά. Πέραν των πλάνων όπου φαίνεται να είναι στο χώρο με τον κατηγορούμενο 2, στο πλάνο 8 (MM1 20223Y03M) παραδείγματος χάριν, ο κατηγορούμενος 1 βρίσκεται στον χώρο. Σε κάποιο χρονικό σημείο έρχεται όχημα με αναμμένα τα φώτα του. Ο κατηγορούμενος 1 εισέρχεται στον χώρο της αποθήκης, ανάβει το φως και από τις κινήσεις του φαίνεται να ανοίγει το ντουλάπι. Μετά από κάποιο χρόνο εντός της αποθήκης εξέρχεται κρατώντας ένα αντικείμενο το οποίο παραδίδει στον οδηγό του οχήματος. Ο κατηγορούμενος 1 όχι μόνο γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών και απλώς συγκατατέθηκε στην εκεί αποθήκευση και φύλαξη τους αλλά ασκούσε ουσιαστικό έλεγχο επί αυτών. Τα δεδομένα ενώπιον μας ως ανωτέρω τα παραθέσαμε δεν οδηγούν σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα.
Αναφορικά τώρα με τον κατηγορούμενο 2, η υπεράσπιση αμφισβήτησε, ως έχουμε αναφέρει και πιο πάνω, την εμπλοκή του στην υπόθεση και το στοιχείο της κατοχής των επίδικων ναρκωτικών. Βάσισε ο κύριος Νεάρχου την θέση του στην ανυπαρξία αποδεικτικής αξίας των τεκμηρίων 6 και 7 στη βάση των αναφορών της ΜΚ3, στα κενά των καταγραφών του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης στον υπόγειο χώρο της οικίας, στο χρόνο τοποθέτησης των ναρκωτικών στην αποθήκη και στην επισφαλή αναγνώριση.
Καμία εκ των θέσεων της πλευράς της υπεράσπισης είναι δυνατόν να γίνει δεκτή. Η μαρτυρία που η κατηγορούσα αρχή έθεσε ενώπιον μας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο χωρίς αμφιβολία συμπέρασμα όχι μόνο περί εμπλοκής του κατηγορούμενου 2 στην κατοχή των ναρκωτικών αλλά και στο ότι είχε βασικό ρόλο σε αυτή. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά, ως προκύπτει από τα πλάνα που η κάμερα κατέγραψε όπου φαίνεται επανειλημμένα και σε διάφορες και ακανόνιστες ώρες του 24ώρου να εισέρχεται αρχικά στον χώρο της οικίας του κατηγορούμενου 1 και στη συνέχεια στο δωμάτιο όπου εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά. Ο ΜΚ2 στην κατάθεση του τεκμήριο 11 καταγράφει τα πλάνα τα οποία εντόπισε από τις καταγραφές της κάμερας όπου φαίνεται ο κατηγορούμενος 2 αλλά και ο κατηγορούμενος 1. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε το πλάνο 1(ΜΜ1 2023ΥΟ2Μ24DOOH), το πλάνο 3 (ΜΜ1 2023ΥΟ2Μ24DO1H) όπου στο χώρο της αποθήκης βρίσκεται αρχικά ο κατηγορούμενος 1 και στη συνέχεια καταφθάνει ο κατηγορούμενος 2 κρατώντας ένα μεγάλο δέμα και εισέρχεται στην αποθήκη. Παραμένει για κάποιο χρονικό διάστημα οπόταν και αποχωρεί. Στο πλάνο 4 (MM1 2023YO2M26D17H), φαίνεται ξεκάθαρα ο κατηγορούμενος 2 να καταφθάνει στο χώρο. Έρχεται μετά και ο κατηγορούμενος 1. Ακολούθως ο κατηγορούμενος 2 εισέρχεται στην αποθήκη και εξέρχεται κρατώντας ένα αντικείμενο-σακούλι. Στο πλάνο 2 (MM1 20223Y02M25D18H) φαίνεται ο κατηγορούμενος 2 να σταθμεύει στον χώρο, κατεβαίνει και εισέρχεται εντός της αποθήκης που είναι το ντουλάπι και εξερχόμενος διακρίνεται να κρατεί ένα αντικείμενο.
Η θέση περί επισφαλούς αναγνώρισης, αμφισβητώντας τη μαρτυρία του ΜΚ2, καταρρίπτεται από τις ίδιες τις εικόνες που το ίδιο το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία καθηκόντως να δει και από τις οποίες προκύπτει ξεκάθαρα ότι πρόκειται για τον κατηγορούμενο 2 αλλά και για τον κατηγορούμενο 1. Στην υπόθεση Μαμαλικόπουλος ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 25/2014 ημερομηνίας 20/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:D411 τέθηκαν τα εξής ως προς την αναγνώριση από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης:
«Οι υποθέσεις Regina v. Paul Nagim Dean (2004) EWCA Crim. 319 και R v. Clare (1995)2 Cr App.R.333 αφορούν μαρτυρία από κλειστά κυκλώματα. Το ίδιο και η Henry v. HM Advocate (2012) HCJAC 128 η οποία αφορούσε απόπειρα φόνου. Λέχθηκε στην τελευταία αυτή υπόθεση ότι η μαρτυρία αστυνομικών που δεν είχαν τα προσόντα εμπειρογνώμονα ήταν επαρκής μαρτυρία για καταδίκη, εφόσον, έχοντας υπόψη και την αντεξέταση, δεν κλονίστηκε η ξεκάθαρη πεποίθηση τους ως προς την αναγνώριση του κατηγορουμένου μέσω των κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης. Στην υπόθεση Attorney General’s Reference (No.2 of 2002) (2003) 1 Cr.app. R. 21S συνοψίστηκαν οι αρχές σε συνάρτηση με την αποδοχή και αξιολόγηση μαρτυρίας από κλειστά κυκλώματα της σκηνής διάπραξης του αδικήματος. Με βάση την πιο πάνω απόφαση προκύπτουν 4 περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να δεχτεί τέτοια μαρτυρία και να στηριχθεί σε αυτή: (α) Όταν το υλικό είναι επαρκώς καθαρό, οπότε η αναγνώριση μπορεί να γίνει και από το Δικαστήριο, συγκρίνοντας το πρόσωπο της εικόνας με τον κατηγορούμενο. (β) Όταν ο μάρτυρας γνωρίζει επαρκώς τον κατηγορούμενο ώστε να μπορεί να τον αναγνωρίσει στο οπτικό υλικό. (γ) Όταν ένας μάρτυρας που δεν γνωρίζει τον κατηγορούμενο αφιέρωσε ουσιώδη χρόνο στο να παρακολουθεί και να αναλύει τις εικόνες με αποτέλεσμα να αποκτήσει ειδική γνώση και να αναγνωρίσει τον κατηγορούμενο. (δ) Όταν ένας εμπειρογνώμονας δίδει μαρτυρία σε σχέση με την ταύτιση του κατηγορουμένου βασιζόμενος σε συγκριτική ανάλυση φωτογραφιών που λήφθηκαν από τα βίντεο και προσφάτων φωτογραφιών του κατηγορουμένου.».
Καταρχάς να πούμε ότι η αναγνώριση του κατηγορούμενου από τον ΜΚ2 δεν έχει κλονιστεί. Πέραν αυτού παρακολουθώντας τα πλάνα από τα τεκμήρια 11 και 12, ως τα παραθέσαμε πιο πάνω, και συγκρίνοντας το άτομο που είναι εκεί με το πρόσωπο του κατηγορούμενου 2 αναγνωρίζεται ξεκάθαρα και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι το πρόσωπο που απεικονίζεται είναι όντως ο κατηγορούμενος 2. Σε κάποια πλάνα μάλιστα φαίνεται να καπνίζει και να συνομιλεί και με τον κατηγορούμενο 1 και στη συνέχεια να εισέρχεται στο δωμάτιο που εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά. Συνεπώς η εισήγηση περί επισφαλούς αναγνώρισης κρίνεται παντελώς αβάσιμη. Η αναγνώριση του κατηγορούμενου 2 ως το πρόσωπο που εισέρχεται στον επίδικο χώρο που ήταν το ντουλάπι εντός του οποίου ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά αποτελεί στοιχείο της κατοχής τους από αυτόν. Το συμπέρασμα αυτό εκθεμελιώνει και την εισήγηση περί έμμεσης εναπόθεσης γενετικού του υλικού σε τεκμήρια που εντοπίστηκαν στο χώρο και κατασχέθηκαν από την αστυνομία. Το συμπέρασμα μας αυτό βέβαια δεν προέρχεται μόνο από αυτό το στοιχείο. Από τη μαρτυρία της ΜΚ3 αποδεικνύεται και πάλι η σύνδεση του κατηγορούμενου 2 με τα ναρκωτικά. Η θέση περί επιμόλυνσης των αντικειμένων εφόσον οι αστυνομικοί δεν άλλαξαν γάντια κατά τον εντοπισμό και μετακίνηση των αντικειμένων δεν βρίσκει έρεισμα όχι μόνο στη λογική αλλά και στην επιστημονική μαρτυρία που προήλθε από την ΜΚ3. Το εύλογο ερώτημα που δημιουργείται είναι πως είναι δυνατόν να επιμολυνθούν αντικείμενα με το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου 2 αν δεν είχε εναποθέσει ο ίδιος αρχικά αυτό το γενετικό υλικό κάπου και στη συνέχεια μέλος της αστυνομίας να το μετέφερε στο αντικείμενο όπου εντοπίστηκε. Να υπενθυμίσουμε ότι το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου 2 εντοπίστηκε στην οικία του κατηγορούμενου 1 σε χώρο που ήταν κλειστός. Εντοπίστηκε μάλιστα γενετικό υλικό σε γάντια που εντοπίστηκαν εντός της αποθήκης. Σε ένα μάλιστα εξ αυτών και συγκεκριμένα στο δεξί, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ΜΚ3 στο τεκμήριο 7 (βλ. συμπέρασμα Αρ.8 για αντικείμενο F23-2132-14.2), απομονώθηκε ποσότητα μονού γενετικού υλικού με το πλήρες γενετικό προφίλ να ταυτίζεται με το γενετικό προφίλ του κατηγορούμενου 2. Ταύτιση του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από τα γάντια ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ του κατηγορούμενου 2. Να υπενθυμίσουμε και πάλι ότι η ΜΚ3 από τα αποτελέσματα που κατέληξε θεώρησε απίθανο να υπήρξε επιμόλυνση από γάντια του αστυνομικού. Να προσθέσουμε εδώ ότι στο πλάνο 17 (MM1 2023Y03M07D05H), του τεκμηρίου 12, διακρίνεται ο κατηγορούμενος να φοράει γάντια. Αποτέλεσε, από πλευράς υπεράσπισης ζήτημα αντεξέτασης του ΜΚ2 η μη φωτογράφηση των γαντιών τη στιγμή που για όλα τα άλλα αντικείμενα λήφθηκαν φωτογραφίες. Δεν υποβλήθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη θέση στον μάρτυρα όπως λόγου χάριν για ύπαρξη αλλότριων κινήτρων αν και οι ίδιοι δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απουσία φωτογραφίας. Υποβλήθηκε όμως η θέση ότι δεν υπήρχαν γάντια εκεί που διενεργήθηκε η έρευνα. Ο ΜΚ2 ήταν απόλυτα σίγουρος ότι τα γάντια βρίσκονταν κλειδωμένα μέσα στο ντουλάπι. Αν και παρέμεινε κενό η μη φωτογράφηση των γαντιών εν τούτοις αυτά παραλήφθηκαν από τη σκηνή και αποστάλθηκαν για επιστημονικές εξετάσεις με τα αποτελέσματα που η ΜΚ3 κατέληξε. Δεν έχουμε οτιδήποτε άλλο ενώπιον μας που να ανατρέπει τον εντοπισμό των γαντιών στο ντουλάπι και μάλιστα με το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου 2. Οποιοσδήποτε άλλος συνειρμός και χωρίς την υποβολή συγκεκριμένης θέσης από πλευράς υπεράσπισης είναι ανούσιος. Ούτε όμως και τα κενά στις καταγραφές, ως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης, διαφοροποιούν τα δεδομένα ως τα έχουμε περιγράψει και πιο πάνω και που αποδεικνύουν τις συνεχείς επισκέψεις του κατηγορούμενου 2 στην οικία του κατηγορούμενου 1 και την είσοδο του στην αποθήκη που βρισκόταν το ντουλάπι όπου εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά, ως επίσης και η ταύτιση του μέσω γενετικού υλικού. Είναι γεγονός ότι ο ΜΚ2 ανέφερε την δική του εκτίμηση ως προς τις καταγραφές λέγοντας ότι δεν είναι τεχνικός και με την εκφρασθείσα σκέψη του συνηγόρου για την κατηγορούσα αρχή να κλητεύσει τεχνικό χωρίς στο τέλος να το πράξει. Η απόφαση αυτή της κατηγορούσας αρχής δεν μεταβάλλει ούτε και δημιουργεί οποιοδήποτε κενό στην μαρτυρία της ως προς την παρουσία του κατηγορούμενου 2 στον επίδικο χώρο και χωρίς μάλιστα και πάλι υποβολή συγκεκριμένης θέσης. Η απλή τοποθέτηση ως προς την ισχυριζόμενη ύπαρξη κενού στη μαρτυρία τη στιγμή που έχει τεθεί καταπελτική μαρτυρία από πλευράς κατηγορούσας αρχής δεν είναι αρκετή. Προέβαλε τέλος ο συνήγορος υπεράσπισης και την ύπαρξη καταγραφής του τεκμηρίου 12 το οποίο εμφανίζει ότι το μεγάλο πακέτο των ναρκωτικών τοποθετήθηκε στον συγκεκριμένο χώρο πολύ μετά την τελευταία παρουσία του κατηγορούμενου 2 στο υπόγειο. Είναι ένα στοιχείο, κατά την θέση της υπεράσπισης, που το Δικαστήριο θα πρέπει να το δει στο πλαίσιο της συνολικής εικόνας. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι η ύπαρξη αυτής της καταγραφής. Πέραν τούτου όμως είναι κάτι που δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο. Δεν έχει προβληθεί στους ΜΚ και δεν εξετάστηκαν αλλά ούτε και αντεξετάστηκα επί τούτου. Δεν θα υπεισέλθουμε στο ποιος θα έπρεπε να το θέσει αφού η ουσία του πράγματος δεν διαφοροποιείται. Δεν είναι δυνατόν όμως υπό τις πιο πάνω συνθήκες να εξετάσουμε χωρίς την ανάλογη μαρτυρία επί τούτου και να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Καλούμαστε ουσιαστικά να αποφανθούμε στη βάση πλάνου από καταγραφή της κάμερας και χωρίς οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, ότι το μεγάλο πακέτο των ναρκωτικών είναι το ίδιο που φαίνεται στην καταγραφή και ότι αυτό τοποθετήθηκε στο ντουλάπι μετά την τελευταία παρουσία του κατηγορούμενου 2 στον χώρο. Δεν διαφεύγει του Δικαστηρίου ότι η υπεράσπιση του κατηγορούμενου 2 μας καλεί περαιτέρω να δεχθούμε, υπό τα πιο πανω στοιχεία, το συμπέρασμα ότι η μεγάλη συσκευασία των ναρκωτικών τοποθετήθηκε στο ερμάρι από τον κατηγορούμενο 1 σε χρόνο μεταγενέστερο της παρουσίας του κατηγορούμενου 2 και δεδομένου ότι το ντουλάπι ήταν κλειδωμένο ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος που είχε τον έλεγχο. Να επισημάνουμε ότι δεν έχουμε μαρτυρία ως προς τούτο και που θα μας οδηγούσε στο συμπέρασμα που ο κατηγορούμενος 2 προβάλλει. Αντιθέτως από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία το ξεκάθαρο και χωρίς ίχνος παραμικρής αμφιβολίας, έλεγχο επί των ναρκωτικών που εντοπίστηκαν εντός του ντουλαπιού σε αποθήκη του ημιυπόγειου χώρου της κατοικίας είχαν και οι δύο κατηγορούμενοι.
Αναφορικά τώρα με το στοιχείο του σκοπού για προμήθεια των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα, οι ποσότητες των 2 κιλών και 500,7 γραμμαρίων (κατηγορία 3) και 1 κιλού και 726,1 γραμμαρίων (κατηγορία 4), ξεπερνά κατά πολύ το τεκμήριο που θέτει ο νόμος που για την κάνναβη είναι 30 ή περισσότερα γραμμάρια. Οι κατηγορούμενοι δεν προώθησαν οποιοδήποτε επιχείρημα που να φορά το θέμα αυτό. Η θέση τους ουσιαστικά είναι ότι ουδεμία σχέση είχαν με την κατοχή των εν λόγω ναρκωτικών. Οι θέσεις τους αυτές εξετάστηκαν και δεν έγιναν αποδεκτές. Στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας κρίση μας είναι ότι οι κατηγορούμενοι απέτυχαν να δημιουργήσoυν λογική αμφιβολία ως προς τον σκοπό που προορίζονταν τα ναρκωτικά που δεν ήταν άλλος από την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα. Εν πάση περιπτώσει και πέραν του ότι ουδέν προβλήθηκε που θα ανέτρεπε το εν λόγω μαχητό τεκμήριο, ο τρόπος αποθήκευσης και φύλαξης τους σε κλειδωμένο ντουλάπι και εντός συσκευασιών και κουτιών αλλά και ο εντοπισμός ζυγαριών ακριβείας δεν αφήνει αμφιβολία ότι τα κατείχαν με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Κρίση μας συνεπώς είναι ότι οι κατηγορούμενοι παράνομα κατείχαν τα ναρκωτικά που είναι το αντικείμενο των κατηγοριών 3 και 4 με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα.
Καταληκτικά η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή των κατηγορούμενων 1 και 2 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Συνεπώς βρίσκουμε ένοχους τους κατηγορούμενους 1 και 2 στις κατηγορίες 3 και 4 που αντιμετωπίζουν.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο