
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Ε.Δ.
Αρ. Υπ. 4846/2020
Μεταξύ:
ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
-και-
1.Μ. Ε. «Δ.» ΛΙΜΙΤΕΔ
2.Γ. Θ.
3.Α.Κ.
Κατηγορούμενοι
Ημερομηνία: 23.9.2024
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Καρύδης
Για τον Κατηγορούμενο 3: κα. Γεωργιάδου
ΑΠΟΦΑΣΗ
Το κατηγορητήριο
Ο Κατηγορούμενος 3 (στο εξής «ο κατηγορούμενος»), ως έχει μεταβληθεί το κατηγορητήριο, αντιμετωπίζει κατηγορίες για διάφορες παραβάσεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας του 2000 ως τροποποιήθηκε καθώς και των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Κανονισμών (Γενικοί) του 2001 και 2002 (Κ.Δ.Π. 314/01 και 51/2002) και αυτές συνίστανται στην παράλειψη καταβολής Φ.Π.Α. που φαίνεται στη φορολογική δήλωση, παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου, παράλειψη καταβολής πρόσθετου φόρου και τόκου από παράλειψη καταβολής Φ.Π.Α. και παράλειψη καταβολής χρηματικών επιβαρύνσεων.
Σημειούται ότι, η δίωξη εναντίον του Κατηγορούμενου 2 έχει ανασταλεί από τον Γενικό Εισαγγελέα σε προηγούμενη στάδιο και προτού αρχίσει η ακροαματική διαδικασία.
Σημειούται περαιτέρω ότι ο Κατηγορούμενος 3 έχει δηλώσει παραδοχή στις κατηγορίες 1 και 6 και οδηγήθηκαν σε ακρόαση οι κατηγορίες 2, 3, 4, 5, 7 – 14.
Η Μαρτυρία
Για να αποδείξει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δυο μάρτυρες. Τον Δ.Π. λειτουργό του Τμήματος Φορολογίας Φ.Π.Α. Λάρνακας (ΜΚ1) και την Κ.Κ. που είναι στην υπηρεσία του Τμήματος Φορολογίας (ΜΚ2). Ο Κατηγορούμενος μετά που κλήθηκε να παρουσιάσει την υπεράσπιση του, κατάθεσε ενόρκως και δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης.
Ο ΜΚ1 υιοθέτησε και κατάθεσε γραπτή δήλωση (Τεκμήριο 1). Κατάθεσε επίσης αριθμό εγγράφων. Σύμφωνα με τον ΜΚ1, η Κατηγορούμενη 1 είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο Φ.Π.Α. με αριθμό {…}. Η εγγραφή της Κατηγορούμενης 1 έγινε με ημερομηνία έναρξη ισχύος την 1.7.1992 και παράμεινε εγγεγραμμένη μέχρι την 29.2.2016. Η Κατηγορούμενη υπέβαλε γνωστοποίηση διαγραφής από το μητρώο του Φ.Π.Α. στις 6.12.2017. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει συμμόρφωση και οφείλεται στο Φ.Π.Α. ποσό €67.924,00 το οποίο αναλύεται σε φόρο ύψους €52.326,02 και επιβαρύνσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται τόκος υπολογισμένος μέχρι 10.6.2020, ύψους €15.598,38.
Ανάφερε επίσης ότι στις 31.5.2018 εκδόθηκε εναντίον της Κατηγορούμενης 1 βεβαίωση φόρου η οποία στάλθηκε με ταχυδρομείο (Τεκμήριο 2) και η εν λόγω βεβαίωση παραλήφθηκε και βρίσκεται σε ισχύ. Ο ΜΚ1 κατάθεσε επίσης και επιστολή με την οποία η υπηρεσία του απαντούσε στον Κατηγορούμενο 3 σχετικά με καταστάσεις λογαριασμών που είχε αιτηθεί αναφορικά με εννέα εταιρείες στις οποίες περιλαμβάνεται η Κατηγορούμενη 1 (Τεκμήριο 7). Διευκρίνισε στην αντεξέταση του ότι η αναλυτική κατάσταση λογαριασμού που αναφέρεται στην πιο πάνω επιστολή έχει αποσταλεί με την επιστολή στον φορολογούμενο. Δεν είχε τον φάκελο της Κατηγορούμενης 1 μαζί του όμως είναι βέβαιος ότι στάλθηκε η κατάσταση λογαριασμού μαζί με την επιστολή Τεκμήριο 7.
Κατά την αντεξέταση του επίσης, αναγνώρισε έγγραφα που του υποδείχθηκαν (Τεκμήρια 8-10) και αφού ρωτήθηκε από την συνήγορο του Κατηγορούμενου εάν τα μπλοκ αποδείξεων που ζήτησαν ως υπηρεσία να τους παραδωθούν λήφθηκαν υπόψη στην φορολογία. Ο ΜΚ1 απάντησε ότι ο φορολογούμενος δηλώνει από μόνος του τις φορολογικές δηλώσεις του και μπορεί να προκύψει ανάγκη να γίνει περαιτέρω έλεγχος. Δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν υπολογίστηκαν τα μπλοκ αποδείξεων.
Η ΜΚ2 αναγνώρισε το Τεκμήριο 2 και είπε ότι είναι εκείνη που έκανε τον έλεγχο και υπέγραψε την βεβαίωση φόρου. Από μελέτη σοτν φάκελο της Κατηγορούμενης 1 δεν υπάρχει καταχωρημένη ένσταση. Αναγνώρισε επίσης το Τεκμήριο 8 αναφέροντας ότι πρόκειται για επιστολή παρουσίασης βιβλίων και αρχείων για έναρξη φορολογικού ελέγχου. Αναγνώρισε επίσης το Τεκμήριο 9, είπε ότι παραλήφθηκε από την Τ.Μ. και εξήγησε ότι πρόκειται για έγγραφο που χρησιμοποιείται από όλους τους λειτουργούς όταν παραλαμβάνουν αποδείξεις και αρχεία για να αρχίσει ο φορολογικός έλεγχος και είναι συνέχεια της επιστολής με την οποία ζητούνται τα στοιχεία, εκδίδεται απόδειξη παραλαβής και παραδόθηκε σχετικά επιστολή από τον φορολογούμενο (Τεκμήριο 11). Τα Τεκμήρια 9,10 και 11 είναι μια συνέχεια στην ουσία, είπε, και σχετίζονται. Στο Τεκμήριο 9 διευκρίνισε ότι δεν έχει καταγραφεί ημερομηνία, γιατί η ημερομηνία αναγραφόταν στην συνοδευόμενη επιστολή (Τεκμήριο 11). Εάν δεν υπήρχε θα κατέγραφε την ημερομηνία στο Τεκμήριο 9. Διευκρίνισε επίσης ότι στο Τεκμήριο 9 γίνεται αναφορά σε μόνο σε ένα μπλοκ τιμολογίων ενώ αναφέρεται σε τρία σημεία γιατί αυτό επιστρέφεται στον φορολογούμενο. Τα υπόλοιπα, αφού είναι αντίγραφα καταχωρούνται στον φάκελο.
Στην αντεξέταση της ερωτώμενη σχετικά με το ποσό της 4ης κατηγορία είπε ότι δεν παραλήφθηκαν όλα τα στοιχεία και έγινε έλεγχος με βάση τα στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους. Ρωτήθηκε εάν ζήτησαν επιπρόσθετα στοιχεία και είπε ότι μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου δεν έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν κάτι άλλο. Ο έλεγχος ολοκληρώθηκε στις 31.5.2018. Ρωτήθηκε εάν γνωρίζει ποιος ήταν διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 μεταξύ 2012 και 2018 και είπε ότι κατά την διάρκεια του ελέγχου ήταν ο Κατηγορούμενος 3. Για να επικοινωνούν με τον Κατηγορούμενο 3 σίγουρα το έλεγξαν. Το 2018 που έγινε έλεγχος για τα έτη 2012 με 2017 ήταν ο Κατηγορούμενος 3. Πάντα βλέπουν ποιος είναι διευθυντής, δεν θυμάται όμως πως ήταν, πως παρουσιαζόταν στον Έφορο.
Της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 7. Δεν είχε στην κατοχή της αναλυτική κατάσταση λογαριασμού. Σε μια σειρά ερωτήσεων της συνηγόρου του Κατηγορούμενου 3 αναφορικά με το πως υπολογίστηκε το ποσό, ειδικά της 4ης κατηγορίας, η ΜΚ2 είπε ότι αφορούσε το μπλοκ 101 – 126 που δεν είχε προσκομιστεί στον Έφορο. Το μπλοκ που τους παραδόθηκε αφορούσε τιμολόγια αρ. 51 – 100. Πρόσθεσε ότι καταγράφηκαν, υπολογίστηκε ο Φ.Π.Α. ανά τιμολόγιο και από το ποσό του Φ.Π.Α. που προέκυψε, ο μέσος όρος είχε επιβληθεί για το βιβλιάριο που δεν είχε προσκομιστεί. Μέχρι όμως το τιμολόγιο αρ.126, γιατί το 127 ήταν το τελευταίο που είχε εκδοθεί και προσκομιστεί, ενώ τα προηγούμενα δεν προσκομίστηκαν. Δεν παραδόθηκαν από κάποιο λογιστή επιπρόσθετα στοιχεία πριν ή μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου. Στην αντεξέταση του δέχθηκε ότι το τιμολόγιο 127 πληρώθηκε μόλις δυο μήνες πριν ο λογιστής του αποστείλει την επιστολή Τεκμήριο 12 προς το Τμήμα Φορολογίας.
Ο Κατηγορούμενος ανάφερε ότι μια εταιρεία, η {…} ήταν μέτοχος στην Κατηγορούμενη 1. Σήμερα, η Κατηγορούμενη 1 από το τέλος του 2012 δεν ασκεί καμία εργασία. Και οι δυο εταιρείες είχαν λογιστή. Η Κατηγορούμενη 1 αντιμετώπισε και στο παρελθόν υπόθεση η οποία πληρώθηκε και ποσό €4.410 που αφαιρέθηκαν από την κατάσταση που του έδωσαν από το Φ.Π.Α.. Κατάθεσε προς τούτο αναλυτική κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 13). Στην αντεξέταση του συμφώνησε σε τι αντιστοιχεί η κάθε στήλη στο Τεκμήριο 13. Η πρώτη ήταν η ημερομηνία έναρξης φορολογικής περιόδου, η δεύτερη αφορά καταβλητέο ή επιστρεπτέο Φ.Π.Α., η τρίτη υπολογισμό Φ.Π.Α., η τέταρτη είναι ο Φ.Π.Α. που προέκυψε από έλεγχο, η πέμπτη επιβάρυνσης, η έκτη πρόστιμο επιβαρύνσεων και η έβδομη πρόσθετη επιβάρυνση, τόκοι, πληρωμές και υπόλοιπο ανά περίοδο. Επί τούτου, ζητήθηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, όπως ο Κατηγορούμενος υποδείξει με πιο τρόπο συνδέεται η πληρωμή που ισχυρίστηκε ότι έκανε με την βεβαίωση φόρου (Τεκμήριο 2) και είπε ότι η ημερομηνία στο Τεκμήριο 13, η 1.9.2012 αφορά πληρωμή €3.410,00 που έκανε ο ίδιος το 2017 που αφορούσε άλλη υπόθεση και την επανάφερε το Φ.Π.Α..
Έγινε πληρωμή είπε σε μετέπειτα σχετική ερώτηση, το 2017-2018 ποσού €3.566,60 και αντί να περαστεί και να αφαιρεθεί από την πρώτη κατηγορία στην παρούσα υπόθεση αφαιρέθηκε από το 2012 και συμπεριλαμβανόταν σε προηγούμενη υπόθεση. Επί τούτου κατάθεσε αντίγραφο κατάθεσης αξίας συναλλαγής (Τεκμήριο 16) η οποία διευκρίνισε ότι η πληρωμή αφορούσε το χρέος που έχει στο Φ.Π.Α. όταν ρωτήθηκε αν σχετίζεται το Τεκμήριο 16 με την πιο πάνω πληρωμή. Υποστήριξε επίσης ότι είναι σχετική με έντυπο που αφορά την περίοδο 1.9.2012 – 30.11.2012 το οποίο και κατάθεσε (Τεκμήριο 17).
Ο Κατηγορούμενος συνέχισε και ανάφερε ότι στις 11.4.2016 πλήρωσε €11.400 που αφορούν την 5η κατηγορία (Τεκμήριο 14). Για το ποσό της 4ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος ανάφερε ότι χρεώθηκε το ποσό το οποίο είχε ζητηθεί από τον λογιστή του γιατί του έδωσε τα έγγραφα στη Λάρνακα για να χειριστεί το θέμα εκείνο και του είχε τηλεφωνήσει η υπάλληλος του ώστε να παραδώσει ένα μπλοκ το οποίο παρέδωσε. Ο ίδιος, είπε, ανάλυσε λεπτομερώς με αποδεικτικά στοιχεί το Φ.Π.Α. και αυτό που είναι πραγματικά οφειλόμενο είναι ποσό €7.635 και κατάθεσε τον χειρόγραφο υπολογισμό του ως Τεκμήριο 15. Όταν ρωτήθηκε στην αντεξέταση του πως συνάδει το Τεκμήριο 12 με το Τεκμήριο 15 απάντησε ότι πρώτα έγινε η χρέωση που αφορούσε όλα τα τιμολόγια ήταν με την εταιρεία {…}. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πωλήθηκε ένα λεωφορείο της Κατηγορούμενης 1 σε άλλη εταιρεία και έτσι συνδέεται με τα υπόλοιπα. Για το Τεκμήριο 15 ρωτήθηκε επίσης τι σχέση έχουν τα τιμολόγια 052 και 053 με το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης το οποίο αφορά σε περίοδο από 1.12.2012 ενώ εκείνα είναι προγενέστερα και είπε μπορεί να μην έχουν σχέση και να μην ληφθούν υπόψιν. Είναι χρήματα που ξεκάθαρα οφείλει στο Φ.Π.Α.. Ήταν θέση του Κατηγορούμενου ότι δεν υπολόγισε επιβαρύνσεις στο Τεκμήριο 15. Πήρε απλώς τα τιμολόγια για να υπολογίσει το ποσό που πραγματικά οφείλεται στο Φ.Π.Α.. Ρωτήθηκε αφού υπολόγισε τα τιμολόγια, γιατί το τιμολόγιο αρ. 109 εκδόθηκε με ημερομηνία μεταγενέστερη του 127 και είπε ότι κάτι βρέθηκε και εκδόθηκε. Ακολούθως είπε ότι το 109 εκδόθηκε για την {…}που όφειλε κάποια ποσά από το 2012. Συμφώνησε ότι στο Τεκμήριο 15 δεν υπολόγισε ούτε φόρο εισροών και είπε ότι δεν εργαζόταν η Κατηγορούμενη 1 από το 2012. Όταν ρωτήθηκε αφού δεν λειτουργούσε πως εξέδωσε τιμολόγια μεταγενέστερα του 2012, ο Κατηγορούμενος απάντησε ότι εκδόθηκαν τρία τιμολόγια μέχρι να δουν τι θα γίνει. Πουλήθηκαν τα λεωφορεία και δεν θεώρησαν σωστό με τέτοια ποσά να γίνουν ελεγκτικές καταστάσεις.
Ερωτώμενος στην αντεξέταση του σχετικά με το Τεκμήριο 14, πιο πάνω, ο Κατηγορούμενος συμφώνησε ότι είναι φορολογική δήλωση που αφορά στην περίοδο 1.12.2015 με 29.2.2016. Συμφώνησε επίσης σε υποβολή ότι το Τεκμήριο 14 υποβλήθηκε σε τριπλότυπο. Συμφώνησε επίσης ότι στο κάτω μέρος κάθε τέτοιου εγγράφου υπάρχει σημείο που συμπληρώνεται ολογράφως το πληρωτέο ποσό. Ρωτήθηκε γιατί στο Τεκμήριο 14 δεν καταγράφεται ποσό και είπε ότι απόφυγε άθελα του ο λογιστής να το καταγράψει. Απαντώντας σε μετέπειτα σχετική ερώτηση είπε ότι ο λογιστής συνήθως, έγραφε πάνω, κάποιες φορές μπορεί να μην το έγραψε ολογράφως, αλλά έγραψε το ποσό το οποίο πληρώθηκε και είναι το ποσό των €11. 400.
Συμφώνησε σε υποβολή στο σημείο που συμπληρώνεται το πληρωτέο ποσό δεν καταγράφεται ποσό αλλά υπάρχει μια κάθετη γραμμή και είπε ότι θεώρησε ο λογιστής εφόσον πλήρωσε και σφραγίστηκε ότι εισπράχθηκε το ποσό των €11.400. Του υποβλήθηκε ακόμη ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει πληρωμή και να μην καταγραφόταν το ποσό και είπε ότι αν ο τραπεζίτης πήρε τα χρήματα και δεν τα έδωσε σε εκείνους (τον Έφορο) δεν τον αφορά. Είπε ακόμη ότι όταν πλήρωναν χιλιάδες ευρώ Φ.Π.Α. δεν τους έδινα απόδειξη. Τους έδιναν μόνο αυτή την φόρμα. Για την πιο πάνω περίπτωση είπε ότι είναι τελείως ξεχωριστή με το Τεκμήριο 17 καθότι εκεί πλήρωσε προσωπικά τα χρήματα και έπρεπε να του δώσει η τράπεζα απόδειξη. Αυτά τα χρήματα είναι της Κατηγορούμενης 1, εκείνα είναι δικά του και για αυτό πήρε απόδειξη. Του ζητήθηκε να παρουσιάσει απόδειξη και είπε ότι το Τεκμήριο 14 αποτελεί απόδειξη. Του υποβλήθηκε ακολούθως ότι ουδέν ποσό εισπράχθηκε και επανέλαβε ότι δεν φταίει αν παραλήφθηκαν τα λεφτά από την τράπεζα και δεν πληρώθηκαν στον Έφορο.
Κατά την αντεξέταση του ρωτήθηκε γιατί το 2020 όταν παρέλαβε την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1 και είδε ότι δεν περιλαμβανόταν το ποσό των €11.400 δεν έκανε κάποιο διάβημα και είπε ότι ζήτησε για τις εταιρείες για να δει τα υπόλοιπα αν χρωστά ή αν του χρωστά το Φ.Π.Α. Ζητά να γίνει συμψηφισμός για τις δυο εταιρείες. Δεν κοίταξε λεπτομερώς τις πληρωμές ήταν για να δει το υπόλοιπο. Αναγκάστηκε να ερευνήσει όταν τυχαία είδε την πληρωμή των €4.000 που είχε πληρώσει το 2017.
Ρωτήθηκε από την συνήγορο του γιατί δεν έκανε ένσταση όταν του έστειλαν την βεβαίωση ότι τα οφειλόμενα ποσά από την εταιρεία του είναι ως το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης και απάντησε ότι δεν γνώριζε πως εάν δεν γίνει ένσταση εντός εξήντα ημερών θα είχε τέτοιες επιπτώσεις. Εξ’ άλλου ήταν θέμα που χειριζόταν ο λογιστής του περισσότερο και ο ίδιος είχε προβλήματα υγείας για αυτό τους ξέφυγε. Είχε κάνει συνάντηση με κάποιο άτομο που κατονόμασε στο Φ.Π.Α. για αυτά τα θέματα όμως του είχαν πει ότι το θέμα είναι νομικό.
Δέχθηκε ότι υπόγραψε το Τεκμήριο 4 και είπε περαιτέρω ότι ο πρώην Κατηγορούμενος 2 ήταν υπάλληλος του και τον είχε διορίσει γιατί είχε προβλήματα υγείας. Όταν ρωτήθηκε από τον κ. Καρύδη γιατί όταν συντάχθηκε το Τεκμήριο 4 δεν ανάφερε στον Γενικό Εισαγγελέα όσα ανάφερε στο Δικαστήριο και να ζητήσει να απαλλαγεί, ο Κατηγορούμενος είπε ότι αρχικά έγινε διάβημα απαλλαγής αυτού και του πρώην Κατηγορούμενου 2 βάσει των κατηγοριών που είχαμε ότι δεν ήταν σωστές και δεν άλλαξε κάτι. Έστειλαν ακόμη μια επιστολή μέσω δικηγόρου προς την Εισαγγελία για να απαλλαγεί ο πρώην Κατηγορούμενος 2 χωρίς αποτέλεσμα και ο λόγος που αυτός ότι θα πάει στο Δικαστήριο είναι γιατί εκείνος έχει τα στοιχεία να αποδείξει την πραγματικότητα με όσα έκανε εναντίον του το Φ.Π.Α..
Ο Κατηγορούμενος ανάφερε επίσης ότι δεν πιστεύει το Δικαστήριο να καταδικάσει κάποιον επειδή του ξέφυγε να καταχωρίσει ένσταση μέσα στις 60 ημέρες να πληρώσει κάτι που με αποδεικτικά στοιχεία δεν οφείλει να πληρώσει.
Αξιολόγηση
Παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες. Ολόκληρη η μαρτυρία τους έχει καταγραφεί στα πρακτικά και έχει αποτιμηθεί στο σύνολο της. Αξιολόγησα τη μαρτυρία τους σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, έχοντας εξετάσει επίσης το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια και έλαβα υπόψη την εικόνα τους στο Δικαστήριο (βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Χριστοφή ν Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ 401, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ 173, Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 816).
Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα, την οποία το Δικαστήριο δεν εξετάζει αποσπασματικά (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320).
Ο ΜΚ1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Απαντούσε με ευθύτητα και αμεσότητα στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, δεν κλονίστηκε στην αντεξέταση και δεν επιχείρησε σε κανένα σημείο να εκφέρει γνώμη ή άποψη για ζητήματα που δεν ενέπιπταν στην σφαίρα των δικών του γνώσεων και ενεργειών. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της.
Πολύ καλή εικόνα είχε επίσης η ΜΚ2. Ήταν σαφής και επεξηγηματική τόσο στην μαρτυρία της όσο και στις απαντήσεις που έδιδε κατά την αντεξέταση της για όσα θέμα ενέπιπταν στο πεδίο των δικών της γνώσεων και χειρισμών που αφορούσαν στην υπό εξέταση περίπτωση. Δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε αντίφαση ή ανακολουθία ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να αντιστρέψει την θετική εικόνα της μάρτυρα και δεν έχω δισταγμό να αποδεκτώ την μαρτυρία της στο σύνολο της.
Δεν μπορούν να λεχθούν τα ίδια για τον Κατηγορούμενο ο οποίος δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από ασάφεια και γενικότητα. Ενώ ο Κατηγορούμενος αναφερόταν σε στοιχεία και δεδομένα εντούτοις, το τι παρουσίασε στο Δικαστήριο αποτελεί ένα ελλιπές κάδρο το οποίο δεν μπορούσε να συνθέσει ολοκληρωμένη εικόνα και δεν μπορώ να στηριχθώ στην μαρτυρία του. Ο ισχυρισμός του Κατηγορούμενου περί καταβολής του ποσού των €11.400 χωρίς καταγραφή του ποσού ολογράφως στο έντυπο (Τεκμήριο 14) επειδή ο λογιστής «απόφυγε άθελα του» να το συμπληρώσει δεν βρίσκει έρεισμα στην λογική, ούτε υποστηρίχθηκε από κάποια μαρτυρία. Πέραν τούτου ήταν αναμενόμενο από πλευράς Κατηγορούμενου εφόσον ζητήθηκε κατάσταση λογαριασμού να είχε προβεί σε κάποιο διάβημα αμφισβήτησης των υπολοίπων. Δεν μπορούν επίσης να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του Κατηγορούμενου πιο πάνω καθώς και για οποιεσδήποτε διπλές πληρωμές / χρεώσεις καθότι τέτοιες θέσεις ουδέποτε υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας για να τοποθετηθούν. Ούτε ασφαλώς η θέση ότι πληρώθηκε το ποσό και δεν καταγράφηκε στην απόδειξη έχει υποβληθεί σε κάποιο εκ των μαρτύρων κατηγορίας. Η εκ των υστέρων υποβολή τέτοιων θέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και μη εξ’ υπαρχής προώθηση τέτοιων ουσιωδών ισχυρισμών πλήττει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία και την γενικότερη εκδοχή της υπεράσπισης.
Τιμολόγια, αποδείξεις και πρόχειρες σημειώσεις του Κατηγορούμενου τα οποία ως φαίνεται ανωτέρω από την καταγραφή της μαρτυρίας δεν αφορούν στην περίοδο του κατηγορητηρίου, ήτοι την επίδικη, ισχυρισμοί για πληρωμές τους οποίους το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει εφόσον στην ουσία αμφισβητούν το οφειλόμενο ποσό που επιβλήθηκε μετά από βεβαίωση φόρου, αλλά και ποσά τα οποία αφορούν σε κατηγορίες που έχει ήδη παραδεχθεί ο Κατηγορούμενος (κατηγορίες 1 και 6) καθώς και μη πειστικοί ισχυρισμοί συνέθεταν την μαρτυρία του την οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχθεί.
Ευρήματα
Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, ουδέποτε αποτέλεσαν αμφισβητούμενα γεγονότα και αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου τα πιο κάτω:
- Η Κατηγορούμενη 1 είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο Φ.Π.Α. με αριθμό {…}.
- Η εγγραφή της Κατηγορούμενης 1 έγινε με ημερομηνία έναρξη ισχύος την 1.7.1992 και παράμεινε εγγεγραμμένη μέχρι την 29.2.2016.
- Η Κατηγορούμενη υπέβαλε γνωστοποίηση διαγραφής από το μητρώο του Φ.Π.Α. στις 6.12.2017.
- Στις 31.5.2018 εκδόθηκε εναντίον της Κατηγορούμενης 1 βεβαίωση φόρου, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στην Κατηγορούμενη 1 και παραλήφθηκε την 1.6.2018.
- Η βεβαίωση φόρου ημερομηνίας 31.5.2018 βρίσκεται σε ισχύ και δεν έχει υποβληθεί οποιαδήποτε ένσταση ή προσφυγή από πλευράς Κατηγορούμενης 1.
- Ο Κατηγορούμενος 3 διορίστηκε διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 στις 5.6.2008 και έπαυσε στις 24.4.2013.
Στην βάση της πιο πάνω αξιολόγησης καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου τα ακόλουθα:
- Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει συμμόρφωση και οφείλεται στο Φ.Π.Α. ποσό €67.924,00 το οποίο αναλύεται σε φόρο ύψους €52.326,02 και επιβαρύνσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται τόκος υπολογισμένος μέχρι 10.6.2020, ύψους €15.598,38 και οφείλεται από την Κατηγορούμενη 1.
- Στις 30.11.2016 παραλήφθηκε επιστολή της Κατηγορούμενης 1 από το Τμήμα Φορολογίας την οποία υπογράφει ο Κατηγορούμενος 3 ως διευθυντής και ζητεί διευκολύνσεις πληρωμής για άλλη υπόθεση (Τεκμήριο 6).
- Στις 23.12.2020 ο Κατηγορούμενος 3 έστειλε επιστολή στο Τμήμα Φορολογίας ζητώντας καταστάσεις λογαριασμών για 9 εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Κατηγορούμενης 1, την οποία επιστολή υπογράφει ως διευθυντής (Τεκμήριο 7).
- Οι δικηγόροι του πρώην Κατηγορούμενου 2 απέστειλαν επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα στις 1.6.2022 αιτούμενοι αναστολή της δίωξης εναντίον του στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, στην οποία επισύναπταν δήλωση του Κατηγορούμενου 3 (Τεκμήριο 4) και στην οποία αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι ο πρώην Κατηγορούμενος 2:
«δεν είχε καμία σχέση με την διοίκηση / διαχείριση της εταιρείας παρά μόνο ήταν και είναι τυπικά διευθυντής και γραμματέας.
Περαιτέρω δηλώνω ότι αναλαμβάνω την ευθύνη για όλες τις κατηγορίες που υπάρχουν στο Κατηγορητήριο της υπόθεσης με αρ. 4846/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και αποδέχομαι όπως αντικαταστήσω τον Γιώργο Θεμιστοκλέους στις κατηγορίες που τον περιλαμβάνουν…»
Νομική Πτυχή
Με την άρνηση των Κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, με αποδεκτή μαρτυρία, και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, Λοϊζου ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Σωτηριάδης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482).
Ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Διαφορετική προσέγγιση θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(4) του Συντάγματος (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, σελίδα 218).
Αναφορικά με την υπό κρίση περίπτωση σχετικά είναι τα άρθρα 20, 45, 46, 48, 49 και 57 του οικείου Νόμου.
Σύμφωνα με το εδάφιο 1 του άρθρου 20:
«Κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αποδίδει λογαριασμό και καταβάλλει Φ.Π.Α., σε σχέση με τις συναλλαγές που πραγματοποιεί και σε σχέση με απόκτηση από το εν λόγω πρόσωπο οποιωνδήποτε αγαθών από άλλα κράτη μέλη, αναφορικά με τέτοιες περιόδους (που στον παρόντα Νόμο αναφέρονται ως "καθορισμένες φορολογικές περίοδοι") σε τέτοιο χρόνο και με τέτοιο τρόπο που μπορεί να καθορίζεται από ή με βάση Κανονισμούς και τέτοιοι Κανονισμοί μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιστάσεις.»
Κάτω από το άρθρο 45 του ίδιου Νόμου περιλαμβάνονται παραβάσεις οι οποίες υπόκεινται σε χρηματική επιβάρυνση.
Στο άρθρο 46(1) προνοείται ότι:
«Οποιοδήποτε πρόσωπο ενέχεται σε δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α. ή προβαίνει σε ενέργειες με σκοπό τη δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α., είτε από το ίδιο είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το τριπλάσιο του ποσού του Φ.Π.Α. που οφείλεται ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Στο εδάφιο (9) του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι:
« Οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να καταβάλει το Φ.Π.Α. που εμφαίνεται σε φορολογική δήλωσή του ως καταβλητέος σε σχέση με οποιαδήποτε περίοδο μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 20(1), είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Στο εδάφιο (10Α) του ίδιου επίσης άρθρου καταγράφεται ότι:
«Κάθε πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό πρόσθετου φόρου ή χρηματικής επιβάρυνσης ή τόκου που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι του δέκα τοις εκατόν (10%) του οφειλόμενου ποσού.»
Και στο εδάφιο 11 προνοείται ότι:
«(11) Κάθε πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 49 και 49Α, εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποιήσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Επιπρόσθετα, στα εδάφια 12 και 13 του άρθρου 46 ανωτέρω, γίνεται πρόνοια για έκδοση διατάγματος καταβολής του οφειλόμενου φόρου σε περίπτωση καταδίκης προσώπου το οποίο είχε παραλείψει να καταβάλει τον Φ.Π.Α.
Στο άρθρο 48 του οικείου Νόμου προνοούνται τα εξής:
«48.—(1) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα αυτό φέρουν εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι του νομικού προσώπου.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "διευθύνων αξιωματούχος", σε σχέση με νομικό πρόσωπο, σημαίνει οποιοδήποτε διευθυντή, γραμματέα ή άλλο παρόμοιο αξιωματούχο του νομικού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο που φέρεται ότι ενεργεί σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα ή ως σύμβουλος.»
Στα εδάφια 1 και 2 του άρθρου 49 του ίδιου Νόμου προβλέπεται ότι:
«(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου (ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης που καταργήθηκε με τον παρόντα Νόμο) ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και να παράσχει τις διευκολύνσεις τις απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό.
(2) Σε οποιαδήποτε περίπτωση που, για οποιαδήποτε καθορισμένη φορολογική περίοδο, έχει καταβληθεί ή πιστωθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο—
(α) Ως επιστροφή Φ.Π.Α., ή
(β) ως πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α., οφειλόμενο προς αυτό, οποιοδήποτε ποσό που δεν έπρεπε να καταβληθεί ή πιστωθεί, ή που δε θα έπρεπε να καταβληθεί ή πιστωθεί αν τα γεγονότα ήταν γνωστά ή αν ήταν όπως παρουσιάζονται εκ των υστέρων να είναι, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το ποσό αυτό ως Φ.Π.Α. οφειλόμενο από το πρόσωπο για εκείνη την περίοδο και να γνωστοποιήσει το ποσό σε αυτό το πρόσωπο.»
Λόγω του ότι έχει τεθεί από πλευράς υπεράσπισης, κατά την κυρίως εξέταση και αντεξέταση του Κατηγορούμενου, αμφισβήτηση του ύψους του οφειλόμενου φόρου σημειώνω ότι ως έχει νομολογηθεί, η απόφαση του Εφόρου να βεβαιώσει κατά την κρίση του ποσό Φ.Π.Α. ως οφειλόμενο, συνιστά απόφαση διοικητικής φύσεως, δυνάμενη να αναθεωρηθεί βάσει του Συντάγματος και να προσβληθεί με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο (βλ. Μάριος Κυριακίδης ν. Έφορου Προστιθέμενης Αξίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 75).
Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία (βλ. Sigma Radio Tv v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 155, Δήμος Αγίου Αθανασίου ν. James Peter Pazaraki (2004) 2 Α.Α.Δ. 524, Χριστοδούλου ν. Έπαρχος Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 128).
Το Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει έγκυρη εκτελεστή διοικητική πράξη. Για να τελειωθεί μια διοικητική πράξη πρέπει να έρθει εις γνώση του διοικούμενου και από τότε που γίνεται γνωστή η βούληση της διοίκησης ξεκινά και ο χρόνος προθεσμίας της προσφυγής (βλ. Χατζήκυριακος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2269, Δήμος Αγίου Αθανασίου ανωτέρω).
Στην Αδάμου ν Συμβούλιο Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137 τονίστηκαν τα πιο κάτω:
«Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο. Μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αρμόδιο να προβεί στην αναθεώρηση πράξεων της Διοίκησης και να τις ακυρώσει για τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 146.1. Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.1, όπως και πρόσφατα επαναλάβαμε, διαχωρίζεται θεσμικά από την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου (Βλ. Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 453). Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την ποινική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Μόνο στην περίπτωση νόσφησης εξουσίας μπορεί πράξη να αγνοηθεί διότι στην περίπτωση εκείνη το προϊόν της νόσφησης δεν περιέρχεται στη σφαίρα του δικαίου.»
Στην Χριστοδούλου ανωτέρω, τονίστηκαν τα εξής:
«Η δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου για αξιόποινες παραλείψεις καταβολής φορολογίας προϋποθέτει το ανέκκλητο της φορολογίας, με μόνο παρεπόμενο την είσπραξή της. Προσλαμβάνει αυτό το χαρακτήρα η επιβληθείσα φορολογία, εφόσον περιέλθει σε γνώση του διοικουμένου και αφού παρέλθει ο χρόνος για την προσβολή της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προϋπόθεση για το ανέκκλητο της υποχρέωσης καταβολής της φορολογίας αποτελεί η γνωστοποίησή της στο διοικούμενο ή, έστω, η λήψη γνώσης του περιεχομένου της εκ μέρους του και η πάροδος, από την ημέρα εκείνη, του χρονικού διαστήματος των 75 ημερών για την άσκηση προσφυγής - (Άρθρο 146.3 του Συντάγματος)».
Στην υπό εξέταση περίπτωση, ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση ότι εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 57 για γνωστοποίηση της βεβαίωσης από τον Έφορο προς την Κατηγορούμενη 1 και με παραδοχή του Κατηγορούμενου δεν υποβλήθηκε ένσταση. Επιπρόσθετα, δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ή του Ανώτατου Δικαστηρίου ακύρωσης της, ούτε υπήρξε μαρτυρία ότι ο Έφορος ανακάλεσε την βεβαίωση του Φ.Π.Α. Ως εκ τούτου, η απόφαση του Εφόρου να βεβαιώσει τον Φ.Π.Α. κατέστη ανέκκλητη. Έχουν κατά συνέπεια αποδειχθεί οι κατηγορίες 2-5.
Χαρακτηριστικό ήταν και το σημείο της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου, κατά την κυρίως εξέταση του, ο οποίος ανάφερε αποτεινόμενος προς το Δικαστήριο:
«Ε. Θέλετε κάτι άλλο να πείτε για τη συγκεκριμένη υπόθεση κύριε {…};
Α. Ναι, έχω να πω το εξής πίστευα ότι στο Δικαστήριο και πιστεύω σε απόφαση του Δικαστηρίου ότι η δικαιοσύνη δεν καταδικάζει κάποιον γιατί ξέφυγε του μέσα στο χρονικό περιθώριο των 60 ημερών να πληρώσει κάτι το οποίο δεν οφείλει με αποδειχτικά στοιχεία και να καταθέσω στο Δικαστήριο και τα block τιμολογίων και θα αποδειχθεί η πραγματικότητα και πιστεύω κύριε Πρόεδρε, ακόμα μέσα στα πλαίσια της φυσικής δικαιοσύνης ζητώ επανεξέταση της υπόθεσης μου ανεξάρτητα εάν πέρασαν οι 60 μέρες.»
Σε ό,τι αφορά την πρόσθετη φορολογία και τόκο, στην Αναθ. Έφεση 176/2011 Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης Δ.Ε.Π.Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας , απόφαση ημερομηνίας 6.12.2017 αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι η επιβολή πρόσθετου φόρου και επιβάρυνσης σε βεβαιωθέντα φόρο προστιθέμενης αξίας, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Πρόκειται για μία προβλεπόμενη από τη νομοθεσία διοικητική κύρωση, συνδεόμενη με τη μη καταβολή έγκυρου βεβαιωμένου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας η οποία επιβάλλεται αυτόματα και το αδίκημα συντελείται εάν η εν λόγω επιβάρυνση δεν έχει καταβληθεί. Εξ όσων προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ανωτέρω, δεν έχει καταβληθεί συνεπώς οι κατηγορίες 7, 8 και 9 έχουν επίσης αποδειχθεί. Με την μη καταβολή της επιβάρυνσης έπεται ότι το αδίκημα συντελείται αυτομάτως. Στην ίδια βάση οι κατηγορίες 10-14 έχουν επίσης αποδειχθεί.
Η υπεράσπιση στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 3 έπαυσε να είναι διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 και αυτό παρά του ότι, ως διαφάνηκε, οι τότε συνήγοροι του είχαν αποστείλει επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα (Τεκμήριο...) αναφέρονται ότι όλη την ευθύνη έχει ο ίδιος. Από το περιεχόμενο του άρθρου 48 του Νόμου (πιο πάνω), προκύπτει ότι η ποινική ευθύνη του συμβούλου ή «διευθύνοντα αξιωματούχου» (στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται οποιοσδήποτε διευθυντής και γραμματέας) ενός νομικού προσώπου είναι απόλυτη και ότι πρόκειται για αδίκημα αυστηρής ευθύνης. Πρόκειται, συνεπώς για προσωπική ευθύνη που εκπηγάζει από την ίδια την ιδιότητα του συμβούλου ή του διευθύνοντα αξιωματούχου του νομικού προσώπου που διέπραξε αδίκημα που αναφέρεται στο Νόμο, χωρίς να προϋποθέτει οποιαδήποτε ενεργό συμμετοχή του στη διαχείριση των υποθέσεων του νομικού προσώπου ή στη λήψη αποφάσεων από αυτό.
Το Δικαστήριο, δεν εξετάζει αν υπήρχε ένοχη διάνοια από πλευράς του συμβούλου ή διευθύνοντα αξιωματούχου στη διάπραξη αδικήματος που προνοείται στο Νόμο ώστε να του αποδοθεί ποινική ευθύνη για αυτό. Είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στο Νόμο από πλευράς νομικού προσώπου και ότι, κατά τον επίδικο χρόνο διάπραξης, το φυσικό πρόσωπο έφερε την ιδιότητα του συμβούλου ή «διευθύνοντα αξιωματούχου» του νομικού προσώπου που διέπραξε το ρηθέν αδίκημα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Σπύρου Σπύρου, Ποιν. Εφ. 276/15 ημερομηνίας 12.4.2017, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σολομωνίδη, Ποιν. Εφ. 323/15 ημερομηνίας 18.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B546).
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την Σπύρος Σπύρου (ανωτέρω):
«Στην παρούσα περίπτωση δεν χωρεί αμφιβολία ότι το λεκτικό του Νόμου δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης εφόσον ρητώς προνοεί πως «Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα αυτό φέρουν εκτός από το ίδιο νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθυντές αξιωματούχοι του νομικού προσώπου» (άρθρο 48). Τοσούσω μάλλον που πρόκειται για ένα εξαιρετικής σημασίας νομοθέτημα που αφορά την εθνική οικονομία και ο καταλογισμός ευθύνης στους αξιωματούχους ενός νομικού προσώπου από το Νόμο αποβλέπει στο να διασφαλιστεί η εκπλήρωση των νομικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου μέσω του κολασμού των αξιωματούχων του (Μελάς ανωτέρω).
.......
Ο Νόμος λοιπόν (άρθρο 48) κατά τρόπο που δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας καθιστά προσωπικώς ποινικώς υπεύθυνους τους διευθυντές (και άλλους αξιωματούχους) για τα αδικήματα ενός νομικού προσώπου που προνοούνται από το Νόμο και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «Η δυνάμει του άρθρου 48(1) του Ν.95(1)/2000 ευθύνη των αξιωματούχων εταιρείας δεν προκύπτει αυτομάτως και άνευ άλλου τινός από μόνο το γεγονός της στοιχειοθέτησης της ευθύνης της εταιρείας. Τα όσα ισχύουν στην περίπτωση δίωξης, δυνάμει του άρθρου 20 Κεφ. 154, προσώπου το οποίο εμπλέκεται ως συνεργός ισχύουν, κατ΄ αναλογία, και εν προκειμένω». Με δεδομένο δε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οι εφεσίβλητοι ήταν διευθυντές της Εταιρείας και η Εταιρεία διέπραξε τα αδικήματα τα οποία της καταλογίστηκαν δυνάμει του Νόμου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κρίνει γι΄ αυτά ένοχους και τους εφεσίβλητους. Και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι βεβαίωση του φόρου έγινε σε χρόνο που για την Εταιρεία είχε διοριστεί εκκαθαριστής εφόσον ο βεβαιωθείς φόρος αφορούσε την περίοδο 1.5.07-31.5.11 κατά την οποία διευθυντές της Εταιρείας ήταν οι εφεσίβλητοι.»
Τα πιο πάνω ασφαλώς κατά την κρίση μου, δύνανται να εφαρμοστούν και στην περίπτωση όπου κάποιο πρόσωπο δεν είναι δηλωμένο στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών ως αξιωματούχος του νομικού προσώπου αλλά φαίνεται να ενεργεί ως τέτοιο ή ενεργεί ως σύμβουλος του νομικού προσώπου, εφόσον γίνεται ρητή πρόνοια για το θέμα αυτό στο ίδιο το άρθρο 48 (ανωτέρω).
Εκείνο που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο Κατηγορούμενος ενήργησε κατά τρόπο που εμπίπτει εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 48.
Οι ενέργειες στις οποίες αδιαμφησβήτητα έχει προβεί ο Κατηγορούμενος, συμφώνως και των ευρημάτων του Δικαστηρίου ανωτέρω είναι οι κάτωθι:
(α) Απέστειλε επιστολή η οποία στις 30.11.2016 παραλήφθηκε από το Τμήμα Φορολογίας την οποία υπογράφει ο Κατηγορούμενος 3 ως διευθυντής και ζητεί διευκολύνσεις πληρωμής για άλλη υπόθεση (Τεκμήριο 5).
(β) Στις 23.12.2020 ο Κατηγορούμενος 3 έστειλε επιστολή στο Τμήμα Φορολογίας ζητώντας καταστάσεις λογαριασμών για 9 εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Κατηγορούμενης 1, την οποία επιστολή υπογράφει και πάλι ως διευθυντής (Τεκμήριο 6). Μάλιστα κατά την μαρτυρία του είχε αναφέρει ότι ήθελε να δει πόσα χρωστά στο Φ.Π.Α. ή αν του χρωστούν.
(γ) Η ΜΚ2 επίσης είπε ότι επικοινωνούσαν, δηλαδή από τον Έφορο, με τον Κατηγορούμενο την περίοδο 2012 – 2018. Ως ο ίδιος ανάφερε στην αντεξέταση του, είχε συνάντηση με κάποιον κ. Μαρκίδη, είπε στην αντεξέταση του, όταν παρήλθε η προθεσμία εντός της οποίας θα έπρεπε να ενστεί η Κατηγορούμενη 1, μέσα στο 2018, ενώ είχε παύσει από διευθυντής της το 2013.
(γ) Υπέγραψε δήλωση (Τεκμήριο 4) στην οποία αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι ο πρώην Κατηγορούμενος 2:
«δεν είχε καμία σχέση με την διοίκηση / διαχείριση της εταιρείας παρά μόνο ήταν και είναι τυπικά διευθυντής και γραμματέας.
Περαιτέρω δηλώνω ότι αναλαμβάνω την ευθύνη για όλες τις κατηγορίες που υπάρχουν στο Κατηγορητήριο της υπόθεσης με αρ. 4846/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και αποδέχομαι όπως αντικαταστήσω τον Γιώργο Θεμιστοκλέους στις κατηγορίες που τον περιλαμβάνουν…»
Προβάλλει ξεκάθαρα κατά την κρίση μου ότι ο Κατηγορούμενος εξακολουθούσε και μετά την παύση του από Διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 να χειρίζεται υποθέσεις της καθώς να υπογράφει επιστολές προς διάφορους φορείς ως διευθυντής της εταιρείας. Ο ίδιος παρουσίαζε δηλαδή τον εαυτό του ως διευθυντή της Κατηγορούμενους 1. Οι πιο πάνω πράξεις του Κατηγορούμενου, αναπόδραστα με οδηγούν στην κατάληξη ότι φαινόταν να ενεργεί ως τέτοιος εμπίπτοντας με αυτόν τον τρόπο εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 48(20) ανωτέρω.
Κατάληξη
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της στον απαιτούμενο βαθμό και ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 2, 3, 4, 5, 7, 8, 9, 10,11, 12, 13 και 14.
(Υπ.)...................................
Λ. Χαβιαράς, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο