
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 17452/2024
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας
εναντίον
Χρυσοβαλάντη Γεωργίου
Κατηγορούμενου
Ημερομηνία: 2.1.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Α. Γιάλλουρου
Για τον Κατηγορούμενο: κα Ε. Λαζαρίδου
Κατηγορούμενος: Παρών
Ενδιάμεση Απόφαση για κράτηση του κατηγορούμενου
Η παρούσα υπόθεση καταχωρήθηκε στις 20.12.2024 και τέθηκε αυθημερόν ενώπιον του Δικαστηρίου. Την εν λόγω δικάσιμο κατόπιν αιτήματος του κατηγορούμενου η υπόθεση ορίστηκε για απάντηση στις 31.12.2024 και ακολούθως αφού ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στις 4 κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 29.1.2025. Με βάση το κατηγορητήριο τα αδικήματα φέρεται να διαπράχθηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 17.9.2024 και 5.11.2024 στη Λάρνακα.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της υπόθεσης ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει 4 κατηγορίες οι οποίες αφορούν τα αδικήματα της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 291, 292(α), 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυκτός κατά παράβαση του άρθρου 296(γ) του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία), της παράνομης κατοχής περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα (3η κατηγορία) και της κλεπταποδοχής κατά παράβαση του άρθρου 306(α) του Ποινικού Κώδικα (4η κατηγορία).
Μετά που η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής υπέβαλε αίτημα όπως ο κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση λόγω κινδύνου μη προσέλευσής του στο Δικαστήριο και λόγω κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Πρόκειται για 2 αυτοτελείς κινδύνους - λόγους για τους οποίους δικαιολογείται να διαταχθεί η κράτηση ενός κατηγορούμενου οι οποίοι δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά. Στο εν λόγω αίτημα ο κατηγορούμενος διά της δικηγόρου του έφερε ένσταση.
Προς υποστήριξη του αιτήματος της κατηγορούσας αρχής η εκπρόσωπός της κατέθεσε ως Έγγραφο Α μέρος του μαρτυρικού υλικού. Σε αυτό περιλαμβάνεται και η ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου ημερ. 16.12.2024 στην οποία, κατ’ ισχυρισμό της κατηγορούσας αρχής, περιλαμβάνεται παραδοχή του κατηγορούμενου ότι διέπραξε το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής ήτοι αυτό της 1ης κατηγορίας. Αναφέρθηκε επίσης στη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων και κυρίως αυτού της 1ης κατηγορίας το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 7 ετών.
Ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 3 προηγούμενες καταδίκες. Στην υπόθεση 772/2018 του Ε.Δ. Αμμοχώστου ο κατηγορούμενος στις 24.2.2020 καταδικάστηκε για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός σε ποινή φυλάκισης 3 ½ ετών, στην υπόθεση 10991/2021 του Ε.Δ. Λάρνακας καταδικάστηκε στις 6.10.2022 για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών με τριετή αναστολή και στην υπόθεση 15129/2020 του Ε.Δ. Λευκωσίας καταδικάστηκε στις 30.10.2023 σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος.
Με βάση όλα όσα ανάφερε η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να εκδοθεί διάταγμα κράτησης του κατηγορούμενου.
Από την άλλη ο κατηγορούμενος έφερε ένσταση στο ως άνω αίτημα και όταν η δικηγόρος του έλαβε τον λόγο εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας του κατηγορούμενου αφού αυτός είναι Κύπριος πολίτης, ηλικίας 38 ετών και από το έτος 2008 ουδέποτε ταξίδευσε εκτός Κύπρου. Εισηγήθηκε επίσης πως προέχει η ελευθερία του ατόμου και ότι η κράτηση ενός υπόδικου είναι μέτρο που διατάσσεται κατ’ εξαίρεση. Εισηγήθηκε περαιτέρω πως από το μαρτυρικό υλικό και συγκεκριμένα από την κατάθεση αρ. 6 φαίνεται ότι δεν υπήρχε διάρρηξη αφού η πόρτα ήταν ανοικτή. Εισηγήθηκε τέλος ότι η παρουσία του κατηγορούμενου κατά τη δίκη του μπορεί να διασφαλιστεί με άλλους όρους αντί με την κράτησή του.
Η εξουσία του Δικαστηρίου για κράτηση ενός κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη του πηγάζει από τα άρθρα 48 και 157 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Όταν το Δικαστήριο εξετάζει τέτοιο αίτημα πρέπει να καθοδηγείται από τη θεμελιώδη αρχή του Άρθρου 12.4 του Συντάγματος ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου καθώς και από το άρθρο 11.2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι κανένας δεν στερείται την ελευθερία του παρά μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος (Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596).
Η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη του ή η επιβολή όρων για να διασφαλιστεί η παρουσία του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία την ατομική ελευθερία του ατόμου και λαμβανομένου υπόψη ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση (M.S.A. v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 200/2022, ημερ. 19.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:B362). Είναι θεμελιώδης αρχή ότι κάθε κατηγορούμενος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος εκτός εάν το Δικαστήριο για πειστικούς λόγους ήθελε αποφασίσει διαφορετικά (Γ. Μ. Πικής, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η έκδοση, σελ. 81). Η κράτηση ενός υπόδικου καθίσταται παραδεκτή εφόσον το επιβάλλει η διασφάλιση των σκοπών της απονομής της δικαιοσύνης.
Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας ή διάπραξης νέων αδικημάτων ή επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για 3 αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για ένα από αυτούς (M.S.A. v. Αστυνομίας, ανωτέρω, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χ’’ Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45 και Π.Τ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 87/2023, ημερ. 10.5.2023).
Ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των 3 αντικειμενικών κριτηρίων, της σοβαρότητας του αδικήματος, της πιθανότητας καταδίκης και του ενδεχόμενου επιβολής αυστηρής τιμωρίας, λαμβανομένων όμως σοβαρά υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως οι προσωπικές περιστάσεις του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο, χωρίς όμως όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο συμφέρον προς απονομή της δικαιοσύνης (Β.Τ.Τ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 111/2023, ημερ. 23.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:B225, M.S.A. v. Αστυνομίας, ανωτέρω και Χ’’ Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Σκοπός της κράτησης είναι η εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορούμενου στη δίκη.
Στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 78/2024, ημερ. 8.4.2024, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ως προς την ισχύ της μαρτυρίας, στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ούτε το Δικαστήριο προβαίνει σε οποιαδήποτε κρίση επί της δεκτότητας ή αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού, ούτε σε τελική διαπίστωση γεγονότων ή εξαγωγή συμπερασμάτων. Περί πιθανολόγησης και μόνον ο λόγος (βλ. Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54). Το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσον η πιθανότητα καταδίκης προκύπτει από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του, έστω και αν διαπιστώνεται εύλογη προσδοκία αθώωσης.
Η εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, ούτως ώστε οι όποιες παρατηρήσεις ή σχόλια για την ισχύ του μαρτυρικού υλικού να μην επηρεάσουν ή προκαταβάλουν οτιδήποτε το οποίο ανάγεται στη δίκη (βλ. Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 131/20 κ.α., ημερ. 20.8.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 103/20, ημερ. 3.9.2020).
Στην ως άνω υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, αναφέρονται επίσης και τα ακόλουθα:
«Ως θέμα αρχής συνταγματικά κατοχυρωμένης σε κάθε αίτημα για κράτηση υπόδικου η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση υπό όρους. Η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση (βλ. Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130).
Κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης λόγω κινδύνου φυγοδικίας το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη (α) τη σοβαρότητα των υπό κατηγορία αδικημάτων, (β) την πιθανολόγηση καταδίκης βάσει του διαθέσιμου μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του, και (γ) την αυστηρότητα της επιβληθησομένης ποινής σε περίπτωση καταδίκης (βλ. μεταξύ άλλων, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48). Η σοβαρότητα των υπό κατηγορία αδικημάτων αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου (βλ. Θεοδωρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139).
…………………
Το κίνητρο φυγοδικίας αυξάνεται αναλόγως της σοβαρότητας της υπόθεσης την οποία ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει. Όσο σοβαρότερες είναι οι κατηγορίες, τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο του κατηγορούμενου να αποφύγει τη δίκη του (βλ. Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2004) 2. Α.Α.Δ. 600, Σπανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 281).
Με βάση τη νομολογία η εκτίμηση κινδύνου φυγοδικίας ουδέποτε εξετάζεται με κατά απομόνωση αναφορά στα εν λόγω αντικειμενικά κριτήρια. Πάντοτε λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται υποκειμενικά δεδομένα προερχόμενα από το ιστορικό του υποδίκου, τον χαρακτήρα, την κατοικία, το επάγγελμα, την οικονομική του κατάσταση, τους οικογενειακούς ή άλλους δεσμούς του με την Κύπρο και τις προσωπικές του περιστάσεις (βλ. Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Οι δεσμοί ενός κατηγορούμενου με την Κύπρο δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος ή αδικημάτων για τα οποία διώκεται. «Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κινδύνου μη προσέλευσης του υπόπτου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων είναι αδιαμφισβήτητη αφού για το αδίκημα της 1ης κατηγορίας προβλέπεται ποινής φυλάκισης 7 ετών και για το αδίκημα της 4ης κατηγορίας ποινή φυλάκισης 5 ετών.
Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο αυτό εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Ό,τι αποφασίζεται είναι το κατά πόσο η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη.
Αναφορικά με τη πιθανότητα καταδίκης παραπέμπω στην κατάθεση του κατηγορούμενου.
Στην παρούσα υπόθεση εκτιμώντας τη μαρτυρία αυτή στην όψη της μπορεί να πιθανολογηθεί καταδίκη του κατηγορούμενου (Β.Τ.Τ. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Έχοντας περαιτέρω υπόψη μου τη νομολογία αναφορικά με την επιβολή ποινών για αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών και κλεπταποδοχής διαπιστώνω ότι συνήθως επιβάλλονται μακράς διάρκειας ποινές φυλάκισης.
Έχοντας υπόψη μου ότι προέχει η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική ζωή του κατηγορούμενου δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν σε αυτή την περίπτωση την ανάγκη να διασφαλιστεί η παρουσία του κατά τη δίκη του και έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσής του κατά τη δίκη του και ότι θα πρέπει να παραμείνει υπό κράτηση. Ως αναφέρεται και στην πιο πάνω νομολογία (Στυλιανού ν. Δημοκρατίας) οι δεσμοί του κατηγορούμενου με την Κυπριακή Δημοκρατία δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία διώκεται.
Παρά το ότι η ως άνω κρίση μου αναφορικά με την ύπαρξη κινδύνου φυγοδικίας του κατηγορούμενου καθιστά ενδεχομένως αχρείαστη την εξέταση του αιτήματος για κράτησή του και στη βάση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων προχωρώ να εξετάσω και το εν λόγω αίτημα.
Η πρόβλεψη για ύπαρξη και αποτίμηση κινδύνων οι οποίοι σταθμίζονται κατά την εξέταση θέματος κράτησης στη βάση της πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υποδίκου ή της υπόθεσης, είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της. Τέτοια στοιχεία είναι η συμπεριφορά του υποδίκου σε προηγούμενες περιπτώσεις ή οι προηγούμενες καταδίκες του και μάλιστα όχι κατ’ ανάγκην για παρόμοια αδικήματα αλλά και τάσεις που επιδεικνύει και ανάγονται σε κάποιο συμπέρασμα βασιζόμενο μεταξύ άλλων στο ιστορικό του ή σε άλλες περιστάσεις (βλ. Χ’’ Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω).
Εκείνο που μετρά είναι αν με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα. Για να καταδειχθεί επομένως η ύπαρξη ροπής ενός κατηγορουμένου στο έγκλημα θα πρέπει τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου να δημιουργούν ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοιος κίνδυνος (Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 25/2022, ημερ. 4.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:B50). Δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος αλλά ο κίνδυνος επανάληψης αδικήματος πρέπει να είναι ευλογοφανής (plausible) (Τσιάκκας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 164).
Το ποινικό μητρώο ενός κατηγορούμενου συμπεριλαμβάνεται στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη ανάλογα με τον χρόνο και τις περιστάσεις διάπραξης των σχετικών αδικημάτων (Σάρρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 81/2023, ημερ. 10.5.2023, Σπανού ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 281 και Πατατάρης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 46).
Δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για να διαπιστωθεί ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων αλλά αρκεί η ύπαρξη άλλων υποθέσεων που εκκρεμούν εναντίον του. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373 αποφασίστηκε ότι η εκκρεμότητα άλλων υποθέσεων αποτελεί παράγοντα που, όπως και οι προηγούμενες καταδίκες, μπορεί να συσταθμιστεί. Από την άλλη, ακόμα και το γεγονός προηγούμενης καταδίκης μπορεί, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, να μην αποτελεί παράγοντα που να οδηγήσει το Δικαστήριο σε διαταγή κράτησης (Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 216).
Η στάθμιση πρέπει να γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της κυρίαρχης αρχής ότι αφετηρία είναι η ελευθερία του ατόμου και η κράτηση πρέπει να δικαιολογείται κατά τρόπο συγκεκριμένο. Τέτοια στάθμιση εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Ν.Ι. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 246/2022, ημερ. 14.11.2022, ECLI:CY:AD:2022:B448).
Στην υπόθεση Δ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 159/2022, ημερ. 29.9.2022, λέχθηκε ότι δεν «μπορεί οι ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ μέρους των μαρτύρων κατηγορίας να αποτελέσουν τη βάση της πιθανολόγησης κινδύνου για διάπραξη νέων αδικημάτων ως εάν να επρόκειτο για αποδεδειγμένα γεγονότα». Άλλο είναι το ζήτημα της συνολικής στάθμισης των δεδομένων, περιλαμβανομένης της σοβαρότητας της υπόθεσης όπως προκύπτει από το κατηγορητήριο και την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής. Εν προκειμένω, εξετάζεται ο συγκεκριμένος κίνδυνος για διάπραξη νέων αδικημάτων (Ν.Ι. ν. Αστυνομίας, ανωτέρω)
Στην υπόθεση Δ.Α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) λέχθηκε επίσης ότι «βασικό κριτήριο και αφετηρία αποτελεί πάντοτε η θεμελιακή αρχή ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί ένοχος και ως εκ τούτου δικαιούται να παραμένει ελεύθερος εκτός αν το Δικαστήριο για πειστικούς λόγους αποφασίσει την κράτησή του προς εξασφάλισης της παρουσίας του στη δίκη».
Λαμβάνοντας υπόψη μου τις 3 προηγούμενες καταδίκες του κατηγορούμενου οι οποίες αφορούν αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών όπως και στην παρούσα υπόθεση μου έχει δημιουργηθεί η ισχυρή πεποίθηση ότι υπάρχει κίνδυνος διάπραξης από τον κατηγορούμενο νέων αδικημάτων σε περίπτωση που αυτός αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση.
Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση του κατηγορούμενου δικαιολογείται να ασκηθεί προς την έγκριση του αιτήματος της κατηγορούσας αρχής
Λόγω των πιο πάνω ο κατηγορούμενος να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του.
(Υπ.) ………………………..
Γιώργος Χρ. Φούλιας
Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο