
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 6759/2021
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας
εναντίον
Μ. Κ.
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 29.1.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Α. Γιάλλουρου
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Χρ. Δημητρίου
Κατηγορούμενος: Παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 3 κατηγορίες στις οποίες ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή. Οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει είναι οι ακόλουθες τις οποίες παραθέτω πιο κάτω αυτούσιες:
Αρ. Κατηγορίας 1
Επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1) (4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου Αρ.119(1)/2000 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(1)/2004.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο κατηγορούμενος στις 8/11/2020 και περί ώρα 0930 στην οδό [ ] στη Λάρνακα της Επαρχίας Λάρνακας επιτέθηκε και κτύπησε την πρώην συμβία του Χ. Σ. από τη Λάρνακα με αποτέλεσμα να της προκαλέσει πραγματική σωματική βλάβη.
ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Αρ. Κατηγορίας 2
Ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές, κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία ανυπάκουσε σε διάταγμα που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας στην Αίτηση με αριθμό 118/20, του οποίου διατάσσετε να παραδίδει στην Χ. Σ. από τη Λάρνακα την ανήλικη κόρη τους.
ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Αρ. Κατηγορίας 3
Απερίσκεπτες και αμελείς πράξεις, κατά παράβαση των άρθρων 236(α) και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία, οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα με αλόγιστο και βεβιασμένο τρόπο με αποτέλεσμα να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της Χ. Σ. από τη Λάρνακα.
Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε 3 μάρτυρες. Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε η Χρυσάνθη Σαλαφώρη η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της υιοθέτησε τη γραπτή της κατάθεση ημερ. 8.11.2020, η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 1, στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: διαμένει στους Αγίους Αναργύρους μαζί με τους γονείς της και το ανήλικο παιδί της το οποίο απέκτησε με τον Μάριο Κόσσιφο με τον οποίο ήταν σε σχέση από το 2015 και είχαν συγκατοικήσει περί τα τέλη του 2017.
Στις 5.6.2020 ο Μάριος την έδιωξε από το σπίτι και έτσι πήγε στους γονείς της μαζί με το παιδί της. Τον Ιούλιο έλαβε γραπτώς το διάταγμα για τη ρύθμιση της επικοινωνίας του παιδιού τους. Ο Μάριος συνήθως αργούσε να επιστρέψει το παιδί στην ώρα του και έτσι συμφώνησαν μέσω των δικηγόρων τους προφορικά τα απογεύματα του διατάγματος να γίνουν πρωινά με τις ήδη υπάρχουσες ώρες του διατάγματος. Την Παρασκευή 6.11.2020 που ο Μ. έφερε το μωρό αντί η ώρα 12:45 στις 14:05 αποφάσισε να τον καταγγείλει στην Αστυνομία και επειδή δεν ακολουθούσε το διάταγμα τον ενημέρωσε ότι επιθυμεί να τηρείται το διάταγμα.
Στις 8.11.2020 λόγω του ότι ο Μ. ήρθε μόνος του η ώρα 09:30 δεν τον έδιωξε αφού ήδη είχε έρθει. Ενώ βρίσκονταν έξω ο Μ. πήρε το μωρό από τα χέρια της και το έβαλε στο αυτοκίνητό του. Τότε τον ρώτησε αν θα το φέρει μέχρι η ώρα 12:45 και πού θα πάνε με το μωρό. Αυτός στράφηκε προς το μέρος της και την έσπρωξε με τα χέρια του ψηλά στο στήθος και έπεσε στο έδαφος κτυπώντας το δεξί της χέρι διότι το έβαλε για να προστατεύσει το κεφάλι της. Ταυτόχρονα, όταν την έσπρωχνε, της είπε «ότι ώρα θέλω εννά φέρω το μωρό τζιαι όπου θέλω εννά πάω» και την έβρισε με τη λέξη «σκατοπουτάνα».
Αυτή σηκώθηκε και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα που ήταν το μωρό μέσα στο αυτοκίνητο για να του μιλήσει αλλά το αυτοκίνητο ήταν κλειδωμένο. Ο Μ. ήταν ήδη στο αυτοκίνητο και καθώς η ίδια προχωρούσε προς την πλευρά του οδηγού αυτός παρόλο που την είδε έκανε πισινή και τότε έπεσε μέσα στον δρόμο και κτύπησε πάλι και αυτός τότε έφυγε από το πεζοδρόμιο με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Στη συνέχεια σε ερωτήσεις που της τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή της η Μ.Κ.1 κατέθεσε ως τεκμήριο 2 το Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 26.6.2020 το οποίο εκδόθηκε στην Αίτηση Γονικής Μέριμνας 118/2020. Η Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε επίσης ότι μετέβηκε στο Τ.Α.Ε.Π. Λάρνακας και κατέθεσε ως τεκμήριο 3 το σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος την επίδικη ημέρα δεν την ενημέρωσε ότι θα ερχόταν η ώρα 9:30 αλλά την πήρε τηλέφωνο όταν ήδη είχε αφιχθεί στο μέρος. Ισχυρίστηκε ότι πήγε από την πίσω πλευρά του αυτοκινήτου και την ώρα που πήγε να πάει από την πίσω πλευρά του αυτοκινήτου εκείνη την ώρα ο κατηγορούμενος έκανε πισινή και το αυτοκίνητο την ακούμπησε και έπεσε κάτω.
Η Μ.Κ.1 κατά την αντεξέτασή της ισχυρίστηκε ότι με τον κατηγορούμενο χώρισαν το έτος 2020 και έκτοτε δεν έχουν επικοινωνία. Ισχυρίστηκε ότι το αίτημα για να έχει ο κατηγορούμενος επικοινωνία με το παιδί τους το υπέβαλε εκείνος. Ο κατηγορούμενος της τηλεφώνησε την επίδικη ημέρα αλλά η ίδια του είχε πει από τις 6 Νοεμβρίου ότι εκείνη την ημέρα θα ίσχυε το διάταγμα και επειδή ήταν Κυριακή η επικοινωνία θα ήταν το απόγευμα. Όταν ρωτήθηκε, εάν την επίδικη ημέρα έστειλε μήνυμα στον κατηγορούμενο για να παραλάβει το μωρό η ώρα 9:30, απάντησε αρνητικά και ισχυρίστηκε ότι του είπε πως ισχύει το διάταγμα όπως του είχε πει και στις 6 Νοεμβρίου.
Ισχυρίστηκε ότι ακόμα και τώρα οι σχέσεις της με τον κατηγορούμενο δεν είναι καλές, δεν συμφιλιώθηκαν καθώς επίσης ότι η ίδια δεν είναι παρούσα όταν ο τελευταίος παραλαμβάνει το μωρό για σκοπούς επικοινωνίας.
Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε ο ορθοπεδικός Νικηφόρος Γεωργίου ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα και την υπογραφή του στο τεκμήριο 2 και στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι σε αυτό κατέγραψε πως η Χ. Σ. στις 8.11.2020 και ώρα 12:10 προσήλθε περιπατητική στο Τ.Α.Ε.Π. του Γ.Ν. Λάρνακας μετά από αναφερόμενη χειροδικία. Ανέφερε άλγος στο θέναρ δεξιά, στον αγκώνα δεξιά και στον αυχένα. Κατά την εξέταση έφερε 2 εκδορές στον αγκώνα. Μετά προχώρησαν σε απεικονιστικό έλεγχο χωρίς να δείξει κάποια παθολογία.
Σε ερωτήσεις που του τέθηκαν στη συνέχεια της κυρίως εξέτασής του ο Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε ότι το θέναρ είναι μυς στον καρπό που βρίσκεται στην παλάμη στη βάση του αντίχειρα και το υποθέναρ είναι ακριβώς απέναντι από το θέναρ στο τέρμα της παλάμης κάτω από το μικρό δάκτυλο. Ισχυρίστηκε πως στο πιστοποιητικό κατέγραψε όσα του ανέφερε η Μ.Κ.1 καθώς επίσης ότι δεν είναι σε θέση να αναφέρει τον μηχανισμό που προκάλεσε το άλγος στο θέναρ.
Ο Μ.Κ.2 κατά την αντεξέτασή του ο ισχυρίστηκε ότι δεν ξέρει κατά πόσο το χέρι της Μ.Κ.1 είχε κτυπήσει σε λεία επιφάνεια καθώς επίσης ότι επειδή εκείνη του ανέφερε άλγος στο πιστοποιητικό κατέγραψε άλγος και όχι κάκωση.
Τέλος ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε ο Αστ. 3206 Σ. Αντωνίου ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του υιοθέτησε τη γραπτή του κατάθεση η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 6 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λάρνακας στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων. Στις 8.11.2020 προσήλθε στο τμήμα η Χ. Σ. και ανέφερε ότι την ίδια ημέρα η ώρα 9:00 έξω από το σπίτι της δέχθηκε επίθεση από τον πρώην συμβίο της Μ. Κ. Στις 13.11.2020 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κόσσιφο ο οποίος στο τέλος της ανάκρισης εξέφρασε παράπονο εναντίον της Σ. Η κατάθεση του Κ. σημειώθηκε ως τεκμήριο 7.
Στις 9.11.2020 λήφθηκε επιστολή από τον δικηγόρο του Κ. στην οποία ανέφερε ότι στο σπίτι της Σ. υπήρχε εγκατεστημένο σύστημα παρακολούθησης το οποίο πιθανό να είχε καταγράψει το περιστατικό που έγινε στις 8.11.2020. Στις 16.11.2020 μετέβηκε στο εν λόγω σπίτι και ο πατέρας της Σ. του ανέφερε ότι το σύστημα παρακολούθησης ήταν εκτός λειτουργίας για 1 χρόνο καθώς επίσης του υπέδειξε τα φθαρμένα και κατεστραμμένα καλώδια του συστήματος.
Ο Μ.Κ.3 κατά την αντεξέτασή του ισχυρίστηκε πως δεν θυμόταν κατά πόσο η Σ. του είπε ότι ο κατηγορούμενος έστρεψε το όχημά του προς αυτή ή ότι την κτύπησε με το όχημά του. Ισχυρίστηκε επίσης πως ο κατηγορούμενος, όταν υπέβαλε το παράπονό του για τη Σ., του παρέδωσε εκτίμηση και φωτογραφίες του αυτοκινήτου του και τέλος πως δεν έκανε οποιαδήποτε ενέργεια για να ελέγξει κατά πόσο δούλευαν οι κάμερες στις οποίες αναφέρθηκε ο κατηγορούμενος.
Μετά που το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και εξήγησε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του αυτός επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία.
Ο κατηγορούμενος κατά την κυρίως εξέτασή του υιοθέτησε τη γραπτή του κατάθεση η οποία λήφθηκε με τη μορφή ερωταπαντήσεων και είχε σημειωθεί προηγουμένως ως τεκμήριο 7. Σε αυτή περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: έχουν διάταγμα επικοινωνίας που προνοεί ότι την Κυριακή θα μπορεί να παίρνει το μωρό από η ώρα 15:00 – 18:00. Η Χ. του ζήτησε προφορικά να παίρνει το μωρό από η ώρα 09:30 – 12:45 γιατί είναι πιο καλά για το μωρό.
Στις 8.11.2020 ημέρα Κυριακή η ώρα 09:05 ενώ ήταν καθοδόν για το σπίτι της του έστειλε μήνυμα η ώρα 09:14 που έγραφε «15:00 – 18:00 το διάταγμα σήμερα». Ήταν ήδη στα μισά του δρόμου όταν ήρθε το μήνυμα και δεν το είδε. Η ώρα 09:25 ήταν έξω από το σπίτι της και την πήρε τηλέφωνο να του φέρει το μωρό. Του απάντησε το τηλέφωνο και τον ρώτησε τι ήθελε εκεί και εάν είδε το μήνυμα που του είχε στείλει. Της είπε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή διάβασε το μήνυμα και τη ρώτησε για ποιο λόγο δεν του έστειλε το μήνυμα νωρίτερα. Τη ρώτησε αν θα του δώσει το μωρό ή να φύγει. Αυτή του απάντησε πως αν θα του έδιδε το μωρό εκείνη την ώρα να της το έφερνε η ώρα 12:15 ακριβώς και αυτός της απάντησε «εντάξει».
Η Χ. είχε έτοιμα όλα τα πράγματα του μωρού για να του τα δώσει. Όταν πήρε το μωρό το έβαλε στο αυτοκίνητο και το έδεσε. Η Χ. συνέχιζε να του λέει να φέρει το μωρό στην ώρα του και να μην αργήσει και αυτός της έγνεφε καταφατικά.
Όταν κάθισε στη θέση του οδηγού η Χ. βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού έξω με ανοικτό το παράθυρο και του είπε «ακούς τι σου λέω ή γράφεις με;».
Στη συνέχεια καταγράφονται στην κατάθεσή του τα ακόλουθα τα οποία μεταφέρω αυτολεξεί: «Εγώ της είπα ότι σε περίπτωση που κοιμηθεί το μωρό τι θα έκανα και αυτή με θύμωσε, πήγε να ανοίξει την πόρτα που καθόταν το μωρό και εγώ κλείδωσα τις πόρτες». Τότε αυτή άρχισε να κτυπά τις πόρτες και τα παράθυρα του αυτοκινήτου με τα χέρια της και να τον βρίζει λέγοντάς του «άνοιξε την πόρτα ρε παλιομαλάκα» και το μωρό άρχισε να κλαίει.
Ο ίδιος ήθελε να φύγει για να απομακρύνει το μωρό από την ταραχή και τα νεύρα. Ξεκίνησε σιγά σιγά για να μην την κτυπήσει, απομακρύνθηκε και ακολούθως μετέβηκε στο χωριό Άγιος Θεόδωρος όπου είχε μια οικογενειακή υποχρέωση. Επικοινώνησε με τον δικηγόρο του στον οποίο ανέφερε το γεγονός και αυτός τον συμβούλευσε να το καταγγείλει στην αστυνομία. Στη συνέχεια μετέβηκε στην αστυνομία και ανέφερε τα γεγονότα.
Όταν η Χ. άρχισε να φωνάζει έβαλε πισινή για να φύγει και τότε αυτή πέρασε από μπροστά του για να έρθει στη θέση του οδηγού. Όταν ήρθε δίπλα του ξεκίνησε να φύγει και τότε εκείνη άρχισε να κτυπά με τα χέρια της πάνω στο αυτοκίνητο και συγκεκριμένα προκάλεσε ζημιά στην πόρτα του οδηγού και την πίσω πόρτα προκαλώντας 2 μικρά βουλώματα.
Ακολούθως σε ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η Μ.Κ.1 κατά το επίδικο περιστατικό κτυπούσε με τα χέρια της στην αριστερή πλευρά του οχήματος όπου ήταν η θέση του καθίσματος του μωρού καθώς και στη δεξιά πλευρά του στη θέση του οδηγού. Κατέθεσε ως τεκμήριο 8 την εκτίμηση για το ποσό που απαιτείται για την επιδιόρθωση των εν λόγω ζημιών καθώς επίσης και 2 φωτογραφίες που ως ισχυρίζεται απεικονίζουν τις ζημιές στις ως άνω πλευρές του οχήματός του.
Ο κατηγορούμενος κατά την αντεξέτασή του ισχυρίστηκε ότι ξεκίνησε από το σπίτι του στα Περβόλια για να πάει στο σπίτι της Μ.Κ.1. Όταν έφτασε εκεί είδε ότι του έστειλε μήνυμα που του έλεγε «3:00 – 6:00 σήμερα το διάταγμα» και τη ρώτησε εάν θα του έδινε την κόρη τους ή να έφευγε. Αρνήθηκε υποβολή ότι αυτό τον αναστάτωσε και ισχυρίστηκε πως της είπε ότι εάν δεν θα του τη δώσει θα φύγει και αμέσως εκείνη ήρθε με τα πράγματα της της κόρης τους και του την έδωσε.
Ακολούθως, όταν του υποβλήθηκε ότι είχε θυμώσει ως καταγράφεται στην κατάθεσή του, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την εν λόγω υποβολή και ισχυρίστηκε πως ήταν η Μ.Κ.1 που είχε θυμώσει και απέδωσε την εν λόγω καταγραφή σε ορθογραφικό λάθος. Ισχυρίστηκε πως πιθανόν την ώρα που διάβασε την κατάθεσή του και πριν την υπογράψει να μην κατάλαβε ότι έγραφε «με θύμωσε» αντί «μου θύμωσε».
Ισχυρίστηκε επίσης πως η Μ.Κ.1 την ώρα που αυτός έβαλε πισινή βρισκόταν στη θέση της πίσω πόρτας και προσπαθούσε να πιάσει το μωρό. Το τζάμι του συνοδηγού ήταν ανοικτό και του είπε να της φέρει το μωρό στην ώρα του και εκείνη την ώρα πάτησε το κουμπί και κλείδωσαν οι πόρτες του αυτοκινήτου και την ρώτησε τι θέλει να κάμει εάν κοιμηθεί το μωρό. Εκείνη πήγε στη θέση του μωρού, προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα και κτυπούσε στο αυτοκίνητο. Όταν έβαλε την όπισθεν μπήκε μπροστά από το αυτοκίνητο και ήρθε και κτυπούσε στη θέση του οδηγού.
Επειδή η Μ.Κ.1 δημιούργησε μεγάλο πανικό ο ίδιος έβαλε την όπισθεν και έφυγε από το μέρος. Ακολούθως αρνήθηκε υποβολή ότι την ώρα που έβαλε όπισθεν η Μ.Κ.1 ήταν πίσω από το όχημά του και ισχυρίστηκε ότι για αυτό επέμενε να λάβουν τις κάμερες από το σπίτι της για να διαφανεί τι πραγματικά είχε γίνει κατά το επίδικο περιστατικό.
Στη συνέχεια οι δικηγόροι των διαδίκων κατά τις αγορεύσεις τους εξέφρασαν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις.
Η κα Γιάλλουρου εισηγήθηκε ότι από την αξιόπιστη μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα επίδικα αδικήματα ενώ αντίθετη ήταν η εισήγηση του κ. Δημητρίου ο οποίας ανέφερε ότι η Μ.Κ.1 είναι αναξιόπιστη, το Δικαστήριο δεν δύναται να στηριχθεί στη μαρτυρία της και κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει τον κατηγορούμενο.
Έχω μελετήσει τις θέσεις των δικηγόρων των διαδίκων, τις έχω υπόψη μου και θα αναφερθώ σε αυτές όπου κρίνω ότι είναι αναγκαίο.
Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.
Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».
Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.
Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454).
Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.
Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.
Τέλος, στην υπόθεση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιόμυλου ν. Έλλης Μιχαήλ Κτωρίδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 204, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο καταλήγει στην απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη του το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας ανεξαρτήτως της προέλευσής της.
Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.
Η Μ.Κ.1 δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας, αφού κρίνω πως οι κρίσιμοι για την παρούσα υπόθεση ισχυρισμοί της δεν είναι λογικοί και δεν πείθουν για τη βασιμότητά τους. Κρίνω ότι δεν είναι λογικός και συνεπώς δεν πείθει για τη βασιμότητά του ο ισχυρισμός της πως όταν ρώτησε τον κατηγορούμενο, αν θα της παρέδιδε την κόρη τους μέχρι η ώρα 12:45, αυτός την έσπρωξε με τα χέρια του ψηλά στο στήθος και αυτή έπεσε στο έδαφος και κτύπησε το δεξί της χέρι το οποίο έβαλε κάτω για να προστατεύσει το κεφάλι της.
Κρίνω ότι δεν είναι λογικό χωρίς να είχε προηγηθεί οτιδήποτε μεταξύ τους που να προκάλεσε την οργή ή το θυμό του κατηγορούμενου και η Μ.Κ.1 δεν προέβαλε οποιοδήποτε προς τούτο ισχυρισμό, αυτός ο οποίος είχε μεταβεί στο σπίτι της Μ.Κ.1 για να παραλάβει την κόρη τους για σκοπούς επικοινωνίας αντί να παραλάβει την μικρή και να αναχωρήσει από το μέρος μόλις αυτή τον ρώτησε αν θα της παρέδιδε την κόρη τους μέχρι η ώρα 12:45 να την έσπρωξε.
Ομοίως για τον ίδιο λόγο δεν αποδέχομαι ούτε τον ισχυρισμό της ότι ο κατηγορούμενος την επίδικη ημέρα δηλαδή την Κυριακή 8.11.2020 αυτοβούλως μετέβηκε στο σπίτι της το πρωί η ώρα 9:30 αντί η ώρα 3:00 μ.μ. ως καταγράφεται στο επίδικο διάταγμα επικοινωνίας. Κρίνω πως σε περίπτωση που πράγματι η ίδια ως είναι ο ισχυρισμός που καταγράφεται στην γραπτή της κατάθεση, του είχε πει από 2 ημέρες προηγουμένως, ήτοι από την Παρασκευή 6.11.2020, ότι επιθυμεί να τηρείται το Διάταγμα, του οποίου οι ίδιοι μεταξύ τους και σε αντίθεση με όσα το Δικαστήριο είχε διατάξει, αποφάσισαν να τροποποιήσουν τις ώρες εφαρμογής του, ο κατηγορούμενος δεν θα μετέβαινε στο σπίτι της το πρωί της Κυριακής.
Κρίνω ότι ο κατηγορούμενος την επίδικη ημέρα μετέβηκε στο σπίτι της Μ.Κ.1 για να παραλάβει την κόρη τους, επειδή είχε προηγουμένως συνεννοηθεί μαζί της για τούτο.
Κρίνω επίσης ότι δεν πείθει για τη βασιμότητά του ούτε ο άλλος ισχυρισμός της πως όταν ο κατηγορούμενος ήταν ήδη εντός του αυτοκινήτου του αυτή προχώρησε προς την πλευρά του οδηγού από την πίσω πλευρά του οχήματος.
Κρίνω ότι η Μ.Κ.1 η οποία είναι μια νεαρή γυναίκα, μητέρα ενός ανήλικου κοριτσιού για το οποίο αγωνιά να μεγαλώσει υγιές και να έχει μια φυσιολογική και ήρεμη ζωή, παρά τον χωρισμό των γονιών της, δεν θα έθετε σε κίνδυνο την υγεία της κατευθυνόμενη προς την πλευρά του οδηγού του οχήματος του κατηγορούμενου περνώντας πίσω από αυτό κατά τον χρόνο που το εν λόγω όχημα βρισκόταν σε λειτουργία και ο κατηγορούμενος καθόταν στη θέση του οδηγού λαμβάνοντας υπόψη και τον προηγηθέντα ισχυρισμό της ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος την είχε ήδη σπρώξει με τα χέρια του ψηλά στο στήθος και αυτή πέφτοντας στο έδαφος είχε κτυπήσει το δεξί της χέρι, όταν εκείνη τον ρώτησε αν θα της παρέδιδε την κόρη τους μέχρι η ώρα 12:45. Κρίνω ότι αυτό ουδέποτε έγινε κατά το επίδικο περιστατικό και συνεπώς δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό της ότι η ίδια πέρασε πίσω από το όχημα του κατηγορούμενου ούτε ότι αυτός κίνησε το όχημά του με την όπισθεν ταχύτητα όταν αυτή βρισκόταν πίσω από αυτό.
Κρίνω επίσης πως ο ισχυρισμός της ότι το όχημα του κατηγορούμενου την κτύπησε όταν κινήθηκε με όπισθεν ταχύτητα προς αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και για τον επιπλέον λόγο ότι αυτός δεν αναγράφεται στην κατάθεσή της η οποία δόθηκε μόνο 2 ώρες μετά που ο κατηγορούμενος μετέβηκε στο σπίτι της Μ.Κ.1 για να παραλάβει την κόρη τους. Κρίνω πως σε περίπτωση που πράγματι ο εν λόγω ισχυρισμός της Μ.Κ.1 ανταποκρινόταν στην αλήθεια ήταν λογικά αναμενόμενο ότι αυτή θα τον ανέφερε στην κατάθεσή της, όταν είχε πρόσφατα στη μνήμη της όσα ισχυρίζεται ότι συνέβησαν.
Αντ’ αυτού όμως ο ως άνω ισχυρισμός της προβλήθηκε πρώτη φορά κατά την κυρίως εξέταση και αντεξέτασή της και ως εκ τούτου κρίνω ότι αποτελεί προϊόν ύστερης σκέψης της Μ.Κ.1 και δεν πείθει για τη βασιμότητά του. Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι στη γραπτή κατάθεσή της ισχυρίστηκε ότι «αυτός παρόλο που με είδε έκανε πισινή και τότε έπεσα μέσα στο δρόμο και κτύπησα πάλι» χωρίς να αναφέρει ότι την ακούμπησε το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου κρίνω ότι η παράλειψη προβολής του εν λόγω ισχυρισμού στην κατάθεσή της δεν πείθει για τη βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού και για αυτόν τον επιπλέον λόγο.
Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό της Μ.Κ.1 ότι ο κατηγορούμενος την επίδικη ημέρα παρήκουσε το επίδικο διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου διαπιστώνω ότι στη μαρτυρία της δεν υπάρχει ισχυρισμός σχετικά με το ποια ώρα ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην ίδια την ανήλικη κόρη τους. Κρίνω πως η ανυπαρξία σχετικού ισχυρισμού δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος όταν παρέδωσε την ανήλικη βρισκόταν σε ανυπακοή των όρων του εν λόγω Διατάγματος και συνεπώς ο ισχυρισμός της ο οποίος τελικά παρέμεινε γενικός και αόριστος ομοίως δεν πείθει για τη βασιμότητά του.
Πέραν των πιο πάνω και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου ότι όπως και η ίδια ανέφερε κατά την αντεξέτασή της οι σχέσεις της με τον κατηγορούμενο παρά την πάροδο τουλάχιστον 4 ετών από τον χωρισμό τους και παρόλο που μαζί απέκτησαν μια κόρη δεν είναι καλές για αυτό και η ίδια δεν είναι παρούσα, όταν ο κατηγορούμενος παραλαμβάνει και ακολούθως παραδίδει την κόρη τους στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας που έχει με την ανήλικη, κρίνω ότι η κατάθεση της Μ.Κ.1 δόθηκε για να εξυπηρετήσει άλλους σκοπούς που η ίδια ενδεχομένως να επιδίωκε και δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
O M.K.2 είναι ο ιατρός ο οποίος εξέτασε τη Μ.Κ.1 και ετοίμασε τη σχετική έκθεση με τα ευρήματά του. Ο εν λόγω μάρτυρας στην ουσία δεν αντεξετάστηκε και ως εκ τούτου η μαρτυρία του η οποία δεν αμφισβητήθηκε γίνεται αποδεκτή. Ο μάρτυρας διαπίστωσε ότι η Μ.Κ.1 έφερε 2 εκδορές στον αγκώνα.
Ομοίως θετική εντύπωση ως μάρτυρας μου έκανε και ο Μ.Κ.3 ο οποίος είναι ο αστυνομικός εξεταστής της υπόθεσης. Ο ίδιος δεν ήταν παρών στο επίδικο περιστατικό και λόγω τούτου η μαρτυρία του η οποία αφορούσε μόνο στις ενέργειες στις οποίες προέβηκε στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης κρίνω πως δεν μπορεί να είναι διαφωτιστική αναφορικά με τα πρωτογενή γεγονότα της υπόθεσης.
Ο κατηγορούμενος μου έκανε θετική εντύπωση ως μάρτυρας. Η μαρτυρία του είχε λογική και συνοχή και κρίνω ότι δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή του. Απαντούσε χωρίς περιστροφές στις ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την αντεξέτασή του και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι είπε την αλήθεια.
Ειδικότερα σχετικά με το σημείο στην κατάθεσή του στην οποία αναγράφεται η φράση «Εγώ της είπα ότι σε περίπτωση που κοιμηθεί το μωρό τι θα έκανα και αυτή με θύμωσε, πήγε να ανοίξει την πόρτα που καθόταν το μωρό και εγώ κλείδωσα τις πόρτες» για το οποίο ισχυρίστηκε ότι η ορθή φράση θα έπρεπε να ήταν «μου θύμωσε» αντί «με θύμωσε» κρίνω ότι από το περιεχόμενο της εν λόγω πρότασης είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος αναφερόταν στο ότι η Μ.Κ.1 είχε θυμώσει και όχι ότι ο ίδιος θύμωσε. Απέδωσε την αναγραφή της λέξης «με» σε ορθογραφικό λάθος. Κρίνω ότι η θέση του αυτή είναι βάσιμη αφού στο τεκμήριο 7 υπάρχουν και άλλα λάθη και προς τούτο αναφέρω ενδεικτικά την 2η ερώτηση στην οποία αναγράφεται η φράση «να παίρνεις το μωρό πέρα παρά μέρα όπως λέει το διάταγμα» ενώ είναι προφανές ότι η ορθή φράση που έπρεπε να αναγραφεί είναι «μέρα παρά μέρα».
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων ενός αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363). Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401).
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής».
Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.
Έχοντας απορρίψει τους κρίσιμους για την παρούσα υπόθεση ισχυρισμούς της Μ.Κ.1 για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των επίδικων κατηγοριών και συνακόλουθα ο κατηγορούμενος αθωώνεται σε όλες τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει.
(Υπ.) ………………………..
Γιώργος Χρ. Φούλιας
Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο/Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο