
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Κούρα, προσ. Ε.Δ.
Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης Υπ' Αρ.: 11/2024
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004, ΝΟΜΟΣ 133(I)/2004
-και-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ARTHUR VISOKOWSKI
-------------------
Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Εκζητούμενος Παρών
Για τον Εκζητούμενο: κος Γιάννης Πολυχρόνης
Για την Κεντρική Αρχή: κα. Έλενα Κληρίδου
---------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Στις 16/10/2024, το Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαυαρίας στη Γερμανία, κατόπιν εντάλματος σύλληψης ημερομηνίας 17/09/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Βαμβέργης ή αλλιώς Μπάμπεργκ στη Γερμανία, εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (στο εξής το «ΕΕΣ»), προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του Arthur Visokowski (στο εξής ο «Εκζητούμενος») για τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, απάτης και εγκληματικότητας στον κυβερνοχώρο και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, τα οποία φαίνεται να διαπράχθηκαν σε Γερμανία και Ουκρανία μεταξύ των ημερομηνιών 29/06/2018 και 07/10/2022 και επισύρουν, με βάση το Γερμανικό Ποινικό Δίκαιο, μέγιστη ποινή φυλάκισης μέχρι 15 έτη.
2. Το ΕΕΣ διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές και όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Εκζητούμενος με βάση προσωρινό ένταλμα σύλληψης συνελήφθη στις 22/12/2024 στο αεροδρόμιο Λάρνακας.[1] Στις 27/12/2024 και αφού το ΕΕΣ διαβιβάστηκε στις Κυπριακές αρχές στην Αγγλική γλώσσα, συνελήφθη εκ νέου με βάση το ΕΕΣ.
3. Ο Εκζητούμενος δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του και η υπόθεση οδηγήθηκε σε Ακρόαση.[2] Επί της ουσίας ο Εκζητούμενος παραθέτει τους πιο κάτω λόγους ένστασης για τους οποίους θεωρεί ότι το Δικαστήριο πρέπει να αρνηθεί την έκδοση του:
Α. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι ζητείται η έκδοση του Εκζητούμενου για σκοπούς ανάκρισης και όχι για δίωξη.
Β. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι η έκδοση ΕΕΣ αντί Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (στο εξής η «ΕΕΕ») συνιστά δυσανάλογο μέτρο και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Γ. Η χρήση του ΕΕΣ από τις Γερμανικές αρχές συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.
Δ. Σε περίπτωση παράδοσης του Εκζητούμενου υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί παραβίαση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.
Β. ΠΑΡΑΔΕΚΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
4. Κατά την έναρξη της ακρόασης της παρούσας υπόθεσης οι δύο πλευρές προχώρησαν σε δήλωση παραδεκτών γεγονότων ως κατωτέρω:
Α. Ο Εκζητούμενος συνελήφθη στις 28/12/2024 και ώρα 9:47 στο Επαρχιακό Δικαστήριο στην παρουσία του Αστυφύλακα 1591 Στέφανου Χατζηγεωργίου αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι πρόκειται περί προσώπου που ενώπιον του εκκρεμούσε ΕΕΣ. [3]
Β. Ο Αστυφύλακας 1591 εξήγησε στον Εκζητούμενο τους λόγους της σύλληψης του και αφού τον ενημέρωσε παρέδωσε σε αυτόν έντυπο δικαιωμάτων σε γλώσσα κατανοητή προς τον ίδιο.[4]
5. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης σημειώθηκαν επίσης ως παραδεκτά γεγονότα οι πιο κάτω προσωπικές περιστάσεις του Εκζητούμενου:
Είναι ηλικίας 52 ετών, παντρεμένος από το 2009. Έχει 3 παιδιά ηλικίας 10, 7 και 2 ετών. Διαμένει στην Κύπρο από το 2020 μόνιμα, αυτός και η οικογένεια του. Το μικρό του παιδάκι γεννήθηκε στην Κύπρο. Από τον Σεπτέμβρη του 2020 που διαμένει μόνιμα στην Κύπρο μια φορά μόνο μετέβηκε στο Ισραήλ και αυτό ήταν καθαρά για ιατρικούς λόγους για σκοπούς εγχείρησης. Οι γονείς του είναι χωρισμένοι και μαζί τους στην Κύπρο ήρθε και η μητέρα του και διαμένει μόνιμα από το 2020. Ανέπτυξε επαγγελματικές δραστηριότητες στην Κύπρο. Επένδυσε στην Κύπρο, αγόρασε ακίνητη περιουσία και συγκεκριμένα ένα σπίτι αξίας €1.500.000 περίπου, ένα διαμέρισμα αξίας €400.000 περίπου, ενώ αγόρασε και η μητέρα του σπίτι στην Κύπρο αξίας γύρω στις €700.000. Εργάζεται στην Κύπρο, έχει κατασκευαστική εταιρεία η οποία στην παρούσα φάση είναι στη διαδικασία ανέγερσης δύο διαφορετικών έργων, το ένα αφορά κατοικίες και το άλλο αφορά κτήριο με πολυκατοικίες. Η εταιρεία του συνεργάζεται με Κύπριους αρχιτέκτονες και Κύπριους πολιτικούς μηχανικούς, ενώ η εταιρεία του εργοδοτεί γύρω στα 20 άτομα, όλοι Κύπριοι πολίτες. Έχει άδεια παραμονής στην Κύπρο ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη λόγω της συζύγου του που είναι Ιταλίδα υπήκοος και από το 2020 όλη η ζωή του ιδίου και της οικογένειας του είναι στην Κύπρο. Δεν έχει αδέλφια και με τον πατέρα του δεν διατηρεί καθόλου σχέσεις. Έχει κατοικίδια στην Κύπρο, συμμετέχει σε Σύνδεσμο Μοτοσικλετιστών, συμμετέχει σε αθλητικές οργανώσεις και είναι μέλος σε σύλλογο που δραστηριοποιείται στην Κύπρο στο άθλημα ανοικτό κολύμπι θαλάσσης. Τα παιδιά του πάνε σε ιδιωτικά σχολεία στην Κύπρο και κάνουν μαθήματα για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Επίσης, συμμετέχουν σε δραστηριότητες μουσικής και θεάτρου και γενικά λαμβάνουν μέρος σε διάφορες εκδηλώσεις.
6. Σημειώνω ότι κατά το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εκζητούμενου ανάφερε ότι ο Εκζητούμενος δεν επιθυμεί να παρασχεθούν από την αιτήτρια χώρα εγγυήσεις ότι σε περίπτωση στην οποία βρεθεί ένοχος, θα μεταφερθεί στην Κύπρο για έκτιση της ποινής του.[5]
Γ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ
7. Για την εν λόγω υπόθεση κατέθεσαν συνολικά 2 μάρτυρες. Ένας από την πλευρά της Κεντρικής Αρχής και ένας από την πλευρά του Εκζητούμενου.
ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ
8. Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ως πρώτος και ο μόνος μάρτυρας για την Κεντρική Αρχή κατέθεσε ο κος Προκόπης Χίντικος, (στο εξής «ΜΚΑ 1») ο οποίος ανάφερε ότι εργάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Εξήγησε ότι τα καθήκοντα του προκύπτουν από το άρθρο 5 του Νόμου 133(Ι)/2004 και το οποίο ορίζει ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ως Κεντρική Αρχή, επιτελεί ρόλο επικουρικό, τόσο κατά την διαβίβαση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όσο και για τη διαβίβαση περαιτέρω διευκρινίσεων και για την τήρηση στατιστικών στοιχείων.
9. Ο ΜΚΑ 1 είχε στην κατοχή του το ΕΕΣ το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στη διαδικασία και ανάφερε ότι εκδόθηκε από το τοπικό Δικαστήριο της Βαυαρίας στις 16/10/2024 σε σχέση με τον Εκζητούμενο και βασίζεται σε τοπικό ένταλμα σύλληψης ημερομηνίας 17/09/2024 από το τοπικό Δικαστήριο της Μπάμπεργκ. Συνέχισε και ανάφερε ότι αφορά 33 αξιόποινες πράξεις οι οποίες διαπράχθηκαν σε διάφορα μέρη στη Γερμανία ως επίσης και την Ουκρανία μεταξύ των ημερομηνιών 29/06/2018 και 07/10/2022 και αφορά τα αδικήματα της απάτης μέσω διαδικτύου και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.
10. Σημείωσε ότι στις 10/01/2025 το Υπουργείο έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα από τη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, κα. Μασούρα, στο οποίο επισυνάπτονταν τα πρακτικά του Δικαστηρίου ημερομηνίας 07/01/2025 και ζητούσε όπως αποσταλεί μήνυμα στις Κεντρικές Αρχές της Γερμανίας με σκοπό να δοθεί άδεια στο Γερμανό δικηγόρο που εκπροσωπεί τον Εκζητούμενο να έχει πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης. Πράγματι, σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα διαβιβάστηκε στις Γερμανικές αρχές την ίδια ημέρα. Σύμφωνα με τον ΜΚΑ 1, οι Γερμανικές αρχές απάντησαν στις 14/01/2025 ότι είχε δοθεί πρόσβαση στον Γερμανό δικηγόρο από τις 08/01/2025. Τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα ημερομηνίας 10/01/2025 και 14/01/2025 κατατέθηκαν στη διαδικασία από τον ΜΚΑ 1 ως Τεκμήρια 2, 3 και 4 αντίστοιχα.
11. Στη συνέχεια ο ΜΚΑ 1 ανάφερε ότι στις 17/01/2025 έλαβε στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο μήνυμα από το δικηγόρο κ. Πολυχρόνη, ο οποίος με την άδεια του Δικαστηρίου ζήτησε όπως αποσταλεί το συνημμένο έντυπο με ερωτήματα προς τις Γερμανικές αρχές. Τα εν λόγω ερωτήματα μαζί με επιστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ημερομηνίας 20/01/2025, στάλθηκαν στις 20/01/2025. Ακολούθως, οι Γερμανικές αρχές, σύμφωνα με τον ΜΚΑ 1, απάντησαν στις 22/01/2025 μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος. Το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 17/01/2025, το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 20/01/2025 μαζί με την επιστολή και το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 22/01/2015 κατατέθηκαν στη διαδικασία από τον ΜΚΑ 1 ως Τεκμήρια 5, 6 και 7 αντίστοιχα.
Αντεξέταση ΜΚΑ 1
12. Κατά την αντεξέταση, ο ΜΚΑ 1 κλήθηκε να δει τα Τεκμήρια 6 και 7 και απάντησε, μετά από σχετική ερώτηση με βάση την εμπειρία που έχει, ότι γνωρίζει ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι Γερμανικές αρχές ήρθαν στην Κύπρο να ανακρίνουν έναν ύποπτο χωρίς να έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και ότι υπάρχουν υποθέσεις που ενώ είχε εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης παράλληλα εκδόθηκε και ευρωπαϊκή εντολή έρευνας. Σε υποβολή από τον δικηγόρο του Εκζητούμενου για συγκεκριμένη υπόθεση, που όταν ήρθαν οι Γερμανικές αρχές να ανακρίνουν μετά αποσύρθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης απάντησε ότι δεν θυμάται τη συγκεκριμένη υπόθεση.
13. Σε υποβολή από τον δικηγόρο του Εκζητούμενου αναφορικά με το Τεκμήριο 7 και τις απαντήσεις των Γερμανικών αρχών ότι δεν προκύπτει κατά πόσο ζητείται η παράδοση του Εκζητούμενου για σκοπούς δίωξης του ή ανάκρισης του, ο ΜΚΑ 1 διαφώνησε και ανάφερε ότι το ΕΕΣ βασίζεται σε τοπικό ένταλμα σύλληψης με σκοπό τη δίωξη του. Εάν δεν τελείωσαν τις ανακρίσεις οι Γερμανικές αρχές αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τον χρειάζονται για την δίωξη του.
14. Αναφορικά με την υποβολή ότι από την απάντηση σημείο g του Τεκμηρίου 7, οι Γερμανικές αρχές αρνούνται ή παραλείπουν να εξηγήσουν γιατί δεν εφάρμοσαν ένα λιγότερο δυσμενή μέτρο που είναι η ΕΕΕ αντί το ΕΕΣ, ο ΜΚΑ 1 απάντησε ότι και πάλι διαφωνεί και ότι αυτό που αναφέρουν συγκεκριμένα οι Γερμανικές αρχές είναι ότι θέλουν τον Εκζητούμενο για να ολοκληρωθούν οι έρευνες και οι διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου και για να μην επηρεαστούν οι έρευνες επιβάλλεται η παρουσία του στη Γερμανία.
15. Τέλος, ο δικηγόρος του Εκζητούμενου υπόβαλε στον ΜΚΑ 1 ότι από την απάντηση των Γερμανικών αρχών σημείο n του Τεκμηρίου 7, αλλά και από όλες τις απαντήσεις των Γερμανικών αρχών, εκείνο που προκύπτει είναι ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε για αλλότριους σκοπούς, για να αναγκαστεί ο Εκζητούμενος λόγω της παρατεταμένης κράτησης στη Γερμανία, να παραδεχτεί και να προβεί σε αποζημίωση της ζημιάς και ο ΜΚΑ 1 σημείωσε τη διαφωνία του επί τούτου.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ
16. Για την πλευρά του Εκζητούμενου κατάθεσε ο Γερμανός δικηγόρος κος Thomas Schneider (στο εξής «ΜΥ 1»), ο οποίος ανάφερε ότι είναι ο δικηγόρος του Εκζητούμενου στο Δικαστήριο της Γερμανίας και κατάθεσε ως Τεκμήριο 8 το βιογραφικό του σημείωμα το οποίο ετοίμασε ο ίδιος.
17. Μετά από σχετικές ερωτήσεις του δικηγόρου του Εκζητούμενου απάντησε ότι διάβασε το ΕΕΣ, ότι είναι δικηγόρος από το 2010, ότι ασχολείται με υποθέσεις που αφορούν αδικήματα λευκού κολλάρου (white collar) και συγκεκριμένα μεγάλες υποθέσεις απάτης και από το 2021 ασχολείται κυρίως με υποθέσεις που είναι σχετικές με την παρούσα και αφορούν κυρίως το ηλεκτρονικό έγκλημα.
18. Ανάφερε ότι βρισκόταν στο Δικαστήριο από την προηγούμενη δικάσιμο και εξήγησε στο Δικαστήριο ότι στις 08/01/2025 τους δόθηκε πρόσβαση στον κυρίως φάκελο που είναι 1900 σελίδες και στις 09/01/2025 τους έδωσαν πρόσβαση στον συμπληρωματικό φάκελο ο οποίος συμπεριλαμβάνει πολλές χιλιάδες σελίδες. Σύνολο υπολογίζει ότι ο φάκελος που έχουν λάβει αποτελείται από 10.000 με 20.000 σελίδες. Ανάφερε ότι από αυτή τη σύντομη περίοδο, εκείνο που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι οι κύριοι ισχυρισμοί εναντίον του Εκζητούμενου βασίζονται σε ηλεκτρονικά δεδομένα τα οποία έχουν κατασχεθεί από το γραφείο της Εισαγγελίας στην Γερμανία. Σημείωσε ότι κατασχέθηκαν από ένα διακομιστή (server) εταιρειών στη Γερμανία τον Νοέμβριο του 2019, 60 Τεραμπάιτ ηλεκτρονικά δεδομένα. Ανάφερε επίσης ότι το υλικό που έχει κατασχεθεί δεν βρίσκεται σε χρονολογική σειρά και ότι από το φάκελο φαίνεται ότι πηγαίνουν πίσω στις χρονολογίες 2016 και 2017 που είναι πολύ πριν τον Νοέμβρη του 2019. Ενόψει αυτών, διερωτήθηκε πώς γίνεται να οριστεί ο ισχυριζόμενος χρόνος διάπραξης των αδικημάτων στο ΕΕΣ.
19. Σημείωσε επίσης ότι λόγω των ισχυρισμών υπάρχουν πολλά ερωτηματικά, ότι θα χρειαστεί πολλούς μήνες ακόμα για να ολοκληρωθεί η διερεύνηση και θα πρέπει να παρθούν πολλά μέτρα διερεύνησης για να γίνει μια έρευνα οικονομικής φύσεως και να δείξει που έχουν καταλήξει αυτά τα λεφτά και ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν δηλώσεις μαρτύρων μέσα στο φάκελο.
20. Σε συγκεκριμένες ερωτήσεις αναφορικά με τον χρόνο που θα χρειαστεί για να ολοκληρωθεί η έρευνα από τις Γερμανικές αρχές απάντησε ότι είναι δύσκολο να δώσει ένα σαφή υπολογισμό, αλλά πιστεύει θα τους πάρει 6 μήνες μέχρι να καταχωρήσουν το κατηγορητήριο και σε περίπτωση που συλληφθούν και άλλα πρόσωπα θα υπάρχει τουλάχιστον ακόμη 6 μήνες καθυστέρηση. Σημείωσε επίσης ότι όλη η διαδικασία μέχρι την έκδοση απόφασης θα διαρκέσει 1,5 με 2 χρόνια.
21. Αναφορικά με το Τεκμήριο 6 και τα ερωτήματα προς τις Γερμανικές αρχές ο ΜΥ 1 ανάφερε ότι ο λόγος που στάλθηκαν τα εν λόγω ερωτήματα είναι γιατί τα στοιχεία που βασίζεται το ΕΕΣ είναι κυρίως τα κατασχεθέντα δεδομένα, τα οποία είναι μέχρι τον Νοέμβρη του 2019 και ήθελαν να ξεκαθαρίσουν ποιο μέρος από τα €26.000.000 έχει γίνει μετά από αυτή την ημερομηνία και ποια είναι τα στοιχεία που κρίνουν τον Εκζητούμενο ως ποινικά υπεύθυνο.
22. Μετά από ερώτηση του δικηγόρου του Εκζητούμενου αν γνωρίζει υποθέσεις που οι ανακρίσεις έγιναν εκτός Γερμανίας, ο ΜΥ 1 απάντησε ότι γνωρίζει και ότι πρέπει να δώσει τη συγκατάθεση του και ο Εκζητούμενος και οι Γερμανικές αρχές και ότι έχει χειριστεί προσωπικά τέτοιες υποθέσεις.
Αντεξέταση ΜΥ 1
23. Η δικηγόρος της Κεντρικής Αρχής υπέβαλε στον ΜΥ 1 ότι η ΕΕΕ και το ΕΕΣ είναι δύο διαφορετικές διαδικασίες και συμφώνησε. Σε άλλη της υποβολή αναφορικά με το ότι το ένα δεν επηρεάζει το άλλο, απάντησε ότι δεν το έχει ελέγξει και δεν μπορεί να απαντήσει. Σύμφωνα με το Γερμανικό δίκαιο σημείωσε κάθε μέτρο πρέπει να το δούμε ως αναλογικό μέτρο. Ένα μέτρο δεν είναι απαραίτητα ανεξάρτητο από το άλλο μέτρο επειδή τα γεγονότα της υπόθεσης μπορεί να δείξουν ότι ένα μέτρο μπορεί να είναι αναλογικό και άλλο όχι.
24. Σε υποβολή της ευπαίδευτης συνηγόρου της Κεντρικής Αρχής ότι το ΕΕΣ στην παρούσα διαδικασία είναι ξεκάθαρο και ξεκάθαροι είναι και οι λόγοι που ζητείται η ποινική δίωξη του Εκζητούμενου, ο ΜΥ 1 απάντησε ότι σύμφωνα με τον ίδιο και ως δικηγόρος υπεράσπισης μετά που παρέλαβε τους φακέλους από τη Γερμανία, οι ισχυρισμοί υπολείπονται επί της ουσίας λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Το ΕΕΣ αναφορικά με τον χρόνο που στηρίζονται τα αδικήματα δεν βασίζεται σε στοιχεία, καταθέσεις μαρτύρων, συγκατηγορουμένων και υπόπτων.
25. Ο ΜΥ 1 δέχτηκε τη θέση της Κεντρικής Αρχής ότι αυτά τα οποία έχει πει είναι η προσωπική του άποψη και ότι από τις απαντήσεις των Γερμανικών αρχών ζητείται η ποινική δίωξη του Εκζητούμενου.
26. Αναφορικά με τη θέση της συνηγόρου της Κεντρικής Αρχής ότι αυτά τα οποία έχει αναφέρει αφορούν την ουσία της υπόθεσης και τυχόν υπερασπίσεις στην ποινική δίωξη του Εκζητούμενου στην Γερμανία, ο ΜΥ 1 απάντησε ότι ναι από την μια μεριά θα συμφωνήσει. Από την άλλη όμως, ανάφερε, ο φάκελος είναι μεγάλος και ακόμα υπολείπονται στοιχεία και τεκμήρια που αφορούν κυρίως τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και θα είναι δύσκολο να προετοιμαστεί η υπεράσπιση του Εκζητούμενου γιατί δεν είναι ξεκάθαρο γιατί η Εισαγγελία θεωρεί ότι ο Εκζητούμενος είχε ανάμειξη μετά το 2020.
Δ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
27. Παρακολούθησα με προσοχή όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως στη ζωντανή ατμόσφαιρα της διαδικασίας, και είμαι σε θέση να αξιολογήσω τη μαρτυρία τους, έχοντας κατά νου τις διάφορες παραμέτρους που έχει καθορίσει η Νομολογία σε σχέση με την αξιολόγηση των μαρτύρων, (βλ. Ζαβρού Τάκης Ανδρέα v. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά Ανθούλλα Σταύρου v. Σωτήρης Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1199 και Αθανασίου Κυριακή Σ. και άλλος ως Διαχειριστής της περιουσίας του Σάββα Αθανασίου αποβιώσαντος v. Αντώνη Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ σελ. 614).
28. Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης δεν υπάρχει ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων. Η μαρτυρία του ΜΚΑ 1, συνοδευόταν από τεκμήρια, δεν αμφισβητήθηκε και ουσιαστικά κατέστη παραδεκτή. Από πλευράς υπεράσπισης ουσιαστικά υποβλήθηκαν οι θέσεις του Εκζητούμενου στον ΜΚΑ 1, οι οποίες κυρίως αφορούν το Τεκμήριο 7 και το μαρτυρικό υλικό που βρίσκεται στο φάκελο που τους δόθηκε πρόσβαση στη Γερμανία. Οι απαντήσεις του ΜΚΑ 1 στις υποβολές του δικηγόρου του Εκζητούμενου ήταν σαφής και δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση που να είναι ικανή να κλονίσει την αξιοπιστία του. Η όλη εικόνα που αποκόμισα από τη μαρτυρία του ΜΚΑ 1 είναι θετική. Συνεπώς κρίνω ότι μπορώ να στηριχτώ επί της μαρτυρίας του ΜΚΑ 1.
29. Ο ΜΥ 1 παρέθεσε τη γνώμη του επί του μαρτυρικού υλικού που περιέχεται στο φάκελο της Γερμανίας, επί των Τεκμηρίων 6 και 7 και για τη διερεύνηση των αδικημάτων που περιέχονται στο ΕΕΣ από τις Γερμανικές αρχές υπό την ιδιότητα του ως ο δικηγόρος του Εκζητούμενου στην Γερμανία. Η ιδιότητα του και η εμπειρία του δεν αμφισβητήθηκε από την συνήγορο της Κεντρικής Αρχής. Δεν μου διαφεύγει όμως ότι ο ΜΥ 1 είναι ο δικηγόρος του Εκζητούμενου, γεγονός που βεβαίως λαμβάνεται υπόψη, κυρίως ως προς την εξέταση της ανεξαρτησίας του. Ο ΜΥ 1 προέβη σε γενικές αναφορές χωρίς παράθεση οποιωνδήποτε συγκεκριμένων στοιχείων. Τα συμπεράσματα όμως που μπορούν να εξαχθούν από την μαρτυρία του θα εξεταστούν στη συνέχεια κατά την εξέταση των λόγων ένστασης του Εκζητούμενου.
Ε. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
30. Προτού προβώ σε εξέταση των λόγων ένστασης του Εκζητούμενου στην εκτέλεση του ΕΕΣ, θεωρώ ορθό να παραθέσω τους βασικούς στόχους και σκοπούς που διέπει το ΕΕΣ.
31. Στις 13/06/2002 εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ (στο εξής «Απόφαση-Πλαίσιο») η οποία αφορούσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 26/02/2009. Ο εναρμονισμός της εθνικής μας νομοθεσίας με την Απόφαση-Πλαίσιο έγινε θεσπίζοντας τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004, Ν. 133(Ι)/2004 (στο εξής ο « Νόμος»).
32. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναλύοντας την Απόφαση-Πλαίσιο στην υπόθεση Ciprian Vasile Radu C-396/11 ημερομηνίας 29/01/2013, ανάφερε τα εξής: «Σκοπός της απόφασης-πλαισίου, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης αυτής, καθώς και από την πέμπτη και την έβδομη αιτιολογική της σκέψη, είναι να αντικαταστήσει το πολυμερές σύστημα έκδοσης μεταξύ κρατών μελών με ένα σύστημα το οποίο στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και συνίσταται στην παράδοση μεταξύ δικαστικών αρχών των προσώπων εκείνων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προκειμένου είτε να εκτελεστεί εκδοθείσα απόφαση είτε να συνεχιστεί ασκηθείσα δίωξη».
33. Στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μιχαηλίδης Κωνσταντίνος (Ντίνος) ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2013) 1 ΑΑΔ 1764, αναφέρονται: «Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι΄ αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ΄εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών. Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε στην απόφαση του τα ανωτέρω, διατρέχοντας τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Hadjiametovic ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ., 519 και της εντελώς πρόσφατης Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 196/2013, ημερ. 19 Ιουλίου 2013. Προεξάρχον στοιχείο όπως απορρέει από τις αποφάσεις, είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών-μελών, δικαστική συνδρομή που περιλαμβάνει και την υπόδειξη δημοσίου κατηγόρου ως αρχής ("judicial authority"), κάτω από το άρθρο 6 της Απόφασης-Πλαίσιο, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως υπέδειξε η πρόσφατη απόφαση του Supreme Court του Ηνωμένου Βασιλείου στην Assange ν. Swedish Prosecution Attorney (2012) UKSC 22.»
34. Σημειώνεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κατ’ αρχήν υποχρέωση εκτέλεσης κάθε Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης (βλ. Constantinides John v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2015) 1 ΑΑΔ 433, Hadwen James ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.E. Αρ. 184/2014, 17/7/2014). Περαιτέρω, σημειώνεται ότι τυχόν απόφαση περί μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να στηρίζεται σε ένα από τους λόγους υποχρεωτικής ή προαιρετικής μη εκτέλεσης στη βάση των άρθρων 3, 4 και 4Α της Απόφασης-Πλαισίου ( ή αντίστοιχα τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου).
35. Είναι όμως νομολογιακά αποδεκτό ότι σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις χωρεί περιορισμός των αρχών της αμοιβαίας αναγνώρισης και εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν υφίσταται υπαρκτός κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου, ειδικότερα του δικαιώματος σε προστασία από την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση (άρθρο 3 της ΕΣΔΑ), όπως επίσης και του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ)[6].
36. Κατατοπιστική αναφορικά με το σημείο αυτό είναι και η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Εφ.ΕΕΣ αρ.3/2023 μεταξύ του Benyamin Steinmetz ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 03/11/2023 όπου λέχθηκε ότι: «Εν πρώτοις τονίζουμε αυτά που λέχθηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») Dorobantu C-128/18 ημερομηνίας 15.10.2022 σκέψη 45, όσον αφορά στις γενικές αρχές που εφαρμόζονται στον διεπόμενο από την Απόφαση - Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (όπως τροποποιήθηκε) («απόφαση πλαίσιο») τομέα, ότι «το δίκαιο της Ένωσης βασίζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη... μια σειρά κοινών αξιών» και πως «η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που τις θέτει σε εφαρμογή» πράγμα που οδηγεί στο ότι ενδέχεται να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να υποχρεωθούν όπως εκλάβουν ως δεδομένο τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα λοιπά κράτη μέλη, ώστε πλην εξαιρετικών περιστάσεων να μην έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν αν το άλλο κράτος μέλος «έχει πράγματι σεβαστεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα συγκεκριμένα δικαιώματα που εγγυάται η Ένωση».
Η πιο πάνω αρχή δεν υπερισχύει, όμως, της ανάγκης για προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ούτε στερεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης του ΕΕΣ εφόσον στοιχειοθετηθεί ο κίνδυνος παραβίασης τέτοιων δικαιωμάτων. Παραθέτουμε απόσπασμα από την Dorobantu (πιο πάνω) όπου στην κατάληξη λέχθηκαν τα εξής:
«Η εκ μέρους της εν λόγω αρχής διαπίστωση της υπάρξεως σοβαρών και αποδεδειγμένων λόγων προκειμένου να θεωρηθεί ότι, κατόπιν της παραδόσεως του στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, ο ενδιαφερόμενος θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο, λόγω των συνθηκών κρατήσεως που επικρατούν στο σωφρονιστικό κατάστημα στο οποίο προβλέπεται συγκεκριμένα να κρατηθεί, δεν δύναται, προκειμένου να αποφασιστεί η παράδοση του, να σταθμιστεί με εκτιμήσεις που αφορούν την αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις καθώς και τις αρχές της εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως».
37. Στην απόφαση Benyamin Steinmetz (ανωτέρω), το Εφετείο αναφορικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται προκειμένου να διαπιστώνεται, σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, τυχόν κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου, παραπέμποντας στην απόφαση Pal Aranyosi and Robert Căldăraru, C‑404/15 and C‑659/15 PPU, ημερομηνίας 05.04.2016[7] ανάφερε ότι «το ζήτημα εξετάζεται σε δύο στάδια, ήτοι στο γενικό και στο ειδικό. Σε σχέση με το γενικό, η διεργασία εκτίμησης γίνεται στη βάση αντικειμενικών, επικυρωμένων, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως ενημερωμένων στοιχείων που αφορούν στις συνθήκες κράτησης στο κράτος έκδοσης του ΕΕΣ και από τα οποία καταδεικνύεται ότι υφίστανται πλημμέλειες συστημικές ή γενικευμένες… Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην ως άνω διαπίστωση περί συστημικού προβλήματος επιβάλλετο, σε δεύτερο στάδιο, η εξέταση από μέρους του του ειδικού μέρους του ερωτήματος, δηλαδή του κατά πόσον, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι προκειμένου να θεωρηθεί ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ο Εφεσείοντας να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση παράδοσής του όσον αφορά στις συνθήκες κράτησής του.»
38. Με άλλα λόγια, ο έλεγχος που πρέπει να γίνεται από τις Δικαστικές Αρχές εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης είναι σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, που είναι ο γενικός έλεγχος, πρέπει να προκύπτει η ύπαρξη κάποιας συστημικής ή γενικευμένης πλημμέλειας στο κράτος έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εξαιτίας της οποίας να προκύπτει πραγματικός κίνδυνος προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητούμενου σε περίπτωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία όμως πρέπει να στηρίζεται επί αντικειμενικών και ενημερωμένων στοιχείων. Στη συνέχεια και εάν στη βάση του γενικού ελέγχου προκύπτει κίνδυνος παραβίασης ενός θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητουμένου, τότε οι Δικαστικές Αρχές εκτέλεσης του εντάλματος, προχωρούν στο δεύτερο στάδιο, που είναι ο ειδικός έλεγχος και οφείλουν οι Δικαστικές Αρχές να διακριβώσουν, κατά πόσο υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι, στη βάση των οποίων να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εκζητούμενος θα διατρέξει κίνδυνο προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του σε περίπτωση που παραδοθεί στο κράτος έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
ΣΤ. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΥΠΙΚΩΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΕΕΣ
39. Ο τύπος και το περιεχόμενο του ΕΕΣ καθορίζονται από το άρθρο 4 και 12 του Νόμου. Ο Εκζητούμενος δεν υπέβαλε οποιαδήποτε ένσταση ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο του ΕΕΣ. Ούτε αμφισβητεί τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων για την εκτέλεση του παρόντος ΕΕΣ. Θεωρώ όμως ορθότερο να εξετάσω κατά πόσο συνάδει ο τύπος και το περιεχόμενο με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου.
40. Από την εξέταση του ΕΕΣ, προκύπτει ότι ο τύπος του εντάλματος, συνάδει, στο βαθμό που απαιτείται, με τον τύπο του Παραρτήματος Α του Νόμου. Το ΕΕΣ έχει εκδοθεί από Δικαστική Αρχή του Κράτους Έκδοσης (Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαυαρίας) και υπογράφεται από Δικαστή του οποίου τα στοιχεία αναφέρονται. Περαιτέρω το ΕΕΣ είναι διατυπωμένο στην Αγγλική γλώσσα (άρθρο 4(2) του Ν. 133(Ι)/2004) και περιέχει όλα τα απαιτούμενα δυνάμει του Νόμου στοιχεία. Δηλαδή, περιέχει πληροφορίες αναφορικά με την ταυτότητα και ιθαγένεια του Εκζητούμενου, περιέχεται περιγραφή της φύσης, του νομικού χαρακτηρισμού, των προβλεπόμενων ποινών αλλά και των περιστάσεων τέλεσης της κάθε μιας από τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκεται ο Εκζητούμενος.
41. Συγκεκριμένα τα αδικήματα για τα οποία ο Εκζητούμενος διώκεται από τις Αρχές της Γερμανίας είναι η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, η απάτη και η εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο.
42. Σύμφωνα με το άρθρο 12 (1) (α) του Νόμου, για την εκτέλεση του ΕΕΣ αποτελεί προϋπόθεση η συνδρομή του διττού αξιοποίνου, δηλαδή οι πράξεις που αποτελούν τη βάση των πιο πάνω αδικημάτων για τα οποία διώκεται ο Εκζητούμενος, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα αξιόποινες και στην Κυπριακή Δημοκρατία. Εξαίρεση από τον έλεγχο του διττού αξιοποίνου αποτελούν οι πράξεις που παρατίθενται στο άρθρο 12 (2) του Νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση οι πράξεις για τις οποίες διώκεται ο Εκζητούμενος εμπίπτουν στην κατηγορία των αδικημάτων που εξαιρούνται του ελέγχου του διττού αξιόποινου σύμφωνα με το άρθρο 12 (2) (α), (ια) και (κ) του Νόμου.
43. Πέραν των ανωτέρω δεν συντρέχει κανένας λόγος προαιρετικής ή υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου. Ούτε και προβλήθηκε από πλευράς Εκζητούμενου η ύπαρξη τέτοιου λόγου.
Ζ. ΛΟΓΟΙ ΕΝΣΤΑΣΗΣ
44. Ενόψει των πιο πάνω αρχών που έχουν αναφερθεί προχωρώ να εξετάσω τους λόγους που ο Εκζητούμενος ενίσταται στην εκτέλεση του ΕΕΣ. Σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι τόσο η πλευρά της Υπεράσπισης όσο και η πλευρά της Κεντρικής Αρχής, έχουν προσκομίσει εκτενείς και εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις. Αναφορά στο περιεχόμενο τους γίνεται στη συνέχεια, όπου κρίνεται σκόπιμο, στο πλαίσιο εξέτασης των λόγων ένστασης που εγείρει ο Εκζητούμενος.
Α. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι ζητείται η έκδοση του Εκζητούμενου για σκοπούς ανάκρισης και όχι για δίωξη.
45. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ζητείται από τις αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος είτε για την άσκηση ποινικής δίωξης του Εκζητούμενου είτε για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.
46. Είναι αποδεκτό από τα μέρη ότι στον τύπο του ΕΕΣ αναφέρεται ότι ο Εκζητούμενος ζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του. Κάτι το οποίο δέχεται και ο ΜΥ 1. Θέση όμως του Εκζητούμενου είναι ότι από το Τεκμήριο 7 και συγκεκριμένα τις απαντήσεις των Γερμανικών αρχών προκύπτει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης δεν έχει ολοκληρωθεί, ότι δεν έχει καταχωρηθεί ή καταρτιστεί οποιοδήποτε κατηγορητήριο εναντίον του Εκζητούμενου και ότι ο Εκζητούμενος δεν έχει ανακριθεί, συνεπώς θα πρέπει να ανακριθεί και να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του. Υποστηρίζει επίσης ο δικηγόρος του Εκζητούμενου ότι από την απάντηση D των Γερμανικών αρχών φαίνεται ότι δεν είναι ξεκάθαρο αν οι Γερμανικές αρχές ζητούν τον Εκζητούμενο για να ανακριθεί ή για να αντιμετωπίσει δικαστική διαδικασία.
47. Σύμφωνα με τον δικηγόρο του Εκζητούμενου τα πιο πάνω ενισχύονται και από τη θέση του ΜΥ 1 ο οποίος ανάφερε ότι υπολείπεται μακρά και ογκώδης διερεύνηση μέχρι να καταχωρηθεί ποινική υπόθεση, η οποία διερεύνηση θα διαρκέσει περίπου 6 μήνες, ότι δεν υπάρχουν καταθέσεις μαρτύρων και γενικότερα ότι υπολείπεται ανακριτικό έργο.
48. Μελετώντας το Τεκμήριο 1 και κυρίως τις σελίδες 8 μέχρι 33, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι γίνονται συγκεκριμένες αναφορές στο ρόλο που διαδραμάτισε ο Εκζητούμενος στα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα. Στη σελίδα 8 του Τεκμηρίου 1 γίνεται αναφορά στις χώρες και στην περίοδο που έγιναν κάποια από τα αδικήματα. Μάλιστα αναφέρεται σε συνεργούς οι οποίοι έχουν εντοπιστεί και διωχθεί. Στη σελίδα 11 του Τεκμηρίου 1 αναφέρεται ο ηγετικός ρόλος του Εκζητούμενου (leading member of a group of perpetrators) και στη σελίδα 12 του Τεκμηρίου 1 κατονομάζεται ο συνεργός του. Στο τέλος της σελίδας 13 του Τεκμηρίου 1 φαίνεται ακριβώς ο ρόλος του Εκζητούμενου. Συγκεκριμένα αναφέρεται «The investigations have shown that the person charged Arthur Visokowski together with the person charged Roy Garine formed the leadership duo of the group of perpetrators operating here. In outlines, it appears from the available communications that the person charged Arthur Visokowski ranks above the co-person charged Roy Garine in the hierarchy, but in any case, they are of equal rank above the other gang members…» Στις επόμενες σελίδες γίνεται αναφορά και στη ζημιά που υπέστηκαν τα 288 υποτιθέμενα θύματα (victims) που είχαν πρόθεση να «επενδύσουν» στις 33 πλατφόρμες αλλά έπαθαν την κατ’ ισχυρισμό οικονομική ζημιά ύψους €26,107,648.82 συνολικά.
49. Από τα πιο πάνω διαπιστώνω ότι η υπόθεση εναντίον του Εκζητούμενου δεν βρίσκεται στο αρχικό στάδιο διερεύνησης. Υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές στο σώμα του ΕΕΣ αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό ρόλο που διαδραμάτισε ο Εκζητούμενος στα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα για τα οποία ζητείται η ποινική του δίωξη. Τα όσα αναφέρονται ανωτέρω καταδεικνύουν ότι βάσει των εξετάσεων των Γερμανικών Αρχών και του μαρτυρικού υλικού που έχουν στη διάθεση τους, έχει διαμορφωθεί μία ξεκάθαρη εικόνα ως προς την εμπλοκή του Εκζητούμενου στα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα και ότι η υπόθεση αναμένεται να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο προς εκδίκαση.
50. Οι απαντήσεις των Γερμανικών αρχών (Τεκμήριο 7) και οι θέσεις του ΜΥ 1 δεν αλλάζουν την ανωτέρω εικόνα που δημιουργήθηκε στο Δικαστήριο. Η εικόνα που σχημάτισε το Δικαστήριο τόσο από το Τεκμήριο 1 όσο και από το Τεκμήριο 7 είναι ότι η υπόθεση δεν αφορά πλέον το στάδιο που θα πρέπει να υποβληθούν ερωτήσεις στον Εκζητούμενο για να διαφανεί αν αυτός θα καταταχθεί ως ύποπτος, αλλά είναι το στάδιο όπου καθηκόντως πρέπει να ανακριθεί και ακολούθως να διαταχθεί η ποινική του δίωξη, εάν τούτο κριθεί αναγκαίο στη βάση των αποτελεσμάτων της ανάκρισης. Συνεπώς, οι απαντήσεις B, C και D των Γερμανικών αρχών (Τεκμήριο 7), δεν επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο την κρίση του Δικαστηρίου ότι σκοπός του ΕΕΣ είναι η ποινική δίωξη του Εκζητούμενου. Σημειώνω ότι το ότι η δίωξη μπορεί στο τέλος να μην συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος είναι η ποινική δίωξη. Παραπέμπω στην απόφαση ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ GHEBALI, Π.Ε. Αρ.51/2020, 11/5/2020.
51. Θα διαφωνήσω και με την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δεν μπορεί το Δικαστήριο να αποφασίσει επί τούτου εφόσον δεν προσκομίστηκε μαρτυρία από πραγματογνώμονα αναφορικά με το δίκαιο της Γερμανίας για το ότι το ανακριτικό στάδιο περιλαμβάνεται στον ορισμό της ποινικής δίωξης. Κάθε κράτος μέλος έχει τη δική του διαδικασία σε σχέση με τη δίωξη προσώπου για ποινικά αδικήματα, η οποία είναι πιθανόν να διαφέρει από την αντίστοιχη διαδικασία της χώρας από την οποία ζητείται η παράδοση του εκζητούμενου. Λόγω και των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των ποινικών συστημάτων, κατά την εξέταση αιτήματος τέτοιας φύσης, δεν θεωρώ ότι το Δικαστήριο, πρέπει να καταπιάνεται με επιμέρους έννοιες, όπως το πότε ολοκληρώνεται το ανακριτικό έργο και ξεκινά η ποινική του δίωξη, αφού τέτοια μικροσκοπική προσέγγιση εκφεύγει του υψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης που διέπει το μηχανισμό λειτουργίας του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
52. Αναφορικά με τα πιο πάνω ζητήματα παραπέμπω στην πολύ πρόσφατη απόφαση, ημερομηνίας 07/01/2025, του Εφετείου αναφορικά με την Έφ.ΕΕΣ αρ.4/2024 Chanin Stenli v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.
53. Προς επίρρωση των ανωτέρω, παραπέμπω επίσης και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, ημερομηνίας 17/01/2025, αναφορικά με την Έφ.ΕΕΣ αρ.6/2024 Eduard Vovk v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, όπου αναφορικά με την έννοια της ποινικής δίωξης λέχθηκε: «Ως προς το ζήτημα του σκοπού του ΕΕΣ, το Άρθρο 3 του Νόμου προβλέπει: «Σκοπός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
3. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή Διάταγμα δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος: (α) Για την άσκηση ποινικής δίωξης ή (β) για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.»
Η αντίστοιχη πρόνοια της απόφασης - πλαισίου απαντάται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 αυτής, σχολιασμός της οποίας γίνεται στο «Εγχειρίδιο για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ», το οποίο ανακοινώθηκε από την Επιτροπή της ΕΕ με δημοσίευση στις 15/12/2023 στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ.
Στην πρόσφατη απόφαση μας, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ v. VIACHESLAV NOVIKOV, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/24, 20/12/2024, αναφέραμε ότι το Δικαστήριο λαμβάνει δικαστική γνώση των δημοσιεύσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, δυνάμει του άρθρου 3 του περί των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Απόδειξη και Εκτέλεση Πράξεων και Δικαστικών Αποφάσεων) Νόμου του 2006 και ότι στην σελίδα 6 του Εγχειριδίου αναφέρεται πως σκοπός της τελευταίας αναθεώρησης του, είναι η επικαιροποίηση του με τη συμπερίληψη νέων αποφάσεων που εκδόθηκαν έως την 31η Ιουλίου 2023 και η εξέταση ορισμένων ζητημάτων, τα οποία αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες του κλάδου, όπως οι συνθήκες κράτησης.
Αντιμέτωποι με τα επίδικα θέματα που τίθενται στην παρούσα, θεωρούμε χρήσιμο να προσθέσουμε ότι εάν οι αρχές που ασχολούνται με τη διαδικασία του ΕΕΣ συμβουλεύονταν το εν λόγω Εγχειρίδιο, φρονούμε ότι τα επίδικα ζητήματα θα ήταν πιο ξεκάθαρα και η επικοινωνία μεταξύ των αρχών του κράτους μέλους έκδοσης και του κράτους μέλους εκτέλεσης θα ήταν πιο διαφωτιστική, προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων μερών και της απονομής της δικαιοσύνης.Δεν παραβλέπουμε βεβαίως ότι το Εγχειρίδιο δεν αποτελεί πηγή δικαίου και τονίζουμε ότι οι διάδικοι διατηρούν το δικαίωμα να εγείρουν σημεία επί γεγονότων ή και νομικών θεμάτων όπως κρίνουν οι ίδιοι προς προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Εντούτοις, διαπιστώνεται μία ατυχής έλλειψη κοινού εδάφους συνεννόησης στα ενώπιον μας τεκμήρια, αναφορικά με την επικοινωνία και δράσεις των εμπλεκομένων μερών. Η διατύπωση ερωτήσεων προς τις αρχές έκδοσης με τρόπο που δεν συνάδει με το ευρωπαϊκό δίκαιο που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, απολήγει σε απαντήσεις που περιπλέκουν τα ζητήματα αντί να παρέχουν διευκρινίσεις σχετικές με την εφαρμογή του εφαρμοστέου δικαίου.
Στο εν λόγω Εγχειρίδιο αναφέρεται στη σελίδα 9, ότι η αναφορά στην άσκηση ποινικής δίωξης στην απόφαση-πλαίσιο αφορά «ποινικές διαδικασίες στις οποίες μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του καταζητούμενου.» (Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Περαιτέρω, αναφέρεται ότι ενώ η άσκηση ποινικής δίωξης περιλαμβάνει επίσης την ποινική προδικασία, ωστόσο σκοπός του ΕΣΣ δεν είναι η διαμεταγωγή προσώπων απλώς και μόνο για να ανακριθούν ως ύποπτοι. Η κυπριακή νομολογία έχει ερμηνεύσει τη φράση «ποινική δίωξη» διασταλτικά έτσι ώστε να περιλαμβάνει «μία διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη» χωρίς όμως να περιλαμβάνει το στοιχείο της βεβαιότητας της δίωξης.
Στην υπόθεση ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ GHEBALI, Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2020, 11/5/2020 αναφέρθηκαν τα εξής σε σχέση με τα εκεί δεδομένα, που αφορούσαν τη Γαλλία: «Πρόκειται για μια διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη. Θα ήταν μικροσκοπικό και εκτός της έννοιας της αρχής της αλληλεγγύης που διέπει την ευρωπαϊκή ενότητα να σταθούμε σε επιμέρους έννοιες και λεπτομέρειες που αφορούν τη διαδικασία στη Γαλλία. (βλ. Reinwald ν. Γεν.Εισαγγελέας Πολ. έφ. αρ.42/19, 23.4.2020). Τέτοια πορεία θα ήταν ατελέσφορη. Εξάλλου και ο ίδιος ο Γάλλος δικηγόρος που κατέθεσε για τον εκζητούμενο, δήλωσε πως οι απαντήσεις της Κεντρικής Αρχής της Γαλλίας αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα σταδίου διερεύνησης. Το ότι εντέλει μπορεί η δίωξη να μη συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος είναι η ποινική δίωξη.» (Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)»
54. Με βάση όλα τα πιο πάνω που έχουν αναφερθεί ο πρώτος λόγος ένστασης που έθεσε ο Εκζητούμενος είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.
Β. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι η έκδοση ΕΕΣ αντί ΕΕΕ συνιστά δυσανάλογο μέτρο και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
55. Είναι εισήγηση του Εκζητούμενου ότι με την έκδοση του ΕΕΣ αντί της ΕΕΕ παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας καθότι ο Εκζητούμενος θα είναι υπό κράτηση καθόλο το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει η διερεύνηση της υπόθεσης με την πρόφαση να ανακριθεί, με αποτέλεσμα να στερείται την ελευθερία του. Κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί με την έκδοση ΕΕΕ αντί ΕΕΣ.
56. Στην απόφαση Eduard Vovk (ανωτέρω) αναφορικά με την αρχή της αναλογικότητας λέχθηκε: «Στην υπόθεση ΜΠΟΜΠΟΛΑΣ ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 239/18, 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A393, λέχθηκαν τα εξής από το Ανώτατο Δικαστήριο αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση με την απόφαση-πλαίσιο: «Η Απόφαση-Πλαίσιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και, εν προκειμένω, με το Άρθρο 6 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ΕΣΔΑ και σε τελευταία κατάληξη σε συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της αναλογικότητας, ως αναγνωρισμένη αρχή δικαίου, απαντάται στις παραγράφους 5.7 και 10.3 του Εγχειριδίου για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ 2017/C/335/01, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Εγχειρίδιο):
«5.7 Αναλογικότητα - ο ρόλος του κράτους μέλους εκτέλεσης
Η απόφαση-πλαίσιο για το ΕΕΣ δεν προβλέπει τη δυνατότητα αξιολόγησης από το κράτος μέλος εκτέλεσης της αναλογικότητας του ΕΕΣ. Τούτο συνάδει με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Εάν στο κράτος μέλος εκτέλεσης ανακύψουν σοβαροί προβληματισμοί σχετικά με την αναλογικότητα του παραληφθέντος ΕΕΣ, οι δικαστικές αρχές έκδοσης και εκτέλεσης του εντάλματος παροτρύνονται να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους. Εκτιμάται ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι πιθανό να ανακύψουν μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Κατόπιν σχετικής διαβούλευσης, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ενδέχεται να είναι σε θέση να βρουν καταλληλότερη λύση (βλέπε ενότητα 4.4 σχετικά με την επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών). Για παράδειγμα, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, ενδέχεται να είναι δυνατή η ανάκληση του ΕΕΣ και η χρήση άλλων μέτρων που προβλέπονται από το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο.»
Επισημαίνουμε ότι η πιο πάνω απόφαση αναφερόταν σε προηγούμενη έκδοση του Εγχειριδίου, εντούτοις διαπιστώνουμε ότι και στην τελευταία έκδοση του 2023, υπάρχει η ίδια ακριβώς αναφορά στην σελίδα 49, στην παράγραφο 5.8.
Είναι ξεκάθαρο κατά την άποψή μας ότι δεν αναφύεται στην παρούσα υπόθεση, από τα γεγονότα που επικαλείται ο εφεσείοντας, λόγος σοβαρού προβληματισμού ως προς την αναλογικότητα της επιλογής της έκδοσης του ΕΕΣ, λόγω της ύπαρξης της ΕΕΕ.
Ως προς την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας από τη δικαστική αρχή έκδοσης το εγχειρίδιο έχει έκτοτε διαμορφωθεί, ούτως ώστε στην έκδοση του 2023, στη σελίδα 13, ενσωματώνει τη μεταγενέστερη της υπόθεσης ΜΠΟΜΠΟΛΑΣ (ανωτέρω), νομολογία του ΔΕΕ. Στην υπόθεση STENLI (ανωτέρω), το Εφετείο, παρέπεμψε σχετικά στην απόφαση του ΔΕΕ, C-625/19 PPU Openbaar Ministerie, ημερ. 12/12/2019, σχολιάζοντας το ζήτημα της εφαρμογής αρχής αναλογικότητας από το κράτος μέλος έκδοσης του ΕΕΣ.»
57. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εκζητούμενου αναφέρει ότι οι Γερμανικές αρχές με την απάντηση τους στο σημείο G (Τεκμήριο 7) δεν αναφέρουν γιατί δεν χρησιμοποίησαν το μέτρο της ΕΕΕ προκειμένου να ανακριθεί ο Εκζητούμενος και παραπλανητικά αναφέρουν «There is no presidents for hearings and questioning in the Country of arrest».
58. Με βάση τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί στο Δικαστήριο δεν διαπιστώνω ότι υπάρχει λόγος σοβαρού προβληματισμού ως προς την αναλογικότητα της επιλογής του ΕΕΣ αντί της ΕΕΕ. Η μαρτυρία που προσφέρθηκε από τον ΜΥ 1 αναφορικά με το υλικό του φακέλου στη Γερμανία θεωρώ ότι ήταν πολύ γενική και δεν παρουσίασε οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο να δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό. Άλλωστε ο ίδιος παραδέχτηκε ότι αυτά τα οποία αναφέρει είναι η προσωπική του άποψη και ότι αφορούν την ουσία της υπόθεσης. Επίσης η μαρτυρία που παρουσιάστηκε τόσο από τον ΜΚΑ 1 όσο και από τον ΜΥ 1 αναφορικά με την ανάκριση στην Κύπρο υπόπτων από τις Γερμανικές αρχές σε άλλες περιπτώσεις δεν αλλάζει τη θέση του Δικαστηρίου. Είναι νομολογημένο τόσο σε Κυπριακό επίπεδο όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ότι ο έλεγχος της αναλογικότητας ασκείται από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, στην προκειμένη περίπτωση τη Γερμανία, και όχι από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης.
59. Παραπέμπω επίσης και στην απόφαση Stenli (ανωτέρω) όπου αναφέρθηκε ότι: «Ο έλεγχος αναλογικότητας ασκείται από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και όχι από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος. Σχετική είναι η απόφαση C 625/19 PPU Openbaar Ministerie, 12.12.2019, στην οποία έχει αναφερθεί ότι στη σχετική Απόφαση Πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και της διαδικασίας παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών όπως τροποποιήθηκε, οι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία απαιτήσεις των οποίων η τήρηση πρέπει να διασφαλίζεται σε σχέση με πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδίδεται Ε.Ε.Σ. στο πλαίσιο ποινικής δίωξης πληρούνται, εφόσον σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος αυτού και ιδίως ο αναλογικός χαρακτήρας της υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο εντός του κράτους μέλους αυτού.»
60. Στη βάση αυτών που έχουν αναφερθεί και ο δεύτερος λόγος ένστασης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.
Γ. Η χρήση του ΕΕΣ από τις Γερμανικές αρχές συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.
61. Εισηγείται ο συνήγορος του Εκζητούμενου ότι οι απαντήσεις των Γερμανικών αρχών και κυρίως η απάντηση n του Τεκμηρίου 7, αλλά και από την όλη μαρτυρία που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο, ότι είναι ξεκάθαρο ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε για αλλότριο σκοπό, ήτοι για να τεθεί υπό κράτηση ο Εκζητούμενος και ανεξαρτήτως ευθύνης να λυγίσει και να αναγκαστεί να παραδεχτεί ένεκα της προληπτικής τιμωρίας που θα έχει γι’ αυτόν η παρατεταμένη κράτηση μέχρι να διερευνηθεί η υπόθεση ή να εκδικαστεί η υπόθεση στην Γερμανία.
62. Αναφέρει επίσης ότι από την μαρτυρία του ΜΥ 1 προκύπτει ότι αν παραδοθεί στη Γερμανία, ο Εκζητούμενος θα τεθεί σε παρατεταμένη κράτηση μέχρι να διερευνηθεί η υπόθεση και να ολοκληρωθεί το ανακριτικό έργο. Σε περίπτωση δε που θα καταχωρηθεί ποινική υπόθεση τότε θα χρειαστεί περί τα 2 έτη για να ολοκληρωθεί η παρούσα διαδικασία.
63. Διαφωνώ με τις θέσεις του συνηγόρου του Εκζητούμενου. Σχετικά με τη μαρτυρία του ΜΥ 1 θα αναφέρω ξανά ότι οι αναφορές του σχετικά με τον χρόνο που θα χρειαστεί για διερεύνηση της υπόθεσης, ήτοι 6 μήνες και 2 χρόνια σε περίπτωση που καταχωρηθεί η υπόθεση μέχρι την ολοκλήρωση της, είναι γενικές χωρίς να στοιχειοθετούνται με οποιοδήποτε στοιχείο. Όπως και ο ίδιος ανάφερε κατά την αντεξέταση του είναι η προσωπική του άποψη, στην οποία το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι μπορεί να βασιστεί.
64. Αναφορικά με την απάντηση n των Γερμανικών αρχών (Τεκμήριο 7), το Δικαστήριο δεν εκλαμβάνει την απάντηση όπως την εκλαμβάνει η πλευρά της Υπεράσπισης. Μετά από σχετική ερώτηση (βλ. ερώτηση n στο Τεκμήριο 6), οι Γερμανικές αρχές απάντησαν για το τι μπορεί να ληφθεί υπόψη για να αποφασίσουν να αφήσουν κάποιο ελεύθερο με εγγύηση. Στο τέλος μάλιστα αναφέρουν «Ι would like to explicitly point out that an exemption from the execution of the arrest warrant can neither be promised nor can preconditions for such decision be named.» Δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί αυτή απάντηση των Γερμανικών αρχών δείχνει τα αλλότρια κίνητρα έκδοσης του ΕΕΣ. Όπως και να έχει όμως, αυτά τα οποία έχω αναφέρει για τους προηγούμενους λόγους ένστασης ισχύουν και για αυτόν και δεν θεωρώ σκόπιμο να τα επαναλάβω.
65. Διαφωνώ επίσης και με τη θέση του δικηγόρου του Εκζητούμενου ότι διαφαίνεται η κατάχρηση των Γερμανικών ανακριτικών αρχών αφού δεν λένε στο ΕΕΣ πόσα πρέπει να αποζημιώσει ο Εκζητούμενος. Στην απάντηση 5 των Γερμανικών αρχών (Τεκμήριο 7) φαίνεται ότι οι Γερμανικές αρχές δεν είναι σε θέση να αναφέρουν το ακριβές ποσό που φαίνεται ότι έλαβε ο Εκζητούμενος από το συνολικό ποσό των €26,107,648.82, αφού οι έρευνες δεν έχουν ολοκληρωθεί.
66. Πέραν όμως από τα ανωτέρω, όπου το Δικαστήριο θεώρησε ορθό να απαντήσει στους ισχυρισμούς του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εκζητούμενου, θέση του Δικαστηρίου είναι ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει αυτό τον λόγο ένστασης. Το υπό αναφορά θέμα αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες αρμόδιες για την εξέτασή του στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων δικαίου του κράτους αυτού.
67. Παραπέμπω στην απόφαση Stenli (ανωτέρω) όπου αναφέρθηκε: «Σε παρόμοιες γραμμές ήταν και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προγενέστερη υπόθεση Spiriev Leonid-Ivanov v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1 Α.Α.Δ. 937, στην οποία ηγέρθηκε το θέμα της κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας, σε εκείνη την υπόθεση από τις Ιταλικές Αρχές. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση: «Παραπονείται ο Εφεσείων με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δεν μπορεί να ελέγξει κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, που, κατ' ισχυρισμό, έλαβε χώρα από τις ιταλικές αρχές. Συγκεκριμένα, είχε εισηγηθεί πρωτόδικα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι οι ιταλικές αρχές δεν επιθυμούν την έκδοση και παράδοση του εκζητούμενου προς δίωξη του για τα υπό αναφορά αδικήματα, αλλά προκειμένου να λάβουν από αυτόν μαρτυρία σε σχέση με τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων.
Ορθά απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το εξεταζόμενο ζήτημα εκφεύγει των πλαισίων και του σκοπού της όλης διαδικασίας, όπως ο Νόμος προβλέπει και έχει νομολογιακά οριοθετηθεί. Το υπό αναφορά θέμα αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες αρμόδιες για την εξέτασή του στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών ιταλικών κανόνων δικαίου.»
68. Στη βάση αυτών που έχουν αναφερθεί ανωτέρω και ο τρίτος λόγος ένστασης απορρίπτεται.
Δ. Σε περίπτωση παράδοσης του Εκζητούμενου υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί παραβίαση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.
69. Είναι η θέση του Εκζητούμενου ότι σε περίπτωση παράδοσης του στις Γερμανικές αρχές υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί παραβίαση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων, ήτοι του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνει το δικαίωμα κατά της μη αυτοενοχοποίησης και/ή του δικαιώματος σιωπής καθώς και γενικότερα το δικαίωμα του να έχει δίκαιη δίκη και να δίδει θεληματικά την εκδοχή του στις ανακριτικές αρχές της αιτήτριας χώρας.
70. Βασίζει τα πιο πάνω στο ότι γνωρίζει, σύμφωνα με την αγόρευση του δικηγόρου του Εκζητούμενου, ότι με την εκτέλεση του ΕΕΣ σε περίπτωση που επιδιώξει να υπερασπιστεί τον εαυτό και να απαιτήσει την αθώωση του, θα παραμείνει έγκλειστος για μεγάλο χρονικό διάστημα πολλών μηνών ίσως και χρονών, ενώ οι Γερμανικές αρχές[8] για να αφεθεί ελεύθερος ο Εκζητούμενος αυτό το χρονικό διάστημα ζητούν να αποζημιώσει, να δώσει κατάθεση με την οποία να παραδέχεται την εμπλοκή του καθώς και να κατονομάσει άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στις κατ’ ισχυρισμό απατηλές πράξεις.
71. Στη βάση των ανωτέρω θεωρεί ότι η παράδοση του Εκζητούμενου στη Γερμανία θα έχει ως αποτέλεσμα τη παραβίαση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
72. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη νομική πτυχή, ο έλεγχος αναφορικά με ισχυρισμούς για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να γίνεται από τις Δικαστικές Αρχές εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, που είναι ο γενικός έλεγχος, πρέπει να προκύπτει η ύπαρξη κάποιας συστημικής ή γενικευμένης πλημμέλειας στο κράτος έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εξαιτίας της οποίας να προκύπτει πραγματικός κίνδυνος προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητούμενου σε περίπτωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία όμως πρέπει να στηρίζεται επί αντικειμενικών και ενημερωμένων στοιχείων.[9]
73. Στη συνέχεια και εάν στη βάση του γενικού ελέγχου προκύπτει κίνδυνος παραβίασης ενός θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητουμένου, τότε οι Δικαστικές Αρχές εκτέλεσης του εντάλματος, προχωρούν στο δεύτερο στάδιο, που είναι ο ειδικός έλεγχος και οφείλουν οι Δικαστικές Αρχές να διακριβώσουν, κατά πόσο υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι, στη βάση των οποίων να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εκζητούμενος θα διατρέξει κίνδυνο προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του σε περίπτωση που παραδοθεί στο κράτος έκδοσης του ΕΕΣ.
74. Στην προκειμένη περίπτωση διαπιστώνω ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι υφίσταται συστημική ή γενικευμένη πλημμέλεια στο δικαστικό σύστημα της Γερμανίας, εξαιτίας της οποίας να προκύπτει πραγματικός κίνδυνος προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του Εκζητούμενου σε περίπτωση εκτέλεσης του ΕΕΣ. Οι απαντήσεις των Γερμανικών αρχών[10] δεν δημιουργούν την εντύπωση ότι ο Εκζητούμενος σε περίπτωση έκδοσης του στη Γερμανία θα διατρέξει τον οποιοδήποτε πραγματικό κίνδυνο προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του. Ούτε και η μαρτυρία του ΜΥ 1 οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Οι θέσεις του ΜΥ 1 σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να κριθούν ως επαρκείς για να δημιουργήσουν τέτοια εικόνα. Επίσης κανένα πραγματικό, αντικειμενικό στοιχείο δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο που να μπορεί να βασίσει εκτίμηση ύπαρξης πραγματικού κινδύνου.
75. Παραπέμπω στην απόφαση Eduard Vovk (ανωτέρω) όπου το Δικαστήριο αναλύοντας την απόφαση του ΔΕΕ της 25ης Ιουλίου 2018, C-216/18 PPU, LM ανάφερε: «Με τη γραπτή αγόρευση τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα υποστήριξαν ενώπιον μας ότι το ΔΕΕ αναγνώρισε πως πρέπει να διερευνηθεί δικαστικά, εφόσον το εγείρει ο εκζητούμενος, το κατά πόσον υφίσταται πραγματικός κίνδυνος κατάφωρης παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων, ειδικότερα του δικαιώματος του εκζητούμενου να τύχει δίκαιης δίκης στην χώρα έκδοσης του ΕΕΣ, και μας παρέπεμψαν στην απόφαση του ΔΕΕ της 25ης Ιουλίου 2018, C-216/18 PPU, LM, προς υποστήριξη της θέσης τους. Υποστήριξαν ότι παρόλο που η εν λόγω απόφαση αφορούσε το ζήτημα της ανεξαρτησίας των δικαστών τα εκεί νομολογηθέντα τυγχάνουν εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας. Υποστηρίζουν ότι η παρέμβαση του Γερμανού ανακριτή, ως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και ως τέτοια συνιστά στοιχείο, εν τη εννοία της LM (ανωτέρω), που δεικνύει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου ο εφεσείοντας να υποστεί, εάν παραδοθεί στη Γερμανία, προσβολή του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη.
Με κάθε σεβασμό, επισημαίνουμε ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην LM (ανωτέρω), (και σε μεταγενέστερη συναφή νομολογία του ΔΕΕ που υιοθετεί το σκεπτικό της), καταρρίπτουν αντί να υποστηρίζουν την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα. Στην εν λόγω απόφαση λέχθηκαν τα εξής:
«58. Ο αυξημένος βαθμός εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, στον οποίο ερείδεται ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, βασίζεται, επομένως στην παραδοχή ότι τα ποινικά δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών τα οποία, μετά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οφείλουν να ασκήσουν ποινική δίωξη ή να επιβάλουν ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας, καθώς και να διεξαγάγουν την κατ' ουσίαν ποινική διαδικασία, πληρούν τις προδιαγραφές αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των δικαστηρίων.
59.Επομένως, η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, σε περίπτωση παραδόσεώς του στην εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή, προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός του σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, κατά συνέπεια, προσβολή της ουσίας του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, το οποίο εγγυάται το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως την άρνηση εκτελέσεως κατ' εξαίρεση, ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.
60. Ως εκ τούτου, εφόσον, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαικό ένταλμα σύλληψης επικαλείται, αντιτασσόμενο στην παράδοσή του στην εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή, την ύπαρξη συστημικών ή, τουλάχιστον, γενικευμένων πλημμελειών που, κατά τη γνώμη του, ενδέχεται να επηρεάσουν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα και, συνεπώς, να πλήξουν την ουσία του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, η δικαστική αρχή εκτελέσεως υποχρεούται να εκτιμήσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου το οικείο πρόσωπο να υποστεί προσβολή αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος, οσάκις καλείται να αποφασίσει την παράδοσή του ή μη στις αρχές του κράτους μέλους που εξέδωσε το ένταλμα (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 88).
61.Προς τον σκοπό αυτόν, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει, σε πρώτο στάδιο, να αξιολογήσει βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως επικαιροποιημένων στοιχείων σχετικών με τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στο κράτος μέλος το οποίο εξέδωσε το ένταλμα (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 89), την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, κινδύνου που συνδέεται με την έλλειψη ανεξαρτησίας των δικαστηρίων του ως άνω κράτους μέλους λόγω των συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών που χαρακτηρίζουν το δικαστικό του σύστημα.»
Επισημαίνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση, ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε σε σχέση με συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες στο δικαστικό σύστημα της Γερμανίας. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν όφειλε, βάσει του σκεπτικού της υπόθεσης LM (ανωτέρω), να προβεί σε αξιολόγηση του ισχυρισμού του εφεσείοντα, περί ύπαρξης πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Με βάση τα νομολογηθέντα στην υπόθεση LM (ανωτέρω), εάν υπήρχαν τέτοια στοιχεία τότε το Δικαστήριο θα έπρεπε περαιτέρω να προβεί σε ειδικό έλεγχο σε σχέση με τις περιστάσεις του εκζητούμενου:
«75. Εάν προκύψει από τον έλεγχο αυτόν ότι οι ανωτέρω πλημμέλειες είναι ικανές να επηρεάσουν τα δικαστήρια, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει επίσης να αξιολογήσει, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων προβληματισμών που εκφράζει το εκζητούμενο πρόσωπο και των πληροφοριών που αυτό τυχόν προσκομίζει, εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός του σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, κατά συνέπεια, της ουσίας του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής του καταστάσεως, της φύσεως του αδικήματος για το οποίο διώκεται, καθώς και του πραγματικού πλαισίου που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.»
Στο πλαίσιο αυτού του ειδικού ελέγχου το Δικαστήριο οφείλει, σύμφωνα με την υπόθεση LM (ανωτέρω), κατ' εφαρμογή του Άρθρου 15, παράγραφος 2, της απόφασης - πλαισίου να ζητήσει από την εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή κάθε συμπληρωματική πληροφορία που κρίνει αναγκαία για την αξιολόγηση της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου. Η τελευταία αυτή επισήμανση καταρρίπτει και τη θέση του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ζήτησε εγγυήσεις από το κράτος έκδοσης αναφορικά με τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του εφεσιβλήτου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε στοιχεία ενώπιον του για να προβεί στον πρώτο γενικό έλεγχο, επομένως ούτε και στον δεύτερο ειδικό έλεγχο που προβλέπεται στην υπόθεση LM (ανωτέρω). Κατά συνέπεια δεν όφειλε, με βάση τα νομολογηθέντα στην υπόθεση LM (ανωτέρω), να ζητήσει διευκρινίσεις (και όχι κατ' ανάγκη, όπως υποστηρίζουν, οι συνήγοροι του εφεσείοντας «εγγυήσεις») από την χώρα έκδοσης του ΕΕΣ.
76. Στη βάση των πιο πάνω, και έχοντας πάντα υπόψη ότι ο έλεγχος για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη γίνεται στο πρώτο στάδιο στη βάση «αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως επικαιροποιημένων στοιχείων σχετικών με τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στο κράτος το οποίο εξέδωσε το ένταλμα», κρίνω ότι δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία στο Δικαστήριο για να μπορώ να προχωρήσω στον γενικό έλεγχο, πόσο μάλλον και στον τελευταίο ειδικό έλεγχο. Ως εκ τούτου και ο τελευταίος λόγος ένστασης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.
Η. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
77. Στη βάση όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι κανένας από τους λόγους ένστασης δεν μπορεί να επιτύχει και ως εκ τούτου διατάσσεται η εκτέλεση του ΕΕΣ και παράδοση του Εκζητούμενου στις αρχές της Γερμανίας. Ο Εκζητούμενος να παραμείνει υπό κράτηση και να παραδοθεί στις αρχές της Γερμανίας σύμφωνα με το άρθρο 29 (1) του Νόμου.
78. Δίδονται οδηγίες στην Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να κοινοποιήσει αμέσως στη Δικαστική Αρχή Έκδοσης του εντάλματος την παρούσα απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 28 του Νόμου.
(Υπ.) ...................................
Α. Κούρα, προσ. Ε. Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. 16 (2) (α) του Ν. 133(Ι)/2004.
[2] Βλ. άρθρο 20 του Ν. 133(Ι)/2004.
[3] Σημειώνω ότι από το φάκελο του Δικαστηρίου προκύπτει ότι συνελήφθη με βάση το ΕΕΣ στις 27/12/2024.
[4] Βλ. άρθρο 17 του Ν. 133(Ι)/2004.
[5] Βλ. άρθρο 15 (2) του Ν. 133(Ι)/2004.
[6] Βλ. IORDACHE ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 430/2019, 7/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:A114, Aranyosi and Căldăraru, C‑404/15 and C‑659/15 PPU, 05/04/2016, 2)LM, C-216/18 PPU, 25/07/2018, 3) Dumitru – Tudor Dorobantu C- 128/18, 15/10/2019.
[7] Στην εν λόγω απόφαση αναφέρθηκε: «“104 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι πρέπει να δοθεί στα υποβληθέντα ερωτήματα η απάντηση ότι τα άρθρα 1, παράγραφος 3, 5 και 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου έχουν την έννοια ότι, εφόσον υπάρχουν αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως ενημερωμένα στοιχεία τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη είτε συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών είτε πλημμελειών που επηρεάζουν ορισμένες ομάδες προσώπων ή ακόμη ορισμένα κέντρα κράτησης όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να εκτιμήσει, συγκεκριμένα και με ακρίβεια, αν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με σκοπό την άσκηση ποινικών διώξεων ή την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής θα διατρέξει, λόγω των συνθηκών κράτησής του στο κράτος μέλος έκδοσης, πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, σε περίπτωση παράδοσής του στο εν λόγω κράτος μέλος. Προς τον σκοπό αυτό, οφείλει να ζητήσει την προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριών από την δικαστική αρχή έκδοσης, η οποία, αφού λάβει, εφόσον παραστεί ανάγκη, τη συνδρομή της κεντρικής αρχής ή μιας εκ των κεντρικών αρχών του κράτους μέλους έκδοσης, κατά την έννοια του άρθρου 7 της αποφάσεως-πλαισίου, οφείλει να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές εντός της προθεσμίας που τάσσεται σε τέτοιο αίτημα. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να αναβάλει την απόφασή της περί της παράδοσης του οικείου προσώπου έως ότου παραλάβει τις συμπληρωματικές πληροφορίες βάσει των οποίων μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου. Εάν η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου δεν μπορεί να αποκλειστεί εντός εύλογης προθεσμίας, η εν λόγω αρχή οφείλει να αποφασίσει εάν πρέπει να θέσει τέρμα στη διαδικασία παράδοσης.”
[8] Βλ. απάντηση n στο Τεκμήριο 7.
[9] Βλ. ανάλυση στην ενότητα Νομική Πτυχή.
[10] Βλ. Τεκμήριο 7.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο