ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Αρ. Υπόθεσης: 6384/2024, 23/1/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Αρ. Υπόθεσης: 6384/2024, 23/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 6384/2024

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

 

ν

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 23.01.2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Στέλλα Πίπη

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κωνσταντίνος Χριστοδουλίδης

Κατηγορούμενος παρών.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

1.     Εισαγωγή

Η παρούσα υπόθεση αφορά απόπειρα οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος με αναλογία αλκοόλης πέραν του επιτρεπόμενου ορίου.

2.     Το Κατηγορητήριο

Στην παρούσα υπόθεση και σύμφωνα με το κατηγορητήριο ημερ. 30.05.2024, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 24.04.2022 στην οδό Βηθλεέμ στην Λάρνακα αποπειράθηκε να οδηγήσει μηχανοκίνητο όχημα έχοντας αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή του 71mg/100ml αντί 22mg/100ml, που είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε την διάπραξη του ανωτέρω αδικήματος και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

3.     Η Μαρτυρία

Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε ένα μάρτυρα για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι τον Αστυφύλακα 1769 Λευτέρη Ντέτσικα (ΜΚ1), ενώ ο Κατηγορούμενος επέλεξε να δώσει ενόρκως μαρτυρία, χωρίς, όμως, να καλέσει οποιουσδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης. Η όλη μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και παραθέτω κατωτέρω τα κύρια σημεία της.

Ο ΜΚ1 υπηρετούσε κατά τον επίδικο χρόνο στο Τμήμα Τροχαίας της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρνακας και κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, την κατάθεση του, Τεκμήριο 1. Σύμφωνα με τον ΜΚ1, στις 24.04.2024 και περί ώρα 11:10 λήφθηκε πληροφορία στην Τροχαία Λάρνακας ότι κάποιο πρόσωπο βρισκόταν για χρονικό διάστημα πέραν της μίας ώρας στην θέση του οδηγού ενός σταματημένου μηχανοκίνητου οχήματος (εφεξής καλούμενου ως «το Όχημα Α») με κατεβασμένο το παράθυρο του οδηγού και αναμμένο τον κινητήρα του οχήματος, το οποίο βρισκόταν στην δεξιά άκρη του δρόμου, δηλαδή στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, και λοξά, καθώς το μπροστινό μέρος του οχήματος εκτεινόταν προς την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Ακολούθως και περί ώρα 11:35 ο ΜΚ1 μετέβηκε στο μέρος μαζί με δύο άλλους συναδέλφους του και εντόπισε το Όχημα Α ως ανωτέρω και διαπίστωσε ότι το πρόσωπο που βρισκόταν εντός αυτού ήταν ο Κατηγορούμενος, ο οποίος τού ανέφερε ότι δεν οδηγούσε, αλλά καθόταν στο αυτοκίνητο για να δροσίζεται από το σύστημα κλιματισμού. Επειδή ο Κατηγορούμενος μύριζε οινόπνευμα, ο ΜΚ1 υπέβαλε τον Κατηγορούμενο σε προκαταρκτική εξέταση αναλογίας αλκοόλης στην εκπνοή του, με αποτέλεσμα 80mg/100ml αντί 22mg/100ml (βλ. Τεκμήριο 5). Στην συνέχεια μετέφερε τον Κατηγορούμενο στην Τροχαία Λάρνακας, όπου υπέβαλε τον Κατηγορούμενο σε τελική εξέταση αναλογίας αλκοόλης, με αποτελέσματα 73mg/100ml και 71mg/100ml (βλ. Τεκμήρια 4 και 5). Αφού κατηγόρησε τον Κατηγορούμενο για το παρόν αδίκημα, αυτός απάντησε «ήπια αλλά δεν οδηγούσα».

Στην αντεξέταση του, ανέφερε ότι ο επίδικος δρόμος δεν είναι κύριος δρόμος και είναι παρακείμενος του δρόμου που διαμένει ο Κατηγορούμενος (βλ. επίσης Τεκμήριο 6). Ο δε τόπος και τρόπος που ήταν σταματημένο το Όχημα Α πιθανόν να ήταν επικίνδυνος για την κυκλοφορία οχημάτων. Συμφώνησε ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει εάν ο Κατηγορούμενος κατανάλωσε αλκοόλ προτού οδηγήσει σε εκείνο το σημείο ή μετά που έφθασε εκεί. Διευκρίνισε, επίσης, ότι όταν πήγε ο ίδιος στο μέρος δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε κίνηση του Οχήματος Α ή του Κατηγορούμενου να θέσει το Όχημα Α σε κίνηση, εκτός από το γεγονός ότι ο κινητήρας ήταν αναμμένος και τα κλειδιά του οχήματος βρίσκονταν στην μίζα.

Ο Κατηγορούμενος, στην προφορική μαρτυρία του, ανέφερε ότι στις 24.04.2024 βρισκόταν στο σπίτι του και είχε μια έντονη συζήτηση και καβγά με την σύζυγο του, με αποτέλεσμα ο ίδιος να φύγει με το Όχημα Α διανύοντας μια απόσταση 170 μέτρων και να σταματήσει στην οδό Βηθλεέμ και συγκεκριμένα δίπλα από ένα χωράφι. Εκεί κατανάλωσε μία μπουκάλα ζιβανία εντός του Οχήματος Α, αλλά δεν είχε πρόθεση να το οδηγήσει μετά, καθώς θα πήγαινε πίσω στο σπίτι του περπατητός, αφού η απόσταση ήταν μόλις 2 με 3 λεπτά με τα πόδια.

Στην αντεξέταση του, παραδέχθηκε ότι το Όχημα Α ήταν λοξά σταματημένο εντός του δρόμου, αλλά αρνήθηκε ότι εμπόδιζε, καθώς ο επίδικος δρόμος ήταν πλατύς. Παρέμεινε εντός του Οχήματος Α για 1½ ώρα περίπου μέχρι να ηρεμήσει μετά τον καβγά που είχε με την σύζυγο του, αναφέροντας ότι ο κινητήρας ήταν αναμμένος για να λειτουργεί το σύστημα κλιματισμού του οχήματος και να δροσίζεται λόγω της ζέστης.

4.     Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα

Τα κατωτέρω γεγονότα δεν έχουν αμφισβητηθεί και ως εκ τούτου συνιστούν ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Αντρέου ν Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263 και Ocean Reef Properties Ltd v Colville (2015) 1 ΑΑΔ 1002):

(α) Στις 24.04.2024 ο Κατηγορούμενος οδήγησε το Όχημα Α και το σταμάτησε στην οδό Βηθλεέμ στην Λάρνακα, όπου παρέμεινε στο επίδικο σημείο για 1½ ώρα περίπου. Κατά τον ανωτέρω χρόνο ο Κατηγορούμενος βρισκόταν στην θέση του οδηγού του οχήματος, του οποίου ο κινητήρας ήταν αναμμένος και τα κλειδιά του βρίσκονταν στην μίζα.

(β) Μετά την πάροδο 1½ ώρας περίπου, ο ΜΚ1 μετέβη στο σημείο και υπέβαλε τον Κατηγορούμενο σε προκαταρκτική εξέταση αναλογίας αλκοόλης στην εκπνοή του με ένδειξη 80mg/100ml. Στην συνέχεια τον υπέβαλε σε τελική εξέταση, όπου ο Κατηγορούμενος παρείχε δύο δείγματα εκπνοής με ένδειξη 73mg/100ml και 71mg/100ml (βλ. Τεκμήρια 4 και 5).

(γ) Οι συσκευές στις οποίες υποβλήθηκε για τους ανωτέρω ελέγχους ο Κατηγορούμενος είναι πιστοποιημένες ότι πληρούν τα απαιτούμενα πρότυπα (βλ. Τεκμήρια 2 και 3).

(δ) Η απόσταση του τόπου διαμονής του Κατηγορούμενου από το σημείο στο οποίο εντοπίστηκε από την Αστυνομία είναι 170 μέτρα περίπου.

5.     Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας

Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία των μαρτύρων με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Ο ΜΚ1 έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Ήταν σταθερός και σαφής στις απαντήσεις του και δεν υπέπεσε σε οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις κατά την αντεξέτασή του. Ανέφερε με ειλικρίνεια για τα όσα είχε προσωπική γνώση σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, χωρίς να προβεί σε εικασίες. Η δε μαρτυρία του συνάδει και με την εγγραφή μαρτυρία που παρουσίασε στο Δικαστήριο. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ως αξιόπιστη την μαρτυρία του και την αποδέχομαι.

Ο Κατηγορούμενος άφησε, επίσης, θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Επεξήγησε πως βρέθηκε το Όχημα Α στο επίδικο σημείο και ο ίδιος στην θέση του οδηγού. Η όλη εκδοχή του δεν αντικρούεται με την υπόλοιπη μαρτυρία και δη αυτή του ΜΚ1 ότι το Όχημα Α βρισκόταν στο επίδικο σημείο με τον κινητήρα αναμμένο για 1½ ώρα περίπου και ότι ο τόπος διαμονής του Κατηγορούμενου είναι σε πολύ κοντινή απόσταση, ουσιαστικά στον παράλληλο δρόμο της οδού Βηθλεέμ (βλ. Τεκμήριο 6). Η μαρτυρία του δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση, καθώς ο Κατηγορούμενος δεν υπέπεσε σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις και παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του. Δεν αποδέχομαι, όμως, την θέση του ότι δεν αποπειράθηκε να οδηγήσει το Όχημα Α, καθώς το ζήτημα αυτό θα το αποφασίσει το Δικαστήριο στην βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Πέραν τούτου, η υπόλοιπη μαρτυρία του κρίνεται ως αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.

6.     Η Νομική Πτυχή και Τα Ευρήματα του Δικαστηρίου

Εφόσον ο Κατηγορούμενος αρνείται την διάπραξη του επίδικου αδικήματος, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.

Σχετικό με την κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος είναι το άρθρο 5 του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου (Ν.174/1986) ως έχει τροποποιηθεί:

«(1) Κάθε πρόσωπο που οδηγεί ή αποπειράται να οδηγήσει οποιοδήποτε όχημα σε οποιοδήποτε δρόμο ή άλλο δημόσιο χώρο έχοντας καταναλώσει τόση ποσότητα αλκοόλης σε οποιαδήποτε μορφή, ώστε η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα του να υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, είναι ένοχο αδικήματος.

(2) Το όριο στην αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου καθορίζεται ως ακολούθως:

(α) Για όλες τις περιπτώσεις, πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου, 22 εκατομμυριοστά του γραμμαρίου (microgrammes) αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου (milliliters) εκπνοής ή 50 χιλιοστά του γραμμαρίου (milligrams) αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου (milliliters) αίματος»

Στην παρούσα υπόθεση, δεν αμφισβητείται η ποσότητα αναλογίας αλκοόλης που εντοπίστηκε στην εκπνοή του Κατηγορούμενου, ήτοι 71mg/100ml, και ούτε η νομότυπη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τον ΜΚ1 κατά την διενέργεια των ελέγχων. Εκείνο που αμφισβητείται από την Υπεράσπιση είναι ότι ο Κατηγορούμενος αποπειράθηκε να οδηγήσει το Όχημα Α.

Η απόπειρα διάπραξης ενός αδικήματος εμπεριέχει ως συστατικό στοιχείο την ένοχη διάνοια διάπραξης του πλήρους αδικήματος (βλ. Κίτσιου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 194/2022) ημερ. 01.12.2022). Η πρόθεση του Κατηγορούμενου συνήθως δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης όταν δεν υπάρχει ομολογία του ιδίου. Μπορεί, όμως, να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία στην βάση όλων των περιστατικών της υπόθεσης όπως το ελατήριο, τις προπαρασκευές που έγιναν και τις δηλώσεις του κατηγορούμενου, τα οποία αποκλείουν οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα (βλ. Σάββα ν Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 258 και Τσεκούρας ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563).

Σύμφωνα με την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου και κρίθηκε ως αξιόπιστη, ο Κατηγορούμενος διαμένει μαζί με την σύζυγο του σε παράλληλο δρόμο της οδού Βηθλεέμ. Στις 24.04.2024 είχε μια έντονη συζήτηση με την σύζυγο του και αποφάσισε να οδηγήσει το Όχημα Α και να φύγει από το σπίτι του παίρνοντας μαζί του μια μπουκάλα ζιβάνια. Αφού οδήγησε μέχρι την οδό Βηθλεέμ και σε απόσταση 170 μέτρων περίπου από το σπίτι του, σταμάτησε το Όχημα Α στην δεξιά άκρη του δρόμου και λοξά κατά τρόπο που το μπροστινό μέρος του οχήματος εκτεινόταν προς την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Ο κινητήρας του οχήματος παρέμεινε αναμμένος, τα κλειδιά βρίσκονταν στην μίζα και ο Κατηγορούμενος βρισκόταν στην θέση του οδηγού και κατανάλωνε ζιβανία. Μετά από 1½ ώρα περίπου μετέβηκε στο σημείο ο ΜΚ1, ο οποίος υπέβαλε τον Κατηγορούμενο σε ελέγχους αλκοόλης στην εκπνοή του Κατηγορούμενου, με τον τελικό έλεγχο να έχει ως αποτέλεσμα 71mg/100ml αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή του.

Έχοντας αποδεχθεί την μαρτυρία του Κατηγορούμενου ότι αυτός οδήγησε το Όχημα Α από το σπίτι του στο επίδικο μέρος στην οδό Βηθλεέμ, υπάρχει μαχητό τεκμήριο βάσει του άρθρου 10(1) του Ν.174/1986 ότι η ποσότητα αλκοόλης στην εκπνοή του Κατηγορούμενου κατά τον χρόνο που οδήγησε το Όχημα Α ως ανωτέρω ήταν αυτή που εντοπίστηκε από τον ΜΚ1 κατά την διενέργεια των σχετικών ελέγχων στα δείγματα εκπνοής του Κατηγορούμενου.

Το ανωτέρω μαχητό τεκμήριο, όμως, δεν εφαρμόζεται και μπορεί να ανατραπεί εάν ο Κατηγορούμενος αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 10(2) του Ν.174/1986, το οποίο προνοεί τα εξής:

«Αι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν ο κατηγορούμενος αποδείξη-

(α) ότι είχε καταναλώσει οινοπνευματώδες ποτόν εις χρόνον μεταγενέστερον του χρόνου κατά τον οποίον έπαυσε να οδηγή ή επειράτο να οδηγήση οιονδήποτε όχημα εν όσω τούτο ευρίσκετο επί τινος οδού ή ετέρου δημοσίου χώρου και προτού παρασχεθή το δείγμα εκπνοής ή αίματος, και

(β) ότι εάν δεν έπραττε ούτω, το ποσοστόν αλκοόλης εις την εκπνοήν ή το αίμα αυτού δεν θα υπερέβαινε το καθορισθέν όριον

Στην παρούσα υπόθεση, ο Κατηγορούμενος προσέφερε αξιόπιστη μαρτυρία ότι δεν κατανάλωσε οινοπνευματώδες ποτό παρά μόνο όταν σταμάτησε το Όχημα Α στο επίδικο σημείο, δηλαδή μετά που το οδήγησε από το σπίτι του στην οδό Βηθλεέμ και προτού παράσχει τα επίδικα δείγματα εκπνοής στον ΜΚ1.

Συνεπώς, το κρίσιμο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο ο Κατηγορούμενος έπαυσε να οδηγεί ή να αποπειράται να οδηγήσει προτού καταναλώσει αλκοόλ. Δηλαδή, κατά πόσο, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, ο Κατηγορούμενος οδηγούσε ή αποπειράθηκε να οδηγήσει το Όχημα Α κατά την διάρκεια της 1½ ώρας που βρισκόταν εκεί και κατανάλωνε ζιβανία εντός του οχήματος. Επισημαίνω ότι σύμφωνα με το άρθρο 10(2) του Ν.174/1986, τούτο οφείλει να το αποδείξει ο ίδιος ο Κατηγορούμενος στην βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

Στο άρθρο 2 του Ν.174/1986 δεν παρέχεται οποιαδήποτε ερμηνεία των εννοιών «οδηγεί» ή «οδηγός». Το εδάφιο (2) αυτού, όμως, αναφέρει ότι οι όροι που δεν περιλαμβάνονται στο εδάφιο (1), «κέκτηνται την υπό των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων αποδιδομένην εις αυτούς έννοιαν». Επομένως, το Δικαστήριο θα ανατρέξει στον Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμο (Ν.86/1972).

Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 2 του Ν.86/1972, η έννοια «οδηγός» «περιλαμβάνει παν πρόσωπον, όπερ εν τη πραγματικότητι οδηγεί μηχανοκίνητον όχημα εις δεδομένον τινά χρόνον ως και παν πρόσωπον, όπερ φέρει την ευθύνην του οχήματος διά σκοπούς οδηγήσεως αυτού, εν όσω τούτο είναι εσταθμευμένον εφ’ οιασδήποτε οδού, εν τη περιπτώσει δε ρυμουλκουμένου οχήματος, τον οδηγόν του οχήματος, υφ’ ου σύρεται το ρυμουλκούμενον όχημα».

Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω και εφόσον το Όχημα Α εντοπίστηκε σταματημένο σε οδό και όχι εκτός δρόμου, το ερώτημα που οφείλει να απαντήσει το Δικαστήριο είναι κατά πόσο στην παρούσα υπόθεση ο Κατηγορούμενος έπαυσε να φέρει την ευθύνη του Οχήματος Α για σκοπούς οδήγησής του ή να αποπειράται να λάβει τέτοια ευθύνη.

Στο σύγγραμμα Wilkinsons Road Traffic Offences (23rd edition, 2007) Vol.1 para.1.108, αναφέρονται τα εξής σχετικά με το πρόσωπο που φέρει την ευθύνη (in charge) ενός οχήματος:

Whether or not a person is “in charge” of a vehicle is very much a matter of fact and degree.

The concept of being “in charge” within the terms of the drink/driving legislation was considered in DPP v Watkins [1989] 2 W.L.R. 966If the defendant was the owner or lawful possessor or had recently driven the vehicle, he would be “in charge” and the question would be whether he was still in charge or whether he had relinquished his charge. Usually such defendant would be prima facie in charge unless he had put the vehicle in someone else’s charge. However, he would not be so if in all the circumstances he had ceased to be in actual control and there was no realistic possibility of his resuming actual control while unfit, e.g. if he was home in bed for the night or a great distance from the car or if it was taken by another.” (υπογραμμίσεις του Δικαστηρίου)

Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι δεν είναι απαραίτητο να κινείται ένα όχημα για να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο φέρει την ευθύνη αυτού για σκοπούς οδήγησής του. Το κατά πόσο φέρει την ευθύνη ενός οχήματος ζήτημα γεγονότων και βαθμού ελέγχου επί του εν λόγω οχήματος.

Στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι το Όχημα Α δεν κινήθηκε καθόλου για τουλάχιστον 1½ ώρα. Παρά το γεγονός ότι έχω αποδεχθεί την μαρτυρία του Κατηγορούμενου ότι βρισκόταν εντός του Οχήματος Α με αναμμένο τον κινητήρα για να δροσίζεται από το σύστημα κλιματισμού, ο Κατηγορούμενος εξακολουθούσε – κατά την διάρκεια αυτής της 1½ ώρας – να βρίσκεται στην θέση του οδηγού, με τα κλειδιά στην μίζα και τον κινητήρα αναμμένο. Δεν κατέβηκε ποτέ από το όχημα και ούτε κάθισε σε άλλη θέση. Ενώ έφερε την ευθύνη του Οχήματος Α, όντας το πρόσωπο που το είχε οδηγήσει προηγουμένως μέχρι το επίδικο σημείο, δεν έθεσε το Όχημα Α υπό την ευθύνη άλλου προσώπου. Ο δε τόπος και τρόπος με τον οποίο σταμάτησε και τοποθέτησε το Όχημα Α εντός της οδού Βηθλεέμ καταδεικνύουν ότι δεν στάθμευσε εκεί για να το αφήσει, αλλά σταμάτησε προσωρινά. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω, κρίνω ότι δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία από τον Κατηγορούμενο ότι υπό τις ανωτέρω περιστάσεις ο ίδιος έπαυσε να έχει τον πραγματικό έλεγχο του Οχήματος Α εντός του επίδικου δρόμου. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι ο Κατηγορούμενος δεν έπαυσε ποτέ κατά την διάρκεια αυτής της 1½ ώρας, κατά την οποία κατανάλωσε την μπουκάλα ζιβανίας, να έχει τον πραγματικό έλεγχο του Οχήματος Α και συνεπώς να φέρει την ευθύνη αυτού για σκοπούς οδήγησής του.

Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος σκόπευε μελλοντικά να επιστρέψει στο σπίτι του με τα πόδια, δηλαδή χωρίς να θέσει σε κίνηση το Όχημα Α, δεν αναιρεί το εύρημα του Δικαστηρίου ότι κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο ήταν ο οδηγός του Οχήματος Α, υπό την έννοια ότι ήταν το πρόσωπο που είχε τον έλεγχο του και έφερε την ευθύνη του για σκοπούς οδήγησής του. Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι ο Κατηγορούμενος «οδηγούσε» – εντός της εννοίας του Ν.86/1972 ως αναλύθηκε ανωτέρω – το Όχημα Α κατά τον χρόνο που παρείχε τα επίδικα δείγματα εκπνοής στον ΜΚ1.

Εφόσον το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Κατηγορούμενος διέπραξε το πλήρες αδίκημα, παρά το γεγονός ότι αυτός κατηγορείται για απόπειρα διάπραξης του εν λόγω αδικήματος, το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει με καταδίκη του στην κατηγορία που αντιμετωπίζει (βλ. Webley v Buxton [1977] 2 All E.R. 595).

Ενόψει όλων των ανωτέρω, καταλήγω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος από τον Κατηγορούμενο.

7.     Κατάληξη

Συνοψίζοντας και για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ένοχο τον Κατηγορούμενο στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

                                                                      (Υπ.).....................................

                                                                               Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο