
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 2805/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
SS
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 28 Φεβρουαρίου 2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: o κ. Μ. Κουτσόφτας.
Για τον κατηγορούμενο: Η κα Μ. Παυλίδου.
Κατηγορούμενος παρών.
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος μετά από ακρόαση στην κατηγορία 1, η οποία αφορά το αδίκημα του απαγορευμένου μετανάστη που βρέθηκε στη Δημοκρατία, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(στ)(ι)(κ)(λ)(μ)(2) και 19(2) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, στις 26/2/2024 ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης βρέθηκε σε χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας, δηλαδή ανοικτά του κόλπου Λάρνακας χωρίς να κατέχει άδεια από το Υπουργικό Συμβούλιο ή από οποιοδήποτε διευθυντή.
Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε και τις κατηγορίες 2-8 στις οποίες όμως αθωώθηκε και απαλλάχθηκε για τους λόγους που εξηγούμε στην αιτιολογημένη απόφαση μας ημερομηνίας 12/2/2025.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη του αδικήματος αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, με το περισσότερο μέρος τους να περιλαμβάνεται στα ευρήματα μας.
Συνοπτικά και για σκοπούς της παρούσας να θέσουμε ότι στις 25/2/2024 εντοπίστηκε ύποπτος στόχος να κινείται στα 16 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά του αεροδρομίου Λάρνακας. Προς εντοπισμό του στόχου περί ώρα 23:00, απέπλευσε η αστυνομική άκατος Αστραπή. Ο στόχος κινείτο με ταχύτητα περί τα 3,5 με 5,5 knots και εντοπίστηκε στις 26/2/2024 στα 11 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά του κόλπου της Λάρνακας. Επρόκειτο για μια ξύλινη βάρκα περίπου 12 μέτρων στην οποία επέβαιναν 99 άτομα, όλοι παράτυποι μετανάστες, ήταν υπερφορτωμένη και οι επιβαίνοντες φώναζαν ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα η μηχανή. Ως εκ των ανωτέρω η βάρκα κρίθηκε ότι δεν ήταν σε κατάσταση να ρυμουλκηθεί. Προς διάσωση των επιβαινόντων, έσπευσε στο σημείο η αστυνομική άκατος Οδυσσέας, η οποία παρέλαβε τους επιβαίνοντες. Η βάρκα αφέθηκε στο σημείο που εντοπίστηκε και στο τέλος παρασύρθηκε από τα ρεύματα. Μεταξύ των επιβαινόντων ήταν και ο κατηγορούμενος ο οποίος εισήλθε στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας χωρίς να κατέχει σχετική άδεια.
Αναφέρθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Για σκοπούς επιμέτρησης και επιβολής ποινής, τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου έκθεση του γραφείου ευημερίας, αναφορικά με τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορούμενου αλλά αναφέρθηκαν και από πλευράς συνηγόρου υπεράσπισης. Τέθηκε ότι είναι ηλικίας 58 ετών, κατάγεται από τη Συρία, και έχει άλλα 7 αδέλφια. Είναι νυμφευμένος και πατέρας 7 παιδιών και αντιμετωπίζει εκ γενετής κινητικά προβλήματα. Ήρθε στην Κύπρο για να ζητήσει άσυλο και να ξεφύγει από την εμπόλεμη κατάσταση. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας είναι τραγική καθότι η κατοικία τους πλήγηκε από τον σεισμό του 2023 χωρίς να μπορέσουν μέχρι σήμερα να ορθοποδήσουν. Επιπλέον η κυρία Παυλίδου έδωσε έμφαση στο λευκό ποινικό μητρώο του και ότι ήταν απλός επιβαίνοντας στη βάρκα χωρίς να πράξει κάτι το διαφορετικό από τους άλλους 98 επιβάτες οι οποίοι δεν διώχθηκαν, εισηγούμενη, στη βάση του πιο πάνω δεδομένου, ότι τίθεται ζήτημα της ισότητας στη μεταχείριση παραβατών. Μας κάλεσε επίσης να λάβουμε υπόψη μας την απουσία οποιασδήποτε συνδρομής στους απαγορευμένους μετανάστες, ο πρότερος έντιμος βίος του και οι δυσκολίες που υπάρχουν στη χώρα του. Ήταν περαιτέρω εισήγηση της υπεράσπισης για καθυστέρηση διάγνωσης της ποινικής του ευθύνης κάτι που επηρεάζει το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη.
Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 727, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639).
Στην υπό κρίση υπόθεση η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προκύπτει κατ’ αρχήν από τις προβλεπόμενες ποινές. Συγκεκριμένα το αδίκημα της κατηγορίας 1 προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €50.000 ή και τις δύο αυτές ποινές. Σημειώνεται ότι πριν την τροποποίηση του επίδικου άρθρου με τον Ν46(Ι)/2021, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερέβαινε τις πέντε χιλιάδες λίρες (€8.543) ή και τις δύο αυτές ποινές. Η αισθητή αύξηση των ποινών, αντανακλά ακριβώς την αυξημένη σοβαρότητα που ο νομοθέτης ήθελε να προσδώσει στο υπό εξέταση αδίκημα.
Περαιτέρω, η νομολογία έχει κατ’ επανάληψη τονίσει την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο, διέλευση και παραμονή στη Δημοκρατία, λόγω της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και του γεγονότος ότι αυτά επιφέρουν προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως καθώς και προβλήματα αστυνόμευσης. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις αποφάσεις Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 231, 234, Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421, 429, Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 80 και Στρουθιάς ν. Αστυνομίας (2015) 2Α ΑΑΔ 493 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Kabeer Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερομηνίας 15.9.2023.
Στην υπόθεση Khan (ανωτέρω), που είχε κριθεί αδίκημα υποβοήθησης προσώπου να εισέλθει στη Δημοκρατία είχαν τεθεί τα ακόλουθα:
«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:
«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.».
Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»
Να πούμε εδώ ότι δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση της κυρίας Παυλίδου ότι δεν υπάρχει τόση έξαρση σε τέτοιας φύσεως αδικήματα κάτι που επηρεάζει την αναγκαιότητα της γενικής αποτροπής. Αδικήματα παρόμοιας φύσεως διαπράττονται πάρα πολύ συχνά και λαμβάνουμε γνώση από τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου αφού επιλαμβάνεται υποθέσεις για παράνομους μετανάστες που εισέρχονται στη Δημοκρατία διά της θαλάσσιας οδού (βλ. Καρανίκκη v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 118, 123, Υousor v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ.202/24 ημερομηνίας 25/2/2025 και σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, Β έκδοση, σελ. 269.). Ως τονίστηκε και στην Khan (ανωτέρω) επιβάλλεται η αυστηρή αντιμετώπιση τους με στόχευση την ειδική αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι σε υποθέσεις που αφορούν αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη μετανάστευση, σύμφωνα με τη νομολογία αλλά και με βάση την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξή τους αλλά και σε συνάρτηση με τις συνθήκες διάπραξης, υφίσταται η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών με το ύψος της να συναρτάται με τις συνθήκες εκάστου αδικήματος (βλ. Mohamed κ.α. v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 166).
Ως προς τους παράγοντες που επενεργούν επιβαρυντικά στην επιμέτρηση της ποινής σε παρόμοιας φύσης αδικήματα, διαφωτιστική είναι η πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki Ποινική Έφεση 6/23, ημερομηνίας 4/6/2024. Στην εν λόγω υπόθεση, με παραπομπή στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice του 2024 στο Μέρος Β, Ενότητα Β22.51, υιοθετήθηκαν τα νομολογηθέντα στην Αγγλική απόφαση Le and Stark [1999] 1 Cr App R (S) 422, στην οποία καταγράφονται οι επιβαρυντικοί παράγοντες σε σχέση με παρόμοιας φύσης αδικήματα. Σύμφωνα με τη πιο πάνω απόφαση, λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες ως επιβαρυντικοί:
(1) αν το αδίκημα διαπράχθηκε κατ’ επανάληψη,
(2) αν έγινε με σκοπό το οικονομικό όφελος,
(3) αν η υποβοήθηση αφορούσε πρόσωπα άγνωστα σε αντιδιαστολή με σύζυγο ή στενό συγγενικό πρόσωπο,
(4) όπου υφίσταται συνωμοσία, η διάπραξη του αδικήματος για κάποια χρονική περίοδο,
(5) αν υπήρξε εκτεταμένος προσχεδιασμός και οργάνωση,
(6) αν ο κατηγορούμενος είχε ηγετικό ρόλο, ή αν
(7) το αδίκημα διαπράχθηκε σε σχέση με μεγάλο αριθμό παράνομων μεταναστών.
Στην υπό κρίση υπόθεση, αυτό που προκύπτει από τα ενώπιον μας γεγονότα, ως προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία, ήταν ότι ο κατηγορούμενος επέλεξε δια της παράνομης οδού να εισέλθει στη Δημοκρατία χωρίς καν να καταβάλει προσπάθεια εξασφάλισης της απαιτούμενης άδειας. Οι λόγοι για τους οποίους ωθήθηκε δεν διαφοροποιεί το στοιχείο της επιδίωξης του στόχου του με παράνομο τρόπο. Να πούμε εδώ ότι ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε την κατηγορία, κάτι που αποτελεί απόλυτο δικαίωμα του και δεν μπορεί να εκληφθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας. Αυτό όμως έχει σαν συνεπακόλουθο ο κατηγορούμενος να μην είναι δυνατόν να τύχει της επιείκειας που θα δικαιούτο και την έκπτωση στην ποινή που θα λάμβανε αν δήλωνε παραδοχή κάτι που θα καταδείκνυε και την έμπρακτη μεταμέλεια του (βλ. Χαρτούπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).
Έχοντας υπόψη τις προβλεπόμενες στον Νόμο ποινές, τη διαπιστωθείσα, από τη νομολογία, ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση παρόμοιας φύσης αδικημάτων και τις συνθήκες διάπραξης του επίδικου αδικήματος, καταλήγουμε ότι αναδύεται, κατ’ αρχήν, η ανάγκη για απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285). Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο τον συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη· όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες αυτού ( βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 135).
Προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνουμε υπόψιν μας το λευκό ποινικό μητρώο του τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις ως αυτές καταγράφονται στην έκθεση του γραφείου ευημερίας και έχουν αναπτυχθεί από τη συνήγορό του όπως οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει και τα εκ γενετής κινητικά προβλήματα του. Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις λαμβάνονται μεν υπόψη αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Tabrizi v Αστυνομίας (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki (ανωτέρω)).
Λαμβάνουμε περαιτέρω υπόψη μας το γεγονός ότι έπραξε ό,τι ακριβώς και οι υπόλοιποι 98 μετανάστες που βρίσκονταν στο σκάφος, δηλαδή εισήλθε παρανόμως στη Δημοκρατία. Όμως, οι υπόλοιποι επιβαίνοντες δεν διώχθηκαν χωρίς να δίδεται κάποια εξήγηση περί τούτου. Το εν λόγω στοιχείο αποτέλεσε και το υπόβαθρο της εισήγησης της κυρίας Παυλίδου ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση του κατηγορουμένου σε σχέση με τους υπόλοιπους επιβαίνοντες.
Ως προς την αρχή της ισότητας στη δίωξη των παραβατών, θεμελιακή είναι η απόφαση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 141, όπου υποδείχθηκε πως:
«Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι καθολική. Η ισονομία και ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης.» Η επιλεκτική μεταχείριση των παραβατών αποδυναμώνει το δίκαιο και καταστρατηγεί το κράτος δικαίου.»
Σχετική, επίσης, είναι η πρόσφατη απόφαση Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 35/2022, ημερομηνίας 25/1/2023, ECLI:CY:AD:2023:B24, όπου υποδείχθηκε εκ νέου ότι:
«οι αρμόδιες αρχές του Κράτους, οφείλουν να προσάγουν ενώπιον των ανεξάρτητων δικαστικών αρχών, όλους τους παραβάτες. Αυτό υπαγορεύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών (Άρθρο 28 του Συντάγματος και Gagloshvili v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 33/21, ημερ. 21.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:D575»
Στην υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω), κρίθηκε ότι δικαιολογείτο η μείωση της ποινής, «μόνο και μόνο να μετριασθεί το αίσθημα αδικίας που προκάλεσε η άνιση μεταχείριση των δύο παραβατών».
Έτσι, στη βάση των ανωτέρω, κρίνουμε ότι και στην παρούσα περίπτωση, με δεδομένη τη μη δίωξη ουδενός των υπολοίπων επιβαινόντων στη βάρκα, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε διαφοροποίηση στον ρόλο ή και τον τρόπο που ενήργησε ο κατηγορούμενος από τους υπόλοιπους, η αρχή της ισότητας, επενεργεί μετριαστικά στην επιμέτρηση της ποινής.
Θα πρέπει εδώ να προβούμε σε σχολιασμό της θέσης της κυρίας Παυλίδου όσον αφορά την καθυστέρηση, κατά τη θέση της, που υπάρχει στην διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου.
Όντως το δικαίωμα εκάστου κατηγορουμένου σε διάγνωση της ποινικής του ευθύνης εντός εύλογου χρόνου κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του εύλογου χρόνου για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης κάποιου κατηγορουμένου συνοψίζονται στη σχετική νομολογία. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 407 και Κάζανου ν. Eφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Ποινική Έφεση 96/19, ημερομηνίας 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B272. Στην απόφαση Κάζανου (ανωτέρω) με αναφορά στη πάγια νομολογία υποδείχθηκαν οι τρεις παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την κρίση περί της ύπαρξης καθυστέρησης. Συγκεκριμένα λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στην Procurator Fiscal v. Watson (2002) 4 All E.R. 1 (απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής του Ανακτοβουλίου) αναφέρθηκε ότι η προσέγγιση υπό του Δικαστηρίου τυχόν παραβίασης του δικαιώματος για δίκη εντός εύλογου χρόνου θα πρέπει να αφορά τρεις παράγοντες και οι οποίοι θα πρέπει να εξετάζονται: (α) η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, (β) η συμπεριφορά του Κατηγορουμένου και (γ) ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης υπό τις διοικητικές και δικαστικές αρχές.»
Επιπλέον, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 AΑΔ 376, υπεδείχθη ότι η διαπίστωση της ενδεχόμενης παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορούμενου για δίκη εντός εύλογου χρόνου, δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά τίθεται υπό τη βάσανο του συνυπολογισμού ύπαρξης και άλλων παραμέτρων, που να δείχνουν ότι υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη. Αποτελεί θεμελιακή νομολογιακή αρχή πως όταν ο κατηγορούμενος ευθύνεται για την καθυστέρηση δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου με βάση το άρθρο 30 του Συντάγματος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 ΑΑΔ 638, Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 273, και Πέτρου ν. Δήμου Γεροσκήπου, Ποινικές Εφέσεις 141 και 142/2021, ημερομηνίας 20/12/2023.
Στο σύγγραμμα του Λ.Α Σισιλιάνου Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, σελ. 297–298, τίθεται ότι στις ποινικές υποθέσεις για σκοπούς εξέτασης του κατά πόσο έγινε σεβαστή η εγγύηση του εύλογου χρόνου, το επίμαχο χρονικό διάστημα, κατά κανόνα, λήγει με την έκδοση της απόφασης εκείνης που κρίνει το βάσιμο της κατηγορίας και εφόσον είναι καταδικαστική, προσδιορίζει την ποινή.
Περαιτέρω ως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Harris, O’ Boyle and Wabrick: Law of the European Convention on Human Rights, 4η έκδοση, σελ. 441, παρόλο που ο κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση να συνεργάζεται ενεργά με τις Δικαστικές αρχές και έχει δικαίωμα να κάνει πλήρη χρήση των διαδικαστικών του δικαιωμάτων, τυχόν καθυστέρηση που προκύπτει από τα πιο πάνω δεν μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος. Έτσι, έχει κριθεί ότι η συχνή αλλαγή δικηγόρων ή οι αναβολές που οφείλονται στην υγεία του κατηγορουμένου αποτελούν αντικειμενικά δεδομένα που δεν μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση König ν. Germany προσφυγή 6232/73, ημερομηνίας 28/6/1978, παρ. 103 και Krakolinig v. Austria 33992/07, (2012) παρ. 27, αντίστοιχα.
Κρίση μας είναι ότι η εισήγηση της υπεράσπισης είναι παντελώς αβάσιμη. Προσθέτουμε εδώ ότι πέραν της γενικής εισήγησης της κυρίας Παυλίδου περί «κατάφωρης» παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη λόγω της καθυστέρησης διάγνωσης της ποινικής του ευθύνης, δεν εξηγήθηκε πως παραβιάστηκε το εν λόγω δικαίωμα του πελάτη της. Από μόνη της η επίκληση ισχυριζόμενης παραβίασης ενός δικαιώματος δεν θέτει καν το υπόβαθρο για εξέταση του πόσω μάλλον στοιχειοθέτηση του.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το αδίκημα διαπράχθηκε στις 26/2/2024 και η υπόθεση καταχωρίστηκε στο Δικαστήριο στις 5/3/2024, δηλαδή σε μία εβδομάδα. Άρα δεν υπάρχει, εν πρώτοις, καθυστέρηση στην διερεύνηση και καταχώριση της υπόθεσης.
Η υπόθεση τέθηκε, μετά από απόφαση του παραπέμποντος Δικαστηρίου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στις 11/4/2024 οπόταν και ο κατηγορούμενος υπέβαλε αίτημα για νομική αρωγή. Το αίτημα του εγκρίθηκε αυθημερόν, με την υπόθεση μετά από αίτημα του, να ορίζεται για απάντηση στις 24/4/2024. Κατ’ εκείνη την ημερομηνία ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 13/6/2024. Υποβλήθηκε, κατά τις 13/6/2024 αίτημα για αναβολή από την κατηγορούσα αρχή, με την υπόθεση να ορίζεται εκ νέου για ακρόαση στις 11/9/2024. Κατ’ εκείνη την δικάσιμο ζητήθηκε αναβολή από την υπεράσπιση με την υπόθεση να ορίζεται στις 5/11/2024 οπόταν και άρχισε η ακροαματική διαδικασία. Ακούστηκαν 5 μάρτυρες με την υπόθεση να ορίζεται για συνέχιση στις 21/11/2024. Ορίστηκε για περαιτέρω συνέχιση στις 6/12/2024 και στις 20/12/2024 όπου, με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου και εφόσον η κατηγορούσα αρχή έκλεισε την υπόθεση της, ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία. Δεν προσφέρθηκε μαρτυρία εκ μέρους του και η υπόθεση ορίστηκε για τελικές αγορεύσεις στις 20/1/2025. Τελική απόφαση δόθηκε στις 12/2/2025. Κρίθηκε ένοχος στην πρώτη κατηγορία και επιβάλλουμε ποινή σήμερα 28/2/2025. Είναι ξεκάθαρο από το πιο πάνω ιστορικό ότι στο χρονικό διάστημα ακριβώς ενός έτους από τη διάπραξη του αδικήματος, η υπόθεση διερευνήθηκε, καταχωρίστηκε ενώπιον Δικαστηρίου, εκδικάστηκε, εκφωνήθηκε απόφαση και επιβάλλεται ποινή. Ουδεμία καθυστέρηση υπάρχει και συνεπακόλουθα ούτε και παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη λόγω μη διάγνωσης της ποινικής του ευθύνης εντός εύλογου χρόνου.
Σε σχέση προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση τού τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1), παραθέτουμε ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές και τις ακόλουθες αποφάσεις τα γεγονότα των οποίων θα πρέπει να πούμε ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τους κατηγορούμενους.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Kabeer Khan (ανωτέρω) επιβλήθηκε πρωτοδίκως, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκισης 18 μηνών για τα αδικήματα της υποβοήθησης παράνομης παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά παράβαση του Άρθρου 19Α(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, το οποίο προνοεί ως μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 15 έτη. Η ποινή αυξήθηκε κατ’ έφεση στα 3 έτη με το Εφετείο να θέτει ότι στην ποινή θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται η δράση βάσει οργανωμένου σχεδίου σε δύο περιπτώσεις η υποβοήθηση πέντε αλλοδαπών να παραμείνουν παράνομα στη Δημοκρατία έναντι οικονομικού κέρδους.
Στην υπόθεση Ali Terzelaki (ανωτέρω) επιβλήθηκε πρωτοδίκως, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκιση 2 ½ ετών για το αδίκημα της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορευμένου μετανάστη κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6(1)(α)(στ)(ι)-(μ), (2) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Το Εφετείο αύξησε την ποινή από 2 ½ σε 4 έτη υποδεικνύοντας ότι η εν λόγω υπόθεση κατατάσσετο ανάμεσα στις σοβαρότερες τους είδους, αφού συνέτρεχαν όλοι οι επιβαρυντικοί παράγοντες που αναγνωρίζονται στην υπόθεση Le and Stark (ανωτέρω), πλην της επαναλαμβανόμενης διάπραξης των αδικημάτων.
Στην μόλις προ ολίγων ημερών απόφαση στην υπόθεση Υousor v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ.202/24 ημερομηνίας 25/2/2025, η ποινή φυλάκισης των 2 ετών που το Κακουργιοδικείο Λάρνακας επέβαλε στον εφεσείοντα μειώθηκε σε 18 μήνες. Είχε κριθεί ένοχος με δική του παραδοχή στο αδίκημα της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορευμένου μετανάστη, κατά παράβαση του άρθρου 19(2) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105.
Να πούμε ότι η πιο πάνω απόφαση μας αναφέρθηκε από την κυρία Παυλίδου στις 27/2/2025, που ήταν ορισμένη η υπόθεση για επιβολή ποινής και αντίγραφο της μας δόθηκε από τον κύριο Κουτσόφτα (η απόφαση δεν είχε ακόμα δημοσιευθεί), για να καταδείξει προφανώς ότι σε παρόμοιο αδίκημα η ποινή που επιβλήθηκε από το Εφετείο ήταν αυτή των 18 μηνών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να ορίσουμε εκ νέου την υπόθεση για επιβολή ποινής στις 28/2/2025 έτσι ώστε να έχουμε το χρόνο να μελετήσουμε το περιεχόμενο της, όπως και πράξαμε.
Θεωρούμε ότι τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης διαφοροποιούνται από αυτά της παρούσας, αφού το Εφετείο μείωσε την ποινή της διετούς φυλάκισης σε 18 μήνες κρίνοντας ότι το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, αν και καταλήγει ότι επενεργούσε η αρχή της ισότητας προς όφελος του εφεσείοντα, εν τούτοις δεν αντικατοπτρίστηκε στην ποινή που επιβλήθηκε. Αυτό διότι και ο ρόλος του ήταν όπως των υπολοίπων 26 επιβαινόντων στην βάρκα και διώχθηκε μόνο αυτός. Το στοιχείο αυτό συναρτήθηκε και με την ποινή που επιβλήθηκε στον συγκατηγορούμενο του ο οποίος κρίθηκε ένοχος και πάλι με δική του παραδοχή, στο αδίκημα της παροχής συνδρομής, έναντι οικονομικού οφέλους, σε αριθμό απαγορευμένων μεταναστών να εισέλθουν στη Δημοκρατία. Παρά ταύτα, αν και είχε αυξημένη ευθύνη και ρόλο, του επιβλήθηκε η ίδια ποινή φυλάκισης των δύο ετών που επιβλήθηκε και στον εφεσείοντα χωρίς να δίδεται αιτιολογία από το Δικαστήριο για τη μη διαφοροποίηση του, εξισώνοντας την συμπεριφορά των δύο κατηγορούμενων. Είναι επί αυτών των δεδομένων που υπήρξε μείωση της ποινής για τον εφεσείοντα έτσι ώστε να αρθεί το αίσθημα αδικίας που δημιουργήθηκε σε αυτόν. Να θέσουμε περαιτέρω και την επισήμανση του Εφετείου ότι από μόνη της ιδωμένη η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν θα ήταν έκδηλα υπερβολική.
Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα όσα πιο πάνω παραθέσαμε και συζητήσαμε και λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες διάπραξης του επίδικου αδικήματος αλλά και τους μετριαστικούς παράγοντες που η πλευρά της υπεράσπισης έθεσε, κρίνουμε ότι μοναδική ενδεικνυόμενη ποινή υπό τις περιστάσεις είναι αναπόφευκτα αυτή της φυλάκισης.
Συνακόλουθα επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο στην κατηγορία 1 ποινή φυλάκισης 3 ετών.
Ο χρόνος που ο κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση στην παρούσα υπόθεση (από 5/3/2024), να συνυπολογιστεί κατά το άρθρο 117(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Τα έξοδα που ανέρχονται σε €165 να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο