
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 4371/2023
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
ΔΔ
Κατηγορούμεvου
Ημερομηνία: 29 Μαΐου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Α. Αντωνίου (για την απόφαση η κα Α. Γιάλλουρου)
Για τον Κατηγορούμενο: Ο κ. Π. Γεωργίου.
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει 13 συνολικά κατηγορίες που αφορούν τα κάτωθι αδικήματα:
- Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 1 και 3),
- Κλοπή από αντιπρόσωπο, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 2 και 4),
- Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007 (κατηγορίες 5 και 6)
- Πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 341 και 337 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 8, 9, 10 ,11 και 12)
- Κατάρτιση πλαστών αποδεικτικών στοιχείων, κατά παράβαση του άρθρου 116(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 13 και 14).
Να τεθεί ότι σε σχέση με την κατηγορία 7, που αφορούσε το αδίκημα της συνομωσίας για καταδολίευση, η πλευρά της κατηγορούσας αρχής και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, καταχώρισε αναστολή ποινικής δίωξης σε σχέση με αυτή, με τον κατηγορούμενο να απαλλάσσεται στην εν λόγω κατηγορία. Αναστολή ποινικής δίωξης καταχωρίστηκε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων και για τις κατηγορίες 15-18 που αφορούσαν το αδίκημα της ψευδορκίας στις οποίες ο κατηγορούμενος και πάλι απαλλάχθηκε.
Να τεθεί περαιτέρω ότι ο συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή και πριν καλέσει τον πρώτο του μάρτυρα προέβηκε σε εναρκτήρια δήλωση η οποία αποτυπώνεται στο Έγγραφο Α, την οποία και θεωρούμε ορθό να παραθέσουμε έτσι ώστε να σκιαγραφηθεί, ως και ο κ. Αντωνίου ανέφερε, αλλά και για να είναι, προσθέτουμε, πιο αντιληπτή η υπόθεση που η κατηγορούσα αρχή προώθησε και το αντικείμενο της.
«Ο κατηγορούμενος κατά τον επίδικο χρόνο ήταν εγγεγραμμένος δικηγόρος στην Δημοκρατία. Ο ΜΚ1 στο κατηγορητήριο ΗΗ είναι συγγενής με την μητέρα του κατηγορούμενου και είχε φιλικές σχέσεις τόσο με την οικογένεια του κατηγορούμενου όσο και με τον ίδιο. Ο κατηγορούμενος είχε συνεργαστεί και επαγγελματικά με τον ΗΗ, δηλαδή του παρείχε υπηρεσίες ως δικηγόρος, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις πριν τα γεγονότα που αφορούν τα επίδικα ζητήματα.
Σύμφωνα με την θέση της Κατηγορούσας Αρχής ο ΗΗ τον Μάιο του 2020 παρέλαβε κλήση για αγωγή σε σχέση με εργατικό ατύχημα με αναφερόμενη ενάγουσα την «εταιρεία Ο LTD LANDON», με την οποία ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση. Ο ΗΗ αποτάθηκε στον κατηγορούμενο, ο οποίος του ανάφερε ότι προέκυπτε ότι η αγωγή είχε κινηθεί εκ λάθους και έλαβε 4000 ευρώ για να ενεργήσει προς απόσυρση της[1].
Ο κατηγορούμενος στην συνέχεια εισηγήθηκε την καταχώρηση αγωγής εναντίον της «εταιρείας Ο LTD LANDON» αξιώνοντας 100.000 ευρώ για λίβελο και αποδεχόμενος ο ΗΗ του κατέβαλε 7000-8000 ευρώ[2]. Ο κατηγορούμενος σε μεταγενέστερο χρόνο του ανάφερε ότι είχε γίνει πρόταση από την εταιρεία για αποζημίωση ύψους 40.000 ευρώ και ακολούθησαν τηλεφωνήματα από άγνωστα πρόσωπα που παρουσιάζονταν ως εκπρόσωποι της «εταιρείας Ο LTD LANDON» και του έλεγαν ότι θα του καταβάλουν 70.000 ευρώ ως αποζημίωση. Ο ΗΗ δεν έλαβε κανένα ποσό και η αγωγή αυτή φαίνεται να μην είχε καταχωρηθεί ποτέ.
Μετά από παρότρυνση της μητέρας του κατηγορούμενου ο ΗΗ προέβηκε σε έρευνα στο επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας όπου διαπίστωσε ότι είχαν καταχωρηθεί εμπράγματα βάρη στην περιουσία του μετά από απόφαση στην αγωγή [ ] Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με ενάγοντα τον κατηγορούμενο και εναγόμενο τον ΗΗ, με απόφαση για καταβολή ποσού 2.145.332 ευρώ και 2% τόκο ετησίως.
Μετά από έρευνα από ή εκ μέρους του ΗΗ προέκυψε ότι η αγωγή [ ] αφορούσε δήθεν συμφωνία μεταξύ του ΗΗ και του κατηγορούμενου για καταβολή δικηγορικής αμοιβής 18% επί ποσού που είχε εκδικαστεί υπέρ του στην αγωγή [ ] Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η αγωγή [ ] αφορούσε αξίωση για μη καταβολή 11.116.000 ευρώ στον ΗΗ από την εταιρία Π LTD για την μετατροπή 800 εμπορευματοκιβωτίων. Στην αγωγή εκδόθηκε απόφαση για 10.000.000 ευρώ προς τον ΗΗ .
Η απόφαση στην αγωγή [ ] Λάρνακας εκδόθηκε χωρίς εμφάνιση από τον εναγόμενο ΗΗ .
Στην αγωγή [ ] Λευκωσίας εκ μέρους της αναφερόμενης εναγόμενης εταιρείας εμφανίστηκε ο δικηγόρος Γιώργος Κυπριανίδης, ΜΚ6 στο κατηγορητήριο ο οποίος θα καταθέσει για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίστηκε, από ποιόν και τι οδηγίες είχε λάβει.
Ο ΗΗ , πριν την διεξαγωγή έρευνας στους φακέλους των αγωγών, δεν είχε λάβει ποτέ γνώση ούτε για τις αγωγές [ ] και [ ] ούτε και για την συμφωνία με τον κατηγορούμενο, οδηγώντας τον αρχικά να θεωρήσει ότι τα σχετικά έγγραφα που έφεραν την υπογραφή του ήταν πλαστογραφημένα, ενώ στην συνέχεια να αντιλαμβάνεται ότι υπόγραφε διάφορα έγγραφα που ετοίμαζε ο κατηγορούμενος δήθεν για τους σκοπούς της αγωγής προς την «εταιρεία Ο LTD LANDON», περιλαμβανομένου και ένορκες δηλώσεις, χωρίς πρώτα να τα διαβάζει.
Είχε όμως επικοινωνήσει μαζί του μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πρόσωπο που του παρουσιαζόταν ως «ΖΙ» από την εταιρεία Π LTD και του πρότεινε συμφωνία μετατροπής 800 εμπορευματοκιβωτίων σε ψυκτικούς θαλάμους. Ακολούθησε ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ τους για αυτό τον σκοπό, χωρίς όμως να υπάρξει κατάληξη.
Από εξετάσεις της αστυνομίας προέκυψε ότι υπάρχει εγγεγραμμένη εταιρεία Π LTD στον Έφορο Εταιρειών στην Αγγλία, με μετοχικό κεφάλαιο 1 στερλίνα, η οποία συστάθηκε στις 07/07/2020 με καταβολή 12 στερλινών μέσω κάρτας Revolut του αδελφού του κατηγορούμενου. Η εταιρεία στην συνέχεια διαγράφηκε λόγω μη παρουσίασης απαιτούμενων εγγράφων. Δηλωμένος διευθυντής είναι ο Έλληνας υπήκοος ΖΙ ΕΔΑΤ [ ], οποίος σύμφωνα με αποτέλεσμα ΕΕΕ μεταξύ Ιούνιου 2020 και Μαρτίου 2022 ήταν φυλακισμένος στην Ελλάδα.»
Για την απόδειξη της υπόθεσης της η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 9 συνολικά μάρτυρες ενώ από πλευράς υπεράσπισης ο κατηγορούμενος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και κάλεσε και 3 μάρτυρες. Κατατέθηκαν και 87 τεκμήρια ενώ δηλώθηκε τέλος ως παραδεκτό γεγονός ότι το τεκμήριο 50 είναι πιστοποιητικό έρευνας του φακέλου της αγωγής με αριθμό [ ].
Οι αναφορές όλων των μαρτύρων, ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν, αξιολογήθηκαν πλήρως, έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους κάτι το οποίο θα γίνει εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).
Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.
Συνοψίζουμε τη μαρτυρία των μαρτύρων.
Ο αστυφύλακας 822 Παντελής Παπαθεοδώρου, ΜΚ1, αναφέρθηκε στις ενέργειες που προέβηκε, ως αυτές καταγράφονται στην κατάθεση του τεκμήριο 1, για διερεύνηση της υπόθεσης. Παρουσίασε τα τεκμήρια 2-51 τα οποία έλαβε στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του.
Ο ΗΗ, ΜΚ2, παραπονούμενος στην υπόθεση, έθεσε την εκδοχή του ως προς τα γεγονότα που τον οδήγησαν στην καταγγελία του κατηγορούμενου και που αποτελούν το αντικείμενο των υπό κρίση κατηγοριών.
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ΜΚ3, κατέθεσε σε σχέση με πιστοποίηση που προέβηκε σε έγγραφο που υπέγραψε και του παρουσίασε ο κατηγορούμενος, ως περιγράφει στην κατάθεση του τεκμήριο 56.
Ο Παναγιώτης Αβραάμ, ΜΚ4, αναφέρθηκε σε πιστοποίηση εγγράφου που προέβηκε, για το οποίο κάνει αναφορά στην κατάθεση του τεκμήριο 57 και την διαδικασία που ακολουθεί για το σκοπό αυτό.
Ο Μιχάλης Νεοφύτου, ΜΚ5, κατέθεσε αναφορικά με επιδόσεις εγγράφων που διενήργησε, ως καταγράφεται στις καταθέσεις του τεκμήρια 58-60, κατόπιν οδηγιών του κατηγορούμενου. Παρουσίασε και το τεκμήριο 61.
Ο αναπληρωτής λοχίας 299 Κυριάκος Κυριάκου, ΜΚ6, κατέθεσε σε σχέση με τις ενέργειες του, που καταγράφονται στην κατάθεση του τεκμήριο 62, για αποστολή στις αρχές της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου για διενέργεια εξετάσεων αναφορικά με τον ΖΙ και για τη εταιρεία Π LIMITED αντίστοιχα.
Ο δικηγόρος Γιώργος Κυπριανίδης, ΜΚ7, αναφέρθηκε στην εμπλοκή του στην υπόθεση για εκπροσώπηση της εταιρείας Π LIMITED σε αγωγή που εκκρεμούσε εναντίον της και την αποδοχή έκδοσης εκ συμφώνου Δικαστικής απόφασης εναντίον της, ως περιγράφει στις καταθέσεις του τεκμήρια 63 και 65. Παρουσίασε και τη δέσμη εγγράφων τεκμήριο 64.
Ο αναπληρωτής λοχίας 3284 Σταύρος Νικολάου, ΜΚ8, κατέθεσε αναφορικά με τις γραφολογικές εξετάσεις που διενήργησε σε έγγραφα που παραλήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και εξέθεσε τα συμπεράσματα του που καταγράφονται στο τεκμήριο 41. Παρουσίασε και το τεκμήριο 67.
Ο Ξένιος Αγαθοκλέους, ΜΚ9, κατέθεσε σε σχέση με την προσπάθεια κλήτευσης της ΜΔ για να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ως ΜΚ.
Ο κατηγορούμενος έθεσε την δική του εκδοχή ως προς την καταγγελία του παραπονούμενου και τα γεγονότα που κατά την θέση του περιβάλλει.
Ο Μάριος Μαρκίδης, ΜΥ1, κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας και κατέθεσε αναφορικά με τα αποτελέσματα που κατέληξε ως προς τις γραφολογικές εξετάσεις που διενήργησε σε διάφορα έγγραφα μετά από εντολή του κατηγορούμενου.
Ο ΧΧ, ΜΥ2, κατέθεσε αναφορικά με την υπογραφή της συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5.
Η ΑΔ, ΜΥ3, κατέθεσε σε σχέση με τη μετάβαση της στο υποστατικό που διατηρούσε ο ΜΥ1 και την υπογραφή της συμφωνίας τεκμήριο 5, από την ίδια ως μάρτυρας στην εν λόγω συμφωνία.
Είχαμε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης κάτι που θέτει το Δικαστήριο σε πλεονεκτική θέση στο να βλέπει, να ακούει και να αξιολογεί τους μάρτυρες (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Μελή ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 2/13, ημερομηνίας 13/3/19), ECLI:CY:AD:2019:A83, να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε με προσοχή και υπομονή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Θέσαμε ως δείκτη ανάμεσα σε άλλα το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και το κύρος της γνώσης των μαρτύρων, το όποιο προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη τους, τις ευκαιρίες που είχαν για να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη τους και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή για να πιστεύουν σε αυτά στα οποία κατέθεσαν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και τις όποιες υπερβολές, ανακολουθίες ή αντιφάσεις τους σε αντιπαραβολή με τις μικροαντιφάσεις, τη φιλαλήθεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Ήμασταν προσεκτικοί να μην προσδώσουμε υπέρμετρο βάρος στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυριακής τους συμπεριφοράς αφού κάτι τέτοιο εμπεριέχει επικινδυνότητα δεδομένου ότι δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να εδράζονται σε μεγάλο αριθμό αιτών και όχι κατ΄ ανάγκη από διάθεση να πουν ψέματα ή να παραπλανήσουν.
Αποτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του κατηγορούμενου, δεν περιοριστήκαμε στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά τη συσχετίσαμε και την αντιπαραβάλαμε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τη μαρτυρία των αστυνομικών την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να διακριβώσουμε αν τα όσα ανέφεραν εξέφραζαν πιστά και ορθά την πραγματικότητα (βλέπε, Volettos v. The Republic (1960) CLR 169).
Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολ. Έφεση 66/13, ημ. 4/11/19, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Πολ. Έφεση 269/12, ημ. 23/7/19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322).
Ο αστυφύλακας 822 Παντελής Παπαθεοδώρου, ΜΚ1, ήταν ο ανακριτής της υπόθεσης και κατά τη διερεύνηση της υπηρετούσε στο ΤΑΕ Λάρνακας. Στην κατάθεση του τεκμήριο 1, καταγράφει και περιγράφει όλες του τις ενέργειες τις οποίες προέβηκε στα πλαίσια των καθηκόντων του. Δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν ειλικρινής. Παρέθεσε με αμεσότητα και λεπτομέρεια την πορεία που ακολούθησαν οι ανακρίσεις από τη στιγμή που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης. Δεν προέκυψε οτιδήποτε κατά το στάδιο της αντεξέτασης του που να αλλοιώνει την καλή εικόνα που δημιούργησε στο Δικαστήριο. Ακόμα και θέσεις οι οποίες υποβλήθηκαν στο μάρτυρα περί πλημμελούς διερεύνησης ή και παράλειψης του να λάβει καταθέσεις από συγκεκριμένα άτομα παρέμειναν μετέωρες. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σύνολο των ενεργειών του οι οποίες ως έχουμε αναφέρει καταγράφονται στην κατάθεση του τεκμήριο 1 και οι οποίες αφορούσαν λήψη καταθέσεων από πρόσωπα τα οποία είχαν ανάμειξη στην υπόθεση συμπεριλαμβανομένου και του κατηγορούμενου. Πέραν των καταθέσεων που έλαβε παρέλαβε και διάφορα έγγραφα που είχαν σχέση με την υπόθεση στη βάση των θέσεων που του τέθηκαν στις καταθέσεις που έλαβε. Έλαβε επίσης και δείγματα γραφής τόσο από τον παραπονούμενο όσο και από τον κατηγορούμενο και τα οποία αποστάληκαν για επιστημονικές εξετάσεις. Προέβηκε στην κατάθεση των πλείστων τεκμηρίων που αφορούν την υπόθεση, ως τεκμήρια 2-51 τα οποία και επεξήγησε ενώπιον του Δικαστηρίου. Αναφέρθηκε επίσης και σε ενέργειες που άλλοι συνάδελφοι του είχαν προβεί για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης και για τις οποίες ο ίδιος ως ανακριτής έλαβε γνώση. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο μάρτυρας στις υπεύθυνες δηλώσεις τεκμήρια 33 και 34 για τις οποίες ανέφερε ότι του παραδόθηκαν από τον παραπονούμενο και στις οποίες φαίνεται με γυμνό μάτι μία υπογραφή η οποία είναι χαραγμένη στο χαρτί πλην όμως δεν φέρει μελάνι. Πρόσθεσε ότι οι εν λόγω δηλώσεις δόθηκαν στον παραπονούμενο από την μητέρα του κατηγορούμενου. Αυτό που δόθηκε όμως στον μάρτυρα κατά τη λήψη της κατάθεσης από τον παραπονούμενο ήταν αντίγραφα των εν λόγω δηλώσεων. Αναφερόμενος στην ένορκη δήλωση τεκμήριο 21 είπε ότι προέβηκε σε εξετάσεις για να διαπιστώσει ποιος λειτουργός του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας είχε λάβει τον όρκο και εντοπίστηκε συγκεκριμένος λειτουργός του οποίου η υπογραφή ομοίαζε με την υπογραφή του λειτουργού πλην όμως όταν του λήφθηκε κατάθεση ανέφερε ότι δεν ήταν αυτός που όρκισε την ένορκη δήλωση του κατηγορούμενου. Αναφέρθηκε ο μάρτυρας και στις ενέργειες τις οποίες προέβηκε για εντοπισμό του ΖΙ και παραπέμποντας στο τεκμήριο 49, που είναι η απάντηση στην Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, φαίνεται ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 28 μηνών από 27/6/2020 για το αδίκημα της απάτης και αποφυλακίστηκε στις 23/3/2022. Στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης είχε καλέσει στα γραφεία του ΤΑΕ Λάρνακας τον ΜΚ5, που ήταν το πρόσωπο το οποίο επέδωσε την αγωγή 2118/2020, για να δώσει διευκρινιστική κατάθεση ως προς τα χαρακτηριστικά του προσώπου στο οποίο επέδωσε την εν λόγω αγωγή. Διευθέτησε έτσι ώστε να παρευρίσκεται και εκεί ο παραπονούμενος χωρίς όμως να αναφέρει στον ΜΚ5 ποιος ήταν. Αν και είχε καλή οπτική επαφή μαζί του εντούτοις ο ΜΚ5 δεν έκανε οποιοδήποτε σχόλιο σε σχέση με το πρόσωπο του παραπονούμενου. Ρωτήθηκε ο μάρτυρας κατά πόσο προέβηκε σε έρευνα αν ο παραπονούμενος είχε λάβει οποιοδήποτε ποσό από την εταιρεία Π LTD. Η απάντηση του μάρτυρα ήταν ότι δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε έρευνα. Βέβαια η θέση αυτή της υπεράσπισης είχε σαν στόχο να θέσει ότι υπήρξε ελλειπής διερεύνηση από πλευράς ΜΚ1. Η μη έρευνα του μάρτυρα ως προς αυτό το στοιχείο δεν πλήττει την αξιοπιστία του καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη στιγμή που ο μάρτυρας εξήγησε ότι ο παραπονούμενος του ανέφερε ότι δεν είχε λάβει οποιοδήποτε ποσό αφού δεν είχε γνώση ούτε για τη συγκεκριμένη εταιρεία αλλά ούτε και για την αγωγή. Πρόσθεσε ότι, μετά από έρευνα που έκανε, η συγκεκριμένη εταιρεία είχε μετοχικό κεφάλαιο 1 στερλίνα και στη συνέχεια είχε διαλυθεί. Είπε περαιτέρω ότι ο παραπονούμενος έδωσε κατάθεση, ανέφερε ότι δεν έλαβε οποιοδήποτε ποσό και δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ύποπτο πρόσωπο για να διενεργηθεί οποιαδήποτε έρευνα εναντίον του. Επί της ίδιας γραμμής κινήθηκε και η θέση της υπεράσπισης για την ένορκη δήλωση τεκμήριο 23, η οποία πιστοποιήθηκε από τον Πρωτοκολλητή Ανδρέα Αντωνίου. Αποτελούσε και αυτό το ζήτημα προσπάθεια της υπεράσπισης να αναδείξει την ελλειπή διερεύνηση της υπόθεσης από τον ΜΚ1. Και αυτή η προσπάθεια θεωρούμε ότι έπεσε στο κενό. Ο μάρτυρας εξήγησε ότι δεν χρειαζόταν να ληφθεί κατάθεση από τον Πρωτοκολλητή αφού αυτό που αμφισβητείται δεν είναι η υπογραφή του παραπονούμενου στην εν λόγω ένορκη δήλωση αλλά το περιεχόμενο της.
Η μαρτυρία του ΜΚ1 γίνεται αποδεκτή.
O παραπονούμενος, ΜΚ2, αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο των καταθέσεων του που έδωσε στην Αστυνομία τεκμήρια 3, 9, 30 και 35, θέτοντας τα γεγονότα και την κατά τη θέση του εξαπάτηση του από τον κατηγορούμενο και που αποτέλεσε το αντικείμενο της καταγγελίας του. Η εντύπωση που αποκομίσαμε από τον εν λόγω μάρτυρα ήταν θετική. Κρίση μας είναι ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας ο οποίος παρέθεσε τα γεγονότα με αυθορμητισμό και συνοχή χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις που θα κλόνιζαν την αξιοπιστία του. Να θέσουμε εξαρχής ότι ο μάρτυρας, μετά που αντιλήφθηκε ότι καταχωρίστηκαν Δικαστικές διαδικασίες εναντίον του και καταχωρίστηκε ΜΕΜΟ επί της περιουσίας του, προέβηκε σε σπασμωδικές κινήσεις όπως ήταν η επικοινωνία που είχε τόσο με τους ΜΚ5 και ΜΚ7 όσο και με τους ΜΥ2 και ΜΥ3. Οφειλόταν στον πανικό του όταν αντιλήφθηκε ότι είχε εκδοθεί Δικαστική απόφαση εναντίον του και προς όφελος του κατηγορούμενου, για ποσό πέραν των €2,000.000. Ακόμα και η μη σαφής τοποθέτηση του, ως προς έγγραφα που φέρουν την υπογραφή του και αν ήταν ο ίδιος που τα υπέγραψε, δεν μπορούν να αλλοιώσουν την καλή εικόνα που δημιουργήσαμε για τον μάρτυρα δεδομένου ότι υπέγραψε μεγάλο αριθμό εγγράφων με τη θέση του να είναι ότι του τα παρουσίαζε ο κατηγορούμενος και χωρίς να τα διαβάσει τα υπέγραφε. Εξήγησε βέβαια ο μάρτυρας ότι έθετε την υπογραφή του αφού προηγουμένως είχε συνάντηση με τον κατηγορούμενο ο οποίος τα ετοίμαζε από πριν και του έλεγε να τα διαβάσει και να προβεί σε διορθώσεις. Την επόμενη μέρα, κατά την συνάντηση τους στο Δικαστήριο, του τα παρουσίαζε και πάλι ο κατηγορούμενος και με πρόφαση την ταχύτητα καθότι θα έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ή και ότι τα διάβασε την προηγούμενη μέρα, ο παραπονούμενος δεν τα διάβαζε παρά μόνο τα υπέγραφε. Να προσθέσουμε εδώ ότι οι αναφορές του σε κατάθεση του που έδωσε στην αστυνομία, τεκμήριο 3, για πλαστογράφηση της υπογραφής του σε έγγραφα δεν υπέχει σημασία δεδομένου ότι στα αδικήματα που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δεν περιλαμβάνονται κατηγορίες για πλαστογραφία. Ήταν θεωρούμε και αυτή μία τοποθέτηση του που υποστηρίζει την εκδοχή του ότι δηλαδή υπέγραφε έγγραφα χωρίς να διεξέρχεται το περιεχόμενο τους. Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο οι εκφρασθείσες θέσεις του για τα έγγραφα που υπέγραφε σε σχέση με την καταγγελία του για εξαπάτηση του από τον κατηγορούμενο ευσταθούν. Σε κάθε περίπτωση κατά την ένορκη μαρτυρία του εξήγησε ότι η αντίληψη του ότι οι υπογραφές ήταν πλαστογραφημένες ήταν διότι δεν είδε τα έγγραφα, στη βάση του τρόπου που του τα παρουσίαζε ο κατηγορούμενος. Δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό του ότι θα έκανε τέτοια απάτη. Έχοντας εμπιστοσύνη στον κατηγορούμενο επί της ουσίας υπέγραφε ότι του παρουσίαζε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και χωρίς να τα διαβάζει. Στην κατάθεση του τεκμήριο 3, αναφέρεται αρχικά σε αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με τον κατηγορούμενο να τον εκπροσωπεί εναντίον Αγγλικής εταιρείας σχετικά με λίβελο. Στα πλαίσια της αγωγής αυτής τον κάλεσε στις 11/12/2020, 3/2/2020, 28/2/2020, 19/10/2020 και 7/12/2020. Εκεί του έδινε έγγραφα τα οποία υπέγραφε χωρίς να τα διαβάσει και χωρίς να λάβει γνώση για το περιεχόμενο τους. Μετά παρέλευση κάποιου χρόνου προσπάθησε να έρθει σε επικοινωνία με τον κατηγορούμενο για να τον ρωτήσει σε σχέση με την αγωγή πλην όμως δεν του απαντούσε τα τηλέφωνα. Επικοινώνησε με την μητέρα του η οποία του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος πιθανόν να έβαλε ΜΕΜΟ στην ακίνητη περιουσία του. Μετά από έρευνα στο Κτηματολόγιο διαπίστωσε ότι ενέγραψε ΜΕΜΟ για την αγωγή με αριθμό [ ]. Η ίδια η μητέρα του κατηγορούμενου του παρέδωσε το πιστοποιητικό έρευνας ημερομηνίας 4/6/2021 τεκμήριο 4, όπου καταγράφονται τα ΜΕΜΟ. Ο ίδιος όμως είχε λάβει γνώση για την αγωγή 2118/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας από προηγουμένως και πάλι από την μητέρα του κατηγορούμενου. Έμαθε και για την ύπαρξη της αγωγής 2914/2020 και μετέβηκε στο Δικαστήριο όπου διαπίστωσε ότι αυτή αφορούσε καταβολή οφειλόμενου ποσού προς αυτόν από την εταιρεία Π Ltd για μετατροπή 800 εμπορευματοκιβωτίων σε ψυκτικούς θαλάμους. Ο ίδιος δεν είχε γνώση για την αγωγή ούτε και απαίτηση είχε από την εταιρεία αυτή. Υπήρξε επικοινωνία με κάποιον που του παρουσιάστηκε ως ΖΙ ο οποίος του ζήτησε να μετατρέψει εμπορευματοκιβώτια σε ψυκτικούς θαλάμους. Ουδέποτε όμως πραγματοποίησε τις εν λόγω εργασίες ούτε και αξίωσε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό. Πέραν των πιο πάνω διαπίστωσε ότι υπήρχε και συμφωνία δικηγορικής αμοιβής με οφειλέτη τον ίδιο και αντισυμβαλλόμενο του τον κατηγορούμενο και αφορούσε αμοιβή του τελευταίου για ποσό που ξεπερνούσε τα €2.000.000. Εντόπισε στο φάκελο του Δικαστηρίου και δύο ένορκες δηλώσεις ημερομηνίας 20/11/2020 και 23/11/2020. Αναφορικά με την αγωγή με αριθμό [ ] του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εκδόθηκε απόφαση προς όφελος του για ποσό €10.000.000 αλλά ουδέποτε έλαβε τέτοιο ποσό αλλά ούτε και το αξιώνει. Το περιεχόμενο της κατάθεσης του μάρτυρα τεκμήριο 3, αποτελεί μία σύνοψη των γεγονότων ως προς την κατά τη θέση του εξαπάτησης του από τον κατηγορούμενο. Στην κατάθεση του τεκμήριο 9 που έδωσε 4 μήνες αργότερα αναφέρεται σε περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση. Κατά τη λήψη της κατάθεσης του αυτής παρέδωσε και μεγάλο αριθμό εγγράφων τα οποία και κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και στα οποία αναφέρθηκε. Η παρέλευση του χρόνου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο αναξιοπιστίας του, ως ήταν η θέση της υπεράσπισης, δεδομένης της φύσης της υπόθεσης και των εγγράφων που εξασφάλισε ο μάρτυρας, που πλείστα ήταν εντός φακέλων Δικαστηρίου, και παρουσίασε στην αστυνομία. Δεν διακρίναμε οποιοδήποτε στοιχείο υστεροβουλίας αλλά την προσπάθεια του ΜΚ2 να διερευνήσει και να μάθει κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκε να οφείλει στον κατηγορούμενο ένα τεράστιο ποσό. Έθεσε για την επικοινωνία που είχε μαζί του κάποιος ΖΙ, με τον οποίο ουδέποτε συναντήθηκε, που τον ρώτησε αν ήθελε να υποβάλει προσφορά για την μετατροπή εμπορευματοκιβωτίων σε εμπορευματοκιβώτια για κατάψυξη, τη λήψη ηλεκτρονικής επιστολής από την εταιρεία Π LTD για να υποβάλει προσφορά και σε επόμενες επικοινωνίες που υπήρξαν μεταξύ τους και που επιλέγηκε τελικά η εταιρεία του για να διεκπεραιώσει την εργασία. Υπήρξε μία περίοδος που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του με την τελευταία ηλεκτρονική επιστολή να αποστέλλεται 21/9/2020 χωρίς όμως να λάβει κάποια απάντηση. Θεώρησε ότι το ζήτημα ναυάγησε και δεν ασχολήθηκε ξανά με αυτό. Τον Μάιο όμως του 2020 είχε επικοινωνήσει μαζί του κάποιος επιδότης ο οποίος τον έψαχνε για να του επιδώσει αγωγή που είχε καταχωριστεί εναντίον του για κάποιο εργατικό ατύχημα. Του επιδόθηκε η αγωγή και επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο ο οποίος τον καθησύχασε ότι θα χειριζόταν ο ίδιος το όλο θέμα. Μετά από παρέλευση ολίγων ημερών ενημερώθηκε από τον κατηγορούμενο ότι η αγωγή καταχωρίστηκε εκ παραδρομής εναντίον της εταιρείας του αντί κάποιας άλλης εταιρείας και του ζήτησε €4.000 για να αποσυρθεί η αγωγή, ποσό το οποίο ο ΜΚ2 κατέβαλε στον κατηγορούμενο. Είπε ότι δεν είχε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο για τα χρήματα που έδωσε διαφωνώντας όμως ότι δεν του τα έδωσε. Πρόσθεσε όμως χαρακτηριστικά, εξηγώντας τον λόγο που δεν έλαβε απόδειξη «Α. Γιατί να πιάσω από τον αδελφό μου απόδειξη, από τον φίλο μου, από τον συγγενή μου…», κάτι που δείχνει την εμπιστοσύνη που είχε στον κατηγορούμενο. Δεν πρόκειται βέβαια για υπερβολές, ως η θέση της υπεράσπισης, αφού από τη μαρτυρία που τέθηκε προκύπτει ότι υπήρχε μία στενή σχέση μεταξύ όχι μόνο των δύο αλλά και των οικογενειών τους. Μετά από αυτό του είπε ότι η ενάγουσα εταιρεία είχε προβεί σε δυσφήμηση εναντίον της εταιρείας του και ότι θα μπορούσε να διεκδικήσει αποζημίωση. Λόγω της εμπιστοσύνης που είχε στο πρόσωπο του κατηγορούμενου του έδωσε άλλες €7.000 με €8.000 σε μετρητά μεταξύ των μηνών Ιουνίου του 2020 μέχρι και Απρίλιο του 2021. Ο κατηγορούμενος επικοινώνησε μαζί του μετά από λίγες μέρες και τον ενημέρωσε ότι καταχωρίστηκε αγωγή για δυσφήμηση με αξίωση το ποσό των €100.000 εναντίον της εταιρείας Ο LTD Landon. Αρνήθηκε και πάλι την υποβολή ότι δεν έδωσε αυτό το ποσό στον κατηγορούμενο λέγοντας ότι τα έδωσε αφού θα τα έπαιρνε πίσω. Υποβλήθηκε επίσης στον μάρτυρα ότι οι οδηγίες που έδωσε στον κατηγορούμενο ήταν για την καταχώριση αγωγής εναντίον της Π, θέση την οποία ο μάρτυρας αρνήθηκε θέτοντας ότι οι οδηγίες του ήταν για την Ο . Έθεσε ο μάρτυρας ότι μετά την υποτιθέμενη καταχώριση της αγωγής ο κατηγορούμενος του είπε ότι τους έγινε προσφορά για αποζημίωση στο ποσό των €50.000 για διευθέτηση της αγωγής και λάμβανε και τηλεφωνήματα, τα οποία έδωσε στην αστυνομία, ότι θα πληρωνόταν το ποσό. Του είπε όμως ότι θα έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον του Πρωτοκολλητείου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ώστε να υπογράψει κάποια έγγραφα για να μπορεί να υποβληθεί η πρόταση συμβιβασμού. Εξήγησε ο μάρτυρας πως ετοιμάζονταν τα έγγραφα και πως τα υπέγραφε. Του τα έδειχνε ο κατηγορούμενος στον υπολογιστή με τον ίδιο να τα διαβάζει. Την επόμενη μέρα συναντιόνταν στην καφετέρια του Δικαστηρίου στη Λευκωσία, του παρουσίαζε έγγραφα και όταν πήγαινε να τα διαβάσει του έλεγε ότι δεν χρειαζόταν αφού τα είχε διαβάσει την προηγούμενη μέρα και θα δημιουργείτο καθυστέρηση. Ανέφερε ο μάρτυρας ότι τα έγγραφα που του έδειχνε από τον υπολογιστή ουδεμία σχέση έχουν με τις ένορκες δηλώσεις που τελικά υπέγραψε. Όταν ζητούσε μάλιστα να παρουσιαστεί και ο ίδιος στο Δικαστήριο ο κατηγορούμενος του έλεγε ότι δεν επιτρεπόταν λόγω της πανδημίας. Μετά από αυτό του είπε ότι έπρεπε να καταχωρήσουν ακόμη μία αγωγή για δυσφήμιση και ότι έγινε και γι’ αυτήν πρόταση για διευθέτηση της στο ποσό των €40.000. Αν και ενημερώθηκε από τον κατηγορούμενο ότι εκδόθηκαν αποφάσεις εντούτοις δεν είχε εισπράξει οποιοδήποτε ποσό κάτι το οποίο ανέφερε στον κατηγορούμενο ο οποίος και πάλι τον καθησύχασε. Την 21/5/2021 του ζήτησε να του δώσει τις Δικαστικές αποφάσεις για να καταχωρήσει MEMO στην περιουσία της εναγόμενης εταιρείας. Ο κατηγορούμενος τον ενημέρωσε ότι είχε ήδη καταχωρίσει ΜΕΜΟ μέσω ενός συνεργάτη του δικηγόρου στην Αγγλία. Του έδωσε μάλιστα και ένα αριθμό τηλεφώνου ο οποίος παρά τις προσπάθειες του ΜΚ2 ήταν συνέχεια απενεργοποιημένος. Προσπάθησε να επικοινωνήσει και με τον κατηγορούμενο αλλά και αυτού του τηλέφωνο ήταν απενεργοποιημένο. Ήταν τότε που υποψιάστηκε ότι τα χρήματα είχαν πληρωθεί και τα έκλεψε ο κατηγορούμενος. Προέβηκε σε καταγγελία στο ΤΑΕ Λάρνακος και επικοινώνησε και με την μητέρα του η οποία του ανέφερε ότι ο γιος της είχε κάνει διάφορες απάτες στο παρελθόν. Του είπε περαιτέρω ότι τυχαία είχε δει κάποια έγγραφα που έγραφαν πάνω το όνομα του και θέλοντας να τον προφυλάξει είπε στον κατηγορούμενο να υπογράψει δύο υπεύθυνες δηλώσεις ενώπιον πιστοποιούντα υπαλλήλου στις οποίες ο κατηγορούμενος δηλώνει ότι δεν έχει απαίτηση ούτε εκκρεμεί οποιοδήποτε ποσό σαν αμοιβή για τις υποθέσεις που έχει αναλάβει εκ μέρους του. Μετά από αυτό διαπίστωσε και τα ΜΕΜΟ που είχε στην περιουσία του αλλά και ότι είχε εκδοθεί απόφαση προς όφελος του και εις βάρος της Π LTD για το ποσό των €10.000.000. Αναφέρθηκε ο μάρτυρας στις ένορκες δηλώσεις και στα έγγραφα τα οποία εντόπισε στο φάκελο και τα οποία παρέδωσε στην αστυνομία. Ήταν η θέση του μάρτυρα ότι η αγωγή 2914/2020 ήταν κατασκεύασμα του κατηγορούμενου προκειμένου μετέπειτα με την ισχυριζόμενη συμφωνία δικηγορικής αμοιβής ημερομηνίας 14/10/2020 να αποσπάσει από αυτόν χρήματα με δόλιο τρόπο. Διαπίστωσε ότι η εναγόμενη Αγγλική εταιρεία Π LTD ιδρύθηκε στις 7/7/2020 με μοναδικό μέτοχο τον ΖΙ και έχει μία μετοχή ονομαστικής αξίας 1 Αγγλικής στερλίνας. Επικοινώνησε και με τον δικηγόρο Γεώργιο Κυπριανίδη ο οποίος είχε εμφανιστεί εκ μέρους του ΖΙ στην εν λόγω αγωγή. Επικοινωνία είχε και με τον επιδότη Μιχάλη Νεοφύτου ο οποίος του εξήγησε πως έγινε η επίδοση. Αναφερόμενος στην αγωγή 2118/2020 είπε ότι ο κατηγορούμενος βάζοντας τον να υπογράψει διάφορα έγγραφα εξασφάλισε απόφαση εναντίον του για το ποσό των €2.145.332 η οποία ήταν στη βάση της ισχυριζόμενης συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής ημερομηνίας 14/10/2020 και που την κατασκεύασε ο κατηγορούμενος με βάση την αγωγή 2914/2020. Αρνήθηκε τη θέση ότι η αγωγή 2118/2020 του επιδόθηκε αναφέροντας ότι αν του επιδιδόταν θα εμφανιζόταν σε αυτή και δεν θα εκδιδόταν απόφαση εναντίον του. Η θέση αυτή του παραπονούμενου ότι δηλαδή θα διόριζε δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει, υποστηρίζεται από τον τρόπο που ενεργούσε σε παρόμοιες περιπτώσεις όταν είχε κάποια Δικαστικά θέματα. Αποτεινόταν σε δικηγόρο για αντιμετώπιση του ζητήματος. Πόσω μάλλον όταν η αγωγή που στρεφόταν εναντίον του ήταν για ποσό που ξεπερνούσε τα €2.000.000. Αν και η εν λόγω αγωγή αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε ως τεκμήριο 61, συμπεριλαμβανομένης και της ένορκης δήλωσης επίδοσης, φέρει την υπογραφή του, εν τούτοις κρίνουμε ότι η θέση του ότι δεν του επιδόθηκε δεν είναι τίποτε άλλο από την εντύπωση που δημιούργησε ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε με τρόπο για να τον ξεγελάσει. Να υπενθυμίσουμε ότι η αγωγή με αριθμό [ ] είναι μεταγενέστερη της αγωγής 2194/20 αφού η πρώτη ήταν αποτέλεσμα της δεύτερης και μέρος του ισχυριζόμενου σχεδίου του κατηγορούμενου. Κατά το χρόνο επίδοσης της ο ΜΚ2 δεν γνώριζε καν την ύπαρξη της αγωγής 2914/20 και πίστευε ότι υπέγραφε έγγραφα για αγωγή για λίβελο. Ακόμα όμως και ο τρόπος που επιδόθηκε η αγωγή ενισχύουν τη θέση του ΜΚ2 και ότι δεν αντιλήφθηκε ότι του επιδόθηκε αγωγή. Ενώ καταχωρίστηκε στη Λάρνακα και ο ΜΚ2 ως εναγόμενος διαμένει στην Αραδίππου εν τούτοις μετέβηκε στο Δικαστήριο στη Λευκωσία και του επιδόθηκε εκεί. Ανέφερε επίσης ο μάρτυρας ότι οι αγωγές με αριθμούς [ ] και [ ] είχαν ως διάδικο τον ίδιο προσωπικά και όχι την εταιρεία του Κ LTD η οποία ήταν και αυτή που έδωσε την προσφορά προς τον ΖΙ. Ο μάρτυρας αναγνώρισε και τα τεκμήρια 14 και 15 ως τα έγγραφα που παρέδωσε στην αστυνομία. Εξήγησε ότι επρόκειτο για δηλώσεις ημερομηνίας 30/4/2021 και 11/2/2021 αντίστοιχα που του παρέδωσε η μητέρα του κατηγορούμενου. Όταν τις τοποθέτησε στο ταμπλώ του αυτοκινήτου η υπογραφή εξαφανίστηκε διότι ο κατηγορούμενος υπέγραψε με μελάνι που ξεβάφει. Αν και πρόκειται για αντίγραφα είπε ότι αν το πρωτότυπο του τεκμηρίου 15 τοποθετεί στον ήλιο το μελάνι θα φύγει και σε αυτή τη δήλωση. Αναγνώρισε βέβαια στα τεκμήρια 33 και 34 τις πρωτότυπες υπεύθυνες δηλώσεις των τεκμηρίων 14 και 15, ως τις δηλώσεις που του παραδόθηκαν από την μητέρα του κατηγορούμενου. Διερωτήθηκε ο ΜΚ2, όταν του υποβλήθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν υπόγραψε τις εν λόγω δηλώσεις, αν είναι ψεύτες τα πρόσωπα που τις πιστοποίησαν αλλά και η μητέρα του που τον έβαλε να το κάνει. Αρνητική ήταν και η θέση του ως προς την υπογραφή στο τεκμήριο 31 εξηγώντας ότι δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιήσει την κάρτα Revolut του αδελφού του κατηγορούμενου τη στιγμή που έχει και ο ίδιος κάρτες της Ελληνικής και της τράπεζας Κύπρου. Αν ήθελε κάρτα Revolut μπορούσε να την πάρει από τη σύζυγό του. Δέχθηκε ότι η υπογραφή στο τεκμήριο 36 είναι η υπογραφή του λέγοντας ότι την έθεσε όπως και σε άλλες περιπτώσεις λόγω της εξαπάτησης του από τον κατηγορούμενο. Πρόσθεσε ότι δεν έλαβε οποιοδήποτε ποσό από την Π. Ίδια ήταν η θέση του και ως προς την υπογραφή του τεκμηρίου 50. Δεχόμενος ότι το υπέγραψε, ανέφερε ότι ο ίδιος ουδέποτε πρόβηκε σε έρευνα στον φάκελο. Εξήγησε σε σχέση με το εν λόγω τεκμήριο ότι πήγαν σε μία αίθουσα στο Δικαστήριο και αφού ο κατηγορούμενος τον έβαλε και υπόγραψε, έπαιρνε τα έγγραφα χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει κάτι αλλά ούτε και για την συγκεκριμένη αγωγή είχε γνώση. Ερωτώμενος για τις ένορκες δηλώσεις ημερομηνίας 23/10/2020 και 20/11/2020 τεκμήρια 6 και 7 αντίστοιχα επανέλαβε τη θέση του ότι τις υπέγραψε με τον ίδιο τρόπο που υπέγραψε και άλλα έγγραφα που του παρουσίαζε ο κατηγορούμενος χωρίς να διαβάζει το περιεχόμενο τους. Τέθηκε στον μάρτυρα, με την κατάθεση των τεκμηρίων 54 και 55 ότι δεν είναι δυνατόν ενώ δεν ήταν καλά στην υγεία του να καταρτίζει δανειακές συμβάσεις και από την άλλη ως επιτυχημένος επιχειρηματίας να ξεγελάστηκε από τον κατηγορούμενο. Ανέφερε ότι το ότι είχε άγχος δεν τον εμπόδιζε από το να κάνει δάνεια και να αγοράζει ακίνητα. Επανέλαβε και πάλι τον τρόπο που ξεγελάστηκε από τον κατηγορούμενο και την εμπιστοσύνη που του είχε. Αναφορικά με τη συμφωνία δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5, είπε ότι ουδέποτε το είδε και ενημερώθηκε ως προς το ποιοι ήταν οι μάρτυρες μετά που ερεύνησε το φάκελο της αγωγής στην οποία ήταν κατατεθειμένη. Να τεθεί εδώ ότι δεν υποβλήθηκε στο μάρτυρα κατά την αντεξέταση του αν στο τεκμήριο 5 είναι οι μονογραφές του και η υπογραφή του. Δεν αναφέρετε και κάτι σχετικό ούτε στην κατάθεση του τεκμήριο 9. Αναφορά γίνεται στην κατάθεση του τεκμήριο 3 όπου αναφέρει ότι η υπογραφή του είναι πλαστογραφημένη. Εξηγήσαμε πιο πάνω ότι η ίδια δήλωση έγινε για όλα τα έγγραφα και για την οποία έδωσε πειστική εξήγηση. Η αναφορά του μάλιστα σε σχέση με την υπογραφή του τεκμηρίου 5 συνάδει και με τον τρόπο που είπε ότι υπέγραφε τα έγγραφα που του παρουσίαζε ο κατηγορούμενος χωρίς να τα διαβάζει. Ακόμα και η υπογραφή του τεκμηρίου 5 που κατά τη θέση της υπεράσπισης έγινε σε μία καφετέρια υποστηρίζει συνάδει με τη θέση του ΜΚ2 ότι υπέγραφε έγγραφα χωρίς να τα διαβάζει. Είπε περαιτέρω ότι έγινε προσπάθεια από συγγενικά του κατηγορούμενου πρόσωπα για να αποσύρει την καταγγελία του και στη συνέχεια άρχισε τις απειλές. Του δόθηκε από το θείο του κατηγορούμενου και δέσμη τίτλων ακίνητης ιδιοκτησίας τεκμήριο 52, για να αποσύρει την καταγγελία του. Στη θέση ότι ουδέποτε ο κατηγορούμενος έδωσε οδηγίες σε κάποιον για να του προτείνει συμβιβασμό, ο μάρτυρας απάντησε ότι για να του δοθούν οι τίτλοι ιδιοκτησίας τότε θα πρέπει να υπογράψει ο ιδιοκτήτης.
Η μαρτυρία του ΜΚ2 γίνεται αποδεκτή.
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ΜΚ3, αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 56, στην οποία και αναφέρει ότι είναι εγγεγραμμένος πιστοποιών υπάλληλος από το 2017. Ο εν λόγω μάρτυρας κλήθηκε να καταθέσει σε σχέση με την υπεύθυνη δήλωση που φέρεται ότι υπέγραψε ο κατηγορούμενος και πιστοποιήθηκε από τον ίδιο και επισυνάπτεται στην κατάθεση του. Ο ΜΚ3 κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Κατέθεσε με ειλικρίνεια ως προς το τι του παρουσιάστηκε, από ποιον του παρουσιάστηκε το εν λόγω έγγραφο, που το πρωτότυπο του κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήριο 33, και τη διαδικασία που ο ίδιος ακολουθεί και ακολούθησε για την πιστοποίηση του. Ανέφερε ότι αφού πάει ο πελάτης στο γραφείο του και του παρουσιάσει έγγραφο για πιστοποίηση, του ζητά ταυτότητα ή διαβατήριο ή άδεια οδηγού για να προβεί στην ταυτοποίηση του προσώπου. Στη συνέχεια υπογράφει ενώπιον του και πιστοποιεί την υπογραφή του βάζοντας την σφραγίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και την δική του σφραγίδα με το όνομα και το επίθετο του. Υπογράφει πάνω από την σφραγίδα του ενώ κάτω από τις υπογραφές και τις σφραγίδες αναγράφει την ημερομηνία που υπογράφηκε το έγγραφο ενώπιον του. Σε περίπτωση που υπάρχει χαρτόσημο το ακυρώνει με σχετική σφραγίδα. Δεν τον αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου. Αναφερόμενος στο επίδικο έγγραφο αναγνώρισε την υπογραφή του και τη σφραγίδα του ως επίσης και τη σφραγίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έθεσε ότι για να έχει την υπογραφή του και τις σφραγίδες σημαίνει ότι το πιστοποίησε αφού πρώτα ο ΔΔ υπόγραψε ενώπιον του και του υπέδειξε την ταυτότητα του. Πρόσθεσε ότι στο εν λόγω έγγραφο σίγουρα υπήρχε η υπογραφή του υπεύθυνου δηλούντα καθώς και η ημερομηνία που υπέγραψε. Εξήγησε ότι υπάρχει περίπτωση να μην γράψει την ημερομηνία ξανά αν ήδη υπάρχει στο έγγραφο. Οπόταν στο συγκεκριμένο έγγραφο, είπε ο ΜΚ3, υπάρχει πιθανότητα η ημερομηνία να ήταν αναγεγραμμένη πριν την πιστοποίηση και ακολούθως να σβήστηκε. Λόγω του ότι δεν αναγράφεται η ημερομηνία στο έγγραφο δεν μπορεί να πει πότε το πιστοποίησε. Επεξήγησε επίσης ότι αν το χαρτόσημο που φέρει το έγγραφο τοποθετείτο πριν την πιστοποίηση τότε θα το ακύρωνε πλην όμως επειδή είναι αντίγραφο δεν μπορεί να διακρίνει αν είναι ακυρωμένο. Αναφερόμενος περαιτέρω στο έγγραφο και στην χειρόγραφη δήλωση που υπάρχει «Υπέγραψε στην παρουσία μου στις 30/4/2021», και σφραγίδα που διακρίνεται το όνομα «ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ», είπε ότι η δήλωση, η υπογραφή και η σφραγίδα δεν έγιναν από τον ίδιο ούτε ήταν αναγεγραμμένα όταν πιστοποίησε το έγγραφο. Ο γραφικός χαρακτήρας δεν είναι ο δικός του, ενώ φαίνεται να έγινε επέμβαση μετά την πιστοποίηση του. Είπε ότι δεν γνωρίζει τη ΜΔ αλλά μπορεί να συνόδευσε άλλο άτομο που πήγε ενώπιον του και να μην θυμάται το όνομα της. Όσον αφορά τον κατηγορούμενο ανέφερε ότι λόγω των πολλών ατόμων που επισκέπτεται το γραφείο του δεν συγκρατεί φυσιογνωμίες. Γνωρίζει όμως τον ΜΚ2 αφού πήγε και για άλλες υπογραφές και τον έχει πιστοποιήσει αρκετές φορές. Αρνήθηκε τη θέση ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε υπέγραψε ενώπιον του το εν λόγω έγγραφο επαναλαμβάνοντας ότι δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπογράψει ότι παρουσιάστηκε κάποιος ενώπιον του και να μην είναι έτσι. Είπε τέλος ότι μετά το 2023 εκδίδουν διά νόμου απόδειξη. Προηγουμένως δεν υπήρχε νομοθεσία για τέτοια υποχρέωση.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ3.
Θετική ήταν η εντύπωση που αποκομίσαμε και από τον πιστοποιούντα υπάλληλο Παναγιώτη Αβραάμ, ΜΚ4. Υιοθέτησε και αυτός με τη σειρά του το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 57. Διευκρίνησε ότι αν και στην κατάθεση του λέει ότι δεν γνωρίζει τον ΔΔ εν τούτοις τον γνωρίζει πολύ καλά αφού τον γνώρισε ως τον γιο της ΜΔ στο κτηματολόγιο. Η μαρτυρία του περιστράφηκε επί της πιστοποίησης ημερομηνίας 11/2/2021, που διενήργησε σε υπεύθυνη δήλωση και της οποίας αντίγραφο επισυνάπτεται στην κατάθεση του. Δεν προέκυψε κάτι κατά το στάδιο της αντεξέτασης του που θα κλόνιζε την αξιοπιστία του. Παρέθεσε με σαφήνεια την διαδικασία που ακολουθεί όταν πρόκειται να πιστοποιήσει κάποιο έγγραφο αλλά και το τί έπραξε σε σχέση με το επίδικο έγγραφο. Είπε ότι όταν κληθεί να πιστοποιήσει κάποιο έγγραφο τις πλείστες φορές ο πελάτης υπογράφει ενώπιον του. Αν το έγγραφο είναι ήδη υπογραμμένο τότε τον βάζει και υπογράφει σε άλλο έγγραφο έτσι ώστε να διαπιστώσει ότι είναι πράγματι η υπογραφή του. Στην συνέχεια του υποδεικνύεται το δελτίο ταυτότητας του και τότε βάζει την σφραγίδα του και προβαίνει στην πιστοποίηση θέτοντας και την υπογραφή του. Αν το έγγραφο έχει χαρτόσημα δεν χρησιμοποιεί σφραγίδα «ΑΚΥΡΟ» αλλά τοποθετεί τη σφραγίδα του πιστοποιούντα υπαλλήλου. Αναφερόμενος στο επίδικο έγγραφο, αναγνώρισε την υπογραφή και σφραγίδα του και το λεκτικό συμπληρώθηκε από τον ίδιο. Δεν θυμόταν να πει αν υπογράφηκε εκεί ή αν του παρουσιάστηκε υπογραμμένο. Το χαρτόσημο που φέρει, πρόσθεσε ο μάρτυρας, τοποθετήθηκε μετά την πιστοποίηση αφού δεν φέρει την σφραγίδα του. Είπε ότι σε περίπτωση που του φέρει το έγγραφο υπογραμμένο τότε το πιστοποιεί μετά που θα τον ρωτήσει α είναι η υπογραφή του και εφόσον το φέρει ο ίδιος. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεγελάστηκε για να πιστοποιήσει το επίδικο έγγραφο.
Η μαρτυρία του ΜΚ4 γίνεται αποδεκτή.
Ο Μιχάλης Νεοφύτου, ΜΚ5, είναι ιδιώτης Δικαστικός επιδότης, ως αναφέρει και στην κατάθεση του τεκμήριο 58 και επιδίδει Δικαστικά έγγραφα προς εξυπηρέτηση δικηγόρων ανά το Παγκύπριο από το 1997. Πέραν της κατάθεσης του τεκμήριο 58, ο μάρτυρας είχε δώσει ακόμα δύο καταθέσεις τα τεκμήρια 59 και 60 και στις οποίες περιγράφει το ιστορικό της εμπλοκής του στην εν λόγω υπόθεση. Στη δε κατάθεση του τεκμήριο 60 περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο διενεργεί τις επιδόσεις που του ανατίθενται. Μεταξύ των δικηγόρων που εξυπηρετεί είναι και ο κατηγορούμενος. Ο μάρτυρας κλήθηκε να καταθέσει σε σχέση με επιδόσεις εγγράφων που αφορούν την αγωγή 2118/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας αλλά και την αγωγή 2914/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μετά από οδηγίες που έλαβε από τον κατηγορούμενο. Ο εν λόγω μάρτυρας ήταν άμεσος, σαφής και σταθερός στις απαντήσεις του και επεξήγησε με λεπτομέρεια τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε για επίδοση εγγράφων στη βάση οδηγιών και εντολών του κατηγορούμενου. Σε κάθε περίπτωση κατά την αντεξέταση του δεν προωθήθηκε η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του μάρτυρα παρά μόνο του τέθηκαν κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις. Ανέφερε ότι την 1/12/2020 τον προσέγγισε ο κατηγορούμενος ενώ βρισκόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και του ζήτησε να επιδώσει στον ΗΗ που ως του ανέφερε ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο καφενείο του Δικαστηρίου, και του ζήτησε να του δώσει κλήση της υπόθεσης με αριθμό [ ]. Βλέποντας την κλήση διαπίστωσε ότι το άτομο που αφορούσε είχε διεύθυνση στην Αραδίππου κάτι το οποίο τον παραξένεψε ως προς τον λόγο που έφερε το πρόσωπο αυτό στην Λευκωσία ενώ διέμενε στην Αραδίππου και το ανέφερε στον κατηγορούμενο. Η απάντηση που έλαβε ήταν ότι το πρόσωπο αυτό είχε άλλη υπόθεση στην Λευκωσία και γι΄ αυτό ήρθε στο Δικαστήριο. Του είπε ότι είναι θείος του και ότι είναι συμφωνημένο να παραλάβει την κλήση και αφού του τον υπέδειξε ο ΜΚ5 τον προσέγγισε, τον ρώτησε αν είναι ο ΗΗ και στην καταφατική απάντηση του του επέδωσε την κλήση. Περιέγραψε το πρόσωπο αυτό ως ηλικίας 45-55 ετών ύψος γύρω στο 1.80-1.83 μέτριου αναστήματος, κανονικής σωματικής διάπλασης και μαλλιαρός. Επί του σημείου αυτού να πούμε ότι η θέση που εκφράστηκε από τον παραπονούμενο είναι ότι δεν του επιδόθηκε η εν λόγω αγωγή. Έχουμε θέσει προηγουμένως την εξήγηση του τελευταίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Το πρόσωπο στο οποίο ο ΜΚ5 επέδωσε την αγωγή και που του παρουσιάστηκε ως ΗΗ του υποδείχθηκε από τον κατηγορούμενο. Είχε, ευλόγως, διερωτηθεί ο ΜΚ5 για το λόγο που ένα πρόσωπο από την Αραδίππου μετέβηκε στη Λευκωσία για να παραλάβει αγωγή. Συνεπώς ακόμα και η αναφορά του ΜΚ5 ότι επέδωσε στον ΗΗ, υπό τις πιο πάνω περιστάσεις και χωρίς βέβαια αυτό να επηρεάζει την αξιοπιστία του μάρτυρα δημιουργούνται τουλάχιστον αμφιβολίες ως προς τις συνθήκες που επιδόθηκε η αγωγή. Εξ ου και η διστακτικότητα του μάρτυρα να επιβεβαιώσει ότι η επίδοση έγινε στο συγκεκριμένο πρόσωπο. Χαρακτηριστική ήταν η απάντηση που έδωσε λέγοντας «Φίλε, εντάξει δαμέ λέει έναντι της υπογραφής του.». Σε σχέση με την αγωγή με αριθμό [ ] είπε ότι ενώ την 21/10/2020 βρισκόταν και πάλι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, τον πλησίασε ο κατηγορούμενος και του ανέφερε για επίδοση μίας αγωγής στην εταιρεία Π LΤD. Του είπε ότι ο διευθυντής της είναι μόνιμος κάτοικος Αγγλίας και ότι αυτές τις μέρες βρίσκεται στην Κύπρο. Του είπε επίσης ότι ήταν ενημερωμένος ότι θα τον πάρει τηλέφωνο για να συναντηθούν στη Λευκωσία για να προβεί στην επίδοση. Ο ίδιος τηλεφώνησε στον αριθμό τηλεφώνου που του έδωσε ο κατηγορούμενος και αφού του είπε ότι είναι ο ΖΙ συναντήθηκαν στη λεωφόρο Μακαρίου στη Λευκωσία στο κτίριο Ξένιος και του επέδωσε την κλήση. Όταν τον συνάντησε το πρόσωπο αυτό μιλούσε στο τηλέφωνο, φορούσε καπέλο, μάσκα για τον κορονοϊό, γυαλιά ηλίου, γάντια και το πρόσωπο του είχε make up. Τον ρώτησε αν ήταν ο ΖΙ και του απάντησε ναι. Αναφέρθηκε ο μάρτυρας και σε σχέση με την κλήση του για να δώσει την κατάθεση του τεκμήριο 60. Είπε ότι εκεί που έδιδε την κατάθεση του εκτός από τον αστυνομικό που την λάμβανε ήταν ακόμα δύο άτομα με πολιτική ενδυμασία από τα οποία κανένα από τα δύο του φάνηκε γνωστό. Ανέφερε επίσης ότι δεν θυμάται τα πρόσωπα στα οποία επιδίδει έγγραφα και πολλές φορές του έχει τύχει δικηγόροι να του πουν να πάει στο Δικαστήριο για να επιδώσει κάποιο έγγραφο σε άτομο που ήδη βρίσκεται εκεί. Προέβηκε τέλος και στην κατάθεση αντιγράφου ένορκης δήλωσης επίδοσης τεκμήριο 61 και ότι αυτό έγινε στον ΗΗ έναντι της υπογραφής του.
Η μαρτυρία του ΜΚ5 γίνεται αποδεκτή.
Ο αναπληρωτής λοχίας 299 Κυριάκος Κυριάκου, ΜΚ6, στην κατάθεση του τεκμήριο 62, της οποίας το περιεχόμενο υιοθέτησε, αναφέρει ότι είναι εξουσιοδοτημένος χειριστής του ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών της Europol SIENA για το οποίο έλαβε σχετική εκπαίδευση. Η μαρτυρία του ΜΚ6 επικεντρώθηκε στις ενέργειες του ως προς αίτημα που υποβλήθηκε προς την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο για διενέργεια εξετάσεων αναφορικά με τον ΖΙ και την εταιρεία Π LIMITED. Ο ΜΚ6 κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας που παρέθεσε τις ενέργειες του ως προς το αίτημα αλλά και το αποτέλεσμα που είχε. Δεν διακρίναμε οτιδήποτε που θα αλλοίωνε την καλή εικόνα που αποκομίσαμε γι’ αυτόν. Ανέφερε ότι από τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία Π LTD είχε αριθμό εγγραφής [ ], συστάθηκε στις 7/7/2020 με έδρα την Αγγλία, έχει μετοχικό κεφάλαιο 1 Στερλίνα και διευθυντής της είναι ο ΖΙ. Για την σύσταση της εταιρείας έγινε πληρωμή του χρηματικού ποσού των 12 Στερλινών μέσω πιστωτικής κάρτας Revolut στο όνομα Louis Giagkou με διεύθυνση χρέωσης αγοραστή την [ ], που είναι η διεύθυνση της πατρικής οικίας του κατηγορούμενου όπου και ο τελευταίος διέμενε. Την 21/7/2020 η JJ αιτήθηκε αλλαγή της διεύθυνσης των υποστατικών της εταιρείας καθότι τα υποστατικά της ανήκουν και η εταιρεία δεν δικαιούταν να τα χρησιμοποιεί. Ο έφορος εταιρειών ενημέρωσε την εταιρεία και λόγω του ότι δεν έλαβε απάντηση η διεύθυνση τη εταιρείας μεταφέρθηκε στη διεύθυνση του εφόρου εταιρειών του Ηνωμένου Βασιλείου. Περαιτέρω λόγω του ότι η εταιρεία δεν κατέθεσε οποιοδήποτε έγγραφο από την ίδρυση της και η δήλωση επιβεβαίωσης για το 2021 είναι εκπρόθεσμη, ο έφορος εταιρειών στις 28/11/2021 δημοσίευσε στην London Gazette την πρόθεση του για διάλυση της εταιρείας εντός δύο μηνών.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ6.
Ο Γεώργιος Κυπριανίδης ΜΚ7 ήταν ο δικηγόρος που παρουσιάστηκε εκ μέρους της εναγόμενης εταιρείας Π LTD στην αγωγή με αριθμό [ ] και με ενάγοντα τον ΜΚ2 και στην οποία είχε εκδοθεί απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον της εν λόγω εταιρείας για το ποσό των €10.000.000. Δεν έχουμε οποιοδήποτε λόγο να μην αποδεχτούμε την μαρτυρία του ΜΚ7 ως αξιόπιστη. Ήταν σαφής και επεξηγηματικός παραθέτοντας κάθε λεπτομέρεια που αφορούσε τη δική του εμπλοκή στην υπόθεση. Η λεπτομέρεια σε κάθε περίπτωση φαίνεται και από τις καταθέσεις του τεκμήρια 63 και 65. Η αντεξέταση του δεν ανέδειξε οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο θα μας οδηγούσε σε απόρριψη της μαρτυρίας του ως αναληθούς. Επί της ουσίας ο ΜΚ7 είχε προσεγγιστεί από τον κατηγορούμενο αναφέροντας του για την ύπαρξη της αγωγής και ότι ο διευθυντής της εναγόμενης εταιρείας του ζήτησε να πει κάποιου δικηγόρου να εμφανιστεί εκ μέρους της εταιρείας και να αποδεχθεί την έκδοση απόφασης. Του είχε επίσης αναφέρει ο κατηγορούμενος ότι ο διευθυντής είχε αφήσει και υπογεγραμμένα διοριστήρια δικηγόρου. Ο μάρτυρας αποδέχθηκε όπως ο διευθυντής της εταιρείας επικοινωνήσει μαζί του για το σκοπό αυτό. Περί τις 22/10/2020 επικοινώνησε κάποιο πρόσωπο μαζί του και του ανέφερε ότι ήταν ο ΖΙ διευθυντής της εταιρείας λέγοντας του ότι προτίθεται να αποδεχθεί την έκδοση απόφασης εναντίον της εταιρείας για το ποσό των €10.000.000. Στη θέση του ΜΚ7 ότι θα έπρεπε να εξετάσουν αν υπήρχε αιτία αγωγής και υπεράσπιση ο ΖΙ του είπε ότι από τη στιγμή που χρωστά τα λεφτά στον ενάγοντα δεν υπάρχει λόγος για συζήτηση του ζητήματος. Ο ΜΚ7 του ζήτησε να του αποσταλούν αντίγραφο ταυτότητας, στοιχεία της εταιρείας, διοριστήριο δικηγόρου, εξουσιοδότηση από την εταιρεία, γραπτές οδηγίες και την πληρωμή του ποσού των €1.600 προκαταβολικά ως έξοδα. Τα έγγραφα του αποστάληκαν και εξέτασε ο ίδιος στην ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών του Ηνωμένου Βασιλείου διαπιστώνοντας ότι η εταιρεία ήταν ενεργή και διευθυντής της ήταν ο ΖΙ. Στις 24/10/2020 του αποστάληκε τηλεφωνικό μήνυμα από κάποια ΝΝ για να του παραδώσει διοριστήριο δικηγόρου και την αμοιβή του. Συναντήθηκαν έξω από ένα περίπτερο οπόταν και του παρέδωσε το διοριστήριο και το ποσό των €1.600 παραδίδοντας της και εξόφληση του ποσού. Είχε ηλεκτρονική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο ως προς τις οδηγίες που έλαβε και την έκδοση της Δικαστικής απόφασης και στις 4/11/2020 ζήτησαν με τον κατηγορούμενο όπως ο φάκελος της υπόθεσης τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οπόταν και εκδόθηκε η απόφαση. Στις 13/11/2020 συναντήθηκε στο Δικαστήριο με τον κατηγορούμενο για να παραλάβουν την απόφαση του Δικαστηρίου και εκεί του αναφέρθηκε από τον τελευταίο ότι είχε συμφωνία με τον ΗΗ ότι θα λάμβανε περί τα €2.000.000 ως δικηγορική αμοιβή για τις υπηρεσίες του στην υπόθεση. Ο ΜΚ7 ενημέρωσε τον ΖΙ τηλεφωνικά για την παραλαβή του διατάγματος. Στις 19/2/2021 έλαβε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο ο οποίος τον ρωτούσε αν είχε καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό προς τον ΗΗ προβάλλοντας ως λόγο την εξέταση κατά πόσο θα λάβει μέτρα εκτέλεσης. Ο ίδιος απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον ΖΙ και στις 22/2/2021 έλαβε την απάντηση ότι είχε καταβληθεί στον ενάγοντα το ποσό των €220.000 κάτι που ο μάρτυρας ανάφερε τηλεφωνικώς και στον κατηγορούμενο. Μέσα στον Μάρτιο του 2021 συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο για περπάτημα στο Λύκειο του Αγίου Γεωργίου Λάρνακας. Εκεί του ανέφερε ότι ο ΗΗ δεν είχε πληρώσει τα δικηγορικά έξοδα λέγοντας του ότι είχε μία ηχογράφηση του τελευταίου στην οποία αρνιόταν να πληρώσει τα έξοδα. Έλαβε την ηχογράφηση αλλά ο ΜΚ7 δεν άκουγε καθαρά τη συνομιλία. Αντιλήφθηκε όμως δύο φωνές με τη μια να είναι του κατηγορούμενου ενώ την άλλη δεν την γνώριζε. Στις 5/6/2021 έλαβε κλήση από αριθμό κινητού τηλεφώνου και ήταν ο ΖΙ. Του ανέφερε ότι ήταν στην Κύπρο και τον προσκάλεσε να πάει στη Λεμεσό για να μιλήσουν αφού ήθελε να τον ενημερώσει για την εξέλιξη της υπόθεσης. Ο ΜΚ7 του είπε ότι δεν μπορούσε και τότε ο ΖΙ του ανέφερε ότι πληρώθηκε το ποσό των 7,2 εκατομμυρίων σε λογαριασμό/ους του ΗΗ στο εξωτερικό με τον τελευταίο να του υπογράφει βεβαίωση εξόφλησης. Στις 8/6/2021 έλαβε κλήση από τον δεύτερο αριθμό τηλεφώνου του κατηγορούμενου πλην όμως του απάντησε κάποιο πρόσωπο του οποίου το όνομα ήταν Τρύφωνας Τυρίμου ο οποίος και τον ρωτούσε για την υπόθεση θέτοντας του την ερώτηση με ποιο δικαίωμα μπόρεσε να δεχθεί μια τέτοια απόφαση. Τότε του έδωσε τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Χριστοδουλίδη για να συνεννοηθούν καλύτερα ο οποίος και τον ρωτούσε πως έγινε και δέχθηκαν μια τέτοια απόφαση. Ο Χριστοδουλίδης του ανέφερε ότι υπάρχει από τη μια η θέση του ΗΗ ότι δεν προέβηκε σε εργασίες προς την εταιρεία και ότι δεν πήρε τα λεφτά και από την άλλη η θέση του κατηγορούμενου ότι ο ΗΗ προέβη σε εργασίες, πήρε τα λεφτά, εκδόθηκε απόφαση υπέρ του, αλλά δεν πληρώνει τα δικηγορικά έξοδα. Στις 8/6/2021 είχε επικοινωνία με τον κατηγορούμενο στον οποίο ανέφερε ότι ενημερώθηκε από τον ΖΙ ότι το ποσό προς την ΗΗ είχε εξοφληθεί και ότι η διαφορά που έχει με τον πελάτη του είναι δικό τους θέμα. Ο κατηγορούμενος του είπε ότι το θέμα θεωρείται λήξαν και ότι θα απέσυρε τα ΜΕΜΟ που είχε καταθέσει εναντίον του ΗΗ . Στις 14/6/2021 τον επισκέφθηκε ο ΗΗ ο οποίος του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος έκανε «κομπίνα» ώστε να εκδοθεί απόφαση για το ποσό των €10.000.000 στην αγωγή με αριθμό [ ] και στη συνέχεια να κινηθεί αγωγή εναντίον του από τον κατηγορούμενο και να διεκδικεί €2.000.000 ως δικηγορική αμοιβή. Μετά από αυτή τη συνάντηση ο ΜΚ7 την επόμενη μέρα επισκέφθηκε το ΤΑΕ Λάρνακας όπου προέβηκε σε αναφορά του περιστατικού. Τον επισκέφθηκε ξανά ο ΜΚ2 στις 20/9/2021 και ο οποίος του ζήτησε να του υπογράψει ένα έγγραφο το οποίο να αναφέρει ότι είχε εξαπατηθεί από τον κατηγορούμενο ώστε να μπορέσει να αποσύρει τα memo από το Κτηματολόγιο. Του απάντησε ότι δεν μπορούσε να του δώσει τέτοιο έγγραφο τη στιγμή που η υπόθεση διερευνάτο από την Αστυνομία. Ο ΜΚ7 προέβηκε στην κατάθεση δέσμη εγγράφων τεκμήριο 64 και αντίγραφα μηνυμάτων τεκμήριο 66. Ανέφερε επίσης ότι είχε λάβει ηλεκτρονικά αντίγραφο της ταυτότητας του ΖΙ αλλά δεν συναντήθηκε οποτεδήποτε προσωπικά με το πρόσωπο αυτό.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ7.
Ο αναπληρωτής λοχίας 3284 Σταύρος Νικολάου, ΜΚ8, κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας για να καταθέσει σε σχέση με τις γραφολογικές εξετάσεις που προέβηκε σε έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Είναι νομολογημένο ότι ο πραγματογνώμονας θα πρέπει να παρουσιάσει αιτιολογημένα, αντικειμενικά και αμερόληπτα τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να δώσουν την δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων του για να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη άποψη με την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Σαρρής v. Καλλέγιας κ.ά. (2011) 1Β Α.Α.Δ. 958, Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814). Είναι επίσης νομολογημένο ότι η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει αλλά απλώς βοηθά το Δικαστήριο το οποίο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα, νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη (βλ.Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά. v. Alsako Aluminium Ltd κ.ά. (2009) 1Β ΑΑΔ 1481).
Ο ΜΚ8 ανάφερε ότι υπηρετεί στην υπηρεσία εγκληματολογικών ερευνών του Αρχηγείου αστυνομίας με την ειδικότητα του Δικαστικού γραφολόγου, κάτι το όποιο δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης. Κατέθεσε ο μάρτυρας την έκθεση του, τεκμήριο 41, στην οποία και καταγράφει τα έγγραφα τα οποία κλήθηκε να εξετάσει. Περιέγραψε επίσης τη διαδικασία που ακολούθησε κατά την άσκηση των καθηκόντων του και τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε.
Αξιολογώντας την παρουσία του μάρτυρα στο εδώλιο και έχοντας κατά νουν τις νομολογιακές αρχές, ως ανωτέρω τις παραθέσαμε, κρίση μας είναι ότι ο ΜΚ8 προέβηκε στην εξέταση των εγγράφων που του παραδόθηκαν αλλά και από επίσκεψη του στα πρωτοκολλητεία των Επαρχιακών Δικαστηρίων Λάρνακας και Λευκωσίας οπόταν και εξέτασε έγγραφα που βρίσκονταν στους φακέλους των αγωγών 2118/20 και 2914/20 αντίστοιχα, με τον δέοντα επιστημονικό τρόπο. Δεν προέκυψε οτιδήποτε κατά την αντεξέταση του που θα κλόνιζε το δεδομένο αυτό. Ακόμα και η θέση της υπεράσπισης ότι η γραφολογική εξέταση που έκανε είναι επισφαλής αφού δεν έλαβε υπόψη του το σημαντικό στοιχείο της επανάληψης, παρέμεινε μετέωρη αφού δεν αντικρούστηκε με αποδεκτή μαρτυρία.
Ως προς τα συμπεράσματα του τώρα, να πούμε ότι ο μάρτυρας εξέτασε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό εγγράφων τα οποία και καταγράφει στην έκθεση του τεκμήριο 41. Κάποια από αυτά και συγκεκριμένα τα υπ’ αριθμόν 4-14 αναφερόμενα στην έκθεση του, εξετάστηκαν από τον μάρτυρα, ως θέσαμε και πιο πάνω, στους φακέλους των υποθέσεων στα Επαρχιακά Δικαστήρια Λάρνακας και Λευκωσίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα πρωτότυπα των εγγράφων αυτών να μην έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς αυτό βέβαια να επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία ή και την ακρίβεια των συμπερασμάτων του ΜΚ8. Έχουν τεθεί όμως αντίγραφα και στα οποία θα παραπέμπουμε. Γίνεται βέβαια αναφορά από τον μάρτυρα και σε έγγραφα που έλαβε όπως απόδειξη από Universal Life και αποδείξεις από την Ελληνική Τράπεζα αλλά και άλλα έγγραφα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως δειγματικό υλικό (βλ. παρ. 21,26,27 και 28 του τεκμηρίου 41), και τα οποία δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση από πλευράς υπεράσπισης ως προς την μη κατάθεση των εν λόγω εγγράφων στο Δικαστήριο ή και περί ύπαρξης κενού που επηρέαζε είτε την αξιοπιστία του μάρτυρά είτε και τα συμπεράσματα του αλλά ούτε και τέθηκε οτιδήποτε περί λανθασμένης διαδικασίας. Εξήγησε αρχικά ο ΜΚ8 τα επίπεδα των αποτελεσμάτων που ο πραγματογνώμονας μπορεί να καταλήξει, όπως περιλαμβάνονται και αναλύονται στο τεκμήριο 67. Εξήγησε ότι μεταξύ θετικού αποτελέσματος και ισχυρής πεποίθησης υπάρχουν ουσιώδεις ομοιότητες αλλά και παράλληλα και κάποιες διαφορές που αναφέρονται για σκοπούς αντικειμενικότητας. Δεν είναι όμως ικανά στην ουσία να αλλοιώσουν το θετικό αποτέλεσμα. Όσον αφορά την υποψία υπάρχει αριθμός ομοιοτήτων αλλά και πολλών διαφορών με αποτέλεσμα ο πραγματογνώμονας να πιθανολογήσει ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή ή γραφή δυνατό να ανήκει σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Παραθέτοντας τα συμπεράσματα του ο ΜΚ8 και αναφερόμενος στις υπεύθυνες δηλώσεις στο όνομα ΔΔ ημερομηνίας 11/2/2021 και 30/4/2021 (βλέπε τεκμήρια 34 και 33 αντίστοιχα του Δικαστηρίου) είπε ότι υπάρχει γραφή και υπογραφή η οποία δεν είναι πλήρως ευδιάκριτη με γυμνό μάτι πάνω και κάτω από το εκτυπωμένο όνομα ΔΔ. Με τη χρήση ειδικής συσκευής διαπίστωσε ότι πάνω από το εκτυπωμένο όνομα ΔΔ υπάρχει υπογραφή με τα αρχικά γράμματα Γ.Γ με μία καταληκτική γραφική κίνηση και κάτω από το εκτυπωμένο όνομα υπάρχει γραφή του ονόματος ΔΔ με κεφαλαία γράμματα. Έθεσε ο μάρτυρας ως αποτέλεσμα της εξέτασης του ότι οι αμφισβητούμενες υπογραφές πάνω από το εκτυπωμένο όνομα ΔΔ είναι ποσοτικά περιορισμένες με αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη την εκφορά οποιασδήποτε γνώμης. Όσον αφορά τη γραφή κάτω από το εκτυπωμένο όνομα ΔΔ και συγκρίνοντας την με τα δείγματα γραφής που αποδίδονται στον ΔΔ καταλήγει ότι παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του δεν μπορεί αυτός να συνδεθεί. Όσον αφορά τις αμφισβητούμενες μονογραφές στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 23/10/2020 (τεκμήριο 6 του Δικαστηρίου) είναι και αυτές ποσοτικά περιορισμένες γεγονός που καθιστά επισφαλή την εκφορά απόλυτης γνώμης. Παραταύτα βρίσκει ότι παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους και του δημιουργούν την υποψία ότι οι μονογραφές αυτές να έγιναν από τον ΗΗ. Αναφορικά με την αμφισβητούμενη υπογραφή στην ίδια ένορκη δήλωση και συγκρίνοντας την με τα δείγματα γραφής και υπογραφής που αποδίδονται στο εν λόγω πρόσωπο βρίσκει ότι παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες που του δημιουργούν την ισχυρή πεποίθηση ότι η αμφισβητούμενη γραφή έγινε από αυτόν. Εξετάζοντας τις αμφισβητούμενες μονογραφές στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 20/11/2020 (τεκμήριο 7 επί του Δικαστηρίου), σε σύγκριση με τα δείγματα μονογραφής που έχει λάβει υπάρχουν τέτοιες ομοιότητες που του δημιουργούν την υποψία ότι να έγιναν από τον ΗΗ. Σε σχέση με την αμφισβητούμενη υπογραφή στο ίδιο έγγραφο και συγκρίνοντας την με δείγματα υπογραφής του ΗΗ καταλήγει ότι παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες που του δημιουργούν την ισχυρή πεποίθηση ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή έγινε από το εν λόγω πρόσωπο. Η αμφισβητούμενη υπογραφή στη θέση ο δηλών στο έντυπο με τίτλο «ΓΡΑΠΤΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΨΗ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗΣ» (τεκμήριο 21 του Δικαστηρίου) γνώμη του μάρτυρα είναι ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή έγινε από τον ΗΗ. Στο έγγραφο με τίτλο «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ» (τεκμήριο 5 του Δικαστηρίου) αναφέρει ο μάρτυρας όσον αφορά τις αμφισβητούμενες μονογραφές που αποδίδονται τόσο στον ΗΗ όσο και στον ΔΔ ότι οι μονογραφές είναι ποσοτικά περιορισμένες που καθιστά επισφαλή την εκφορά απόλυτης γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που μονόγραψε. Παρουσιάζουν όμως ομοιότητες μεταξύ τους που δημιουργούν την υποψία ότι έγιναν από τα εν λόγω πρόσωπα το καθένα ξεχωριστά. Ίδιο είναι το συμπέρασμα του ΜΚ8 για το συγκεκριμένο έγγραφο και ως προς τους ΧΧ και ΑΔ. Ως προς την αμφισβητούμενη υπογραφή επί του τεκμηρίου 5 που βρίσκεται στη θέση του πρώτου συμβαλλόμενου και αποδίδεται στον ΗΗ συμπέρασμα του μάρτυρα είναι ότι είναι επισφαλής η οποιαδήποτε εκφορά γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που υπόγραψε. Αναφορικά τώρα με τις υπογραφές του ΔΔ στη θέση του δεύτερου συμβαλλόμενου και των ΧΧ και ΑΔ στις θέσεις του πρώτου και δεύτερου μάρτυρα αντίστοιχα συμπέρασμα του ΜΚ8 είναι ότι παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες μεταξύ τους και κατά τη γνώμη του πρόκειται για τη γνήσια υπογραφή τους. Στο έντυπο «ΤΥΠΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ» (τεκμήριο 17 του Δικαστηρίου) συμπέρασμα του μάρτυρα ως προς τις αμφισβητούμενες υπογραφές που αποδίδονται στον ΗΗ είναι ότι υπάρχουν τέτοιες ομοιότητες που του δημιουργούν την υποψία ότι δυνατόν να έγιναν από αυτόν. Ως προς την υπογραφή του στο ίδιο έγγραφο παρουσιάζει τέτοιες ομοιότητες που του δημιουργούν την ισχυρή πεποίθηση ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή έγινε από τον ΗΗ. Στον αριθμό τιμολογίου με αριθμό [ ] ημερομηνίας 4/11/2020 (περιλαμβάνεται στο τεκμήριο 21 του Δικαστηρίου) εξήγησε ο μάρτυρας ότι επειδή πρόκειται για αντίγραφο και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πρόκειται για μονογραφή με δύο γράμματα του αλφαβήτου καθιστούν αδύνατη την εκφορά οποιασδήποτε γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που υπέγραψε. Για το κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο για την αγωγή 2914/20 (περιλαμβάνεται στο τεκμήριο 21 του Δικαστηρίου) οι αμφισβητούμενες γραφές και υπογραφές που αποδίδονται στους ΔΔ και ΧΧ και σε σύγκριση με τα δείγματα γραφής που έλαβε κανένας εκ των δύο μπορεί να συνδεθεί με αυτές. Δεν μπορούν να συνδεθούν και οι μονογραφές αλλά ούτε και οι υπογραφές στο έντυπο 12Α «ΤΥΠΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ» που αποδίδονται στους ΧΧ και ΔΔ καθότι παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους. Αναφορικά με την αμφισβητούμενη υπογραφή στο αντίγραφο εντύπου κοινοποίηση αποδοχής (τεκμήριο 18 του Δικαστηρίου) έθεσε ο μάρτυρας ότι πρόκειται για αντίγραφο γεγονός που καθιστά επισφαλή την εκφορά απόλυτης γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που υπόγραψε. Σε σύγκριση με τα δείγματα υπογραφής που αποδίδονται στον ΔΔ, ΑΔ και ΧΧ παρουσιάζουν διαφορές και κανένας από αυτούς μπορεί αν συνδεθεί. Ίδιο είναι το συμπέρασμα του μάρτυρα και για το κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο της αγωγής 2118/2020 (τεκμήριο 61 του Δικαστηρίου) όσον αφορά την αμφισβητούμενη γραφή και μονογραφή στο πάνω μέρος του εγγράφου. Για την αμφισβητούμενη μονογραφή στο πάνω μέρος του εγγράφου είπε ότι τα δεδομένα καθιστούν επισφαλή την εκφορά απόλυτης γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που έγραψε και μονόγραψε. Για την υπογραφή στο κάτω μέρος του εγγράφου που αποδίδεται στον ΗΗ και συγκρίνοντας την με τα δείγματα γραφής και υπογραφής του, καταλήγει ότι παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες μεταξύ τους που του δημιουργούν την ισχυρή πεποίθηση ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή έγινε από αυτόν. Το συμπέρασμα του ΜΚ8 στην αμφισβητούμενη υπογραφή στην ένορκη δήλωση του ΗΗ ημερομηνίας 16/3/2021 βρήκε ότι παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες που του δημιουργούν την ισχυρή πεποίθηση ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή έγινε από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Η αμφισβητούμενη υπογραφή στο αντίγραφο με τίτλο «ΔΗΛΩΣΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ» για την εταιρεία Π LTD (τεκμήριο 36 του Δικαστηρίου) λόγω του ότι πρόκειται για αντίγραφο καθιστούν επισφαλή την εκφορά απόλυτης γνώμης. Παρά ταύτα και συγκρίνοντας την υπογραφή με τα δείγματα γραφής και υπογραφής που αποδίδονται στον ΗΗ βρίσκει ότι παρουσιάζουν ομοιότητες που του δημιουργούν την υποψία ότι δυνατό να έγινε από αυτόν. Ίδιο είναι το συμπέρασμα του μάρτυρα και ως προς το έντυπο βεβαίωσης ημερομηνίας 6/7/2020 (τεκμήριο 31 του Δικαστηρίου). Αναφέρει τέλος ο μάρτυρας ως προς την αμφισβητούμενη υπογραφή στο αντίγραφο εντύπου ενημέρωσης για υποβολή προσφορών της εταιρείας Π LTD και εφόσον πρόκειται για αντίγραφο η εκφορά απόλυτης γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που υπέγραψε καθίσταται επισφαλής.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ8.
Αναφορικά με την μαρτυρία του Ξένιου Αγαθοκλέους, ΜΚ9, ο εν λόγω μάρτυρας κατάθεσε σε σχέση με την κλήτευση από την κατηγορούσα αρχή, της μητέρας του κατηγορούμενου, ΜΔ, για να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Ανέφερε ο μάρτυρας ότι η ΜΔ είναι υφιστάμενη του στο κτηματολόγιο Λάρνακας. Παρουσίασε την επιστολή ημερομηνίας 18/11/2024, τεκμήριο 68, όπου αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο η κλήση μάρτυρος δεν επιδόθηκε. Ως καταγράφεται στην επιστολή το εν λόγω πρόσωπο απουσίαζε από την εργασία της για ιατρικούς λόγους και γι’ αυτό δεν ενημερώθηκε. Παρουσίασε επίσης την ηλεκτρονική αλληλογραφία τεκμήριο 69 και ιατρικό πιστοποιητικό τεκμήριο 70. Εξήγησε ο μάρτυρας ότι στον δημόσιο τομέα υπάρχει διαδικασία που ακολουθείται όταν πρόκειται να ζητηθεί άδεια για λόγους υγείας και την οποία η υφιστάμενη του δεν ακολούθησε με αποτέλεσμα η απουσία της από την εργασία της να καθίσταται αδικαιολόγητη. Η σημασία βέβαια της μαρτυρίας του ΜΚ9 συνίσταται στο ότι η κατάθεση της ΜΔ τεκμήριο 39 κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αρχικά ως η κατάθεση που της λήφθηκε από την αστυνομία. Μετά την μαρτυρία του ΜΚ9 ζητήθηκε από τον συνήγορο της κατηγορούσας αρχής όπως ο σκοπός της διευρυνθεί και καταστεί εξ ακοής μαρτυρία και να τύχει της ανάλογης αξιολόγησης ως τέτοιας. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του αποδέχθηκε το αίτημα της κατηγορούσας αρχής.
Θεωρούμε συνεπώς εδώ το κατάλληλο σημείο για να προβούμε στην αξιολόγηση του περιεχομένου του τεκμηρίου 39, ως εξ ακοής μαρτυρία και αν θα της αποδώσουμε οποιαδήποτε βαρύτητα, στη βάση των υφιστάμενων κανόνων.
Καταγράφοντας το περιεχόμενο της αυτό που κατέθεσε ουσιαστικά η μητέρα του κατηγορούμενου ήταν ότι αντιλήφθηκε από τα έγγραφα που ο γιος της διατηρούσε στο σπίτι της αγωγή που καταχωρίστηκε με ενάγοντα τον ΜΚ2 και εναγόμενη την εταιρεία Π. Λόγω των καλών σχέσεων που είχε με τον ΜΚ2 ζήτησε να μάθει περί τίνος επρόκειτο. Σε συζήτηση που είχε με τον κατηγορούμενο και αν ήταν ο ΜΚ2 που του χρωστούσε, ως ο κατηγορούμενος έλεγε, του δακτυλογράφησε μία υπεύθυνη δήλωση λέγοντας του να την πάρει σε πιστοποιούντα υπάλληλο για να την υπογράψει. Είπε επίσης στον αδελφό της Χρίστο Χριστοφίδη να ερευνήσει σε σχέση με την εταιρεία. Ο αδελφός της μετά από έρευνα της είπε ότι η Π είναι χρεοκοπημένη. Το ανάφερε στον κατηγορούμενο γιο της ο οποίος της είπε ότι ήταν ο ΜΚ2 που του είπε να καταχωρίσει την αγωγή εναντίον της. Μετά από κάποιες μέρες ο κατηγορούμενος της έδωσε την υπεύθυνη δήλωση που φέρει την πιστοποίηση του ΜΚ4 ημερομηνίας 11/2/2021 λέγοντας της να μην τη δώσει σε κανένα. Τον Μάϊο όταν ο γιος της έφυγε από το σπίτι και δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις τότε υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πάει καλά και είπε στον ΜΚ2 να κάνει έρευνα για καταχώριση ΜΕΜΟ στην περιουσία του διότι είχε ακούσει τον κατηγορούμενο γιο της να λέει σε κάποιον ότι θα έβαζε ΜΕΜΟ στην περιουσία του. όταν ο ΜΚ2 έκανε έρευνα και διαπίστωσε ότι υπήρχε ΜΕΜΟ στην περιουσία του, τότε του έδωσε την υπεύθυνη δήλωση.
Αξιολογώντας τώρα το εν λόγω περιεχόμενο του τεκμηρίου 39, το άρθρο 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, προνοεί τα ακόλουθα αναφορικά με την αξιολόγηση και τη βαρύτητα που προσδίδεται σε εξ ακοής μαρτυρία.
«27.—(1) Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής µαρτυρία, το ∆ικαστήριο λαµβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες µπορεί εύλογα να συναχθεί συµπέρασµα αναφορικά µε την αποδεικτική αξία της εν λόγω µαρτυρίας.
(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασµό της γενικότητας του εδαφίου (1), το ∆ικαστήριο θα λαµβάνει υπόψη τα πιο κάτω:
(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη µαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως µάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαµε την αρχική δήλωση·
(β) το χρονικό διάστηµα µεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται·
(γ) το βαθµό της εξ ακοής µαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η µαρτυρία περιλαµβάνει εξ ακοής µαρτυρία πέραν του πρώτου βαθµού·
(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εµπλεκόµενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·
(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση µεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·
(στ) το πλαίσιο µέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·
(ζ) κατά πόσο η εξ ακοής µαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·
(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής µαρτυρία, φαίνεται ότι δε διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της µαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεµπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της µαρτυρίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το ∆ικαστήριο σε εξ ακοής µαρτυρία, λαµβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα µπορούσε να προσκοµίσει την καλύτερη δυνατή µαρτυρία και δεν το έπραξε.»
Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριακίδης Ποινική Έφεση 256/2022 ημερομηνίας 27/2/2025, τέθηκε σε σχέση με την εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης ότι:
«Στην υπόθεση Ali Abdullah Hazzaz Assad v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 164/16, ημερ. 6.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:B447, τονίστηκε ότι:
«Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, γίνεται, προσεκτικά, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είναι ορθό να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδίδει ή δεν αποδίδει βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία (Δέστε Πολιτική Έφεση αρ. 6/2011, Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ v. Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου, ημερ. 15.7.2016 και Ανδρέου κ.α. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152). Το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και, ιδιαίτερα, το αν θα ήταν εύλογο και εφικτό να κλητευθεί, ως μάρτυρας στη διαδικασία, το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα (όπως στην παρούσα υπόθεση), το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επ' ακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση, κτλ. Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 27(2) του Κεφ. 9, δεν είναι βέβαια εξαντλητικοί, σύμφωνα με τη Νομολογία μας. Όμως επιβάλλεται όπως η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το Δικαστήριο, είτε η εξ ακοής μαρτυρία απορρέει από προφορική είτε από γραπτή μαρτυρία (Δέστε Γεωργίου v. Στυλιανού (2009) 1 Α.Α.Δ. 70 και Μονός κ.α. v. S. Xenides Trading Co Ltd κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1002)».
Έχοντας κατά νουν τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες και νομολογιακές αρχές, κρίση μας είναι ότι θα πρέπει να προσδώσουμε βαρύτητα στην μαρτυρία της ΜΔ και η οποία θα αποτελέσει μέρος της αποδεκτής μαρτυρίας προς απόδειξη των κατηγοριών που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει. Την κατάληξη μας αυτή την βασίζουμε καταρχάς στο ότι ο συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή προέβηκε σε όλες τις δέουσες ενέργειες για κλήτευση της μάρτυρος έτσι ώστε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Εξέδωσε κλήση η οποία επιστράφηκε ως ανεπίδοτη. Κατατέθηκε ως Έγγραφο Γ η ένορκη δήλωση του επιδότη που αναφέρει ότι επισκέφθηκε την διεύθυνση της οικίας της όπου συνάντησε κάποιον ΠΔ που του είπε ότι δεν μένουν μαζί διότι έχουν κάποια προβλήματα. Στη συνέχεια επισκέφθηκε και το κτηματολόγιο Λάρνακας όπου είναι ο χώρος εργασίας της και εκεί του αναφέρθηκε ότι ήταν με άδεια. Κλητεύθηκε και ο ΜΚ9 που είναι ο προϊστάμενος της και οποίος ανέφερε ότι απουσίαζε αδικαιολόγητα από την εργασία της και δεν ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία για να εξασφαλίσει άδεια απουσίας από την εργασία της. Συνεπώς η κατηγορούσα αρχή και πάρα τις δέουσες ενέργειες για κλήτευση της μάρτυρος, αυτό κατέστη ανέφικτο λόγω θεωρούμε της ίδιας της συμπεριφοράς της τελευταίας και όχι για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Περαιτέρω η μαρτυρία της προέρχεται από άμεση συνομιλία της ίδιας με τον κατηγορούμενο και δεν πρόκειται για κάτι που άκουσε μέσω τρίτου προσώπου. Η δε υπεύθυνη δήλωση είναι έγγραφο που αυτή δακτυλογράφησε και της δόθηκε και πάλι από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Όλα όσα αναφέρει στην κατάθεση της είναι δηλώσεις που η ίδια άκουσε και διαπίστωσε όπως την ύπαρξη της αγωγής εναντίον της Π αλλά ακόμα και αυτά που της αναφέρθηκαν όπως ότι η εν λόγω εταιρεία είναι χρεοκοπημένη τέθηκε και από τον ίδιο τον ΜΚ2 και δεν αμφισβητήθηκε όπως δεν αμφισβητήθηκε ότι ο κατηγορούμενος καταχώρισε ΜΕΜΟ επί της ακίνητης περιουσίας του ΜΚ2. Το τελευταίο μάλιστα αποτελεί κοινό έδαφος. Στη βάση λοιπόν των πιο πάνω αλλά και στη διαπίστωση μας ότι η κατηγορούσα αρχή κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να κλητευθεί η μάρτυρας και δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι απέφυγε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία, προσδίδουμε βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία και την καθιστούμε μέρος της υπόλοιπης αποδεκτής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μας.
Ανάλογη αξιολόγηση θα πρέπει να γίνει και για την κατάθεση που λήφθηκε από τον ΑΔ, αδελφό του κατηγορούμενου. Τα όσα ανέφερε καταγράφονται στο τεκμήριο 40, που κατατέθηκε ως η κατάθεση που του λήφθηκε. Σε αυτή θέτει ότι δεν γνωρίζει οτιδήποτε για την εταιρεία Π αλλά ούτε και τον ΖΙ. Σημαντικές όμως είναι οι δηλώσεις του αναφορικά με την χρήση της κάρτας Revolut που του ανήκει και που χρησιμοποιήθηκε για την σύσταση της εν λόγω εταιρείας. Θέτει ότι δεν γνώριζε ότι χρησιμοποιήθηκε ούτε έδωσε την έγκριση του για το σκοπό αυτό. Εκφράζει την πιθανότητα να την πήρε εν αγνοία του ο κατηγορούμενος μαζί με το τηλέφωνο του, όταν διέμενε μαζί του, και να την χρησιμοποίησε για την σύσταση της εταιρείας. Εντόπισε την συναλλαγή 6/7/2020 προς το Company House η οποία επισυνάπτεται στην κατάθεση του. Αναφέρει τέλος ότι ο κατηγορούμενος αδελφός του γνώριζε τους κωδικούς της κάρτας διότι στο παρελθόν του την έδωσε για να την χρησιμοποιήσει για αγορές που έκανε.
Να πούμε αρχικά ότι και αυτός ο μάρτυρας κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ως μάρτυρας κατηγορίας. Αν και εκδόθηκε κλήση εν τούτοις δεν επιδόθηκε. Ως ο επιδότης καταγράφει στην ένορκη δήλωση επιστροφής κλήσης, Έγγραφο Δ, όταν επισκέφθηκε την διεύθυνση επίδοσης συνάντησε και μίλησε με τον κύριο ΠΔ, πατέρα του ΑΔ, που του είπε ότι βρίσκεται στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Μολδαβία. Θεωρούμε ότι ισχύουν τα ίδια που θέσαμε και για την μητέρα του κατηγορούμενου αμέσως πιο πάνω. Οι αναφορές του αδελφού του αφορούν θέμα που ο ίδιος γνωρίζει και δεν είναι πληροφορίες που έλαβε από άλλο πρόσωπο. Συνδέονται με την κάρτα Revolut, που είναι καθαρά προσωπικό του αντικείμενο και τη χρήση της οποίας ο ίδιος έχει. Ως προς την εγγραφή της εταιρείας με καταβολή του απαιτούμενου ποσού, εξέφρασε άγνοια περί τούτου δηλώνοντας ότι ουδέποτε έδωσε την έγκριση του προς τούτο. Συνεπώς προσδίδουμε βαρύτητα στην μαρτυρία του και την εντάσσουμε και αυτή στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής.
Ερχόμενοι στην μαρτυρία που τέθηκε από πλευράς υπεράσπισης έχουμε αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος κατέθεσε ενόρκως. Αξιολογώντας την παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, να πούμε εν πρώτοις ότι αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο των καταθέσεων που του λήφθηκαν από την αστυνομία, στις οποίες προέβηκε σε κάποιες διορθώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, και στις οποίες θέτει την δική του εκδοχή ως προς τα γεγονότα. Του λήφθηκαν τέσσερεις συνολικά καταθέσεις, τεκμήρια 42-45, με το περιεχόμενο τους να απαντά στην καταγγελία εναντίον του και στα αδικήματα που του αποδίδονται. Δεν θα επαναλάβουμε την εγκληματική συμπεριφορά που του προσάπτεται και που συνοπτικά περιλαμβάνεται στην εναρκτήρια δήλωση της κατηγορούσας αρχής και που αποτελεί εν ολίγοις και την βάση της υπόθεσης της και που με την προσκόμιση της ανάλογης μαρτυρίας προσπάθησε να αποδείξει. Ο κατηγορούμενος με την μαρτυρία του ως αυτή καταγράφεται στις καταθέσεις που έδωσε στην αστυνομία αλλά και με την διά ζώσης κατάθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου, αρνείται και απορρίπτει αυτά που του καταλογίζονται. Συγκεκριμένα αρνείται ότι δημιούργησε την εταιρεία Π Ltd και η οποία ζήτησε προσφορά από την εταιρεία του ΜΚ2 για δημιουργία ψυκτικών θαλάμων και στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της με αγωγή αξιώνοντας πόσο πέραν των 11 εκατομμυρίων Ευρώ για παράβαση σύμβασης. Αρνείται επίσης ότι η συμφωνία δικηγορικής αμοιβής ήταν δικής του επινόησης και που σχετιζόταν με την αγωγή εναντίον της Π, έτσι ώστε να εξασφαλίσει Δικαστική απόφαση εναντίον του ΜΚ2 για ποσό πέραν των 2 εκατομμυρίων Ευρώ, διότι δεν του καταβλήθηκε το με βάση την συμφωνία δικηγορικής αμοιβής συμφωνηθέν ποσό. Προέβαλε ότι η καταχώριση της αγωγής έγινε μετά από οδηγίες του ΜΚ2 και ο οποίος εν γνώση του υπέγραφε και όλα τα σχετικά έγγραφα και ένορκες δηλώσεις για την έκδοση της απόφασης εναντίον της Π αλλά και ότι η καταχώριση της αγωγής εναντίον του ΜΚ2 έγινε μετά που ο τελευταίος αρνείτο να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του ως αυτές απέρρεαν από την μεταξύ τους συμφωνία δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5. Ο ίδιος ουδέν το μεμπτό έπραξε και είναι όλα δημιούργημα του ΜΚ2. Βέβαια τα πιο πάνω είναι επιγραμματικά η ουσία της υπόθεσης η οποία όμως περιβάλλεται από προηγούμενο σχετικό ιστορικό, έγγραφα, επιδόσεις, συμφωνίες και ένορκες δηλώσεις και στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια αφού κάποια από αυτά περιλαμβάνονται και στις λεπτομέρειες των αδικημάτων που αφορά το υπό κρίση κατηγορητήριο. Παρακολουθώντας όμως τον κατηγορούμενο στο εδώλιο του μάρτυρα η εντύπωση που αποκομίσαμε ήταν πολύ κακή. Δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια αλλά για να παρουσιάσει μία εκδοχή η οποία δεν μπορεί να σταθεί στη λογική. Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις θέσεις του δεν μπορούν να υποστηριχθούν από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας. Αυτό που υποστηρίζουν είναι την εκμετάλλευση του ΜΚ2 από αυτόν βασιζόμενος στην αφέλεια και εμπιστοσύνη που του έδειχνε αφού πέραν από δικηγόρος του είχαν και οικογενειακή αλλά και προσωπική φιλία. Δεν έχουν αμφισβητηθεί οι συναντήσεις τους και οι μεταβάσεις του κατηγορούμενου στην οικία του ΜΚ2 για ετοιμασία των, κατά τον κατηγορούμενο, αναγκαίων εγγράφων για τις υποθέσεις. Δεν είναι σύνηθες δικηγόρος να μεταβαίνει στην οικία του πελάτη του για συναντήσεις για υποθέσεις. Είναι επί αυτής της εμπιστοσύνης που ο ΜΚ2 υπέγραφε οποιοδήποτε έγγραφο του παρουσίαζε ο κατηγορούμενος χωρίς καν να το διαβάσει κατά τον χρόνο που το υπέγραφε. Δεν εξηγείται διαφορετικά η ύπαρξη της συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5 για ποσό που ξεπερνούσε τα 2 εκατομμύρια Ευρώ, για αγωγή εναντίον εταιρείας που, ως είναι αποδεκτό, δεν είχε περιουσία αλλά ούτε είχε δραστηριότητες. Θα επανέλθουμε όμως επί τούτου σε κατοπινό στάδιο αφού, ως αναφέραμε, υπάρχουν στοιχεία τα οποία δεν συνάδουν με την λογική και αποτελούν μέρος του σχεδίου του κατηγορούμενου για απόσπαση μεγάλου χρηματικού ποσού από τον ΜΚ2. Παίρνοντας όμως τα γεγονότα από την αρχή, προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο κατηγορούμενος έφθασε στο σημείο να καταχωρίσει την αγωγή με αριθμό [ ] με σκοπό να εξασφαλίσει το ποσό των δύο και πλέον εκατομμυρίων Ευρώ αφού προηγουμένως είδε ότι βασιζόμενος στην εμπιστοσύνη που του έδειξε ο ΜΚ2, είχε λάβει από αυτόν μικρότερα ποσά. Προηγήθηκε η φερόμενη αγωγή της Ο Ltd Landon εναντίον της εταιρείας του ΜΚ2 για δήθεν εργατικό ατύχημα για το οποίο ο τελευταίος δεν είχε ιδέα. Αποτάθηκε στον κατηγορούμενο που του ανέφερε ότι θα αναλάμβανε την υπόθεση και ο οποίος κατηγορούμενος αμέσως μετέβηκε στην οικία του λέγοντας του ότι θα διερευνούσε το θέμα. Σε κατοπινό στάδιο του ανέφερε, ότι η αγωγή είχε καταχωριστεί εκ λάθους με τον ΜΚ2 να του καταβάλλει το ποσό των €4000 αφού ως τον πληροφόρησε ήταν το ποσό που απαιτείτο προς απόσυρση της. Δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση ότι ο κατηγορούμενος ανέλαβε να διερευνήσει για το αναφερόμενο ζήτημα. Αυτό που αμφισβήτησε είναι η καταβολή από τον ΜΚ2 το ποσό των €4000. Αυτό όμως που εδώ έχει σημασία είναι αν η αγωγή αυτή είχε πραγματικό υπόβαθρο ή ήταν ένας τρόπος για να λάβει από τον ΜΚ2 το αναφερόμενο ποσό. Η ερώτηση απαντάται από το επόμενο βήμα του κατηγορούμενου που ήταν η εισήγηση του για καταχώριση αγωγής εναντίον της πιο πάνω εταιρείας για λίβελλο αφού, ως ο κατηγορούμενος ανέφερε στον ΜΚ2, ακούστηκε το όνομα της εταιρείας του Κ Ltd και μπορούσαν να αξιώσουν αποζημιώσεις ύψους €100,000. Για το σκοπό αυτό έλαβε από τον ΜΚ2 το ποσό των €7000-€8000. Δεν παρουσιάστηκε βέβαια καμία αγωγή με ενάγουσα την εταιρεία του ΜΚ2 και εναγόμενη την Ο Ltd Landon. Είναι σαφές ότι ο κατηγορούμενος εξεύρισκε τρόπους να εξασφαλίζει διάφορα ποσά από τον παραπονούμενο. Παρουσίασε στον ΜΚ2 ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει αποζημιώσεις για υποτιθέμενη έκθεση του ονόματος της εταιρείας του από άλλη εταιρεία. Ο στόχος όμως ήταν διαφορετικός και δεν ήταν άλλος από την λήψη ποσού από τον ΜΚ2. Έφθασε στο σημείο να του πει ότι η αγωγή θα διευθετείτο για το ποσό των €50000. Όταν ο ΜΚ2 τον ρώτησε ως προς τον χρόνο που θα λάμβανε αυτή την αποζημίωση του είπε ότι θα μιλούσε με τους δικηγόρους της εταιρείας και θα τους έλεγε να επικοινωνήσουν μαζί του (με τον ΜΚ2). Αντί δηλαδή, τη στιγμή που εκπροσωπούσε τον ΜΚ2 και θα έπρεπε αυτός να μεριμνήσει, στο πλαίσιο της σχέσης δικηγόρου-πελάτη, να επικοινωνήσει με τους δικηγόρους της φερόμενης εναγόμενης εταιρείας για να εισπράξει την αποζημίωση, τον παρέπεμπε σε άλλα πρόσωπα και μάλιστα στους αντίδικους δικηγόρους. Να πούμε ότι οι θέσεις αυτές του ΜΚ2, που παρέμειναν αδιαμφισβήτητες (δεν αντεξετάστηκε επί αυτών ο ΜΚ2), καταδεικνύουν ακριβώς το τι είχε στο μυαλό του ο κατηγορούμενος και που ήταν η οικονομική εκμετάλλευση του παραπονούμενου. Στο πλαίσιο αυτό και για την διεκπεραίωση της υπόθεσης ο ΜΚ2 καλείτο και υπέγραφε έγγραφα τα οποία ετοίμαζε ο κατηγορούμενος. Η υπογραφή των εγγράφων αυτών ήταν το αποτέλεσμα του σχεδιασμού του για την και πάλι οικονομική εκμετάλλευση του ΜΚ2 για κατά πολύ μεγαλύτερα ποσά. Προέκυψε η εταιρεία Π Ltd. Οφείλουμε εδώ να επισημάνουμε την γλωσσική, ακουστική αλλά και οπτική ομοιότητα μεταξύ των δύο εταιρειών δηλαδή της Ο και Π. Βέβαια δεν υποβλήθηκε στον κατηγορούμενο κάτι ως προς αυτό αλλά δημιουργείται εύλογα το ερώτημα αν είναι τυχαία ή αν είναι για να πείθεται πιο εύκολα ο ΜΚ2 να υπογράφει έγγραφα δεδομένης της ομοιότητας των ονομασιών των δύο εταιρειών που για τη μία του είχε λεχθεί από τον κατηγορούμενο αφού θα καταχωρούσε αγωγή εναντίον της για δυσφήμηση. Σε κάθε περίπτωση όμως η δημιουργία της Π Ltd δεν αποτελεί τίποτε άλλο από δημιούργημα του κατηγορούμενου στο πλαίσιο του σχεδίου του για να πετύχει να έχει οικονομικό όφελος σε βάρος του ΜΚ2. Τα στοιχεία που έχουμε ενώπιον μας σε αυτό οδηγούν. Στόχος ήταν η καταχώριση της αγωγής με αριθμό [ ] στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για εξασφάλιση απόφασης εναντίον του κατηγορούμενου και την οικονομική εκμετάλλευση του. Υπό αυτό το πλαίσιο οργάνωσε και την επίδοση της που ενώ αφορούσε αγωγή της Λάρνακας με τον φερόμενο εναγόμενο να διαμένει στην Αραδίππου, εν τούτοις διευθετήθηκε υπό σκιώδεις συνθήκες να επιδοθεί στο Δικαστήριο Λευκωσίας. Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση του κατηγορούμενου ότι ο ίδιος απλώς ενήργησε κατόπιν οδηγιών του κατηγορούμενου και προχώρησε με την καταχώριση της αγωγής με αριθμό [ ] εναντίον της Π με ενάγοντα τον ΜΚ2 υπό την προσωπική του ιδιότητα. Η εταιρεία εγγράφηκε, σύμφωνα με το τεκμήριο 19, στις 7/7/2020 στην Αγγλία με μετοχικό κεφάλαιο μία Αγγλική λίρα. Για την σύσταση της εταιρείας πληρώθηκε στις 6/7/2020, το ποσό των 12 λιρών Αγγλίας. Το ποσό αυτό καταβλήθηκε μέσω πιστωτικής κάρτας Revolut που ανήκε στον ΑΔ, αδελφό του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι μέσα του καλοκαιριού του 2020 έδωσε την κάρτα αυτή στον ΜΚ2 ο οποίος την χρησιμοποίησε για να κάνει μία συναλλαγή στο διαδίκτυο διότι δεν ήθελε (ο ΜΚ2), να χρησιμοποιήσει τη δική του κάρτα. Μαζί με την κάρτα έδωσε και το τηλέφωνο του αδελφού του. Πρόκειται για μία θέση που είναι πέρα για πέρα εκτός πραγματικότητας και δεν αποτελεί παρά ένα ψέμα του κατηγορούμενου στην προσπάθεια του να αποφύγει την σύνδεση του με την δημιουργία της εταιρείας. Αφορά βέβαια κομβικό σημείο και στοιχείο, αφού η σύνδεση του με την εταιρεία τον καθιστά πυρήνα του σχεδίου αλλά και τον ενορχηστρωτή των διαδραματισθέντων όπως αυτά στη συνέχεια εξελίχθηκαν. Προσπάθησε δηλαδή να πείσει ότι έλαβε την κάρτα Revolut από τον αδελφό του, την έδωσε στον ΜΚ2 μαζί με το τηλέφωνο του αδελφού του, αφού ως τέθηκε η χρήση αυτού του είδους της κάρτας δεν μπορεί να γίνει χωρίς και τη χρήση του τηλεφώνου του κατόχου της, και ο ΜΚ2 πλήρωσε, μέσω αυτής της κάρτας, 12 Αγγλικές λίρες και δημιούργησε την εταιρεία τη στιγμή που δεν αμφισβητήθηκε ότι ο τελευταίος είχε τραπεζικές κάρτες και θα μπορούσε να πληρώσει το ποσό από αυτές. Κάρτα Revolut είχε και η σύζυγος του. Να επισημάνουμε ότι ο ιδιόκτητης της κάρτας όχι μόνο δεν είχε ιδέα για την εν λόγω συναλλαγή αλλά δεν έδωσε ούτε και την συγκατάθεση του για τη χρήση της. Σε κατάθεση του μάλιστα (βλ. τεκμήριο 40), ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος αδελφός του θα πρέπει να την πήρε χωρίς να το ξέρει. Πέραν τούτου όμως δεν εξηγήθηκε που συναντήθηκαν και πως ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του τόσο την κάρτα όσο και το τηλέφωνο του ιδιοκτήτη της οπόταν και την έδωσε στον ΜΚ2 για να συστήσει εταιρεία στην Αγγλία. Κατατέθηκε βέβαια η βεβαίωση τεκμήριο 31 διά της οποίας ο ΜΚ2 αναφέρει ότι έλαβε την εν λόγω κάρτα για να την χρησιμοποιήσει βεβαιώνοντας ότι δεν θα την χρησιμοποιούσε για παράνομους σκοπούς και δεν θα έδιδε τα στοιχεία της κάρτας σε άλλο πρόσωπο. Η ετοιμασία του τεκμηρίου 31 δεν ήταν τίποτε άλλο από μέρος του σχεδίου του κατηγορούμενου έτσι ώστε να δικαιολογήσει την χρήση της κάρτας και να συνδέσει τον ΜΚ2 με τη σύσταση της εταιρείας έτσι ώστε να δύναται να προωθήσει το πλάνο που είχε ως προς την οικονομική εκμετάλλευση του. Δεν υπήρχε λόγος να βάλει τον ΜΚ2 να υπογράψει το εν λόγω έγγραφο τη στιγμή που θα ήταν αφενός παρών κατά την χρήση της κάρτας και αφετέρου θα λάμβανε γνώση και για ποιο σκοπό χρησιμοποιήθηκε αφού ήταν κάτοχος των κωδικών αριθμών για χρήση της. Εξέφρασε μάλιστα και την εμπιστοσύνη που έτρεφε για τον ΜΚ2 άρα δεν υπήρχε λόγος να φοβάται ότι θα την χρησιμοποιούσε για παράνομο σκοπό. Δεν είναι επιπλέον τυχαίο ότι η σχετική βεβαίωση φέρει ημερομηνία 6/7/2020, που είναι η ημερομηνία που έγινε η πληρωμή για σύσταση της εταιρείας. Δεν μπορεί παρά η χρήση της κάρτας να έγινε σε χρόνο που ο κατηγορούμενος διέμενε με τον αδελφό του, ως ο τελευταίος έθεσε στην κατάθεση του τεκμήριο 40, και είχε και τον απαραίτητο χρόνο για να το πράξει. Το πράγμα όμως δεν σταματά εδώ. Η εξωπραγματική και συνάμα ψευδής διάσταση της εκδοχής του κατηγορούμενου έχει και συνέχεια. Διευθυντής της εταιρείας φέρεται να είναι κάποιος ΖΙ με Ελληνική Εθνικότητα ο οποίος, σύμφωνα με το τεκμήριο 49 από τις 27/6/2020 μέχρι και τις 23/3/2022, έκτιε ποινή φυλάκισης σε φυλακή της Ελλάδας για απάτες κατ’ εξακολούθηση. Το πρόσωπο αυτό τώρα, πέραν του ότι κατέστη διευθυντής εταιρείας που συστήθηκε στην Αγγλία με την καταβολή ποσού από την κάρτα Revolut του αδελφού του κατηγορούμενου και ενώ έκτιε ποινή φυλάκισης στην Ελλάδα, απέστειλε στις 13/7/2020 στην εταιρεία του ΜΚ2 πρόσκληση για προσφορά για μετατροπή σε ψυκτικούς θαλάμους 500 εμπορευματοκιβωτίων (βλ. τεκμήριο 11). Υπήρξε μάλιστα και ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ τους ως προς τα χαρακτηριστικά και τεχνικές προδιαγραφές των ψυκτικών θαλάμων. Τα ηλεκτρονικά μηνύματα φέρουν ως αποστολέα τον ΖΙ ο οποίος ήταν, να επαναλάβουμε, φυλακισμένος. Στις 20/9/2020 αποδέχθηκε και την προσφορά, (τεκμήριο 18), που η εταιρεία του ΜΚ2 υπέβαλε για την κατασκευή των ψυκτικών θαλάμων μάλιστα για 800 τελικά συνολικά θαλάμους και με κόστος το ποσό των £11,116,000.00. Να πούμε εδώ παρενθετικά ότι δημιουργεί ερωτήματα το ότι μία εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο μίας Αγγλικής λίρας συστήνεται στις 7/7/2020 και στις 13/7/2020 αποστέλλει πρόσκληση για προσφορά σε μία Κυπριακή εταιρεία περιορισμένων δυνατοτήτων, τουλάχιστον για την επίδικη μετατροπή, ως τέθηκε από τον ΜΚ2 και καταλήγει σε συμφωνία 2 μήνες αργότερα για ο πιο πάνω πάνω τεράστιο οφείλουμε να πούμε ποσό. Ο κατηγορούμενος είχε και για αυτό το θέμα απάντηση. Ότι δηλαδή μία εταιρεία ακόμη και με ονομαστικό κεφάλαιο μίας λίρας μπορεί να κλείνει συμφωνίες και να έχει περιουσία οποιασδήποτε αξίας. Δεν προέκυψε βέβαια περιουσία της εταιρείας παρά μόνο ότι συστάθηκε στις 7/7/2020, δεν κατέθεσε κάποιο έγγραφο από την ίδρυση της και ο έφορος εταιρειών της Αγγλίας στις 28/11/2021, δημοσίευσε στην London Gazette την πρόθεση του για διάλυση της. Να προσθέσουμε ότι υπήρχε και διαμαρτυρία συγκεκριμένης κυρίας προς τον έφορο εταιρειών της Αγγλίας για αλλαγή της διεύθυνσης της εταιρείας αφού η δηλωθείσα από την Π διεύθυνση της ανήκε. Όλα λοιπόν τα πιο πάνω έγγραφα ήταν δημιούργημα του κατηγορούμενου, τα οποία απέστελλε στον ΜΚ2 με τον τελευταίο να του τα παραδίδει για να τον εκπροσωπήσει σε Δικαστική διαδικασία. Ήταν όλα όμως ήδη γνωστά στον κατηγορούμενο αφού αυτός τα ετοίμαζε συμπεριλαμβανομένης και της κοινοποίησης αποδοχής τεκμήριο 18. Θα πρέπει να πούμε ότι οι όροι που περιλαμβάνονται στο εν λόγω έγγραφο προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση. Θα αναφερθούμε ενδεικτικά και μόνο στους όρους που αναφέρεται ότι μέχρι 30/9/2020 θα κατέβαλε η Π στον ΜΚ2 το 70% της συμφωνημένης αμοιβής των €11,116,000.00 και αν μέχρι την εν λόγω ημερομηνία δεν καταβαλλόταν αυτό το 70% εξ υπαιτιότητας της Π, τότε θα ήταν υποχρεωμένη η τελευταία να του καταβάλει το συνολικό ποσό της συμφωνημένης τιμής. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι γνώριζε για την συμφωνία αλλά δεν είχε εμπλοκή στην κατάρτιση της αν και συνεργαζόταν τότε με τον ΜΚ2. Είπε ότι ο κατηγορούμενος συνεργαζόταν και με άλλους δικηγόρους. Παρά ταύτα όταν ήταν να καταχωρίσει αγωγή εναντίον της Π τον εμπιστεύθηκε όχι όμως και όταν ήταν να κλείσει συμφωνία για ποσό που ξεπερνούσε τα 11 εκατομμύρια. Η θέση του ήταν ότι την έκλεισε από μόνος του χωρίς την εμπλοκή δικηγόρου. Όταν του επισημάνθηκε ότι οι περιλαμβανόμενοι όροι στο τεκμήριο 18 φανέρωναν απάτη και αν του έκαναν εντύπωση απάντησε θετικά. Είπε όμως ότι επέμενε ο ΜΚ2 να καταχωρίσουν αγωγή και ο ίδιος δεν μπορούσε να τον αμφισβητήσει επικαλούμενος μάλιστα και ενδεχόμενη απάτη από πλευράς ΜΚ2. Χαρακτηριστικές όμως είναι οι ερωτήσεις που του τέθηκαν και πολύ περισσότερο χαρακτηριστικές είναι οι απαντήσεις που έδωσε και που καταδεικνύουν την αναλήθεια των λεχθέντων του.
«Ε. Σας υποβάλλω ότι από αυτό και μόνο φαίνεται ότι πρόκειται για μία απάτη, δεν προκύπτουν ποτέ κανένας να έρθει να κάνει τέτοια συμφωνία.
Α. Να απαντήσω; Απάτη από πλευράς παραπονούμενου πιθανόν. Εγώ απλά σε αυτή την περίπτωση εκτέλεσα οδηγίες για την καταχώριση της αγωγής. Ξεκάθαρα.
Ε. Ωραία, εσύ λέεις μας ότι ήταν… μπορεί να ήταν απάτη από τον παραπονούμενο;
Α. Μάλιστα
Ε. Απάτη από τον παραπονούμενο να κάμει μία συμφωνία ψεύτικη , απλά για να βρεθεί να σου χρωστά εσένα δύο εκατομμύρια;
Α. Όχι ο παραπονούμενος ως έχω αναφέρει και προηγουμένως είχε αναφερθεί σε υποτιθέμενη αγωγή, του ξέφυγε και ανάφερε για παλιανθρωπιά από πλευράς του, γιατί ο ίδιος είχε παράνομες προθέσεις, σίγουρα κατά τη γνώμη μου βλέποντας εκ των υστέρων γεγονότα υπήρχαν κίνητρα από πλευράς παραπονούμενου, σίγουρα οικονομικά. Από εκεί και πέρα το τι ακριβώς συμφωνήθηκε μεταξύ τους δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω, τι συμφωνήθηκε μεταξύ τους, τι λέχθηκε. Σίγουρα τα κίνητρα θα ήταν οικονομικά από πλευράς τους.».
Αυτό που προσπαθεί δηλαδή ο κατηγορούμενος να πείσει, για ακόμα μία φορά, είναι ότι ο ΜΚ2 κατάστρωσε ένα σχέδιο απάτης με οικονομικά κίνητρα, του είπε να καταχωρίσει αγωγή και βρέθηκε να του χρωστά δικηγορική αμοιβή για ποσό που ξεπερνά τα δύο εκατομμύρια Ευρώ, κατόπιν έκδοσης Δικαστικής απόφασης και στη συνέχεια τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Η θέση αυτή πέραν του ότι είναι αστήρικτη, θεωρούμε ότι ξεπερνά κάθε λογική. Δεν εξηγήθηκε από τον κατηγορούμενο για ποιο λόγο, αν όλα έγιναν νομότυπα και με οδηγίες του ΜΚ2, ο τελευταίος να τον καταγγείλει στην αστυνομία. Δεν τέθηκε δηλαδή ποιο το κίνητρο του παραπονούμενου να προβεί σε καταγγελία εις βάρος του. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι ο κατηγορούμενος ενέγραψε και ΜΕΜΟ επί της περιουσίας του ΜΚ2. Προς εδραίωση της θέσης του πρόεβηκε σε αόριστες και αστήρικτες εικασίες περί ύπαρξης εταιρειών και τραπεζικών λογαριασμών του ΜΚ2 στο εξωτερικό όπου εκεί θα καταβάλλονταν τα ποσά της συμφωνίας. Να προσθέσουμε εδώ ότι ο κατηγορούμενος ανάφερε και σε τηλεφωνική του επικοινωνία με τον διευθυντή της Π που του είπε ότι δεν χρειαζόταν η καταχώριση αγωγής. Το πως τώρα ο ΖΙ επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο από τις φυλακές και του μιλούσε για συμβιβασμό της αγωγής είναι άξιο απορίας. Το ίδιο ισχύει και για την προβαλλόμενη θέση του κατηγορούμενου ότι του αναφέρθηκε από τον ΜΚ2 ότι είχε συναντήσεις με τον ΖΙ. Ένα πρόσωπο δηλαδή που κατά την κρίσιμη περίοδο ήταν φυλακή. Είναι εδώ θεωρούμε το σημείο για να αναφερθούμε και στην επιλογή του ονόματος του αναφερόμενου ΖΙ που έγινε και πάλι από τον κατηγορούμενο. Ρωτήθηκε ο κατηγορούμενος αντεξεταζόμενος αν έκανε έρευνα για το εν λόγω άτομο. Απάντησε θετικά λέγοντας ότι έκανε έρευνα μέσω διαδικτύου δύο φορές. Μία τον Οκτώβριο του 2020 πριν την καταχώριση αγωγής, που έκανε και για την εταιρεία, και μία τον Μάιο του 2021. Είπε μάλιστα ότι την τελευταία φορά το έκανε από περιέργεια διότι του είπε ο ΜΚ7 ότι είχαν εισπραχθεί χρήματα από τον ΜΚ2. Δεν βλέπουμε το λόγο της περιεργείας αφού ως ανέφερε είχε ήδη κάνει έρευνα πριν την καταχώριση της αγωγής. Σε κάθε περίπτωση όμως, ανέφερε ότι την πρώτη φορά του έβγαλε για ένα φωτογράφο και υπέθεσε ότι δεν ήταν αυτός. Τη δεύτερη φορά του έβγαλε ότι ήταν «απατεώνας the crook» μαζί με φωτογραφία του. Του έβγαλε και κάποιες εταιρείες με τη διεύθυνση της μίας εξ αυτών να ταιριάζει με της Π. Ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο να παρουσιάσει την ανάρτηση που εντόπισε στο διαδίκτυο. Παρουσίασε και κατέθεσε το τεκμήριο 80, με ημερομηνία ανάρτησης 11/10/2017 η οποία φαίνεται να αφορά τραγουδιστή. Όταν του υποδείχθηκε η διαφορά δέχθηκε ότι τραγουδιστής από φωτογράφο έχει διαφορά. Έχει όμως σημασία η δικαιολογία που βρήκε και έθεσε προς τούτο «Α. Απλά καμιά φορά, επειδή μου έχει ξανατύχει το να κάνεις έρευνα στο internet μέσα στο google δεν βγάζει πάντα τα ίδια αποτελέσματα». Δεν θα καταστήσουμε εαυτούς ειδικούς περί αναρτήσεων στο διαδίκτυο αλλά στην παρούσα περίπτωση η απάντηση του κατηγορούμενου δεν μπορεί παρά να κριθεί ως η πιο βολική γι’ αυτόν. Είναι θεωρούμε μία λεπτομέρεια, ως προς το φερόμενο επάγγελμα του ΖΙ, που του διέφυγε και η οποία όμως αναδεικνύει αυτό που του υποβλήθηκε από τον συνήγορο για την κατηγορούσα αρχή. Ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος είχε τα στοιχεία του προσώπου αυτού, γνώριζε ότι ήταν απατεώνας και βρισκόταν στην φυλακή και χρησιμοποίησε τα στοιχεία του για να στήσει το όλο σχέδιο του. Η θέση όμως του κατηγορούμενου ότι δηλαδή αυτός ενεργούσε κάτω από τις οδηγίες του ΜΚ2, καταρρίπτεται και από τα ακόλουθα. Μετά τη συμφωνία των δύο εταιρειών, θέση του κατηγορούμενου ήταν ότι ο ΜΚ2 του είπε να καταχωρίσουν αγωγή για παράβαση σύμβασης αφού η εταιρεία Π δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα. Το ηλεκτρονικό μήνυμα τεκμήριο 75, που αποστάλθηκε από τον κατηγορούμενο στην εταιρεία Π δεν ήταν παρά μόνο προπέτασμα καπνού στα μάτια του ΜΚ2. Ταυτόχρονα, κατά τη θέση του κατηγορούμενου, ο ΜΚ2 αποδέχθηκε και υπέγραψε την συμφωνία δικηγορικής αμοιβής, τεκμήριο 5, ως προς το ποσό που λάμβανε για την διεκπεραίωση της. Αυτό που ουσιαστικά προβάλλει ο κατηγορούμενος και που αποτελεί το απαύγασμα του παραλόγου είναι ότι ο ΜΚ2 επέλεξε να κινηθεί Δικαστικά εναντίον μίας εταιρείας που ήταν χρεοκοπημένη, για είσπραξη 11 και πλέον εκατομμυρίων Ευρώ και που προφανώς δεν θα είσπραττε και στα πλαίσια αυτά αποδέχθηκε να καταβάλει στον κατηγορούμενο, ανεξαρτήτως αν θα εισέπραττε ή όχι το οφειλόμενο από την εταιρεία Π ποσό, ως δικηγορική αμοιβή ένα ποσό που ξεπερνά τα δύο εκατομμύρια Ευρώ. Να πούμε εδώ ότι η υπογραφή του τεκμηρίου 5 καταδεικνύει και την δολιότητα του κατηγορούμενου και τον τρόπο που ενεργούσε. Επέλεξε να θέσει προς υπογραφή μία συμφωνία που ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια Ευρώ σε μία καφετέρια που δεν ήταν χώρος που προσφερόταν για να την μελετήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι και με μάρτυρες που ό ένας ήταν ο ιδιοκτήτης της καφετέριας και ο άλλος η αδελφή του που μόλις είχε αφιχθεί από το εξωτερικό. Όσο και αν δεχθούμε την αφέλεια του ΜΚ2, η προβαλλόμενη απόφαση του, ως την έθεσε ο κατηγορούμενος, θεωρούμε ότι είναι πέραν από κάθε λογική. Βέβαια ο σκοπός του κατηγορούμενου αναδύεται με τον πλέον σαφή τρόπο τόσο από τους όρους του τεκμηρίου 5 όσο και από το τεκμήριο 36 που είναι έγγραφο υπογεγραμμένο από τον ΜΚ2 δια του οποίου δηλώνει ότι εξοφλήθηκε από την εταιρεία Π για την απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της για ποσό €10,000,000. Αυτό αρχικά που προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο είναι ότι ο ΜΚ2 είχε εισπράξει περί τις €220.000. Το στοιχείο αυτό το πληροφορήθηκε από τον ΜΚ7. Προς επίρρωση μάλιστα της θέσης του ανέφερε αντεξεταζόμενος ότι ο ΜΚ2 με τη στάση του το παραδέχθηκε αφού δεν το αρνήθηκε όταν του το είπε στα μούτρα του και στη συνέχεια τον απόφευγε. Τέτοια θέση δεν υποβλήθηκε στον ΜΚ2 ότι δηλαδή συναντήθηκαν, με τον κατηγορούμενο να λέει στον παραπονούμενο ότι εισέπραξε ποσό από την Π. Ούτε όμως και στις τέσσερεις καταθέσεις που έδωσε στην αστυνομία ανέφερε οτιδήποτε περί αυτού του θέματος. Η δε δικαιολογία που επικαλέστηκε, αν και δέχθηκε ότι δεν πρόκειται για ασήμαντη λεπτομέρεια, ότι δηλαδή δεν μπορούσε να θυμάται τα πάντα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η ισχυριζόμενη είσπραξη του ποσού ήταν αυτό, που κατά την θέση του, αποτέλεσε το έναυσμα για να κινηθεί Δικαστικά εναντίον του ΜΚ2. Ακόμα και αν γίνει δεκτό, και που δεν γίνεται, ότι έγινε αυτή η είσπραξη, ποιος ο λόγος να ετοιμαστεί το τεκμήριο 36 για εξόφληση ολόκληρου του ποσού των 10 εκατομμυρίων που ήταν το ποσό της εκδοθείσας απόφασης τη στιγμή που εισπράχθηκε ένα κατά πολύ μικρότερο ποσό. Ο λόγος είναι απλός. Αν γινόταν αυτό δεν θα μπορούσε να στραφεί εναντίον του ΜΚ2 για το ποσό των 2 και πλέον εκατομμυρίων Ευρώ στη βάση της δικηγορικής αμοιβής και που στη συνέχεια του έδωσε την ευκαιρία να καταχωρήσει ΜΕΜΟ επί του συνόλου της ακίνητης περιουσίας του. Για να πείσει μάλιστα ότι ο ΜΚ2 εισέπραξε το εν λόγω ποσό, κατέθεσε το τεκμήριο 77 που είναι μία ένορκη δήλωση για ύπαρξη μίας εταιρείας του τελευταίου στη Ρουμανία χωρίς να καταδειχθεί η σύνδεση της εταιρείας με το αναφερόμενο ποσό. Να προσθέσουμε εδώ ότι και η υπογραφή και του τεκμηρίου 36 από τον ΜΚ2 έγινε κάτω από τον ίδιο τρόπο που υπογράφηκαν πλείστα των εγγράφων. Ακόμα όμως και η πληροφόρηση του από τον ΜΚ7, για την δήθεν είσπραξη από πλευράς ΜΚ2 του ποσού των €220.000, ήταν δική του επινόηση για να καταχωρίσει ΜΕΜΟ επί της περιουσίας του ΜΚ2. Ο ΜΚ7 είπε ότι επικοινώνησε μαζί του ο κατηγορούμενος και τον ρώτησε αν η Π κατέβαλε κάποιο ποσό στον ΜΚ2. Ο ΜΚ7 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον ΖΙ και στις 22/2/2021 έλαβε την απάντηση ότι είχε καταβληθεί στον ενάγοντα το ποσό των €220.000 κάτι που ανάφερε τηλεφωνικώς και στον κατηγορούμενο. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η επικοινωνία του φερόμενου ΖΙ στον ΜΚ7 ότι κατέβαλε σε λογαριασμό του ΜΚ2 ποσό ύψους €7,2 εκατομμυρίων. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι ο ΖΙ, που κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν κατάδικος, ήταν επιλογή του ίδιου του κατηγορούμενου και επί αυτού του ονόματος ενεργούσε. Στοιχείο που και πάλι καταδεικνύει τον σχεδιασμό και τον τρόπο που ο κατηγορούμενος ενήργησε προκύπτει και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που έθετε στον ΜΚ2 για υπογραφή και συγκεκριμένα των τεκμηρίων 6 και 7. Ενώ οι ένορκες αυτές δηλώσεις αφορούν την αγωγή με αριθμό [ ] και που φέρεται ως ενάγοντας ο ΜΚ2 και εναγόμενη η εταιρεία Π, εν τούτοις το μεγαλύτερο μέρος τους αναλώνεται στην συμφωνία δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5. Δεν υπήρχε λόγος να γίνεται αναφορά στην εν λόγω αγωγή για το θέμα αυτό αφού αντικείμενο της ήταν η παράβαση της συμφωνίας μεταξύ ΜΚ2 και εταιρείας. Ο κατηγορούμενος ερωτώμενος για τούτο είπε ότι δεν το έβρισκε παράλογο. Είναι μία προσέγγιση η οποία θα μπορούσε να αντικριστεί με συγκαταβατικότητα αν γινόταν από κάποιο πρόσωπο που δεν γνωρίζει τις Δικαστικές διαδικασίες, όχι όμως από ένα δικηγόρο. Πρόβαλε βεβαίως ότι ο λόγος που συμπεριλάμβανε τα σχετικά στις ένορκες δηλώσεις, αφού αυτός τις ετοίμαζε σε συνεννόηση με τον ΜΚ2, ήταν για να τον κάνει (ο ΜΚ2), να πιστέψει, ότι θα τον πλήρωνε. Ουδέν αναληθέστερο. Ο λόγος που το έπραξε, σε δύο μάλιστα περιπτώσεις, δεν είναι άλλος από το ότι ήθελε να δεσμεύσει τον ΜΚ2 με ένορκες δηλώσεις έτσι ώστε να μπορεί να τις χρησιμοποιήσει σε κατοπινό στάδιο για επιτυχία του σκοπού του. Το ψευδές των θέσεων του κατηγορούμενου προκύπτει περαιτέρω και με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, από τη θέση που εξέφρασε ως προς τις υπεύθυνες δηλώσεις τεκμήρια 33 και 34. Όταν του υποδείχθηκαν κατά την κυρίως εξέταση του, αρνήθηκε ότι τις έγραψε. Δέχθηκε όμως ότι έκανε παρόμοια δήλωση η οποία και επισυνάφθηκε στην κατάθεση του τεκμήριο 44 στην οποία, ως ο ίδιος ανέφερε, έκανε χειρόγραφες διορθώσεις τις οποίες όταν είχε χρόνο δακτυλογράφησε. Καταρχάς να πούμε ότι, ερωτώμενος από τον δικηγόρο του, δεν του τέθηκε αν υπέγραψε τα τεκμήρια 33 και 34 παρά μόνο αν τα έγραψε. Αυτό δεν είναι τυχαίο διότι δεν μπορούσε να συνδεθεί με τις υπογραφές οι οποίες υπάρχουν και που τέθηκαν με μελάνι που έφευγε με αποτέλεσμα να μην φαίνεται η υπογραφή με μελάνι. Η υπογραφή όμως διακρίνεται ακόμα και με γυμνό μάτι αν και δεν φαίνεται το μελάνι το οποίο έχει σβηστεί. Δεν εξήγησε όμως πώς οι δύο υπεύθυνες δηλώσεις πιστοποιήθηκαν από πιστοποιούντες υπαλλήλους (ΜΚ3 και ΜΚ4), που έθεσαν και τις σχετικές σφραγίδες και τις υπογραφές τους επί των δύο τεκμηρίων και οι οποίες υπογράφηκαν από τον κατηγορούμενο κάτι το οποίο καταρρίπτει όχι μόνο τη θέση του ότι δεν τα έγραψε αλλά και ότι δεν τα υπέγραψε. Η άρνηση του, κατά την αντεξέταση του, ότι δεν υπέγραψε ενώπιον πιστοποιούντων υπαλλήλων δεν αφαιρεί οτιδήποτε από την πιστοποίηση που τα εν λόγω έγγραφα φέρουν. Να προσθέσουμε εδώ ότι η δολιότητα του κατηγορούμενου για αποφυγή οποιασδήποτε σύνδεσης του με τα έγγραφα αναδύεται και από το γεγονός ότι η υπογραφή επί των τεκμηρίων 33 και 34 τέθηκε με κεφαλαία γράμματα. Όσον αφορά τώρα το επισυνημμένο στην κατάθεση του τεκμήριο 44, έγγραφο που διατείνεται ότι ετοίμασε, να πούμε εν πρώτοις ότι την παρουσίασε στον αστυνομικό που του έλαβε την κατάθεση στις 15/5/2022 δηλαδή πέντε μήνες μετά που του λήφθηκε η πρώτη κατάθεση του τεκμήριο 42, οπόταν και είχε ρωτηθεί για το θέμα. Ανέφερε σε σχετική ερώτηση ότι πρόβηκε στην δήλωση μετά που τον παρακάλεσε η μητέρα του ασκώντας του και κάποια πίεση με τον ίδιο να της ξεκαθαρίζει ότι η δήλωση αυτή αφορά άλλες υποθέσεις και όχι τις αγωγές 2914/20 και 2118/20. Δέχεται δηλαδή ότι προέβηκε στη δήλωση αν και ενώπιον του Δικαστηρίου το αρνήθηκε. Περαιτέρω, ουδεμία αναφορά γίνεται για διορθώσεις. Πρόκειται προφανώς για ύστερες σκέψεις για να δικαιολογήσει τις πράξεις του και να απεμπλακεί από τις ευθύνες του. Εντύπωση όμως δημιουργούν και οι δικαιολογίες που προβάλλονται στην κατάθεση του τεκμήριο 44, ως προς το συγκεκριμένο έγγραφο. Δέχεται αρχικά ότι του δόθηκε από την μητέρα του και έκανε κάποιες πρόχειρες διορθώσεις, τις οποίες και ανέφερε και στη συνέχεια την δακτυλογράφησε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Στη συνέχεια την εκτύπωσε και την υπέγραψε χωρίς όμως να πάει σε πιστοποιούντα υπάλληλο. Ενημέρωσε τον ΜΚ2 για τις αλλαγές και την συγκεκριμένη δακτυλογραφημένη και υπογεγραμμένη δήλωση την άφησε στην τραπεζαρία στο σπίτι του ΜΚ2, κάτι που και πάλι δεν τέθηκε στον τελευταίο κατά την αντεξέταση του, όταν πήγε να τον συναντήσει. Δεν την έχει στην κατοχή του ούτε και αντίγραφο της αλλά ούτε και στον ηλεκτρονικό υπολογιστή αφού την έκανε πάνω στον παλιό του ηλεκτρονικό υπολογιστή τον οποίο άλλαξε. Έχει όμως αντίγραφο της δήλωσης με τις χειρόγραφες διορθώσεις την οποία και παρέδωσε στην αστυνομία. Δεν χρειάζεται θεωρούμε να πούμε οτιδήποτε. Τα όσα ο κατηγορούμενος αναφέρει μιλούν από μόνα τους. Απλώς να αναφέρουμε ότι πρόκειται για παντελώς αναληθείς θέσεις που έρχονται όχι μόνο σε αντίθεση αλλά υποτιμούν και την απλή κοινή λογική. Δεν είχε την διορθωμένη, δακτυλογραφημένη και υπογεγραμμένη δήλωση, ούτε καν αντίγραφο της, αφού την άφησε στην τραπεζαρία στην οικία του ΜΚ2-δεν του την παρέδωσε δηλαδή- αλλά είχε αντίγραφο αυτής με τις χειρόγραφες διορθώσεις προβάλλοντας όσες δικαιολογίες θέσαμε αμέσως πιο πάνω. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που προστίθεται και καταδεικνύει με τον πλέον και πάλι σαφή τρόπο το πως ενήργησε ο κατηγορούμενος για εφαρμογή του σχεδίου του, είναι το πρόσωπο που φέρεται σαν ενάγοντας στην αγωγή με αριθμό [ ]. Ενώ δηλαδή η φερόμενη συμφωνία έγινε μεταξύ των δύο εταιρειών δηλαδή της Κ Ltd και της Π Ltd εν τούτοις η πιο πάνω αγωγή καταχωρίστηκε με ενάγοντα τον ΜΚ2 υπό την προσωπική του ιδιότητα. Το ότι αφορούσε τις δύο εταιρείες προκύπτει και από την προσφορά που υποβλήθηκε από την εταιρεία του ΜΚ2. Σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε ότι την φερόμενη μετατροπή των εμπορευματοκιβωτίων θα την διενεργούσε η εταιρεία P.E. Froster Ltd και όχι ο ΜΚ2. Ο κατηγορούμενος δέχθηκε ότι τα έγγραφα του παραδόθηκαν από τον ΜΚ2 πριν την καταχώριση της αγωγής. Όταν ρωτήθηκε για το ζήτημα αυτό επέρριψε την ευθύνη στον ΜΚ2. Ανέφερε ότι είπε στον παραπονούμενο, πριν την καταχώριση της αγωγής, ότι ενάγοντες θα έπρεπε να είναι ο ίδιος και η εταιρεία του. Ο ΜΚ2 του είπε, κατά τη θέση του κατηγορούμενου, να αφήσουν έξω την εταιρεία διότι την «βουρούν» οι φόροι με αποτέλεσμα οι οδηγίες που είχε ήταν να καταχωρίσει την αγωγή στο όνομα του διευθυντή. Να πούμε καταρχάς ότι τέτοια θέση δεν υποβλήθηκε στον ΜΚ2. Σε κάθε περίπτωση όμως δικηγόρος στην όλη υπόθεση ήταν ο κατηγορούμενος και όφειλε να συμβουλεύσει τον ΜΚ2 ως προς το ποιος θα έπρεπε να είναι ο ενάγοντας. Από την απάντηση μάλιστα που έδωσε προκύπτει ότι γνώριζε ότι η φερόμενη συναλλαγή ήταν μεταξύ των εταιρειών. Συνεπώς το ότι δήθεν του είπε ο ΜΚ2 να αφήσουν έξω την εταιρεία δεν είναι τίποτε άλλο από φθηνή δικαιολογία και που δεν γίνεται δεκτή, έτσι ώστε με το που καταχωρίστηκε η αγωγή με ενάγοντα τον ΜΚ2 να μπορεί σε κατοπινό στάδιο, κατ’ εφαρμογή του σχεδίου του, να καταχωρίσει αγωγή εναντίον του τελευταίου στο όνομα του οποίου ήταν εγγεγραμμένη μεγάλης αξίας ακίνητη ιδιοκτησία. Ρωτήθηκε ο κατηγορούμενος και για την παραλαβή της αγωγής κατά της Π. Του υποβλήθηκε ότι ήταν ο ίδιος που την παρέλαβε φορώντας γάντια, μάσκα και make up. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε «Α. Το αρνούμαι κατηγορηματικά και η υποβολή σας είναι διεκπεραιωτική.». Δεν χρειάζεται θεωρούμε να επαναλάβουμε ότι η αγωγή δεν είναι δυνατόν να επιδόθηκε στον ΖΙ για τον ίδιο λόγο που αναφέραμε πιο πάνω. Ότι δηλαδή το πρόσωπο αυτό ήταν κατάδικος σε φυλακές της Ελλάδας.
Η μαρτυρία του κατηγορούμενου απορρίπτεται ως παντελώς αναξιόπιστη.
Ο Μάριος Μαρκίδης, ΜΥ1, κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας γραφολόγος. Κατέθεσε ως προς την γραφολογική έρευνα και γραφολογικές εξετάσεις που διενήργησε, κατόπιν εντολής του κατηγορούμενου, σε έγγραφα που φέρουν την υπογραφή του ΜΚ2. Τα προσόντα του δεν αμφισβητήθηκαν από τον συνήγορο για την κατηγορούσα αρχή. Σε κάθε περίπτωση κατάθεσε βιογραφικό σημείωμα, που περιλαμβάνεται στο τεκμήριο 82, όπου αναφέρει την επιστημονική του κατάρτιση. Ανέφερε περαιτέρω καταθέτοντας ενόρκως ότι εργάζεται ως γραφολόγος από το 1990 και διετέλεσε υπεύθυνος του εργαστηρίου Γραφολογίας της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών καθώς και διευθυντής της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών. Είναι διορισμένος από το Υπουργικό Συμβούλιο ως εμπειρογνώμονας γραφολόγος και τα τελευταία 35 χρόνια εξέτασε πέραν από 10.000 υποθέσεις πλαστογραφίας. Στην βάση των πιο πάνω αλλά και των νομολογιακών αρχών που θέσαμε προηγουμένως για πραγματογνώμονες, κρίνουμε ότι είναι εμπειρογνώμονας μάρτυρας για θέματα γραφολογίας.
Αξιολογώντας τώρα την όλη παρουσία του ΜΥ1 στο εδώλιο του μάρτυρα να πούμε ότι τα συμπεράσματα του μετά την γραφολογική εξέταση των αναφερόμενων στην έκθεση του τεκμήριο 82, εγγράφων, δεν έχει ουσιαστική σημασία στην όλη υπόθεση δεδομένης της θέσης και εξήγησης του ΜΚ2 ως προς την υπογραφή των περισσοτέρων από αυτά. Υπενθυμίσουμε ότι ενώ κατά τη λήψη κατάθεσης του από την αστυνομία ανέφερε ότι οι υπογραφές του σε έγγραφα πλαστογραφήθηκαν εν τούτοις καταθέτοντας ενόρκως εξήγησε κάτω από ποιες συνθήκες τα υπέγραφε. Ξεχωριστή θέση βέβαια κατέχει το τεκμήριο 5 επί του οποίου αναφορά θα γίνει σε κατοπινό στάδιο. Παρά τα πιο πάνω όμως κατά την ένορκη μαρτυρία του διακρίναμε μία απόλυτη θέση του ως προς τα ευρήματα του χωρίς την απαραίτητη επιστημονική αιτιολόγηση και μία προσπάθεια να υπεκφεύγει σε ερωτήσεις που του τέθηκαν από τον συνήγορο για την κατηγορούσα αρχή ή και να αποφαίνεται ότι ερωτήσεις που του τέθηκαν ήταν άσχετες με τα επίδικα θέματα ωσάν και ήταν θέση δική του να κρίνει. Περαιτέρω και αντεξεταζόμενος επί του ζητήματος της διαδικασίας και πρακτικής που ακολούθησε για την γραφολογική εξέταση των εγγράφων από τη στιγμή που έλαβε εντολή προς τούτο από τον κατηγορούμενο υπέπεσε σε αντιφάσεις και προέβηκε σε αναδιπλώσεις έτσι ώστε να τις δικαιολογήσει. Τα πιο πάνω πλήττουν την αντικειμενικότητα του, στοιχείο που θα πρέπει να διέπει όλους τους μάρτυρες πόσω μάλλον τους εμπειρογνώμονες οι οποίοι καλούνται να βοηθήσουν το Δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη άποψη. Φάνηκε από την αρχή ότι ο μάρτυρας προσπαθούσε να μην δημιουργήσει την εντύπωση ότι κατέθετε με μεροληπτική προδιάθεση προς όφελος του εντολοδόχου του. Αναφερόμενος στην πρώτη συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο στις 30/12/2021 ρωτήθηκε τί του είπε ο τελευταίος όταν του παρέδωσε τα έγγραφα. Ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί τι λέχθηκε πριν 5 χρόνια. Του τέθηκε ότι η παρελθούσα περίοδος μέχρι και την ημέρα που κατέθετε δεν ήταν 5 αλλά 3 χρόνια. Διαφοροποιήθηκε λέγοντας ότι ήταν 4 χρόνια. Του υποβλήθηκε τότε «Ε. Που το τέλος του 2021 ως την αρχή του 2025, εν 4 χρόνια;» με τον ΜΥ1 να απαντά «Α. Αν επιμένετε τρία εν τρία, ποια η διαφορά;…….». Προσπάθεια αποστασιοποίησης υπήρξε και σε ερώτηση αν του είπε για το ιστορικό της υπόθεσης και τα δεδομένα που του είπε για να του ζητήσει να κάνει κάποιες ενέργειες. Απάντησε ότι δεν τον αφορά το ιστορικό της υπόθεσης ούτε «στέκει» σε αυτό. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο κατηγορούμενος του παρέδωσε ένα αρκετό μεγάλο αριθμό εγγράφων και δεν του εξήγησε τουλάχιστον περί τίνος επρόκειτο έτσι ώστε να έχει μία γενική εικόνα της υπόθεσης. Ανέφερε μάλιστα ότι το 2022 δεν είχε πληροφόρηση ούτε του αναφέρθηκε από τον κατηγορούμενο ότι υπήρχε σε εξέλιξη διερεύνηση ποινικής υπόθεσης. Είπε βέβαια ότι το έμαθε περί τα τέλη του 2024. Δεν πείθει ούτε και αυτή η θέση του μάρτυρα. Το ελάχιστο που θα γινόταν ήταν η πληροφόρηση για το σκοπό της αιτούμενης γραφολογικής εξέτασης και την αιτία της. Αν μη τι άλλο το λογικό θα ήταν και ο ίδιος, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες, να ρωτήσει το λόγο που του ζητείτο η εξέταση έτσι ώστε να έχει και μία γενική εικόνα του όλου ζητήματος. Δεν είναι δυνατόν να του παρέδιδε έγγραφα ο κατηγορούμενος και ο ίδιος να επισκεπτόταν τα πρωτοκολλητεία των Επαρχιακών Δικαστηρίων Λάρνακας και Λευκωσίας, να φωτογράφιζε έγγραφα και να μην γνώριζε το λόγο που προέβαινε σε αυτές τις ενέργειες. Περαιτέρω και αναφορικά με τις επισκέψεις του είπε ότι ο κατηγορούμενος είχε εξασφαλίσει άδεια και πήγε ο ίδιος και εξέτασε έγγραφα από φάκελο υπόθεσης στο πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Αυτό έγινε σύμφωνα με το τεκμήριο 82 (σελίδα 16) στις 22/3/2022. Ρωτήθηκε αν είχε επικοινωνία με τον κατηγορούμενο πριν τις 26/4/2022 με τον μάρτυρα να απαντά πιθανόν και ότι δεν μπορούσε να θυμάται ακριβώς. Όταν του επισημάνθηκε ότι για να μεταβεί στο πρωτοκολλητείο στις 22/3/2022 εξ υπακούει ότι υπήρξε και προηγούμενη επικοινωνία, ο ΜΥ1 έδωσε την ακόλουθη απάντηση «Α. Τα ανέφερα όλα προηγουμένως αν είναι ανάγκη να τα επαναλάβω δεν έχω χρόνο, τα έχω αναφέρει και ο ίδιος ο κύριος Αντωνίου είπε για να μην τρώω το χρόνο απλώς συγκεκριμενοποίησε την ερώτηση. Να επαναλάβω την ίδια απάντηση; Να την επαναλάβω, δεν έχω πρόβλημα.». Αυτό που είχε να απαντήσει ο μάρτυρας ήταν ένα ναι ή ένα όχι. Παρά ταύτα ούτε και την ερώτηση απάντησε αλλά προέβηκε και σε αχρείαστες αναφορές. Αναλώθηκε μέρος της αντεξέτασης του μάρτυρα ως προς τη διαδικασία που ακολούθησε και τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε από τη στιγμή που έλαβε εντολή από τον κατηγορούμενο για διενέργεια της γραφολογικής εξέτασης. Η θέση του ήταν, κάτι που ανέφερε επανειλημμένως στο Δικαστήριο, ότι δεν μπορούσε να προβεί στην ζητούμενη εξέταση αν δεν είχε δείγματα γραφής από τον ΜΚ2 για σκοπούς σύγκρισης, τα οποία τελικά έλαβε από την εισαγγελία στις 9/1/2025. Είχε μάλιστα επικοινωνήσει με τον ΜΚ2 από το 2022 για να του δώσει οικειοθελώς δείγματα υπογραφών και μονογραφών πλην όμως ο τελευταίος δεν ανταποκρίθηκε. Είχαν όμως μεσολαβήσει ενέργειες του κατηγορούμενου που του παρέδιδε διάφορα έγγραφα με την υπογραφή του ΜΚ2 αλλά και επισκέψεις δικές του στα Δικαστήρια Λάρνακας και Λευκωσίας όπου προέβαινε σε μικροσκοπική εξέταση με φωτογραφική μηχανή. Μέχρι τις 13/4/2022 δεν έκανε οποιαδήποτε σύγκριση με άλλα δείγματα χωρίς όμως να κάνει και κάποιο αρχείο αφού ανέμενε τα δείγματα. Εξήγησε όμως ότι μετά την φωτογράφιση κατεβάζει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή τις φωτογραφίες σε συγκεκριμένο folder και του δίνει αριθμό και ημερομηνία, γίνεται επαλήθευση της ποιότητας της κάθε φωτογραφίας η οποία μπαίνει σε άλλο word file και παίρνει δική της αρίθμηση η κάθε υπογραφή. Όταν παρέλαβε όλα τα αμφισβητούμενα έγγραφα και μετά που είχε την ευκαιρία να εξετάσει τα συγκεκριμένα δείγματα, τα αρίθμησε από την αρχή μέχρι το τέλος και στην προσπάθεια του να ετοιμάσει την έκθεση του έδωσε στην κάθε αμφισβητούμενη γραφή τη συγκεκριμένη αρίθμηση που φαίνεται στα έγγραφα του παραρτήματος του τεκμηρίου 82, με κίτρινο χρώμα. Επί αυτού ρωτήθηκε ο ΜΥ1 αν είχε κάνει κάποιο άλλη έκθεση. Απάντησε ότι έκανε ένα σημείωμα για να μπορεί να απαντήσει το ερώτημα κατά πόσο οι αμφισβητούμενες υπογραφές ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο ή όχι. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τί σημείωμα ήταν αυτό διαφοροποιήθηκε λέγοντας ότι ήταν ενός τύπου έκθεσης που πρέπει να είχε και αρίθμηση την οποία δεν κυκλοφόρησε και ήταν για δικούς του σκοπούς. Όταν του υποβλήθηκε ότι, ως ο ίδιος έθεσε, την αρίθμηση την έκανε μετά που παρέλαβε τα δείγματα απάντησε ότι η ερώτηση ουδεμία σχέση έχει με την ουσία διότι το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο και για να απαντήσει πρέπει να κάνει μία προκαταρκτική εξέταση. Διερωτόμαστε πώς είναι δυνατόν να προβεί σε προκαταρκτική εξέταση χωρίς να έχει, ως και πάλι ο ίδιος ανέφερε, δείγματα γραφής. Σε κάθε περίπτωση όμως προχώρησε ο μάρτυρας και είπε ότι το παράρτημα ετοιμάστηκε το 2025 οπόταν και μπήκαν οι σημειώσεις με το κίτρινο χρώμα που φαίνονται στα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του τεκμηρίου 82. Όταν στη συνέχεια ρωτήθηκε αν η εν λόγω αρίθμηση υπάρχει στην προκαταρκτική έκθεση είπε ότι μπορεί να υπάρχουν αλλά δεν είναι ταυτόσημα. Κληθείς να πει τελικά αν ετοίμασε προκαταρκτική έκθεση αναδιπλώθηκε λέγοντας ότι πρόκειται για προκαταρκτικές εξετάσεις καταλήγοντας ότι δεν ετοίμασε προκαταρκτική έκθεση. Μετά από αυτή του την απάντηση του υποδείχθηκε το τεκμήριο 50 που είναι αυτό που απεικονίζεται στη σελίδα 155 του παραρτήματος με ταυτόσημη την αρίθμηση τους. Να σημειωθεί ότι το τεκμήριο 50 κατατέθηκε στο Δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία στις 9/10/2024 κάτι που καταρρίπτει την θέση του ΜΥ1 όχι μόνο ότι δεν ετοίμασε προκαταρκτική έκθεση πριν καν λάβει τα δείγματα από την εισαγγελία στις 9/1/2025 αλλά και ότι επρόκειτο για προκαταρκτικές εξετάσεις χωρίς η αρίθμηση να είναι ταυτόσημη. Το ότι είχε ετοιμαστεί και προκαταρκτική έκθεση πριν λάβει τα δείγματα φαίνεται και από την αρίθμηση στο κάτω μέρος του τεκμηρίου 50 όπου καταγράφεται «Σελ. 166 από 198». Η σελίδα του παραρτήματος του τεκμηρίου 82 είναι η σελίδα 155 από 216. Χαρακτηριστική τέλος είναι η απάντηση του όταν του υποβλήθηκε «Ε. Οι προηγούμενες σου απαντήσεις είναι καταγεγραμμένες και σου υποβάλλω ότι φάσκεις και αντιφάσκεις; Α. Σας λέω καταρχήν τα όσα λέτε είναι εκτός ουσίας της υπόθεσης και η ουσία είναι μία και καταρχήν απαντώντας την υποβολή σας σας λέω ότι όπως απαντούσα από την αρχή απαντώ και τώρα, τα δε σχόλια σας είναι εκτός ουσίας και η ουσία είναι….». Είναι θεωρούμε προφανείς οι ανακολουθίες στα λεχθέντα του ΜΥ1 στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει τις θέσεις του. Ακόμα όμως και σε αυτή καθαυτή την γραφολογική εξέταση που διενήργησε απέφευγε να απαντήσει ευθέως με αποτέλεσμα ο συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή να του ξαναθέτει την ίδια ερώτηση. Ήταν η θέση του μάρτυρα ότι αν οι διαφορές που υπάρχουν στις υπογραφές δεν είναι διαφορές ουσίας τότε πρόκειται για φυσιολογικές παραλλαγές. Ρωτήθηκε τότε αν στα δείγματα εντόπισε διαφορές που χαρακτηρίζει ως ουσιαστικές διαφορές και διαφορές που τις θεωρεί ως φυσιολογικές παραλλαγές και κλήθηκε να τις υποδείξει. Επανέλαβε ότι δεν υπάρχουν αδικαιολόγητες διαφορές αλλά φυσιολογικές παραλλαγές. Κλήθηκε εκ νέου από τον συνήγορο της κατηγορούσας αρχής να υποδείξει τις φυσιολογικές παραλλαγές. Απάντησε και πάλι ότι αυτά που «εσείς θωρείται αδικαιολόγητες διαφορές εγώ λέω ότι είναι φυσιολογικές παραλλαγές, για εμένα δεν υπάρχουν διαφορές είναι υπογραφές του ίδιου προσώπου, το επαναλαμβάνω πιο ξεκάθαρα.». Όταν του λέχθηκε ότι δεν του υποδείχθηκαν διαφορές έτσι ώστε να τοποθετηθεί αν είναι διαφορές ή παραλλαγές, επανέλαβε και πάλι ότι δεν υπάρχουν αδικαιολόγητες διαφορές. Του επανατέθηκε για τρίτη φορά η ερώτηση για να καταλήξει ότι μιλά για φυσιολογικές παραλλαγές και όχι για διαφορές. Τα πιο πάνω δημιουργούν αμφιβολία ως προς την αντικειμενικότητα του μάρτυρα ως προς τη διενέργεια της εξέτασης του. Αυτό μας οδηγεί στην κατάληξη ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε στη μαρτυρία του για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ανεξαρτήτως της μαρτυρίας του ΜΚ2 ως προς την υπογραφή των επίδικων εγγράφων που φέρονται να υπογράφηκαν ή και μονογράφηκαν από αυτόν.
Ο ΧΧ, ΜΥ2, κλήθηκε να καταθέσει ως προς την υπογραφή της συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5, αφού το εν λόγω έγγραφο φέρει την υπογραφεί του αλλά φέρεται να υπογράφηκε στον χώρο της καφετέριας που διατηρούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ο μάρτυρας αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 51 όπου περιγράφει τη σχέση του με τον ΜΚ2 και τη γνωριμία του με τον κατηγορούμενο.
Επί της ίδιας συμφωνίας κλήθηκε και κατέθεσε και η ΑΔ, ΜΥ3, αδελφή του κατηγορούμενου της οποίας η κατάθεση τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήριο 71. Αναφέρθηκε και αυτή στην υπογραφή του τεκμήριου 5 αφού φέρει τις μονογραφές και υπογραφή της τις οποίες αναγνώρισε. Είπε ότι την ημέρα που ερχόταν από την Ελλάδα όπου σπούδαζε, την παρέλαβε από το αεροδρόμιο ο αδελφός της και πήγαν στην καφετέρια του ΜΥ2 όπου υπέγραψαν την συμφωνία τεκμήριο 5.
Αξιολογούμε τη μαρτυρία των δύο πιο πάνω μαρτύρων αφού η αντεξέταση τους από τον συνήγορο για την κατηγορούσα αρχή επικεντρώθηκε στο κατά πόσο όντως υπογράφηκε η επίδικη συμφωνία στην παρουσία και του ΜΚ2.
Παρά τις κάποιες διαφορές που παρατηρούνται στη μαρτυρία τους κρίνουμε ότι οι ΜΥ2 και ΜΥ3 ήταν αξιόπιστοι μάρτυρες. Το ότι ο ΜΥ2 ανέφερε ότι στην καφετέρια του πήγαν μαζί οι ΜΚ2, κατηγορούμενος και ΜΥ3 ενώ η τελευταία είπε ότι πήγε με τον αδελφό της και μετά από 2-3 λεπτά πήγε και ο ΜΚ2, δεν αποτελεί ουσιώδη ανακολουθία που θα τους καθιστούσε αναξιόπιστους. Ούτε όμως και ο χρόνος που οι δύο μάρτυρες υπέγραψαν έχει σημασία, αν δηλαδή ήταν από την αρχή εκεί ο ΜΥ2 ή πήγε μετά, αφού ταυτόχρονα διαχειριζόταν και την καφετέρια, είναι δυνατόν να αλλοιώσει την καλή εντύπωση που αποκομίσαμε κατά την ένορκη μαρτυρία τους. Σε κάθε περίπτωση να πούμε ότι δεν υποβλήθηκε στους μάρτυρες ότι ο ΜΚ2 ουδέποτε υπέγραψε το τεκμήριο 5 αλλά ότι δεν το υπέγραψε στην παρουσία τους. Σημασία έχει όμως ότι η ΜΥ3 δεν είδε τον ΜΚ2 να διαβάζει το τεκμήριο 5 πριν το υπογράψει.
Η μαρτυρία των ΜΥ2 και ΜΥ3 γίνεται αποδεκτή.
Έχοντας υπόψιν το σύνολο της μαρτυρίας, δεδομένης και της αξιολόγησης της καταλήγουμε στα κάτωθι επιπρόσθετα ευρήματα:
Ο ΜΚ2, που διαμένει στην Αραδίππου, έχει συγγενική σύνδεση με την μητέρα του κατηγορούμενου και οι οικογένειες τους, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Μεταξύ ΜΚ2 και κατηγορούμενου υπήρχε και επαγγελματική σχέση αφού ο τελευταίος ήταν εγγεγραμμένος δικηγόρος, ασκούσε δικηγορία και παρείχε υπηρεσίες στον πρώτο. Στα πλαίσια αυτά υπήρχαν επισκέψεις του κατηγορούμενου στην οικία του ΜΚ2 αλλά και κοινές έξοδοι των δύο, ψυχαγωγικής φύσεως. Ο ΜΚ2 είναι διευθυντής και μέτοχος της εεταιρίας Κ Ltd που ασχολείται με επιδιορθώσεις ψυκτικών εγκαταστάσεων. Περί τον Μάϊο του έτους 2020 Δικαστικός επιδότης επικοινώνησε με τον ΜΚ2 για να του επιδώσει, όπως και έγινε, αγωγή εναντίον της εταιρείας του που αφορούσε εργατικό ατύχημα. Φερόμενη ενάγουσα ήταν η εταιρεία Ο LTD LANDON (για εύκολη αναφορά Ο ). Ο ΜΚ2 αποτάθηκε στον κατηγορούμενο ο οποίος μετέβηκε στην οικία του ΜΚ2 και αφού παρέλαβε την αγωγή του είπε ότι θα χειριζόταν το θέμα. Τις επόμενες μέρες ενημερώθηκε από τον κατηγορούμενο ότι η αγωγή αυτή καταχωρίστηκε κατά λάθος εναντίον της εταιρείας του και του ζήτησε το ποσό των €4000 για απόσυρση της, ποσό που ο ΜΚ2 του κατέβαλε. Δεν ζήτησε και δεν έλαβε απόδειξη. Μετά παρέλευση δύο ημερών περίπου τον ενημέρωσε ότι η αγωγή διευθετήθηκε. Του ανέφερε όμως ότι λόγω της καταχώρισης της αγωγής και επειδή ακούστηκε το όνομα της εταιρείας του στο Δικαστήριο, υπήρξε δυσφήμηση της και θα μπορούσε να αξιώσει αποζημιώσεις με την καταχώριση αγωγής εναντίον της Ο . Ο ΜΚ2 λόγω της εμπιστοσύνης που είχε προς τον κατηγορούμενο αποδέχθηκε να προωθήσουν διαδικασία για διεκδίκηση αποζημιώσεων και προς τούτο μεταξύ Ιουνίου 2020 και Απριλίου 2021, κατέβαλε σταδιακά στον κατηγορούμενο περί €7000-€8000 χωρίς και πάλι να ζητήσει και να λάβει απόδειξη με τον τελευταίο να του λέγει ότι το ποσό αυτό θα του επιδικαζόταν από το Δικαστήριο και θα του καταβαλλόταν από τους εναγόμενους. Σε κάποιο στάδιο πληροφορήθηκε από τον κατηγορούμενο περί ύπαρξης πρότασης από την Ο για καταβολή του ποσού των €50.000 ως αποζημιώσεις αλλά για να καταστεί δυνατή η έκδοση απόφασης θα έπρεπε να υπογράψει κάποια έγγραφα ενώπιον του πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπως και έπραξε. Ο τρόπος που ετοιμάζονταν τα έγγραφα και που περιλάμβαναν και ένορκες δηλώσεις ήταν ο κατηγορούμενος να τα ετοιμάζει στον υπολογιστή του, να μεταβαίνει στη συνέχεια στην οικία του ΜΚ2 και να του ζητεί να τα διαβάσει και να προβεί σε διορθώσεις αν ήθελε. Κατόπιν τούτου συναντιούνταν στον χώρο του Δικαστηρίου οπόταν και του τα παρουσίαζε σε έντυπη μορφή, με τον ΜΚ2 να τα υπογράφει χωρίς να τα διαβάσει με την προβολή από τον κατηγορούμενο ότι τα είχε διαβάσει την προηγούμενη ημέρα ή και ότι έπρεπε να βιαστούν διότι θα έπρεπε να παρουσιαστούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Εν τω μεταξύ στις 13/7/2020 είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον ΜΚ2 κάποιο πρόσωπο που του αναφέρθηκε ως ΖΙ και τον ρώτησε αν η εταιρεία του ενδιαφερόταν να υποβάλει προσφορά για μετατροπή εμπορευματοκιβωτίων σε ψυκτικούς θαλάμους. Ο ΜΚ2 του ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες και την ίδια ημέρα του απέστειλε επιστολή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τεκμήριο 11, και τον καλούσε όπως υποβάλει προσφορά στην εταιρεία Π Ltd (για εύκολη αναφορά Π), για μετατροπή 500 εμπορευματοκιβώτιων σε ψυκτικούς θαλάμους ως η επισυναπτόμενη «ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Π LIMITED (ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ [ ]) ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ». Η εταιρεία Π εγγράφηκε στον Έφορο Εταιρειών στην Αγγλία στις 7/7/2020 (τεκμήριο 19), με μετοχικό κεφάλαιο 1 Στερλίνας και καταβολή τελών 12 Στερλινών για τη σύσταση της που πληρώθηκαν από την κάρτα Revolut του αδελφού του κατηγορούμενου. Διευθυντής της Π ήταν ο ΖΙ ο οποίος από τις 26/6/2020 μέχρι τις 23/3/2022 έκτιε ποινή φυλάκισης για απάτες κατ’ εξακολούθηση σε φυλακή της Ελλάδας. Ο ΜΚ2 λόγω της περιορισμένης δυνατότητας της εταιρείας του να εκτελέσει την εργασία, είχε επικοινωνία με τον φερόμενο ως ΖΙ από τον αριθμό τηλεφώνου [ ] οπόταν και του εξέφρασε τον προβληματισμό του με τον τελευταίο να τον καθησυχάζει. Στις 28/7/2020 απέστειλε επιστολή στην ηλεκτρονική διεύθυνση [ ] με την οποία υπέβαλε την προσφορά του. Μετά από ηλεκτρονική επικοινωνία του ΜΚ2 ημερομηνίας 13/8/2020, τεκμήριο 13, μέσω της ανωτέρω ηλεκτρονικής διεύθυνσης, συμφωνήθηκε όπως τα εμπορευματοκιβώτια που θα μετέτρεπε η εταιρεία του ΜΚ2 σε ψυκτικούς θαλάμους να ανέλθουν στα 800. Παρά τις προσπάθειες του ΜΚ2 για επικοινωνία με τον αναφερόμενο ΖΙ τέτοια επικοινωνία δεν κατέστη δυνατή με τον ίδιο να θεωρεί ότι δεν υπήρξε κάποια συμφωνία και δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με ο θέμα. Ουδέποτε προέβηκε στις εργασίες, ούτε και αξίωσε κάποιο ποσό. Στα πλαίσια της αγωγής που του είπε ο κατηγορούμενος ότι καταχώρισε εναντίον της Ο προσπάθησε ο ΜΚ2 σε κάποιο στάδιο να επικοινωνήσει μαζί του για να τον ρωτήσει ως προς την εξέλιξη της αγωγής χωρίς όμως να το επιτύχει. Επικοινώνησε με την μητέρα του κατηγορούμενου που του είπε ότι πιθανόν ο τελευταίος να καταχώρισε ΜΕΜΟ στην ακίνητη περιουσία του. Μετά από έρευνα στο κτηματολόγιο διαπιστώθηκε ότι είχε είχαν εγγραφεί ΜΕΜΟ επί της ακίνητης ιδιοκτησίας του στη βάση Δικαστικής απόφασης, τεκμήριο 22, στην αγωγή με αριθμό [ ] του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Η αγωγή επιδόθηκε στον ΜΚ2 από τον ΜΚ5 στο χώρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μετά από υπόδειξη του κατηγορούμενου. Είχε επιδικαστεί υπέρ του κατηγορούμενου και εναντίον του ΜΚ2 προσωπικά, το ποσό των €2,145,332.00, ως αμοιβή του δυνάμει συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής, τεκμήριο 5. Διαπιστώθηκε επίσης ότι είχε καταχωριστεί και η αγωγή με αριθμό [ ] του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με ενάγοντα τον ΜΚ2 προσωπικά και εναγόμενη την εταιρεία Π για παράβαση σύμβασης. Απόφαση στη βάση της εν λόγω αγωγής και για ποσό ύψους €10,000,000.00, εκδόθηκε στις 4/11/2020, τεκμήριο 8. Μετά από έρευνα στο φάκελο της αγωγής προέκυψε ότι ανάμεσα σε άλλα είχε κατατεθεί και κοινοποίηση αποδοχής προσφοράς της Π ημερομηνίας 20/9/2020, τεκμήριο 18, για μετατροπή των 800 εμπορευματοκιβωτίων σε ψυκτικούς θαλάμους από την εταιρεία του ΜΚ2 για το ποσό των €11,116,000.00. Αποτελούσε όρο της αποδοχής ότι θα καταβαλλόταν μέχρι 30/9/2020 ως προκαταβολή το ποσό των €7,781,200.00 και σε περίπτωση που δεν καταβαλλόταν τότε αυτό θα συνιστούσε παράβαση σύμβασης με την Π να είναι υποχρεωμένη να καταβάλει ολόκληρο το ποσό των €11,116,000.00. Για την έκδοση της απόφασης εμφανίστηκε εκ μέρους της εναγόμενης εταιρείας ο ΜΚ7 τον οποίο αρχικά προσέγγισε ο κατηγορούμενος. Στον ΜΚ7 είχε παραδοθεί έξω από ένα περίπτερο από κάποια που του είπε ότι την έλεγαν ΝΝ, διοριστήριο δικηγόρου που έφερε την υπογραφή της Π. Η μητέρα του κατηγορούμενου παρέδωσε στον ΜΚ2 τις υπεύθυνες δηλώσεις τεκμήρια 33 και 34 που είχαν υπογραφεί από τον κατηγορούμενο και πιστοποιηθεί από τους ΜΚ3 και ΜΚ4 αντίστοιχα.
Στη βάση λοιπόν της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μας και που αυτή έγινε αποδεκτή κατόπιν αξιολόγησης της και που αποτέλεσε τη βάση των ευρημάτων μας θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε αν η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
Οι κατηγορίες 1 και 3 αφορούν το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 που έχουν ως εξής:
«298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»
Ο ορισμός της ψευδούς παράστασης δίδεται στο άρθρο 297 του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει ότι:
«297. Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»
Από την ανάγνωση των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων, προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, είναι τα ακόλουθα:
(α) Η ύπαρξη ψευδούς παράστασης.
(β) Η απόκτηση περιουσίας ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης.
(γ) Η πρόθεση καταδολίευσης.
Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος σαν υφιστάμενου ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Δεν είναι απαραίτητο όμως η ψευδής παράσταση να γίνεται με λόγια αλλά η συμπεριφορά και οι πράξεις του δράστη χωρίς οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή παράσταση, είναι αρκετές. Από την άλλη, η δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός είτε γίνεται προφορικά είτε γραπτά δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου αν η δήλωση λογικά και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο που έγινε. Είναι όμως αναγκαίο όπως ο δράσης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής (βλ. B.R. v. Jones (1898) 1 Q.B. 41).
Η ερμηνεία του όρου «ψευδής παράσταση» δόθηκε από τον Δικαστή Buckley στην υπόθεση Re London and Globe Finance Corporation Ltd (1903) 1 Ch. 368, 370 ως ακολούθως:
“To induce a man to believe that a thing is true which is false and which the person practicing the deceit knows or believe to be false.”
Επιπλέον, είναι αρκετό ο κατηγορούμενος με λόγια ή με συμπεριφορά να προκάλεσε στο μυαλό του θύματος μια ψεύτικη προσδοκία. Οι παραστάσεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο δεν είναι αρκετό να είναι ψευδείς, αλλά ο κατηγορούμενος, όταν προέβαινε σε αυτές, να γνώριζε ότι ήταν ψευδείς ή να μην πίστευε στο αληθές τους (βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2020, B5.12-B5.14).
Το βάρος απόδειξης των ψευδών παραστάσεων, βρίσκεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, η οποία θα πρέπει να τις αποδείξει όπως τις επικαλείται στο κατηγορητήριο.
Στην υπόθεση Μιχάλη Ζένιου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 65, η ψευδής παράσταση συνίστατο στο γεγονός πως όταν ο παραπονούμενος συμφώνησε στην αγορά διαμερισμάτων και πλήρωσε προκαταβολή, οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν τα δύο διαμερίσματα ενώ γνώριζαν πως η πολυκατοικία δεν μπορούσε να αποπερατωθεί γιατί δεν υπήρχε άδεια οικοδομής ούτε και μπορούσε να εκδοθεί τέτοια άδεια οικοδομής για την υπό ανέγερση πολυκατοικία κάτω από το σχετικό Νόμο.
Από την άλλη, η απλή παράβαση σύμβασης, παρά τις υποσχέσεις του κατηγορουμένου για εκπλήρωση των συμφωνηθέντων, δεν αποτελεί ψευδή παράσταση εντός της εννοίας του Άρθρου 297 του Ποινικού Κώδικα (βλ. Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 861).
Είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η περιουσία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο ή κάποιο τμήμα της αποκτήθηκε σαν αποτέλεσμα της ισχυριζόμενης ψευδούς παράστασης. Με άλλα λόγια θα πρέπει η μαρτυρία να δείξει ότι η ψευδής παράσταση επέδρασε στο μυαλό του εξαπατηθέντος και ότι ήταν αυτή που τον ώθησε είτε πλήρως είτε μερικώς να αποξενωθεί από την περιουσία του.
Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει τέλος να αποδείξει πρόθεση καταδολίευσης εκ μέρους του κατηγορουμένου.
Η πρόθεση καταδολίευσης κατά κανόνα τεκμαίρεται μέσα από τα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης. Η πρόθεση δεν είναι πάντοτε δεκτική θετικής και άμεσης μαρτυρίας, αλλά ανευρίσκεται συνήθως ως εξυπακουόμενο γεγονός από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν αποδειχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
Για παράδειγμα, η περίπτωση όπου λαμβάνονται χρήματα με παραστάσεις που εκ πρώτης όψεως είναι ψευδείς, τότε η πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται εκ πρώτης όψεως (βλ. R. v. Hammerson, 10 Cr. App. R. 121). H χρήση ψευδών δηλώσεων ή εγγράφων για απόκτηση χρημάτων, παρά το ότι τα χρήματα θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί χωρίς αυτά, είναι μαρτυρία από την οποία δυνατό να εξαχθεί πρόθεση για καταδολίευση (βλ. επίσης R. v. Kritz (1949) 2 All E.R).
Τέθηκε στην υπόθεση Ευθυμίου (ανωτέρω) ως προς τα στοιχεία της ψευδούς παράστασης και της πρόθεσης καταδολίευσης:
«Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση. Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459, 483), “The state of a man´s mind is as much a fact as the state of his digestion”. Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.».
Στην υπό εξέταση περίπτωση αυτό που προσάπτεται στον κατηγορούμενο είναι ότι τον Μάιο του 2020 απέσπασε από τον ΜΚ2 το ποσό των €4000 παριστάνοντας του ψευδώς ότι θα το χρησιμοποιήσει για υποτιθέμενη αγωγή που υπήρχε εναντίον της εταιρείας του Κ Ltd (κατηγορία 1) και ότι το ποσό των €7000-€8000 που έλαβε από τον ΜΚ2 μεταξύ Ιουνίου 2020 και Απριλίου 2021 το απέσπασε παριστάνοντας του ψευδώς ότι θα καταχωρούσε αγωγή για λίβελο εναντίον της Ο LTD LANDON (κατηγορία 3).
Αναφορικά με την πρώτη κατηγορία και την απόσπαση του ποσού των €4000 έχουμε θέσει προηγουμένως τον τρόπο που ο κατηγορούμενος ενήργησε και την αναφορά του ΜΚ2 για αγωγή εναντίον της εταιρείας του για εργατικό ατύχημα. Είναι γεγονός ότι ο παραπονούμενος είπε ότι του επιδόθηκε αγωγή από κάποιον επιδότη χωρίς όμως να κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε αντίγραφο. Σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση ότι επιδόθηκε στον ΜΚ2 αγωγή και ότι ο τελευταίος αποτάθηκε στον κατηγορούμενο για να επιληφθεί του ζητήματος. Δεν υποβλήθηκε ούτε και θέση ότι το εν λόγω ποσό χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό που λέχθηκε στον ΜΚ2. Αυτό που αμφισβητήθηκε και τέθηκε στον ΜΚ2 είναι ότι ουδέποτε έδωσε το εν λόγω ποσό στον κατηγορούμενο και ότι δεν παρουσίασε και οποιαδήποτε απόδειξη προς τούτο. Έχουμε αποδεχθεί τη μαρτυρία του ΜΚ2 ως αξιόπιστη και συνεπώς και το ότι έδωσε στον κατηγορούμενο το εν λόγω ποσό. Το γεγονός ότι δεν παρουσίασε απόδειξη δεν ανατρέπει την κατάληξη μας για καταβολή του. Έχει όμως αναφέρει και το λόγο που έδωσε το ποσό και που δεν ήταν άλλος από την απόσυρση της αναφερόμενης αγωγής αφού ως του λέχθηκε από τον κατηγορούμενο και που πάλι δεν αμφισβητήθηκε, καταχωρίστηκε κατά λάθος και απαιτείτο το ποσό των €4000 για απόσυρση της. Περαιτέρω δεν έθεσε ότι, κατόπιν οδηγιών του ΜΚ2, καταχώρισε εμφάνιση σε υπαρκτή αγωγή και διαπραγματεύτηκε με το δικηγόρο της φερόμενης ενάγουσας εταιρείας και συμφώνησε για την απόσυρση της. Ουσιαστικά η βάση επί της οποίας, ως ανέφερε ο ΜΚ2, έδωσε τα χρήματα παρέμεινε αναντίλεκτος. Αυτή δεν ήταν άλλη από το ότι του είπε ο κατηγορούμενος ότι ήθελε €4000 για απόσυρση της αγωγής που καταχωρίστηκε εναντίον της P.E Froster Ltd για εργατικό ατύχημα. Ουδέν έχει τεθεί όμως ενώπιον μας το οποίο να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ποσό που κατέβαλε ο ΜΚ2 χρησιμοποιήθηκε για το λόγο που του λέχθηκε. Το αντίθετο αποδεικνύεται με κάθε ασφάλεια. Ο κατηγορούμενος απέσπασε το ποσό αφού του παρέστησε ψευδώς ότι θα το χρησιμοποιούσε για την απόσυρση της υποτιθέμενης αγωγής. Σκοπό όμως είχε να οικειοποιηθεί το ποσό όπως και τελικά έπραξε.
Ίδια είναι η κατάληξη μας και σε σχέση με την κατηγορία 3 για την απόσπαση του ποσού των €7000-€8000 για καταχώριση αγωγής λιβέλου εκ μέρους της P.E Froster Ltd εναντίον της Ο LTD LANDON. Η καταβολή του ποσού αφορά την περίοδο Ιουνίου του 2020 με Απρίλιο του 2021. Ανέφερε ο ΜΚ2 στην κατάθεση του τεκμήριο 9, ότι έδωσε τα χρήματα σταδιακά χωρίς να λάβει απόδειξη και στη συνέχεια πως εξελίσσονταν τα γεγονότα σε σχέση με την αγωγή λιβέλου (τεκμήριο 9 σελ.4 γραμμές 8-26). Υποβλήθηκε στον μάρτυρα ότι δεν έδωσε αυτά τα λεφτά. Έχουμε αναφέρει για το ζήτημα αυτό, αποδεχόμενοι ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του, ότι λόγω της εμπιστοσύνης που είχε στον κατηγορούμενο δεν ζητούσε αποδείξεις για την καταβολή των ποσών. Να προσθέσουμε εδώ ότι αν και το ποσό δεν είναι επακριβώς καθορισμένο δεν διαφοροποιεί την κατάληξη μας ότι δόθηκαν περί τις €7000-€8000. Πέραν του ότι το ύψος του ποσού δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος, δεν είχε αντεξεταστεί σε κάθε περίπτωση ως προς αυτό το στοιχείο παρά μόνο ότι δεν έδωσε αυτά τα λεφτά. Ούτε και μπορεί να γίνει δεκτό ότι, ως υποβλήθηκε περαιτέρω στον ΜΚ2, οι οδηγίες που έδωσε στον κατηγορούμενο ήταν για να καταχωρίσει αγωγή εναντίον της Π. Την περίοδο Ιουνίου 2020 που ο ΜΚ2 άρχισε να δίνει λεφτά η Π δεν είχε ιδρυθεί ως εταιρεία. Δεν παρουσιάστηκε και πάλι ούτε αγωγή λιβέλου, στοιχείο που και πάλι δεν αμφισβητήθηκε ότι λέχθηκε από τον κατηγορούμενο στον ΜΚ2, όπως δεν αμφισβητήθηκε και το ότι του είπε ότι υπήρξε δυσφήμηση της εταιρείας του και θα μπορούσε να καταχωρίσει αγωγή εναντίον της Ο για διεκδίκηση αποζημιώσεων. Ο κατηγορούμενος παριστάνοντας ψευδώς αρχικά την ύπαρξη αγωγής εναντίον της εταιρείας του ΜΚ2 από την Ο , στη συνέχεια του παρέστησε και πάλι ψευδώς ότι θα καταχωρούσε αγωγή εναντίον της τελευταίας για λίβελο αποσπώντας από τον ΜΚ2 το ποσό των €7000-€8000 τη στιγμή που πρόθεση του ήταν η οικειοποίηση του ποσού αυτού.
Οι κατηγορίες 2 και 4 που αφορούν το αδίκημα της κλοπής από αντιπρόσωπο σχετίζονται με τις κατηγορίες 1 και 3 υπό την έννοια ότι αφορούν τα ίδια ποσά αντίστοιχα ως αντίστοιχος είναι και ο σκοπός που τα χρήματα αυτά προορίζονταν και που στο τέλος κατηγορείται ότι τα οικειοποιήθηκε.
Τα άρθρα επί των οποίων εδράζονται οι πιο πάνω κατηγορίες 2 και 4 έχουν ως ακολούθως:
«255.—(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται µε δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώµατος µε καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκοµίζει οτιδήποτε που µπορεί να καταστεί αντικείµενο κλοπής µε σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη µόνιµα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγµατος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόµιµα, αν είναι θεµατοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, µε δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.
(2) (α) Ο όρος "αποκτά κατοχή" περιλαµβάνει και το να αποκτά κατοχή—
(i) µε τέχνασµα·
(ii) µε εκφοβισµό·
(iii) µε συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώµενου αποκτήθηκε µε τέτοιο τρόπο·
(iv) µε ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης µπορεί να ανακαλυφθεί µε εύλογα διαβήµατα·
(β) ο όρος "αποκοµίζει" περιλαµβάνει κάθε µετακίνηση οποιουδήποτε πράγµατος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειµένου όµως για πράγµα προσαρτηµένο, µόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς·
(γ) ο όρος "ιδιοκτήτης" περιλαµβάνει και τον ιδιοκτήτη µέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγµατος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείµενο κλοπής.
(3) ∆ύναται να είναι αντικείµενο κλοπής κάθε πράγµα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειµένου όµως για πράγµα προσκολληµένο σε ακίνητο µετά το διαχωρισµό του από τέτοιο ακίνητο.»
270. Αν αυτό που κλάπηκε είναι ένα από τα ακόλουθα πράγµατα, δηλαδή— (α)………………………………………………………………………………………..
(β) περιουσία εµπιστευµένη στον υπαίτιο, είτε σε µόνο του, είτε µαζί µε άλλο, για την ασφαλή φύλαξη από αυτό, ή χρήση, πληρωµή, ή παράδοση αυτής ή µέρους της ή οποιουδήποτε προϊόντος που απορρέει από τη διάθεση, για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο·
(γ)………………………………………………………………………………………».
Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Ποιν. Έφεση Αρ.13/21 ημερ.7/12/21, αναφέρονται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ως αυτά προκύπτουν από το λεκτικό του.
«Το αδίκημα της κλοπής προβλέπεται στο Άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154[1]. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η (α) δόλια, (β) ιδιοποίηση (γ) περιουσίας (δ) που ανήκει σε άλλο, (ε) με σκοπό ο ιδιοκτήτης της να την στερηθεί μόνιμα. Ιδιοποίηση της περιουσίας συντελείται όταν αυτή αποκτάται χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Έστω και εάν την αποκτήσει νόμιμα, εάν μετά τη διαθέσει με τρόπο που δεν έχει τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, συντελείται η ιδιοποίηση.»
Εκτενής ανάλυση του άρθρου 255 με αναφορά και στην έννοια «fraudulently» γίνεται στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, όπου τέθηκαν τα εξής:
«Στο Άρθρο 255 του Κεφ. 154 το οποίο αφορά το αδίκημα της κλοπής ορίζεται και η έννοιά της. Στην υπόθεση Ζησιμίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R. 382, έγινε πλήρης ανάλυση της νομολογίας από το Larceny Act 1916 που ίσχυε στην Αγγλία μέχρι και το Theft Act 1968 που αντικατέστησε αυτό μεταγενέστερα. Στην υπόθεση αναφέρθηκε επίσης η R. v. Cockburn [1968] 1 All ER 466, στην οποία λέχθηκε ότι στοιχεία της κλοπής είναι (1) η λήψη της περιουσίας χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (2) χωρίς δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης και (3) με πρόθεση αποστέρησης τελεσιδίκως της περιουσίας αυτής. Στην υπόθεση Ζησιμίδη αναφέρθηκε και η υπόθεση Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 C.L.R. 174, όπου στη σελίδα 188 έγινε αναφορά και επεξήγηση της έννοιας «fraudulently» και όπου επίσης σημειώνεται η διαφορά ως προς την πρόθεση με το Larceny Act.
Από την ανάλυση προκύπτει ότι η λέξη «fraudulently» δείχνει πράξη σκόπιμη και με πρόθεση. Στην υπόθεση Ζησιμίδης επίσης αναφέρθηκε η προγενέστερη Αγγλική υπόθεση R. v. Feely [1973] 1 All ER 341. Η λέξη «fraudulently» είχε ήδη αντικατασταθεί στο Theft Act της Αγγλίας με τη λέξη «dishonestly» και είχε επεξηγηθεί από τα Αγγλικά Δικαστήρια ότι με τη νέα έννοια εισάγεται πλέον η αναγκαιότητα ύπαρξης και ηθικού στιγματισμού της πράξης ως μέρος της έννοιας της κλοπής. Οποιεσδήποτε αμφιβολίες διατυπώθηκαν στην Κυπριακή Νομολογία σχετικά με την πραγματική έννοια της λέξης «fraudulently», μετά την υπόθεση Feely, επεξηγήθηκαν από τη μεταγενέστερη υπόθεση Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, όπου, μετά από ολοκληρωμένη ανάλυση της νομολογίας στις σελ. 82-85, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το «fraudulently» όπως είχε αποφασίσει και η Πλατρίτης, σημαίνει σκόπιμα και εκ προθέσεως. Αυτή η πρόθεση φανερώνεται μέσα από τα περιστατικά και γεγονότα της υπόθεσης που εκδικάζεται. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και μεταγενέστερα στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, 26, όπου επίσης διαπιστώθηκε η μη άμεση αντιστοιχία του Κεφ. 154, ως προς το Larceny Act και μετέπειτα το Theft Act.
Όπως αναφέρεται στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, 36η έκδ., σελ. 364, παρ. 1010, η πρόθεση στη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα ανευρίσκεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα. Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεών του. Στη μεταγενέστερη έκδοση του Archbold του 2007, γίνεται πλήρης ανάλυση στις σελ. 1754-1756, παρ. 17-34 με 17-39.
Η έννοια του ιδιοκτήτη («owner»), περιλαμβάνει, σύμφωνα με το εδάφιο 2(γ) του Άρθρου 255 και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ιδιοκτησία οποιουδήποτε πράγματος δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.»
Στην υπόθεση Κουμπαρή ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 215/2018 ημερ.11/5/20, ECLI:CY:AD:2020:B151, επαναλήφθηκαν τα συστατικά στοιχεία της κλοπής με αναφορά και στο άρθρο 270 του Ποινικού Κώδικα.
«Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής, δυνάμει του άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής υπό αντιπροσώπου, δυνάμει του άρθρου 270 του Ποινικού Κώδικα.
Τα συστατικά στοιχεία της κλοπής είναι:
(α) η απόκτηση κατοχής και αποκόμιση,
(β) οτιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής,
(γ) χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, με δόλιο τρόπο και χωρίς καλόπιστη αξίωση δικαιώματος και
(δ) με σκοπό, κατά τον χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα απ’ αυτό.
Αν αυτό που κλάπηκε είναι, μεταξύ άλλων, περιουσία εμπιστευμένη στον υπαίτιο, τότε διαπράττεται και το αδίκημα της κλοπής, υπό αντιπροσώπου, του άρθρου 270(β), που τιμωρείται με ανώτατη ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων χρόνων.».
Σχετική με τα περαιτέρω συστατικά στοιχεία του άρθρου 270 είναι και η υπόθεση Τουμαζή ν. Αστυνομίας (Αρ.2) (2012) 2 ΑΑΔ 794 όπου τέθηκε ότι:
«Η συγκεκριμένη πρόνοια του Άρθρου 270 που περιελήφθη στο κατηγορητήριο ήταν εκείνη του Άρθρου 270(β) που αφορά «περιουσία εμπιστευμένη στον υπαίτιο … για την ασφαλή φύλαξη από αυτό, ή χρήση, πληρωμή, ή παράδοση αυτής ή μέρους της ή οποιουδήποτε προϊόντος που απορρέει από τη διάθεση, για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο». Τα περαιτέρω, επομένως, συστατικά στοιχεία, να τα αποκαλέσουμε έτσι, του αδικήματος του Άρθρου 270, το οποίο διαβάζεται πάντοτε μαζί με το Άρθρο 255, είναι (1) ότι η περιουσία πρέπει να εμπιστευθεί στον υπαίτιο (2) για ασφαλή φύλαξη, χρήση, πληρωμή ή παράδοση και (3) για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Είναι αδιάφορο, ως προς οποιοδήποτε από αυτά τα στοιχεία, κατά πόσο η περιουσία έχει εμπιστευθεί από εκείνο ο οποίος προτίθεται να αγοράσει στο όνομά του το ακίνητο στην προκείμενη περίπτωση, ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως ο Νεοφύτου ο οποίος και ενεργούσε εκ μέρους της εταιρείας του, αφού η προϋπόθεση του εμπιστεύματος της περιουσίας είναι, εν πάση περιπτώσει, δεδομένη.»
Το ερώτημα που εδώ τίθεται είναι αν μπορεί ο κατηγορούμενος να κριθεί ένοχος σε αδίκημα κλοπής και ταυτόχρονα σε αδίκημα εξασφάλισης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις δεδομένου ότι η περιουσία και στα δύο αδικήματα είναι η ίδια. Να υπενθυμίσουμε ότι για τις κατηγορίες 1 και 3, για το αδίκημα της εξασφάλισης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, έχουμε καταλήξει σε ενοχή του κατηγορούμενου.
Αναφορικά με τη σχέση μεταξύ κλοπής και ψευδών παραστάσεων διαφωτιστικό είναι το περιεχόμενο του συγγράμματος Smith, Hogan and Omerod’s, 16η έκδοση, Oxford University Press, 2021, 870. Στο εν λόγω σύγγραμμα γίνεται αναφορά στη διαφορά που υπήρχε, πριν την εφαρμογή του Αγγλικού Theft Act του 1968, μεταξύ των αδικημάτων της κλοπής και ιδιαίτερα της κλοπή δια τεχνάσματος και της απόσπαση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις. Συγκεκριμένα υποδεικνύεται ότι το αδίκημα της κλοπής δια τεχνάσματος (Larceny by trick), αφορούσε τις περιπτώσεις όπου ο δράστης μέσω εξαπάτησης προκαλούσε το θύμα να παραδώσει/μεταβιβάσει την κατοχή. Αντίθετα όταν ο δράστης προκαλούσε το θύμα να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος τότε διαπραττόταν το αδίκημα της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις. Περαιτέρω επεξηγείται ότι τα δυο αδικήματα θεωρούνταν ως αμοιβαία αποκλειόμενα. ( βλ σύγγραμμα Smith, Hogan and Omerod’s, ( ανωτέρω) 871).
H σχέση και η διαφορά των αδικημάτων κλοπής και απόσπαση δια ψευδών παραστάσεων, ως ίσχυαν στην Αγγλία πριν το Theft Act 1968, έχουν επεξηγηθεί στη θεμελιακή απόφαση R v. Gomez [1993] 1 All ER 1, ως ακολούθως:
«...Under the old law they could not have been found guilty of larceny, because the seller agreed to transfer the property in the goods to Ballay, and the fact that the seller's agreement was obtained by a fraud does not affect that conclusion. Indeed, if the seller's consent could have been vitiated in that way, Parliament would never have needed to create the statutory offence of obtaining by false pretences.
……………………………………………………………………………………
In the case of larceny by a trick, as I explained earlier, the owner consents to hand over possession but he does not consent to transfer ownership of his property, unlike the victim of what was formerly known as false pretences, who does indeed consent to transfer his ownership.»
Προκύπτει, συνεπώς, ότι, υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς στο Aγγλικό δίκαιο η κλοπή ήταν αδίκημα που στρεφόταν κατά της κατοχής ενώ οι ψευδείς παραστάσεις είχαν ως πυρήνα τη μεταβίβαση της κυριότητας. Επίσης κλοπή διαπράττετο όταν το θύμα δεν συναινούσε στη μεταβίβαση της κατοχής της περιουσίας του. Αντιθέτως στο αδίκημα των ψευδών παραστάσεων το θύμα πράγματι συναινούσε στη μεταβίβαση της κυριότητας της περιουσίας.
Τα πιο πάνω τίθενται ως προς τη διάκριση των αδικημάτων της κλοπής και της απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων. Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι δεν υφίσταται άμεση αντιστοιχία μεταξύ των προνοιών του Ποινικού Κώδικα Κεφ 154 προς το Larceny Act και μετέπειτα το Theft Act (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 14). Έτσι, τα πιο πάνω δεν τίθενται υπό την έννοια του δεσμευτικού προηγούμενου αλλά ως βοηθητικά στην ιχνηλάτιση των διαφορών μεταξύ των δυο αδικημάτων.
Όμως και στο πλαίσιο του άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα για την απόδειξη του αδικήματος της κλοπής, η ιδιοποίηση της περιουσίας συντελείται όταν αυτή αποκτάται χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη της (βλ. Κωνσταντίνου ν. Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Ποιν. Έφεση Αρ.13/21 ημερ.7/12/21). Περαιτέρω στο αδίκημα της κλοπής αντικείμενο είναι η απόκτηση κατοχής (βλ. Κουμπαρή ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 215/2018 ημερ.11/5/20), ECLI:CY:AD:2020:B151.
Αντίθετα στο αδίκημα των ψευδών παραστάσεων, στο πλαίσιο του άρθρου 298 του Ποινικού Κώδικα, ο όρος «αποκτά» σημαίνει αποκτά την κυριότητα και όχι απλώς την κατοχή (βλ. The Attorney-General of The Republic v. Kyprianou (1988) 2 C.L.R. 209). Επιπλέον, δεν υφίσταται ούτε στο λεκτικό του άρθρου 298 ούτε προκύπτει από τη σχετική νομολογία ότι η απόσπαση πρέπει να γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Τουναντίον εννοιολογικά προκύπτει ότι το θύμα παρακινούμενο από τις ψευδείς παραστάσεις παραδίδει οικειοθελώς το εκάστοτε αντικείμενο ή περιουσία.
Περαιτέρω, έχουμε υπόψη μας την αρχή ότι οι ποινικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 443, Farooq v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 165/2018, 166/2028, 169/2018, 170/2018 ημερ. 7/9/2020). Επιπροσθέτως, αποτελεί βασική ερμηνευτική αρχή, ότι τεκμαίρεται πως οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται στους νόμους χωρίς κάποιο νόημα και δεν είναι ταυτολογικές ή περιττές. Πρέπει, εάν είναι δυνατό, να αποδίδεται σημασία σε όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούνται γιατί θεωρείται ότι ο νομοθέτης δεν σπαταλά τις λέξεις του, ούτε αναφέρει κάτι μάταια (βλ. Φυσεντζίδη ν. K & C Snooker & Pool Entertainment, Πολιτική Έφεση Αρ. 30/2019, ημερ.1.6.2020), ECLI:CY:AD:2020:A171.
Στα υπό εξέταση δεδομένα προκύπτει ότι πρόκειται για διακριτά αδικήματα με διαφορετικά συστατικά στοιχεία. Πέραν από το ότι η μεταβίβαση της κυριότητας είναι ευρύτερη από την μεταβίβαση της κατοχής, βασικά συστατικά στοιχεία των αδικημάτων είναι αμοιβαία αποκλειόμενα. Συγκεκριμένα είναι λογικά και νομικά αδύνατο κάποιος να παραδίδει περιουσία με την συγκατάθεσή του και ταυτόχρονα να την παραδίδει χωρίς την συγκατάθεση του. Επομένως, τα δυο αδικήματα δεν μπορούν εννοιολογικά να διαπραχθούν με την ίδια σειρά γεγονότων. Εάν όντως υπήρχε αυτή η δυνατότητα δεν θα υπήρχε ο λόγος να θεσπιστούν δυο διαφορετικά αδικήματα.
Επομένως, και υπό το φως των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για δυο διαφορετικά αδικήματα. Η θεμελιακή τους διαφορά έγκειται στην ύπαρξη συγκατάθεσης από τον ιδιοκτήτη της περιουσίας. Εάν ο ιδιοκτήτης παραδώσει την κυριότητα της περιουσίας του με την συγκατάθεση του τότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του αδικημάτων των ψευδών παραστάσεων, εάν ο δράστης λάβει την κατοχή της περιουσίας χωρίς την συγκατάθεσή του ιδιοκτήτη της, διαπράττεται το αδίκημα της κλοπής.
Συνεπώς και στην παρούσα περίπτωση και εφόσον ο ΜΚ2 παρέδωσε την περιουσία στον κατηγορούμενο με την συγκατάθεση του δεν μπορεί να διαπραχθεί το αδίκημα της κλοπής.
Υπό αυτά τα δεδομένα κρίνουμε ότι οι κατηγορίες 2 και 4 είναι έκθετες σε απόρριψη.
Οι κατηγορίες 5 και 6 αφορούν το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2,3,4(1)(α)(ιιι) του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007. Οι αναφερόμενες κατηγορίες συνδέονται με τις κατηγορίες 1 και 3 υπό την έννοια ότι αυτό που προσάπτεται στον κατηγορούμενο είναι ότι απέκτησε τα ποσά των €4000 και €7000-€8000 γνωρίζοντας ότι ήταν έσοδο από το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.
Το άρθρο 4(1)(α)(ιιι) του Νόμου, επί του οποίου εδράζονται οι υπό κρίση κατηγορίες, προνοεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«4. (1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες, προβαίνει σε οποιασδήποτε από τις πιο κάτω ενέργειες:
……………………………………………………………………………………………………..
(iii) αποκτά, κατέχει ή χρησιµοποιεί τέτοια περιουσία˙
……………………………………………………………………………………………………..
διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500000) ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (α) πιο πάνω, και με φυλάκιση πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50000) ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (β) πιο πάνω.
(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1):
(α) Δεν έχει καμιά σημασία κατά πόσο οι παράνομες δραστηριότητες υπόκεινται ή όχι στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων·
(β) τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δύνανται να διαπραχθούν και από τους δράστες γενεσιουργών αδικημάτων·
(γ) η γνώση, πρόθεση ή σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία αδικημάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να συναχθούν από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις·
(δ) δεν απαιτείται προηγούμενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκημα, από το οποίο προήλθαν έσοδα·
(ε) δεν απαιτείται να αποδειχθεί η ταυτότητα του προσώπου που διέπραξε τις παράνομες δραστηριότητες από τις οποίες προήλθαν τα έσοδα·
(στ) καταδίκη για τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) αδικήματα είναι δυνατή σε περίπτωση που με βάση αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις στοιχειοθετείται ότι η περιουσία προήλθε από παράνομες δραστηριότητες, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση όλων των πραγματικών στοιχείων ή όλων των περιστάσεων που σχετίζονται με τις εν λόγω παράνομες δραστηριότητες.»
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου (άρθρο 2):
"έσοδο" σημαίνει οποιασδήποτε μορφής περιουσία ή οικονομικό όφελος, που προήλθε άμεσα ή έμμεσα από παράνομες δραστηριότητες και περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη επανεπένδυση ή μετατροπή άμεσων προϊόντων και κάθε σημαντικό όφελος·
"παράνομες δραστηριότητες" σημαίνει τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 γενεσιουργά αδικήματα·
"περιουσία" σημαίνει περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, ακίνητη περιουσία, κινητή περιουσία η οποία περιλαμβάνει χρήματα, υλικά ή άυλα στοιχεία, κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία, ηλεκτρονικό χρήμα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή πράξεις με οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων·
Τέλος, γενεσιουργό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 5 του ίδιου Νόμου είναι:
«…οποιοδήποτε αδίκημα καθορίζεται ως ποινικό αδίκημα από νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Από το λεκτικό του εδαφίου (1)(α)(ιιι) του άρθρου 4 του Νόμου, ως άνω τέθηκε, προκύπτει ότι το αδίκημα διαπράττεται από (α) κάθε πρόσωπο το οποίο γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει (β) ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσίας (γ) αποτελεί έσοδο (δ) από παράνομες δραστηριότητες και (ε) αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία.
Στην υπόθεση Θεοφάνους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 298/2018, ημερ. 27/6/2018, λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα σε σχέση με το εξεταζόμενο αδίκημα:
«Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγήσαντα των καρπών της παρανομίας του.»
Επιπλέον, στην υπόθεση Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 212/2017, ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150, λέχθηκαν τα πιο κάτω:
Όπως επισημάνθηκε στην Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 40/2015 ημερ. 25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534 με αναφορά στη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διακρίνεται νομοθετικώς από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος. Τούτο γιατί ο σκοπός του Νόμου είναι η πάταξη της κατοχής, χρήσης και διαχείρισης των εσόδων της παρανομίας αφού η κατοχή και διαχείριση των εσόδων επεκτείνεται σε εύρος χρόνου πέραν του χρόνου διάπραξης του γενεσιουργού αδικήματος. Πρόκειται επομένως για αυτοτελές αδίκημα, το οποίο στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται μια από τις πέντε ενέργειες του άρθρου 4[3] του Νόμου, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι ο δράστης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι «οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος».
Ως προς το συστατικό στοιχείο της γνώσης ότι η οποιαδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, διαφωτιστική είναι η απόφαση Δημοκρατία ν. Περδίκη, Ποιν. Εφέσεις Αρ. 98/2020, 140/2020 και 142/2020, ημερ. 27/5/2021, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Όπως υποδεικνύεται στην απόφαση της μειοψηφίας με αναφορά στην Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2016:B534, Ποιν. Έφ. 40/2015, ημερ. 25.11.2016 και Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διακρίνεται νομοθετικά από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος[2] και σύμφωνα με το άρθρο 4(2)(δ) του Νόμου, δεν απαιτείται προηγούμενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκημα από το οποίο προήλθαν έσοδα, στην προκειμένη περίπτωση αυτό της εμπορίας ναρκωτικών. Το δε συστατικό στοιχείο της γνώσης, μπορεί να αποδειχτεί σύμφωνα με το άρθρο 4(2)(γ) από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις, δηλαδή με περιστατική μαρτυρία,[3] με το βάρος απόδειξης να παραμένει πάντα στους ώμους της κατηγορούσας αρχής».
Στην ίδια υπόθεση Περδίκη (ανωτέρω) τέθηκε σε σχέση με την περιστατική μαρτυρία ότι:
«Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ενοχής όταν δεν συμβιβάζεται με οτιδήποτε άλλο παρά με συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χάρπα, Ποιν. Έφ. Αρ.71/2012, ημερ.21.2.2014). Αυτό συμβαίνει όταν δεν επιδέχεται άλλη λογική ερμηνεία ή εξήγηση, συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων, έτσι ώστε η ενοχή του κατηγορούμενου να προκύπτει από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 687, 696 και Farooq κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ.165, 166, 169 και 170/2018, ημερ.7.9.2020)».
Εξετάζοντας την παρούσα περίπτωση, έχουμε καταλήξει ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις. Είναι το γενεσιουργό αδίκημα και προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα Κεφ.154 στα άρθρα 297 και 298. Στα πλαίσια της κρίσης μας αποφανθήκαμε ότι απόσπασε από τον ΜΚ2 τα ποσά των €4000 και €7000-€8000 αντίστοιχα για τους λόγους και κάτω από τις συνθήκες που εξηγήσαμε κατά την εξέταση των κατηγοριών 1 και 3. Είναι ξεκάθαρο πέραν αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα ποσά αυτά ήταν το αποτέλεσμα και έσοδο δικών του παράνομων δραστηριοτήτων αφού τα εξασφάλισε προβάλλοντας ψευδείς παραστάσεις.
Ερχόμενοι στις κατηγορίες 8-12 αυτές έχουν σαν νομικό υπόβαθρο τους τα άρθρα 341 και 337 του Ποινικού Κώδικα που προνοούν για το αδίκημα της πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις που έχουν ως ακολούθως.
«341. Όποιος µε ψευδείς και δόλιες παραστάσεις ως προς το χαρακτήρα, το περιεχόµενο ή την ισχύ εγγράφου, προκαλεί άλλο να υπογράψει να εκτελέσει το έγγραφο, είναι ένοχος ποινικού αδικήµατος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε πλαστογραφήσει το έγγραφο.
337. Όποιος πλαστογραφεί δικαστικό ή επίσηµο έγγραφο, υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.»
Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης προκύπτει ότι για απόδειξη του απαιτείται πέραν από ψευδών και η ύπαρξη δόλιων παραστάσεων.
Καταλογίζεται στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αναφερόμενων αδικημάτων, ότι προκάλεσε τον ΜΚ2, παραπλανώντας τον με ψευδή παράσταση, να υπογράψει τα κάτωθι έγγραφα που αποτελούν και το αντικείμενο της κάθε κατηγορίας:
-Ένορκη δήλωση ημερομηνίας 23/10/2020 (κατηγορία 8)
-Ένορκη δήλωση ημερομηνίας 20/11/2020 (κατηγορία 9)
-Έντυπο διορισμού δικηγόρου (κατηγορία 10)
-Συμφωνία δικηγορικής αμοιβής (κατηγορία 11)
-Ένορκη δήλωση ημερομηνίας 16/3/2021 (κατηγορία 12).
Προχωρώντας στην εξέταση των πιο πάνω κατηγοριών θεωρούμε ορθό όπως οι κατηγορίες 8,9,10 και 11 κριθούν μαζί αφού έχουν ως βασικό στοιχείο τους την συμφωνία δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5.
Αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι προκάλεσε τον ΜΚ2 να υπογράψει το τεκμήριο 5 για την αμοιβή του πρώτου σε σχέση με αγωγή εναντίον της Π αφού τον παραπλάνησε παριστάνοντας του ψευδώς ότι αφορούσε αγωγή για λίβελο εναντίον της Ο και για την οποία υπέγραψε και το έντυπο διορισμού δικηγόρου, τεκμήριο 17. Στα πλαίσια αυτά τον προκάλεσε και υπόγραψε τις ένορκες δηλώσεις ημερομηνίας 23/10/2020, τεκμήριο 6 και 20/11/2020, τεκμήριο 7, παριστάνοντας του ψευδώς στην πρώτη περίπτωση ότι αφορούσε την αγωγή για λίβελο στη βάση της συμφωνίας τεκμήριο 5 για την αμοιβή του ενώ στην δεύτερη ότι αποδεχόταν ότι του όφειλε το ποσό των δύο και πλέον εκατομμυρίων Ευρώ ως αμοιβή του.
Έχουμε θέσει προηγουμένως το σχέδιο που είχε επινοήσει ο κατηγορούμενος για να καταδολιεύσει τον ΜΚ2. Του παρουσίασε ψευδώς ότι θα καταχωρούσε αγωγή εναντίον της Ο για δήθεν διεκδίκηση αποζημιώσεων για λίβελο στη βάση αγωγής που επιδόθηκε στον ΜΚ2 για εργατικό ατύχημα και που είχε σαν αποτέλεσμα τη δυσφήμηση της εταιρείας του. Δημιούργησε στη συνέχεια την εταιρεία Π με διευθυντή το όνομα κάποιου κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάδικου και ζήτησε προσφορά από την εταιρεία του ΜΚ2 για μετατροπή αρχικά 500 και στη συνέχεια 800 εμπορευματοκιβωτίων σε ψυκτικούς θαλάμους. Στα πλαίσια της υποτιθέμενης καταχώρισης της αγωγής εναντίον της Ο ο ΜΚ2, υπέγραφε χωρίς να τα διαβάζει, διάφορα έγγραφα και ένορκες δηλώσεις τα οποία ο κατηγορούμενος του παρουσίαζε συμπεριλαμβανομένων και των τεκμηρίων 6 και 7. Τα τεκμήρια 6 και 7 φέρουν τον ΜΚ2 ως ενάγοντα και την Π ως εναγόμενη. Στο περιεχόμενο τους γίνεται αναφορά και στην συμφωνία δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5 στοιχείο που, ως εξηγήσαμε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενέπιπτε και αυτό στο όλο σχέδιο του κατηγορούμενου να δεσμεύσει τον ΜΚ2 ακόμα και με την υπογραφή ένορκης δήλωσης. Η δολιότητα του κατηγορούμενου είναι διάχυτη σε όλες του τις ενέργειες όπως διάχυτη είναι και η πρόθεση του να καταδολιεύσει τον ΜΚ2. Να προσθέσουμε επίσης ότι η ένορκη δήλωση τεκμήριο 7, υπογράφηκε στις 20/11/2020 δηλαδή 16 ημέρες μετά την έκδοση απόφασης εναντίον της Π, τεκμήριο 8. Το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της εν λόγω ένορκης δήλωσης αναλώνεται στη συμφωνία τεκμήριο 5 για τη δικηγορική αμοιβή σε μία αγωγή που είχε ήδη εκδοθεί απόφαση. Επισημαίνουμε εδώ ότι οι επίδικες ένορκες δηλώσεις φέρουν ημερομηνίες του Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 2020 δηλαδή πριν ακόμα, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία, ο ΜΚ2 λάβει γνώση για την ύπαρξη της αγωγής. Το έμαθε μετά που επικοινώνησε με την μητέρα του κατηγορούμενου που του είπε ότι ο τελευταίος πιθανόν να καταχώρισε ΜΕΜΟ επί της περιουσίας του. Ο κατηγορούμενος παραπλανώντας αρχικά τον ΜΚ2 για δήθεν καταχώριση αγωγής εναντίον της Ο για λίβελο προκάλεσε τον τελευταίο και υπέγραψε το έντυπο διορισμού δικηγόρου που υποτίθεται θα χρησιμοποιούσε για την καταχώριση της εν λόγω αγωγής που στη συνέχεια χρησιμοποίησε για να καταχωρίσει την αγωγή με αριθμό [ ] εναντίον της Π. Στη συνέχεια και αφού καταχώρισε την εν λόγω αγωγή, παραπλανώντας τον ΜΚ2 ότι τα έγγραφα που υπόγραφε αφορούσαν αυτή την αγωγή, υπέγραψε τόσο τη συμφωνία δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5, όσο και τις ένορκες δηλώσεις τεκμήρια 6 και 7. Οι ξεκάθαρες έκνομες προθέσεις και δολιότητα του κατηγορούμενου αποδεικνύονται και από το γεγονός ότι ενώ η προσφορά προς την Π υποβλήθηκε από την εταιρεία του ΜΚ2 εν τούτοις ο κατηγορούμενος καταχώρισε την αγωγή εναντίον του ΜΚ2 προσωπικά έτσι ώστε στη συνέχεια να μπορεί να προωθήσει διαδικασία εναντίον του για εκτέλεση της απόφασης που θα εξασφάλιζε.
Η κατηγορία 12 παραπέμπει στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 16/3/2021 τεκμήριο 23. Στις λεπτομέρειες αδικήματος αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε τον ΜΚ2 να υπογράψει την ένορκη δήλωση με την οποία αποδεχόταν οφειλή προς αυτόν ύψους €2.145,332 παραπλανώντας τον ότι αφορούσε δήλωση σε σχέση με αγωγή εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας CNP.
Αναφορά επί του εν λόγω τεκμηρίου έγινε από τον ΜΚ2 κατά την κυρίως εξέταση του όταν του υποδείχθηκε από τον κύριο Αντωνίου και το αναγνώρισε ως έγγραφο που παρέδωσε στην αστυνομία και το καταγράφει και στην κατάθεση του τεκμήριο 9. Θέτει συγκεκριμένα ότι είναι ένα από τα έγγραφα που του παρουσίαζε ο κατηγορούμενος και τα υπέγραφε χωρίς να τα διαβάζει. Θέτει επίσης ότι δεν εξυπηρετεί κάποιο σκοπό αφού είχε ήδη εκδοθεί απόφαση και εξαπατήθηκε από τον κατηγορούμενο να την υπογράψει διότι θεώρησε ότι θα ενίσχυε τη θέση του. Αναφορά για αγωγή εναντίον της CNP έγινε και σε κατοπινό στάδιο της κυρίως εξέτασης του όπου είπε ότι του είπε ο κατηγορούμενος να κινήσουν αγωγή της εν λόγω ασφαλιστικής στη βάση εργατικού ατυχήματος που είχε και δεν τον κάλυψαν. Ουδεμία όμως μαρτυρία υπάρχει που να συνδέει το τεκμήριο 23 με αγωγή εναντίον της CNP και ότι ο κατηγορούμενος τον προκάλεσε να την υπογράψει με βάση ψευδή παράσταση, ως οι λεπτομέρειες του αδικήματος, ότι αφορούσε την αγωγή εναντίον της CNP. Κρίνουμε συνεπώς πως δεν υπάρχει μαρτυρία που να αποδεικνύει το αδίκημα της κατηγορίας 12.
Αυτό που παραμένει προς εξέταση σε σχέση με τις κατηγορίες 8-11 είναι αν το έντυπο διορισμού δικηγόρου τεκμήριο 17, η συμφωνία δικηγορικής αμοιβής τεκμήριο 5 και οι δύο ένορκες δηλώσεις τεκμήρια 6 και 7, είναι το κάθε ένα εξ αυτών Δικαστικό ή επίσημο έγγραφο. Είναι σημαντική η διάκριση διότι αφορά το ύψος της ποινής που προβλέπεται από το άρθρο 337 σε αντιπαραβολή του ύψους της ποινής που προβλέπεται από το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα που καθορίζει την γενική ποινή της πλαστογραφίας.
Στον Ποινικό Κώδικα δεν ερμηνεύεται τι αποτελεί Επίσημο ή Δικαστικό έγγραφο. Διάταξη όμως που καθορίζει την έννοια του Δημόσιου εγγράφου, συμπεριλαμβάνεται στον Περί Ερμηνείας Νόμο Κεφ. 1, που σύμφωνα με το άρθρο 2, σηµαίνει διάταγµα Υπουργικού Συµβουλίου, διάταγµα, διακήρυξη, κανονισµούς, κανόνες, διατάξεις, ειδοποίηση, ή µητρώο που έγινε, εκδόθηκε ή τηρήθηκε µε βάση εξουσία νόµου (βλ. κατ’αναλογίαν Georghiou v. the Republic (1984) 2 CLR 65). Όσον αφορά τώρα την έννοια του Δικαστικού εγγράφου θεωρούμε ότι θα πρέπει να καταρτίζεται ή και να προέρχεται από Δικαστική αρχή ή κατ’ εξουσιοδότηση Δικαστικής αρχής δυνάμει νόμου. Θα πρέπει δηλαδή σε κάθε περίπτωση, τα αναφερόμενα έγγραφα, να εξεταστούν υπό την αυστηρή ερμηνεία του Επίσημου ή Δικαστικού εγγράφου υπό την έννοια ότι θα πρέπει να προέρχεται από Δικαστική ή επίσημη αρχή ως για το πρώτο καθορίζεται και στο Κεφ.1. Θα πρέπει δηλαδή να αποτελεί έγγραφο που εκδίδεται ή καταρτίζεται από τέτοια αρχή και ο δράστης μη έχοντας εξουσία το καταρτίζει προς καταδολίευση άλλου προσώπου.
Να τεθεί εξαρχής ότι ουδένα από τα αναφερόμενα επίδικα έγγραφα είναι Επίσημο σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδεται σε αυτά από το άρθρο 2 του Κεφ. 1. Αναφορικά τώρα με τη συμφωνία δικηγορικής αμοιβής δεν μπορεί να αποτελεί όχι μόνο Επίσημο αλλά ούτε και Δικαστικό έγγραφο. Πρόκειται για ιδιωτική συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων για το ύψος της αμοιβής που θα καταβάλει ο ένας στον άλλο. Το ότι ακολούθησε Δικαστική διαδικασία δεν το καθιστά Δικαστικό έγγραφο. Το ίδιο θεωρούμε ισχύει και για το έντυπο διορισμού δικηγόρου. Αποτελεί και αυτό ένα είδος συμφωνίας μεταξύ προσώπου με δικηγόρο όπου ο πρώτος διορίζει τον δεύτερο να προωθήσει Δικαστική διαδικασία ή να τον εκπροσωπήσει σε Δικαστική διαδικασία. Το ότι τα έντυπα αυτά κατατίθενται εντός φακέλου Δικαστηρίου δεν τα καθιστά και πάλι Δικαστικά έγγραφα. Αυτή η προσέγγιση θα προσέδιδε ενδεχομένως, σε κάθε έγγραφο που κατατίθεται εντός φακέλου Δικαστηρίου την έννοια του Δικαστικού. Δεν θεωρούμε να ήταν αυτή η πρόθεση του νομοθέτη. Αναφορικά τώρα με τις επίδικες ένορκες δηλώσεις κρίνουμε ότι αποτελούν στοιχείο απόδειξης απαίτησης σε αγωγή και υπό την έννοια του Δικαστικού εγγράφου ως την θέσαμε ανωτέρω δεν αποτελούν τέτοιο έγγραφο.
Υπό τα πιο πάνω όμως που εξηγήσαμε και μη αποδεχόμενοι ότι τα επίδικα έγγραφα είναι Επίσημα ή Δικαστικά, κρίνουμε ότι η ποινή που αφορά το αδίκημα του άρθρου 341 στην παρούσα περίπτωση και συγκεκριμένα για τις κατηγορίες 8-11, είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 335 του Κεφ. 154.
Παραμένουν προς εξέταση οι κατηγορίες 13 και 14 για το αδίκημα της κατάρτισης πλαστών αποδεικτικών στοιχείων, κατά παράβαση του άρθρου 116(α) του Ποινικού Κώδικα. Οι λεπτομέρειες των αδικημάτων παραπέμπουν αντίστοιχα και στις κατηγορίες 8 και 9 αφού τα αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν και αντικείμενο εκείνων των κατηγοριών.
Προσάπτεται δηλαδή στον κατηγορούμενο ότι έπλασε την ένορκη δήλωση ημερομηνίας 23/10/2020 ως αποδεικτικό στοιχείο, με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο για να εκδώσει απόφαση στην αγωγή με αριθμό [ ] (κατηγορία 13), ως επίσης έπλασε την ένορκη δήλωση ημερομηνίας 20/11/2020 ως αποδεικτικό στοιχείο, για να παραπλανήσει το Δικαστήριο αξιώνοντας την αμοιβή που δήθεν είχε συμφωνηθεί με τον ΜΚ2, (κατηγορία 14).
Το άρθρο 116(α) του Κεφ.154 έχει ως ακολούθως:
«116. Όποιος, µε σκοπό παραπλάνησης ∆ικαστηρίου σε οποιαδήποτε διαδικασία— (α) πλάθει αποδεικτικό στοιχείο µε µέσα διαφορετικά από ψευδορκία ή πρόκληση σε ψευδορκία· ή (β) εν γνώσει του χρησιµοποιεί τέτοιο πλαστό αποδεικτικό στοιχείο, είναι ένοχος πληµµελήµατος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.».
Για στοιχειοθέτηση των εν λόγω κατηγοριών θα πρέπει να αποδειχθεί η δημιουργία πλαστού αποδεικτικού στοιχείου με σκοπό την παραπλάνηση Δικαστηρίου σε διαδικασία.
Το άρθρο 333(α) του Ποινικού Κώδικα καθορίζει ότι καταρτίζει πλαστό έγγραφο όποιος καταρτίζει έγγραφο που εµφανίζεται ως να µην είναι στην πραγµατικότητα.
Στο σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2020 par. B6.2, τίθεται ότι:
«The concept of falsity, as applied to documents or instruments, is not always the same as that of falsity in statements. A lie is a false statement, but documents containing lies or false statements are not always regarded as false instruments.
As far as offences under the Forgery and Counterfeiting Act 1981 are concerned, an instrument is only false if it purposes to be something it is not or if it ‘tells a lie’ about its own authorship, origins or history.».
Τα πιο πάνω τίθενται και στο σύγγραμμα Archbold 2015 par. 22-8, ως εξής:
«….The essential feature of a false instrument in relation to forgery is that it is an instrument which `tells a lie about itself' in the sense that it purports to be made by a person who did not make it (or altered by a person who did not alter it) or otherwise purports to be made or altered in circumstances in which it was not made or altered."»
Στην υπόθεση Georghiou v. The Republic (1984) 2 CLR 65 σελ. 91, τέθηκαν τα όσα αναφέρονται στα πιο πάνω συγγράμματα. Ότι δηλαδή:
«No forgery is committed unless the document tells a lie about itself. This proposition is generally sound in law and is reflected in the definition of "forgery" in R. v. Ritson [1869] L.R. 1 C.L.R. 200, defining the crime as the fraudulent making of an instrument which purports to be that which it is not».
Το συμπέρασμα λοιπόν που εξάγεται για να θεωρηθεί ένα έγγραφο πλαστό θα πρέπει όχι να περιέχει ψέματα αλλά ότι περιλαμβάνει ψέματα για το ίδιο το έγγραφο.
Πέραν της ύπαρξης του πλαστού εγγράφου θα πρέπει επίσης αυτό να καταρτίζεται με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Λεωνίδου ν. Αστυνομίας Ποινική Έφ. Αρ.85/2020 ημερομηνίας 28/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:B284 τέθηκε ότι το ζητούμενο, με βάση το άρθρο 116 του Ποινικού Κώδικα, είναι να αποδεικνύεται ότι η ενέργεια έλαβε χώρα με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, και δεν έχει καμία σημασία αν στο τέλος παραπλανήθηκε ή όχι το Δικαστήριο. Στην εν λόγω υπόθεση ο εφεσείοντας είχε ετοιμάσει πλαστό έγγραφο το οποίο τοποθέτησε σε συγκεκριμένο φάκελο του τμήματος στο οποίο υπηρετούσε γνωρίζοντας ότι ο εν λόγω φάκελος θα χρησιμοποιείτο για Δικαστική διαδικασία προσφυγής ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου. Το Εφετείο, βρήκε ορθή και δικαιολογημένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου και με την τοποθέτηση του στο συγκεκριμένο φάκελο ο εφεσείων αποσκοπούσε να παραπλανήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η προσφυγή αφού απώτερος σκοπός του με το να φαίνεται ολοκληρωμένος ο φάκελος ήταν αναμφίβολα η παραπλάνηση του Δικαστηρίου, ως προς το ότι είχε ετοιμαστεί από την 1/12/2006 η σχετική επιστολή, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, η οποία δεν είχε ετοιμαστεί, πράγμα το οποίο θα λαμβανόταν υπόψη από το Δικαστήριο στα πλαίσια της εκκρεμούσας διαδικασίας προσφυγής, η οποία πολύ καλά γνώριζε ότι ήταν σε εκκρεμότητα αφού η κατάρτιση της εν λόγω επιστολής έγινε σύμφωνα με την κριθείσα ως αποδεκτή μαρτυρία κατά το χρόνο που ετοιμαζόταν για να προωθηθεί η έκθεση γεγονότων (δηλαδή το 2008) με σκοπό τη σύνταξη της ένστασης της Δημοκρατίας.
Στη βάση λοιπόν των πιο πάνω θα πρέπει πρώτα να κριθεί αν τα στις κατηγορίες 13 και 14 έγγραφα, δηλαδή η ένορκη δήλωση ημερομηνίας 23/10/2020 και 20/11/2020 είναι πλαστά. Το ότι πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία δεν υπάρχει αμφιβολία αφού κατατέθηκαν στο Δικαστήριο σε διαδικασία εξασφάλισης απόφασης. Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκεί αλλά ούτε και αποδεικνύει την πλαστότητα τους.
Κρίση μας ότι τα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν πλαστά αφού αφορούν συγκεκριμένη αγωγή (2914/2020), που καταχωρίστηκε ενώπιον Δικαστηρίου με συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα και συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Το γεγονός ότι η αγωγή αυτή προήλθε από εξαπάτηση του ΜΚ2 δεν καθιστά τις εν λόγω ένορκες δηλώσεις πλαστές. Ετοιμάστηκαν στη βάση της καταχωρισθείσας αγωγής. Το Δικαστήριο κατά την εξέταση των υπό κρίση αδικημάτων των κατηγοριών 13 και 14, δεν υπεισέρχεται στην αιτία κατάρτισης τους αλλά στο κατά πόσο τα έγγραφα αυτά είναι κάτι άλλο από αυτό που παρουσιάζονται ότι είναι. Το ότι το περιεχόμενο τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα λόγω ακριβώς του σχεδίου που είχε επινοήσει ο κατηγορούμενος και προς τούτο καταχώρισε την αγωγή, δεν καθιστά τις αναφερόμενες ένορκες δηλώσεις πλαστές. Υπό τα πιο πάνω τεθέντα αναπόφευκτη είναι και η κρίση μας ότι δεν κατατέθηκαν στο Δικαστήριο με σκοπό την παραπλάνηση του. Από τη στιγμή που κρίθηκε ότι δεν είναι πλαστά τότε δεν μπορούν να θεωρηθούν οτιδήποτε άλλο από αποδεικτικά στοιχεία. Να διευκρινίσουμε εδώ ότι η κατάληξη μας αυτή ότι δηλαδή δεν είναι πλαστά δεν αναιρεί την απόφανση μας επί της έκνομης συμπεριφοράς του κατηγορούμενου στις κατηγορίες που στοιχειοθετήθηκαν εναντίον του ούτε και προσδίδει στα έγγραφα αυτά την επιδιωκόμενη από τον κατηγορούμενο νομιμότητα δεδομένων των, ως κρίθηκε, ψευδών παραστάσεων του προς τον ΜΚ2 και που αποτέλεσαν τη βάση για την κατάρτιση τους. Τα πιο πάνω προδιαγράφουν και την τύχη των κατηγοριών 13 και 14.
Πριν την τελική κατάληξη μας θεωρούμε ορθό να σχολιάσουμε τη θέση που τέθηκε στον ΜΚ1 από πλευράς υπεράσπισης, για ελλειπή διερεύνηση της υπόθεσης.
Στην υπόθεση Aburamadan v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.148/2021 σχ. με 155/2021, ημερομ.10/11/2022 τέθηκαν τα εξής σε σχέση με την υποχρέωση της αστυνομίας για διερεύνηση της υπόθεσης:
«Στη Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459, που μας παρέπεμψε ο εφεσείων 2 και λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο, αναφέρθηκαν τα εξής: «Αποτελεί δε υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάζει στοιχεία, ακόμη και αν αυτά είναι υπέρ του κατηγορούμενου διότι είναι κατηγορούσα και όχι διωκτική αρχή, το δε ερευνητικό έργο της αστυνομίας και της ίδιας, δεν στοχεύει απλώς στην προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με αποκλειστικό γνώμονα την καταδίκη του, αλλά στην ανίχνευση όλων των ουσιωδών γεγονότων ώστε να λάμψει η αλήθεια στην υπόθεση».
Αποτελεί λοιπόν υποχρέωση των διωκτικών αρχών να προβούν σε ενδελεχή και πλήρη διερεύνηση όλων των πτυχών της υπόθεσης δεδομένου ότι τέτοια διερεύνηση δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί από τον κατηγορούμενο. Επιπρόσθετα, ως τέθηκε και στην υπόθεση Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017 ημερομηνίας 15/12/2017, στα πλαίσια της παροχής όλων των αναγκαίων διευκολύνσεων για σκοπούς ετοιμασίας της υπεράσπισης ενός κατηγορούμενου και της ισότητας των όπλων εμπίπτει και η δυνατότητα πρόσβασης του σε κάθε σχετικό στοιχείο το οποίο έχει συλλεγεί ή θα μπορούσε να είχε συλλεγεί από τις ανακριτικές αρχές.
Στην εδώ περίπτωση έχουμε αναφερθεί κατά την αξιολόγηση του ΜΚ1 στις θέσεις που του τέθηκαν και αφορούσαν την κατ’ ισχυρισμό ελλειπή διερεύνηση. Δεν υπήρξε εισήγηση από την υπεράσπιση, κατά το στάδιο των αγορεύσεων, για κάτι το απτό που να καθιστά βάσιμη την εισήγηση της. Σε κάθε περίπτωση δεν έχει διασυνδεθεί η οποιαδήποτε ισχυριζόμενη ελλειπής διερεύνηση με παραβίαση οποιουδήποτε των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου ή και επηρεασμό της υπεράσπισης του. Απλές υποβολές χωρίς οτιδήποτε που να θέτει το υπόβαθρο καν για εξέταση τους δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετήσουν ελλειπή διερεύνηση από πλευράς ανακριτικών αρχών.
Λαμβανομένων συνεπώς των όσων πιο πάνω εξηγήσαμε, καταλήγουμε ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες 1,3,5,6,8,9,10 και11 σε αντίθεση με τις κατηγορίες 2,4,12,13 και 14.
Ως εκ τούτου βρίσκουμε ένοχο τον κατηγορούμενο στις κατηγορίες 1,3,5,6,8,9,10 και 11 ενώ αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες 2,4,12,13 και 14.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] 1η, 2η και 5η κατηγορία.
[2] 3η, 4η και 6η
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο