ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΔΔ, Υπόθεση Αρ.: 4371/2023, 11/6/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΔΔ, Υπόθεση Αρ.: 4371/2023, 11/6/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ:         Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.

                                                                       Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.

                                                                       Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.

 

Υπόθεση Αρ.: 4371/2023

 

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

ΔΔ

 

Κατηγορούμεvου

 

 

Ημερομηνία: 11 Ιουνίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Α. Αντωνίου.

Για τον Κατηγορούμενο: Ο κ. Π. Γεωργίου.

Κατηγορούμενος παρών.

 

 

ΠΟΙΝΗ

 

Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορίες για το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 1 και 3), νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007 (κατηγορίες 5 και 6) και πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 341 και 337 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 8, 9, 10 και 11).

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων καταγράφονται στην αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου που δόθηκε στις 29/5/2025, της οποίας τα ευρήματα παραθέτουμε για σκοπούς της παρούσας.

 

«Ο ΜΚ2, που διαμένει στην Αραδίππου, έχει συγγενική σύνδεση με την μητέρα του κατηγορούμενου και οι οικογένειες τους, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Μεταξύ ΜΚ2 και κατηγορούμενου υπήρχε και επαγγελματική σχέση αφού ο τελευταίος ήταν εγγεγραμμένος δικηγόρος, ασκούσε δικηγορία και παρείχε υπηρεσίες στον πρώτο. Στα πλαίσια αυτά υπήρχαν επισκέψεις του κατηγορούμενου στην οικία του ΜΚ2 αλλά και κοινές έξοδοι των δύο, ψυχαγωγικής φύσεως. Ο ΜΚ2 είναι διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας Κ Ltd που ασχολείται με επιδιορθώσεις ψυκτικών εγκαταστάσεων. Περί τον Μάϊο του έτους 2020 Δικαστικός επιδότης επικοινώνησε με τον ΜΚ2 για να του επιδώσει, όπως και έγινε, αγωγή εναντίον της εταιρείας του που αφορούσε εργατικό ατύχημα. Φερόμενη ενάγουσα ήταν η εταιρεία Ο  LTD LANDON (για εύκολη αναφορά Ο ). Ο ΜΚ2 αποτάθηκε  στον κατηγορούμενο ο οποίος μετέβηκε στην οικία του ΜΚ2 και αφού παρέλαβε την αγωγή του είπε ότι θα χειριζόταν το θέμα. Τις επόμενες μέρες ενημερώθηκε από τον κατηγορούμενο ότι η αγωγή αυτή καταχωρίστηκε κατά λάθος εναντίον της εταιρείας του και του ζήτησε το ποσό των €4000 για απόσυρση της, ποσό που ο ΜΚ2 του κατέβαλε. Δεν ζήτησε και δεν έλαβε απόδειξη. Μετά παρέλευση δύο ημερών περίπου τον ενημέρωσε ότι η αγωγή διευθετήθηκε. Του ανέφερε όμως ότι λόγω της καταχώρισης της αγωγής και επειδή ακούστηκε το όνομα της εταιρείας του στο Δικαστήριο, υπήρξε δυσφήμηση της και θα μπορούσε να αξιώσει αποζημιώσεις με την καταχώριση αγωγής εναντίον της Ο . Ο ΜΚ2 λόγω της εμπιστοσύνης που είχε προς τον κατηγορούμενο αποδέχθηκε να προωθήσουν διαδικασία για διεκδίκηση αποζημιώσεων και προς τούτο μεταξύ Ιουνίου 2020 και Απριλίου 2021, κατέβαλε σταδιακά στον κατηγορούμενο περί €7000-€8000 χωρίς και πάλι να ζητήσει και να λάβει απόδειξη με τον τελευταίο να του λέγει ότι το ποσό αυτό θα του επιδικαζόταν από το Δικαστήριο και θα του καταβαλλόταν από τους εναγόμενους. Σε κάποιο στάδιο πληροφορήθηκε από τον κατηγορούμενο περί ύπαρξης πρότασης από την Ο  για καταβολή του ποσού των €50.000 ως αποζημιώσεις αλλά για να καταστεί δυνατή η έκδοση απόφασης θα έπρεπε να υπογράψει κάποια έγγραφα ενώπιον του πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπως και έπραξε. Ο τρόπος που ετοιμάζονταν τα έγγραφα και που περιλάμβαναν και ένορκες δηλώσεις ήταν ο κατηγορούμενος να τα ετοιμάζει στον υπολογιστή του, να μεταβαίνει στη συνέχεια στην οικία του ΜΚ2 και να του ζητεί να τα διαβάσει και να προβεί σε διορθώσεις αν ήθελε. Κατόπιν τούτου συναντιούνταν στον χώρο του Δικαστηρίου οπόταν και του τα παρουσίαζε  σε έντυπη μορφή, με τον ΜΚ2 να τα υπογράφει χωρίς να τα διαβάσει με την προβολή από τον κατηγορούμενο ότι τα είχε διαβάσει την προηγούμενη ημέρα ή και ότι έπρεπε να βιαστούν διότι θα έπρεπε να παρουσιαστούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Εν τω μεταξύ  στις 13/7/2020 είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον ΜΚ2  κάποιο πρόσωπο που του αναφέρθηκε ως ΖΙ και τον ρώτησε αν η εταιρεία του ενδιαφερόταν να υποβάλει προσφορά  για μετατροπή εμπορευματοκιβωτίων σε ψυκτικούς θαλάμους. Ο ΜΚ2 του ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες και την ίδια ημέρα του απέστειλε επιστολή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τεκμήριο 11, και τον καλούσε όπως υποβάλει προσφορά στην εταιρεία Π  Ltd (για εύκολη αναφορά Π ), για μετατροπή 500 εμπορευματοκιβώτιων σε ψυκτικούς θαλάμους ως η επισυναπτόμενη «ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ [ ] LIMITED (ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ [ ]) ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ». Η εταιρεία Π εγγράφηκε στον Έφορο  Εταιρειών στην Αγγλία στις 7/7/2020 (τεκμήριο 19), με μετοχικό κεφάλαιο 1 Στερλίνας και καταβολή τελών 12 Στερλινών για τη σύσταση της που πληρώθηκαν από την κάρτα Revolut του αδελφού του κατηγορούμενου. Διευθυντής της Π  ήταν ο ΖΙ ο οποίος από τις 26/6/2020 μέχρι τις 23/3/2022 έκτιε ποινή φυλάκισης για απάτες κατ’ εξακολούθηση σε φυλακή της Ελλάδας. Ο ΜΚ2 λόγω της περιορισμένης δυνατότητας της εταιρείας του να εκτελέσει την εργασία, είχε επικοινωνία με τον φερόμενο ως ΖΙ από τον αριθμό τηλεφώνου [ ] οπόταν και του εξέφρασε τον προβληματισμό του με τον τελευταίο να τον καθησυχάζει. Στις 28/7/2020 απέστειλε επιστολή στην ηλεκτρονική διεύθυνση [ ] με την οποία υπέβαλε την προσφορά του. Μετά από ηλεκτρονική επικοινωνία του ΜΚ2 ημερομηνίας 13/8/2020, τεκμήριο 13, μέσω της ανωτέρω ηλεκτρονικής  διεύθυνσης, συμφωνήθηκε όπως τα εμπορευματοκιβώτια που θα μετέτρεπε η εταιρεία του ΜΚ2 σε ψυκτικούς θαλάμους να ανέλθουν στα 800. Παρά τις προσπάθειες του ΜΚ2 για επικοινωνία με τον αναφερόμενο ΖΙ τέτοια επικοινωνία δεν κατέστη δυνατή με τον ίδιο να θεωρεί ότι δεν υπήρξε κάποια συμφωνία και δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με ο θέμα. Ουδέποτε προέβηκε στις εργασίες, ούτε και αξίωσε κάποιο ποσό. Στα πλαίσια της αγωγής που του είπε ο κατηγορούμενος ότι καταχώρισε εναντίον της Ο  προσπάθησε ο ΜΚ2 σε κάποιο στάδιο να επικοινωνήσει μαζί του για να τον ρωτήσει ως προς την εξέλιξη της αγωγής χωρίς όμως να το επιτύχει. Επικοινώνησε με την μητέρα του κατηγορούμενου που του είπε ότι πιθανόν ο τελευταίος να  καταχώρισε ΜΕΜΟ στην ακίνητη περιουσία του. Μετά από έρευνα στο κτηματολόγιο διαπιστώθηκε ότι είχε είχαν εγγραφεί ΜΕΜΟ επί της ακίνητης ιδιοκτησίας του στη βάση Δικαστικής απόφασης, τεκμήριο 22, στην αγωγή με αριθμό [ ] του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Η αγωγή επιδόθηκε στον ΜΚ2 από τον ΜΚ5 στο χώρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μετά από υπόδειξη του κατηγορούμενου. Είχε επιδικαστεί υπέρ του κατηγορούμενου και εναντίον του ΜΚ2 προσωπικά, το ποσό των €2,145,332.00, ως αμοιβή του δυνάμει συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής, τεκμήριο 5. Διαπιστώθηκε επίσης ότι είχε καταχωριστεί και η αγωγή με αριθμό [ ] του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με ενάγοντα τον ΜΚ2 προσωπικά και εναγόμενη την εταιρεία Π  για παράβαση σύμβασης. Απόφαση στη βάση της εν λόγω αγωγής και για ποσό ύψους €10,000,000.00, εκδόθηκε στις 4/11/2020, τεκμήριο 8.  Μετά από έρευνα στο φάκελο της αγωγής προέκυψε ότι ανάμεσα σε άλλα είχε κατατεθεί και κοινοποίηση αποδοχής προσφοράς της Π  ημερομηνίας 20/9/2020, τεκμήριο 18, για μετατροπή των 800 εμπορευματοκιβωτίων σε ψυκτικούς θαλάμους από την εταιρεία του ΜΚ2 για το ποσό των €11,116,000.00. Αποτελούσε όρο της αποδοχής ότι θα καταβαλλόταν μέχρι 30/9/2020 ως προκαταβολή το ποσό των €7,781,200.00 και σε περίπτωση που δεν καταβαλλόταν τότε αυτό θα συνιστούσε παράβαση σύμβασης με την Π  να είναι υποχρεωμένη να καταβάλει ολόκληρο το ποσό των €11,116,000.00. Για την έκδοση της απόφασης εμφανίστηκε εκ μέρους της εναγόμενης εταιρείας ο ΜΚ7 τον οποίο αρχικά προσέγγισε ο κατηγορούμενος. Στον ΜΚ7 είχε παραδοθεί έξω από ένα περίπτερο από κάποια που του είπε ότι την έλεγαν ΝΝ, διοριστήριο δικηγόρου που έφερε την υπογραφή της Π . Η μητέρα του κατηγορούμενου παρέδωσε στον ΜΚ2 τις υπεύθυνες δηλώσεις τεκμήρια 33 και 34 που είχαν υπογραφεί από τον κατηγορούμενο και πιστοποιηθεί από τους ΜΚ3 και ΜΚ4 αντίστοιχα».

 

Αναφέρθηκε τέλος από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι ο κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη. Να προσθέσουμε εδώ και πέραν των ως άνω ευρημάτων μας, επί της παράνομης συμπεριφοράς του κατηγορούμενου που αποτέλεσε το υπόβαθρο της κρίσης μας για την ενοχή του θα αναφερθούμε και σε κατοπινό στάδιο.

 

Ο συνήγορος υπεράσπισης για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής έθεσε αρχικά ότι η συνολική ποινή που θα προκύψει εναντίον του κατηγορούμενου θα πρέπει να είναι δίκαιη και ανάλογη με τη συνολική ποινική ευθύνη του. Εξέφρασε τη θέση ότι στην παρούσα περίπτωση και επειδή πρόκειται για αδικήματα παρόμοιας φύσεως, δεν θα πρέπει να επιβληθούν διαδοχικές ποινές. Παραθέτοντας τους μετριαστικούς παράγοντες μας κάλεσε να λάβουμε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του, την ηλικία του, το ότι είναι άτομο που φροντίζει τους γονείς του και το ότι έχουν παρέλθει 4 χρόνια από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων. Έθεσε περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε τα MEMO τα οποία είχε εγγράψει στην περιουσία του παραπονούμενου. Αναφερόμενος με περισσότερη λεπτομέρεια στις προσωπικές περιστάσεις του είπε ότι είναι ηλικίας σήμερα 34 χρονών και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου από το 2015. Διαμένει μαζί με τους γονείς του, με τον πατέρα του να είναι ηλικίας 66 ετών και η μητέρα του 62 ετών. Έχει ακόμη δύο αδέλφια με τον μεγαλύτερο αδελφό του να είναι γιατρός και να διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα, ενώ η μικρότερη αδελφή του είναι δικηγόρος. Έθεσε ο συνήγορος υπεράσπισης ότι οι γονείς του κατηγορούμενου αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας με τα προβλήματα του πατέρα του να είναι ψυχιατρικής φύσεως και έχει αναγνωριστεί με αναπηρία σε ποσοστό 75%. Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του χρήζει φροντίδας και ψυχολογικής στήριξης. Προβλήματα υγείας αντιμετωπίζει και η μητέρα του όπως κρίσεις άγχους, πανικού, διαλείμματα στη μνήμη της και προβλήματα με τα νεφρά της. Δεδομένου  ότι διαμένει μαζί τους είναι και το μόνο πρόσωπο που μπορεί να τους φροντίζει. Αποτελεί το μοναδικό στήριγμα τους και είναι εκείνος που συνοδεύει τον πατέρα του σε ιατρικά ραντεβού αλλά συνεισφέρει και στην ψυχαγωγία του. Από την ημερομηνία της κράτησης του ο πατέρας του αντιμετωπίζει επιπλέον καρδιολογικό πρόβλημα και βρίσκεται σε συνεχή ψυχική αναστάτωση και μελαγχολία. Τέθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης ότι αν ο κατηγορούμενος δεν προέβαινε σε ακροαματική διαδικασία και δήλωνε παραδοχή θα ήταν αντιμέτωπος σήμερα με 18 κατηγορίες και όχι με 8 τις οποίες αντιμετωπίζει. Μας κάλεσε επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι το ποσό το οποίο αποσπάστηκε ήταν €4.000 και €7.000-€8.000 αντίστοιχα. Ήταν επίσης η θέση του κυρίου Γεωργίου ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και την ημερομηνία που το Δικαστήριο θα επιβάλει ποινή και συγκεκριμένα 4 χρόνια, θέτοντας ότι έχει νομολογηθεί ότι είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων. Μας κάλεσε επίσης η υπεράσπιση να λάβουμε υπόψη μας ότι ο κατηγορούμενος λόγω και του επαγγέλματος του και πέραν της ποινής που θα του επιβληθεί από το Δικαστήριο, θα του επιβληθούν και περαιτέρω πειθαρχικά μέτρα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων στη βάση του Περί Δικηγόρων Νόμου. Ήταν τέλος η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι λόγω των προσωπικών περιστάσεων του, το λευκό ποινικό μητρώο του, τις οικογενειακές του περιστάσεις και της παρόδου του χρόνου από τη διάπραξη των αδικημάτων δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της ποινής σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει στην επιβολή ποινής φυλάκισης.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία έχει βρεθεί ένοχος ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 727, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Στην περίπτωση της εξασφάλισης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις προβλέπεται ποινή φυλάκισης 5 χρόνων, ενώ για το αδίκημα της πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης των 3 χρόνων. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι στον κατηγορούμενο θα επιβληθεί η ποινή που προνοείται στο άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα και όχι αυτή του άρθρου 337 που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο αφού ως καταλήξαμε στην απόφαση μας τα έγγραφα που ο παραπονούμενος υπέγραψε δεν ήταν Επίσημα ή Δικαστικά. Για δε το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στη βάση του Νόμου 188(Ι)/2007, που είναι τα σοβαρότερα αδικήματα στα οποία έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης των 14 χρονών ή και χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €500.000.

 

Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι αδικήματα εξασφάλισης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες παρουσιάζονται με ιδιαίτερη συχνότητα και αντλούμε γνώση από τον πολύ μεγάλο αριθμό υποθέσεων που καταχωρούνται ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας (βλ. Sydenham v. Αστυνομίας (2005)2 ΑΑΔ 210, Αστυνομία ν. Βακανά, Ποινική Έφεση Αρ. 173/2020, ημερομηνίας 20/5/2021), ECLI:CY:AD:2021:B200. Ως εκ τούτου θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα και οι ποινές οι οποίες επιβάλλονται θα πρέπει να περιέχουν και το στοιχείο της αποτροπής.

 

Σε σχέση με τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, πέραν της ίδιας της ποινής που προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα που είναι η αφετηρία της ένδειξης της σοβαρότητας τους, στην απόφαση Φίλιππος Τάσου Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 505, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη, όπως δε πολύ εύστοχα σημειώνεται και από το πρωτόδικο δικαστήριο αυτή κατοπτρίζεται από το ύψος της ποινής που ο νομοθέτης έχει προνοήσει. Ιδιαίτερα, για το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, που αποτελεί και το πλέον σοβαρό από τα αδικήματα στα οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, ο νομοθέτης προέβλεψε ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε ετών.

 

Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί, η σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων, καθότι αυτά ενέχουν, σε έντονο βαθμό, το στοιχείο της απάτης, διότι υπονομεύουν τις συναλλαγές μεταξύ πολιτών, στοιχείο που επιβάλλει την επιβολή ποινών αποτρεπτικού χαρακτήρα. Η σοβαρότητα βέβαια του αδικήματος δεν εξουδετερώνει, όπως ορθά και το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει, την αναγκαιότητα εξατομίκευσης της ποινής. Όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν επιτρέπεται στο βωμό της εξατομίκευσης να θυσιάζεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής. (Βλ. Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ.286).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο εφεσείων δεν δίστασε με κίνητρο του αποκλειστικά την ιδιοτέλεια, να προβεί στις συγκεκριμένες εγκληματικές ενέργειες με στόχο την επίτευξη ευτελούς σκοπού· να κυκλοφορεί δηλαδή με πολυτελές αυτοκίνητο, ανεξάρτητα των συνεπειών των ενεργειών του για την οικογένεια του, μη διστάζοντας μάλιστα να εμπλέξει στην όλη διαδικασία και τον γιο του, ο οποίος παρά την ανεργία που τον μαστίζει, βρέθηκε εκτεθειμένος για ένα ποσό της τάξης των €.23.000,00, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο, το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί».

 

 

Αναφορικά με αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.ά. Ποινική Έφεση Αρ. 19/20, ημερομηνίας 20/7/2022, τέθηκε ότι:

 

«Όσον δε αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις, το Κακουργιοδικείο, αφού επεσήμανε ότι οι προβλεπόμενες κατ' ανώτατο όριο ποινές ανέρχονται σε ποινή φυλάκισης 14 ετών ή ποινή προστίμου €500.000, ορθά καθοδηγήθηκε από το ακόλουθο απόσπασμα της υπόθεσης Θεοφάνους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 298/2018, ημερ. 27.6.2018:

 

«Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγήσαντα των καρπών της παρανομίας του. Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητάς του. Είναι αυτή την απόλαυση που έχει στο επίκεντρό του το υπό αναφορά αυτοτελές αδίκημα (Δέστε: Μαληκκίδης (ανωτέρω), Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 12/2015 ημερ. 4.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B241, ECLI:CY:AD:2017:B241 και Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 212/2017 ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150, ECLI:CY:AD:2019:B150), και αυτό για πρόληψη ή πάταξη της παρανομίας με την πρόβλεψη αυστηρών ποινών αναφορικά με την απόλαυση των καρπών της. Το Κακουργιοδικείο, ορθά επεσήμανε, πως τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων έχουν σε έντονο βαθμό το στοιχείο της απάτης και περαιτέρω ότι η διάπραξή τους ήταν προϊόν οργάνωσης και προσχεδιασμού με τη συμμετοχή και άλλων προσώπων - τα οποία ως ιθύνων νους δεν κατονόμασε.»

 

Είναι σαφές λοιπόν από το πιο πάνω απόσπασμα ότι υπάρχει αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών για πάταξη αυτών των παράνομων συμπεριφορών και που έχουν σχέση με το οικονομικό έγκλημα, οι οποίες, ως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, παρουσιάζουν αυξητική τάση.

 

Στην παρούσα περίπτωση τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων, ως τα θέτουμε στην αιτιολογημένη απόφαση μας που δόθηκε στις 29/5/2025, είναι άκρως επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο. Δεν πρόκειται απλώς για συμπεριφορά που εκδηλώθηκε για απόσπαση χρημάτων από τον παραπονούμενο με την προβολή ψευδών αιτιάσεων. Το όλο πλαίσιο των γεγονότων και τα οποία θα θέσουμε συνοπτικά, αλλά και ο τρόπος δράσης του καταδεικνύουν αρχικά προσχεδιασμό και συμπεριφορά με το στοιχείο της δολιότητας να είναι διάχυτο από την αρχή μέχρι το τέλος της στον ύψιστο μάλιστα βαθμό. Ο κατηγορούμενος προέβαλε αρχικά την ύπαρξη δήθεν αγωγής εναντίον του παραπονούμενου οπόταν και για την προβαλλόμενη απόσυρση της απέσπασε από αυτόν χρήματα. Στη συνέχεια απέσπασε άλλο ποσό για δήθεν καταχώριση αγωγής για λίβελλο.  Αυτά βέβαια ήταν η απαρχή του δόλιου σχεδίου που είχε ως σκοπό να αποσπάσει μεγαλύτερα ποσά. Δημιούργησε εταιρεία στην Αγγλία χρησιμοποιώντας την κάρτα revolut του αδελφού του με διευθυντή το όνομα προσώπου που κατά τον κρίσιμο χρόνο έκτιε ποινή φυλάκισης στην Ελλάδα για αδικήματα απάτης κατ΄ εξακολούθηση. Με το όνομα της εν λόγω εταιρείας ζήτησε προσφορά από την εταιρεία του παραπονούμενου για μετατροπή 800 εμπορευματοκιβωτίων σε ψυκτικούς θαλάμους έναντι ποσού που ξεπερνούσε τα €11.000.000. Καταχώρισε αγωγή εναντίον της εταιρείας που δημιούργησε, για δήθεν παράβαση σύμβασης, με ενάγοντα τον παραπονούμενο υπό την προσωπική του ιδιότητα και στην οποία εξασφάλισε Δικαστική απόφαση. Του παρουσίασε συμφωνία δικηγορικής αμοιβής με τον παραπονούμενο να την υπογράφει με το ποσό της αμοιβής του να ξεπερνά τα €2.000.000. Δεν θα αναφερθούμε στους όρους της εν λόγω συμφωνίας αφού επεξηγούνται στην απόφαση μας, πλην του ότι και αυτή υπογράφηκε στο πλαίσιο της δολιότητας που επεδείκνυε ο κατηγορούμενος αφού παρουσίαζε στον παραπονούμενο έγγραφα με τον τελευταίο να τα υπογράφει χωρίς να τα διαβάζει. Μετέπειτα και με υπόβαθρο την συμφωνία δικηγορικής αμοιβής, καταχώρισε αγωγή εναντίον του παραπονούμενου και αφού εξασφάλισε απόφαση εναντίον του ενέγγραψε την απόφαση επί ακίνητης περιουσίας του (MEMO) έτσι ώστε να αναγκάσει τον παραπονούμενο να του καταβάλει την αμοιβή των 2.000.000 και πλέον Ευρώ. Πέραν της δολιότητας του ως αυτή ξεκάθαρα αναδύεται εκ των γεγονότων ως επιγραμματικά τα θέσαμε πιο πάνω και περιλαμβάνονται λεπτομερώς στην αιτιολογημένη απόφαση μας, θα πρέπει να τονίσουμε και το ότι ο κατηγορούμενος επαγγέλλεται τον δικηγόρο. Είναι δηλαδή λειτουργός της δικαιοσύνης και πρόσωπο που ο παραπονούμενος εμπιστευόταν όχι μόνο ως δικηγόρο του αλλά και στη βάση οικογενειακών και φιλικών σχέσεων που διατηρούσαν. Εκμεταλλευόμενος αυτήν την επαγγελματική εμπιστοσύνη αλλά και τη φιλία του, εξαπάτησε τον παραπονούμενο. Αντί δηλαδή αφενός να προασπίζει τα συμφέροντα του ως πελάτη του και αφετέρου να τον σέβεται λόγω και της οικογενειακής και φιλικής σχέσης που διατηρούσαν, τον εξαπάτησε με τον πιο δόλιο τρόπο. Τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν είναι δυνατόν να γίνουν ανεκτές από το Δικαστήριο.

 

Να πούμε εδώ ότι ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος κάτι που αποτελεί απόλυτο δικαίωμα του και δεν μπορεί να εκληφθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας. Αυτό όμως έχει σαν συνεπακόλουθο να μην είναι δυνατό να τύχει της επιείκειας που θα δικαιούτο και την έκπτωση στην ποινή που θα λάμβανε αν δήλωνε παραδοχή κάτι που θα καταδείκνυε και την έμπρακτη μεταμέλεια του (βλ. Χαρτούπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).  Υπό τα πιο πάνω δεν γίνεται δεκτή και η θέση της υπεράσπισης ότι αν ο κατηγορούμενος δεν προέβαινε σε ακροαματική διαδικασία και δήλωνε παραδοχή θα ήταν αντιμέτωπος σήμερα με 18 κατηγορίες και όχι με τις 8 στις οποίες έχει κριθεί ένοχος. Καταρχάς δεν μπορούμε να διακρίνουμε πως η εν λόγω θέση μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχε οτιδήποτε που να αποτρέπει τον κατηγορούμενο από το να παραδεχθεί τις κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος και να δηλώσει μη παραδοχή στις υπόλοιπες. Να διευκρινιστεί επίσης ότι σε 5 από τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο έχει καταχωριστεί αναστολή ποινικής δίωξης.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής.

 

Προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνουμε υπόψη μας το λευκό ποινικό μητρώο του και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις και τα προβλήματα που δυνατόν να δημιουργηθούν από την επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας. Δεν παραγνωρίζουμε τα προβλήματα υγείας τα οποία οι γονείς του αντιμετωπίζουν και για τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον μας και σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά και ότι είναι το άτομο που τους φροντίζει. Σε αδικήματα όμως που διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα αν και οι προσωπικές περιστάσεις δεν ατονούν, έχουν όμως μειωμένη αξία. Είναι νομολογημένο ότι η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων και ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του παραβάτη σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις λαμβάνονται μεν υπόψη αλλά είναι μειωμένης σημασίας αφού δεν πρέπει να εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής αφού προέχει η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου για καταστολή τέτοιας φύσεως εγκληματικών συμπεριφορών (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαυρόπουλος Ποινική Έφεση Αρ.240/24, ημερομηνίας 29/4/2025).

 

Θεωρούμε εδώ ορθό να αναφερθούμε και στα στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί από πλευράς υπεράσπισης για σκοπούς μετριασμού της ποινής και τα οποία κατά την εισήγηση της θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Τέθηκε ότι έχουν παρέλθει 4 χρόνια από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία που το Δικαστήριο θα επιβάλει ποινή με αποτέλεσμα να μπορεί να αποφευχθεί η επιβολή ποινής φυλάκισης.

Το δικαίωμα εκάστου κατηγορουμένου σε διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης εντός εύλογου χρόνου αποτελεί δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψιν για τον καθορισμό του εύλογου χρόνου είναι η διαπίστωση της ποινικής ευθύνης και συνοψίζονται στη Νομολογία. Ενδεικτική είναι η απόφαση Μενελάου v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 407 και Κάζανου v. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Ποινική Έφεση Αρ. 96/19, ημερομηνίας 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B272.

 

Επιπλέον, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 AΑΔ 376, υπεδείχθη ότι η διαπίστωση της ενδεχόμενης παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορούμενου για δίκη εντός εύλογου χρόνου δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά τίθεται υπό τη βάσανο του συνυπολογισμού ύπαρξης και άλλων παραμέτρων, που να δείχνουν ότι υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη είναι η φυσική και χρονολογική απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα ή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, η συμπεριφορά των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών και κατ' επέκταση της κατηγορούσας αρχής και η συμπεριφορά του Δικαστικού οργάνου. Σημασία έχει και η πολυπλοκότητα που δυνατόν να παρουσιάζει η διερεύνηση μιας υπόθεσης (βλ. Μενελάου (ανωτέρω), Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ ν. Αθανασίου, Ποινική Έφεση Αρ. 104/2019, ημερομηνίας 3/7/2020), ECLI:CY:AD:2020:B216. Αποτελεί θεμελιακή νομολογιακή επίσης αρχή πως όταν ο κατηγορούμενος ευθύνεται για την καθυστέρηση δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου με βάση το άρθρο 30 του Συντάγματος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 ΑΑΔ 638, Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 273.

 

Στην παρούσα περίπτωση έχει τεθεί το ζήτημα του χρόνου διεκπεραίωσης της υπόθεσης υπό τη βάση του μετριαστικού παράγοντα. Η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και του χρόνου επιβολής ποινής είναι παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ώστε το ύψος της να αντανακλά την ωφελιμότητα της τιμωρίας, ως μέτρου αποτροπής ή και αναμόρφωσης του παραβάτη. Δεν πρέπει να παραβλέπεται και η υποκειμενική πτυχή, η οποία αφορά σε τυχόν αλλαγές που μπορεί να έχουν επέλθει, στο μεταξύ, στις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου και πιθανόν να δικαιολογούν την επιβολή μιας πιο επιεικούς  ποινής (βλ. Γρηγορίου ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση Αρ. 281/2022 ημερομηνίας 27/3/2023), ECLI:CY:AD:2023:B111.

 

Είναι γεγονός ότι η παράνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου άρχισε από τον Μάιο του 2020 και συνέχισε και το έτος 2021. Ο παραπονούμενος κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία τον Μάιο του 2021 όταν αντιλήφθηκε την εις βάρος του απάτη. Είναι επίσης γεγονός ότι η υπόθεση καταχωρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δύο χρόνια αργότερα. Βέβαια η διερεύνηση συνεχιζόταν με τον παραπονούμενο να δίδει  κατάθεση ακόμα και τον Φεβρουάριο του 2022. Ο λόγος, ως θέτουμε και στην απόφαση μας, ήταν διότι έπρεπε να εξασφαλίσει τα αναγκαία στοιχεία, αφού δεν ήταν εις γνώση του οι ενέργειες του κατηγορούμενου αλλά και έγγραφα από Δικαστικούς φακέλους. Κατάθεση από τον κατηγορούμενο λήφθηκε αρχές Ιανουαρίου του 2022. Η διερεύνηση της υπόθεσης συνεχιζόταν όλο αυτό το διάστημα λόγω ακριβώς και των θέσεων που προβάλλονταν και την εξασφάλιση μαρτυρίας που περιέβαλλαν τις θέσεις τους. Η υπόθεση  καταχωρίστηκε τελικά ενώπιον του Δικαστηρίου στις 4/5/2023. Κρίνουμε υπό τις πιο πάνω περιστάσεις αλλά και την περιπλοκότητα που είχε η υπόθεση λαμβανομένου υπόψη ότι έπρεπε να γίνει διερεύνηση και για εταιρεία που εγγράφηκε στην Αγγλία και για τον φερόμενο διευθυντής της που ήταν κατάδικος στις Ελληνικές φυλακές δεν διακρίνουμε οποιαδήποτε καθυστέρηση. Η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 19/7/2023 με τον κατηγορούμενο να απαντά στις κατηγορίες και να δηλώνει μη παραδοχή μετά και από τροποποίηση του κατηγορητηρίου, την 1/8/2023. Η υπόθεση προγραμματίστηκε για ακρόαση στις 25/10/2023. Κατ’ εκείνη την ημερομηνία ο συνήγορος που τον εκπροσωπούσε αποσύρθηκε και ζητήθηκε αναβολή από τον νέο δικηγόρο που θα τον εκπροσωπούσε για να προετοιμαστεί για την ακρόαση. Στις 18/12/2023 που ορίστηκε εκ νέου η υπόθεση ζητήθηκε και πάλι αναβολή από τον κατηγορούμενο λόγω κωλύματος του δικηγόρου του. Αναβολή ζητήθηκε και πάλι από τον κατηγορούμενο την αμέσως επόμενη ημερομηνία ήτοι στις 12/2/2024. Στις 20/3/2024 η ακρόαση αναβλήθηκε λόγω ύπαρξης συνεχιζόμενης ακρόασης παλαιότερης υπόθεσης. Στις 25/4/2024 υποβλήθηκε αίτημα αναβολής από την κατηγορούσα αρχή λόγω κωλύματος του δικηγόρου της. Στις 30/5/2024 αναβλήθηκε και πάλι λόγω αιτήματος και των δύο πλευρών. Στις 8/7/2024 αναβλήθηκε λόγω απουσίας του κατηγορούμενου αν και παρουσιάστηκε σε μεταγενέστερο στάδιο της ίδιας ημέρας μετά όμως που διεκπεραιώθηκε η υπόθεση. Στις 24/9/2024 αναβλήθηκε και πάλι η ακρόαση λόγω απουσίας ενός εκ των μελών του Κακουργιοδικείου λόγω ασθένειας. Πλείστες δηλαδή των ημερομηνιών για αναβολή της ακρόασης προερχόταν από τον κατηγορούμενο. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 9/10/2024 ακούστηκαν 13 συνολικά μάρτυρες συμπεριλαμβανομένου και του κατηγορούμενου. Απόφαση δόθηκε 71/2 μήνες μετά από την έναρξη της ακρόασης. Είναι θεωρούμε ξεκάθαρο από τα πιο πάνω ότι δεν υπήρχε, υπό τις περιστάσεις αδικαιολόγητη καθυστέρηση ούτε για την καταχώριση αλλά ούτε και στην διεκπεραίωση της υπόθεσης έχοντας υπόψη τον χρόνο της καταγγελίας, τα έγγραφα που έπρεπε να εξασφαλιστούν και τις ενέργειες που χρειάζονταν να γίνουν για σκοπούς διερεύνησης. Επισημαίνουμε ότι δεν τέθηκε από πλευράς υπεράσπισης ότι υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου. Παρά ταύτα όμως υπάρχει ως αντικειμενικό γεγονός ότι καλούμαστε να επιβάλουμε ποινή 4 χρόνια μετά την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων. Αν και προσδίδεται στο στοιχείο αυτό ο χαρακτήρας του μετριαστικού παράγοντα εν τούτοις υπό τις πιο πάνω συνθήκες όμως που εξηγήσαμε και δεδομένου ότι δεν επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, κρίση μας είναι ότι είναι παράγοντας ήσσονος σημασίας.

 

Έχει περαιτέρω τεθεί ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε τα ΜΕΜΟ από την περιουσία του παραπονούμενου. Διευκρινίστηκε όμως από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι τα επίδικα ΜΕΜΟ είχαν αφαιρεθεί τις τρεις τελευταίες μέρες πριν τις 5/6/2025, που ήταν η ημερομηνία που ο συνήγορος υπεράσπισης αγόρευσε για μετριασμό της ποινής. Για την απόφαση στην υπόθεση με αριθμό [ ] του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, που ήταν και το υπόβαθρο για την εγγραφή των συγκεκριμένων ΜΕΜΟ, καταχωρίστηκε από πλευράς εναγόμενου, του εδώ παραπονούμενου, αίτηση για παραμερισμό της και στις 18/12/2024 το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία παραμέρισε την εκδοθείσα απόφαση. Ουσιαστικά η απόσυρση των ΜΕΜΟ από την περιουσία του παραπονούμενου δεν ήταν λόγω της βούλησης ή και πρωτοβουλίας του ίδιου του κατηγορούμενου αλλά ήταν το αποτέλεσμα της απόφασης του Δικαστηρίου για παραμερισμό της απόφασης επί της οποίας εγγράφηκαν τα συγκεκριμένα ΜΕΜΟ αφού εξέλιπε και η βάση της καταχώρισης και συνέχισης της ύπαρξης τους λόγω ακριβώς του παραμερισμού της απόφασης. Το γεγονός ότι η απόσυρση τους έλαβε χώρα μετά την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου, υπό τις συνθήκες που έγινε, δεν μπορεί να συμπεριληφθεί και να συνυπολογιστεί ως μετριαστικός παράγοντας προς όφελος του κατηγορούμενου.

 

Τέθηκε τέλος από την υπεράσπιση ότι ο κατηγορούμενος πέραν της ποινής που θα του επιβληθεί από το Δικαστήριο θα κληθεί να λογοδοτήσει και στο πειθαρχικό συμβούλιο τω  δικηγόρων αφού είναι δικηγόρος. Αυτό ενδεχομένως να επιφέρει, σύμφωνα με την υπεράσπιση, τις προβλεπόμενες πειθαρχικές κυρώσεις που προνοούνται από τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου που περιλαμβάνουν στέρηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος είτε ακόμη και τη διαγραφή του από το μητρώο δικηγόρων. Στην αγόρευση του ο κύριος Γεωργίου έθεσε τις προβλεπόμενες πειθαρχικές κυρώσεις. Είναι στοιχείο το οποίο, κατά την εισήγηση της υπεράσπισης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Η εξωδικαστική τιμωρία είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο ως μετριαστικός παράγοντας κατά την επιβολή ποινής (βλ. Sentencing in Cyprus 2nd ed. G.M.Pikis, σελ.64). Το στοιχείο  όμως της εξωδικαστικής τιμωρίας, ως παράγοντας μετριασμού της ποινής, εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ’ εαυτή η διάπραξη ενός αδικήματος επιφέρει, άνευ ετέρου, στο δράστη άμεσες και σοβαρές ζημιογόνες συνέπειες (βλ. Πετρίδης ν. Αστυνομίας (2016) 2Α ΑΑΔ 44). Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει τεθεί παρά μόνο το ενδεχόμενο πειθαρχικής δίωξης και τιμωρίας με τις ποινές που προβλέπονται χωρίς να είναι βέβαιο ότι σε αυτές θα περιλαμβάνονται και οι σοβαρότερες αυτών όπως είναι η αναστολή της άδειας εξασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος ή η διαγραφή του από το μητρώο των δικηγόρων (βλ. κατ’ αναλογία Scorteanu ν. Αστυνομίας (2014) 2A AAΔ.15). Ως εκ τούτου δεν έχει τεθεί οτιδήποτε το συγκεκριμένο και βέβαιο και το οποίο, στη βάση των πιο πάνω αρχών, θα μπορούσε να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου.

 

Ερχόμενοι τώρα στην επιβολή της αρμόζουσας υπό τις περιστάσεις ποινής, έχουμε αναφέρει προηγουμένως ότι σοβαρότερο των αδικημάτων είναι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με προβλεπόμενη ποινή να είναι αυτή της φυλάκισης των 14 χρόνων στην περίπτωση που ο δράστης γνώριζε, ως η εδώ περίπτωση, ότι τα χρήματα των €4000 και €7000-8000 αντίστοιχα ήταν έσοδο από παράνομες δραστηριότητες. Οι ποινές οι οποίες επιβάλλονται σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις διαφοροποιούνται ανάλογα και με το ύψος του ποσού που ο δράστης καρπούται αφού ότι έχει σημασία για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής είναι το είδος και το ύψος των καρπών που ο δράστης απόλαυσε ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητας του (βλ. Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 298/2018, ημερομηνίας 26/6/2019).

 

Στην υπόθεση Mαληκκίδης ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 1186, η ποινή των 6 ετών που επιβλήθηκε Πρωτόδικα μετά από ακρόαση για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επικυρώθηκε κατ’ έφεση. Ο εφεσείοντας είχε νομιμοποιήσει ποσό ύψους €498.000. Η ποινή φυλάκισης των 6 ετών που επιβλήθηκε πρωτόδικα επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και στην υπόθεση Θεοφάνους (ανωτέρω) όπου ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος μετά από παραδοχή του σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αφού είχε καταφέρει από τις αρχές του 2015–2018 να ξεγελάσει την παραπονούμενη με αποτέλεσμα να της αποσπάσει το ποσό των €571.145.

 

Σε κάθε περίπτωση οι πιο πάνω ποινές είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσεως αδικήματα αφού η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τα γεγονότα που την περιβάλλουν και των περιστάσεων του παραβάτη (βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 161/2022 ημερομηνίας 11/5/2022), ECLI:CY:AD:2022:D412.

 

Στην παρούσα περίπτωση, ως τέθηκε και στην Μαυρόπουλος (ανωτέρω), η παράνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου αφορά μείζονα υπαιτιότητα (Culpability A - High Culpability) στη διάπραξη του εν λόγω αυτοτελούς αδικήματος, ως προκύπτει από τα Sentencing Guidelines τα οποία εφαρμόζονται στην Αγγλία (βλ. Fraud, Bribery and Money Laundering Offences Guideline 2014και Banks on Sentence, 12th edn., para285.3), αφού όχι μόνο γνώριζε ότι τα ποσά που εξασφάλισε ήταν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες αλλά ήταν ο ίδιος ο δράστης του γενεσιουργού αδικήματος. Για σκοπούς επιβολής ποινής σε περιπτώσεις μείζονος υπαιτιότητας, στη βάση των Αγγλικών Sentencing Guidelines, λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η κατάχρηση θέσης ή και εμπιστοσύνης και ο λεπτομερής προσχεδιασμός. Είναι στοιχεία που ως εξηγήσαμε προηγουμένως, προφανώς υπάρχουν στην παρούσα περίπτωση. Δεν διαφεύγει βέβαια ότι τα ποσά που ο κατηγορούμενος καρπώθηκε σε δύο περιπτώσεις δεν είναι ιδιαίτερα ψηλά αφού το συνολικό ποσό είναι περί τις €12.000. Η σοβαρότητα όμως του αδικήματος δεν κρίνεται μόνο από το ύψος του ποσού. Ως τέθηκε και πάλι στην Μαυρόπουλος (ανωτέρω), με αναφορά στην υπόθεση R v. Raza [2013] EWCA Crim 1771 (par. 14,15), η πηγή των εσόδων και δη η εγκληματική δραστηριότητα με την οποία σχετίζονται, αποτελεί γενικά σημαντική παράμετρο στην αξιολόγηση της σοβαρότητας ενός τέτοιου αδικήματος. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε την εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου και τον τρόπο που έδρασε για να εξασφαλίσει την επίδικη περιουσία, με τον ίδιο να είναι και ο δράστης των γενεσιουργών αδικημάτων. Καταχρώμενος την εμπιστοσύνη που ο παραπονούμενος είχε στο πρόσωπο του, φιλική και επαγγελματική, τον καταδολίευσε με τον χειρότερο τρόπο. Είναι κατά την κρίση μας, στοιχεία που την κατατάσσουν στις πλέον σοβαρές περιπτώσεις. Στην υπόθεση Λεμονάρης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφση Αρ. 212/17 ημερομηνίας 17/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B150, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την ποινή φυλάκισης των 5 ετών, θεωρώντας την επιεική,  για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (σχεδόν €500.000), τονίζοντας το έντονο στοιχείο της απάτης, της επαγγελματικής ιδιότητας του εφεσείοντα (κτηματομεσίτης) και το είδος και την έκταση της εξαπάτησης.

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα όσα ποιο πάνω θέσαμε, την σοβαρότητα των αδικημάτων, τις νομολογιακές αρχές που διέπουν αυτής της φύσεως τα αδικήματα αλλά και τους μετριαστικούς παράγοντες ως τέθηκαν από την υπεράσπιση κρίνουμε ότι αρμόζουσα ποινή υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή της φυλάκισης.

 

Ως εκ τούτου, επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:

 

Στην κατηγορία 1 ποινή φυλάκισης   3 ετών

Στην κατηγορία 3 ποινή φυλάκισης   3 ετών

Στην κατηγορία 5 ποινή φυλάκισης  4  ετών

Στην κατηγορία 6 ποινή φυλάκισης  4  ετών

Στην κατηγορία 8 ποινή φυλάκισης  18  μηνών

Στην κατηγορία 9 ποινή φυλάκισης   18 μηνών

Στην κατηγορία 10 ποινή φυλάκισης  18  μηνών

Στην κατηγορία 11 ποινή φυλάκισης   18 μηνών

 

Κρίση μας είναι ότι οι ποινές δεν θα πρέπει να είναι διαδοχικές δεδομένου ότι η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν ενιαία και είχε σκοπό την απόσπαση χρημάτων από τον παραπονούμενο.

 

Ως κ τούτου οι ποινές θα συντρέχουν.

 

Ο χρόνος που ο κατηγορούμενος τέλεσε σε προφυλάκιση στην παρούσα υπόθεση (από 29/5/2025), να συνυπολογιστεί κατά το άρθρο 117(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

 

Τα έξοδα που ανέρχονται σε €400 να καταβληθούν από την Δημοκρατία.

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………..

Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ………………………..

Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο