
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 3864/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
VV
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 20 Φεβρουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: o κ. Μ. Κουτσόφτας.
Για τον κατηγορούμενο: Η κα Μ. Παυλίδου.
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τέσσερεις κατηγορίες που αφορούν τα κάτωθι αδικήματα:
(α) Συμμετοχή σε λαθρεμπόριο μεταναστών, κατά παράβαση των άρθρων 2, 8 και 10 του Κυρωτικού Νόμου 11(ΙΙΙ)/2003 και άρθρων 3 και 6(1)(a),(2)(b), 3(a) του Πρωτοκόλλου ΙΙΙ κατά του Λαθρεμπορίου Μεταναστών δια Εδάφους, Θαλάσσης και Αέρος της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος (κατηγορία 1).
(β) Συμμετοχή και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων τελούμενων στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατά παράβαση των άρθρων 63Β (1)(α), 2, 3, και 20 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ.154 (κατηγορία 2).
(γ) Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, κατά παράβαση των άρθρων 63Α και 20 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 (κατηγορία 3).
(δ) Συμμετοχή σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 του Ν.11(ΙΙΙ)/2003 και του άρθρου 5 (1)(α)(ΙΙ)(a) της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των Συμπληρωματικών σε αυτήν Πρωτοκόλλων (κατηγορία 4).
Βάση των λεπτομερειών των πιο πάνω αδικημάτων, ως καταγράφεται στο κατηγορητήριο, είναι ότι ο κατηγορούμενος περί τις 3/4/2024 συμμετείχε σε λαθρεμπόριο μεταναστών έχοντας το ρόλο του οδηγού της βάρκας με την οποία μεταφέρονταν, έναντι χρηματικής αμοιβής, 236 Σύριοι μετανάστες στη Δημοκρατία.
Για την απόδειξη της υπόθεσης της η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 10 συνολικά μάρτυρες ενώ από πλευράς κατηγορούμενου δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. Κατατέθηκαν και 22 συνολικά τεκμήρια.
Οι αναφορές όλων των μαρτύρων, ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν, αξιολογήθηκαν πλήρως, έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους κάτι το οποίο θα γίνει εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).
Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.
Συνοψίζουμε τη μαρτυρία των μαρτύρων.
Ο αστυφύλακας 3115 Χρίστος Κωνσταντινίδης, ΜΚ1, ανέφερε τις δικές του ενέργειες, ως αυτές καταγράφονται και στην κατάθεση του τεκμήριο 1, όταν μετέβηκε με την αστυνομική άκατο «ΘΗΣΕΑΣ» σε σημείο όπου εντοπίστηκε βάρκα με παράτυπους μετανάστες. Κατέθεσε και δέσμη φωτογραφιών τεκμήριο 2.
Ο αστυνόμος Β Γιώργος Νικολαΐδης, ΜΚ2, παρέθεσε τις οδηγίες τις οποίες έλαβε ως κυβερνήτης της αστυνομικής ακάτου «ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ» για να μεταβεί σε συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα όπου και εντόπισε βάρκα με παράνομους μετανάστες. Ανάφερε το τι ο ίδιος διαπίστωσε και το τι έπραξε εκεί.
Ο αρχιαστυφύλακας 3622 Μιχάλης Χατζηγιάννης, ΜΚ3, μετέβηκε ως αναφέρει και στην κατάθεση του τεκμήριο 4, με την άκατο «ΟΝΗΣΙΛΛΟΣ» σε σημείο όπου εντόπισαν το σκάφος με μετανάστες. Έθεσε τις ενέργειες στις οποίες προέβηκαν στο σημείο εκείνο.
Η Δέσποινα Ζεϊλαά, ΜΚ4, εκτέλεσε χρέη μεταφράστριας όταν κλήθηκε στο ΤΑΕ Λάρνακας για να λάβει κατάθεση από τον κατηγορούμενο. Στην κατάθεση της τεκμήριο 5 αναφέρει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Προέβηκε και στην κατάθεση των τεκμηρίων 6-13.
Ο λοχίας 612 Γεώργιος Κωνσταντίνου, ΜΚ5, διενήργησε έλεγχο ως προς τα στοιχεία των επιβαινόντων στη βάρκα και αν κάποιος από αυτούς είχε δικαίωμα εισόδου στη Δημοκρατία.
Ο αστυφύλακας 1591 Στέφανος Χατζηγεωργίου, ΜΚ6, ανέφερε τις ενέργειες του από τη στιγμή που μετέβηκε στο λιμάνι Λάρνακας μέχρι και τη λήψη θεληματικής κατάθεσης από τον κατηγορούμενο. Κατέθεσε και δύο φωτογραφίες τεκμήριο 16.
Η αρχιαστυφύλακας 4115 Βασιλική Σαουρή, ΜΚ7, συνέλαβε τον κατηγορούμενο και του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του. Κατάθεσε επίσης το ένταλμα σύλληψης τεκμήριο 18 και το ημερολόγιο ενέργειας τεκμήριο 19.
Ο ZZ, ΜΚ8, ήταν ένας από τους επιβαίνοντες στην επίδικη βάρκα. Ανέφερε το τι προηγήθηκε της επιβίβασης του στο σκάφος και το τι αντιλήφθηκε ο ίδιος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους προς τη Δημοκρατία, ως τα περιγράφει και στην κατάθεση του τεκμήριο 20.
Η αρχιαστυφύλακας 3264 Αγγελική Δαγκλή, ΜΚ9, αναφέρθηκε στις ενέργειες της ως προς τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ανέκρινε τον ΜΚ8 αλλά και άλλους επιβαίνοντες στο σκάφος που εντοπίστηκε από τη Λιμενική Αστυνομία τα οποία και καταγράφει στην κατάθεση της τεκμήριο 22.
Η Στέφανη Βιολάρη, ΜΚ10, κατέθεσε σε σχέση με τις προσπάθειες που έγιναν για εντοπισμό δύο προσώπων που αναφέρονται στον κατάλογο μαρτύρων για να κληθούν να καταθέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου και το αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών.
Είχαμε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης κάτι που θέτει το Δικαστήριο σε πλεονεκτική θέση στο να βλέπει, να ακούει και να αξιολογεί τους μάρτυρες (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Μελή ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 2/13, ημερομηνίας 13/3/19), ECLI:CY:AD:2019:A83, να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε με προσοχή και υπομονή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Θέσαμε ως δείκτη ανάμεσα σε άλλα το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και το κύρος της γνώσης των μαρτύρων, το όποιο προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη τους, τις ευκαιρίες που είχαν για να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη τους και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή για να πιστεύουν σε αυτά στα οποία κατέθεσαν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και τις όποιες υπερβολές, ανακολουθίες ή αντιφάσεις τους σε αντιπαραβολή με τις μικροαντιφάσεις, τη φιλαλήθεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Ήμασταν προσεκτικοί να μην προσδώσουμε υπέρμετρο βάρος στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυριακής τους συμπεριφοράς αφού κάτι τέτοιο εμπεριέχει επικινδυνότητα δεδομένου ότι δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να εδράζονται σε μεγάλο αριθμό αιτών και όχι κατ΄ ανάγκη από διάθεση να πουν ψέματα ή να παραπλανήσουν.
Αποτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά τη συσχετίσαμε και την αντιπαραβάλαμε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τη μαρτυρία των αστυνομικών την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να διακριβώσουμε αν τα όσα ανέφεραν εξέφραζαν πιστά και ορθά την πραγματικότητα (βλέπε, Volettos v. The Republic (1960) CLR 169).
Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολ. Έφεση 66/13, ημ. 4/11/19, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Πολ. Έφεση 269/12, ημ. 23/7/19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322).
Ο αστυφύλακας 3115 Χρίστος Κωνσταντινίδης, ΜΚ1, ήταν ένα από τα πρόσωπα τα οποία επέβαιναν στην αστυνομική άκατο «ΘΗΣΕΑΣ» η οποία μετέβηκε στα πλαίσια επιχείρησης διάσωσης όταν έλαβαν πληροφορία ότι βάρκα με παράτυπους μετανάστες βρισκόταν σε κίνδυνο περί τα 51 ναυτικά μίλια από το λιμάνι Λάρνακας. Ο εν λόγω μάρτυρας δημιούργησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Δεν προέκυψε οτιδήποτε κατά το στάδιο της αντεξέτασης του που να κλονίζει την αξιοπιστία του. Ήταν άμεσος και σταθερός στις απαντήσεις του. Στο πλαίσιο της κατάθεσης του παρουσίασε και δέσμη φωτογραφιών τεκμήριο 2, τις οποίες και επεξήγησε. Ανέφερε ότι δεν μπορούσε να διακρίνει τον κατηγορούμενο στα άτομα που απεικονίζονται στις φωτογραφίες καθότι είναι μέρος των 237 ατόμων και στις φωτογραφίες του τεκμηρίου 2 μπορεί να μην είναι μέσα. Βλέποντας τον στο Δικαστήριο είπε ότι η φυσιογνωμία του φάνηκε γνωστή. Είπε ότι εντόπισαν τη βάρκα σταματημένη στα 51 ναυτικά μίλια από το λιμάνι της Λάρνακας. Δεν μπορούσε όμως να επιβεβαιώσει αν βρισκόταν εκτός των Κυπριακών χωρικών υδάτων. Διαφώνησε ότι η εξουσία της Λιμενικής και Ναυτικής αστυνομίας όταν είναι εκτός χωρικών υδάτων περιορίζεται μόνο για έρευνα και διάσωση λέγοντας ότι έχει την ευθύνη της περιπολίας όλου του χώρου του FIR Λευκωσίας. Συμπλήρωσε ότι για σύλληψη υπάρχουν διεθνείς συνθήκες και νομοθεσίες. Σκοπός της μετάβασης τους στο σημείο ήταν μόνο για να σώσουν τους επιβαίνοντες σε αυτή. Δεν ήταν μέρος των καθηκόντων τους να ρωτήσουν τους επιβάτες πώς βρέθηκαν εκεί και γιατί.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.
Ο αστυνόμος Β Γιώργος Νικολαΐδης, ΜΚ2, υπηρετεί στη μονάδα Λιμενικής και Ναυτικής αστυνομίας και είναι τοποθετημένος στον Ναυτικό Σταθμό Λεμεσού. Είναι επίσης κάτοχος διπλώματος πλοιάρχου Β τάξης. Στις 2/4/2/2024 έλαβε οδηγίες και μετέβηκε στον Ναυτικό Σταθμό Λάρνακας ως κυβερνήτης της ακάτου «ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ». Την ίδια μέρα έλαβε οδηγίες για απόπλουν με σκοπό την έρευνα και διάσωση μεγάλου αριθμού παράτυπων μεταναστών που επέβαιναν σε υπερφορτωμένο ακυβέρνητο σκάφος. Προορισμός του ήταν το γεωγραφικό στίγμα 3451 Β & 03442 Α που εντοπίζεται περί τα 55 ναυτικά μίλια ανατολικά του λιμανιού Λάρνακας. Σε σχέση με το στίγμα εξήγησε ότι για να το γράψει παρακολουθεί τις συσκευές που διαθέτει το σκάφος του. Ο εν λόγω μάρτυρας κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας που παρέθεσε με ειλικρίνεια τις ενέργειες και διαπιστώσεις του μεταβαίνοντας με την άκατο στο σημείο που βρισκόταν η επίδικη βάρκα. Δεν προέκυψε οτιδήποτε που θα κλόνιζε την αξιοπιστία του. Ανέφερε ότι έφθασε στο σημείο στις 3/4/2024 η ώρα 0030 όπου εκεί βρισκόταν ήδη η άκατος «ΟΝΗΣΙΛΛΟΣ» και υπερίπτατο και ελικόπτερο της ΜΑΕΠ. Προσέγγισε τη βάρκα και διαπίστωσε ότι επρόκειτο για αλιευτικό καΐκι μήκους περί τα 18 μέτρα και ήταν ακινητοποιημένο. Ήταν υπερφορτωμένο με παράνομους μετανάστες και όταν τους ρώτησαν για την εθνικότητα τους είπαν ότι ήταν από την Συρία και απέπλευσαν από το Λίβανο με προορισμό την Κύπρο. Τους είπαν επίσης ότι η βάρκα ήταν σταματημένη λόγω του ότι έπαθε μηχανική βλάβη. Ο ίδιος δεν εξέτασε τη μηχανή της βάρκας διότι δεν ενδείκνυται κάτι τέτοιο σε αυτές τις περιπτώσεις. Εξήγησε περαιτέρω ο μάρτυρας ότι το κάθε σκάφος κατασκευάζεται με πρακτική δυνατότητα να μεταφέρει μέχρι ένα μέγιστο αριθμό ατόμων και έχει συγκεκριμένη ευστάθεια. Σε σκάφη ο μέγιστος αριθμός επιβαινόντων αντιστοιχεί στο μήκος της βάρκας. Αν υπάρξει παραβίαση, όπως στην παρούσα περίπτωση αφού το σκάφος ήταν έκδηλα υπερφορτωμένο, αυτή η ευστάθεια βλάπτεται σε βαθμό που το καθιστά επικίνδυνο αφού όταν δεχθεί μια εξωτερική δύναμη όπως ο κυματισμός ή ο αέρας δεν επανέρχεται σε θέση ισορροπίας. Αναφερόμενος στις φωτογραφίες τεκμήριο 2, στην προσπάθεια της υπεράσπισης να κλονίσει την θέση του μάρτυρα στο κατά πόσο διακρίνεται η βάρκα να είναι υπερφορτωμένη, είπε ότι δεν γνώριζε σε ποια χρονική στιγμή λήφθηκαν και αν λήφθηκαν πριν ή μετά από κάποια μετεπιβίβαση. Αν και δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει με δεδομένα, θυμόταν όμως ότι ο κόσμος «κρεμόταν» από τη βάρκα. Η επίδικη βάρκα ήταν περί τα 18 μέτρα μήκος και ο λόγος που το γνωρίζει είναι διότι όταν ήταν δίπλα της είχε το ίδιο μήκος με την άκατο. Στη συνέχεια η άκατος «ΟΝΗΣΙΛΛΟΣ» παρέλαβε τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων που μπορούσε να παραλάβει και αναχώρησε για τη Λάρνακα. Πλεύρισε και η άκατος «ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ» τη βάρκα και παρέλαβε 50 άτομα και παρέμειναν 65 άτομα. Είπε ότι δεν ήταν σε θέση να ρυμουλκήσει τη βάρκα στις ακτές της Κύπρου ένεκα του μεγάλου μεγέθους της. Εξήγησε και πάλι ο ΜΚ2 ότι ένα υπερφορτωμένο σκάφος όταν προβείς σε προσπάθεια ρυμούλκησης τη στιγμή που δεν έχει ευστάθεια, δεν μπορείς να προκαταλάβεις πώς θα συμπεριφερθεί σε μία κλίση. Παρέμεινε στο σημείο για ασφάλεια μέχρι που έφθασε στο σημείο και η άκατος «ΘΗΣΕΑΣ» και παρέλαβε τους εναπομείναντες επιβάτες. Απέπλευσαν από το σημείο αφήνοντας την ακυβέρνητη βάρκα χωρίς οποιοδήποτε πρόσωπο σε αυτή. Είπε ότι οι οδηγίες του ήταν να παραλάβει κόσμο και αυτό έπραξε. Διαφώνησε ότι εκτός χωρικών υδάτων οι μόνες εξουσίες της Λιμενικής είναι μόνο η διάσωση παραπέμποντας στο Διεθνές Δίκαιο και σε Εθνική νομοθεσία.
Η μαρτυρία του ΜΚ2 γίνεται αποδεκτή.
Αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία του αρχιαστυφύλακα 3622 Μιχάλη Χατζηγιάννη, ΜΚ3. Ήταν ένας από τους αστυνομικούς που επέβαινε της ακάτου «ΟΝΗΣΙΛΛΟΣ», ως αναφέρει στην κατάθεση του τεκμήριο 4, η οποία απέπλευσε και μετέβηκε στο σημείο που εντοπίστηκε η βάρκα με τους παράτυπους μετανάστες. Ήταν σε απόσταση 35 ναυτικών μιλίων από το Κάβο Γκρέκο. Περιέγραψε με σαφήνεια και σταθερότητα το τί είδε και τί έπραξε κατά την άφιξη τους στο σημείο χωρίς η καλή εικόνα που αποκομίσαμε να αλλοιώνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Ανέφερε ότι ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί ποιος πλοηγούσε τη βάρκα. Λόγω του ότι ήταν υπερφορτωμένη και για να αποφευχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος για τους μετανάστες έλαβαν οδηγίες και επιβιβάστηκαν στην άκατο 121 άτομα εκ των οποίων 44 άνδρες, 27 γυναίκες και 50 παιδιά, από τα οποία τα 13 ήταν ασυνόδευτα. Είπε ότι η επιφάνεια του σκάφους από το νερό ήταν σε χαμηλό επίπεδο οπότε φαινόταν υπερφορτωμένη. Στο σημείο κατέπλευσε και η άκατος «ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ». Ανέφερε ότι η βάρκα ήταν ακινητοποιημένη χωρίς να γνωρίζει όμως αν η υπήρχε βλάβη στην μηχανή. Δεν διέκρινε αν υπήρχε κάποιος στο πηδάλιο επειδή ήταν γεμάτη κόσμο.
Η Δέσποινα Ζεϊλάα, ΜΚ4, ήταν η μεταφράστρια, που ως καταγράφει και στην κατάθεση της τεκμήριο 5, βοήθησε τον αστυφύλακα 1591 να λάβει κατάθεση από τον κατηγορούμενο. Η εντύπωση που αποκομίσαμε από την εν λόγω μάρτυρα ήταν θετική. Παρά την αντεξέταση της συνηγόρου υπεράσπισης για να κλονίσει τη θέση της μάρτυρος υποβάλλοντας της ότι άλλα έλεγε ο κατηγορούμενος και άλλα έγραφε η ίδια, η προσπάθεια της αυτή έπεσε στο κενό. Δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που θα μας οδηγούσε σε κατάληξη ότι τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως η υπεράσπιση προέβαλε. Ανέφερε η ΜΚ4 ότι κατέγραψε την κατάθεση του κατηγορούμενου στα Αραβικά την οποία κατέθεσε ως τεκμήριο 12. Στη συνέχεια, καθ’ υπόδειξη του αστυφύλακα 1591 του την έδωσε και τη διάβασε και τον πληροφόρησε ότι μπορούσε να κάνει οποιεσδήποτε αλλαγές, προσθήκες και διορθώσεις ήθελε. Είπε ότι είναι ορθή και την υπέγραψε σε τρία διαφορετικά σημεία. Στη συνέχεια του υπαγόρευσε και ο ίδιος έγραψε την ιδιόχειρη βεβαίωση. Μετά την μετάφρασε στα Ελληνικά με το κείμενο να καταγράφεται από τον εν λόγω αστυφύλακα. Κατάθεσε το Ελληνικό κείμενο ως τεκμήριο 13. Δεν θυμόταν τον κατηγορούμενο όπως δεν θυμόταν αν της είπε ότι την βάρκα την οδηγούσαν αρκετά άτομα πλην όμως έθεσε ότι αυτά που είπε καταγράφηκαν στην κατάθεση του και στο τέλος την διάβασε. Συμπλήρωσε ότι αν το έλεγε θα ήταν γραμμένο στην κατάθεση του όπως θα ήταν καταγεγραμμένο και αν έλεγε ότι υπάρχουν αρκετά άτομα που έβαζαν βενζίνη στη βάρκα. Διαφώνησε ότι της είπε διαφορετικά πράγματα από αυτά που κατέγραψε. Στην υποβολή της θέσης ότι ο κατηγορούμενος ήταν αγχωμένος όταν διάβασε την κατάθεση του και δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι δεν έγραψε αυτά που της είπε η ΜΚ4 ανέφερε τα εξής: «Α. Ο μάρτυρας διάβασε την κατάθεση του και είχε τόσο χρόνο και αφού τον πληροφόρησα και προφορικώς για το δικαίωμα του αν θέλει να κάνει πρόσθετες αλλαγές ή οτιδήποτε στο περιεχόμενο της κατάθεσης του και μετά που το κατάλαβε του έλεγα το λεκτικό για να το γράψει και το έγραψε δια χειρός ο ίδιος.». Οι αναφορές της μάρτυρος παρέμειναν επί της ουσίας αναντίλεκτες.
Αποδεχόμαστε την μαρτυρία της ΜΚ4.
Ο λοχίας 612 Γιώργος Κωνσταντίνου, ΜΚ5, είναι τοποθετημένος στην ΥΑΜ Λάρνακος. Ο εν λόγω μάρτυρας κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας με τις ενέργειες του να περιορίζονται στον έλεγχο των αλλοδαπών. Στην κατάθεση του τεκμήριο 14 περιγράφει τις ενέργειες του μετά που οι επιβαίνοντες στη βάρκα περισυνελλέγηκαν από τις ακάτους της Λιμενικής αστυνομίας και μεταφέρθηκαν στην Λάρνακα. Κατά την ανάκριση προέκυψε μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου ότι ήταν ο πλοηγός της βάρκας και μετά από έλεγχο που έκανε μέσω του μηχανογραφημένου συστήματος της αστυνομίας διαπίστωσε ότι αφίχθηκε στην Κύπρο παράνομα. Ανέφερε επίσης ότι ουδείς και εκ των υπολοίπων αλλοδαπών αφίχθηκε νόμιμα στη Δημοκρατία.
Η μαρτυρία του ΜΚ5 γίνεται αποδεκτή.
Ο αστυφύλακας 1591 Στέφανος Χατζηγεωργίου, ΜΚ6, μετέβηκε στις 3/4/2024 μαζί με την αστυφύλακα 3624 Δαγκλή στο λιμάνι Λάρνακας όταν ενημερώθηκαν ότι υπήρχε υπό εξέλιξη επιχείρηση διάσωσης παράνομων μεταναστών. Οι ενέργειες του στο πλαίσιο των καθηκόντων του καταγράφονται στην κατάθεση του τεκμήριο 15. Ο ΜΚ6 δημιούργησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. περιέγραψε με σταθερότητα και σαφήνεια τις ενέργειες του για διερεύνηση της υπόθεσης χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία του. Ήταν ο αστυνομικός που με τη βοήθεια της διερμηνέως ΜΚ4, έλαβε κατάθεση από τον κατηγορούμενο τον οποίο και αναγνώρισε στο Δικαστήριο. Αναγνώρισε επίσης και τα τεκμήρια 6-13 και κατέθεσε τις φωτογραφίες τεκμήριο 16 χωρίς όμως να θυμάται αν ο κατηγορούμενος φορούσε τα ρούχα που απεικονίζονται στο τεκμήριο 16. Δεν ήταν παρών όταν κατέβηκαν από την βάρκα. Είπε όμως ότι για να φωτογραφηθούν και οι φωτογραφίες να τοποθετηθούν στον φάκελο της υπόθεσης, σημαίνει ότι εντοπίστηκαν στην κατοχή του. Ανέφερε επίσης ότι από τη μαρτυρία προέκυψε ότι τη βάρκα την οδηγούσε ο κατηγορούμενος.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ6.
Η αρχιαστυφύλακας 4115 Βασιλική Σαουρή, ΜΚ7, αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της τεκμήριο 17. Ήταν η αστυνομικός που συνέλαβε τον κατηγορούμενο και του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του και επί αυτού περιορίστηκε η μαρτυρία της που δεν αμφισβητήθηκε. Κατέθεσε το ένταλμα σύλληψης τεκμήριο 18 και το ημερολόγιο ενέργειας τεκμήριο 19, όπου καταγράφονται τα άτομα από τα οποία λήφθηκαν συνεντεύξεις στο κέντρο υποδοχής Πουρνάρα. Καταγράφεται τέλος ότι ο κατηγορούμενος υποδείχθηκε από συγκεκριμένο άτομο ως το μοναδικό πρόσωπο που οδήγησε τη βάρκα.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ7.
Ο ZZ, ΜΚ8, ήταν ένας από τους επιβαίνοντες στη βάρκα που εντοπίστηκε από την Λιμενική και Ναυτική αστυνομία. Αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό της βάρκας. Κρίση μας είναι ότι ο ΜΚ8 ήταν μάρτυρας της αλήθειας που περιέγραψε με ειλικρίνεια το τι είδε και έζησε από την στιγμή της επιβίβασης του στην επίδικη βάρκα μέχρι και τον εντοπισμό της από την αστυνομία. Δεν διακρίναμε προσπάθεια του να κατονομάσει τον κατηγορούμενο ως πλοηγό της βάρκας έχοντας αλλότρια κίνητρα. Στην κατάθεση του τεκμήριο 20, με την μετάφραση της στην Ελληνική γλώσσα να κατατίθεται ως τεκμήριο 21, παραθέτει τον λόγο που ήθελε να έρθει στην Κύπρο αλλά και τον τρόπο που το πέτυχε. Μεταφέρθηκε, εξ όσων του ανέφεραν, στην παραλία της περιοχή Ταρτούς, όπου εκεί περίμεναν πάνω από 200 άτομα για να αναχωρήσουν με τις βάρκες. Τους μετέφεραν στην μεγάλη βάρκα όπου στο μέσο της υπήρχε ένας μικρός χώρος που βρισκόταν ο οδηγός. Δεν είχαν σωσίβια και για την επιβίωση τους είχαν φοινίκια, τυρί, ψωμί και νερό. Περιέγραψε τον οδηγό ως ηλικίας περίπου 27 ετών, ύψους 170 εκατοστά, μελαχρινός με μαύρα μούσια και είχε Λιβανέζικη προφορά. Φορούσε γαλάζια ζακέτα και όταν τους εντόπισε η αστυνομία άλλαξε ρούχα και φόρεσε γκρίζα ζακέτα και μπεζ παντελόνι. Τον οδηγό της βάρκας τον υπέδειξε σε μία αστυνομικό με πολιτική ενδυμασία. Ανέφερε επίσης ότι η βάρκα έσπασε και έβαζε νερά τα οποία έβγαζαν έξω οι ίδιοι. Ήταν σε άθλια και τραγική κατάσταση και η αστυνομία έφθασε στην τελευταία αναπνοή εννοώντας ο μάρτυρας ότι ο κίνδυνος για τη ζωή τους ήταν άμεσος. Επανέλαβε ότι την βάρκα την οδηγούσε μόνο ο κατηγορούμενος χωρίς όμως να καταβάλει σε αυτόν χρήματα ούτε ήρθε σε συμφωνία μαζί του. Άλλοι επέλεξαν την βάρκα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο οδηγός φορούσε κουκούλα και φαίνονταν μόνο τα μάτια του. Δεν θυμόταν να πει τι ρούχα φόρεσε ο πλοηγός μετά που άλλαξε ρούχα. Είπε επίσης ότι δεν κοιμόταν στη βάρκα αλλά έκλεινε λίγο τα μάτια του με τον οδηγό να είναι ο ίδιος. Βενζίνη έβαζε κάποιο άλλο άτομο χωρίς όμως να το γνωρίζει. Επισημάνθηκε από την υπεράσπιση ότι είναι στοιχείο που δεν το αναφέρει στην κατάθεση του όπως δεν ανέφερε ότι ο πλοηγός σε κάποια στιγμή μπήκε στη θάλασσα και όταν βγήκε ξανά πάνω στη βάρκα φορούσε κοντό μπλε παντελόνι. Η παράλειψη του αυτή δεν πλήττει την αξιοπιστία του τη στιγμή που, ως ο ίδιος ανέφερε, υπήρχε φόβος λόγω της κατάστασης της βάρκας αλλά δεν αναμένετε και από τους μάρτυρες να θυμούνται κάθε λεπτομέρεια κατά τη λήψη της κατάθεσης τους. Το σημαντικό είναι η βεβαιότητα του ως προς τον πλοηγό της βάρκας λέγοντας ότι η απόσταση που τον χώριζε από αυτόν ήταν λιγότερο από ένα μέτρο.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ8.
Η αρχιαστυφύλακας 3264 Αγγελική Δαγκλή, ΜΚ9, μετέβηκε με τον ΜΚ6, ως αναφέρει και στην κατάθεση της τεκμήριο 22, στο λιμάνι Λάρνακας μετά που ενημερώθηκε ότι βρισκόταν σε εξέλιξη επιχείρηση διάσωσης παράνομων μεταναστών. Η ίδια ανέκρινε προφορικά τον Omar Al Shalabi, τον Mahmud Fares και τον ΜΚ8 οι οποίοι της υπέδειξαν ένα πρόσωπο ως τον οδηγό της βάρκας. Πλησίασε το εν λόγω πρόσωπο και αφού του αποκάλυψε την αστυνομική της ταυτότητα, της είπε ότι ήταν ο LL. Τον πληροφόρησε για την εναντίον του μαρτυρία και αφού του επέστησε την προσοχή του στο νόμο της παραδέχθηκε ότι ήταν ο οδηγός της βάρκας καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Η ΜΚ9 κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Δεν διακρίναμε οτιδήποτε που θα αλλοίωνε την καλή εικόνα που αποκομίσαμε από την όλη παρουσία της στο εδώλιο. Απαντούσε με αμεσότητα και σαφήνεια και δεν πρόβαλε οποιαδήποτε δικαιολογία για την παράλειψη της να καταγράψει στην κατάθεση της ότι εξήγησε τα δικαιώματα του στον κατηγορούμενο. Ανέφερε όμως ότι του τα ανέφερε, κάτι που γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις. Εξήγησε περαιτέρω, όταν της ζητήθηκε να παρουσιάσει το έγγραφο των δικαιωμάτων που του έδωσε πριν τον ανακρίνει προφορικά, ότι τη στιγμή που βρίσκονταν στο στην αίθουσα του λιμανιού της Λάρνακας δεν είχε τα δικαιώματα μαζί της. Του δόθηκαν όταν μεταφέρθηκε στο ΤΑΕ και δεν εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει με δικηγόρο. Η μάρτυρας αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που του υπέδειξαν οι πιο πάνω επιβαίνοντες ως τον οδηγό της βάρκας. Επανέλαβε ότι της υποδείχθηκε ο κατηγορούμενος επί τόπου ανάμεσα στους υπόλοιπους. Δεν θυμόταν τι ρούχα φορούσε και αν φορούσε γαλάζια ζακέτα. Είπε ότι δεν γνωρίζει Αραβικά και αυτά που κατέγραψε στην κατάθεση του ήταν ότι της είπε ο διερμηνέας. Συμπλήρωσε όμως ότι θυμάται χαρακτηριστικά τον κατηγορούμενο και από τον τρόπο που μιλούσε και όπως μετέφραζε ο διερμηνέας η παραδοχή του ήταν άμεση.
Η μαρτυρία της ΜΚ9 γίνεται αποδεκτή.
Αναφορικά με την Στέφανη Βιολάρη, ΜΚ10, να πούμε απλώς ότι η μαρτυρία της δεν έχει σχέση με την υπόθεση και τα υπό εξέταση αδικήματα, αλλά κλήθηκε για να καταθέσει ως προς τις προσπάθειες εντοπισμού των μαρτύρων 8 και 10 επί του κατηγορητηρίου, για να καταθέσουν ως μάρτυρες.
Έχουμε αναφέρει προηγουμένως ότι ο κατηγορούμενος επέλεξε, ως είχε απόλυτο δικαίωμα, να παραμείνει σιωπηλός χωρίς να προσκομίσει και οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Η άσκηση του δικαιώματος της σιωπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί εναντίον του αλλά ούτε και μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Mohammad κ.ά ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 590).
Θα πρέπει όμως και πριν προβούμε στα ευρήματα μας να πούμε ότι τα όσα αναφέρει στην κατάθεση του τεκμήριο 12 (Ελληνική μετάφραση τεκμήριο 13), και έχουν σχέση με τις υπό κρίση κατηγορίες, θα αξιολογηθούν και ως τέθηκε και στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109, το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει τη βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης όπως στο μέρος εκείνο που συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορούμενου.
Από το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 12 καταγράφονται ξεκάθαρες παραδοχές όχι μόνο ως προς το ότι ήταν οδηγός της βάρκας αλλά και το πως διαδραματίστηκαν τα γεγονότα συμπεριλαμβανομένης και της επιθυμίας του ίδιου να έρθει στην Κύπρο.
Στην υπόθεση Aburamadan v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.148/2021 σχ. με 155/2021, ημερομ.10/11/2022 επαναλήφθηκαν οι αρχές που έχουν τεθεί αναφορικά με την ομολογία ως ακολούθως:
«Οι αρχές επί των οποίων εδράζεται η αποδοχή ενοχοποιητικών δηλώσεων, είτε προς την αστυνομία, είτε προς τρίτα πρόσωπα, και η ένταξή τους στον κορμό της μαρτυρίας είναι παγιωμένες.
Όπως τέθηκε στην Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166:
«Η ομολογία ενοχής έχει αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών. Στο σύστημα όμως που διέπει την ποινική μας δίκη δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο αυτό βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας, το δικαστήριο, στο τέλος, προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Η σχετική νομολογία μας, που αρχίζει από τις παλιές υποθέσεις R. v. Sfongaras 22 C.L.R. 13 και Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169, τηρεί σταθερή γραμμή στο θέμα αυτό. Είναι ζήτημα που άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης. Πρόσφατη επικύρωση είχαμε στην Μάρτιν v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ.65.
Στην υπόθεση R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161 διακηρύχθηκε ότι καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ' ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Η καταδίκη του κατηγορουμένου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία τους στηρίχθηκε κυρίως στις προφορικές παραδοχές ενοχής. Το αγγλικό εφετείο τόνισε πως δε συνάγεται, ως θέμα αρχής, από τη νομολογία ότι η προφορική ομολογία ενοχής δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.»
Περαιτέρω, στην Ρ. ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 253/2017 ημερ. 28.02.19, ECLI:CY:AD:2019:B66 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την ομολογία:
«Στην υπόθεση xx xxx Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής ως προς τη σπουδαιότητα της ομολογίας:
«Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να τονισθεί ότι η ομολογία ή η παραδοχή στη διάπραξη ή συμμετοχή σε έγκλημα, αποτελεί την κλασσική περίπτωση εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Αυτό διότι η παραδοχή ή η ομολογία γίνεται εναντίον του ιδίου συμφέροντος του ομολογούντος, (Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175 και Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου (2012) 1 Α.Α.Δ.2012). Η ομολογία εν πάση περιπτώσει είτε δίδεται προς αστυνομικό όργανο, είτε σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και γενόμενη σε συνθήκες που δεν είχαν δυσμενώς επηρεάσει το ελεύθερο της παραδοχής ή της βούλησης. Παραμένει δε πάντοτε στην κατηγορούσα αρχή, η υποχρέωση της απόδειξης ότι η ομολογία έγινε ελευθέρως, (Ahmad v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 256), ενώ αν η ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει την περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, (R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13, Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168 και Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364).
Στο σύγγραμμα Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 268 κ.ε., εξηγείται η αξία της ομολογίας κατά το Κοινοδίκαιο ως την πιο σημαντική και συχνή εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας στις ποινικές υποθέσεις. Και, περαιτέρω, ότι δεν έχει σημασία πλέον κατά πόσο η ομολογία γίνεται σε πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε σχέση με τον παραδεχόμενο ή όχι. Η ομολογία, όπως και κάθε άλλη παραδοχή, μπορεί να γίνει προφορικά, εγγράφως, διά συμπεριφοράς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τον οποίο μπορεί να εξαχθεί αρνητικό συμπέρασμα εναντίον του συμφέροντος του ατόμου που προβαίνει στην ομολογία. Όπως εξηγείται στη σελ. 272 του συγγράμματος, η παραδοχή μπορεί να γίνει όχι μόνο σε ανακριτές ποινικής υπόθεσης, συνήθως αστυνομικά όργανα, αλλά ακόμη και στο ίδιο το θύμα του αδικήματος, σε ένα φίλο, σε ένα συγγενή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Και έχει λεχθεί στην R. v. Mallinson (1977) Crim. L.Rev. 161, ότι η ομολογία, όταν αποδεικνύεται, αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία. Η αξία της όμως θα πρέπει να εξετάζεται με μεγάλη προσοχή ώστε το Δικαστήριο να πείθεται πραγματικά ότι η ομολογία είναι και εθελούσια και αληθής.»».
Στην παρούσα περίπτωση η κατάθεση του κατηγορούμενου κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε ένσταση ως προς την θεληματικότητα της. Σε αυτή ο κατηγορούμενος περιγράφει τη εξέλιξη των γεγονότων από την αρχική επιθυμία του να έρθει στην Κύπρο για να δουλέψει, με ποιους μίλησε για να το πετύχει αυτό και την αποδοχή του να οδηγήσει τη βάρκα χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό. Περιγράφει επίσης ότι έλαβε μαθήματα για τρεις ημέρες για να μάθει να οδηγεί τη βάρκα αλλά και να χειρίζεται πυξίδα. Αναφέρει περαιτέρω ότι μετέβηκε πρώτος στην μεγάλη βάρκα και περίμενε τους επιβάτες για να μεταφερθούν με μικρότερες βάρκες και να επιβιβαστούν. Στη βάρκα υπήρχαν νερό, φοινίκια τυρί και ψωμί και 9 παγούρια από βενζίνη. Όταν επιβιβάστηκαν όλοι έλαβε οδηγίες από τον Jamil Youwayza, που ήταν το πρόσωπο που διακινούσε μετανάστες και με τον οποίο είχε συμφωνήσει, να ξεκινήσει. Έφυγαν στις 2/4/2024 από την κολλητή παραλία του ψαρολίμανου της Alabdeh του Λιβάνου. Παραδέχεται τέλος ότι κατά τη διάρκεια της διαδρομής ήταν ο μοναδικός οδηγός της βάρκας. Τα πιο πάνω συνάδουν και με την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής και ειδικότερα αυτής του ΜΚ8 που ήταν ένας από τους επιβαίνοντες στην επίδικη βάρκα. Να επαναλάβουμε απλώς ότι και ο ΜΚ8 είπε για μεγάλη βάρκα και ότι μεταφέρθηκαν σε αυτή με μικρότερες βάρκες, ότι τα τρόφιμα τους αποτελούνταν από τυρί, φοινίκια και ψωμί και ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε μέτρα για την ασφάλεια τους. Ανέφερε επίσης και την ποσότητα των καυσίμων θέτοντας την σε 8 παγούρια βενζίνης αντί 9 που είπε ο κατηγορούμενος χωρίς βέβαια να παραλείπεται ότι ο τελευταίος ήταν ο μοναδικός οδηγός της βάρκας. Το ότι ο ΜΚ8 ανέφερε στην κατάθεση του ότι ξεκίνησαν από την Ταρτούς ενώ προκύπτει ότι ξεκίνησαν από την Alabdeh του Λιβάνου δεν μεταβάλλει την ουσία των γεγονότων αφού ο ΜΚ8 αναφέρθηκε στην τοποθεσία στη βάση αυτών που του λέχθηκαν. Πέραν τούτου όμως δεν αμφισβητήθηκε ότι τόσο ο κατηγορούμενος όσο και ο ΜΚ8 βρίσκονταν στην ίδια επίδικη βάρκα που εντοπίστηκε από την Λιμενική αστυνομία. Συνεπώς τα όσα ο κατηγορούμενος αναφέρει στην κατάθεση του αποτελούν την πραγματική εικόνα τη εξέλιξης των γεγονότων και βάση για ασφαλή συμπεράσματα.
Έχοντας κατά νουν τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας και την ως άνω αξιολόγηση της καταλήγουμε στα κάτωθι ευρήματα:
Στις 3/4/2024 και ώρα 23.00 η άκατος της Λιμενικής και Ναυτικής αστυνομίας «ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ» με κυβερνήτη τον ΜΚ2, έλαβε οδηγίες και απέπλευσε από τον Ναυτικό Σταθμό Λάρνακας με προορισμό το γεωγραφικό στίγμα 3451 Β και 03442 Α, που εντοπιζόταν σε απόσταση 35 ναυτικών μιλίων από το Κάβο Γκρέκο, για επιχείρηση έρευνας και διάσωσης αριθμού προσώπων που επέβαιναν σε σκάφος. Αφίχθηκε στο σημείο στις 3/4/2024 και ώρα 0030 όπου εντόπισε ακινητοποιημένη τη βάρκα. Εκεί βρισκόταν ήδη και η αστυνομική άκατος «ΟΝΗΣΙΛΛΟΣ» . Η βάρκα ήταν αλιευτικό καΐκι περί τα 18 μέτρα μήκος με κλειστή γέφυρα. Η άκατος «ΟΝΗΣΙΛΛΟΣ», κατόπιν οδηγιών, πλεύρισε τη βάρκα και παρέλαβε 121 επιβαίνοντες και αναχώρησε για το λιμάνι της Λάρνακας. Στη συνέχεια πλεύρισε τη βάρκα και η αστυνομική άκατος «ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ» και παρέλαβε 50 άτομα. Παρέμειναν πάνω στη βάρκα 65 πρόσωπα τα οποία παραλήφθηκαν από την αστυνομική άκατο «ΘΗΣΕΑΣ» που κατέπλευσε στο σημείο περί ώρα 04:00. Η ρυμούλκηση της βάρκας δεν ήταν εφικτή και ως εκ τούτου αφέθηκε στο σημείο με τις δύο τελευταίες ακάτους να αναχωρούν για το λιμάνι Λάρνακας. Η βάρκα είχε αναχωρήσει από το Alabdeh του Λιβάνου με 237 επιβάτες, Συριακής καταγωγής, με προορισμό την Κύπρο χωρίς οποιοδήποτε σωστικό βοήθημα. Ο κατηγορούμενος υποδείχθηκε από επιβάτες ως ο πλοηγός της βάρκας. Στις 4/4/2024 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και συνελήφθηκε. Αφού του δόθηκαν γραπτώς τα δικαιώματα του, του λήφθηκε κατάθεση όπου παραδέχθηκε ότι ήταν ο μοναδικός οδηγός της βάρκας καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Παραδέχθηκε περαιτέρω ότι αποδέχθηκε να πλοηγήσει τη βάρκα με αντάλλαγμα να μην καταβάλει οποιοδήποτε ποσό και να έρθει στην Κύπρο δωρεάν. Μέρος της συμφωνίας ήταν και η λήψη μαθημάτων πως να πλοηγεί τη βάρκα και να χειρίζεται πυξίδα.
Μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσας μαρτυρίας και στην κατάληξη μας στα πιο πάνω ευρήματα θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου στα αδικήματα που αντιμετωπίζει.
Η πρώτη κατηγορία αφορά, ως έχουμε αναφέρει προηγουμένως, το αδίκημα της συμμετοχής σε λαθρεμπόριο μεταναστών κατά παράβαση του του Πρωτοκόλλου ΙΙΙ κατά του Λαθρεμπορίου Μεταναστών δια Εδάφους, Θαλάσσης και Αέρος της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.
Προσάπτεται στον κατηγορούμενο ότι στις 3/4/2024, ως οδηγός της βάρκας με την οποία μεταφέρονταν 236 Σύριοι μετανάστες προς τη Δημοκρατία, συμμετείχε έναντι αμοιβής σε λαθρεμπόριο μεταναστών.
Η Κυπριακή Δημοκρατία με τον Νόμο 11(ΙΙΙ)/2003 κύρωσε και ένταξε στην εσωτερική έννομη τάξη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και τα Πρωτόκολλα της.
Το άρθρο 10 του εν λόγω Νόμου προνοεί ότι:
«Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 5 και παρά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα, τα δικαστήρια της δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα κατά παράβαση των διατάξεων 5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (1) και (2) του Άρθρου 15 της Σύμβασης».
Η πιο πάνω πρόνοια του Κυρωτικού Νόμου, μας οδηγεί στην Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος (United Nations Convention Against Transnational Organised Crime and The Protocols thereto), η οποία σύμφωνα με το άρθρο 37, θα συμπληρώνεται με ένα ή περισσότερα Πρωτόκολλα και που αυτά με τη σειρά τους θα ερμηνεύονται μαζί με τη Σύμβαση.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 8 του Κυρωτικού Νόμου, κάθε πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή και με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες.
Στην υπό κρίση υπόθεση σχετικό είναι το άρθρο 6 1(α) του Τρίτου Πρωτόκολλου της Σύμβασης, με τον τίτλο Protocol against the Smuggling of Migrants by Land, Sea and Air, supplementing the United Nations Convention Against Transanational Organised Crime. Σε αυτό προνοείται ότι:
«1. Each State Party shall adopt such legislative and other measures as may be necessary to establish as criminal offences, when committed intentionally and in order to obtain, directly or indirectly, a financial or other material benefit:
(a) The smuggling of migrants;
…………………………………………………………………………………………….
Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου ο όρος «smuggling of migrants» έχει την ακόλουθη έννοια:
«Smuggling of migrants” shall mean the procurement, in order to obtain, directly or indirectly, a financial or other material benefit, of the illegal entry of a person into a State Party of which the person is not a national or a permanent resident. »
Προκύπτει από τα ανωτέρω ο ημεδαπός Νόμος παραπέμπει στο Πρωτόκολλο, το οποίο καθιστά ποινικό αδίκημα την λαθραία διακίνηση μεταναστών. Ως λαθραία μετακίνηση μεταναστών νοείται η εξασφάλιση παράνομης εισόδου σε κάποιο κράτος μέλος ενώ το εν λόγω πρόσωπο δεν είναι υπήκοος ή δεν έχει άδεια μόνιμης διαμονής στο εν λόγω κράτος, με σκοπό την αποκόμιση άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ή άλλου υλικού ανταλλάγματος.
Συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η εξασφάλιση της παράνομης εισόδου, η οποία πρέπει να γίνεται με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους.
Επίσης δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι στο προοίμιο του Πρωτοκόλλου καταγράφεται μεταξύ άλλων η ανάγκη να παρέχεται στους μετανάστες ανθρώπινη μεταχείριση και πλήρης προστασία των δικαιωμάτων τους.
Έτσι, όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα της Π. Νάσκου-Περράκη Δικαιώματα του Ανθρώπου, Παγκόσμια και Περιφερειακή Προστασία 3η έκδοση, 2022, σελ.397, η λαθροδιακίνηση είναι παράνομη πρακτική που διενεργείται από εγκληματικές ομάδες και αντιβαίνει στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι οι πρόνοιες του Πρωτοκόλλου σκοπεύουν και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών.
Στην υπό κρίση περίπτωση να πούμε αρχικά ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο μοναδικός πλοηγός της επίδικης βάρκας από τη στιγμή της επιβίβασης σε αυτή των 236 επιβατών που ξεκίνησε από τον Λίβανο με προορισμό τη Δημοκρατία μέχρι και της στιγμής του εντοπισμού της από την Λιμενική αστυνομία. Από την ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία αυτό έχει αποδειχθεί πέραν κάθε αμφιβολίας. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος ομολόγησε αυτό ακριβώς ότι δηλαδή μόνο αυτός πλοήγησε τη βάρκα καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.
Παρέμεινε επίσης αδιαμφισβήτητο ότι όλοι οι επιβαίνοντες στη βάρκα δεν είχαν άδεια εισόδου στη Δημοκρατία. Η πλευρά της υπεράσπισης βέβαια ήγειρε ότι απουσιάζει το στοιχείο της παράνομης εισόδου λόγω του ότι η βάρκα εντοπίστηκε στα 32 ναυτικά μίλια και δεν ήταν εντός των χωρικών υδάτων της Δημοκρατίας.
Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της υπεράσπισης, διευκρινίζοντας ότι με βάση τα ευρήματα μας η βάρκα εντοπίστηκε σε απόσταση 35 ναυτικών μιλίων από το Κάβο Γκρέκο.
Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι η έννοια της παράνομης εισόδου δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο εκτός από την είσοδο χωρίς άδεια.
Παρόμοιο με το εξεταζόμενο θέμα κρίθηκε στην Αγγλική υπόθεση R v. Bani [2021] EWCA Crim 1958. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε το αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης σε κράτος μέλος, κατά παράβαση του άρθρου 25 του Immigration Act του 1971. Η κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση έγκειτο στην είσοδο μεταναστών μέσω θαλάσσης με μικρές βάρκες από τη Γαλλία προς το Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς άδεια. Οι 4 εφεσείοντες ήταν οι οδηγοί τεσσάρων διαφορετικών σκαφών στα οποία επέβαιναν σε όλα μετανάστες οι οποίοι σκόπευαν να εισέλθουν στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς προηγουμένως να λάβουν σχετική άδεια. Το Αγγλικό Εφετείο ασχολήθηκε με την έννοια του όρου παράνομη είσοδος, κρίνοντας ότι παράνομη είσοδος υφίσταται όποτε κάποιο πρόσωπο εισέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς άδεια. Ακολούθως στην παράγραφο 102 έκρινε τα ακόλουθα σχετικά:
«The offence is complete when the facilitating act is done. This will usually be before the outcome of a Channel crossing can be known. At the point of setting out many outcomes are possible, including being picked up and taken lawfully into the United Kingdom, landing on a beach, sinking, or being turned back by the French authorities.»
Προκύπτει, συνεπώς, ότι το αδίκημα της υποβοήθησης για παράνομη είσοδο συντελείται πριν το αποτέλεσμα της διακίνησης γίνει γνωστό. Όταν ακόμη υφίστανται πέραν του ενός ενδεχομένων, συμπεριλαμβανομένου της διάσωσης και παραλαβής των μεταναστών από τις αρμόδιες αρχές του κράτους.
Κατά τον ίδιο τρόπο στην περίπτωση που οι επιβαίνοντες σε κάποιο σκάφος, οι οποίοι επιδιώκουν να εισέλθουν στη Δημοκρατία χωρίς άδεια, εισέρχονται τελικά σε αυτό κατόπιν επιχείρησης διάσωσης η είσοδος τους αυτή δεν μπορεί να κριθεί νόμιμη. Αντίθετη προσέγγιση, κατά την κρίση μας, συνιστά λογική και νομική αντίφαση, αφού θα επέτρεπε στον οποιοδήποτε διακινητή ή πρόσωπο που συμμετέχει στη λαθραία διέλευση μεταναστών, να οδηγεί το σκάφος μέχρι τα χωρικά ύδατα ενός κράτους, να δημιουργεί συνθήκες που επιβάλλουν την ενεργοποίηση της υποχρέωσης έρευνας και διάσωσης και ακολούθως να κρίνεται ότι δεν υποβοήθησε την παράνομη είσοδο, αφού η είσοδος ήταν νόμιμη. Τέτοια προσέγγιση θα υποβοηθούσε τους διακινητές ανθρώπων να επιτυγχάνουν το σκοπό τους, ήτοι τη διακίνηση ανθρώπων. Προφανώς και αντιβαίνει στον σκοπό του Πρωτοκόλλου που είναι πρόληψη καταστολή και τιμωρία της λαθραίας διακίνησης και όχι η υπόθαλψή της.
Επομένως, κατά την κρίση μας, το γεγονός ότι οι μετανάστες που επέβαιναν στη επίδικη βάρκα διασώθηκαν από τις αρμόδιες αρχές και κατόπιν εισήλθαν στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας μέσω σκαφών της Λιμενικής αστυνομίας, δεν καθιστά τη είσοδο τους νόμιμη. Αντιθέτως, εφόσον σκοπός τους ήταν να εισέλθουν στη Δημοκρατία και αφ’ ης στιγμής δεν είχαν τέτοια άδεια, η είσοδος τους ήταν παράνομη. Συνακόλουθα κρίνουμε ότι έχει επιτευχθεί η παράνομη είσοδος των μεταναστών στη Δημοκρατία.
Μετά από τα πιο πάνω οδηγούμαστε στην εξέταση κατά πόσο ο κατηγορούμενος συμμετείχε στο λαθρεμπόριο μεταναστών έναντι χρηματικής αμοιβής δεδομένου ότι για απόδειξη του αδικήματος τη πρώτης κατηγορίας απαιτείται και η στοιχειοθέτηση του στοιχείου της αποκόμισης οικονομικού οφέλους. Η συμμετοχή του στη μεταφορά παράνομων μεταναστών στη Δημοκρατία προκύπτει αρχικά από τον ρόλο του ως πλοηγού της βάρκας. Το κατά πόσο τώρα είχε οικονομικό όφελος, κάτι που θα τον έντασσε στο λαθρεμπόριο μεταναστών, να τεθεί ότι τόσο το άρθρο 2 της Σύμβασης όσο και το άρθρο 6(1) του Πρωτοκόλλου δεν απαιτούν την ύπαρξη άμεσου οικονομικού οφέλους για κατάληξη ότι κάποιος ενέχεται στη διάπραξη του αδικήματος. Αρκεί ακόμα και το έμμεσο όφελος εφόσον βέβαια γίνεται με πρόθεση. Το έμμεσο οικονομικό όφελος μπορεί να έχει διάφορες μορφές με μία από αυτές να είναι η μη καταβολή ποσού, που σε διαφορετική περίπτωση θα καταβαλλόταν, για μεταφορά προσώπου. Στην εδώ περίπτωση ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε να πλοηγήσει τη βάρκα με αντάλλαγμα να μην πληρώσει οποιοδήποτε ποσό, ως οι υπόλοιποι επιβάτες. Γνώριζε ότι στη βάρκα θα επέβαιναν παράνομοι μετανάστες, ως ήταν και ο ίδιος, αφού σκοπός ήταν η μετάβαση στην Κύπρο διά της θαλάσσιας οδού και κατόπιν συνεννόησης και συμφωνίας με πρόσωπο που κατονομάζει στην κατάθεση του και που ήταν διακινητής παράνομων μεταναστών. Συνεπώς η μη καταβολή του ποσού που οι υπόλοιποι επιβαίνοντες κατέβαλαν αποτελεί έμμεσο οικονομικό όφελος κάτι που σε συνάρτηση με τα όσα πιο πάνω αναφέραμε αποδεικνύει την συμμετοχή του σε λαθρεμπόριο μεταναστών.
Κρίνουμε ότι θα πρέπει εδώ να σχολιάσουμε τη θέση της υπεράσπισης με αναφορά της σε απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Υπ.αρ. 18/2024 ημερομ. 19/11/2024), όπου στη βάση ότι ο κατηγορούμενος πλοήγησε τη βάρκα χωρίς να καταβάλει κάποιο ποσό, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε αποκόμιση κέρδους από αυτή του τη συμπεριφορά και ως εκ τούτου αθωώθηκε της κατηγορίας.
Δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση της υπεράσπισης.
Καταρχάς το αδίκημα στην αναφερόμενη υπόθεση αφορούσε αδίκημα υποβοήθησης παράνομης εισόδου υπηκόων τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας στη βάση του άρθρου 19Α(1) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ.105 με τις πρόνοιες του οποίου να είναι διαφορετικές από την υπό εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση Σύμβασης. Η Σύμβαση όπως και πιο πάνω αναφέραμε προβλέπει ρητά ότι για στοιχειοθέτηση του αδικήματος του λαθρεμπορίου μεταναστών αρκεί η απόδειξη ότι ο κατηγορούμενος είχε από την συμμετοχή του στο αδίκημα ακόμα και έμμεσο όφελος. Συνεπώς η κρίση μας στην υπόθεση με αριθμό 18/2024 έγινε κάτω από διαφορετικά δεδομένα και νομικό πλαίσιο. Να σημειωθεί ότι η βάρκα με τους παράνομους μετανάστες εντοπίστηκε σε απόσταση 9 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Δημοκρατίας και συνεπώς εντός των χωρικών υδάτων της. Δεν θα υπεισέλθουμε τώρα στο κατά πόσο θα έπρεπε να μην υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση έτσι ώστε να μην δημιουργούνται τέτοιας φύσεως προβλήματα. Θα ήταν καλό όμως να επισημανθεί η διαφοροποίηση στην νομοθεσία για τυχόν λήψη μέτρων.
Ερχόμενοι τώρα να εξετάσουμε τις κατηγορίες 2 και 3, αυτές αφορούν τα αδικήματα της συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων τελούμενων στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση κατά παράβαση αντίστοιχα των άρθρων 63Β και 63Α του Ποινικού Κώδικα.
Αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι διέπραξε τα πιο πάνω αδικήματα στη Συρία, στον Λίβανο και σε Διεθνή χωρικά ύδατα.
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο εγκληματική συμπεριφορά βασίζεται στις πιο πάνω διατάξεις του Ποινικού Κώδικα επί των οποίων καλούμαστε να αποφανθούμε ως προς την ενοχή του.
Το ερώτημα που ανακύπτει και χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση οι διατάξεις του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα.
Αποτελεί θεμελιωμένη αρχή, η οποία ισχύει τόσο στο ποινικό όσο και στο αστικό δίκαιο, ότι ζητήματα δικαιοδοσίας που αφορούν υπόθεση η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση, εξετάζονται από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε με πρωτοβουλία των διαδίκων είτε αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. Σχετικά παραπέμπουμε στην απόφαση Δήμου Λευκωσίας ν. Νικολάου (2008) 2 ΑΑΔ 361. Συνεπώς, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα ακόμα και σε περίπτωση που δεν εγείρεται από την υπεράσπιση.
Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, η ποινική εξουσία του κράτους ασκείται, κατ’ αρχήν, μόνο μέσα στα όρια της κυριαρχίας του ως αυτή αναγνωρίζεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο (βλ. Χ. Παπαχαραλάμπους Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, τόμος 1, σελ.57).
Να υπενθυμίσουμε ότι με βάση τα ευρήματα μας η επίδικη βάρκα εντοπίστηκε σε απόσταση 35 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του Κάβο Γκρέκο. Σύμφωνα τώρα με τον Περί Αιγιαλίτιδας Ζώνης Νόμος 45/1964 και συγκεκριμένα το άρθρο 3, προβλέπεται ότι η χωρική θάλασσα της Δημοκρατίας εκτείνεται σε ακτίνα 12 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεις. Γραμμές βάσης σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου σημαίνει τις γραμμές κατά μήκος των ακτών της Δημοκρατίας οι γεωγραφικές συντεταγμένες των οποίων κατατέθηκαν στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Δεν έχουμε μαρτυρία ως προς το σημείο που φθάνουν οι γραμμές βάσεις και αν από το σημείο εκείνο η απόσταση που εντοπίστηκε η βάρκα είναι εντός των 12 ναυτικών μιλίων έτσι ώστε να θεωρείται ότι βρισκόταν εντός των Κυπριακών χωρικών υδάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως από τις λεπτομέρειες των αδικημάτων των κατηγοριών 2 και 3 η αναφορά είναι για Συρία, Λίβανο και Διεθνή χωρικά ύδατα. Δεν υπάρχει αναφορά για διάπραξη των αδικημάτων στα χωρικά ύδατα της Κύπρου.
Τα άρθρα τώρα 5 και 6 του Ποινικού Κώδικα που υπάγονται κάτω από τον τίτλο Εφαρμογή εντός και εκτός της Εδαφικής Κυριαρχίας, καθορίζουν που τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του σε σχέση με τη διάπραξη αδικημάτων. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται αδικήματα που διαπράχθηκαν, κάτω από τις περιστάσεις και γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, στη Συρία, στο Λίβανο ή και σε Διεθνή χωρικά ύδατα. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα στην παρούσα υπόθεση στη βάση πάντα των δικών της γεγονότων. Ούτε όμως και το άρθρο 10 του Νόμου 11(ΙΙΙ)/2003 και που θέσαμε πιο πάνω, είναι δυνατόν να διαφοροποιήσει την κατάληξη μας. Είναι σαφές ότι και παρά την επιφύλαξη των διατάξεων 5 και 6 του Κεφ. 154, τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αυτά τα αδικήματα ακριβώς που διαπράττονται κατά παράβαση των διατάξεων της Σύμβασης και όχι αυτά που διαπράττονται κατά παράβαση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα τη στιγμή που η διάπραξη τους έλαβε χώρα σε έδαφος άλλο από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως η εδώ περίπτωση. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι τα αδικήματα δεν διαπράχθηκαν σε χώρο που ασκούν κυριαρχία οι αρχές της Δημοκρατίας και που θα έθεταν σε εφαρμογή το Εθνικό Δίκαιο. Ως εκ τούτου και στη βάση των πιο πάνω, οι κατηγορίες 2 και 3 δεν μπορούν παρά να είναι έκθετες σε απόρριψη.
Παραμένει προς εξέταση η κατηγορία 4 για το αδίκημα της συμμετοχής σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 του Ν.11(ΙΙΙ)/2003 και του άρθρου 5(1)(α)(ΙΙ)(a) της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των Συμπληρωματικών σε αυτήν Πρωτοκόλλων.
Το άρθρο 5(1)(α)(ii) της Σύμβασης επί του οποίου εδράζεται η τέταρτη κατηγορία προνοεί ότι:
«1. Each State Party shall adopt such legislative and other measures as may be necessary to establish as criminal offences, when committed intentionally:
(a) Either or both of the following as criminal offences distinct from those involving the attempt or completion of the criminal activity:
……………………………………………………………………………………………
(ii) Conduct by a person who, with knowledge of either the aim and general criminal activity of an organized criminal group or its intention to commit the crimes in question, takes an active part in:
a. Criminal activities of the organized criminal group;»
…………………………………………………………………………………………».
Το τι αποτελεί οργανωμένη εγκληματική ομάδα ερμηνεύεται από το άρθρο 2 της Σύμβασης ως ακολούθως:
«For the purposes of this Convention:
(a) “Organized criminal group” shall mean a structured group of three or more persons, existing for a period of time and acting in concert with the aim of committing one or more serious crimes or offences established in accordance with this Convention, in order to obtain, directly or indirectly, a financial or other material benefit;
(b) “Serious crime” shall mean conduct constituting an offence punishable by a maximum deprivation of liberty of at least four years or a more serious penalty;
(c) “Structured group” shall mean a group that is not randomly formed for the immediate commission of an offence and that does not need to have formally defined roles for its members, continuity of its membership or a developed structure;
…………………………………………………………………………………………».
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος αυτό που αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι, στη Συρία, στο Λίβανο και σε Διεθνή χωρικά ύδατα ενώ γνώριζε τον σκοπό και την εγκληματική δραστηριότητα εγκληματικής ομάδας συμμετείχε ενεργά στο λαθρεμπόριο μεταναστών.
Έχουμε ήδη αποφανθεί, εξετάζοντας την πρώτη κατηγορία ότι ο κατηγορούμενος συμμετείχε εν γνώση του στο λαθρεμπόριο μεταναστών. Για στοιχειοθέτηση βέβαια της κατηγορίας 4 θα πρέπει να αποδειχθεί ότι συμμετείχε ενεργά. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι και αυτό το στοιχείο έχει αποδειχθεί. Η αποδοχή του να πλοήγηση τη βάρκα καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού αλλά και για να το πράξει έκανε μαθήματα πλοήγησης και χειρισμού πυξίδας δεν μπορεί παρά να κριθεί ως ενεργός συμμετοχή στο λαθρεμπόριο μεταναστών. Δεν είναι από τις περιπτώσεις που απλώς γνώριζε να πλοηγεί βάρκα και αποδέχθηκε να το πράξει για να πετύχει την είσοδο του στη Δημοκρατία. Εκδήλωσε την εγκληματική συμπεριφορά αποδεχόμενος να μην καταβάλει οποιοδήποτε ποσό αλλά και έλαβε γνώση από τους διακινητές, κατόπιν συμφωνίας μαζί τους, για να χειρίζεται σκάφος και πυξίδα με σκοπό την επιτυχία του στόχου που δεν ήταν άλλος από την δική του είσοδο στη Δημοκρατία αλλά και 236 άλλων παράνομων μεταναστών. Το ότι πρόκειται για σοβαρό έγκλημα (serious crime) προκύπτει από την ποινή που προβλέπεται και που είναι ποινή φυλάκισης πέραν των 4 ετών ως το άρθρο 2 της Σύμβασης ερμηνεύει τον όρο σοβαρό έγκλημα. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου 11(ΙΙΙ)/20003 προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 10 χρόνια ή και χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ. 50.000.
Το ζήτημα που παραμένει είναι αν η ενεργή συμμετοχή του εκδηλώθηκε εντός των πράξεων εγκληματικής ομάδας.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του τεκμήριο 12, αναφέρει το πρόσωπο με το οποίο είχε επικοινωνία αλλά και όλη τη διαδικασία που ακολουθήθηκε μέχρι και την ημέρα της επιβίβασης των παράτυπων μεταναστών στην επίδικη βάρκα. Πέραν της συμφωνίας μαζί του για μη πληρωμή ποσού με αντάλλαγμα την πλοήγηση της βάρκας και την λήψη μαθημάτων προς το σκοπό αυτό αλλά και να χειρίζεται πυξίδα, την ημέρα της αναχώρησης της βάρκας συναντήθηκε με το πρόσωπο που συμφώνησε στο λιμάνι της Alabdeh του Λιβάνου όπου εκεί βρίσκονταν ακόμα 7 άτομα και ήταν βοηθοί του. Στο εν λόγω λιμάνι είχαν μεταφερθεί και οι υπόλοιποι επιβάτες. Τα πρόσωπα αυτά μετέφεραν με μικρές βάρκες τους μετανάστες στην μεγάλη βάρκα την οποία και πλοήγησε ο κατηγορούμενος. Στη βάρκα αυτή υπήρχε τροφή και νερό αλλά και καύσιμα για το ταξίδι. Τα πιο πάνω στοιχεία καταδεικνύουν οργάνωση και συντονισμό για επίτευξη του σκοπού που δεν ήταν άλλος από την παράνομη μεταφορά προσώπων στην Δημοκρατία έναντι οικονομικού οφέλους που προερχόταν από τους ίδιους τους μετανάστες που κατέβαλλαν ποσό υπό τύπον κομίστρου. Να προσθέσουμε ότι δεν ήταν μόνο το πρόσωπο με τους βοηθούς του, που ανέφερε ο κατηγορούμενος, αναμεμιγμένοι στην επιχείρηση λαθρεμπορίου μεταναστών. Ο ΜΚ8 στην δική του κατάθεση αναφέρει περαιτέρω πρόσωπα με τα οποία μίλησε για να καταστεί δυνατή και η προσωπική μετάβαση του στο λιμάνι από όπου θα αναχωρούσε η βάρκα. Είναι λοιπόν διακριτή μία μεγάλη οργάνωση διακίνησης λαθρομεταναστών, είτε αυτή αποτελείται από κύριους διοργανωτές είτε βοηθούς ή και μεσάζοντες που εκτείνεται στο έδαφος της Συρίας και του Λιβάνου και που δρα συντονισμένα και μεθοδικά για να πετύχει το σκοπό της.
Τα πιο πάνω στοιχεία συνεπώς δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν, χωρίς ίχνος αμφιβολίας, σε κατάληξη ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης εν τη εννοία του νόμου, εντός της οποίας έδρασε και ο κατηγορούμενος. Να προσθέσουμε εδώ ότι σε έκθεση της ημερομηνίας 3/11/2000 η ad hoc επιτροπή του ΟΗΕ (Report of the Ad Hoc Committee on the Elaboration of a Convention against Transnational Organized Crime on the work of its first to eleventh sessions), έθεσε στα ερμηνευτικά σχόλια της ότι ο όρος «structured group» ερμηνεύεται υπό ευρεία έννοια έτσι ώστε να περιλαμβάνει και ομάδες με ή χωρίς ιεραρχική δομή όπου ακόμα και οι ρόλοι των μελών τους δεν είναι επίσημα καθορισμένοι. Ο λόγος θεωρούμε είναι προφανής και είναι για να περιλαμβάνει και περιπτώσεις που δεν υπάρχει οργάνωση όπως λόγου χάριν σε μία εταιρεία με καταστατικό και ιεραρχική δομή, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η αποτροπή διάπραξης αδικημάτων από πρόσωπα που δρουν κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους για διακίνηση μεταναστών με σκοπό το κέρδος.
Το αδίκημα τέλος, διαπράχθηκε σε περισσότερα από ένα κράτος αφού πρόκειται για Σύριους μετανάστες που μετέβηκαν στον Λίβανο και εντοπίστηκαν σε Διεθνή χωρικά ύδατα, γεγονός που αποδεικνύει και τον διεθνικό χαρακτήρα του αδικήματος (transnational offence) σύμφωνα με το άρθρο 3(2)(α) της Σύμβασης.
Είναι λοιπόν κατάληξη μας ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της στις κατηγορίες 1 και 4 σε αντίθεση με τις κατηγορίες 2 και 3.
Συναφώς βρίσκουμε ένοχο τον κατηγορούμενο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες 1 και 4.
Στις κατηγορίες 2 και 3 αθωώνεται και απαλλάττεται.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο