ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. DD, Αρ. Υπόθεσης: 2805/2024, 12/2/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. DD, Αρ. Υπόθεσης: 2805/2024, 12/2/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ:   Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.

                                                       Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.

                                                                        Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2805/2024

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ν.

DD

Κατηγορουμένου

Ημερομηνία: 12 Φεβρουαρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: o κ. Μ. Κουτσόφτας.

Για τον κατηγορούμενο: Η κα Μ. Παυλίδου.

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει οκτώ συνολικά κατηγορίες, οι οποίες αφορούν αδικήματα κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ.105, αδικήματα κατά παράβαση του άρθρων 2, 8 του κυρωτικού Νόμου περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και αδικήματα κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

Ειδικότερα, σε σχέση με τον Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο Κεφ.105, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει το αδίκημα της εισόδου απαγορευμένου μετανάστη, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(ι)(κ)(λ)(μ)(2) και 19(2), (κατηγορία 1), της συνδρομής σε απαγορευμένο μετανάστη να εισέλθει στη Δημοκρατία, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(ι)(κ)(λ)(μ)(2) και 19(ζ) (κατηγορία 3), και της υποβοήθησης  παράνομης εισόδου υπηκόων τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(λ) και 19(1)Α του εν λόγω νόμου (κατηγορία 4).

 

Αναφορικά με την  Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος κατηγορείται για συμμετοχή σε λαθρεμπόριο μεταναστών κατά παράβαση των άρθρων 2, 8 του κυρωτικού Νόμου 11(III)/2003, (κατηγορία 5) και για συμμετοχή σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 του ίδιου Νόμου (κατηγορία 8).

 

Τέλος, σε σχέση με αδικήματα του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κατηγορείται για το αδίκημα της μεταφοράς προσώπων δια της υδάτινης οδού με υπερφορτωμένο σκάφος κατά παράβαση του άρθρου 240 (κατηγορία 2 ), για το αδίκημα της συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων στο πλαίσιο εγκληματικής ομάδας κατά παράβαση των άρθρων 63Β(1) (α) (2) (3) ( κατηγορία 6) και για το αδίκημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση κατά παράβαση του άρθρου 63Α του Ποινικού Κώδικα ( κατηγορία 7).

 

Μέσα από τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, αυτό που ουσιαστικά αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι ως πλοηγός της βάρκας στις 26.2.20204 τέλεσε τα αδικήματα που αφορούν οι κατηγορίες 2 μέχρι και 8. Του προσάπτεται επίσης ότι ο ίδιος ως απαγορευμένος μετανάστης εισήλθε στο έδαφος της Δημοκρατίας που είναι το αντικείμενο της κατηγορίας 1.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσής της, η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 6 μάρτυρες ενώ από πλευράς κατηγορουμένου δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία με τον ίδιο να επιλέγει το δικαίωμα της σιωπής. Κατατέθηκαν τέλος 20 συνολικά τεκμήρια. Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 21.11.2024, κατατέθηκαν, με τη δήλωση ότι το περιεχόμενο τους γίνεται δεκτό ως αληθές, σειρά καταθέσεων και τεκμηρίων. Συγκεκριμένα κατατέθηκαν με τη πιο πάνω δήλωση, η κατάθεση του αστ.822, Παπαθεοδώρου, ως Τεκμήριο 14, η κατάθεση του διερμηνέα I. Mohamed, ως Τεκμήριο 17 και η κατάθεση του Μ. Ισκαντάρ ως Τεκμήριο 18. Επίσης κατατέθηκαν ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους έντυπο δικαιωμάτων συλληφθέντων κρατούμενων ως Τεκμήριο 15 και το ένταλμα σύλληψης ως Τεκμήριο 16.

 

Οι αναφορές όλων των μαρτύρων, ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν αξιολογήθηκαν πλήρως, έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους κάτι το οποίο θα γίνει εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).

 

Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.

 

Κατά το στάδιο των αγορεύσεων ο συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή αναφέρθηκε στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στη βάση της οποίας, ως ήταν η εισήγηση του, το Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει σε ενοχή του κατηγορούμενου στο σύνολο των κατηγοριών που αντιμετωπίζει. Αντίθετη ήταν η θέση της πλευράς της υπεράσπισης η οποία και αυτή με τη σειρά της, αναφερόμενη στη μαρτυρία, έθεσε ότι δεν επαρκεί για να κρίνει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα και ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει σε αθώωση του. Η κα Παυλίδου έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της αναγνώρισης του κατηγορουμένου από τον ΜΚ6, εισηγούμενη ότι η ποιότητα της αναγνώρισης ήταν φτωχή.

 

Πρώτος μάρτυρας ήταν ο υπαστυνόμος Λ. Πέτρου ως ΜΚ1 ο οποίος και  υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στη διαδικασία. Ο μάρτυρας υπηρετεί στη Λιμενική και Ναυτική αστυνομία. Ο ίδιος την επίδικη ημερομηνία απέπλευσε μαζί με τον ΜΚ2 με την αστυνομική άκατο Αστραπή 35 και εντόπισαν τη βάρκα στην οποία επέβαιναν μετανάστες. Κατά την αντεξέτασή του αναφέρθηκε εκ νέου στις ενέργειες του τον επίδικο χρόνο.

 

Επόμενος μάρτυρας ήταν ο αστυφύλακας 2471 Χρ. Νικολάου ως ΜΚ2. Ο μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του που σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2. Την 25.2.2024 και ώρα 23:00 απέπλευσαν με άκατο της  λιμενικής αστυνομίας με τον ΜΚ1 για εντοπισμό του στόχου. Προσδιόρισε ότι αρχικά ο στόχος εντοπίστηκε στα 16 ναυτικά και κινείτο με ταχύτητα 3,5 με 5,5 knots προς τον κόλπο της Λάρνακας. Εν τέλει ο στόχος εντοπίστηκε στις 00:05 στα 11 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά του κόλπου της Λάρνακας. Αναφέρθηκε, τέλος, στην κατάσταση της βάρκας χαρακτηρίζοντας την ως μη αξιόπλοη. Κατά την αντεξέτασή του αναφέρθηκε στις ενέργειες του και στον τρόπο εντοπισμού στόχων στη θάλασσα. Επίσης εξήγησε με λεπτομέρεια στη μεθοδολογία και στα δεδομένα που έλαβε υπόψη για το προσδιορισμό της απόστασης των 11 ναυτικών μιλίων όπου εντοπίστηκε η επίδικη βάρκα. Επιπλέον αναφέρθηκε στα δεδομένα τα οποία έλαβε υπόψη, ώστε να καταλήξει ότι αυτή δεν ήταν αξιόπλοη.

 

Ακολούθως μαρτυρία έδωσε ο  α/αστυφύλακας  1099 Χρ. Λάμπρου, ως ΜΚ3. Ο εν λόγω μάρτυρας ανέφερε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε στο ΤΑΕ Λάρνακας.  Ως αναφέρει στην κατάθεσή του, τεκμήριο 3, στις 26.2.2024 μετέβη στο Λιμάνι Λάρνακας όπου αποβιβάστηκαν οι μετανάστες που επέβαιναν στην επίδικη βάρκα. Αναφέρθηκε στις ενέργειες του και στη λήψη καταθέσεων από τους επιβαίνοντες σε αυτή. Ο ΜΚ3 ήταν το πρόσωπο που συνέλαβε τον κατηγορούμενο. Κατέθεσε, επίσης, τον ονομαστικό κατάλογο των επιβαινόντων ως Τεκμήριο 4 και το έντυπο επίδοσης δικαιωμάτων στην Αραβική γλώσσα ως Τεκμήριο 5.  Κατά την αντεξέτασή του αναφέρθηκε εκ νέου στις ενέργειες του. Επανέλαβε για τη λήψη καταθέσεων από δυο εκ των επιβαινόντων στη βάρκα οι οποίοι υπέδειξαν τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό.

 

Επόμενη μάρτυρας ήταν η αστυφύλακας 0822 Φ. Παναγιώτου ως ΜΚ4. Ήταν το πρόσωπο το οποίο μαζί με την αστυφύλακα 4458 Μ. Παναγή, μετέβη στο κέντρο φιλοξενίας Πουρνάρα και έλαβε καταθέσεις από επιβαίνοντες στη βάρκα. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής της η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6.  Σύμφωνα με τη μάρτυρα οι επιβαίνοντες προσδιόρισαν τον πλοηγό της βάρκας ως άτομο μεγάλης ηλικίας. Κατά την αντεξέταση της δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πόσοι εκ των επιβαινόντων ήταν μεγάλης ηλικίας.

Ως ΜΚ5 κλήθηκε η αστ.4458 Μ.Παναγή. Η εν λόγω μάρτυρας ήταν το πρόσωπο που έλαβε με τη βοήθεια διερμηνέα την κατάθεση του κατηγορουμένου. Κατέθεσε ως τεκμήριο 7 την κατάθεσή της της οποίας το περιεχόμενο υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της. Επίσης κατέθεσε ως Τεκμήριο 8  έντυπο παραλαβής δικαιωμάτων υπόπτων στην Αραβική γλώσσα, ως Τεκμήριο 9 την κατάθεση του κατηγορουμένου στην Αραβική γλώσσα και ως Τεκμήριο 10 την μετάφραση αυτής στα Ελληνικά. Επιπροσθέτως κατέθεσε το έντυπο δικαιωμάτων υπόπτων/ κατηγορουμένων ως Τεκμήριο 11. Περαιτέρω, κατέθεσε τη δεύτερη ανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου στην Αραβική γλώσσα ως τεκμήριο 12 και την μετάφραση αυτής ως Τεκμήριο 13. Κατά την αντεξέταση της αναφέρθηκε στις ανακριτικές τις ενέργειες και στα στοιχεία μαρτυρίας που την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πλοηγός ήταν ο κατηγορούμενος.

 

Τελευταίος μάρτυρας ήταν ο EE, ως ΜΚ6. Ο ΜΚ6 ήταν ένας εκ των επιβαινόντων στην επίδικη βάρκα. Κατά την κυρίως εξέτασή του κατατέθηκε η κατάθεσή του στη μητρική του γλώσσα ως Τεκμήριο 19 και η μετάφραση αυτής στην Ελληνική ως Τεκμήριο 20. O μάρτυρας αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό της επίδικης βάρκας. Κατά την αντεξέταση του αναφέρθηκε εκ νέου στις συνθήκες υπό τις οποίες αναγνώρισε τον κατηγορούμενο.

 

Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος επέλεξε, ως είχε απόλυτο δικαίωμα, να παραμείνει σιωπηλός χωρίς να προσκομίσει και οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Η άσκηση του δικαιώματος της σιωπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί εναντίον του αλλά ούτε και μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Mohammad κ.ά ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 590).

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας είχαμε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης κάτι που θέτει το Δικαστήριο σε πλεονεκτική θέση στο να βλέπει, να ακούει και να αξιολογεί τους μάρτυρες (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Μελή ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 2/13, ημερομηνίας 13/3/19), ECLI:CY:AD:2019:A83, να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε με προσοχή και υπομονή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Θέσαμε ως δείκτη ανάμεσα σε άλλα το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και το κύρος της γνώσης των μαρτύρων, το όποιο προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη τους, τις ευκαιρίες που είχαν για να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη τους και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή για να πιστεύουν σε αυτά στα οποία κατέθεσαν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και τις όποιες υπερβολές, ανακολουθίες ή αντιφάσεις τους σε αντιπαραβολή με τις μικροαντιφάσεις, τη φιλαλήθεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Ήμασταν προσεκτικοί να μην προσδώσουμε υπέρμετρο βάρος στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυριακής τους συμπεριφοράς αφού κάτι τέτοιο εμπεριέχει επικινδυνότητα δεδομένου ότι δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να εδράζονται σε μεγάλο αριθμό αιτιών και όχι κατ’ ανάγκη από διάθεση να πουν ψέματα ή να παραπλανήσουν.

 

Αποτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά τη συσχετίσαμε και την αντιπαραβάλαμε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τη μαρτυρία των αστυνομικών την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να διακριβώσουμε αν τα όσα ανέφεραν εξέφραζαν πιστά και ορθά την πραγματικότητα (βλέπε, Volettos v. The Republic (1960) CLR 169).

 

Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολιτική Έφεση 66/13, ημερομηνίας 4/11/19, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Πολιτική Έφεση 269/12, ημερομηνίας 23/7/19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322).

 

Σημειώνουμε, περαιτέρω, ότι οι  υποβολές των  συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και  αν δεν προσαχθεί  αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 640.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρούμε με την αξιολόγηση της ενώπιον μας μαρτυρίας.

 

Ο ΜΚ1 προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του, που περιστράφηκε κυρίως γύρω από το σημείο εντοπισμού της επίδικης βάρκας, ήταν σαφής, σταθερή και πειστική. Συγκεκριμένα ο μάρτυρας ανέφερε με λεπτομέρεια τον τρόπο που προσδιόρισε το σημείο στο οποίο εντοπίστηκε η βάρκα. Ειδικότερα ανέφερε ότι εντοπίστηκε με ραντάρ ακριβείας που διέθετε το σκάφος του σε συνδυασμό με το σύστημα επισήμανσης. Η θέση του ότι το σκάφος στο οποίο επέβαινε ήταν εξοπλισμένο με ραντάρ ακριβείας και σύστημα επισήμανσης δεν έχει αμφισβητηθεί. Επίσης δεν έχει αμφισβητηθεί ότι τα εν λόγω εργαλεία λειτουργούσαν κανονικά. Επομένως η βάση επί της οποία θεμελίωσε τον ισχυρισμό του παρέμεινε χωρίς αντίκρουση. Αφ’ ης στιγμή τα όργανα επί των οποίων βάσισε τη θέση του ο μάρτυρας ήταν ακριβή και λειτουργούσαν κανονικά, έπεται ότι και οι αναφορές του ως προς την απόσταση ήταν ακριβείς.   Επιπλέον ο μάρτυρας εξήγησε ότι αναφορά του σε 11 περίπου ναυτικά μίλια έγινε, επειδή στη θάλασσα δεν μετριέται η απόσταση σε εκατοστά. Μάλιστα επεξήγησε ότι η απόσταση της βάρκας προσδιορίστηκε με αναφορά και με το Cavo Κίτι απ’ όπου η απόσταση ήταν 8 ναυτικά μίλια.

 

 Συνακολούθα, η μαρτυρία του ΜΚ1 γίνεται δεκτή ως αξιόπιστη.

 

Ο ΜΚ2 επίσης προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από ευθύτητα, σαφήνεια, συνοχή και πειστικότητα. Ο μάρτυρας προσδιόρισε ότι ναι μεν η αρχική πληροφορία έκανε λόγο για στόχο στα 16 ναυτικά μίλια από το Λιμάνι της Λάρνακας, αλλά προσδιόρισε ότι ο στόχος κινείτο με ταχύτητα 3,5 με 5,5 knots, το αντίστοιχο των 6-7 χλμ, με κατεύθυνση τον κόλπο της Λάρνακας και εντοπίστηκε από τη Λιμενική στα 11 ναυτικά μίλια.  Εξήγησe επίσης ότι τα ραντάρ έχουν απόκλιση 2 με 3 μέτρα. Κατά την αντεξέταση του επεξήγησε με λεπτομέρεια ότι στην αστυνομική άκατο διαθέτουν ραντάρ, GPS, και χάρτη (plotter), με την ύπαρξη και λειτουργία αυτών των οργάνων πλοήγησης να μην αμφισβητείται από την υπεράσπιση. Ήταν στη βάση των ενδείξεων αυτών των οργάνων που προέκυψε η αναφορά για 11 ναυτικά μίλια. Επομένως αφ’ ης στιγμής το θεμέλιο επί των οποίων βάσισε την θέση του ο μάρτυρας δεν αμφισβητήθηκε δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτή η θέση του ότι η επίδικη βάρκα είχε κατεύθυνση προς τον κόλπο της Λάρνακας και ότι εντοπίστηκε τελικά στα 11 ναυτικά μίλια από το Λιμάνι Λάρνακας. Επίσης, η μαρτυρία του περί της κατάστασης της βάρκας παρέμεινε σταθερή. Αν και ο μάρτυρας εξέφρασε την υποκειμενική του κρίση για το αξιόπλοο της εντούτοις οι αναφορές του ότι αυτή ήταν υπερφορτωμένη και ότι οι επιβαίνοντες φώναζαν ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα η μηχανή, δεν έχουν αμφισβητηθεί. Επομένως, το κατά πόσο φαινόταν στον μάρτυρα ότι η βάρκα ήταν μη αξίοπλοη είναι υποκειμενικό του συμπέρασμα. Όμως τα γεγονότα επί των οποίων βάσισε το συμπέρασμά του παρέμειναν αναλλοίωτα και γίνονται δεκτά.

Η μαρτυρία του ΜΚ2 γίνεται δεκτή ως αξιόπιστη.

 

Ο ΜΚ3 ήταν το πρόσωπο που συνέλαβε τον κατηγορούμενο και η μαρτυρία του περιστράφηκε γύρω από τις ανακριτικές του ενέργειες, τυπικής δηλαδή φύσης και επί της ουσίας της δεν έχει αμφισβητηθεί.

Η μαρτυρία του γίνεται δεκτή ως αξιόπιστη.

 

Η μαρτυρία της ΜΚ4 ήταν επίσης τυπικής φύσης, αφού περιορίστηκε στην περιγραφή των ανακριτικών της ενεργειών και οι οποίες σε κάθε περίπτωση παρέμειναν αδιαμφισβήτητες.

Η μαρτυρία της ΜΚ4 γίνεται δεκτή ως αξιόπιστη.

 

Η ΜΚ5 ήταν το πρόσωπο που έλαβε τις ανακριτικές καταθέσεις από τον κατηγορούμενο και ήταν η εξεταστής της υπόθεσης. Η μαρτυρία της αφορούσε τις ενέργειες της στα πλαίσια των καθηκόντων της, αλλά και τα συμπεράσματά της από τις καταθέσεις που έλαβε.  Συγκεκριμένα η μαρτυρία της ως προς το ότι έλαβε καταθέσεις από τον κατηγορούμενο και άλλους επιβαίνοντες αλλά και το ότι επέδωσε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του, πέραν του ότι υποστηρίζονται από το σύνολο της ενώπιον μας μαρτυρίας, δεν έχουν και αμφισβητηθεί. Ταυτόχρονα κατά το μεγαλύτερο μέρος της χαρακτηρίζεται από ευθύτητα σταθερότητα και ειλικρίνεια. Επομένως στη βάση των πιο πάνω η  μαρτυρία της γίνεται δεκτή ως αξιόπιστη.

 

Όμως τα συμπεράσματα της ως προς το ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο πλοηγός της βάρκας προκύπτουν μέσα από αναφορές της, οι οποίες παρουσιάζουν κενά.  Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος ήταν το μοναδικό πρόσωπο που ταίριαζε με τις περιγραφές που έδωσαν οι υπόλοιποι επιβαίνοντες. Η περιγραφή που είχε υπόψη ως προσδιορίστηκε από την ίδια, ήταν ότι ο οδηγός φορούσε τζιν παντελόνι, είχε γκρίζα μαλλιά και γένια και ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία. Όμως δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πόσοι από τους επιβαίνοντες φορούσαν τζιν ή είχαν γένια. Επίσης ενεργούσε υπό την πεποίθηση ότι στον κατάλογο επιβαινόντων δεν υπήρχε άλλο πρόσωπο μεγάλο σε ηλικία. Η πιο πανω πεποίθηση όμως δεν επιβεβαιώνεται από τον κατάλογο επιβαινόντων τεκμήριο 4. Επί του εν λόγω τεκμηρίου ο κατηγορούμενος εμφανίζεται να έχει γεννηθεί το έτος 1967. Ταυτόχρονα επί του ίδιου καταλόγου εμφανίζεται ακόμα ένα πρόσωπο που είχε γεννηθεί το 1961 και ακόμα τουλάχιστον ένα άτομο που έχει γεννηθεί το 1971. Επομένως στην βάρκα υπήρχαν ακόμα δυο άτομα στην ηλικιακή κατηγορία του κατηγορουμένου. Στη βάση των πιο πάνω η πεποίθηση της μάρτυρος για το ότι ο κατηγορούμενος ήταν το μοναδικό πρόσωπο μεγαλύτερης ηλικίας ερείδεται επί στοιχείων που δεν επιβεβαιώνεται ότι χαρακτηρίζουν αποκλειστικά τον κατηγορούμενο, ώστε να δικαιολογείται το συμπέρασμά της. Επιπροσθέτως, το ότι ο κατηγορούμενος έδωσε μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας ως προς τις συνθήκες που βρέθηκε να συμμετέχει στο ταξίδι δεν τον καθιστά, ως ήταν το συμπέρασμα της μάρτυρος, άνευ ετέρου και πλοηγό. Συνεπώς, δεν μπορούμε να βασιστούμε στη μαρτυρίας της επί των γεγονότων που θεμελιώνεται το συμπέρασμά της περί του ότι ο κατηγορούμενος ήταν το μόνο πρόσωπο που σύναδε με τις περιγραφές για τον πλοηγό.

 

Επομένως, κρίνουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε μερικώς επί της μαρτυρίας της ΜΚ5 που αφορούν τις ενέργειες της κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης για την εξαγωγή ευρημάτων όχι όμως και για τα συμπεράσματα της ως το ποιος ήταν ο πλοηγός της βάρκας έχοντας κατά νουν ότι η ίδια δεν είδε τον κατηγορούμενο να πλοηγεί τη βάρκα αλλά της υποδείχθηκε από επιβαίνοντες και επί της μαρτυρίας αυτών θα κριθεί το εν λόγω ζήτημα στη βάση και των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών.

 

Τελευταίος μάρτυρας ήταν ο ΜΚ6 που ήταν ένας εκ των επιβαινόντων στην επίδικη βάρκα και ήταν το πρόσωπο που αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό της. Σύμφωνα με τον ΜΚ6 κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έβλεπε κάποιο πρόσωπο με πράσινο σκουφί και μάσκα μέχρι το μουστάκι να πλοηγεί τη βάρκα. Το εν λόγω πρόσωπο, όταν εντοπίστηκε η βάρκα από τις αρχές της Δημοκρατίας, κάθισε δίπλα του. Ακολούθως, όταν έφθασαν στο λιμάνι Λάρνακας, το πρόσωπο που έβλεπε στο πηδάλιο μεταφέρθηκε σε διαφορετικό σημείο από τους υπόλοιπους επιβαίνοντες, συνοδεία της αστυνομίας, και του αφαιρέθηκε η μάσκα. Τότε είδε το πρόσωπό του. Το πρόσωπο που είδε κατ’ εκείνη τη  στιγμή, σύμφωνα με τον ΜΚ6, ήταν ο κατηγορούμενος. Αναγνώρισε επίσης το πρόσωπο που είδε ως πλοηγό σε φωτογραφία που του υποδείχθηκε. Επιπροσθέτως, προσέθεσε ότι παρά το ότι ο πλοηγός έφερε σκουφί και κουκούλα μέχρι το μουστάκι φαινόταν να έχει γκρίζα μαλλιά και γένια. Η σχετική μαρτυρία του παρέμεινε σταθερή και ακλόνητη κατά την αντεξέταση και χαρακτηρίζεται από συνοχή, αμεσότητα, ευθύτητα και ειλικρίνεια. Ήταν εμφανές ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει τα όσα ο ίδιος αντιλήφθηκε χωρίς περιστροφές και χωρίς παλινωδίες. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι  ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Συνακόλουθα ο ΜΚ6 κρίνεται ως αξιόπιστος μάρτυρας. Να διευκρινίσουμε εδώ ότι ναι μεν η μαρτυρία του κρίθηκε αξιόπιστη, εν τούτοις η αποδεικτική της αξία θα κριθεί κατωτέρω, στη βάση καθιερωμένων αρχών που αφορούν την αναγνώριση, έχοντας υπόψη ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν το πρόσωπο που αναγνώρισε και υπέδειξε τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό της βάρκας.

 

Ο κατηγορούμενος ως έχουμε αναφέρει ανωτέρω επέλεξε να διατηρήσει το δικαίωμα της σιωπής. Παρά το ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξαγάγει οποιοδήποτε εύρημα ενοχής από τη σιωπή του κατηγορουμένου, μπορεί να αξιολογήσει το περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων, οι οποίες βρίσκονται κατατεθειμένες ενώπιον του. Θεμελιακή επί του προκειμένου είναι η απόφαση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109, όπου υιοθετηθήκαν οι αρχές της αγγλικής υπόθεσης Findlay Duncan 73 Cnm. App R. 359.  Στην απόφαση Κωνσταντίνου (ανωτέρω), υποδείχθηκε ότι μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο της κατάθεσης, το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορουμένου.

 

Σχετικές, επίσης, είναι οι αποφάσεις Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 693, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας Ποινικές Εφέσεις 96/2016, 100/2016 και 101/16, ημερομηνίας 17/11/2017, Σταματίου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 163/2018, ημερομηνίας 11/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:B101 και Γιώρκας ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 27/2021, ημερομηνίας 16/3/2022.

Στην υπό κρίση υπόθεση βρίσκονται κατατεθειμένες ενώπιον μας δυο καταθέσεις του κατηγορουμένου στην μητρική του γλώσσα, Τεκμήρια 9 και 12 με τις μεταφράσεις τους στα Ελληνικά να είναι τα Τεκμήρια 10 και 13. Σε αυτές ο κατηγορούμενος αρνείται ουσιαστικά την εμπλοκή του σε όσα του καταλογίζονται θέτοντας την εκδοχή του που αποτελεί και τη βάση της υπεράσπισης του. Επομένως, υπό τις περιστάσεις της παρούσας δεν μπορεί να αποδοθεί βαρύτητα στα όσα αναφέρει στις καταθέσεις του.

Με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία και την αξιολόγηση της καταλήγουμε στα κάτωθι ευρήματα.

 

Στις 25.2.2024 εντοπίστηκε ύποπτος στόχος να κινείται στα 16 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά του αεροδρομίου Λάρνακας. Προς εντοπισμό του στόχου περί ώρα 23:00, απέπλευσε η αστυνομική άκατος Αστραπή. Ο στόχος κινείτο με ταχύτητα περί τα 3,5 με  5,5 knots  και εντοπίστηκε στα 11 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά του κόλπου της Λάρνακας. Επρόκειτο για μια ξύλινη βάρκα περίπου 12 μέτρων στην οποία επέβαιναν 99 άτομα, όλοι παράτυποι μετανάστες, ήταν υπερφορτωμένη και οι επιβαίνοντες φώναζαν ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα η μηχανή. Ως εκ των ανωτέρω η βάρκα κρίθηκε ότι δεν ήταν σε κατάσταση να ρυμουλκηθεί. Προς διάσωση των επιβαινόντων, έσπευσε στο σημείο η αστυνομική άκατος Οδυσσέας, η οποία παρέλαβε τους επιβαίνοντες. Η βάρκα αφέθηκε στο σημείο που εντοπίστηκε και στο τέλος παρασύρθηκε από τα ρεύματα. Μεταξύ των επιβαινόντων ήταν και ο ΜΚ6 και ο κατηγορούμενος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο πλοηγός της βάρκας έφερε πράσινο σκουφί και είχε καλυμμένο το πρόσωπο του μέχρι το μουστάκι. Το εν λόγω πρόσωπο, όταν εντοπίστηκε η βάρκα από τις αρχές της Δημοκρατίας, κάθισε δίπλα από τον ΜΚ6. Ακολούθως, όταν οι μετανάστες αφίχθηκαν στο λιμάνι Λάρνακας, το πρόσωπο που έφερε πράσινο σκουφί και είχε καλυμένο το πρόσωπο του μέχρι το μουστάκι μεταφέρθηκε σε διαφορετικό σημείο από τους υπόλοιπους επιβαίνοντες, συνοδεία της αστυνομίας, και του αφαιρέθηκε το σκουφί και αυτό που έφερε στο πρόσωπο. Τότε είδε ο ΜΚ6 είδε το πρόσωπό του. Το πρόσωπο που είδε κατ’ εκείνη τη  στιγμή σύμφωνα με τον ΜΚ6 ήταν ο κατηγορούμενος. Αναγνώρισε επίσης το πρόσωπο είδε ως πλοηγό σε φωτογραφία που του υποδείχθηκε.

 

Μετά την κατάληξη μας στα πιο πάνω ευρήματα θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή του κατηγορουμένου  στον απαιτούμενο βαθμό.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση το βάρος απόδειξης της συνδρομής των συστατικών στοιχείων των επίδικων αδικημάτων βρίσκεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, η οποία όφειλε να αποδείξει την υπόθεσή της στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Θεμελιακή επί του προκειμένου είναι η απόφαση Charitonos and others v. The Republic (1971) 2 CLR 40

 

Σαφώς, όμως, η βεβαιότητα, η οποία αναζητείται στη Δικαστική απόφαση δεν είναι αυτή της απόλυτης μαθηματικής βεβαιότητας, αλλά το είδος της βεβαιότητας που ικανοποιεί την κρίση και τη συνείδηση των Δικαστών στα πλαίσια της λογικής (βλ. Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 25 και 29/2014, ημερομηνίας 20.9.2018,  Rex v. Dickman (1910) 5 Cr.App.R. 135 και Miller v. Minister of Pensions (1947) 2 All E.R. 372). .  Εάν, όμως, το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με μια έστω υποβόσκουσα αμφιβολία («lurking doubt»), η αθώωση η του κατηγορούμενου είναι αναπόφευκτη. (βλ. Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459).

 

Στην υπό κρίση υπόθεση κρίνουμε ευχερέστερο να ξεκινήσουμε από τις κατηγορίες 6 και 7 επί του κατηγορητηρίου. Με τις εν λόγω κατηγορίες προσάπτεται στον κατηγορούμενο το αδίκημα της συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων στο πλαίσιο εγκληματικής ομάδας κατά παράβαση των άρθρων 63Β(1) (α) (2) (3) του Ποινικού Κώδικα ( κατηγορία 6) και το αδίκημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση κατά παράβαση του άρθρου 63Α του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 7). Όμως οι λεπτομέρειες τους παραπέμπουν σε πράξεις του αλλοδαπού κατηγορουμένου οι οποίες κατ’ ισχυρισμόν έλαβαν χώρα στη Συρία, τον Λίβανο και σε Διεθνή Χωρικά Ύδατα. Επομένως γεννάται το ερώτημα του κατά πόσο το παρόν Δικαστήριο έχει  δικαιοδοσία να εκδικάσει τα αδικήματα των κατηγοριών 6 και 7, δεδομένου ότι εδράζονται σε διατάξεις του Κεφ.154.

 

Αποτελεί θεμελιωμένη αρχή, η οποία ισχύει τόσο στο ποινικό όσο και στο αστικό δίκαιο, ότι ζητήματα διαδικασίας που αφορούν υπόθεση η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση, εξετάζονται από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε με πρωτοβουλία των διαδίκων είτε αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. Σχετικά παραπέμπουμε στην απόφαση Δήμου Λευκωσίας ν. Νικολάου (2008) 2 ΑΑΔ 361. Συνεπώς, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα ακόμα και σε περίπτωση που δεν εγείρεται από την υπεράσπιση.

 

Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, η ποινική εξουσία του κράτους ασκείται, κατ’ αρχήν, μόνο μέσα στα όρια της κυριαρχίας του ως αυτή αναγνωρίζεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο (βλ .Χ. Παπαχαράλαμπους Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, τόμος 1, σελ.57).

 

Στην Κύπρο το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται από τα άρθρα 5 και 6 αυτού. Τα άρθρα  5 και 6 υπάγονται κάτω από τον τίτλο Εφαρμογή εντός και εκτός της Εδαφικής Κυριαρχίας, καθορίζουν που και υπό ποιες προϋποθέσεις τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του σε σχέση με τη διάπραξη αδικημάτων. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται αδικήματα που διαπράχθηκαν, κάτω από τις περιστάσεις και γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, στη Συρία, στο Λίβανο ή και σε Διεθνή χωρικά ύδατα. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα στην παρούσα υπόθεση στη βάση πάντα των δικών της γεγονότων. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Gani ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 134, όπου η εκεί αποδιδόμενη συνωμοσία όχι μόνο ήταν ζωντανή όταν ο εφεσείοντας βρισκόταν στην Κύπρο, αλλά και ο τελευταίος τέλεσε στην Κύπρο πράξεις για την προώθησή της. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να συνδέει τα αδικήματα των κατηγοριών 6 και 7 με την Κύπρο ή με τις περιπτώσεις των άρθρων 5 και 6 του Ποινικού Κώδικα. Αντιθέτως, ως έχει προσδιοριστεί στο κατηγορητήριο, οι πράξεις που προσάπτονται στον κατηγορούμενο έλαβαν χώρα στη Συρία τον Λίβανο και σε διεθνή χωρικά ύδατα. Το δε κατηγορητήριο προσδιορίζει το πλαίσιο της δίκης (βλ. Γ. Μ. Πικής Ποινική Δικονομία στην Κύπρο 2η έκδοση, σελ.100).

 

Επομένως αναφορικά με τα αδικήματα των κατηγοριών 6 και 7 δεν εφαρμόζεται ο Ποινικός Κώδικας και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία για την εκδίκασή τους.

 

Προχωρούμε λοιπόν να εξετάσουμε τις υπόλοιπες κατηγορίες.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, όλες οι υπόλοιπες  κατηγορίες, πλην της κατηγορίας 1, έχουν ως βάση τον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο πλοηγός της επίδικης βάρκας. Επί αυτής της ιδιότητας προσάπτεται στον κατηγορούμενο ότι υποβοήθησε του υπόλοιπους μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία και συνέτεινε στη μεταφορά τους με υπερφορτωμένο σκάφος. Επιπλέον, και ως προς τα αδικήματα της συμμετοχής σε εγκληματική ομάδα, και της συμμετοχής σε λαθρεμπόριο μεταναστών, κατά παράβαση των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, αυτό που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, ως θέμα γεγονότων, είναι ότι πλοήγησε την επίδικη βάρκα.

 

Αποτελεί δηλαδή υπόβαθρο των κατηγοριών 2,4,5 και 8 και είναι και η θέση που προωθήθηκε από την κατηγορούσα αρχή, ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο πλοηγός της επίδικης βάρκας. Προαπαιτούμενο για την απόδειξη του συγκεκριμένου γεγονότος είναι η αναγνώριση του κατηγορουμένου, η οποία αμφισβητήθηκε.

Επομένως, λόγω της σημασίας που ενέχει η αναγνώριση, θα εξετάσουμε το ζήτημα αυτό κατά προτεραιότητα. Εν πάση περιπτώσει, η αναγνώριση του κατηγορουμένου είναι κεφαλαιώδους σημασίας στην ποινική δίκη. ( βλ. Anastassi v. The Police (1975) 2 C.L.R. 143).

 

Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης, 1η έκδοση, 2014, σελ.400, ο κίνδυνος, όπως η αναγνώριση υπόπτου ή κατηγορουμένου αποδειχθεί λανθασμένη λόγω πολυειδών εγγενών και εξωγενών παραγόντων των αυτοπτών ή αυτήκοων μαρτύρων, απασχολούσε πάντα τα Δικαστήρια και τις ανακριτικές αρχές. Περαιτέρω, η εμπειρία έχει δείξει ότι ακόμη και οι ειλικρινείς και πειστικοί μάρτυρες μπορούν να κάνουν λάθη στην αναγνώριση. (βλ. Phipson on Evidence, 19η έκδοση, κεφάλαιο 15, παράγραφος 15-03.)

 

Έτσι λοιπόν στις περιπτώσεις όπου η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εξαρτάται, αποκλειστικά ή ουσιαστικά, από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση, η νομολογία έχει διαπλάσει συγκεκριμένα κριτήρια προς άρση των σχετικών κινδύνων που η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας ενέχει. Θεμελιακή επί του προκείμενου είναι η Αγγλική απόφαση R v. Turnbull & others [1976] 3 All E.R.549.

 

Οι αρχές της απόφασης Turnbull υιοθετήθηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Rossides v. The Republic  (1983) 2 C.L.R. 391, Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας  (2001) 2 Α.Α.Δ. 160 και  Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ 482, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου, (2013) 2 ΑΑΔ 601.

 

Στη Θεοδωρίδης (ανωτέρω) υποδείχθηκε ότι στην υπόθεση Τurnbull (ανωτέρω) διαγράφονται οι κίνδυνοι από την εμφιλοχώρηση σφάλματος στην αναγνώριση υπόπτων, αλλά και οι διαδικασίες που πρέπει να τηρούνται για τον κατά το δυνατό αποκλεισμό λάθους. Ανάλογη καθοδήγηση παρέχεται και για την αξιολόγηση της μαρτυρίας αναγνώρισης υπόπτων και τη σημασία ενισχυτικής μαρτυρίας, ως ασφαλιστικής δικλίδας για την αποφυγή λαθών που μπορεί να παρεισφρήσουν στην αναγνώριση.  

 

Ευθύς εξ’ αρχής σημειώνουμε ότι υποχρέωση εφαρμογής των κριτηρίων της υπόθεσης Turnbull, υφίσταται μόνο, όταν η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εξαρτάται, αποκλειστικά ή ουσιαστικά, από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου, (2013) 2 ΑΑΔ 601 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου, (2015) 2 ΑΑΔ 886 ).

 

Σε τέτοια περίπτωση σύμφωνα με τις αρχές που καθιερώνει η απόφαση Turnbull,  το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη μεταξύ άλλων το για πόσο χρονικό διάστημα είχε ο μάρτυρας τον κατηγορούμενο κάτω από την παρατήρησή του, από ποια απόσταση και κάτω από ποιο φωτισμό. Επιπλέον, σχετικά στοιχεία είναι το κατά πόσο ο μάρτυρας εμποδιζόταν στην παρατήρησή του με οποιοδήποτε τρόπο, ή το εάν  ο μάρτυρας είχε δει προηγουμένως τον κατηγορούμενο, πόσο συχνά και το κατά πόσο υπήρχε κάποιος ειδικός λόγος για τον οποίο θυμόταν τον κατηγορούμενο ( βλ. Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice 2020, Chapter 14, παράγραφος 14-3.)

 

Στην υπό κρίση υπόθεση ο ΜΚ6 βάσισε την αναγνώρισή του σε τρία βασικά στοιχεία. Συγκεκριμένα στο ότι έβλεπε κάποιο πρόσωπο με πράσινο σκουφί και μάσκα μέχρι το μουστάκι να πλοηγεί τη βάρκα. Το εν λόγω πρόσωπο, όταν εντοπίστηκε η βάρκα από τις αρχές της Δημοκρατίας, κάθισε δίπλα του. Ακολούθως, όταν έφθασαν στο λιμάνι Λάρνακας, το πρόσωπο που έβλεπε στο πηδάλιο μεταφέρθηκε σε διαφορετικό σημείο από τους υπόλοιπους επιβαίνοντες, συνοδεία της αστυνομίας, και του αφαιρέθηκε η μάσκα. Τότε είδε το πρόσωπό του. Το πρόσωπο που είδε κατ’ εκείνη τη  στιγμή σύμφωνα με τον ΜΚ6 ήταν ο κατηγορούμενος. Αναγνώρισε επίσης το πρόσωπο είδε ως πλοηγό σε φωτογραφία που του υποδείχθηκε. Ανέφερε επιπρόσθετα ότι παρά το ότι ο πλοηγός έφερε σκουφί και κουκούλα μέχρι το μουστάκι φαινόταν να έχει γκρίζα μαλλιά και γένια.  Πέραν των πιο πάνω αναφορών προκύπτει ότι τα γεγονότα στο Λιμάνι έλαβαν χώρα το βράδυ. Άγνωστη όμως έμεινε η απόσταση από την οποία ο ΜΚ6 είδε το πρόσωπο του πλοηγού καθώς και ο φωτισμός και ο χρόνος που είχε την ευκαιρία να τον παρακολουθήσει. Επιπλέον, παρέμεινε άγνωστο το πόσοι άλλοι επιβαίνοντες είχαν γκρίζα μαλλιά και γένια. Τέλος ανέφερε ότι ο πλοηγός κούτσαινε.

 

Το ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσο μέσα από τα πιο πάνω δεδομένα μπορεί να κριθεί ασφαλής  η αναγνώριση του κατηγορουμένου.

 

Εν προκειμένω, είναι η κατάληξη μας ότι από την μαρτυρία του ΜΚ6 δεν ικανοποιούνται τα κριτήρια της απόφασης Turnbull, καθότι παρέμεινε κενό ως προς τον χρόνο και την απόσταση που είχε την ευκαιρία ο ΜΚ6 να παρατηρήσει το πρόσωπο του πλοηγού. Κενό παρέμεινε, επίσης, και ως προς την κατάσταση του φωτισμού που επικρατούσε κατά τον χρόνο της παρατήρησης στο λιμάνι Λάρνακας. Η απουσία μαρτυρίας για τις συνθήκες φωτισμού, την απόσταση και τον χρόνο που διήρκησε η παρατήρηση του φερόμενου πλοηγού, επηρεάζουν καταλυτικά την επάρκεια της αναγνώρισης. Επιπλέον, η ηλικία του κατηγορουμένου δεν μπορεί να τον κατατάξει, άνευ ετέρου, ως τον πλοηγό, καθότι στην βάρκα επέβαιναν τουλάχιστον ακόμα δυο πρόσωπα στην ίδια ηλικιακή ομάδα με τον κατηγορούμενο. Επιπροσθέτως,  υπό τις περιστάσεις της παρούσας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στις αρχές της απλής παρατήρησης για να ταυτίσει τον κατηγορούμενο με τον πλοηγό στη βάση του ισχυρισμού ότι ο πλοηγός κούτσαινε (βλ. Χρίστου ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 372). Τέλος σε σχέση με τη θέση ότι αναγνώρισε τον κατηγορούμενο από φωτογραφία που του υπεδείχθη, σημειώνουμε ότι η εν λόγω φωτογραφία δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να αξιολογηθεί η επάρκεια της αναγνώρισης. Σε σχέση με τους κινδύνους που ενέχει η αναγνώριση μέσω φωτογραφιών και την ενδεδειγμένη προς τούτο διαδικασία παραπέμπουμε στην απόφαση Θεοδωρίδης ( ανωτέρω).

 

Επομένως, κρίνουμε ότι δεν τηρούνται τα εχέγγυα που έχει καθιερώσει η απόφαση Turnbull και έχουν υιοθετηθεί και στην Κυπριακή έννομη τάξη, ως προς την αναγνώριση του κατηγορούμενου ως πλοηγού της βάρκας στην υπό εξέταση υπόθεση. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι, όπως έχει κριθεί από το Αγγλικό εφετείο στην απόφαση R. v. Mussell and Dalton [1995] Crim. L.R. 887, «Turnbull is the seminal decision and it is where the law is to be found. »

 

Το πιο πάνω συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να έχει επίδραση στις κατηγορίες 2,3,4,5 και 8 και που θα πρέπει να επιφέρει την απαλλαγή του σε αυτές.

 

Μετά την πιο πάνω διαπίστωση μας παραμένει προς εξέταση το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας. Το αδίκημα της κατηγορίας 1 ερείδεται στο άρθρο 19(2)  του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Απαγoρευμέvoς μεταvάστης πoυ βρέθηκε στη Δημoκρατία είvαι έvoχoς πoιvικoύ αδικήματoς και άvευ επηρεασμoύ τωv εξoυσιώv πoυ χoρηγήθηκαv στo Διευθυντή βάσει τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 13, υπόκειται σε φυλάκιση για χρovικό διάστημα πoυ δεv υπερβαίvει τα δέκα (10) έτη ή σε πρόστιμo πoυ δεv υπερβαίvει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύo τις πoιvές της φυλάκισης και τoυ πρόστιμoυ, εκτός αv απoδείξει-

 

(α) ότι αυτός vόμιμα εισήλθε στη Δημoκρατία πριv τηv έvαρξη της ισχύoς τoυ Νόμoυ αυτoύ·

 

(β) ότι αφoύ εισήλθε στη Δημoκρατία αερoπoρικώς και δεv είvαι πρόσωπo πoυ πρoηγoυμέvως θεωρήθηκε απαγoρευμέvoς μεταvάστης επρόκειτo vα παρoυσιαστεί στov πλησιέστερo Διευθυντή·

 

(γ) ότι κατέχει άδεια ή έγκριση πoυ χoρηγήθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ ή κάπoιoυ άλλoυ Νόμoυ, vα παραμείvει στη Δημoκρατία· ή

 

(δ) ότι, αφoύ η άδεια τoυ ή έγκριση εξέπvευσε ή αvακλήθηκε, αυτός δεv έχει εύλoγη ευκαιρία vα εγκαταλείψει τη Δημoκρατία.».

 

Στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος εντοπίστηκε εντός των χωρικών υδάτων της Δημοκρατίας, χωρίς να κατέχει οποιαδήποτε άδεια εισόδου.  Η υπεράσπιση δεν έχει αμφισβητήσει το γεγονός της εισόδου του κατηγορουμένου και δεν έχει υποστηρίξει ότι ο τελευταίος κατείχε οποιαδήποτε άδεια εισόδου στη Δημοκρατία. Αυτό που εισηγήθηκε η κα Παυλίδου είναι ότι με βάση το άρθρο  5 του Πρωτοκόλλου, κατά του λαθρεμπορίου μεταναστών της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, δεν μπορεί να διωχθεί ο κατηγορούμενος επειδή απλώς και μόνο ήταν το αντικείμενο του λαθρεμπορίου μεταναστών.

 

Επί του προκείμενου, ευθύς εξ αρχής, σημειώνουμε ότι ο κατηγορούμενος δεν διώκεται στην κατηγορία 1 με βάση το Πρωτόκολλο κατά του λαθρεμπορίου μεταναστών. Επομένως οι πρόνοιες του εν λόγω Πρωτοκόλλου δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής.

 

Όμως, παρεμφερής πρόνοια συναντάται και στο Κυπριακό δίκαιο και συγκεκριμένα στο άρθρο 7 του περί Προσφύγων Νόμου, N. 2000 (6(I)/2000, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«Αιτητής, ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του.»

 

Παράλληλα, στο άρθρο 2 του Νόμου ορίζεται ότι ο αιτητής εν τη εννοία του Νόμου είναι το πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας.

Στην υπό κρίση υπόθεση όμως ουδεμία μαρτυρία υφίσταται ενώπιον μας ως προς το εάν ο κατηγορούμενος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, ώστε να θεωρείται αιτητής εν τη εννοία του πιο πάνω νόμου. Επιπροσθέτως, δεν έχει τεθεί και μαρτυρία για το κατά πόσο ο κατηγορούμενος εξέθεσε σε οποιοδήποτε στάδιο, πόσω δε μάλλον, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές τον λόγο της παράνομης εισόδου του.

 

Επομένως δεν υφίσταται ενώπιον μας οποιαδήποτε μαρτυρία που να μην επιτρέπει τη δίωξη του κατηγορουμένου αναφορικά με το αδίκημα της 1ης κατηγορίας.

 

Συνεπώς, καταλήγουμε ότι έχουν αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της 1ης κατηγορίας και ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος σε αυτή.

 

Στη βάση των ανωτέρω, βρίσκουμε ένοχο τον κατηγορούμενο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στην κατηγορία 1 ενώ αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες 2-8.

 

 

(Υπ.) ………………………..

Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.

 

 

(Υπ.) ………………………..

Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής
 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο