
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 5205/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
ΗΗ
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 19 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: o κ. Μ. Κουτσόφτας.
Για τον κατηγορούμενο: Η κα Μ. Παυλίδου.
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει οκτώ συνολικά κατηγορίες, οι οποίες αφορούν αδικήματα κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ.105, αδικήματα κατά παράβαση του Kυρωτικού Νόμου 11(ΙΙΙ)/2003 Περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και αδικήματα κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Ειδικότερα, σε σχέση με τον Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο Κεφ.105, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει το αδίκημα της εισόδου απαγορευμένου μετανάστη, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(ι)(κ)(λ)(μ)(2) και 19(2), (κατηγορία 1), της συνδρομής σε απαγορευμένο μετανάστη να εισέλθει στη Δημοκρατία, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(ι)(κ)(λ)(μ)(2) και 19(ζ) (κατηγορία 3), και της υποβοήθησης παράνομης εισόδου υπηκόων τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(λ) και 19(1)Α του εν λόγω νόμου (κατηγορία 4).
Αναφορικά με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, κατηγορείται για συμμετοχή σε λαθρεμπόριο μεταναστών, κατά παράβαση των άρθρων 2, 8 του κυρωτικού Νόμου 11(III)/2003, (κατηγορία 5) και για συμμετοχή σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 του ίδιου Νόμου (κατηγορία 8).
Τέλος, σε σχέση με αδικήματα του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κατηγορείται για το αδίκημα της μεταφοράς προσώπων δια της υδάτινης οδού με υπερφορτωμένο σκάφος, κατά παράβαση του άρθρου 240 (κατηγορία 2 ), για το αδίκημα της συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων στο πλαίσιο εγκληματικής ομάδας κατά παράβαση των άρθρων 63Β(1) (α) (2) (3) ( κατηγορία 6) και για το αδίκημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση κατά παράβαση του άρθρου 63Α του Ποινικού Κώδικα ( κατηγορία 7).
Μέσα από τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, αυτό που ουσιαστικά αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι στις 13.4.2024, ως πλοηγός της βάρκας, τέλεσε τα αδικήματα που αφορούν οι κατηγορίες 2,3,4 και 5. Του προσάπτεται επίσης ότι ο ίδιος ως απαγορευμένος μετανάστης εισήλθε στο έδαφος της Δημοκρατίας που είναι το αντικείμενο της κατηγορίας 1 και τέλος ότι με την πράξη του να οδηγήσει τη βάρκα συμμετείχε σε εγκληματική ομάδα ως το αντικείμενο των κατηγοριών 6,7 και 8.
Προς απόδειξη της υπόθεσής της, η κατηγορούσα αρχή κάλεσε πέντε μάρτυρες ενώ από πλευράς κατηγορουμένου δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία με τον ίδιο να επιλέγει το δικαίωμα της σιωπής. Κατατέθηκαν τέλος 13 συνολικά τεκμήρια.
Οι αναφορές όλων των μαρτύρων, ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν αξιολογήθηκαν πλήρως, έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους κάτι το οποίο θα γίνει εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).
Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.
Κατά το στάδιο των αγορεύσεων ο συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή αναφέρθηκε στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στη βάση της οποίας, ως ήταν η εισήγηση του, το Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει σε ενοχή του κατηγορούμενου στο σύνολο των κατηγοριών που αντιμετωπίζει. Αντίθετη ήταν η θέση της πλευράς της υπεράσπισης η οποία και αυτή με τη σειρά της, αναφερόμενη στη μαρτυρία, έθεσε ότι αυτή δεν επαρκεί για να κρίνει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα και ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει σε αθώωση του. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η κα Παυλίδου στο ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.
Πρώτος μάρτυρας ήταν ο λοχίας 4973 Χ. Σωκράτους ως ΜΚ1. Ο μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στη διαδικασία. Ο ΜΚ1 υπηρετεί στη Λιμενική και Ναυτική αστυνομία. Ο ίδιος την επίδικη ημερομηνία μετέβη με την αστυνομική άκατο Θησέας στο σημείο όπου εντοπίστηκε βάρκα επί της οποίας επέβαιναν μετανάστες. Αναγνώρισε φωτογραφία της επίδικης βάρκας, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2. Προσδιόρισε, επίσης, ότι η βάρκα εντοπίστηκε στα 20 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Κύπρου. Κατά την αντεξέταση του αναφέρθηκε στις οδηγίες που έλαβε την επίδικη ημερομηνία και εξήγησε τον σκοπό για το οποίο μετέβη στο σημείο που βρισκόταν η επίδικη βάρκα, για την οποία επέμενε ότι είναι αυτή που απεικονίζεται στο Τεκμήριο 2, που ήταν ο εντοπισμός και αναγνώριση στόχου και η διάσωση τυχόν επιβαινόντων.
Επόμενη μάρτυρας ήταν η αστυφύλακας 202 Μ. Πολυχρόνη, ΜΚ2. Η μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής της που σημειώθηκε ως Τεκμήριο 3. Η μάρτυρας ανέφερε ότι υπηρετεί στο ΤΑΕ Λάρνακας και την επίδικη ημερομηνία μετέβη στο Λιμάνι Λάρνακας όπου κατέφθασαν 32 παράτυποι μετανάστες μεταξύ των οποίων και ο κατηγορούμενος. Αναφέρθηκε στις ανακριτικές της ενέργειες στο σημείο. Κατέθεσε κατάλογο επιβαινόντων ως Τεκμήριο 4. Επιπλέον έθεσε στο τι έπραξε κατά στο στάδιο που ο κατηγορούμενος, μετά την καταχώριση της παρούσας, ισχυρίστηκε ότι ήταν ανήλικο πρόσωπο. Κατέθεσε σχετικά έκθεση ιατρικής εξέτασης για τον προσδιορισμό της ηλικίας του κατηγορουμένου ως Τεκμήριο 5.
Ακολούθως μαρτυρία έδωσε ο αστυφύλακας 4418 Α. Μυλωνάς, ΜΚ3, ο οποίος ανέφερε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε στο ΤΑΕ Λάρνακας. Ως αναφέρει στην κατάθεσή του, Τεκμήριο 6, στις 13.4.2024 μετέβη, μαζί με τη ΜΚ2, στο Λιμάνι Λάρνακας όπου αποβιβάστηκαν οι μετανάστες που επέβαιναν στην επίδικη βάρκα. Επιπλέον, αναφέρθηκε στις ενέργειες του και στη λήψη καταθέσεων από τους επιβαίνοντες σε αυτή. Ο ΜΚ3 ήταν το πρόσωπο που συνέλαβε τον κατηγορούμενο για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία και τον οποίο στη συνέχεια ανέκρινε. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 7 το έντυπο δικαιωμάτων συλληφθέντων κρατουμένων. Κατόπιν δίκης εντός δίκης επιτράπηκε και η κατάθεση της κατάθεσης του κατηγορουμένου στη μητρική του γλώσσα ως Τεκμήριο 8 και στην Ελληνική ως Τεκμήριο 9. Κατά την αντεξέταση του αναφέρθηκε εκ νέου στις ενέργειες του στο στάδιο λήψης της κατάθεσης από τον κατηγορούμενο, ως επίσης και στις συνθήκες υπό τις οποίες υποδείχθηκε από άλλους επιβαίνοντες στη βάρκα ως ο πλοηγός.
Επόμενη μάρτυρας ήταν η αστυφύλακας 4115 B. Σαουρή ως ΜΚ4. Ήταν το πρόσωπο το οποίο συνέλαβε τον κατηγορούμενο στη βάση εντάλματος σύλληψης. Η μάρτυρας υιοθέτηση την κατάθεσή της, η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 10. Κατέθεσε, επίσης, ως Τεκμήρια 11 και 12 δυο αντίγραφα του εντάλματος σύλληψης με την οπισθογράφηση τους. Η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.
Ως ΜΚ5 κλήθηκε ο διερμηνέας Ισμαήλ Μωχάμετ ο οποίος υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, την κατάθεσή του η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 13. Με αναφορά στο τεκμήριο 7, επιβεβαίωσε ότι διαβάστηκε το περιεχόμενο του εντύπου δικαιωμάτων, στον κατηγορούμενο και ότι του εξηγήθηκαν τα δικαιώματά του. Επίσης, με αναφορά στα Τεκμήρια 8 και 9, υπέδειξε ότι είναι η κατάθεση του κατηγορουμένου, η οποία λήφθηκε στα Αραβικά και μεταφράστηκε από τον ΜΚ5 στα Ελληνικά. Κατά την αντεξέτασή του αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του τεκμηρίου 7 και στον χρόνο που αυτό υπογράφηκε από τον κατηγορούμενο. Εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι επεξήγησε στον κατηγορούμενο ότι είχε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Αναφέρθηκε, επίσης, στο πως ο ίδιος γνωρίζει την Αραβική γλώσσα. Επέμεινε ότι δεν υπάρχουν διαφορετικές διάλεκτοι στη γλώσσα αυτή αλλά διαφορετική προφορά. Επέμεινε επίσης στο ότι ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόταν πλήρως τη μετάφραση.
Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος επέλεξε, ως είχε απόλυτο δικαίωμα, να παραμείνει σιωπηλός χωρίς να προσκομίσει και οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Η άσκηση του δικαιώματος της σιωπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί εναντίον του αλλά ούτε και μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Mohammad κ.ά ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 590).
Αξιολογώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας είχαμε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης κάτι που θέτει το Δικαστήριο σε πλεονεκτική θέση στο να βλέπει, να ακούει και να αξιολογεί τους μάρτυρες (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Μελή ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 2/13, ημερομηνίας 13/3/19), ECLI:CY:AD:2019:A83, να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε με προσοχή και υπομονή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Θέσαμε ως δείκτη ανάμεσα σε άλλα το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και το κύρος της γνώσης των μαρτύρων, το όποιο προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη τους, τις ευκαιρίες που είχαν για να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη τους και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή για να πιστεύουν σε αυτά στα οποία κατέθεσαν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και τις όποιες υπερβολές, ανακολουθίες ή αντιφάσεις τους σε αντιπαραβολή με τις μικροαντιφάσεις, τη φιλαλήθεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Ήμασταν προσεκτικοί να μην προσδώσουμε υπέρμετρο βάρος στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυριακής τους συμπεριφοράς αφού κάτι τέτοιο εμπεριέχει επικινδυνότητα δεδομένου ότι δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να εδράζονται σε μεγάλο αριθμό αιτιών και όχι κατ’ ανάγκη από διάθεση να πουν ψέματα ή να παραπλανήσουν.
Αποτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά τη συσχετίσαμε και την αντιπαραβάλαμε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τη μαρτυρία των αστυνομικών την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να διακριβώσουμε αν τα όσα ανέφεραν εξέφραζαν πιστά και ορθά την πραγματικότητα (βλέπε, Volettos v. The Republic (1960) CLR 169).
Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολιτική Έφεση 66/13, ημερομηνίας 4/11/19, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Πολιτική Έφεση 269/12, ημερομηνίας 23/7/19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322).
Σημειώνουμε, περαιτέρω, ότι οι υποβολές των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 640.
Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρούμε με την αξιολόγηση της ενώπιον μας μαρτυρίας.
Συνακόλουθα, η μαρτυρία του ΜΚ1 γίνεται δεκτή ως αξιόπιστη.
Η ΜΚ2 επίσης προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η εμπλοκή της είχε να κάνει με την άφιξη της στο σημείο που κατέφθασαν οι μετανάστες και στη λήψη μαρτυρίας από δυο επιβαίνοντες ότι ο πλοηγός της βάρκας ήταν το κατηγορούμενος. Επίσης έλαβε μαρτυρία από άλλους επιβαίνοντες ως προς το πότε και από που ξεκίνησε το ταξίδι καθώς και για το ποσό που κατέβαλαν για την μεταφορά τους με τις αναφορές της να μην έχουν αμφισβητηθεί. Επιπλέον μετά την καταχώριση της παρούσας, η μάρτυρας προέβη σε ενέργειες για τη διακρίβωση της ηλικίας του κατηγορουμένου η διενέργεια των οποίων, ως επίσης και το αποτέλεσμα τους δεν έχουν αμφισβητηθεί. Δεν έχει αμφισβητηθεί τέλος η αναφορά της μάρτυρος ότι το επίδικο βράδυ, δυο εκ των επιβαινόντων, της υπέδειξαν τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό. Αυτό που τέθηκε υπό αμφισβήτηση είναι η διαδικασία αναγνώρισης. Επομένως ο ισχυρισμός της ότι δυο εκ των επιβαινόντων της υπέδειξαν τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό γίνεται δεκτή χωρίς όμως και στην απουσία της μαρτυρίας των δυο αυτών προσώπων, ο ισχυρισμός αυτός να οδηγεί από μόνος του και σε σχετικό εύρημα περί το ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο πλοηγός της βάρκας.
Η μαρτυρία της ΜΚ2 γίνεται δεκτή ως αξιόπιστη.
Ο ΜΚ3 ήταν το πρόσωπο που έλαβε την κατάθεση από τον κατηγορούμενο και η μαρτυρία του περιστράφηκε γύρω από τις συνθήκες λήψης της εν λόγω κατάθεσης. Η εντύπωση που αποκομίσαμε από τον εν λόγω μάρτυρα ήταν πολύ καλή. Η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από ευθύτητα, ειλικρίνεια, σαφήνεια και σταθερότητα. Ο βασικός του ισχυρισμός ότι το Τεκμήριο 7, έντυπο δικαιωμάτων στην Αραβική γλώσσα, είναι ακριβής μετάφραση του εντύπου στην Ελληνική γλώσσα δεν έχει αμφισβητηθεί. Επιπλέον, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι το Τεκμήριο 7 φέρει την υπογραφή τόσο του ίδιου του μάρτυρα που τα παρέδωσε όσο και του κατηγορούμενου που τα παρέλαβε. Αδιαμφισβήτητη παρέμεινε και η αναφορά του ότι η κατάθεση λήφθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα. Επιπροσθέτως, η θέση του ότι επεξήγησε στον κατηγορούμενο, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο ήταν σταθερή και πειστική. Το στοιχείο αυτό, ότι δηλαδή ο μάρτυρας παρέδωσε το έντυπο δικαιωμάτων στον κατηγορούμενο στην μητρική του γλώσσα και το ότι ο κατηγορούμενος το παρέλαβε, σημαίνει ότι, όταν τον ενημέρωνε και προφορικά για τα δικαιώματά του, δεν είχε κάποιο λόγο να μην του αναφέρει το συγκεκριμένο. Επομένως, η μαρτυρία του πέραν από σταθερή και πειστική συνάδει τόσο με το σύνολο της ενώπιον μας μαρτυρίας όσο και με τη λογικά αναμενόμενη πορεία των πραγμάτων. H θέση του ότι ο κατηγορούμενος υποδείχθηκε, από άλλους δυο επιβαίνοντες ως ο πλοηγός της βάρκας δεν έχει αμφισβητηθεί. Αυτό που αμφισβητήθηκε είναι το εάν τηρήθηκαν τα εχέγγυα της διαδικασίας αναγνώρισης που κατά τη κα Παυλίδου έγκειτο στην διενέργεια αναγνωριστικής παράταξης. Το ζήτημα του κατά πόσο έπρεπε ή όχι να γίνει αναγνωριστική παράταξη δεν επηρεάζει την αξιοπιστία του μάρτυρα. Όπως και η αποδοχή του ότι δυο εκ των επιβαινόντων υπέδειξαν τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό, δεν συνεπάγεται και εύρημα από μόνο του ότι όντως ήταν ο πλοηγός.
Συνεπώς κρίνουμε ότι ο ΜΚ3 ήταν αξιόπιστος μάρτυρας.
Η μαρτυρία της ΜΚ4 ήταν επίσης τυπικής φύσης, αφού περιορίστηκε στην περιγραφή των ανακριτικών της ενεργειών και οι οποίες σε κάθε περίπτωση παρέμειναν αναντίλεκτες.
Η μαρτυρία της ΜΚ4 γίνεται δεκτή ως αξιόπιστη.
Ο ΜΚ5 ήταν ο διερμηνέας που ήταν παρών κατά τη λήψη της κατάθεσης του κατηγορουμένου. Δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο ΜΚ5 ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Προσήλθε στο Δικαστήριο και κατέθεσε με ειλικρίνεια τις ενέργειες του παραθέτοντας και την γνώση του για την Αραβική γλώσσα χωρίς η επάρκεια της να έχει αλλοιωθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Επίσης, σταθερή έμεινε και η θέση του ότι τα Αραβικά είναι γλώσσα και ότι υπάρχουν διαφορετικές προφορές και όχι διαφορετικές διάλεκτοι. Πέραν του ότι η θέση του παρέμεινε σταθερή και ακλόνητη δεν έχει αντικρουσθεί από αντίθετη μαρτυρία. Οι περί του αντιθέτου υποβολές που έγιναν από την υπεράσπιση παρέμειναν μετέωρες. Η υποβολή που τέθηκε στον ΜΚ5 ότι ο κατηγορούμενος δεν αντιλαμβανόταν αυτά που μετέφραζε ενόψει της διαφορετικής διαλέκτου παρέμεινε χωρίς υπόβαθρο και καταρρίπτεται από τη θέση του ΜΚ5 ο οποίος εξήγησε ότι τα Αραβικά είναι μια ενιαία γλώσσα και υπάρχουν απλώς διαφορετικές προφορές. Επιπλέον, πειστική και σταθερή παρέμεινε η θέση του ότι και ο ίδιος εξήγησε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα του. Δήλωσε ευθαρσώς ότι δεν γνωρίζει τον κατηγορούμενο και κανένα συμφέρον είχε είτε να εξηγήσει είτε να μην εξηγήσει σε αυτόν τα δικαιώματα του. Μέσα από τη μαρτυρία του δεν έχουμε αμφιβολία ότι ενήργησε αυστηρά στα πλαίσια του καθήκοντος ως διερμηνέας, αφού άλλωστε δεν έχει υποδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος να μην το πράξει.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ5 ως καθόλα αξιόπιστη.
Ο κατηγορούμενος, ως έχουμε αναφέρει ανωτέρω, επέλεξε να διατηρήσει το δικαίωμα της σιωπής. Παρά το ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξαγάγει οποιοδήποτε εύρημα ενοχής από τη σιωπή του κατηγορουμένου, μπορεί να αξιολογήσει το περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων, οι οποίες βρίσκονται κατατεθειμένες ενώπιον του. Οι πιο πάνω καταθέσεις κατατέθηκαν από τη κατηγορούσα αρχή στο στάδιο προσκόμισης της μαρτυρίας της και στο πλαίσιο του καθήκοντός της να δώσει ολοκληρωμένη εικόνα της υπόθεσης ( βλ. Γενικός Εισαγγελέας. v. Χ. Κωνσταντίνου (1989) 2 ΑΑΔ 99).
O κατηγορούμενος στην κατάθεση του Τεκμήριο 8 (μετάφραση στα Ελληνικά Τεκμήριο 9), προβαίνει σε σειρά ενοχοποιητικών δηλώσεων. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο πότε συνάντησε για πρώτη φορά το πρόσωπο ονόματι Uday, το οποίο του πρότεινε να ταξιδέψει στο εξωτερικό, και στο ότι συναντήθηκε μαζί του ακόμα τέσσερις φορές. Ανέφερε, επίσης, ότι του προτάθηκε ευθύς εξ αρχής να μην πληρώσει για το ταξίδι φτάνει να οδηγήσει τη βάρκα, αφού προηγουμένως μάθει να πλοηγεί βάρκα. Αποδέχθηκε και ακολούθως έμαθε πως να πλοηγεί βάρκα. Τέλος αναφέρθηκε στο ταξίδι όπου του δόθηκε μια πυξίδα και από κάποιο σημείο και μετά οδήγησε τη βάρκα όπως συμφώνησε.
Η κα Παυλίδου εισηγήθηκε ότι στη λήψη της εν λόγω κατάθεσης παραβιάστηκε το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, επειδή κατά τη θέση της δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία ότι του εξηγήθηκε το δικαίωμα επικοινωνίας με δικηγόρο πριν να του ληφθεί η κατάθεσή του.
Το πιο πάνω ζήτημα άπτεται της αποδεκτότητας της κατάθεσης, ζήτημα το οποίο έχει αποφασιστεί στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, με την ένσταση του κατηγορούμενου για κατάθεση της να απορρίπτεται, για τους λόγους που εξηγούμε στην ενδιάμεση απόφαση μας ημερομηνίας 3.2.2025. Όμως, ως είναι καλά νομολογημένο, το Δικαστήριο μπορεί να αναθεωρήσει την κρίση του για την αποδοχή μαρτυρίας κατ’ εξαίρεση του κανόνα που το θέλει να μην ενεργεί ως εφετείο του εαυτού του, έχοντας όμως καθήκον να εξετάζει το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και να καταλήγει σε ευρήματα και συμπεράσματα (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης Ηλιάδη και Σάντη 1η έκδοση, σελ. 909 1η και κατ’ αναλογίαν Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 330). Τέτοια αναθεώρηση είναι δυνατή, όταν τα δεδομένα που διαμορφώνονται κατά την κύρια δίκη το δικαιολογούν. ( βλ. R. v. Watson (1980) 2 All E.R. 293, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 370, και Στυλιανού κ.α. ν Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 268/2015, 298/2015, 304/2015 και 3017/2016, 13.12.2018.)
Στην υπό κρίση υπόθεση αυτό που τίθεται προς κρίση και πάλι είναι η θέση ότι δεν εξηγήθηκε στον κατηγορούμενο το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο πριν τη λήψη της κατάθεσης. Η πιο πάνω θέση αποτέλεσε ζήτημα στην ενδιάμεση διαδικασία της δίκης εντός δίκης και με την μαρτυρία που δόθηκε στην κυρίως δίκη δεν διαφοροποιήθηκαν τα δεδομένα. Αντιθέτως, ενώπιον μας είναι κατατεθειμένο το έντυπο δικαιωμάτων, το οποίο έχει υπογραφεί από τον κατηγορούμενο. Επίσης σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΚ5 ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε για το δικαίωμα να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου.
Επομένως, στη βάση των ανωτέρω, καταλήγουμε ότι τα δεδομένα, όπως διαμορφώθηκαν στην κυρίως δίκη, δεν επιτρέπουν αναθεώρηση της ενδιάμεσης απόφασής μας, αφού δεν έχει προκύψει μαρτυρία ότι δεν έχει εξηγηθεί το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο προς τον κατηγορούμενο.
Συνεπώς προχωρούμε να εξετάσουμε το κατά πόσο η κατάθεση του κατηγορουμένου μπορεί να ενταχθεί στον κορμό του μαρτυρικού υλικού.
Στην υπόθεση Aburamadan v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.148/2021 σχ. με 155/2021, ημερομ.10/11/2022 επαναλήφθηκαν οι αρχές που έχουν τεθεί αναφορικά με την ομολογία ως ακολούθως:
«Οι αρχές επί των οποίων εδράζεται η αποδοχή ενοχοποιητικών δηλώσεων, είτε προς την αστυνομία, είτε προς τρίτα πρόσωπα, και η ένταξή τους στον κορμό της μαρτυρίας είναι παγιωμένες.
Όπως τέθηκε στην Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166:
«Η ομολογία ενοχής έχει αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών. Στο σύστημα όμως που διέπει την ποινική μας δίκη δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο αυτό βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας, το δικαστήριο, στο τέλος, προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Η σχετική νομολογία μας, που αρχίζει από τις παλιές υποθέσεις R. v. Sfongaras 22 C.L.R. 13 και Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169, τηρεί σταθερή γραμμή στο θέμα αυτό. Είναι ζήτημα που άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης. Πρόσφατη επικύρωση είχαμε στην Μάρτιν v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ.65.
Στην υπόθεση R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161 διακηρύχθηκε ότι καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ' ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Η καταδίκη του κατηγορουμένου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία τους στηρίχθηκε κυρίως στις προφορικές παραδοχές ενοχής. Το αγγλικό εφετείο τόνισε πως δε συνάγεται, ως θέμα αρχής, από τη νομολογία ότι η προφορική ομολογία ενοχής δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.»
Περαιτέρω, στην Ρ. ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 253/2017 ημερ. 28.02.19, ECLI:CY:AD:2019:B66 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την ομολογία:
«Στην υπόθεση xx xxx Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής ως προς τη σπουδαιότητα της ομολογίας:
«Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να τονισθεί ότι η ομολογία ή η παραδοχή στη διάπραξη ή συμμετοχή σε έγκλημα, αποτελεί την κλασσική περίπτωση εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Αυτό διότι η παραδοχή ή η ομολογία γίνεται εναντίον του ιδίου συμφέροντος του ομολογούντος, (Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175 και Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου (2012) 1 Α.Α.Δ.2012). Η ομολογία εν πάση περιπτώσει είτε δίδεται προς αστυνομικό όργανο, είτε σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και γενόμενη σε συνθήκες που δεν είχαν δυσμενώς επηρεάσει το ελεύθερο της παραδοχής ή της βούλησης. Παραμένει δε πάντοτε στην κατηγορούσα αρχή, η υποχρέωση της απόδειξης ότι η ομολογία έγινε ελευθέρως, (Ahmad v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 256), ενώ αν η ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει την περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, (R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13, Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168 και Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364).
Στο σύγγραμμα Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 268 κ.ε., εξηγείται η αξία της ομολογίας κατά το Κοινοδίκαιο ως την πιο σημαντική και συχνή εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας στις ποινικές υποθέσεις. Και, περαιτέρω, ότι δεν έχει σημασία πλέον κατά πόσο η ομολογία γίνεται σε πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε σχέση με τον παραδεχόμενο ή όχι. Η ομολογία, όπως και κάθε άλλη παραδοχή, μπορεί να γίνει προφορικά, εγγράφως, διά συμπεριφοράς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τον οποίο μπορεί να εξαχθεί αρνητικό συμπέρασμα εναντίον του συμφέροντος του ατόμου που προβαίνει στην ομολογία. Όπως εξηγείται στη σελ. 272 του συγγράμματος, η παραδοχή μπορεί να γίνει όχι μόνο σε ανακριτές ποινικής υπόθεσης, συνήθως αστυνομικά όργανα, αλλά ακόμη και στο ίδιο το θύμα του αδικήματος, σε ένα φίλο, σε ένα συγγενή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Και έχει λεχθεί στην R. v. Mallinson (1977) Crim. L.Rev. 161, ότι η ομολογία, όταν αποδεικνύεται, αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία. Η αξία της όμως θα πρέπει να εξετάζεται με μεγάλη προσοχή ώστε το Δικαστήριο να πείθεται πραγματικά ότι η ομολογία είναι και εθελούσια και αληθής».».
Εξάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι στο δικό μας δικαιίκο σύστημα η ομολογία είναι η βασιλίδα των αποδείξεων και ότι καταδίκη του κατηγορούμενου μπορεί κάλλιστα να στηριχθεί αποκλειστικά επί της ομολογίας. Δεν προκύπτει από τη νομολογία ότι η ομολογία θα πρέπει να συνδυάζεται με άλλη μαρτυρία, ώστε να δύναται να οδηγήσει σε καταδίκη, ως εισηγήθηκε η κυρία Παυλίδου. Αυτό που έχει υποχρέωση το Δικαστήριο να πράξει, είναι να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της ομολογίας και για το κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Κατά την κρίση μας, η κατάληξη στο εάν η ομολογία είναι αληθής δεν περιορίζεται στην ανάγκη αυτή να συνδυάζεται και με επιπρόσθετα στοιχεία μαρτυρίας. Τυχόν αποδοχή αυτής της προσέγγισης, θα είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να στηριχθεί καταδίκη επί της ομολογίας και μόνο, ενώ από τη νομολογία προκύπτει το αντίθετο.
Με γνώμονα τα πιο πάνω θα εξετάσουμε το περιεχόμενο της ομολογίας του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος στη κατάθεσή του δίδει πλήρεις λεπτομέρειες για τον τρόπο που προσεγγίστηκε στη Συρία για να ταξιδέψει και για τον λόγο που αποδέχθηκε να αναλάβει να πλοηγήσει τη βάρκα έναντι της δωρεάς μεταφοράς του. Ανέφερε, επίσης, ότι έλαβε μαθήματα για να μπορεί να διεκπεραιώσει το εγχείρημα αυτό και περιέγραψε τέλος τις συνθήκες υπό τις οποίες επιβιβάστηκε και ξεκίνησε να οδηγεί τη βάρκα προς την Κύπρο. Είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του περιγράφει με λεπτομέρεια τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφάσισε για να συμμετάσχει στο ταξίδι, τις περιστάσεις και τον λόγο που αποδέχθηκε να οδηγήσει, την προετοιμασία του και την εμπλοκή του στη διακίνηση των μεταναστών. Η λεπτομερής και περιεκτική εξιστόρηση των πιο πάνω γεγονότων δεν μπορεί να είναι προϊόν ψεύδους. Αντιθέτως, ο βαθμός και η έκταση των λεπτομερειών και στοιχείων που παρέθεσε και η συνοχή αυτών, κατατείνει στο αναμφίβολο συμπέρασμα πως τα όσα ανέφερε στην κατάθεσή του είναι αληθή.
Επομένως, αποδεχόμαστε ότι η ομολογία του κατηγορούμενου πέραν από θεληματική είναι αληθής και οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα.
Με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία και την αξιολόγηση της καταλήγουμε στα κάτωθι ευρήματα.
Στις 13.4.2024 και ώρα 20:15, η άκατος Θησέας αναχώρησε από τον ναυτικό σταθμό Λάρνακας για περιπολία. Στις 22:00 εντόπισε στόχο να πλέει σε συγκεκριμένο στίγμα και αφού έσπευσε στο σημείο διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για σκάφος μήκους 5 μέτρων επί του οποίου επέβαιναν 31 συνολικά άτομα και η μηχανή του ήταν ανενεργή. Το σκάφος εντοπίστηκε στα 20 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Κύπρου. Οι επιβαίνοντες περισυνελλέγησαν και μεταφέρθηκαν στο Λιμάνι Λάρνακας το δε σκάφος αφέθηκε στο σημείο, καθότι ήταν δύσκολο να ρυμουλκηθεί. Οι πλείστοι επιβαίνοντες ήταν Σύριοι. Με την αποβίβαση των μεταναστών στο Λιμάνι Λάρνακος λήφθηκε μαρτυρία από άλλους επιβαίνοντες ότι ο πλοηγός ήταν ο κατηγορούμενος. Ο κατηγορούμενος συνελήφθη κατόπιν Δικαστικού εντάλματος. Ο κατηγορούμενος κατάγεται από τη Συρία. Προσεγγίστηκε από τρίτο πρόσωπο για να ταξιδέψει στην Κύπρο. Αποδέχθηκε να μάθει να πλοηγεί βάρκα και να οδηγήσει προς την Κύπρο χωρίς να καταβάλει ο ίδιος αντάλλαγμα. Μια βδομάδα πριν το ταξίδι μεταφέρθηκε από συνεργάτη του τρίτου προσώπου σε συγκεκριμένη τοποθεσία και τρεις μέρες πριν το ταξίδι άλλα πρόσωπα του έδειξαν πως να πλοηγεί βάρκα. Μετά το πέρας το μαθημάτων, το βράδυ πριν το ταξίδι, μεταφέρθηκε εκ νέου σε μια παραλία που ο ίδιος δεν γνώριζε εάν ήταν στο Λίβανο ή στη Σύρια. Του ειπώθηκε πως στις αρχές της Κύπρου θα πρέπει να αναφέρει ότι αναχώρησαν από το Ταρτούς της Συρίας. Όταν ο ίδιος επιβιβάστηκε στη βάρκα είχαν ήδη επιβιβαστεί αρκετά άτομα. Του δόθηκε μια πυξίδα και έπρεπε να την ακολουθεί. Όταν η πυξίδα έπεσε στη θάλασσα είχε επικοινωνία μέσω κάποιας συσκευής με τρίτο πρόσωπο το οποίο τους εξηγούσε τη διαδρομή. Στην αρχή οδηγούσε κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο ακολούθως αποχώρησε. Τις πλείστες ώρες οδηγούσε ο κατηγορούμενος. Στη βάρκα δεν υπήρχαν μέτρα ασφάλειας.
Μετά την κατάληξη μας στα πιο πάνω ευρήματα θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή του κατηγορουμένου στον απαιτούμενο βαθμό.
Το βάρος απόδειξης της συνδρομής των συστατικών στοιχείων των επίδικων αδικημάτων βρίσκεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, η οποία οφείλει να αποδείξει την υπόθεσή της στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Θεμελιακή επί του προκειμένου είναι η απόφαση Charitonos and others v. The Republic (1971) 2 CLR 40.
Σαφώς, όμως, η βεβαιότητα, η οποία αναζητείται στη Δικαστική απόφαση δεν είναι αυτή της απόλυτης μαθηματικής βεβαιότητας, αλλά το είδος της βεβαιότητας που ικανοποιεί την κρίση και τη συνείδηση των Δικαστών στα πλαίσια της λογικής (βλ. Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 25 και 29/2014, ημερομηνίας 20.9.2018, Rex v. Dickman (1910) 5 Cr.App.R. 135 και Miller v. Minister of Pensions (1947) 2 All E.R. 372). . Εάν, όμως, το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με μια έστω υποβόσκουσα αμφιβολία («lurking doubt»), η αθώωση η του κατηγορούμενου είναι αναπόφευκτη. (βλ. Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459).
Στην υπό κρίση υπόθεση τα αδικήματα που προσάπτονται στο κατηγορούμενο μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες.
Συγκεκριμένα, ως έχουμε αναφέρει και προηγουμένως, αντιμετωπίζει αδικήματα που έχουν ως βάση των Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο Κεφ. 105 (κατηγορίες 1,3 και 4), αδικήματα κατά παράβαση του άρθρων 2, 8 του Κυρωτικού Νόμου 11(ΙΙΙ)/2003 Περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών (κατηγορίες 5 και 8), και αδικήματα κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορίες 2,6 και 7).
Ειδικότερα, με την κατηγορία 1 καταλογίζεται στον κατηγορούμενο ότι εισήλθε ο ίδιος ως απαγορευμένος μετανάστης στη Δημοκρατία ενώ οι κατηγορίες 3 και 4 έχουν ως βάση τον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο πλοηγός της επίδικης βάρκας και υπό αυτή την ιδιότητα συνέδραμε ή παρείχε βοήθεια σε 31 μετανάστες να εισέλθουν στο έδαφος της Δημοκρατίας. Με την κατηγορία 5 του προσάπτεται ότι συμμετείχε σε λαθρεμπόριο μεταναστών. Όλες οι πιο πάνω κατηγορίες έχουν ως κοινό στοιχείο την επίτευξη εισόδου των μεταναστών στη Δημοκρατία.
Η υπεράσπιση αμφισβήτησε το συστατικό στοιχείο της εισόδου των μεταναστών στη Δημοκρατία. Η κα Παυλίδου εισηγήθηκε ότι επειδή η βάρκα ανακόπηκε σε διεθνή ύδατα δεν έχει συντελεστεί η είσοδος των μεταναστών. Στη βάση του πιο πάνω ισχυρισμού αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν την υπόθεση. Επομένως είναι κρίσιμο να διαπιστωθεί το κατά πόσο επήλθε παράνομη είσοδος των μεταναστών στη Δημοκρατία. Το πιο πάνω στοιχείο έχει ιδιαίτερη σημασία για την ανάληψη δικαιοδοσίας για τις κατηγορίες 1, 3 και 4 αλλά και την απόδειξη των συστατικών στοιχείων των εν λόγω κατηγοριών ως επίσης σημασία έχει και για την απόδειξη των συστατικών στοιχείων της κατηγορίας 5. Συνεπώς, ένεκα της σημασίας του στοιχείου της παράνομης εισόδου θα το εξετάσουμε κατά προτεραιότητα.
Παρόμοιο με το εξεταζόμενο θέμα κρίθηκε στην Αγγλική υπόθεση R v. Bani [2021] EWCA Crim 1958. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε το αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης σε κράτος μέλος, κατά παράβαση του άρθρου 25 του Immigration Act του 1971. Η κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση έγκειτο στην είσοδο μεταναστών μέσω θαλάσσης με μικρές βάρκες από τη Γαλλία προς το Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς άδεια. Οι 4 εφεσείοντες ήταν οι οδηγοί τεσσάρων διαφορετικών σκαφών στα οποία επέβαιναν σε όλα μετανάστες οι οποίοι σκόπευαν να εισέλθουν στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς προηγουμένως να λάβουν σχετική άδεια. Το Αγγλικό Εφετείο ασχολήθηκε με την έννοια του όρου παράνομη είσοδος, κρίνοντας ότι παράνομη είσοδος υφίσταται όποτε κάποιο πρόσωπο εισέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς άδεια. Ακολούθως στην παράγραφο 102 έκρινε τα ακόλουθα σχετικά:
«The offence is complete when the facilitating act is done. This will usually be before the outcome of a Channel crossing can be known. At the point of setting out many outcomes are possible, including being picked up and taken lawfully into the United Kingdom, landing on a beach, sinking, or being turned back by the French authorities.»
Προκύπτει, συνεπώς, ότι σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση, το αδίκημα της υποβοήθησης για παράνομη είσοδο συντελείται πριν το αποτέλεσμα της διακίνησης γίνει γνωστό, όταν ακόμη υφίστανται πέραν του ενός ενδεχομένων, συμπεριλαμβανομένου της διάσωσης και παραλαβής των μεταναστών από τις αρμόδιες αρχές του κράτους.
Κατά τον ίδιο τρόπο, στην περίπτωση που οι επιβαίνοντες σε κάποιο σκάφος, οι οποίοι επιδιώκουν να εισέλθουν στη Δημοκρατία χωρίς άδεια, εισέρχονται τελικά σε αυτό κατόπιν επιχείρησης διάσωσης, η είσοδος τους αυτή δεν μπορεί να κριθεί νόμιμη. Αντίθετη προσέγγιση, κατά την κρίση μας, συνιστά λογική και νομική αντίθεση, αφού θα επέτρεπε στον οποιοδήποτε διακινητή ή πρόσωπο που συμμετέχει στη διακίνηση μεταναστών, να οδηγεί το σκάφος μέχρι τα χωρικά ύδατα ενός κράτους, να δημιουργεί συνθήκες που επιβάλλουν την ενεργοποίηση της υποχρέωσης έρευνας και διάσωσης και ακολούθως να κρίνεται ότι δεν υποβοήθησε την παράνομη είσοδο, αφού η είσοδος ήταν νόμιμη. Τέτοια προσέγγιση θα υποβοηθούσε τους διακινητές ανθρώπων να επιτυγχάνουν το σκοπό τους, ήτοι τη διακίνηση ανθρώπων.
Επομένως, κατά την κρίση μας, το γεγονός ότι οι μετανάστες που επέβαιναν στη επίδικη βάρκα διασώθηκαν από τις αρμόδιες αρχές και κατόπιν εισήλθαν στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας μέσω σκάφους της Λιμενικής αστυνομίας, δεν καθιστά τη είσοδο τους νόμιμη. Αντιθέτως, εφόσον σκοπός τους ήταν να εισέλθουν στη Δημοκρατία και αφ’ ης στιγμής δεν είχαν τέτοια άδεια, η είσοδος τους ήταν παράνομη. Συνακόλουθα κρίνουμε ότι έχει επιτευχθεί η παράνομη είσοδος των μεταναστών στη Δημοκρατία.
Έχοντας υπόψη ότι το στοιχείο της εισόδου στη Δημοκρατία έχει θεμελιωθεί προχωρούμε να εξετάσουμε τη συνδρομή των συστατικών στοιχείων ενός εκάστου εκ των αδικημάτων.
Πρώτα θα εξετάσουμε την απόδειξη των αδικημάτων που εδράζονται στον Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, ακολούθως τα αδικήματα που εδράζονται στον Κυρωτικό Νόμο Περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και τέλος τα αδικήματα που εδράζονται στον Ποινικό Κώδικα.
Προχωρούμε λοιπόν με την εξέταση των αδικημάτων των κατηγοριών 1,3 και 4.
Το αδίκημα της κατηγορίας 1 ερείδεται στο άρθρο 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«Απαγoρευμέvoς μεταvάστης πoυ βρέθηκε στη Δημoκρατία είvαι έvoχoς πoιvικoύ αδικήματoς και άvευ επηρεασμoύ τωv εξoυσιώv πoυ χoρηγήθηκαv στo Διευθυντή βάσει τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 13, υπόκειται σε φυλάκιση για χρovικό διάστημα πoυ δεv υπερβαίvει τα δέκα (10) έτη ή σε πρόστιμo πoυ δεv υπερβαίvει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύo τις πoιvές της φυλάκισης και τoυ πρόστιμoυ, εκτός αv απoδείξει-
(α) ότι αυτός vόμιμα εισήλθε στη Δημoκρατία πριv τηv έvαρξη της ισχύoς τoυ Νόμoυ αυτoύ·
(β) ότι αφoύ εισήλθε στη Δημoκρατία αερoπoρικώς και δεv είvαι πρόσωπo πoυ πρoηγoυμέvως θεωρήθηκε απαγoρευμέvoς μεταvάστης επρόκειτo vα παρoυσιαστεί στov πλησιέστερo Διευθυντή·
(γ) ότι κατέχει άδεια ή έγκριση πoυ χoρηγήθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ ή κάπoιoυ άλλoυ Νόμoυ, vα παραμείvει στη Δημoκρατία· ή
(δ) ότι, αφoύ η άδεια τoυ ή έγκριση εξέπvευσε ή αvακλήθηκε, αυτός δεv έχει εύλoγη ευκαιρία vα εγκαταλείψει τη Δημoκρατία.».
Στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος εισήλθε στη Δημοκρατία, χωρίς να κατέχει οποιαδήποτε άδεια εισόδου. Άλλωστε, η υπεράσπιση δεν έχει υποστηρίξει ότι ο τελευταίος κατείχε οποιαδήποτε άδεια εισόδου στη Δημοκρατία. Έχουμε εξηγήσει πιο πάνω τον τρόπο που επιτεύχθηκε η είσοδος του στην Κύπρο χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Καταλήγουμε συνεπώς, ότι στις 13.4.2024 ο κατηγορούμενος ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης βρέθηκε στη Δημοκρατία.
Ως προς το αδίκημα της κατηγορίας 3 σημειώνουμε ότι το άρθρο 19(ζ) του Κεφ. 105, προνοεί τα ακόλουθα:
«Πρόσωπο το οποίο
(19)(ζ) συvδράμει ή βoηθά oπoιoδήπoτε απαγoρευμέvo μεταvάστη vα εισέλθει ή vα παραμείvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ ή είναι ιδιοκτήτης οποιουδήποτε σκάφους που χρησιμοποιείται για την είσοδο απαγορευμένου μετανάστη στη Δημοκρατία.
……………………………………………………………………………………
υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Προκύπτει από το λεκτικό του Νόμου ότι για στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος απαιτείται η απόδειξη της παροχής συνδρομής ή βοήθειας σε απαγορευμένο μετανάστη να εισέλθει στη Δημοκρατία.
Στην υπό κρίση υπόθεση ουδείς εκ των επιβαινόντων κατείχε άδεια εισόδου και ως έχουμε κρίνει ανωτέρω, έχει επιτευχθεί η είσοδος τους στη Δημοκρατία. Δεν έχει σε κάθε περίπτωση αμφισβητηθεί ότι και οι υπόλοιποι 31 επιβαίνοντες στην επίδικη βάρκα ήταν απαγορευμένοι μετανάστες. Η είσοδος τους βοηθήθηκε από τον κατηγορούμενο, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής πλοήγησε τη βάρκα στην οποία οι μετανάστες επέβαιναν. Για να γίνει μάλιστα κατορθωτό αυτό του έδειξαν πως να πλοηγεί βάρκα και του έδωσαν και πυξίδα υποδεικνύοντας του και την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε και την οποία πυξίδα χρησιμοποίησε. Επομένως και σε σχέση με την κατηγορία 3, ο κατηγορούμενος με την πιο πάνω συμπεριφορά και ενέργειες του, παρείχε συνδρομή σε 31 απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στην Δημοκρατία.
Σε σχέση με το αδίκημα της κατηγορίας 4 σημειώνουμε ότι το άρθρο 19Α (1) του Κεφ. 105, προνοεί τα ακόλουθα:
19Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο με πρόθεση και με σκοπό την αποκόμιση κέρδους βοηθά υπήκοο τρίτης χώρας προκειμένου να εισέλθει ή να διέλθει το έδαφος της Δημοκρατίας ή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, κατά παράβαση του παρόντος Νόμου ή της οικείας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αντίστοιχα, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
Περαιτέρω, στην έκθεση αδικήματος καταγράφεται και το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα. Ταυτόχρονα στις λεπτομέρειες αδικήματος αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι παρείχε βοήθεια σε 31 απαγορευμένους μετανάστες, συνεργώντας με τρίτο πρόσωπο, αλλά πρόθεση και σκοπός αμφότερων ήταν η αποκόμιση χρηματικού κέρδους. Επομένως, αυτό που επί της ουσίας αποδίδεται στον κατηγορούμενο, παρά την ύπαρξη του άρθρου 20 του Κεφ. 154, είναι ότι παρείχε βοήθεια έχοντας σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Έχοντας υπόψη και τις λεπτομέρειες επί του κατηγορητηρίου προχωρούμε να εξετάσουμε το κατά πόσο έχει αποδειχθεί η ενοχή του στον απαιτούμενο βαθμό.
Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης προκύπτει αρχικά ότι για στοιχειοθέτηση του αδικήματος, δεν απαιτείται η απόδειξη παράνομης παραμονής υπηκόου τρίτης χώρας στη Δημοκρατία (βλ. Hemze v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 594). Αρκεί η παροχή βοήθειας προς τέτοιο υπήκοο για να εισέλθει παράνομα στην Κύπρο. Επιπλέον, σύμφωνα με το λεκτικό του νόμου απαιτείται η απόδειξη ότι το πρόσωπο αυτό παρείχε βοήθεια με πρόθεση και σκοπό την αποκόμιση κέρδους.
Συνεπώς σε σχέση με το αδίκημα της κατηγορίας 4 απαιτείται και η απόδειξη του συστατικού στοιχείου της πρόθεσης και του σκοπού της αποκόμισης κέρδους. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ερμηνεία του όρου «σκοπός αποκόμισης κέρδους». Εν προκειμένω έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται περί ποινικής υπόθεσης και, ως τέθηκε και στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 443, οι ποινικοί νόμοι ερμηνεύονται αυστηρά και αν υπάρχει ασάφεια ή αμφιβολία ερμηνεύεται προς όφελος του κατηγορούμενου ακόμα και α οδηγεί στην απαλλαγή του για τεχνικούς λόγους (βλ. επίσης Farooq v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 165/2018, 166/2028, 169/2018, 170/2018 ημερ. 7/9/2020). Περαιτέρω, αποτελεί βασική ερμηνευτική αρχή, ότι τεκμαίρεται πως οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται στους νόμους χωρίς κάποιο νόημα και δεν είναι ταυτολογικές ή περιττές. Πρέπει, εάν είναι δυνατό, να αποδίδεται σημασία σε όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούνται γιατί θεωρείται ότι ο νομοθέτης δεν σπαταλά τις λέξεις του, ούτε αναφέρει κάτι μάταια. (βλ. Φυσεντζίδη ν. K & C Snooker & Pool Entertainment, Πολιτική Έφεση Αρ. 30/2019, ημερ.1.6.2020), ECLI:CY:AD:2020:A171.
Στην υπόθεση Nawaz κ.ά ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 56/21 ημερ. 4/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:D173, τέθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19Α του Κεφ.105:
«Καταγράφεται στον τροποποιητικό Νόμο ότι αυτός ψηφίζεται και για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Απόφαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2002 για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής». Από το σαφές περιεχόμενο του πιο πάνω άρθρου, προκύπτει ότι πρόκειται για τρία ξεχωριστά αδικήματα. Και στα τρία όμως, η υποβοήθηση θα πρέπει να στοχεύει σε κάτι παράνομο. Στα μεν δύο αδικήματα του 19A(1), στην παράνομη είσοδο ή διέλευση, στο δε αδίκημα του 19A(2) στην παράνομη διαμονή. Να σημειωθεί ότι στα αδικήματα του 19A(1) προσετέθη με τον τροποποιητικό Νόμο 46(Ι)/21 και το συστατικό στοιχείο «του σκοπού της αποκόμισης κέρδους». Περαιτέρω αυξήθηκαν και οι ποινές (Άρθρο 5 του τροποποιητικού Νόμου 46(Ι)/21).».
Το κοινοτικό δίκαιο, όπου ο εσωτερικός νόμος παρέχει τέτοια δυνατότητα, ώστε να μην οδηγούμαστε σε λύση contra legem, αποτελεί ερμηνευτικό υπόβαθρο προς «σύμφωνη ερμηνεία». (Βλ. Maria Pupino C-105/03, ημερ. 16.6.05, Γενικός Εισαγγελέας v. Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356 και Θεοδώρου Λεωνίδας ν. Aναφορικά με τον περί Eυρωπαϊκού Eντάλματος Σύλληψης και διαδικασιών παράδοσης εκζητουμένων μεταξύ των κρατών μελών της Eυρωπαϊκής Ένωσης Nόμο 133(I)/2004 (2009) 1 ΑΑΔ 1309.)
Συνεπώς ως προς την ερμηνεία του σχετικού νομοθετήματος θα λάβουμε ως ερμηνευτικό υπόβαθρο το σχετικό κοινοτικό δίκαιο.
Στο προοίμιο τόσο της απόφασης πλαίσιο (ανωτέρω) όσο και της οδηγίας 2002/90/ΕΚ καταγράφεται ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να καταπολεμηθεί η υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης αναφορικά με την παράνομη διάβαση των συνόρων εν στενή έννοια, αλλά και όταν αυτή αποσκοπεί στο να τροφοδοτήσει τα δίκτυα εκμετάλλευσης ανθρώπων. Προκύπτει, συνεπώς, ότι σκοπός του νόμου είναι η λήψη μέτρων για καταστολή δικτύων εκμετάλλευσης ανθρώπων.
Με γνώμονα το πιο πάνω πλαίσιο στο άρθρο 1 της Οδηγίας 2002/90 ΕΚ, προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν ενδεδειγμένες κυρώσεις:
(α) κατά παντός, όστις εκ προθέσεως βοηθά πρόσωπο, το οποίο δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, προκειμένου να εισέλθει ή να διέλθει από το έδαφος κράτους μέλους, κατά παράβαση της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους σχετικά με την είσοδο ή τη διέλευση των αλλοδαπών,
β) κατά παντός, όστις, για κερδοσκοπικούς λόγους, εκ προθέσεως βοηθά πρόσωπο, το οποίο δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, προκειμένου να διαμείνει στο έδαφος κράτους μέλους, κατά παράβαση της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους σχετικά με τη διαμονή των αλλοδαπών.
Στη δε διάταξη (2) του εν λόγω άρθρου προνοείται ότι τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν τη μη επιβολή κυρώσεων για τη συμπεριφορά που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο (α), εφαρμόζοντας την εθνική τους νομοθεσία και πρακτική, εφόσον η συμπεριφορά αυτή αποσκοπεί στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στο συγκεκριμένο πρόσωπο.
Από το λεκτικό της αναφερόμενης Οδηγίας προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έχει διακρίνει μεταξύ της υποβοήθησης εισόδου υπηκόου τρίτου κράτους, η οποία αρκεί να τελείται εκ προθέσεως και της υποβοήθησης για να διαμείνει υπήκοος τρίτου κράτους, η οποία πρέπει να γίνεται εκ προθέσεως και για κερδοσκοπικούς λόγους.
Επιπλέον στο άρθρο 3 της απόφασης πλαίσιο η εκ κερδοσκοπίας διάπραξη των παραβάσεων που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο (α) πρέπει να τιμωρείται με φυλάκιση κατ’ ελάχιστον 8 ετών.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι το αδίκημα της υποβοήθησης μπορεί να τελεστεί εκ προθέσεως χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό. Όμως, όταν τελείται με κερδοσκοπικό σκοπό αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, η οποία θα πρέπει να τιμωρείται με φυλάκιση. Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι η έννοια του κερδοσκοπικού σκοπού είναι διακριτή από την έννοια της πρόθεσης.
Σε σχέση με τα πιο πάνω αδικήματα ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση του Γενικού Εισαγγελέα Jeam Richard De La Tour, ημερομηνίας 7 Νοεμβρίου 2024, στην υπόθεση C‑460/23, η οποία εκκρεμεί για απόφαση από το ΔΕΕ. Συγκεκριμένα ως προς την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 1(α) ανέφερε τα ακόλουθα:
«34. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου στο έδαφος κράτους μέλους στοιχειοθετείται όταν «οποιοσδήποτε» «βοηθά» υπήκοο τρίτης χώρας να εισέλθει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους,…………………………………………….
35. Η έννοια της «υποβοήθησης» περιλαμβάνει όλες τις μορφές τις οποίες είναι δυνατό να λάβει η υποβοήθηση της παράνομης εισόδου στο έδαφος ενός κράτους μέλους, από τη χρηματοδότηση των μέσων μεταφοράς stricto sensu μέχρι τη διαχείριση της μεταφοράς αυτής, την κατάρτιση ή την προμήθεια πλαστών εγγράφων, τη σύναψη εικονικών γάμων ή κάθε άλλο μέσο που διευκολύνει την παράνομη είσοδο.
36. Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης, προβλέποντας κυρώσεις «κατά παντός, όστις» τελεί πράξεις υποβοήθησης, έχει λάβει υπόψη τον αριθμό και την ποικιλομορφία των προφίλ των προσώπων που ενδέχεται να εμπλέκονται, περιλαμβανομένων τόσο εκείνων που ενεργούν μεμονωμένα και αυθορμήτως όσο και εκείνων που ενεργούν στο πλαίσιο οργανωμένης ή συλλογικής δράσης (μεταξύ άλλων, οργανωμένων κυκλωμάτων ή μελών δικτύου διακινητών, όπως διακινητών, επικεφαλής, στρατολόγων ή ακόμη οδηγών, κυβερνητών σκαφών, αγγελιοφόρων, τσιλιαδόρων, πλαστογράφων διαβατηρίων, διαφόρων ειδών προμηθευτών, διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων ή παρεχόντων υπηρεσίες.»
Ως προς το υποκειμενικό στοιχείο, στην παράγραφο 39 των εισηγήσεων του, διέκρινε το αδίκημα της υποβοήθησης εισόδου από το αδίκημα της υποβοήθησης υπηκόου τρίτου κράτους να παραμείνει στο έδαφος κράτους μέλος, υποδεικνύοντας ότι για το τελευταίο απαιτείται ειδικός δόλος (special intent, στο Αγγλικό κείμενο), ήτοι η τέλεση της εν λόγω πράξεως για κερδοσκοπικούς λόγους.
Έχοντας υπόψη το γεγονός ότι η επίδικη διάταξη είναι ποινικής φύσης και ως εκ τούτου αρμόζει η αυστηρή ερμηνεία αυτής και η ανάγκη απόδοσης νοήματος σε όλες στις λέξεις του κειμένου του νόμου καθώς επίσης και τις πρόνοιες του κοινοτικού δικαίου, καταλήγουμε ότι ο όρος «με σκοπό την αποκόμιση κέρδους» έχει την έννοια της ειδικής πρόθεσης. Έτσι λοιπόν θα πρέπει να υφίσταται μαρτυρία ή να συνάγεται από τις περιστάσεις διάπραξης ότι ο κατηγορούμενος υποβοήθησε του υπόλοιπους μετανάστες να εισέλθουν στο έδαφος της Δημοκρατίας με σκοπό το κέρδος. Το ότι κάποιος κατηγορούμενος είχε σκοπό να εισέλθει και ο ίδιος στη Δημοκρατία και υποβοηθώντας άλλους αποκομίζει έμμεσο όφελος ή οικονομική διευκόλυνση ή απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής κομίστρου, δεν επαρκεί. Απαιτείται όπως η τέλεση της πράξης να γίνεται για κερδοσκοπικούς λόγους. Αν ο νομοθέτης ήθελε να μην υφίσταται ο συγκεκριμένος σκοπός θα υιοθετούσε αυτούσιο το κείμενο της Οδηγίας και θα αρκούσε για την κατάφαση της ποινικής ευθύνης η εκ προθέσεως υποβοήθηση ή θα προνοούσε ρητά ότι αρκεί η αποκόμιση άμεσου ή έμμεσου υλικού οφέλους. Περαιτέρω η προσέγγιση ότι αρκεί το γεγονός ότι αποκόμισε όφελος, παραγνωρίζει την ρητή πρόνοια του νόμου ότι απαιτείται σκοπός της αποκόμισης κέρδους και όχι η παρεμπίπτουσα αποκόμιση άμεσου ή έμμεσου οφέλους.
Στην υπό κρίση υπόθεση σκοπός του κατηγορούμενου ήταν ταξιδέψει στην Κύπρο. Για την υλοποίηση του σκοπού αυτού ανέλαβε να πλοηγήσει την επίδικη βάρκα και να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής κομίστρου. Συνεπώς στην υπό κρίση υπόθεση, ο σκοπός του κατηγορούμενου ήταν να εισέλθει στη Δημοκρατία και πράττοντας προς υποβοήθηση των υπολοίπων έλαβε έμμεσο οικονομικό όφελος. Επομένως, ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να κριθεί ότι υποβοήθησε την είσοδο άλλων απαγορευμένων μεταναστών με σκοπό το κέρδος υπό την έννοια που αποδίδεται σε αυτό.
Προχωρούμε να εξετάσουμε την ευθύνη του κατηγορουμένου αναφορικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες κατά παράβαση του του Πρωτοκόλλου ΙΙΙ κατά του Λαθρεμπορίου Μεταναστών δια Εδάφους, Θαλάσσης και Αέρος της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.
Η κατηγορία 5 αφορά, ως έχουμε αναφέρει προηγουμένως, το αδίκημα της συμμετοχής σε λαθρεμπόριο μεταναστών κατά παράβαση του Πρωτοκόλλου ΙΙΙ κατά του Λαθρεμπορίου Μεταναστών δια Εδάφους, Θαλάσσης και Αέρος της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.
Η Κυπριακή Δημοκρατία με τον Νόμο 11(ΙΙΙ)/2003 κύρωσε και ένταξε στην εσωτερική έννομη τάξη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και τα Πρωτόκολλα της.
Το άρθρο 10 του εν λόγω Νόμου προνοεί ότι:
«Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 5 και παρά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα, τα δικαστήρια της δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα κατά παράβαση των διατάξεων 5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (1) και (2) του Άρθρου 15 της Σύμβασης».
Η πιο πάνω πρόνοια απαντά και στο επιχείρημα της κυρίας Παυλίδου ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει αδικήματα στη βάση της Σύμβασης. Επιπλέον, ούτε το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η Σύμβαση του ΟΗΕ επειδή υφίσταται η απόφαση πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, μας βρίσκει σύμφωνους. Σημειώνουμε, κατ’ αρχάς, ότι η εν λόγω απόφαση καθορίζει τη δικαιοδοσία για δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος μεταξύ των κρατών μελών κάτι που δεν ισχύει στην εδώ περίπτωση. Επίσης το άρθρο 7 της απόφασης καθορίζει ρητά ότι δεν αποκλείει την άσκηση δικαιοδοσίας επί ποινικών υποθέσεων, όπως την έχει θεσπίσει ένα κράτος μέλος σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία. Επομένως το σχετικό επιχείρημα της υπεράσπισης δεν μπορεί να γίνει δεκτό.
Το άρθρο 10 του Κυρωτικού Νόμου, μας οδηγεί στην Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος (United Nations Convention Against Transnational Organised Crime and The Protocols thereto), η οποία σύμφωνα με το άρθρο 37, θα συμπληρώνεται με ένα ή περισσότερα Πρωτόκολλα και που αυτά με τη σειρά τους θα ερμηνεύονται μαζί με τη Σύμβαση.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 8 του Κυρωτικού Νόμου, κάθε πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή και με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες.
Στην υπό κρίση υπόθεση σχετικό είναι το άρθρο 6 1.(α) του Τρίτου Πρωτόκολλου της Σύμβασης, με τον τίτλο Protocol against the Smuggling of Migrants by Land, Sea and Air, supplementing the United Nations Convention Against Transnational Organised Crime. Σε αυτό προνοείται ότι:
«1. Each State Party shall adopt such legislative and other measures as may be necessary to establish as criminal offences, when committed intentionally and in order to obtain, directly or indirectly, a financial or other material benefit:
(a) The smuggling of migrants;
…………………………………………………………………………………………….
Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου ο όρος «smuggling of migrants» έχει την ακόλουθη έννοια:
«Smuggling of migrants” shall mean the procurement, in order to obtain, directly or indirectly, a financial or other material benefit, of the illegal entry of a person into a State Party of which the person is not a national or a permanent resident. »
Προκύπτει από τα ανωτέρω ο ημεδαπός Νόμος παραπέμπει στο Πρωτόκολλο, το οποίο καθιστά ποινικό αδίκημα την λαθραία διακίνηση μεταναστών. Ως λαθραία μετακίνηση μεταναστών νοείται η εξασφάλιση παράνομης εισόδου σε κάποιο κράτος μέλος ενώ το εν λόγω πρόσωπο δεν είναι υπήκοος ή δεν έχει άδεια μόνιμης διαμονής στο εν λόγω κράτος, με σκοπό την αποκόμιση άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ή άλλου υλικού ανταλλάγματος.
Συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η εξασφάλιση της παράνομης εισόδου, η οποία πρέπει να γίνεται με σκοπό την αποκόμιση άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους.
Επίσης, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι στο προοίμιο του Πρωτοκόλλου καταγράφεται μεταξύ άλλων η ανάγκη να παρέχεται στους μετανάστες ανθρώπινη μεταχείριση και πλήρης προστασία των δικαιωμάτων τους. Έτσι, όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα της Π. Νάσκου-Περράκη Δικαιώματα του Ανθρώπου, Παγκόσμια και Περιφερειακή Προστασία 3η έκδοση, 2022, σελ.397, η λαθροδιακίνηση είναι παράνομη πρακτική που διενεργείται από εγκληματικές ομάδες και αντιβαίνει στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι οι πρόνοιες του Πρωτοκόλλου σκοπεύουν και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών.
Στην υπό κρίση περίπτωση να πούμε αρχικά ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο πλοηγός της επίδικης βάρκας κατά το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μέχρι και τη στιγμή του εντοπισμού της από την Λιμενική αστυνομία. Από την ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία αυτό έχει αποδειχθεί πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας.
Μετά από τα πιο πάνω οδηγούμαστε στην εξέταση κατά πόσο ο κατηγορούμενος συμμετείχε στο λαθρεμπόριο μεταναστών με σκοπό να αποκομίσει άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος, δεδομένου ότι για απόδειξη του αδικήματος τη πέμπτης κατηγορίας απαιτείται και η στοιχειοθέτηση του στοιχείου της αποκόμισης οικονομικού οφέλους. Η συμμετοχή του στη μεταφορά παράνομων μεταναστών στη Δημοκρατία προκύπτει αρχικά από τον ρόλο του ως πλοηγού της βάρκας. Το κατά πόσο τώρα είχε άμεσο ή έμμεσο όφελος, κάτι που θα τον έντασσε στο λαθρεμπόριο μεταναστών, να τεθεί ότι τόσο το άρθρο 2 της Σύμβασης όσο και το άρθρο 6(1) του Πρωτοκόλλου δεν απαιτούν την ύπαρξη άμεσου οικονομικού οφέλους για κατάληξη ότι κάποιος ενέχεται στη διάπραξη του αδικήματος. Αρκεί ακόμα και το έμμεσο όφελος εφόσον βέβαια γίνεται με πρόθεση. Το έμμεσο οικονομικό όφελος μπορεί να έχει διάφορες μορφές με μία από αυτές να είναι η μη καταβολή ποσού, που σε διαφορετική περίπτωση θα καταβαλλόταν, για μεταφορά προσώπου. Στην εδώ περίπτωση ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε να πλοηγήσει τη βάρκα με αντάλλαγμα να μην πληρώσει οποιοδήποτε ποσό, ως οι υπόλοιποι επιβάτες. Γνώριζε ότι στη βάρκα θα επέβαιναν παράνομοι μετανάστες, ως ήταν και ο ίδιος, αφού σκοπός ήταν η μετάβαση στην Κύπρο διά της θαλάσσιας οδού και κατόπιν συνεννόησης και συμφωνίας με πρόσωπο που κατονομάζει στην κατάθεση του και που προκύπτει ότι ήταν διακινητής παράνομων μεταναστών. Συνεπώς η μη καταβολή του ποσού που οι υπόλοιποι επιβαίνοντες κατέβαλαν αποτελεί έμμεσο οικονομικό όφελος κάτι που σε συνάρτηση με τα όσα πιο πάνω αναφέραμε αποδεικνύει την συμμετοχή του σε λαθρεμπόριο μεταναστών.
Παραμένει προς εξέταση το αδίκημα της κατηγορίας 8 για το αδίκημα της συμμετοχής σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 του Ν.11(ΙΙΙ)/2003 και του άρθρου 5(1)(α)(ΙΙ)(a) της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των Συμπληρωματικών σε αυτήν Πρωτοκόλλων.
Το άρθρο 5(1)(α)(ii) της Σύμβασης επί του οποίου εδράζεται η κατηγορία 8 προνοεί ότι:
«1. Each State Party shall adopt such legislative and other measures as may be necessary to establish as criminal offences, when committed intentionally:
(a) Either or both of the following as criminal offences distinct from those involving the attempt or completion of the criminal activity:
……………………………………………………………………………………………
(ii) Conduct by a person who, with knowledge of either the aim and general criminal activity of an organized criminal group or its intention to commit the crimes in question, takes an active part in:
a. Criminal activities of the organized criminal group;»
…………………………………………………………………………………………».
Το τι αποτελεί οργανωμένη εγκληματική ομάδα ερμηνεύεται από το άρθρο 2 της Σύμβασης ως ακολούθως:
«For the purposes of this Convention:
(a) “Organized criminal group” shall mean a structured group of three or more persons, existing for a period of time and acting in concert with the aim of committing one or more serious crimes or offences established in accordance with this Convention, in order to obtain, directly or indirectly, a financial or other material benefit;
(b) “Serious crime” shall mean conduct constituting an offence punishable by a maximum deprivation of liberty of at least four years or a more serious penalty;
(c) “Structured group” shall mean a group that is not randomly formed for the immediate commission of an offence and that does not need to have formally defined roles for its members, continuity of its membership or a developed structure;
…………………………………………………………………………………………».
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος αυτό που αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι, στη Συρία, στο Λίβανο και σε Διεθνή χωρικά ύδατα ενώ γνώριζε τον σκοπό και την εγκληματική δραστηριότητα εγκληματικής ομάδας συμμετείχε ενεργά στο λαθρεμπόριο μεταναστών.
Έχουμε ήδη αποφανθεί, εξετάζοντας την πέμπτη κατηγορία ότι ο κατηγορούμενος συμμετείχε εν γνώση του στο λαθρεμπόριο μεταναστών. Για στοιχειοθέτηση βέβαια της κατηγορίας 8 θα πρέπει να αποδειχθεί ότι συμμετείχε ενεργά. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι και αυτό το στοιχείο έχει αποδειχθεί. Η αποδοχή του να πλοήγηση τη βάρκα κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του ταξιδιού αλλά και για να το πράξει έκανε μαθήματα πλοήγησης δεν μπορεί παρά να κριθεί ως ενεργός συμμετοχή στο λαθρεμπόριο μεταναστών. Δεν είναι από τις περιπτώσεις που απλώς γνώριζε να πλοηγεί βάρκα και αποδέχθηκε να το πράξει για να πετύχει την είσοδο του στη Δημοκρατία. Εκδήλωσε την εγκληματική συμπεριφορά αποδεχόμενος να μην καταβάλει οποιοδήποτε ποσό αλλά και έλαβε γνώση από τους διακινητές, κατόπιν συμφωνίας μαζί τους, για να χειρίζεται σκάφος με σκοπό την επιτυχία του στόχου που δεν ήταν άλλος από την δική του είσοδο στη Δημοκρατία αλλά και 31 άλλων παράνομων μεταναστών. Του δόθηκε πυξίδα για την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε και σε κατοπινό στάδιο επικοινωνούσε με τρίτο πρόσωπο και λάμβανε καθοδήγηση. Το ότι πρόκειται για σοβαρό έγκλημα (serious crime) προκύπτει από την ποινή που προβλέπεται και που είναι ποινή φυλάκισης πέραν των 4 ετών ως το άρθρο 2 της Σύμβασης ερμηνεύει τον όρο σοβαρό έγκλημα. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου 11(ΙΙΙ)/20003 προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 10 χρόνια ή και χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ. 50.000.
Το ζήτημα που παραμένει είναι αν η ενεργή συμμετοχή του εκδηλώθηκε εντός των πράξεων εγκληματικής ομάδας.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του τεκμήριο 8 (μετάφραση στα Ελληνικά Τεκμήριο 9), αναφέρει το πρόσωπο με το οποίο είχε επικοινωνία αλλά και όλη τη διαδικασία που ακολουθήθηκε μέχρι και την ημέρα της επιβίβασης των παράτυπων μεταναστών στην επίδικη βάρκα. Μετά που συμφώνησε να συμμετάσχει στο όλο εγχείρημα και μια εβδομάδα μετά το ταξίδι, μέλη της ομάδας τον παρέλαβαν από το σπίτι του και τον μετέφεραν σε άλλη πόλη που δεν μπορούσε να διευκρινίσει εάν ήταν στο Λίβανο ή στη Συρία. Τα μέλη της ομάδας του διασφάλιζαν το φαγητό και τα τσιγάρα του και όλες οι μετακινήσεις του γίνονταν κατά τις βραδινές ώρες. Τρεις μέρες πριν το ταξίδι έλαβε μαθήματα πλοήγησης βάρκας. Τέλος μεταφέρθηκε σε μια παράλια που δεν γνώριζε εάν ήταν στο Ταρτούς ή στη Συρία, αλλά του υπέδειξαν ότι πρέπει αν αναφέρει στις αρχές της Δημοκρατίας ότι ξεκίνησαν από το Ταρτούς της Συρίας. Η πιο πάνω υπόδειξη δεικνύει συγκεκριμένη πρόθεση από μέρους των διοργανωτών, αλλά και ανησυχία να μην ειπωθεί ότι ξεκίνησαν από άλλο κράτος. Επομένως προκύπτει ότι δεν ξεκίνησαν από τη Συρία, αφού εάν ξεκινούσαν από τη Συρία δεν θα υπήρχε λόγος να του γίνει η πιο πάνω υπόδειξη. Στη βάρκα αυτή υπήρχε τροφή και νερό αλλά και καύσιμα για το ταξίδι. Τα πιο πάνω στοιχεία καταδεικνύουν οργάνωση και συντονισμό για επίτευξη του σκοπού που δεν ήταν άλλος από την παράνομη μεταφορά προσώπων στην Δημοκρατία έναντι οικονομικού οφέλους που προερχόταν από τους ίδιους τους μετανάστες που κατέβαλλαν ποσό υπό τύπον κομίστρου.
Τα πιο πάνω στοιχεία συνεπώς δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν, χωρίς ίχνος αμφιβολίας, σε κατάληξη ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης εν τη εννοία του νόμου, εντός της οποίας έδρασε και ο κατηγορούμενος. Να προσθέσουμε εδώ ότι σε έκθεση της ημερομηνίας 3/11/2000 η ad hoc επιτροπή του ΟΗΕ (Report of the Ad Hoc Committee on the Elaboration of a Convention against Transnational Organized Crime on the work of its first to eleventh sessions), έθεσε στα ερμηνευτικά σχόλια της ότι ο όρος «structured group» ερμηνεύεται υπό ευρεία έννοια έτσι ώστε να περιλαμβάνει και ομάδες με ή χωρίς ιεραρχική δομή όπου ακόμα και οι ρόλοι των μελών τους δεν είναι επίσημα καθορισμένοι. Ο λόγος θεωρούμε είναι προφανής και είναι για να περιλαμβάνει και περιπτώσεις που δεν υπάρχει οργάνωση όπως λόγου χάριν σε μία εταιρεία με καταστατικό και ιεραρχική δομή, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η αποτροπή διάπραξης αδικημάτων από πρόσωπα που δρουν κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους για διακίνηση μεταναστών με σκοπό το κέρδος.
Το αδίκημα τέλος, διαπράχθηκε σε περισσότερα από ένα κράτος αφού πρόκειται για Σύριους μετανάστες που ξεκίνησαν από άλλο κράτος και εντοπίστηκαν σε Διεθνή χωρικά ύδατα, γεγονός που αποδεικνύει και τον διεθνικό χαρακτήρα του αδικήματος (transnational offence) σύμφωνα με το άρθρο 3(2)(α) της Σύμβασης.
Τέλος, προχωρούμε να εξετάσουμε τα αδικήματα που εδράζονται στον Ποινικό Κώδικα.
Σε σχέση με τις κατηγορίες 6 και 7, αυτές αφορούν τα αδικήματα της συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων τελούμενων στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση κατά παράβαση αντίστοιχα των άρθρων 63Β και 63Α του Ποινικού Κώδικα.
Αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι διέπραξε τα πιο πάνω αδικήματα στη Συρία, στον Λίβανο και σε Διεθνή χωρικά ύδατα.
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο εγκληματική συμπεριφορά βασίζεται στις πιο πάνω διατάξεις του Ποινικού Κώδικα επί των οποίων καλούμαστε να αποφανθούμε ως προς την ενοχή του, για αδικήματα που κατ’ ισχυρισμόν έλαβαν χωρά εκτός του εδάφους της Δημοκρατίας και σε διεθνή ύδατα.
Το ερώτημα που ανακύπτει και χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση οι διατάξεις του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα.
Αποτελεί θεμελιωμένη αρχή, η οποία ισχύει τόσο στο ποινικό όσο και στο αστικό δίκαιο, ότι ζητήματα δικαιοδοσίας που αφορούν υπόθεση η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση, εξετάζονται από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε με πρωτοβουλία των διαδίκων είτε αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. Σχετικά παραπέμπουμε στην απόφαση Δήμου Λευκωσίας ν. Νικολάου (2008) 2 ΑΑΔ 361. Συνεπώς, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα ακόμα και σε περίπτωση που δεν εγείρεται από την υπεράσπιση.
Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, η ποινική εξουσία του κράτους ασκείται, κατ’ αρχήν, μόνο μέσα στα όρια της κυριαρχίας του ως αυτή αναγνωρίζεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο (βλ .Χ. Παπαχαράλαμπους Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, τόμος 1, σελ.57).
Να υπενθυμίσουμε ότι με βάση τα ευρήματα μας η επίδικη βάρκα εντοπίστηκε σε απόσταση 20 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του Κάβο Γκρέκο. Σύμφωνα τώρα με τον Περί Αιγιαλίτιδας Ζώνης Νόμος 45/1964 και συγκεκριμένα το άρθρο 3, προβλέπεται ότι η χωρική θάλασσα της Δημοκρατίας εκτείνεται σε ακτίνα 12 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεις. Γραμμές βάσης σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου σημαίνει τις γραμμές κατά μήκος των ακτών της Δημοκρατίας οι γεωγραφικές συντεταγμένες των οποίων κατατέθηκαν στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Δεν έχουμε μαρτυρία ως προς το σημείο που φθάνουν οι γραμμές βάσεις και αν από το σημείο εκείνο η απόσταση που εντοπίστηκε η βάρκα είναι εντός των 12 ναυτικών μιλίων έτσι ώστε να θεωρείται ότι βρισκόταν εντός των Κυπριακών χωρικών υδάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως από τις λεπτομέρειες των αδικημάτων των κατηγοριών 6 και 7 η αναφορά είναι για Συρία, Λίβανο και Διεθνή χωρικά ύδατα. Δεν υπάρχει αναφορά για διάπραξη των αδικημάτων στα χωρικά ύδατα της Κύπρου.
Τα άρθρα τώρα 5 και 6 του Ποινικού Κώδικα που υπάγονται κάτω από τον τίτλο Εφαρμογή εντός και εκτός της Εδαφικής Κυριαρχίας, καθορίζουν που τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις τους σε σχέση με τη διάπραξη αδικημάτων. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται αδικήματα που διαπράχθηκαν, κάτω από τις περιστάσεις και γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, στη Συρία, στο Λίβανο ή και σε Διεθνή χωρικά ύδατα. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα στην παρούσα υπόθεση στη βάση πάντα των δικών της γεγονότων. Ούτε όμως και το άρθρο 10 του Νόμου 11(ΙΙΙ)/2003 και που θέσαμε πιο πάνω, είναι δυνατόν να διαφοροποιήσει την κατάληξη μας. Είναι σαφές ότι και παρά την επιφύλαξη των διατάξεων 5 και 6 του Κεφ. 154, τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αυτά τα αδικήματα ακριβώς που διαπράττονται κατά παράβαση των διατάξεων της Σύμβασης και όχι αυτά που διαπράττονται κατά παράβαση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα τη στιγμή που η διάπραξη τους έλαβε χώρα σε έδαφος άλλο από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως η εδώ περίπτωση. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι τα αδικήματα δεν διαπράχθηκαν σε χώρο που ασκούν κυριαρχία οι αρχές της Δημοκρατίας και που θα έθεταν σε εφαρμογή το Εθνικό Δίκαιο.
Οι κατηγορίες δεν μπορούν να διασωθούν με την εισήγηση του κ. Κουτσόφτα ότι η Δημοκρατία πέραν από αιγιαλίτιδα ζώνη διαθέτει και ΑΟΖ. Πέραν από το ότι η ΑΟΖ δεν εμπίπτει στην έννοια του εδάφους, ως εξηγείται ανωτέρω, υπό το διεθνές δίκαιο στην ΑΟΖ το παράκτιο διατηρεί κυριαρχικά δικαιώματα αναφορικά μόνο με την έρευνα, εκμετάλλευση, και διατήρηση των φυσικών πόρων. Αναγνωρίζεται επίσης δικαιοδοσία για τοποθέτηση και χρησιμοποίηση τεχνητών νησιών και εγκαταστάσεων, για τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα και διάσωση του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση. Σχετικά παραπέμπουμε στο σύγγραμμα του Ε. Ρούκουνα Διεθνές Δίκαιο, τεύχος δεύτερο, 2η έκδοση, 2006, σελ.193.
Ως εκ τούτου και στη βάση των πιο πάνω, οι κατηγορίες 6 και 7 δεν μπορούν παρά να είναι έκθετες σε απόρριψη.
Σε σχέση με το αδίκημα της κατηγορίας 2 σημειώνουμε ότι αυτό εδράζεται στο άρθρο 240 του Π.Κ. το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
Όποιος, εν γνώσει του ή εξ αμέλειας μεταφέρει ή συντελεί στη μεταφορά προσώπου με κόμιστρο διά μέσου υδάτινης οδού, με ανασφαλή σκάφος είτε λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκεται είτε λόγω υπερφόρτωσης, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δώδεκα έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
Στην υπό κρίση υπόθεση αυτό που αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι νότια του Κάβο Γκρέκο σε Κυπριακά χωρικά ύδατα συντέλεσε στη μεταφορά 31 παράνομων μεταναστών.
Αυτό που χρήζει εξέτασης είναι το κατά πόσο το εν λόγω αδίκημα διαπράχθηκε όντως εντός των χωρικών υδάτων. Το ερώτημα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με το κατά πόσο ο κατηγορούμενος συντέλεσε στη μεταφορά των 31 προσώπων με το ισχυριζόμενο ανασφαλές σκάφος.
Είναι αποδεκτό από την ενώπιον μας μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος οδήγησε την επίδικη βάρκα κατά το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Όμως δεν την οδήγησε εντός των χωρικών υδάτων, καθότι μεσολάβησε επιχείρηση διάσωσης των επιβαινόντων.
Όμως, επίδικο δεν είναι εάν την οδήγησε την βάρκα εντός των χωρικών υδάτων αλλά το εάν συντέλεσε στη μεταφορά των επιβαινόντων προς Κύπρο. Επομένως κρίσιμο στοιχείο είναι το εάν συντέλεσε στη μεταφορά. Για αυτό ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, αφού ήταν ο κύριος πλοηγός της βάρκας μέχρι του σημείου που διασώθηκε. Συνακόλουθα κρίνουμε ότι με την είσοδο των μεταναστών, κατόπιν επιχείρησης διάσωσης οι μετανάστες μεταφέρθηκαν στην Κύπρο, εν τη εννοία του Νόμου, και ως εκ τούτου το αδίκημα έλαβε χώρα και στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας και συνακόλουθα έχουμε δικαιοδοσία για την εκδίκασή του.
Ως προς το στοιχείο του ανασφαλούς σκάφους προκύπτει ότι η επίδικη βάρκα ήταν μήκους πέντε μέτρων και σε αυτή συνωστίζονταν 32 συνολικά άτομα, συμπεριλαμβανομένου και του κατηγορούμενου. Περαιτέρω, ως προκύπτει από τη φωτογραφία τεκμήριο 2, η επίδικη βάρκα ήταν σε τέτοια βαθμό υπερφορτωμένη, ώστε εξόφθαλμα ήταν ανασφαλής. Άλλωστε δεν έχει αμφισβητηθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ότι ήταν ανασφαλής. Συνεπώς αποτελεί κατάληξή μας ότι το επίδικο σκάφος ήταν ανασφαλές.
Τέλος, από την ενώπιον μας μαρτυρία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος με το που επιβιβάστηκε ο ίδιος στο σκάφος διαπίστωσε τον αριθμό των ατόμων που επέβαιναν σε αυτό. Από την έκταση της υπερφόρτωσης ήταν προφανές και διαπιστώσιμο αμέσως ότι το σκάφος ήταν ανασφαλές. Παρά ταύτα ο κατηγορούμενος ουσιαστικά αγνόησε το προφανές και προχώρησε με το εγχείρημα της πλοήγησης της βάρκας. Ο κατηγορούμενος με την πράξη του να πλοηγήσει τη βάρκα το ολιγότερο που έπραξε ήταν να εθελοτυφλεί ως προς τον στοιχείο του ανασφαλούς σκάφους. Η εθελοτυφλία στην παρούσα ισοδυναμεί με γνώση. Σχετικά παραπέμπουμε στην απόφαση Hodfield v. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 ΑΑΔ 414. Συνακολούθα κρίνουμε ότι ο κατηγορούμενος εν γνώση του συνετέλεσε στη μεταφορά των μεταναστών με ανασφαλές σκάφος.
Καταληκτικά η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες 1,2,3,5 και 8 σε αντίθεση με τις κατηγορίες 4,6 και 7.
Συνεπώς βρίσκουμε ένοχο τον κατηγορούμενο στις κατηγορίες 1, 2, 3, 5 και 8 ενώ αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες 4, 6 και 7.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο