
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 5205/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
ΗΗ
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 7 Απριλίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: o κ. Μ. Κουτσόφτας με την κα Λαούρη, ασκούμενη δικηγόρο.
Για τον κατηγορούμενο: Καμία εμφάνιση.
Κατηγορούμενος παρών.
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε 5 κατηγορίες που αφορούν αδικήματα κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ.105, αδικήματα κατά παράβαση του Kυρωτικού Νόμου 11(ΙΙΙ)/2003 Περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και αδίκημα κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Ειδικότερα, σε σχέση με τον Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο Κεφ.105, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος στο αδίκημα της εισόδου απαγορευμένου μετανάστη, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(ι)(κ)(λ)(μ)(2) και 19(2), (κατηγορία 1) και της συνδρομής σε απαγορευμένο μετανάστη να εισέλθει στη Δημοκρατία, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(ι)(κ)(λ)(μ)(2) και 19(ζ) (κατηγορία 3).
Αναφορικά με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή του σε λαθρεμπόριο μεταναστών, κατά παράβαση των άρθρων 2, 8 του κυρωτικού Νόμου 11(III)/2003, (κατηγορία 5) και για συμμετοχή του σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 του ίδιου Νόμου (κατηγορία 8).
Τέλος, σε σχέση με αδικήματα του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της μεταφοράς προσώπων δια της υδάτινης οδού με υπερφορτωμένο σκάφος, κατά παράβαση του άρθρου 240 (κατηγορία 2 ).
Να λεχθεί ότι ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε και άλλες κατηγορίες, ήτοι τις κατηγορίες 4, 6 και 7, στις οποίες έχει αθωωθεί για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογημένη απόφαση μας που δόθηκε στις 19/3/2025.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου με το περισσότερο μέρος τους να περιλαμβάνεται στα ευρήματα μας τα οποία και παραθέτουμε για σκοπούς της παρούσας.
Στις 13/4/2024 και ώρα 20:15, η άκατος Θησέας αναχώρησε από τον ναυτικό σταθμό Λάρνακας για περιπολία. Στις 22:00 εντόπισε στόχο να πλέει σε συγκεκριμένο στίγμα και αφού έσπευσε στο σημείο διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για σκάφος μήκους 5 μέτρων επί του οποίου επέβαιναν 31 συνολικά άτομα και η μηχανή του ήταν ανενεργή. Το σκάφος εντοπίστηκε στα 20 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Κύπρου. Οι επιβαίνοντες περισυνελλέγησαν και μεταφέρθηκαν στο Λιμάνι Λάρνακας, το δε σκάφος αφέθηκε στο σημείο, καθότι ήταν δύσκολο να ρυμουλκηθεί. Οι πλείστοι επιβαίνοντες ήταν Σύριοι. Με την αποβίβαση των μεταναστών στο Λιμάνι Λάρνακος λήφθηκε μαρτυρία από άλλους επιβαίνοντες ότι ο πλοηγός ήταν ο κατηγορούμενος. Ο κατηγορούμενος συνελήφθη κατόπιν Δικαστικού εντάλματος. Ο κατηγορούμενος κατάγεται από τη Συρία. Προσεγγίστηκε από τρίτο πρόσωπο για να ταξιδέψει στην Κύπρο. Αποδέχθηκε να μάθει να πλοηγεί βάρκα και να οδηγήσει προς την Κύπρο χωρίς να καταβάλει ο ίδιος αντάλλαγμα. Μια βδομάδα πριν το ταξίδι μεταφέρθηκε από συνεργάτη του τρίτου προσώπου σε συγκεκριμένη τοποθεσία και τρεις μέρες πριν το ταξίδι άλλα πρόσωπα του έδειξαν πως να πλοηγεί βάρκα. Μετά το πέρας το μαθημάτων, το βράδυ πριν το ταξίδι, μεταφέρθηκε εκ νέου σε μια παραλία που ο ίδιος δεν γνώριζε εάν ήταν στο Λίβανο ή στη Σύρια. Του ειπώθηκε πως στις αρχές της Κύπρου θα πρέπει να αναφέρει ότι αναχώρησαν από το Ταρτούς της Συρίας. Όταν ο ίδιος επιβιβάστηκε στη βάρκα είχαν ήδη επιβιβαστεί αρκετά άτομα. Του δόθηκε μια πυξίδα και έπρεπε να την ακολουθεί. Όταν η πυξίδα έπεσε στη θάλασσα είχε επικοινωνία μέσω κάποιας συσκευής με τρίτο πρόσωπο το οποίο τους εξηγούσε τη διαδρομή. Στην αρχή οδηγούσε κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο ακολούθως αποχώρησε. Τις πλείστες ώρες οδηγούσε ο κατηγορούμενος. Η βάρκα ήταν υπερφορτωμένη και που την καθιστούσε ανασφαλή.
Αναφέρθηκε από πλευράς της κατηγορούσας αρχής ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Για σκοπούς επιβολής ποινής ετοιμάστηκε έκθεση του γραφείου ευημερίας όπου καταγράφονται οι προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.
Πριν όμως προχωρήσουμε στους μετριαστικούς παράγοντες θα πρέπει να διευκρινιστεί το ζήτημα της ηλικίας του κατηγορούμενου αφού η θέση της υπεράσπισης είναι ότι η ηλικία του τελευταίου είναι αυτή των 19 ετών ενώ στην έκθεση του γραφείου ευημερίας αναφέρεται ότι, σύμφωνα με έρευνα του αρχείου, είναι ηλικίας 24 ετών. Αναφορά επί του ζητήματος αυτού έγινε και από την ΜΚ2 κατά την ακρόαση της υπόθεσης η οποία και κατέθεσε το τεκμήριο 5 όπου καταγράφεται ότι ο κατηγορούμενος είναι ενήλικας με την ηλικία του να είναι τουλάχιστον 19-21 ετών. Κατέστη αναγκαία η ετοιμασία του τεκμηρίου 5 αφού και πριν καν απαντήσει στις κατηγορίες ο κατηγορούμενος, αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση ότι ήταν ενήλικας. Η αμφισβήτηση αυτή άρθηκε με την ετοιμασία του τεκμηρίου 5 οπόταν και απάντησε στις κατηγορίες. Το εν λόγω τεκμήριο κατατέθηκε κατά την ακρόαση χωρίς το περιεχόμενο του να αμφισβητείται. Επί του προκειμένου θεωρούμε ότι είτε ο κατηγορούμενος είναι 19 ετών είτε 20 είτε 21 πρόκειται και πάλι για νεαρό άτομο. Σημειώνουμε όμως ότι από την αποδεκτή μαρτυρία η ηλικία του είναι τουλάχιστον 19-21 ετών. Να προσθέσουμε εδώ ότι στην αγόρευση της η συνήγορος του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος έχει δύο αδέλφια με την αδελφή του να είναι 21 ετών. Στην έκθεση του γραφείου ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από την υπεράσπιση, αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος είναι το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας. Συνεπώς ο κατηγορούμενος όχι μόνο δεν μπορεί να είναι 19 ετών αλλά ακόμα μεγαλύτερος και από 21 ετών, δεδομένου ότι είναι το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας και η αδελφή του, που προφανώς είναι μικρότερη, είναι ηλικίας 21 ετών.
Επανερχόμενοι στο περιεχόμενο της έκθεσης του γραφείου ευημερίας, καταγράφεται ότι κατάγεται από τη Συρία και είναι άγαμος και άτεκνος. Είναι το μεγαλύτερο παιδί πενταμελούς οικογένειας με τους γονείς του να αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. Είναι ο μόνος που στήριζε οικονομικά την οικογένεια του αφού ο πατέρας του δεν εργάζεται λόγω προβλημάτων υγείας. Φοίτησε για έξι χρόνια σε σχολείο αλλά σταμάτησε για να εργαστεί. Απασχολήθηκε σε κατάστημα ένδυσης και το 2024 ήρθε στην Κύπρο για καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας. Υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου που απορρίφθηκε.
Η συνήγορος υπεράσπισης για σκοπούς μετριασμού της ποινής αναφέρθηκε και αυτή με τη σειρά της στις προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις του κατηγορούμενου. Έθεσε η κα Παυλίδου ότι ο κατηγορούμενος, λόγω του νεαρού της ηλικίας του έχει το ελαφρυντικό της παρορμητικότητας και ανωριμότητας και το μέλλον του δεν έχει ακόμα προδιαγραφεί. Εργαζόταν σε κατάστημα ρούχων με πολύ χαμηλά εισοδήματα και λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε αποφάσισε να έρθει στην Κύπρο για καλύτερες ευκαιρίες εργασίας. Ο πατέρας του είναι άρρωστος ενώ η μητέρα του δεν εργάζεται με αποτέλεσμα η οικογένεια του να εξαρτάται αποκλειστικά από αυτόν ο οποίος εργαζόταν για να μπορούν να διαβιώσουν. Είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και αποφάσισε να έρθει στην Κύπρο για να ξεφύγει από τα δεινά της χώρας του. Ο κατηγορούμενος δεν έχει κανένα υποστηρικτικό πλαίσιο στην Κύπρο αφού δεν έχει ούτε φίλους ούτε και συγγενείς. Αναφερόμενη στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων η συνήγορος υπεράσπισης έθεσε εν πρώτοις ότι τα όσα αναφέρει είναι στα πλαίσια μετριασμού της ποινής χωρίς αποδοχή του κατηγορούμενου για την ενοχή του. Πρόβαλε ότι δεν επήλθε καμία θραύση της ειρηνευμένης κατάστασης του έννομου αγαθού της εθνικής ασφάλειας και ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας αφού δεν διαπέρασε τα σημεία των συνόρων της Δημοκρατίας αλλά ούτε και του συνοριακού ελέγχου. Ήταν η Λιμενική Αστυνομία που τους παρέλαβε και τους οδήγησε στο έδαφος της Κύπρου. Ανέφερε περαιτέρω ότι δεν έλαβε χρήματα από οποιονδήποτε και δεν είναι ο ιδιοκτήτης της βάρκας αλλά ούτε και ο λαθρέμπορας και ο διοργανωτής του ταξιδιού. Έθεσε επίσης η κα Παυλίδου ότι η βάρκα επιλέχθηκε από τον διοργανωτή και όχι από τον κατηγορούμενο όπως αποφασίστηκε και ο αριθμός των επιβατών που ήταν μόλις 31 άτομα. Ανέφερε περαιτέρω η κα Παυλίδου ότι δεν είναι μέλος οποιασδήποτε εγκληματικής οργάνωσης και ότι όλοι οι επιβάτες έφθασαν σώοι και αβλαβείς. Ο διακινητής είχε εκμεταλλευτεί την ευάλωτη θέση του κατηγορούμενου λόγω του ότι προέρχεται από μία πολύ φτωχή οικογένεια. Ήταν η εισήγηση της κυρίας Παυλίδου ότι ελλείπει σήμερα η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών ενόψει της αλλαγής δεδομένων μετά την επίλυση του προβλήματος αυξημένης ροής μεταναστών με βάρκες. Τόνισε η συνήγορος ότι η μη παραδοχή του κατηγορούμενου δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα και η μη δίωξη των λαθρεμπόρων θα πρέπει να επιφέρει έκπτωση στην ποινή δεδομένου ότι είχε κατονομάσει τον διακινητή. Παρά ταύτα δεν υπήρξε ποινική δίωξη αυτού του ατόμου. Το ότι κατονόμασε τον διακινητή καταδεικνύει και τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές. Απουσιάζουν, κατά την εισήγηση της συνηγόρου υπεράσπισης και οι επιβαρυντικοί παράγοντες σε τέτοιας φύσεως αδικήματα. Έθεσε σαν εξωδικαστηριακή τιμωρία το ότι οι γονείς του και τα αδέλφια του οικονομικά εξαρτώνται αποκλειστικά από τον ίδιο και συνεπώς η ενδεχόμενη επιβολή ποινής φυλάκισης θα έχει ως συνέπεια την αδυναμία του να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένεια του. Προέβαλε τέλος η κα Παυλίδου ότι ο χώρος κράτησης και φυλάκισης του είναι εύκολα προσβάσιμος σε άτομα πολύ μεγαλύτερα του και που αντιμετωπίζουν σοβαρότερα αδικήματα με αποτέλεσμα να είναι εύκολο να παρασυρθεί και ενόψει και του νεαρού της ηλικίας του να υποτροπιάσει στην παραβατική του συμπεριφορά. Ενόψει των πιο πάνω κληθήκαμε από την υπεράσπιση να δείξουμε τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.
Καταρχάς να πούμε ότι τα όσα η πλευρά της υπεράσπισης έθεσε σε σχέση με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ακόμα και ότι αυτά τίθενται χωρίς να γίνεται αποδεκτή η ενοχή του κατηγορούμενου δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Το πως διαπράχθηκαν τα αδικήματα, στα οποία κρίθηκε ένοχος, αναφέρονται στην αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου. Η θέση ότι δεν ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης έρχεται σε αντίθεση με την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την κατηγορία 8 και την κατάληξη μας ότι συμμετείχε σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το οικονομικό όφελος το οποίο είχε. Όσον αφορά δε τον βαθμό εμπλοκής του, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ως προς τον ρόλο του και τη συμμετοχή του στο λαθρεμπόριο μεταναστών, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση μας και στα οποία θα αναφερθούμε και στη συνέχεια. Αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων που επέβαιναν στην βάρκα και ότι αυτός ήταν μικρός να πούμε ότι ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος στην κατηγορία 2 για το αδίκημα της μεταφοράς προσώπων με υπερφορτωμένο σκάφος.
Ερχόμενοι στο θέμα της ποινής, έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 727, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639).
Στην υπό κρίση υπόθεση η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προκύπτει κατ’ αρχήν από τις προβλεπόμενες ποινές. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 8 του Κυρωτικού Νόμου 11 (ΙΙΙ)/2003 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των Συμπληρωματικών σε αυτή Πρωτοκόλλων, για τα αδικήματα των κατηγοριών 5 και 8, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλεπόμενη ποινή είναι αυτής της φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο αυτές ποινές. Δέκα χρόνια φυλάκιση ή και χρηματική ποινή είναι και η ποινή που προβλέπεται για τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 3 κατά παράβαση του Κεφ.105, ενώ για το αδίκημα της κατηγορίας 2 κατά παράβαση του άρθρου 240 του Ποινικού Κώδικα, προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης των 12 ετών ή και χρηματική ποινή.
Περαιτέρω, η νομολογία έχει κατ’ επανάληψη τονίσει την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο, διέλευση και παραμονή στη Δημοκρατία, λόγω της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και του γεγονότος ότι αυτά επιφέρουν προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως καθώς και προβλήματα αστυνόμευσης. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις αποφάσεις Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 231, 234, Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421, 429, Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 80 και Στρουθιάς ν. Αστυνομίας (2015) 2Α ΑΑΔ 493 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Kabeer Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερομηνίας 15.9.2023.
Στην υπόθεση Khan (ανωτέρω), που είχε κριθεί αδίκημα υποβοήθησης προσώπου να εισέλθει στη Δημοκρατία είχαν τεθεί τα ακόλουθα:
«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:
«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.».
Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»
Να πούμε εδώ ότι δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση της κας Παυλίδου ότι δεν υπάρχει τόση έξαρση σε τέτοιας φύσεως αδικήματα κάτι που επηρεάζει την αναγκαιότητα της γενικής αποτροπής. Αδικήματα παρόμοιας φύσεως διαπράττονται πάρα πολύ συχνά και λαμβάνουμε γνώση από τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου αφού επιλαμβάνεται υποθέσεις για παράνομους μετανάστες που εισέρχονται στη Δημοκρατία διά της θαλάσσιας οδού. Ως τονίστηκε και στην Khan (ανωτέρω) επιβάλλεται η αυστηρή αντιμετώπιση τους με στόχευση την ειδική αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες (βλ.επίσης Υousor v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ.202/24 ημερομηνίας 25/2/2025).
Προκύπτει, συνεπώς, ότι σε υποθέσεις που αφορούν αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη μετανάστευση, σύμφωνα με τη νομολογία αλλά και με βάση την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξή τους αλλά και σε συνάρτηση με τις συνθήκες διάπραξης, υφίσταται η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών με το ύψος της να συναρτάται με τις συνθήκες εκάστου αδικήματος (βλ. Mohamed κ.α. v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 166).
Ως προς τους παράγοντες που επενεργούν επιβαρυντικά στην επιμέτρηση της ποινής σε παρόμοιας φύσης αδικήματα, διαφωτιστική είναι η πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki Ποινική Έφεση 6/23, ημερομηνίας 4/6/2024. Στην εν λόγω υπόθεση, με παραπομπή στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice του 2024 στο Μέρος Β, Ενότητα Β22.51, υιοθετήθηκαν τα νομολογηθέντα στην Αγγλική απόφαση Le and Stark [1999] 1 Cr App R (S) 422, στην οποία καταγράφονται οι επιβαρυντικοί παράγοντες σε σχέση με παρόμοιας φύσης αδικήματα. Σύμφωνα με τη πιο πάνω απόφαση, λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες ως επιβαρυντικοί:
(1) αν το αδίκημα διαπράχθηκε κατ’ επανάληψη,
(2) αν έγινε με σκοπό το οικονομικό όφελος,
(3) αν η υποβοήθηση αφορούσε πρόσωπα άγνωστα σε αντιδιαστολή με σύζυγο ή στενό συγγενικό πρόσωπο,
(4) όπου υφίσταται συνωμοσία, η διάπραξη του αδικήματος για κάποια χρονική περίοδο,
(5) αν υπήρξε εκτεταμένος προσχεδιασμός και οργάνωση,
(6) αν ο κατηγορούμενος είχε ηγετικό ρόλο, ή αν
(7) το αδίκημα διαπράχθηκε σε σχέση με μεγάλο αριθμό παράνομων μεταναστών.
Στην υπό κρίση περίπτωση τα γεγονότα για τον κατηγορούμενο είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά με αρκετούς από τους πιο πάνω παράγοντες να συντρέχουν. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα έχοντας οικονομικό όφελος αφού αποδέχθηκε να πλοηγήσει την βάρκα με αντάλλαγμα να μην καταβάλει οποιοδήποτε ποσό. Οι επιβαίνοντες στη βάρκα αφορούσαν πρόσωπα άγνωστα σε αυτόν, υπήρχε εκτεταμένος σχεδιασμός αφού και ο κατηγορούμενος, για να καταστεί δυνατή η πλοήγηση της βάρκας συμφώνησε με τους διακινητές όπως λάβει μαθήματα για να πλοηγεί. Του δόθηκε πυξίδα για την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε γνωρίζοντας ευθύς εξαρχής ότι σκοπός ήταν η μεταφορά μεταναστών στην Κύπρο. Οι μετανάστες μεταφέρθηκαν στη βάρκα που θα τους μετέφερε με τον κατηγορούμενο να είναι ο πλοηγός. Τέλος ο αριθμός των παράνομων μεταναστών στην βάρκα ήταν πολύ μεγάλος και ανερχόταν στα 31 άτομα που καθιστούσε το σκάφος υπερφορτωμένο και ανασφαλές. Είναι συνεπώς σαφές ότι ο κατηγορούμενος ακόμα και διοργανωτής του ταξιδιού να μην ήταν, δεν δίστασε να συμμετάσχει σε λαθρεμπόριο ενός αρκετά μεγάλου αριθμού παράνομων μεταναστών, μετέχοντας και αυτός με τη σειρά του, σύμφωνα και με τα γεγονότα όπως αποκρυσταλλώθηκαν και τέθηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου, σε εγκληματική ομάδα που οργανωμένα και με αντάλλαγμα το οικονομικό όφελος έφερνε παράνομους μετανάστες στην Δημοκρατία. Με τη συμπεριφορά του ο κατηγορούμενος και χωρίς οποιονδήποτε ενδοιασμό κατέστησε εαυτόν ενεργό μέλος ομάδας που εκμεταλλευόταν ανθρώπους. Να πούμε εδώ ότι ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε την κατηγορία, κάτι που αποτελεί απόλυτο δικαίωμα του και δεν μπορεί να εκληφθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας. Αυτό όμως έχει σαν συνεπακόλουθο ο κατηγορούμενος να μην είναι δυνατόν να τύχει της επιείκειας που θα δικαιούτο και την έκπτωση στην ποινή που θα λάμβανε αν δήλωνε παραδοχή κάτι που θα καταδείκνυε και την έμπρακτη μεταμέλεια του (βλ. Χαρτούπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).
Έχοντας υπόψη τις προβλεπόμενες στον Νόμο ποινές, τη διαπιστωθείσα, από τη νομολογία, ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση παρόμοιας φύσης αδικημάτων και τις συνθήκες διάπραξης του επίδικου αδικήματος, καταλήγουμε ότι αναδύεται, κατ’ αρχήν, η ανάγκη για απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285). Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο τον συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη, όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες αυτού ( βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 135).
Προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνουμε υπόψιν μας το λευκό ποινικό μητρώο του, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, ως αυτές έχουν αναπτυχθεί από τη συνήγορό του, όπως οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει και τον αντίκτυπο που θα έχει τόσο στον ίδιο όσο και στην οικογένεια του η επιβολή ποινής φυλάκισης αφού ως έχει τεθεί οι γονείς του και τα αδέλφια του εξαρτώνται οικονομικά από την εργασία του. Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις λαμβάνονται μεν υπόψη αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Tabrizi v Αστυνομίας (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki (ανωτέρω)). Προσμετρούμε επίσης προς όφελος του το νεαρό της ηλικίας του αφού αποτελεί, σύμφωνα με τη Νομολογία, παράμετρο που το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη προς την επιμέτρηση της ποινής. Σε άτομα νεαρής ηλικίας πρέπει να δίδεται έμφαση στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία (βλ. G. M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 88). Συνυπολογίζουμε περαιτέρω και το ότι δεν ήταν ο ιθύνων νους για την διοργάνωση του ταξιδιού και δεν ήταν αυτός που επέλεξε την βάρκα, πλην όμως, όπως εξηγήσαμε και προηγουμένως, με τις πράξεις του είχε ενεργό ρόλο στο λαθρεμπόριο μεταναστών και προς τούτο υπήρχε συμφωνημένο σχέδιο.
Εδώ θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε σε κάποιους σχολιασμούς σε θέματα που έχει εγείρει η κα Παυλίδου και αφορούν αρχικά την θέση για άνιση μεταχείριση του κατηγορούμενου. Ήταν η θέση της κυρίας Παυλίδου ότι αν και ο κατηγορούμενος έχει κατονομάσει τον διακινητή, εντούτοις δεν προσάχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι στην παρούσα περίπτωση και με παραπομπή στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά (1996) 2 ΑΑΔ 257, δεν τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης του κατηγορούμενου. Το πρόσωπο το οποίο κατονόμασε ο κατηγορούμενος δεν βρίσκεται στην Δημοκρατία και δεν τέθηκε οποιαδήποτε ένδειξη ότι ήταν στη Κύπρο έτσι ώστε να συλληφθεί και να προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Πέραν τούτου όμως ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε σε ένα όνομα μόνο χωρίς να έχει τεθεί αν έδωσε οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που θα καθιστούσαν τον εντοπισμό του εφικτό.
Έχει θέσει περαιτέρω η κα Παυλίδου και το θέμα της εξωδικαστηριακής τιμωρίας η οποία ουσιαστικά έχει να κάνει με τα οικονομικά προβλήματα που η οικογένεια του κατηγορούμενου αντιμετωπίζει πλέον εφόσον ήταν αυτός που εργαζόταν και τους συντηρούσε. Η εξωδικαστηριακή τιμωρία είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας κατά την επιβολή της ποινής (βλ. Sentencing in Cyprus 2nd ed. G.M.Pikis, σελ.64). Το στοιχείο όμως της εξωδικαστηριακής τιμωρίας ως παράγοντας μετριασμού της ποινής εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ΄ αυτή η διάπραξη ενός αδικήματος επιφέρει άνευ ετέρου στον δράστη άμεσες και σοβαρές ζημιογόνες συνέπειες (βλ. Πετρίδης ν. Αστυνομίας (2016) 2Α ΑΑΔ 44). Στην παρούσα περίπτωση τα οποιαδήποτε οικονομικά προβλήματα, ως έχει αναφέρει η συνήγορος υπεράσπισης, δημιουργήθηκαν στην οικογένεια του, δεν είναι στοιχείο το οποίο μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας στα πλαίσια της εξωδικαστηριακής τιμωρίας. Οι συνέπειες θα πρέπει να αφορούν το πρόσωπο του ίδιου του παραβάτη. Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι ήταν επιλογή του κατηγορούμενου να εγκαταλείψει την χώρα του και να έρθει στην Κύπρο.
Αναφορικά τέλος με την εισήγηση ότι δεν επήλθε «θραύση της ειρηνευμένης κατάστασης» του εννόμου αγαθού της εθνικής ασφάλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας αφού οι μετανάστες και ο κατηγορούμενος δεν διαπέρασαν τα σημεία συνόρων της δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν έχουμε παρά να παραπέμψουμε στην υπόθεση Khan (ανωτέρω), ως προς τα προβλήματα που δημιουργούνται από την παράνομη είσοδο μεταναστών στην Δημοκρατία. Σκοπός της επιβολής αυστηρών ποινών είναι και για αποτροπή του φαινομένου αυτού. Το ότι δεν πρόλαβαν να εισέλθουν εντός των χωρικών υδάτων της Κύπρου και μεταφέρθηκαν κατόπιν διάσωσης τους από τη λιμενική αστυνομία δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού σκοπό είχαν να έρθουν στην Δημοκρατία με παράνομο τρόπο. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να προβάλλεται η διάσωση τους από τις αρχές της Δημοκρατίας ως λόγος ότι δεν παραβίασαν τα σύνορα και ο λόγος που εισήλθαν στο έδαφος της Κύπρου ήταν διότι τους μετέφερε η λιμενική αστυνομία με τις ακάτους που διαθέτει.
Προβάλλεται τέλος ως μετριαστικός παράγοντας το ότι ο κατηγορούμενος στις φυλακές που κρατείται είναι εύκολα «προσβάσιμος» από μεγαλύτερους του σε ηλικία που αντιμετωπίζουν ή τιμωρήθηκαν με πολύ σοβαρά αδικήματα και μπορεί εύκολα να έρθει σε επαφή μαζί τους στους κοινούς χώρους με τον κίνδυνο, λόγω του νεαρού της ηλικίας του να παρασυρθεί και να υποτροπιάσει στην παραβατική συμπεριφορά.
Δεν έχουμε αντιληφθεί επί ποιου δεδομένου καλούμαστε να συνυπολογίσουμε προς όφελος του κατηγορούμενου αυτά που εισηγείται η υπεράσπιση. Σίγουρα ο εγκλεισμός κάποιου προσώπου στη φυλακή δημιουργεί δυσκολίες. Το να λάβουμε όμως υπόψη μας ως μετριαστικό παράγοντα το ενδεχόμενο ή την πιθανότητα, από συναναστροφή του με άλλους συγκρατούμενους του, να παρασυρθεί και να υποτροπιάσει στην παραβατική συμπεριφορά του δεν υποστηρίζεται από κάτι το απτό.
Σε σχέση προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση τού τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1), παραθέτουμε ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές και τις ακόλουθες αποφάσεις τα γεγονότα των οποίων θα πρέπει να πούμε ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τους κατηγορούμενους.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Kabeer Khan (ανωτέρω) επιβλήθηκε πρωτοδίκως, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκισης 18 μηνών για τα αδικήματα της υποβοήθησης παράνομης παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά παράβαση του Άρθρου 19Α(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, το οποίο προνοεί ως μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 15 έτη. Η ποινή αυξήθηκε κατ’ έφεση στα 3 έτη με το Εφετείο να θέτει ότι στην ποινή θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται η δράση βάσει οργανωμένου σχεδίου σε δύο περιπτώσεις η υποβοήθηση πέντε αλλοδαπών να παραμείνουν παράνομα στη Δημοκρατία έναντι οικονομικού κέρδους.
Στην υπόθεση Ali Terzelaki (ανωτέρω) επιβλήθηκε πρωτοδίκως, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκιση 2 ½ ετών για το αδίκημα της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορευμένου μετανάστη κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6(1)(α)(στ)(ι)-(μ), (2) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Το Εφετείο αύξησε την ποινή από 2 ½ σε 4 έτη υποδεικνύοντας ότι η εν λόγω υπόθεση κατατασσόταν ανάμεσα στις σοβαρότερες τους είδους, αφού συνέτρεχαν όλοι οι επιβαρυντικοί παράγοντες που αναγνωρίζονται στην υπόθεση Le and Stark (ανωτέρω), πλην της επαναλαμβανόμενης διάπραξης των αδικημάτων.
Στην υπόθεση Υousor v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), η ποινή φυλάκισης των 2 ετών που το Κακουργιοδικείο Λάρνακας επέβαλε στον εφεσείοντα μειώθηκε σε 18 μήνες. Είχε κριθεί ένοχος με δική του παραδοχή στο αδίκημα της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορευμένου μετανάστη, κατά παράβαση του άρθρου 19(2) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105.
Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα όσα πιο πάνω παραθέσαμε και συζητήσαμε και λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων αλλά και τους μετριαστικούς παράγοντες που η πλευρά της υπεράσπισης έθεσε, κρίνουμε ότι μοναδική ενδεικνυόμενη ποινή υπό τις περιστάσεις είναι αναπόφευκτα αυτή της φυλάκισης. Οι ποινές οι οποίες επιβάλλονται, αν και για τις κατηγορίες 1,3,5 και 8 το προβλεπόμενο ύψος της ποινής φυλάκισης είναι το ίδιο, με τη διαφοροποίηση να υπάρχει στην κατηγορία 2, λάβαμε υπόψη τα γεγονότα που περιβάλλουν την καθεμιά, τυχόν επιβαρυντικούς παράγοντες και τον αντίκτυπο και συνέπειες που επιφέρουν ή δυνατόν να επιφέρουν. Έτσι δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί η ίδια ποινή στην κατηγορία 1 για την είσοδο του ίδιου του κατηγορούμενου στη Δημοκρατία ως παράνομου μετανάστη, με την κατηγορία 3 για συνδρομή του και σε άλλους παράνομους μετανάστες να εισέλθουν στο έδαφος της Κύπρου.
Συνακόλουθα επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο τις κάτωθι ποινές:
Στην κατηγορία 1 ποινή φυλάκισης 3 ετών
Στην κατηγορία 2 ποινή φυλάκισης 5 ετών
Στην κατηγορία 3 ποινή φυλάκισης 5 ετών
Στην κατηγορία 5 ποινή φυλάκισης 5 ετών
Στην κατηγορία 8 ποινή φυλάκισης 5 ετών
Οι ποινές να συντρέχουν.
Ο χρόνος που ο κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση στην παρούσα υπόθεση (από 22/4/2024), να συνυπολογιστεί κατά το άρθρο 117(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Τα έξοδα που ανέρχονται σε €150 να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο