
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 2437/2025
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας
Κατηγορούσα Αρχή
και
Χρίστου Βαρνάβα
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 16.4.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή
Για τον Κατηγορούμενο: Αυτοπροσώπως
Κατηγορούμενος: Παρών
ΠΟΙΝΗ
Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης η οποία καταχωρήθηκε στις 18.3.2025 περιλαμβάνονται 12 κατηγορίες στις οποίες αρχικά ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή, ακολούθως όμως παραδέχθηκε τις κατηγορίες 1, 2, 5, 7, 8, 9, 10 και 12 και η ποινική δίωξη στις υπόλοιπες αναστάλθηκε.
Η 1η κατηγορία αφορά το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 324 του Ποινικού Κώδικα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 8.3.2025 και περί ώρα 03:30 στη Λεωφ. Αθηνών στη Λάρνακα προξένησε ζημιά €590,00 σε 1 τραπεζάκι και 5 καρέκλες του ταχυφαγείου που εκεί αναγράφεται.
Η 2η κατηγορία αφορά το αδίκημα της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 11.3.2025 και περί ώρα 13:00 στη Λεωφ. Αθηνών στη Λάρνακα εισήλθε στο ταχυφαγείο που εκεί αναγράφεται με σκοπό να διαπράξει το ποινικό αδίκημα της κακόβουλης βλάβης.
Η 5η κατηγορία αφορά το αδίκημα της μεταφοράς / κατοχής επιθετικού οργάνου κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3(1) του περί Επιθετικών Οργάνων Νόμου, Κεφ. 159 και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 17.3.2025 και περί ώρα 08:40 στον φούρνο που εκεί αναγράφεται στη Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου στη Λάρνακα μετέφερε / κατείχε σε δημόσιο χώρο επιθετικό όργανο ήτοι 1 κόφτη πλαστικών.
Η 7η κατηγορία αφορά το αδίκημα της επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά παράβαση του άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 17.3.2025 και περί ώρα 08:40 στον φούρνο που εκεί αναγράφεται στη Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου στη Λάρνακα επιτέθηκε κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του δηλαδή στην Αστ. 4445 Α. Φιλίππου του Τμήματος Μικροπαραβάσεων Λάρνακας.
Η 8η κατηγορία αφορά το αδίκημα της αντίστασης για ματαίωση νομίμου σύλληψης ή κράτησης για ποινικό αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 244(α) του Ποινικού Κώδικα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 17.3.2025 και περί ώρα 08:53 στον φούρνο που εκεί αναγράφεται στη Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου στη Λάρνακα αντιστάθηκε στη νόμιμη σύλληψη ή κράτηση με σκοπό τη ματαίωση της νόμιμης σύλληψης ή κράτησής του για ποινικό αδίκημα.
Η 9η κατηγορία αφορά το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 7.9.2024 στο αρτοποιείο που εκεί αναγράφεται στη Λάρνακα προκάλεσε τρόμο στον Γρ. Εγγλέζου απειλώντας τον ότι με παράνομη πράξη θα του κάνει κακό λέγοντάς του «μην μου κοντέψεις γιατί εννά σε δέρω».
Η 10η κατηγορία αφορά το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 9η κατηγορία παρανόμως επιτέθηκε στον Γρ. Εγγλέζου.
Τέλος η 12η κατηγορία αφορά το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 9η κατηγορία έκλεψε αριθμό κερμάτων άγνωστης αξίας από το κουτί των εισφορών του Συνδέσμου Καταπολέμησης Ναρκωτικών.
Κατόπιν αιτήματος του κατηγορούμενο στο οποίο η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δεν έφερε ένσταση στην παρούσα υπόθεση θα ληφθεί για σκοπούς ποινής και η υπόθεση 3136/2025 του Ε.Δ. Λάρνακας η οποία αφορά το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα.
Τα γεγονότα των κατηγοριών 1 και 2 ως εκτέθηκαν από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο έχουν ως ακολούθως: στις 11.3.2025 καταγγέλθηκε από την υπεύθυνη του εστιατορίου Mc Donald's ότι ο κατηγορούμενος μετέβηκε στο εστιατόριο, προσέγγισε υπαλλήλους στην υποδοχή και απαιτούσε να του δώσουν χρήματα. Επίσης κατήγγειλε ότι στις 8.3.2025 ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να εισέλθει στο εστιατόριο η ώρα 03:30 και κλωτσούσε τις πόρτες του υποστατικού. Πέταξε κάτω στο πεζοδρόμιο 1 τραπεζάκι και 5 καρέκλες και προκλήθηκε ζημιά αξίας €590,00. Όλα τα πιο κάνω καταγράφηκαν και από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του εστιατορίου.
Ως γεγονότα αναφορικά με τις κατηγορίες 5, 7 και 8 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 17.3.2025 λήφθηκε πληροφορία ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν στον φούρνο Ζορπάς στη Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου στη Λάρνακα και προκαλούσε ανησυχία. Εντοπίστηκε από μέλη της Αστυνομικής Διεύθυνση Λάρνακος να φωνάζει και να σπρώχνει αντικείμενα και να έχει στην κατοχή του 1 κόφτη πλαστικών.
Επίσης όταν προσπάθησε να τον προσεγγίσει και να τον συλλάβει η Αστ. 4445 Φιλίππου αυτός την δάγκωσε στο αριστερό χέρι και μετά άρπαξε το δέρμα της με τα νύχια του και την τσιμπούσε. Έγινε προσπάθεια σύλληψης του κατηγορούμενου ο οποίος αντιστάθηκε κατά τη σύλληψη του. Η ως άνω αστυφύλακας εξετάστηκε και διαπιστώθηκε ότι έφερε δήγμα από δόντια και ερυθρότητα στο χέρι.
Ως γεγονότα αναφορικά με τις κατηγορίες 9, 10 και 12 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 7.9.2024 ο κατηγορούμενος μετέβηκε στο αρτοποιείο «Πύριλλος» όπου εκεί εντόπισε κουτιά δωρεών του Συνδέσμου Καταπολέμησης Ναρκωτικών. Έκλεψε κέρματα από το κουτί και έφυγε από το μέρος. Επίσης απείλησε τον υπάλληλο που αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 9 και 10 με τη φράση που καταγράφεται στην 9η κατηγορία και έκανε επιθετική κίνηση με το χέρι του χωρίς όμως να αγγίξει τον εν λόγω υπάλληλο.
Η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες. Η 1η αφορά στην ποινική υπόθεση 12355/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας όπου στις 25.4.2024 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών για το αδίκημα της παράνομης καλλιέργειας φυτών κάνναβης και ποινή φυλάκισης 3 μηνών για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και οι ποινές συνέτρεχαν μεταξύ τους.
Η 2η προηγούμενη καταδίκη του κατηγορούμενου αφορά στην υπόθεση 2589/2023 του Ε.Δ. Αμμοχώστου στην οποία στις 11.2.2025 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 μηνών με τριετή αναστολή για το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας.
Ως γεγονότα στην υπόθεση 3136/2025 η οποία λαμβάνεται υπόψη στην παρούσα για σκοπούς επιβολής ποινής αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: ο κατηγορούμενος στις 7.3.2025 και περί ώρα 07:25 στη Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου στη Λάρνακα εντοπίστηκε να έχει στην κατοχή του το ποδήλατο που αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της επίδικης κατηγορίας για το οποίο υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαίο.
Ο κατηγορούμενος όταν έλαβε τον λόγο ανέφερε ότι οι προηγούμενες καταδίκες του είναι παραδεκτές και εξέφρασε επίσης την απολογία του.
Άκουσα με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου όλα όσα αναφέρθηκαν.
Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή για καθένα από αυτά, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).
Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).
Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).
Στα πλαίσια προσδιορισμού του είδους της κατάλληλης ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη για καθένα από αυτά μέγιστη ποινή καθώς επίσης και τις περιστάσεις διάπραξής τους.
Το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα που αφορά η 1η κατηγορία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης δύο χρόνων ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.5000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
Το αδίκημα της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα που αφορά η 2η κατηγορία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 2 ετών.
Το αδίκημα της μεταφοράς / κατοχής επιθετικού οργάνου κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3(1) του περί Επιθετικών Οργάνων Νόμου που αφορά η 5η κατηγορία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 έτη ή με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.500) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
Το αδίκημα της επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά παράβαση του άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα που αφορά η 7η κατηγορία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 2 ετών.
Το αδίκημα της αντίστασης για ματαίωση νόμιμης σύλληψης κατά παράβαση του άρθρου 244(α) του Ποινικού Κώδικα που αφορά η 8η κατηγορία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 2 ετών.
Το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα που αφορά η 9η κατηγορία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 3 έτη.
Το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα που αφορά η 10η κατηγορία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τον 1 χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (περίπου €1.708) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
Τέλος το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του αφορά η 12η κατηγορία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 3 ετών.
Από την άλλη λαμβάνω υπόψη μου ως μετριαστικό παράγοντα προς όφελος του κατηγορούμενου την παραδοχή του η οποία αποτελεί ένα σοβαρό μετριαστικό παράγοντα. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή». Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων οι οποίες κρίνω ότι δεν ενέχουν μεγάλη σοβαρότητα, τη μικρή ένταση της επίθεσης και τη ελαφρά μορφή της σωματικής βλάβης καθώς επίσης ότι τα κέρματα τα οποία κλάπηκαν είναι άγνωστης αξίας.
Σχετικά με τις προηγούμενες καταδίκες ενός κατηγορούμενου στην υπόθεση DYGDALOWICZ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 11/2021, ημερ. 4.11.2022 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όμως η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου στην τήρηση των νόμων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 306 τονίστηκε και πάλι ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας, της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες (βλ. επίσης Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787)».
Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι προφανές ότι οι 2 προηγούμενες καταδίκες με τις οποίες βαρύνεται ο κατηγορούμενος τείνουν να μειώσουν σε κάποιο βαθμό την επιείκεια που μπορεί να του επιδειχθεί.
Στην υπόθεση Παντελής Κυριάκου Ιωάννου ν. Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 598 λέχθηκε πως «όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιόν του μόνο τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο».
Όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Ιωάννου ν. Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (πιο πάνω) ισχύουν και στην παρούσα αφού θα ληφθεί υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής η πιο πάνω αναφερθείσα υπόθεση η οποία όμως αφορά ήσσονος σοβαρότητας αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ανώτατη ποινή φυλάκισης 6 μηνών.
Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων χωρίς να παραγνωρίζω την παραδοχή του κατηγορούμενου και τις ήσσονος σοβαρότητας συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες οι οποίες δεικνύουν ότι έχει ροπή προς την εγκληματικότητα κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.
Οι ως άνω μετριαστικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει τέτοιες αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή.
Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω μετριαστικούς παράγοντες, κρίνω ότι αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές είναι οι ακόλουθες:
· Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 1 μηνός
· Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 1 μηνός
· Στην 5 κατηγορία ποινή φυλάκισης 1 μηνός
· Στην 7η κατηγορία ποινή φυλάκισης 1 μηνός
· Στην 8η κατηγορία ποινή φυλάκισης 1 μηνός
· Στην 9η κατηγορία ποινή φυλάκισης 45 ημερών
· Στη 10η κατηγορία ποινή φυλάκισης 1 μηνός
· Στην 12η κατηγορία ποινή φυλάκισης 45 ημερών
Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν.
Έχοντας υπόψη μου ότι στον κατηγορούμενο στις 11.2.2025 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 μηνών με τριετή αναστολή στην υπόθεση 2589/2023 του Ε.Δ. Αμμοχώστου προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω τις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί της Υφ’ όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου 95/1972 οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
«4.-(1) Οσάκις, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, πρόσωπο διέπραξε αδίκημα τιμωρούμενον διά φυλακίσεως και είτε κατεδικάσθη υπό Δικαστηρίου όπερ δυνάμει του εδαφίου (4) κέκτηται αρμοδιότητα να λάβη μέτρα εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινήν είτε μεταγενεστέρως εμφανίζεται ή προσάγεται ενώπιον τοιούτου Δικαστηρίου, τότε, εκτός εάν εν τω μεταξύ η ποινή έχει εκτελεσθή, το Δικαστήριον εξετάζει την υπόθεσιν του και λαμβάνει εν των ακολούθων μέτρων-
(α) διατάσσει την εκτέλεσιν της ποινής δι' ην περίοδον αύτη επεβλήθη·
(β) διατάσσει την εκτέλεσιν της ποινής διά περίοδον μικροτέραν εκείνης ήτις επεβλήθη·
(γ) διατάσσει την τροποποίησιν του αρχικού διατάγματος διά της αντικαταστάσεως της εν αυτώ οριζομένης περιόδου διά περιόδου μη υπερβαινούσης τα δύο έτη από της ημέρας της τοιαύτης τροποποιήσεως·
(δ) ουδέν μέτρον λαμβάνει εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινήν,
και το Δικαστήριον εκδίδει διάταγμα δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εκτός εάν είναι της γνώμης ότι τούτο θα ήτο άδικον λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων αίτινες εμεσολάβησαν από της αναστολής της ποινής και των περιστάσεων υφ' ας ετελέσθη το νέον αδίκημα, και εν τοιαύτη περιπτώσει το Δικαστήριον εν τη αποφάσει αυτού αναφέρει τους λόγους της τοιαύτης ενεργείας του.
(2) Οσάκις το Δικαστήριον διατάσση ότι η ανασταλείσα ποινή δέον να εκτελεσθή, μετά ή άνευ τροποποιήσεως της αρχικής αυτής περιόδου, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη όπως η εκτέλεσις χωρήση αμέσως ή όπως η περίοδος της φυλακίσεως αρχίση μετά την έκτισιν της ποινής της επιβληθείσης υπό του αυτού ή ετέρου Δικαστηρίου.
(3) .… ».
Αναφορικά με το θέμα της ενεργοποίησης ανασταλείσας ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Αλεξία Ιακώβου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 159/2024, ημερ. 8.11.2024, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η εξουσία λήψης μέτρων για ανασταλείσα φυλάκιση δίδεται από το Άρθρο 4(1) του περί της Υφ' όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδ. 1(α), το Δικαστήριο διατάσσει την εκτέλεση (ενεργοποίηση) της ανασταλείσας ποινής εκτός εάν είναι της γνώμης ότι αυτό θα ήταν άδικο λαμβανομένων υπ' όψιν, αφενός όλων των περιστάσεων οι οποίες μεσολάβησαν από την αναστολή της και αφετέρου των περιστάσεων υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί το νέο αδίκημα, οπότε αναφέρει τους λόγους μιας τέτοιας επιλογής (μη ενεργοποίησης ολόκληρης της ποινής). Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι με βάση τα εδ. (1)(β), (γ), (δ) το Δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει την εκτέλεση μέρους της ανασταλείσας ποινής ή την επέκταση της περιόδου αναστολής κατ' ανώτατον όριο μέχρι δύο έτη ή να μην λάβει οποιοδήποτε μέτρο. Οι σχετικές νομολογιακές αρχές προκύπτουν από σειρά υποθέσεων όπως η Louca v. Republic (1986) 2 C.L.R. 141, Βασιλειάδης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 409, Χριστούδκιας v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 52, Χριστοφίδης v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148 και θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο ότι:
(α) Εξασφαλίζοντας αναστολή εκτέλεσης φυλάκισης κάποιος κατηγορούμενος, έχει μέσω αυτής την ευκαιρία να αποφύγει την άμεση φυλάκιση, υπό τον όρο ότι και αυτός θα τιμήσει την εμπιστοσύνη την οποία επιδεικνύει το Δικαστήριο [(Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].
(β) Σε περίπτωση παράβασης των όρων αναστολής το πρωταρχικό ζήτημα το οποίο εξετάζεται από το (δεύτερο) Δικαστήριο είναι το κατά πόσον η παράβαση αυτή είναι για οποιονδήποτε λόγο δικαιολογημένη ή η βαρύτητά της μειώνεται εξαιτίας οποιωνδήποτε περιστατικών. Εξ ου και το ότι η ενεργοποίηση συνδέεται κατ' εξοχήν με τους λόγους μη τήρησης των όρων αναστολής και όχι με την ομοιότητα μεταξύ του νέου αδικήματος και εκείνου για το οποίο είχε ανασταλεί η ποινή.
(γ) Οι όροι αναστολής και η τήρησή τους συνιστούν το υπόβαθρο επί του οποίου διετάχθη η αναστολή οπότε όταν αυτό καταρρέει (εξαιτίας της παράβασης), έπεται ότι εξαφανίζεται και ο πρωταρχικός λόγος που υπήρχε για τη μη ενεργοποίησή της [(Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].
(δ) Στην απουσία κατάλληλων περιστατικών τα οποία μειώνουν τη βαρύτητα της παράβασης των όρων αναστολής, η ενεργοποίηση πρέπει κατά κανόνα να διατάσσεται [(Louca, Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].
(ε) Σε περίπτωση παράβασης όρων η ενεργοποίηση φυλάκισης καθίσταται επιβεβλημένη και ενδεδειγμένη ενέργεια αφού είχε ήδη δοθεί η ευκαιρία και για να μην απολέσει η φυλάκιση με αναστολή το νόημά της, ήτοι για να μην εξασθενήσει ή να εξουδετερωθεί η αποτελεσματικότητά της ως σωφρονιστικό μέτρο [(Βασιλειάδης, Χριστοφίδης, (ανωτέρω)]. Ο δε κατηγορούμενος δεν μπορεί να παραπονεθεί, διότι παραβαίνοντας τους όρους της αναστολής έθεσε εκουσίως σε κίνδυνο την ελευθερία του, την οποία και στερείται από δική του εσκεμμένη πράξη [(Louca, (ανωτέρω), Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].».
Έχοντας υπόψη μου τις ως άνω πρόνοιες του άρθρου 4(1) του Ν. 95/1972 κρίνω ότι από το εν λόγω εδάφιο προκύπτει πως το Δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα να εξετάσει θέμα ενεργοποίησης ανασταλείσας ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σε κάποιον κατηγορούμενο δύναται να διατάξει την εκτέλεσή της για ολόκληρο το διάστημα που αυτή επιβλήθηκε εκτός εάν κρίνει ότι μια τέτοια διαταγή θα ήταν άδικη λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων οι οποίες μεσολάβησαν από της αναστολής της ποινής και των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε το νέο αδίκημα και σε μια τέτοια περίπτωση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην εκδώσει μια τέτοια διαταγή.
Στην παρούσα περίπτωση δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η παράβαση των όρων αναστολής εκ μέρους του κατηγορούμενου ήταν για οποιονδήποτε λόγο δικαιολογημένη ούτε ότι η βαρύτητά της μειώθηκε εξαιτίας οποιωνδήποτε περιστατικών και συνεπώς κρίνω πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος να διαταχθεί η μη ενεργοποίησή της.
Βεβαίως το θέμα δεν τελειώνει εδώ αλλά είναι αναγκαίο να εξεταστεί, ως προνοεί το άρθρο 4(2) του ως άνω νόμου 95/1972, κατά πόσο η εκτέλεση της ποινής που θα ενεργοποιηθεί θα χωρήσει αμέσως ή θα αρχίσει μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο από το παρόν Δικαστήριο.
Με αυτό το θέμα είναι συνυφασμένη η αρχή της συνολικότητας της ποινής. Σχετική είναι η υπόθεση Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p. 255).».
Το θέμα της συνολικότητας της ποινής εξετάστηκε και στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 στην οποία λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.
Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:
"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."
Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:
"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."
Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):
"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."».
Επίκεντρο της αρχής της συνολικότητας της ποινής αποτελεί η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Παναγή ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 512 και Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 13).
Λαμβάνοντας υπόψη μου ότι στην παρούσα υπόθεση επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο μέγιστη ποινή φυλάκισης 45 ημερών καθώς επίσης ότι έκρινα πως δικαιολογείται η ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης η οποία του επιβλήθηκε στην υπόθεση 2589/2023 του Ε.Δ. Αμμοχώστου και περαιτέρω τις αρχές που διέπουν το θέμα της συνολικότητας της ποινής, υπό το πρίσμα του γεγονότος πως κρίνω ότι δικαιολογείται όπως η ποινή που θα ενεργοποιηθεί να είναι διαδοχική της ποινής που του επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση επειδή τα αδικήματα των 2 υπό αναφορά υποθέσεων διαπράχθηκαν σε διαφορετικές ημερομηνίες και εναντίον διαφορετικών προσώπων, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο θα ενεργοποιηθεί μέρος ή ολόκληρη η ανασταλείσα ποινή.
Έχοντας όλα τα πιο πάνω υπόψη μου κρίνω πως υπό τις περιστάσεις δικαιολογείται όπως ενεργοποιηθεί ολόκληρη η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης διάρκειας 2 μηνών που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο αφού σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η συνολική ποινή φυλάκισης 3 ½ μηνών δεν θα παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας της ποινής αφού κρίνω ότι δεν θα είναι δυσανάλογη ως προς τη συνολική ποινική του ευθύνη.
Συνακόλουθα η έκτιση της ποινής φυλάκισης 2 μηνών που ενεργοποιήθηκε από την ποινή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην υπόθεση 2589/2023 του Ε.Δ. Αμμοχώστου να χωρήσει μετά την έκτιση της ποινής φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 45 ημερών που του επιβλήθηκε στην παρούσα.
Παρόλο που έχω αποφασίσει για τα πιο πάνω θέματα κρίνω πως η παρούσα απόφαση δεν ολοκληρώνεται εδώ αφού έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών το Δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάσει στη συνέχεια και το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.
Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».
Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.
Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έχει 2 προηγούμενες καταδίκες που δεικνύουν τη ροπή του προς την εγκληματικότητα καθώς επίσης ότι ο κατηγορούμενος κατά την περίοδο της αναστολής δεν τίμησε την εμπιστοσύνη την οποία του επέδειξε το Δικαστήριο αφού κατά την εν λόγω περίοδο διέπραξε και τα αδικήματα των κατηγοριών 1, 2, 5, 7 και 8 της παρούσας υπόθεσης κρίνω ότι στην παρούσα δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο.
Η ποινή φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 45 ημερών που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που αυτός τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 18.3.2025.
Μετά την έκτισή της ποινής που του επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος να εκτίσει και την ποινή φυλάκισης 2 μηνών η οποία του επιβλήθηκε από το Ε.Δ. Αμμοχώστου στις 11.2.2025 στην υπόθεση 2589/2023 του Ε.Δ. Αμμοχώστου η εκτέλεση της οποίας είχε ανασταλεί για περίοδο 3 ετών και η οποία ενεργοποιήθηκε με την παρούσα απόφαση.
Στην παρούσα λήφθηκε υπόψη και η υπόθεση 3136/2025 του Ε.Δ. Λάρνακας.
(Υπ.) ..................................
Γιώργος Χρ. Φούλιας
Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο