Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. SOM LAL κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 2154/2025, 15/4/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. SOM LAL κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 2154/2025, 15/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2154/2025

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

1.    SOM LAL

2.    ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΗΝΑ

                                                                                      Κατηγορουμένων

Ημερομηνία: 15.4.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου   

Για τους Κατηγορούμενους: Αυτοπροσώπως  

Κατηγορούμενοι: Παρόντες

ΠΟΙΝΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 4 κατηγορίες. Καθένας από τους κατηγορούμενους παραδέχθηκε τις 2 κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει. Ο 1ος κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες 1 και 2 και ο 2ος κατηγορούμενος τις κατηγορίες 3 και 4.

 

Ο 1ος κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση από τις 13.3.2025. 

 

Η 1η κατηγορία αφορά το αδίκημα της παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία χωρίς άδεια κατά παράβαση των άρθρων 2 και 19(λ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και των σχετικών κανονισμών (Κ.Δ.Π. 242/1972) και η 2η κατηγορία το αδίκημα της άσκησης επαγγέλματος από αλλοδαπό χωρίς άδεια απασχολήσεως κατά παράβαση των άρθρων 19(ι)(κ) και 20 του Κεφ. 105 και των σχετικών κανονισμών (Κ.Δ.Π. 242/1972).

 

Η 3η κατηγορία αφορά το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού κατά παράβαση των άρθρων 2, 14Β(1) και 19 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και των σχετικών κανονισμών (Κ.Δ.Π. 242/1972 και Κ.Δ.Π.146/1991) και η 4η κατηγορία το αδίκημα της πρόσληψης αλλοδαπού σε υπηρεσία και παράλειψης ειδοποίησης του Λειτουργού Καταγραφής περί της τοιαύτης πρόσληψης κατά παράβαση του άρθρου 20 του Κεφ. 105 και των σχετικών κανονισμών (Κανονισμός 38 της Κ.Δ.Π. 242/1972).

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τους κατηγορούμενους στις 12.3.2025 και περί ώρα 12 το μεσημέρι η Μ.Κ.1, λειτουργός του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετέβηκε για σκοπούς ελέγχου σε υπό ανακαίνιση κατάστημα στη Λάρνακα, όπου εκεί εντόπισε δύο άτομα να εργάζονται εκεί. Από έλεγχο διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για τους κατηγορούμενους. Στο μέρος μετέβηκε και ο Μ.Κ.3 της Υ.Α.Μ. Λάρνακας.

 

Από περαιτέρω έλεγχο που διενήργησε για τον 1ο κατηγορούμενο διαπιστώθηκε ότι αυτός αφίχθηκε στη Δημοκρατία την 1.10.2019 με θεώρηση εισόδου ως φοιτητής. Στις 7.1.2022 υπέβαλε αίτηση για άσυλο, η οποία στις 22.7.2022 απορρίφθηκε και στις 2.8.2022 η απόφαση του επιδόθηκε. Έκτοτε διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι δεν είχε οποιανδήποτε άδεια εργασίας. Ο 1ος κατηγορούμενος συνελήφθηκε για τα αυτόφωρα αδικήματα που διέπραξε. Οδηγήθηκαν και οι δύο στα γραφεία του Τμήματος Μικροπαραβάσεων. Λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον 2ο κατηγορούμενο, στην οποία παραδέχθηκε ότι εκείνην την ημέρα προσέλαβε τον 1ο κατηγορούμενο λόγω προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε και λήφθηκε και ανακριτική κατάθεση από τον 1ο κατηγορούμενο, στην οποία παραδέχθηκε ότι εργάστηκε για τον 2ο κατηγορούμενο την εν λόγω ημερομηνία. Και οι δύο κατηγορούμενοι είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

Οι κατηγορούμενοι όταν έλαβαν τον λόγο καθένας τους εξέφρασε την απολογία του για τα αδικήματα τα οποία διέπραξε και υιοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αναφορικά με την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση. Περαιτέρω ο 1ος κατηγορούμενος ανέφερε ότι επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του ενώ ο 2ος κατηγορούμενος ανέφερε πως την επίδικη ημέρα αντιμετώπιζε πρόβλημα με τον σπόνδυλό του και εργοδότησε τον 1ο κατηγορούμενο εκείνη την ημέρα για να τον βοηθήσει να καθαρίσει κάποια μπάζα.

 

Ο 1ος κατηγορούμενος είναι άγαμος, ηλικίας 32 ετών και κατάγεται από την Ινδία όπου εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής ενώ ο 2ος κατηγορούμενος είναι έγγαμος, ηλικίας 47 ετών και είναι αυτοεργοδοτούμενος οικοδόμος. Διαμένει μαζί με τη σύζυγο και την ενήλικη θυγατέρα του σε ιδιόκτητη κατοικία για την ανέγερση της οποίας έλαβε δάνειο ύψους €250.000. Έχει μηνιαία εισοδήματα ύψους €1.000 και η σύζυγός του λαμβάνει €1.080 μηνιαίως. Το 2013 υποβλήθηκε σε επέμβαση στον σπόνδυλο ενώ και η σύζυγός του αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης στο ένα της μάτι στο οποίο η όραση ανέρχεται σε ποσοστό 25%. 

 

Άκουσα με προσοχή και έλαβα υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση έχει καθήκον να λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ανώτατη ποινή για καθένα από αυτά, τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Επιπλέον, σε αδικήματα όπου παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των προσωπικών συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν παραδοχής τους είναι σοβαρά. Η σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από τον νομοθέτη διαφαίνεται από το προβλεπόμενο ανώτατο όριο ποινής. Για το αδίκημα της παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία χωρίς άδεια του Διευθυντού και για το αδίκημα της άσκησης επαγγέλματος από αλλοδαπό χωρίς άδεια απασχολήσεως ή κατά παράβαση των όρων της άδειας παραμονής του το άρθρο 19 του Κεφ. 105 προνοεί ποινή φυλάκισης μέχρι δώδεκα μήνες ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (€1.708 περίπου) ή και τις δύο αυτές ποινές.  

 

Για το αδίκημα της εργοδότησης αλλοδαπού χωρίς την απαιτούμενη από τον Νόμο άδεια ή της εργοδότησης κατά παράβαση των όρων άδειας εργοδότησης ή της εργοδότησης κατά παράβαση οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού το άρθρο 14Β(1) του Κεφ. 105 προνοεί ποινή φυλάκισης μέχρι 5 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €20.000 ή και τις 2 αυτές ποινές. 

 

Για το αδίκημα της πρόσληψης αλλοδαπού σε υπηρεσία και παράλειψης ειδοποίησης του Λειτουργού Καταγραφής περί της τοιαύτης πρόσληψης κατά παράβαση του άρθρου 20 του Κεφ. 105 και του Κ.38 της Κ.Δ.Π. 242/1972 ως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 146/1991 προβλέπεται πρόστιμο μη υπερβαίνον τις Λ.Κ.200,00 (€342,00 περίπου) ή ποινή φυλάκισης μέχρι 3 μήνες ή και οι 2 αυτές ποινές.

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη είσοδο και παράνομη παραμονή αλλοδαπών στη Δημοκρατία και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών δεν προκύπτουν μόνο από τις προβλεπόμενες ποινές αλλά έχουν επίσης τονισθεί και από τη σχετική νομολογία. Ενδεικτικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής».

 

Στην υπόθεση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143 που αφορούσε στο αδίκημα της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη άδειας παραμονής κατά παράβαση του άρθρου 19(λ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 έγινε αναφορά στην υπόθεση Gaby Toufic Atallah ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94 στην οποία αναφέρθηκε ότι: 

 

«οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων όσο και αν, όπως σε κάθε περίπτωση, είναι παράγοντες σχετικοί με την επιμέτρηση της ποινής, είναι περιορισμένης σημασίας και σίγουρα δεν μπορούν να αφεθούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, στις οποίες οι ποινές είναι αναγκαίο να είναι αποτρεπτικές».

Στην ως άνω απόφαση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ (πιο πάνω) κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 1 μηνός που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική.  

 

Η νομολογία καθορίζει επίσης ότι σοβαρά είναι και τα αδικήματα που αφορούν παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών στα οποία πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή (Γενικός Εισαγγελίας της Δημοκρατίας ν. Χριστάκη Πιρίκκη (2001) 2 Α.Α.Δ. 279). 

 

Στην υπόθεση Σαφειρίδου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 28/2022, ημερ. 21.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B123, αναφέρθηκε ότι:

 

«Η νομολογία διαχωρίζει τις περιπτώσεις των παρανόμως εργοδοτουμένων αλλοδαπών που βρίσκονται και παράνομα στη Δημοκρατία από τις περιπτώσεις στις οποίες αυτοί βρίσκονται νόμιμα, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Είναι στη βάση αυτής της προσέγγισης που στην υπόθεση Lin Qinlong v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 501, η οποία αφορούσε παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού φοιτητή, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε πρωτοδίκως (βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (2006) 2 Α.Α.Δ. 488)».

 

Στα πλαίσια επιλογής της κατάλληλης ποινής και της εξατομίκευσης λαμβάνω υπόψη μου την παραδοχή των κατηγορουμένων, η οποία είναι ένας σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας ο οποίος φανερώνει και τη μεταμέλειά τους. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή.».

 

Περαιτέρω λαμβάνω επίσης υπόψη μου το λευκό τους ποινικό μητρώο και τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές τους περιστάσεις, τις οποίες έχω υπόψη μου και κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο να τις επαναλάβω καθώς και τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων.

 

Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή για τον 1ο κατηγορούμενο, λαμβάνοντας υπόψη μου και τη μακρά χρονική διάρκεια της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία από τις 2.8.2022 που του επιδόθηκε η απορριπτική απόφαση για την αίτησή του με την οποία αιτήθηκε να του παραχωρηθεί πολιτικό άσυλο μέχρι και τις 12.3.2025 που εντοπίστηκε να διαπράττει τα επίδικα αδικήματα είναι η επιβολή ποινής φυλάκισης. Αναφορικά με τον 2ο κατηγορούμενο λαμβάνοντας υπόψη μου ότι η εργοδότηση του 1ου κατηγορούμενου χωρίς άδεια ήταν πολύ μικρής διάρκειας αφού αφορούσε μόνο κατά την επίδικη ημέρα κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι η χρηματική η οποία όμως πρέπει να ενέχει το στοιχείο της αποτρεπτικότητας. 

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου την προβλεπόμενη από τον Νόμο ανώτατη ποινή καθώς επίσης και τη σχετική νομολογία όπως την ανέφερα πιο πάνω σύμφωνα με την οποία καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα όπως τα επίδικα. Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι οι αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές τις οποίες και επιβάλλω είναι οι ακόλουθες:

 

·       Στον 1ο κατηγορούμενο στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών

·       Στον 1ο κατηγορούμενο στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών

 

·       Στον 2ο κατηγορούμενο στην 3η κατηγορία ποινή προστίμου €2.000

·       Στον 2ο κατηγορούμενο στην 4η κατηγορία ποινή προστίμου €200,00

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον 1ο κατηγορούμενο να συντρέχουν μεταξύ τους.

 

Έχοντας επιβάλει στον 1ο κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και ιδίως τη μεγάλη χρονική διάρκεια της παράνομης παραμονής του  1ου κατηγορούμενου από τις 2.8.2022 που του επιδόθηκε η απορριπτική απόφαση για την αίτησή του να του παραχωρηθεί πολιτικό άσυλο μέχρι και τις 12.3.2025 που εντοπίστηκε να διαπράττει τα επίδικα αδικήματα κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Κρίνω πως οι προσωπικές περιστάσεις του 1ου κατηγορούμενου, η παραδοχή του και το λευκό του ποινικό μητρώο δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι ως άνω μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον 1ο κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο 1ος κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 13.3.2025.

 

                                                          (Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο