Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. ALEXANDER BUCHHAMMER κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 1007/2025, 28/5/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. ALEXANDER BUCHHAMMER κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 1007/2025, 28/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 1007/2025

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

1.     ALEXANDER BUCHHAMMER

2.     BUCHHAMMER HANDEL GMBH                                                                              Κατηγορουμένων

Ημερομηνία: 28.5.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ά. Γιάλλουρου  

Για τον Κατηγορούμενο αρ. 1: Αυτοπροσώπως  

Για τους Κατηγορούμενους αρ. 2: καμία εμφάνιση  

Κατηγορούμενος αρ. 1: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης στην οποία ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατία παρείχε τη συγκατάθεσή του δυνάμει των προνοιών του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 για τη συνοπτική εκδίκασή της περιλαμβάνονται 2 κατηγορίες οι οποίες αφορούν από κοινού και τους 2 κατηγορούμενους. Οι κατηγορούμενοι δήλωσαν μη παραδοχή στις εν λόγω κατηγορίες τις οποίες παραθέτω πιο κάτω αυτούσιες:

 

«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 1

Απόσπαση περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων, κατά παράβαση των άρθρων 20, 21, 297, 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Οι κατηγορούμενοι στις 5.8.2022 στη Λάρνακα της Επαρχίας Λάρνακας δια ψευδών παραστάσεων και επί σκοπώ καταδολιεύσεως απέσπασαν από την εταιρεία Χατζηπαυλής και Καγιάς Μεταφορική Λτδ το χρηματικό ποσό των 149.500 ευρώ ψευδείς παραστάσεις συνισταμένας εις το ότι αφού συμφωνήθηκε η αγορά και ο εκτελωνισμός του τροχοφόρου οχήματος εκφόρτωσης Liebher L580 XPower, και εμβάστηκε το πιο πάνω χρηματικό ποσό το πιο πάνω μηχάνημα δεν μεταφέρθηκε ποτέ στην Κύπρο με αποτέλεσμα η πιο πάνω εταιρεία να μην παραλάβει το μηχάνημα αλλά ούτε το χρηματικό ποσό.   

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 2

Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(ιιι), 5 και 7 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες του Νόμου του 2007 με αριθμό 188(1)/2007 όπως τροποποιήθηκε και άρθρο 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Οι κατηγορούμενοι στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία απέκτησε το ποσό των 149.500 ευρώ γνωρίζοντας ότι το πιο πάνω ποσό ήταν έσοδο από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος της απόσπασης χρημάτων με ψευδής παραστάσεις».

 

Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε 4 μάρτυρες και κατατέθηκαν συνολικά 17 τεκμήρια.

 

Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε ο Ανδρέας Ευαγγελίδης ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε ως τεκμήριο 1 τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 5.10.2022 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: είναι συνιδιοκτήτης της εταιρείας «Χατζηπαυλής και Καγιάς Μεταφορική Λτδ» η οποία ασχολείται με χωματουργικές εργασίες και έχει μηχανήματα βαρέος τύπου. Κατά τις αρχές Αυγούστου 2022 η εταιρεία είχε ανάγκη για μηχάνημα λαστιχοφόρου φορτωτή.

Έκανε περιήγηση στο διαδίκτυο και εντόπισε τη σελίδα www.buchhammer-handel.com η οποία ανήκει στην εταιρεία BUCHHAMMER που εδρεύει στη Γερμανία. Μέσω της συγκεκριμένης σελίδας εντόπισε το λαστιχοφόρο μηχάνημα Radlader/wheel loader Liebherr L580 XPower το οποίο ενδιαφέρθηκε να αγοράσει. Για τον λόγο αυτό ήρθε σε επικοινωνία από το email του [ ]@hotmail.com με τα email [ ]@buchhammer-handel.com και  [ ]@buchhammer-handel.com και συνομιλούσε με την Tatiana Smirnova με σκοπό να αγοράσει το συγκεκριμένο όχημα.

 

Η Tatiana του απέστειλε ηλεκτρονική αλληλογραφία με τις προδιαγραφές του συγκεκριμένου οχήματος και ότι στοιχίζει €149.500. Αποδέχθηκε την προσφορά της εταιρείας και στις 5.8.2022 έκανε έμβασμα από τον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας του προς τον λογαριασμό της  Buchhammer Handel GMBH στην Commerzbank AG.

 

Ακολούθως ήταν στη διαδικασία εκτελωνισμού του οχήματος από τη Γερμανία και προς το τέλος Αυγούστου του τηλεφώνησε η Tatiana και του είπε ότι το συγκεκριμένο μηχάνημα παρουσιάζει μηχανικό πρόβλημα και δεν μπορεί να εκτελωνιστεί. Τότε της έστειλε μήνυμα και της ανέφερε πως η εταιρεία τους επιθυμεί την επιστροφή του ποσού των €149.500. Του είπε ότι το ποσό θα επιστρεφόταν εντός μιας εβδομάδας, στη συνέχεια ότι θα επιστρεφόταν τέλος Σεπτεμβρίου και μετά στις 10 Οκτωβρίου όμως μέχρι και την ημέρα που έδωσε την κατάθεσή του δεν τους επιστράφηκε οποιοδήποτε ποσό.

 

Στη συνέχεια σε ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή του ισχυρίστηκε ότι στις 28.7.2022 επισκέφθηκε την ιστοσελίδα TRUCK1.EU στην οποία είδε το μηχάνημα που ενδιαφερόταν και ρώτησε κατά πόσο αυτό ήταν διαθέσιμο και ποια ήταν η καλύτερη τιμή που μπορούσε να λάβει. Κατέθεσε ως τεκμήριο 2 την εκτύπωση από την εν λόγω σελίδα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το εν λόγω μηχάνημα είχε αρχική τιμή €154.000 για αυτό και ρώτησε ποια ήταν η καλύτερη τιμή που μπορούσε να έχει. Ισχυρίστηκε ότι έλαβε απάντηση από την εταιρεία μέσω της Tatiana Smirnova και κατέθεσε ως τεκμήριο 3 τη σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία. Ακολούθως ισχυρίστηκε ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα το έλαβε από την εταιρεία Buchhammer Handel GMBH αλλά δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος το έγραψε. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα που αφορά την τιμή το έστειλε ο 1ος κατηγορούμενος.

 

Κατέθεσε επίσης το ηλεκτρονικό μήνυμα που τους έστειλαν οι κατηγορούμενοι ημερ. 29.7.2022 το οποίο σημειώθηκε ως τεκμήριο 4. Σε αυτό αναγράφεται ότι η προσφορά που τους δόθηκε από τους κατηγορούμενους ήταν για το ποσό των €149.500 και τους απάντησαν ότι ήταν δεκτή. Τους απέστειλαν επίσης τα στοιχεία του για να εκδώσουν προτιμολόγιο. Σε αυτό αναγράφεται επίσης ότι η κατάσταση του μηχανήματος είναι πολύ καλή καθώς και τα στοιχεία του τραπεζικού τους λογαριασμού για να γίνει η πληρωμή του τιμήματος αγοράς.

 

Ο Μ.Κ.1 κατέθεσε επίσης τα τεκμήρια 5, 6, 7 και 8. Το τεκμήριο 7 είναι η εντολή πληρωμής της Ελληνικής Τράπεζας ημερ. 5.8.2022 προς τη 2η κατηγορούμενη εταιρεία ποσού €149.500 και το τεκμήριο 8 το προτιμολόγιο που τους απέστειλε η ως άνω εταιρεία και το οποίο υπογράφεται από τον 1ο κατηγορούμενο.

 

Ο Μ.Κ.1 κατέθεσε επίσης τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 18.4.2024 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 9 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: μετά από επικοινωνία που είχε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με τον εκπρόσωπο της 2ης κατηγορούμενης συμφώνησε να του επιστρέψουν χρηματικά ποσά για να του αποπληρώσουν τα χρήματα που τους κατέβαλε για την αγορά του μηχανήματος. Την 1.12.2022, 1.2.2023 και στις 25.5.2023 έλαβε 4 εμβάσματα στον τραπεζικό του λογαριασμό από τον τραπεζικό λογαριασμό της 2ης κατηγορούμενης συνολικού ποσού €30.000. Από τις 25.5.2023 δεν έλαβε οποιοδήποτε άλλο έμβασμα στον λογαριασμό του και διακόπηκε κάθε επικοινωνία .

 

Ο Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε επίσης ότι στις 8.8.2022 για πρώτη φορά τους αναφέρθηκε ότι το όχημα έπρεπε να ελεγχθεί προτού τους αποσταλεί. Προηγουμένως, το μόνο που τους είχε λεχθεί, ήταν πως μόλις γινόταν η πληρωμή θα τους αποστελλόταν το όχημα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με την Tatiana αυτή του είπε πως το μηχάνημα είχε ένα μεγάλο πρόβλημα και δεν ήταν δυνατή η αποστολή του και όταν τον ρώτησε εάν ήθελαν αντικατάστασή του ή επιστροφή των χρημάτων τους απάντησαν ότι προτιμούν τα χρήματά τους.    

 

Κατά την αντεξέτασή του από τον 1ο κατηγορούμενο ο Μ.Κ.1 όταν ρωτήθηκε γιατί θεώρησαν ότι είχαν πρόθεση να τους εξαπατήσουν και γιατί δεν τους έδωσαν μια τελική γραπτή προειδοποίηση ότι αν δεν πλήρωναν θα αποτείνονταν στην Αστυνομία ισχυρίστηκε πως πίστεψαν ότι πρόκειται για απάτη όταν τους είπαν πως μόλις πλήρωναν θα έστελναν το μηχάνημα και μετά οι κατηγορούμενοι μόλις πληρώθηκαν ξεκίνησαν να προβάλλουν ότι θα πάει για έλεγχο. Ο έλεγχος κράτησε 1 μήνα και στις ερωτήσεις τους πότε θα είναι έτοιμο για να τους το στείλουν αρχικά οι κατηγορούμενοι δεν απαντούσαν και μετά την πάροδο ενός μηνός τους είπαν τελικά ότι το μηχάνημα είχε κάτι πολύ σοβαρό και είτε θα τους έβρισκαν κάποιο άλλο μηχάνημα ή θα τους επέστρεφαν τα χρήματά τους. Αποφάσισαν τελικά να ζητήσουν επιστροφή των χρημάτων τους. Ισχυρίστηκε επίσης πως τους έλεγαν ότι θα τους έστελναν τα χρήματά τους αλλά δεν πλήρωναν και αυτό διήρκεσε για πολύ καιρό. Οι κατηγορούμενοι όποτε μπορούσαν τους έστελναν λεφτά και όταν σταμάτησαν να στέλνουν άλλα τότε αποτάθηκαν στην Αστυνομία.

Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε ο Αστ. 2430 Χρίστος Κώστα ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε ως τεκμήριο 10 τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 3.2.2025 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στο Τ.Α.Ε. Λάρνακας. Στις 30.1.2025 στο αεροδρόμιο του Αμβούργου στη Γερμανία παρέλαβε μαζί με τον Ε/Αστ. 5325 Ν. Φανό του Τ.Α.Ε. Λάρνακας από τις Γερμανικές Αρχές τον Alexander Buchhammer ο οποίος συνελήφθηκε στη Γερμανία στις 24.11.2024 δυνάμει Ευρωπαικού Εντάλματος Σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του τον οποίο ακολούθως μετέφεραν στη Δημοκρατία.

 

Στις 30.1.2025 και ώρα 22:00 στον Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακας συνέλαβε τον Alexander Buchhammer δυνάμει του Κυπριακού Εντάλματος σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του και αφού του επεξήγησε τους λόγους της σύλληψής του και του επέστησε την προσοχή του στον νόμο αυτός απάντησε «ΟΚ». Ακολούθως του εξήγησε τα δικαιώματά του και του επέδωσε σχετικό έντυπο το οποίο εκείνος στην παρουσία του διάβασε και υπέγραψε. Στις 3.2.2025 στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λάρνακας με τη βοήθεια διερμηνέως έλαβε από τον πιο πάνω ανακριτική κατάθεση στην παρουσία της δικηγόρου του.

 

Ακολούθως σε ερωτήσεις που τέθηκαν στον Μ.Κ.2 κατά τη διάρκεια της κυρίως εξέτασής του αυτός ισχυρίστηκε ότι ο Buchhammer κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του τού παρουσίασε αποδείξεις ότι πλήρωσε κάποιο χρηματικό ποσό στον παραπονούμενο. Η εν λόγω κατάθεση η οποία λήφθηκε από τον κατηγορούμενο στη γερμανική γλώσσα στην οποία είναι επισυνημμένα διάφορα έγγραφα σημειώθηκε ως τεκμήριο 11 και η πιστή μετάφρασή της στην ελληνική σημειώθηκε ως τεκμήριο 12 αντίστοιχα.

 

Στην ανακριτική κατάθεσή του ο κατηγορούμενος σε διάφορες ερωτήσεις που του τέθηκαν ανέφερε μεταξύ άλλων πως για την υπόθεση που διερευνάται εναντίον του γνωρίζει πως χρωστάνε λεφτά. Η εταιρεία «Χατζηπαυλής και Καγιάς Μεταφορική Λτδ» το 2022 ήθελε πίσω τα χρήματά της γιατί αποφάσισε ότι τελικά το μηχάνημα δεν πληρούσε τις προδιαγραφές για τη χρήση που προοριζόταν. Το μηχάνημα δεν το ήθελαν τελικά, το ζήτησε μια εταιρεία στην Ουκρανία και για να επιστρέφονταν τα χρήματα έπρεπε πρώτα να πληρωθεί το ποσό του μηχανήματος από την ουκρανική εταιρεία αλλά λόγω προβλήματος στον εκτελωνισμό του μηχανήματος καθυστέρησε η πληρωμή του ποσού στον παραπονούμενο. Όταν στον λογαριασμό εμβάσθηκε όλο το ποσό που πλήρωσε η εταιρεία από την Ουκρανία το εν λόγω ποσό δεσμεύτηκε από την τράπεζα επειδή ο λογαριασμός τους ήταν μείον 400 χιλιάδες. Προς το παρόν περιμένει έναν πελάτη από την Πολωνία να τον πληρώσει το ποσό των €209.000 ώστε να μπορέσει να δώσει τα λεφτά στον παραπονούμενο. Επίσης έκανε αναφορά σε 4 αποδείξεις ότι έχουν κατατεθεί στον τραπεζικό λογαριασμό των παραπονουμένων €35.000 οι οποίες είναι επισυνημμένες στην κατάθεσή του.   

 

Ο Μ.Κ.2 δεν αντεξετάστηκε.

 

Ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε η Αθανασία Καραφωτιά η οποία κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της τη γραπτή της κατάθεση ημερ. 3.2.2025 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 13 στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: μιλά, διαβάζει και γράφει ελληνικά και γερμανικά πολύ καλά και είναι στον κατάλογο διερμηνέων της Αστυνομίας. Στις 3.2.2025 κλήθηκε στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λάρνακας και βοήθησε τον Αστ. 2430 να λάβει ανακριτική κατάθεση από τον Alexander Buchhammer μεταφράζοντας στα ελληνικά από τα γερμανικά και αντίστροφα.

 

Στη συνέχεια σε ερωτήσεις που τέθηκαν στη Μ.Κ.3 κατά την κυρίως εξέτασή της τής υποδείχθηκαν τα τεκμήρια 11 και 12. Ισχυρίστηκε ότι το τεκμήριο 11 είναι η κατάθεση που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο στα γερμανικά την οποία η ίδια κατέγραψε και ότι το τεκμήριο 12 είναι η μετάφραση της εν λόγω κατάθεσης στα ελληνικά την οποία επίσης μετέφρασε η ίδια.

 

Ούτε η Μ.Κ.3 αντεξετάστηκε.

 

Ως Μ.Κ.4 παρουσιάστηκε ο Αστ. 822 Παντελής Παπαθεοδώρου ο οποίος κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 18.8.2023 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 14 και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στο Τ.Α.Ε. Στις 5.10.2022 καταγγέλθηκε στο Τ.Α.Ε. από τον Ανδρέα Ευαγγελίδη συνιδιοκτήτη της εταιρείας «Χατζηπαυλής και Καγιάς Μεταφορική Λτδ» ότι κατά τον Αύγουστο του 2022 ήρθε σε επικοινωνία μέσω του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου [ ]@hotmail.com με τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία [ ]@buchhammer-handel.com και [ ]@buchhammer-handel.com με πρόσωπο που του παρουσιάστηκε ως Tatiana Smirnova εκπρόσωπος της εταιρείας «Buchhammer» η οποία εδρεύει στη Γερμανία, με σκοπό την αγορά τροχοφόρου μηχανήματος εκφόρτωσης Liebherr L580 XPower, serial No. VATZ146KZB04194, ημερομηνίας κατασκευής 2016.

 

Στις 5.8.2022 ο παραπονούμενος συμφώνησε την αγορά του εν λόγω μηχανήματος και ακολούθως έκανε έμβασμα για το χρηματικό ποσό των €149.500 από τον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας του στην Ελληνική Τράπεζα σε τραπεζικό λογαριασμό με στοιχεία ΙΒΑΝ: [ ], BIC: [ ] BENEFICIARY: BUCHHAMMER HANDEL GMBH, BANK NAME: COMMERZBANK AG, BANK ADDRESS: KREISSPARKASSE HERZOGTUM LAUENBURG.

 

Στη συνέχεια σύμφωνα με τον παραπονούμενο η Smirnova τον ενημέρωσε ότι δεν είναι δυνατός ο εκτελωνισμός του μηχανήματος καθότι αυτό παρουσίαζε μηχανικό πρόβλημα και ως εκ τούτου ο παραπονούμενος ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων. Η Smirnova ανέφερε στον παραπονούμενο ότι η επιστροφή των χρημάτων θα γινόταν κατά το τέλος Σεπτεμβρίου κάτι το οποίο όμως δεν έπραξε επικαλούμενη διάφορες προφάσεις.

 

Στις 6.10.2022 στάλθηκε αίτημα μέσω της Interpol προς τις Αρχές της Γερμανίας με σκοπό να διενεργηθούν εξετάσεις για να διαπιστωθεί κατά πόσο η εταιρεία BUCHHAMMER HANDEL GMBH είναι υπαρκτή, το είδος της εμπορικής δραστηριότητας που ασκεί και κατά πόσο η πιο πάνω εταιρεία είναι γνωστή στο ποινικό μητρώο της Γερμανίας.

 

Στις 17.10.2022 λήφθηκε απαντητικό μήνυμα από την Interpol Γερμανίας σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω εταιρεία είναι υπαρκτή, εδρεύει στην οδό Roeckstrasse 38 23568 Luebeck. Συνιδιοκτήτες της εταιρείας είναι ο Alexander Buchhammer, Η.Γ. 10.12.1948 από Workuta και ο Thomas Heinrich Buchhammer, Η.Γ. 3.1.1989 από Αμβούργο. Υπάλληλος της εταιρείας είναι η Tatiana Smirnova και η συγκεκριμένη εταιρεία έχει απασχολήσει τις Αρχές της Γερμανίας με παρόμοιας φύσης υποθέσεις απάτης.

 

Στις 7.11.2023 στάλθηκε Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) προς τις Αρχές της Γερμανίας ώστε να εντοπιστούν οι 2 πιο πάνω ύποπτοι, να εξακριβωθούν τα πλήρη στοιχεία τους, να ανακριθούν σχετικά με την παρούσα υπόθεση ως επίσης και να ληφθούν οι καταστάσεις του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο εμβάσθηκε το χρηματικό ποσό των €149.500.    

 

Στη συνέχεια σε ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή του ο Μ.Κ.4 κατέθεσε την ΕΕΕ ημερ. 4.11.2022 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 15 και μέρος της εν λόγω ΕΕΕ ημερ. 16.11.2023 στη γερμανική γλώσσα σημειώθηκε ακολούθως ως τεκμήριο 16. Κατέθεσε ακόμα τη μετάφραση του τεκμηρίου 16 στην ελληνική γλώσσα η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 17. 

 

Ο Μ.Κ.4 δεν αντεξετάστηκε.

 

Όταν το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και εξήγησε στον 1ο κατηγορούμενο τα δικαιώματά του αυτός επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία. Κατά την κυρίως εξέτασή του ο 1ος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως το 2011 ίδρυσε τη 2η κατηγορούμενη εταιρεία και μέσω αυτής έστειλε εμπορεύματα σε πολλές χώρες. Το έτος 2021 κάποιος πελάτης του στη Ρωσία στον οποίο είχαν παραδώσει κάποια εμπορεύματα δεν τους αποπλήρωσε πλήρως και έκτοτε ξεκίνησε μια κρίση στην εταιρεία και είχαν κάποιες δυσκολίες. Όλες οι υπόλοιπες παρόμοιες υποθέσεις που αναφέρθηκαν είχαν αίσιο τέλος. 

 

Ισχυρίστηκε επίσης πως όσα αναφέρθηκαν στην παρούσα υπόθεση είναι αλήθεια αλλά δυστυχώς όταν ο ίδιος και ένας συνεργάτης του πήγαν στην εταιρεία Liebherr για το επίδικο μηχάνημα ο συνάδελφός του εντόπισε σε αυτό διάφορα τεχνικά προβλήματα και παρόλο που μπορούσαν να το παραδώσουν ως είχε θεώρησαν καθήκον τους να αναφέρουν στον πελάτη τους ότι δεν μπορούσαν να του το παραδώσουν στην κατάσταση που βρισκόταν. Ισχυρίστηκε πως και οι ίδιοι αγόρασαν το εν λόγω μηχάνημα χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς έκρυβε και απλώς έδειξαν εμπιστοσύνη. Δεν μπορούσαν ούτε το μηχάνημα να στείλουν ούτε είχαν τα χρήματα για να τα επιστρέψουν και έτσι βρήκαν κάποιον ενδιαφερόμενο στην Ουκρανία στον οποίο παρέδωσαν το μηχάνημα και του εξήγησαν τα τεχνικά προβλήματα που είχε και εκείνος τους απάντησε ότι δεν τον ενοχλούσε και πως ήταν σε θέση να το επιδιορθώσει ο ίδιος.

 

Ισχυρίστηκε επίσης πως είχαν κάποια προβλήματα με το υπόλοιπο του τραπεζικού τους λογαριασμού αλλά όταν βρήκαν χρήματα έστειλαν σε 4 διαφορετικές περιπτώσεις το συνολικό ποσό των €40.000. Ανέφερε περαιτέρω ότι λυπάται που τα πράγματα έφτασαν σε αυτό το σημείο αλλά δεν ήταν πρόθεσή του να μην εξοφλήσει έγκαιρα χρήματα που δεν του ανήκουν.  

 

Κατά την αντεξέτασή του ο 1ος κατηγορούμενος συμφώνησε με υποβολή ότι η πληρωμή του τιμήματος αγοράς του επίδικου μηχανήματος έγινε στις 5.8.2022. Συμφώνησε επίσης και με άλλη υποβολή ότι το επίδικο τίμημα δεν επιστράφηκε στον παραπονούμενο παρόλο που έκτοτε παρήλθαν δυόμιση χρόνια και ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι αυτό συμβαίνει επειδή και ο ίδιος περιμένει να λάβει χρήματα από αλλού. Συμφώνησε επίσης ότι είναι διευθυντής της κατηγορούμενης 2 εταιρείας και πως βρισκόταν σε αυτή τη θέση κατά την περίοδο από τον Ιούλιο και Αύγουστο του 2022 έως και σήμερα.

 

Όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο ο πελάτης στην παρούσα υπόθεση ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων του ο 1ος κατηγορούμενος απάντησε πως δεν αμφιβάλλει ότι έχει δίκαιο και ότι δικαιούται να του επιστραφούν. Ισχυρίστηκε επίσης πως μόλις πωληθεί ένα όχημα για το ποσό των €209.000 θα έχουν μια καλή ευκαιρία να τον αποπληρώσουν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι ίδιοι διαπίστωσαν πως το επίδικο όχημα είχε τεχνικά προβλήματα και δεν είχαν πρόθεση να του παρέδιδαν ένα τέτοιο όχημα διότι θα δυσφημούσαν οι ίδιοι την εταιρεία τους. Ακολούθως συμφώνησε με υποβολή πως ενημέρωσαν τον Ευαγγελίδη ότι το επίδικο όχημα είχε τεχνικό πρόβλημα μετά που πληρώθηκε το τίμημα πώλησης του εν λόγω οχήματος.

 

Ισχυρίστηκε επίσης πως τα τεχνικά προβλήματα του επίδικου οχήματος τα εντόπισαν όταν πήγαν να το δουν και τους αναφέρθηκε πως υπήρχαν κάποια τεχνικά προβλήματα και λόγω τούτων θα προέκυπτε καθυστέρηση στην παράδοση του οχήματος.  

 

Όταν η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ένοχους τους κατηγορούμενους.

 

Ο 1ος κατηγορούμενος ανέφερε πως ποτέ δεν ήταν πρόθεσή του να καταχραστεί ξένα χρήματα. Αυτή η ατυχής περίσταση, όπως τη χαρακτήρισε, προέκυψε λόγω του πολέμου. Ανέφερε ως παράδειγμα ότι πώλησαν 4 οχήματα στο Καζακστάν και αναμένουν την είσπραξη €344.000 καθώς επίσης και το ποσό των €209.000 από πώληση τρακτέρ στην Πολωνία, τα οποία μόλις φθάσουν στον λογαριασμό τους θα πληρώσουν και τους πελάτες τους στην Κύπρο.  

 

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273) και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

 

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδείχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Γιάγκου Σάντης ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και της μαρτυρίας τους.

 

Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.

 

Τέλος, στην υπόθεση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιόμυλου ν. Έλλης Μιχαήλ Κτωρίδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 204, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο καταλήγει στην απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη του το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας ανεξαρτήτως της προέλευσής της.

 

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

Ο Μ.Κ.1 ήταν το πρόσωπο το οποίο είχε ανταλλάξει αλληλογραφία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τους κατηγορούμενους και το πρόσωπο το οποίο μέσω του τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας της οποίας είναι συνιδιοκτήτης έκανε έμβασμα το ποσό των €149.500 σε τραπεζικό λογαριασμό της 2ης κατηγορούμενης εταιρείας στη Γερμανία. Ο εν λόγω μάρτυρας μου έκανε καλή εντύπωση και κρίνω πως η μαρτυρία του, πλην του ισχυρισμού στον οποίο κάνω αναφορά πιο κάτω και τον οποίο δεν αποδέχομαι, είχε λογική και συνοχή και πείθει για τη βασιμότητά της.

 

Κρίνω επίσης ότι από την αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε από τον 1ο κατηγορούμενο στην ουσία δεν αμφισβητήθηκαν οι κρίσιμοι για την παρούσα υπόθεση ισχυρισμοί του και λόγω των πιο πάνω αποδέχομαι τη μαρτυρία του αξιόπιστη.

 

Από τους ισχυρισμούς του Μ.Κ.1 δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό του ότι οι κατηγορούμενοι τους επέστρεψαν στον τραπεζικό τους λογαριασμό το ποσό των €30.000 αφού για τον εν λόγω ισχυρισμό δεν προσκόμισε οποιαδήποτε απόδειξη από την τράπεζά του. Κρίνω όμως ότι αυτό δεν οφείλεται σε προσπάθειά του να παραπλανήσει το Δικαστήριο και δεν επηρεάζει τη θετική εικόνα που αποκόμισα για τη μαρτυρία του. 

 

Οι Μ.Κ.2, Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4 δεν αντεξετάστηκαν και συνακόλουθα η μαρτυρία τους γίνεται αποδεκτή. Η μαρτυρία καθενός από αυτούς ήταν τυπική και δεν αφορά τα πρωτογενή γεγονότα τα οποία είναι επίδικα στην παρούσα υπόθεση.  

 

Σχετικά με τον 1ο κατηγορούμενο κρίνω ότι η μαρτυρία του δεν είχε λογική και δεν πείθει για τη βασιμότητά της και πλην του ισχυρισμού τον οποίο θα αναφέρω πιο κάτω δεν την αποδέχομαι. 

 

Ειδικότερα αναφορικά με τον ισχυρισμό του 1ου κατηγορούμενου πως επιθεώρησε το επίδικο όχημα και διαπίστωσε ότι αυτό είχε τεχνικά προβλήματα και πως λόγω τούτων των προβλημάτων δεν ήθελαν να το παραδώσουν στους πελάτες τους, δηλαδή στην εταιρεία «Χατζηπαυλής και Καγιάς Μεταφορική Λτδ», κρίνω ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν πείθει για τη βασιμότητά του και αποτελεί προϊόν δεύτερης σκέψης του τον οποίο επιστράτευσε για να δικαιολογήσει τη μη παράδοση του επίδικου οχήματος στους παραπονούμενους.

 

Έχοντας υπόψη μου πως στο ηλεκτρονικό μήνυμα, τεκμήριο 3 ημερ. 28.7.2022, το οποίο ο ίδιος απέστειλε στον Μ.Κ.1 έγραψε πως η κατάσταση του οχήματος το οποίο συμφώνησε να πωλήσει και να αποστείλει στους παραπονούμενους ήταν πολύ καλή κρίνω πως από τα πιο πάνω προκύπτει ότι εξ αρχής πρόθεσή του ήταν να πείσει τους παραπονούμενους να αγοράσουν το επίδικο όχημα και να του καταβάλουν το επίδικο ποσό αλλά να μην τους το αποστείλει.  

 

Πέραν του πιο πάνω κρίνω περαιτέρω πως και να αποδεχόμουν τον ως άνω ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι δήθεν το όχημα το οποίο συμφώνησε να πωλήσει στους παραπονούμενους είχε τεχνικά προβλήματα τούτο δεν θα ήταν επιβοηθητικό για τους κατηγορούμενους αφού σε μια τέτοια περίπτωση θα προέκυπτε ως λογικό το συμπέρασμα πως οι κατηγορούμενοι, όταν στις 28.7.2022 απέστειλαν στους παραπονούμενους το ηλεκτρονικό μήνυμα, τεκμήριο 3, στο οποίο έγραψαν ότι η κατάσταση του επίδικου οχήματος ήταν καλή, ψευδώς τους παρέστησαν ότι είχαν το εν λόγω όχημα, ότι αυτό ήταν σε καλή κατάσταση και ότι θα τους το απέστελλαν όταν θα τους κατέβαλλαν το τίμημα αγοράς του. 

 

Ομοίως απορρίπτω και τον άλλο ισχυρισμό του 1ου κατηγορούμενου ότι οι κατηγορούμενοι αγόρασαν το εν λόγω μηχάνημα χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς έκρυβε αυτό, υπονοώντας δηλαδή ότι είχε προβλήματα, και απλώς έδειξαν εμπιστοσύνη καθότι κρίνω πως ο εν λόγω ισχυρισμός δεν πείθει για τη βασιμότητά του και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Κρίνω ότι δεν είναι λογικό οι κατηγορούμενοι να είχαν αγοράσει το εν λόγω μηχάνημα το οποίο ως προκύπτει από το επίδικο τίμημα πώλησης είναι μεγάλης αξίας, περίπου €150.000, χωρίς να το είχαν ελέγξει προηγουμένως.

 

Επειδή όμως ούτε αυτός ο ισχυρισμός είναι λογικός κρίνω πως οι κατηγορούμενοι δεν είχαν το επίδικο όχημα όταν ψευδώς παρέστησαν στους αγοραστές ότι αυτό ήταν σε καλή κατάσταση και πως θα τους το παρέδιδαν με την πληρωμή του τιμήματος αγοράς που συμφώνησαν.

 

Από τους ισχυρισμούς του 1ου κατηγορούμενου κρίνω ότι ο μόνος ο οποίος ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και τον οποίο συνεπώς αποδέχομαι είναι ο ισχυρισμός του ότι επέστρεψε στους παραπονούμενους σε 4 διαφορετικές ημερομηνίες το ποσό των €35.000 αφού ο εν λόγω ισχυρισμός επιβεβαιώνεται από τα σχετικά έγγραφα τα οποία είναι επισυνημμένα στην κατάθεσή του, τεκμήριο 11, την οποία η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο ως μέρος του μαρτυρικού υλικού που είχε στη διάθεσή της.  

 

Έχοντας υπόψη μου την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως την ανέφερα πιο πάνω καθώς επίσης τη μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε καταλήγω στα ακόλουθα συμπεράσματα: στις 28.7.2022 ο Μ.Κ.1 ο οποίος είναι εκ των διευθυντών της εταιρείας «Χατζηπαυλής και Καγιάς Μεταφορική Λτδ» εντόπισε τη σελίδα www.buchhammer-handel.com η οποία ανήκει στην εταιρεία BUCHHAMMER που εδρεύει στη Γερμανία. Μέσω της συγκεκριμένης σελίδας εντόπισε το λαστιχοφόρο μηχάνημα Radlader/wheel loader Liebherr L580 XPower το οποίο ενδιαφέρθηκε να αγοράσει. Για τον λόγο αυτό ήρθε σε επικοινωνία από το email του [ ]@hotmail.com με τα email [ ]@buchhammer-handel.com και  [ ]@buchhammer-handel.com και συνομιλούσε με την Tatiana Smirnova με σκοπό να αγοράσει το συγκεκριμένο όχημα.

 

Η Tatiana για λογαριασμό των κατηγορουμένων του απέστειλε ηλεκτρονική αλληλογραφία με τις προδιαγραφές του συγκεκριμένου οχήματος και την τιμή πώλησής του ήτοι €149.500. Η παραπονούμενη εταιρεία μέσω του Μ.Κ.1 αποδέχθηκε την προσφορά και στις 5.8.2022 έκανε έμβασμα από τον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας του προς τον λογαριασμό της Buchhammer Handel GMBH στην Commerzbank AG. Ο 1ος κατηγορούμενος είναι διευθυντής της 2ης κατηγορούμενης εταιρείας την οποία ίδρυσε το 2011 και βρισκόταν σε αυτή τη θέση τόσο κατά την περίοδο από τον Ιούλιο και Αύγουστο του 2022 έως και σήμερα. 

 

Στις 8.8.2022 αναφέρθηκε για πρώτη φορά στους παραπονούμενους ότι το όχημα το οποίο συμφώνησαν να αγοράσουν και για το οποίο πλήρωσαν €149.500 έπρεπε να ελεγχθεί προτού τους αποσταλεί. Προηγουμένως, το μόνο που τους είχε λεχθεί, ήταν πως μόλις γινόταν η πληρωμή θα τους αποστελλόταν το όχημα. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο Μ.Κ.1 με την Tatiana η τελευταία του είπε πως το μηχάνημα είχε ένα μεγάλο πρόβλημα και δεν ήταν δυνατή η αποστολή του και όταν τον ρώτησε εάν ήθελαν αντικατάστασή του ή επιστροφή των χρημάτων τους απάντησε ότι προτιμούν τα χρήματά τους.

 

Ακολούθως προς το τέλος Αυγούστου του τηλεφώνησε η Tatiana και του είπε ότι το συγκεκριμένο μηχάνημα παρουσιάζει μηχανικό πρόβλημα και δεν μπορεί να εκτελωνιστεί. Τότε της έστειλε μήνυμα και της ανέφερε πως η εταιρεία τους επιθυμεί την επιστροφή του ποσού των €149.500. Εκείνη του είπε ότι το ποσό θα επιστρεφόταν εντός μιας εβδομάδας, στη συνέχεια ότι θα επιστρεφόταν στο τέλος Σεπτεμβρίου και μετά στις 10 Οκτωβρίου, όμως μέχρι την ημέρα της κατάθεσής του στην Αστυνομία δεν τους είχε επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό.

 

Ο Μ.Κ.4 είναι ο Αστ. 822 Παντελής Παπαθεοδώρου ο οποίος υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στο Τ.Α.Ε. Στις 5.10.2022 καταγγέλθηκε στο Τ.Α.Ε. από τον Ανδρέα Ευαγγελίδη συνιδιοκτήτη της εταιρείας «Χατζηπαυλής και Καγιάς Μεταφορική Λτδ» ότι κατά τον Αύγουστο του 2022 ήρθε σε επικοινωνία μέσω του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου [ ]@hotmail.com με τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία [ ]@buchhammer-handel.com και [ ]@buchhammer-handel.com με πρόσωπο που του παρουσιάστηκε ως Tatiana Smirnova εκπρόσωπος της εταιρείας «Buchhammer» η οποία εδρεύει στη Γερμανία, με σκοπό την αγορά τροχοφόρου μηχανήματος εκφόρτωσης Liebherr L580 XPower, serial No. VATZ146KZB04194, ημερομηνίας κατασκευής 2016.

 

Στις 6.10.2022 στάλθηκε αίτημα μέσω της Interpol προς τις Αρχές της Γερμανίας με σκοπό να διενεργηθούν εξετάσεις για να διαπιστωθεί κατά πόσο η εταιρεία BUCHHAMMER HANDEL GMBH είναι υπαρκτή, το είδος της εμπορικής δραστηριότητας που ασκεί και κατά πόσο η πιο πάνω εταιρεία είναι γνωστή στο ποινικό μητρώο της Γερμανίας.

 

Στις 17.10.2022 λήφθηκε απαντητικό μήνυμα από την Interpol Γερμανίας σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω εταιρεία είναι υπαρκτή, εδρεύει στην οδό Roeckstrasse 38 23568 Luebeck. Συνιδιοκτήτες της εταιρείας είναι ο Alexander Buchhammer, Η.Γ. 10.12.1948 από Workuta και ο Thomas Heinrich Buchhammer, Η.Γ. 3.1.1989 από Αμβούργο. Υπάλληλος της εταιρείας είναι η Tatiana Smirnova και η συγκεκριμένη εταιρεία έχει απασχολήσει τις Αρχές της Γερμανίας με παρόμοιας φύσης υποθέσεις απάτης.

 

Στις 7.11.2023 στάλθηκε Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) προς τις Αρχές της Γερμανίας ώστε να εντοπιστούν οι 2 πιο πάνω ύποπτοι, να εξακριβωθούν τα πλήρη στοιχεία τους, να ανακριθούν σχετικά με την παρούσα υπόθεση ως επίσης και να ληφθούν οι καταστάσεις του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο εμβάσθηκε το χρηματικό ποσό των €149.500. 

 

Στις 16.11.2022, 30.11.2022, 31.1.2023 και στις 24.5.2023 οι κατηγορούμενοι έκαναν 4 εμβάσματα στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας «Χατζηπαυλής και Καγιάς Μεταφορική Λτδ» συνολικού ποσού €35.000. Από τις 25.5.2023 και μετά οι παραπονούμενοι δεν έλαβαν οποιοδήποτε άλλο έμβασμα στον λογαριασμό τους και διακόπηκε κάθε επικοινωνία με τους κατηγορούμενους και τότε αποτάθηκαν στην Αστυνομία.

 

Ο Μ.Κ.2 υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στο Τ.Α.Ε. Λάρνακας. Στις 30.1.2025 στο αεροδρόμιο του Αμβούργου στη Γερμανία παρέλαβε μαζί με τον Ε/Αστ. 5325 Ν. Φανό του Τ.Α.Ε. Λάρνακας από τις Γερμανικές Αρχές τον Alexander Buchhammer ο οποίος συνελήφθηκε στη Γερμανία στις 24.11.2024 δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του τον οποίο ακολούθως μετέφεραν στη Δημοκρατία.

 

Στις 30.1.2025 και ώρα 22:00 στον Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακας συνέλαβε τον Alexander Buchhammer δυνάμει του Κυπριακού Εντάλματος σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του και αφού του επεξήγησε τους λόγους της σύλληψής του και του επέστησε την προσοχή του στον νόμο αυτός απάντησε «ΟΚ». Ακολούθως του εξήγησε τα δικαιώματά του και του επέδωσε σχετικό έντυπο το οποίο εκείνος στην παρουσία του διάβασε και υπέγραψε. Στις 3.2.2025 στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λάρνακας με τη βοήθεια διερμηνέως, της Μ.Κ.3, έλαβε από τον 1ο κατηγορούμενο ανακριτική κατάθεση στην παρουσία της δικηγόρου του.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.

 

Αναφορικά με την 1η κατηγορία που αφορά το αδίκημα της απόσπασης περιουσίας διά ψευδών παραστάσεων σχετικά είναι τα άρθρα 20, 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα τα οποία προνοούν τα ακόλουθα:

 

«20. Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, καθένας από τους ακόλουθους θεωρείται ότι συμμετέσχε στη διάπραξη και θεωρείται ότι είναι ένοχος για αυτό και δύναται να διωχτεί ως αυτουργός σύμφωνα με τα ακόλουθα:

(α) εκείνος που διενεργεί πράγματι την πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα

(β) εκείνος που διαπράττει ή παραλείπει να διαπράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει βοήθεια για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος από άλλον

(γ) εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος

(δ) εκείνος που συμβουλεύει ή που προάγει άλλον για διάπραξη ποινικού αδικήματος.

Στην τέταρτη περίπτωση ο υπαίτιος δύναται να διωχτεί είτε ως αυτουργός του ποινικού αδικήματος είτε σε ποινικό αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.

Καταδίκη για το αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη ποινικού αδικήματος, συνεπάγει ίδιες συνέπειες από κάθε άποψη, καθώς και καταδίκη για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.

Εκείνος που προάγει άλλο στη διενέργεια πράξης ή παράλειψης τέτοιας φύσης ώστε, αν γινόταν από τον ίδιο θα διενεργείτο από αυτό κάποιο ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, όπως αν είχε διενεργήσει ο ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη δύναται να διωχτεί δε όπως αν είχε διενεργήσει το ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη.

297. Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.

 

298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

(2) … ».

 

Από το λεκτικό των ως άνω άρθρων 297 και 298 συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απόσπασης περιουσίας διά ψευδών παραστάσεων είναι τα ακόλουθα: 1) η παράσταση γεγονότος με λόγια, έγγραφο ή συμπεριφορά η οποία στην πραγματικότητα είναι ψευδής, 2) η γνώση του προσώπου το οποίο προβαίνει στην παράσταση ότι αυτή είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθινή, 3) η ψευδής παράσταση να γίνεται με σκοπό την καταδολίευση και 4) ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης το πρόσωπο το οποίο προέβηκε σε αυτή να εξασφάλισε ή να απέκτησε από άλλο πρόσωπο οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.

Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος ως υφιστάμενου ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Δεν είναι απαραίτητο η ψευδής παράσταση να γίνεται με λόγια. Η συμπεριφορά και η πράξη του δράστη χωρίς προφορική ή γραπτή παράσταση είναι αρκετή. Από την άλλη η δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός είτε γίνεται προφορικά είτε γραπτά δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου αν η δήλωση λογικά και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο που έγινε. Είναι όμως αναγκαίο όπως ο δράστης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής.

 

Η ερμηνεία του όρου «ψευδής παράσταση» δόθηκε από τον Δικαστή Buckey στην υπόθεση Re London and Globe Finance Corporation Ltd (1903) 1 Ch. 368, 370 και έχει ως εξής:

 

«To induce a man to believe that a thing is true which is false and which the person practicing the deceit knows or believes to be false».

 

Περαιτέρω σύμφωνα με το σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2000, παρά. 5.6, σελ. 328, είναι αρκετό ο κατηγορούμενος με λόγια ή με συμπεριφορά να προκάλεσε στο μυαλό του θύματος μια ψεύτικη προσδοκία. Οι παραστάσεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο δεν είναι αρκετό να είναι ψευδείς αλλά απαιτείται όπως ο κατηγορούμενος όταν προέβαινε σε αυτές να γνώριζε ότι ήταν ψευδείς ή να μην πίστευε στο αληθές τους. Το βάρος απόδειξης των ψευδών παραστάσεων βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής η οποία θα πρέπει να τις αποδείξει όπως τις επικαλείται στο κατηγορητήριο.

 

Στην υπόθεση Ζένιου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 65 η ψευδής παράσταση συνίστατο στο γεγονός πως όταν ο παραπονούμενος με γραπτή συμφωνία συμφώνησε την αγορά διαμερισμάτων και πλήρωσε προκαταβολή οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν τα δύο διαμερίσματα ενώ γνώριζαν πως η πολυκατοικία δεν μπορούσε να αποπερατωθεί γιατί δεν υπήρχε σε ισχύ άδεια οικοδομής ούτε και μπορούσε να εκδοθεί τέτοια άδεια οικοδομής για την υπό ανέγερση πολυκατοικία κάτω από τον σχετικό Νόμο.

 

Από την άλλη η απλή παράβαση σύμβασης παρά τις υποσχέσεις του κατηγορουμένου για εκπλήρωση των συμφωνηθέντων δεν αποτελεί ψευδή παράσταση εντός της έννοιας του άρθρου 297 του Ποινικού Κώδικα.

 

Είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η περιουσία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο ή κάποιο τμήμα της αποκτήθηκε σαν αποτέλεσμα της κατ’ ισχυρισμό ψευδούς παράστασης. Δηλαδή θα πρέπει η μαρτυρία να δείξει ότι η ψευδής παράσταση επέδρασε στο μυαλό του προσώπου που εξαπατήθηκε και ότι ήταν αυτή που τον ώθησε είτε πλήρως είτε μερικώς στο να αποξενωθεί από την περιουσία του.

 

Σχετική είναι η υπόθεση R. v. Sullivan, 30 Cr. App. R. 132, όπου αποφασίστηκε πως η απόδειξη ότι η ψευδής παράσταση όντως ενήργησε στο μυαλό του προσώπου που εξαπατήθηκε δεν χρειάζεται σε κάθε περίπτωση να προσφέρεται με άμεση μαρτυρία εφόσον τα γεγονότα είναι τέτοια ώστε η κατ’ ισχυρισμό ψευδής παράσταση να εμφανίζεται σαν ο μόνος λόγος ο οποίος θα μπορούσε να προβληθεί ως ο αποφασιστικός παράγοντας για την τέλεση της πράξης.

 

Είναι αρκετό για την Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος είτε για τον εαυτό του είτε για κάποιο άλλο πρόσωπο κατόρθωσε ως αποτέλεσμα των ψευδών του παραστάσεων να αποσπάσει παράνομα οτιδήποτε μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής είτε αυτό είναι χρήματα ή άλλο αντικείμενο το οποίο πρέπει να περιγράφεται με ικανοποιητικό τρόπο στο κατηγορητήριο (R. v. Smith (1950) 2 All E.R. 679).

 

Η πρόθεση καταδολίευσης κατά κανόνα τεκμαίρεται μέσα από τα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης. Η πρόθεση δεν είναι πάντοτε δεκτική θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ανευρίσκεται συνήθως ως εξυπακουόμενο γεγονός από τα γεγονότα της υπόθεσης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση όπου λαμβάνονται χρήματα με παραστάσεις που εκ πρώτης όψεως είναι ψευδείς τότε η πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται εκ πρώτης όψεως (R. v. Hammerson, 10 Cr. App. R. 121). H χρήση ψευδών δηλώσεων ή εγγράφων για απόκτηση χρημάτων παρά το ότι τα χρήματα θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί χωρίς αυτά είναι μαρτυρία από την οποία δυνατό να εξαχθεί πρόθεση για καταδολίευση (R. v. Kritz (1949) 2 All E.R).

 

Στην υπόθεση R. v. Williams (1836) 7 C. AND P. σελ. 354, λέχθηκε πως όπου ο κατήγορος αποδεικνύει την ψευδή παράσταση και τη γνώση του κατηγορούμενου περί του ψευδούς αυτό αποτελεί εκ πρώτης όψης μαρτυρία της πρόθεσης καταδολίευσης αλλά δεν είναι αρκετό αν τα γεγονότα δείχνουν ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση. Αν όμως η ψευδής παράσταση έγινε με ειλικρινή πεποίθηση ότι ήταν αληθινή τότε αυτό δείχνει την έλλειψη της ύπαρξης πρόθεσης καταδολίευσης (Police v. Petrou alias Yiatros (1971) 12 J.S.C. 1524).

 

Στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 αποφασίστηκε ότι το ψευδές της παράστασης όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης για στοιχειοθέτηση ποινικής ευθύνης ανάγεται σε εξ αρχής πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει κατά τον χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Αυτή η υποκειμενική συμπεριφορά μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν στο τέλος της ημέρας την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.

 

Η 2η κατηγορία αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στο άρθρο 2 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(I)/2007 δίνονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

 

«αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» σημαίνει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 4

«γενεσιουργά αδικήματα» σημαίνει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 5».

 

Το άρθρο 3 του Ν.188(I)/2007 ορίζει τα ακόλουθα:

 

«Ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται σε σχέση με αδικήματα που αναφέρονται πιο κάτω και τα οποία για σκοπούς του Νόμου αυτού θα καλούνται καθορισμένα αδικήματα:

(α) Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙

(β) γενεσιουργά αδικήματα».

 

Το άρθρο 4 του Ν.188(I)/2007 υπό τον τίτλο «Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» ορίζει τα ακόλουθα:

  

«4. (1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες, προβαίνει σε οποιασδήποτε από τις πιο κάτω ενέργειες:

(i) …

(ii) …

(iii) αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία˙

(iv) …

διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500000) ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (α) πιο πάνω, και με φυλάκιση πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50000) ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (β) πιο πάνω.

(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1):

(α) Δεν έχει καμιά σημασία κατά πόσο οι παράνομες δραστηριότητες υπόκεινται ή όχι στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων·

(β) τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δύνανται να διαπραχθούν και από τους δράστες γενεσιουργών αδικημάτων·

(γ) η γνώση, πρόθεση ή σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία αδικημάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να συναχθούν από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις·

(δ) δεν απαιτείται προηγούμενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκημα, από το οποίο προήλθαν έσοδα·

(ε) δεν απαιτείται να αποδειχθεί η ταυτότητα του προσώπου που διέπραξε τις παράνομες δραστηριότητες από τις οποίες προήλθαν τα έσοδα·

(στ) καταδίκη για τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) αδικήματα είναι δυνατή σε περίπτωση που με βάση αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις στοιχειοθετείται ότι η περιουσία προήλθε από παράνομες δραστηριότητες, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση όλων των πραγματικών στοιχείων ή όλων των περιστάσεων που σχετίζονται με τις εν λόγω παράνομες δραστηριότητες».

 

Το άρθρο 5 του Ν.188(I)/2007 υπό τον τίτλο «Γενεσιουργά αδικήματα» ορίζει τα ακόλουθα:

 

«Γενεσιουργό αδίκημα είναι οποιοδήποτε αδίκημα καθορίζεται ως ποινικό αδίκημα από νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας».

 

Το άρθρο 7(1) του Ν.188(I)/2007 υπό τον τίτλο «Υπολογισμός εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος» ορίζει τα ακόλουθα:

 

«7. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου

(α) Λογίζονται ως έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όλες οι πληρωμές οι οποίες καταβλήθηκαν σ’ αυτόν ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είτε πριν είτε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού σε σχέση με παράνομες δραστηριότητες ή με αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν αυτό έχει διαπραχθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από άλλο πρόσωπο˙

(β) τα έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι το σύνολο των πληρωμών ή αμοιβών οι οποίες έχουν καταβληθεί σ’ αυτόν ή το προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή έσοδα όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου».

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Έχοντας υπόψη μου τα ευρήματά μου σε σχέση με την παρούσα υπόθεση ως τα ανέφερα πιο πάνω και ιδίως ότι η 2η κατηγορούμενη εταιρεία μέσω του 1ου κατηγορούμενου διευθυντή της στις 28.7.2022 απέστειλε στον Μ.Κ.1, συνιδιοκτήτη της παραπονούμενης εταιρείας «Χατζηπαυλής και Καγιάς Μεταφορική Λτδ» ηλεκτρονικό μήνυμα – προσφορά στο οποίο αναφερόταν στο όχημα το οποίο η ως άνω εταιρεία επιθυμούσε να αγοράσει, στην τιμή πώλησής του, στο έτος κατασκευής του και στην κατάστασή του την οποία χαρακτήρισαν ως πολύ καλή, «very good», ως αναγράφεται κατά λέξη στο ως άνω μήνυμα, καθώς επίσης ότι παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι έλαβαν το τίμημα πώλησής του εν λόγω οχήματος εκ ποσού €149.500 δεν το απέστειλαν στην ως άνω αγοράστρια εταιρεία επικαλούμενοι τεχνικά προβλήματα κρίνω πως αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι: α) παρέστησαν εγγράφως στους παραπονούμενους ότι θα τους παρέδιδαν το επίδικο όχημα το οποίο ήταν δήθεν διαθέσιμο και σε πολύ καλή κατάσταση μόλις αυτοί τους κατέβαλλαν το τίμημα αγοράς, β) ενώ γνώριζαν ότι τα πιο πάνω δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, γ) παριστάνοντας τα πιο πάνω με σκοπό την καταδολίευση της ως άνω αγοράστριας εταιρείας αφού ουδέποτε είχαν πρόθεση να τους παραδώσουν το εν λόγω όχημα και δ) λόγω της πιο πάνω ψευδούς παράστασης οι παραπονούμενοι τους απέστειλαν το ποσό των €149.500.  

 

Συνεπώς λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της 1ης κατηγορίας και οι κατηγορούμενοι κρίνονται ένοχοι σε αυτή.

 

Έχοντας ήδη κρίνει ότι αποδείχθηκε η ενοχή των κατηγορουμένων στην 1η κατηγορία που αφορά το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και συγκεκριμένα του ποσού των €149.500 κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.188(I)/2007 καθορίζεται ως «Γενεσιουργό αδίκημα» κρίνω συνακόλουθα ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε επίσης να αποδείξει στον απαιτούμενο για ποινική υπόθεση βαθμό ότι οι κατηγορούμενοι απέκτησαν την ως άνω περιουσία γνωρίζοντας ότι αυτή αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες και συγκεκριμένα από την εκ μέρους τους διάπραξη του ποινικού αδικήματος της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ως η κατηγορούσα αρχή τους καταλογίζει με τη 2η κατηγορία.

 

Λόγω των πιο πάνω οι κατηγορούμενοι κρίνονται ένοχοι στις 2 κατηγορίες τις οποίες από κοινού αντιμετωπίζουν.

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο