Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. MANVEL KAKOYAN, Αρ. Υπόθεσης: 3135/2025, 8/5/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. MANVEL KAKOYAN, Αρ. Υπόθεσης: 3135/2025, 8/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 3135/2025

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

MANVEL KAKOYAN

                                                                                      Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 8.5.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου  

Για τον Κατηγορούμενο: Αυτοπροσώπως 

Κατηγορούμενος: Παρών 

ΠΟΙΝΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 3 κατηγορίες τις οποίες ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε. 

 

Η 1η κατηγορία αφορά το αδίκημα της αντίστασης για ματαίωση νομίμου συλλήψεως κατά παράβαση του άρθρου 244(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, η 2η το αδίκημα της παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία χωρίς άδεια κατά παράβαση των άρθρων 2(1)(2)(γ), 19 και 20 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και η 3η κατηγορία το αδίκημα της άρνησης παροχής τελικού δείγματος εκπνοής σε αστυνομικό για τελική εξέταση κατά παράβαση των άρθρων 2, 5, 7(1)(4), 8 και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/1986 και άρθρου 49Α (1)(δ) του Νόμου 94(Ι)/2001.

 

Τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο είναι τα εξής: στις 12.4.2025 και περί ώρα 04:20 το πρωί ενώ ο Μ.Κ.2 ήταν καθήκον στην τροχαία Λάρνακας και βρισκόταν έξω από το γραφείο αντιλήφθηκε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] να σταθμεύει έξω από την τροχαία Λάρνακας και κατευθύνθηκε προς το μέρος του οχήματος για να προβεί σε έλεγχο.

 

Αφού πλησίασε τον οδηγό αντιλήφθηκε ότι εντός του οχήματος βρίσκονταν δύο άτομα. Ρώτησε τα στοιχεία τους και ο κατηγορούμενος απάντησε «να μην σε νοιάζει». Κατά τη συνομιλία που είχε μαζί με τον κατηγορούμενο αυτός μύριζε έντονα αλκοόλ. Του ζήτησε να δώσει προκαταρκτικό έλεγχο αλκοτέστ, του επέστησε την προσοχή στον Νόμο και απάντησε «εγώ από Αρμενία Κύπρος φίλοι». Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος έδωσε ικανοποιητικό δείγμα σε προκαταρκτικό έλεγχο με ένδειξη 147 αντί 22.

 

Στη συνέχεια ο Μ.Κ.2 οδήγησε τον κατηγορούμενο στα γραφεία της τροχαίας για διενέργεια τελικού ελέγχου. Τον πληροφόρησε ότι έπρεπε να δώσει δύο ικανοποιητικά δείγματα εκπνοής για τελική εξέταση και πως τυχόν άρνησή του θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα και ακολούθως του επέστησε την προσοχή στον Νόμο. Ο κατηγορούμενος έδωσε μια απάντηση ακολούθως όμως αρνήθηκε να δώσει δύο ικανοποιητικά δείγματα εκπνοής και συνελήφθηκε για το αυτόφωρο αδίκημα της άρνησης παροχής δείγματος εκπνοής για αλκοτέστ.

 

Κατά την προσπάθεια του Μ.Κ.2 να τον συλλάβει ο κατηγορούμενος προέβαλε αντίσταση και τότε ο Μ.Κ.2 με τη βοήθεια άλλων μελών της Αστυνομίας του τοποθέτησε χειροπέδες χρησιμοποιώντας ανάλογη βία. Κατά τον έλεγχο του κατηγορούμενου διαπιστώθηκε ότι αυτός διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 16.10.2024.

Ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση 7370/2021 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην οποία στις 21.6.2022 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 μηνών για το αδίκημα της επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης.

 

Ο κατηγορούμενος όταν έλαβε τον λόγο ανέφερε ότι υιοθετεί το περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας στην οποία καταγράφεται ότι είναι άτομο ηλικίας 40 ετών με καταγωγή από την Αρμενία. Ανέφερε ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν μεθυσμένος καθώς επίσης ότι επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του.

 

Το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έχει καθήκον να λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο νόμος για καθένα από αυτά, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει περαιτέρω υπόψη του πως σε αδικήματα όπου παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των προσωπικών συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Σχετικά με τις προηγούμενες καταδίκες ενός κατηγορούμενου στην υπόθεση DYGDALOWICZ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 11/2021, ημερ. 4.11.2022 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όμως η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου στην τήρηση των νόμων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 306 τονίστηκε και πάλι ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας, της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες (βλ. επίσης Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787)».

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι προφανές ότι η μία προηγούμενη καταδίκη με την οποία βαρύνεται ο κατηγορούμενος τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό την επιείκεια που μπορεί να του επιδειχθεί.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής του είναι σοβαρά. Η σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από τον νομοθέτη διαφαίνεται από το ανώτατο όριο ποινής που θέτει ο νόμος για καθένα από αυτά. Για το αδίκημα της αντίστασης σε νόμιμη σύλληψη το άρθρο 244(α) του Ποινικού Κώδικα προνοεί ποινή φυλάκισης 2 ετών ενώ για το αδίκημα της παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία χωρίς άδεια του Διευθυντού το άρθρο 19 του Κεφ. 105 προνοεί ποινή φυλάκισης μέχρι δώδεκα μήνες ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (€1.708 περίπου) ή και τις δύο αυτές ποινές.

 

Για το αδίκημα της άρνησης παροχής τελικού δείγματος εκπνοής σε αστυνομικό για τελική εξέταση κατά παράβαση του εδαφίου (4) του άρθρου 7 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/1986 το εδάφιο (3) του άρθρου 11 του εν λόγω νόμου προνοεί ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή όλες ή οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω αναφερόμενες ποινές.

 

Περαιτέρω για το ως άνω αδίκημα της άρνησης παροχής τελικού δείγματος εκπνοής σε αστυνομικό για τελική εξέταση κατά παράβαση του εδαφίου (4) του άρθρου 7 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/1986 το άρθρο 20Α του Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 προνοεί επίσης και την επιβολή 5 έως 10 βαθμών ποινής στην άδεια οδήγησης.      

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη είσοδο και παράνομη παραμονή αλλοδαπών στη Δημοκρατία και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών δεν προκύπτουν μόνο από τις προβλεπόμενες ποινές αλλά έχουν επίσης τονισθεί και από τη σχετική νομολογία εδώ και δεκαετίες. Στην υπόθεση SHABANALI NAZARI ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Παράνομη παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο συνιστά δεσπόζον (prevalent) αδίκημα, γεγονός που δικαιολογεί την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

Η συχνότητα, με την οποία διαπράττονται αδικήματα αυτής της φύσης, και οι αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο συνοψίζονται περιεκτικά στο απόσπασμα που ακολουθεί από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Mohamed και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166 που δόθηκε από το Νικήτα Δ.:

«Δυστυχώς το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες διαπράττεται τελευταία με εντεινόμενη συχνότητα. Ο πρωτόδικος δικαστής, εκφράζοντας τη βαθιά ανησυχία του για το φαινόμενο, το χαρακτήρισε ως επιδημία. Δε θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι από την άποψη αυτή η Κύπρος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας. Οι αρνητικές επιπτώσεις, κοινωνικές, οικονομικές και άλλες ήδη εκδηλώθηκαν και επηρεάζουν τη ζωή του τόπου.

Η Κύπρος είναι χώρα φιλόξενη και ανεκτική. Ιστορικά υπήρξε και εξακολουθεί να είναι κόμβος συγκοινωνιακός, οικονομικός και πολιτιστικός. Όμως κάθε κράτος διατηρεί το δικαίωμα μη αποδοχής αλλοδαπών (βλέπε ανάπτυξη του καθηγητή J.G. Starke 'Introduction to International Law', 10η έκδοση στη σελ. 748 και επ.), το οποίο παραβιάζεται με διάπραξη τέτοιας φύσεως αδικημάτων».

 

Στην ως άνω υπόθεση SHABANALI NAZARI ν. Αστυνομίας επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ποινή φυλάκισης 3 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατηγορία της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του κατά παράβαση του άρθρου 19(1)(λ) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105.  

 

Σχετικό με τα πιο πάνω είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής».

 

Στην υπόθεση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143 που αφορούσε στο αδίκημα της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη άδειας παραμονής κατά παράβαση του άρθρου 19(λ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 έγινε αναφορά στην υπόθεση Gaby Toufic Atallah ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94 στην οποία αναφέρθηκε ότι:

 

«οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων όσο και αν, όπως σε κάθε περίπτωση, είναι παράγοντες σχετικοί με την επιμέτρηση της ποινής, είναι περιορισμένης σημασίας και σίγουρα δεν μπορούν να αφεθούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, στις οποίες οι ποινές είναι αναγκαίο να είναι αποτρεπτικές».

 

Στην ως άνω απόφαση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ (πιο πάνω) κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 1 μηνός που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική. 

 

Στην υπόθεση ALI RIZA MOHAMEΤ ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 5 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν παραδοχής του. Αναφέρθηκε και πάλι ότι η επιβολή αποτρεπτικής ποινής είναι επιβεβλημένη στις υποθέσεις διάπραξης αδικημάτων παράνομης παραμονής αλλοδαπών λόγω της έξαρσης στη διάπραξη τους και των αρνητικών επιπτώσεων τους σε διάφορους τομείς της ζωής του τόπου μας.

 

Εξίσου σοβαρό είναι και το αδίκημα της αντίστασης για ματαίωση νόμιμης σύλληψης αφού αυτό στρέφεται κατά αστυνομικού οργάνου κατά τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων του. Τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους είναι φορείς νόμιμης εξουσίας και στα καθήκοντα τους περιλαμβάνεται και η τήρηση της νομιμότητας. Αδικήματα τέτοιας φύσεως προκαλούν ρήγματα στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και πρέπει να αντιμετωπίζονται λόγω της φύσης τους με αποτρεπτικές ποινές. 

 

Στα πλαίσια επιλογής της κατάλληλης ποινής και της εξατομίκευσης λαμβάνω υπόψη μου την παραδοχή του κατηγορούμενου, η οποία είναι ένας σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας ο οποίος φανερώνει και την έμπρακτη μεταμέλειά του. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή.».

 

Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω και ιδίως αφενός τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων και την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπισή τους με αποτρεπτικές ποινές και αφετέρου τη μακρά χρονική διάρκεια της παράνομης παραμονής του κατηγορούμενου στη Δημοκρατία από τις 16.10.2024 μέχρι και τις 12.4.2025 που εντοπίστηκε να διαπράττει τα επίδικα αδικήματα κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. 

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή καθώς επίσης και τη σχετική νομολογία όπως την ανέφερα πιο πάνω σύμφωνα με την οποία καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα όπως τα επίδικα. Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ως αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές τις ακόλουθες:

 

·       Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών

·       Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών

·       Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών, στέρηση της ικανότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 5 μηνών από σήμερα και 5 βαθμούς ποινής στην άδεια οδήγησης. 

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία ενός καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη η οποία δεν λειτούργησε αποτρεπτικά για τον ίδιο, το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης όπως τη μεγάλη χρονική διάρκεια της παράνομης παραμονής του κατηγορούμενου από τις 16.10.2024 μέχρι και τις 12.4.2025 που εντοπίστηκε να διαπράττει τα επίδικα αδικήματα καθώς επίσης ότι αντιστάθηκε στη νόμιμη σύλληψή του από αστυνομικό που βρισκόταν εν ώρα καθήκοντος κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Κρίνω πως οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και η παραδοχή του δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα.

 

Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι ως άνω μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 14.4.2025.

 

                                                          (Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο