
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 5500/2024
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας
Κατηγορούσα Αρχή
και
MOHAMAD ZAYNY
Κατηγορούμενου
Ημερομηνία: 13.6.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή
Για τον Κατηγορούμενο: κα Χλ. Κωνσταντίνου
Κατηγορούμενος: Παρών
ΠΟΙΝΗ
Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 2 κατηγορίες οι οποίες αφορούν το αδίκημα της κατοχής επιθετικού οργάνου κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3(1) του περί Επιθετικών Οργάνων Νόμου, Κεφ. 159 και μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας κατά παράβαση των άρθρων 82(2) και 85 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 7.3.2024 και ώρα 15:00 στην οδό Κ. Μάτση στην Πύλα της Επαρχίας Λάρνακας χωρίς εύλογη αιτία κατείχε σε δημόσιο χώρο επιθετικό όργανο ήτοι ένα ρόπαλο και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία μετέφερε 2 μαχαίρια τα οποία είχαν σταθερή λεπίδα που κατέληγε σε αιχμηρό άκρο εκτός της οικίας του ή του περιβόλου της.
Κατόπιν αιτήματος της δικηγόρου του κατηγορούμενου στο οποίο η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής συγκατατέθηκε στην παρούσα υπόθεση θα ληφθούν επίσης υπόψη για σκοπούς ποινής 5 συνολικά υποθέσεις ήτοι 3 υποθέσεις του Ε.Δ. Λάρνακας και 2 ποινικοί φάκελοι.
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως εκτέθηκαν από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο έχουν ως ακολούθως: στις 7.3.2024 ο Μ.Κ. 1 ανέκοψε όχημα το οποίο οδηγείτο από τον κατηγορούμενο στην Πύλα. Διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του σε τσαντάκι μέσης 1 μαχαίρι στιλέτο χρώματος γκρίζου το οποίο άνοιγε και κατέληγε σε μυτερή άκρη μήκους 7 εκ. Επίσης εντοπίστηκε στην πόρτα του οδηγού ένα ξύλινο ρόπαλο τυλιγμένο με μια ταινία μαύρου χρώματος και ακόμη ένα μαχαίρι στιλέτο το οποίο κατέληγε σε μυτερή άκρη μήκους 8 εκ. Ο κατηγορούμενος έδωσε θεληματική κατάθεση και παραδέχθηκε.
Ως γεγονότα στην υπόθεση 5255/2024 στην οποία περιλαμβάνονται 2 κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 9.4.2024 ανακόπηκε όχημα το οποίο οδηγείτο από τον κατηγορούμενο και σε αυτό εντοπίστηκε 1 μαχαίρι με σταθερή λεπίδα που κατέληγε σε μυτερή άκρη μήκους 8 εκ. και συνολικού μήκους 18,5 εκ. καθώς και ένα μαχαίρι το οποίο είχε σταθερή λεπίδα και κατέληγε σε αιχμηρή άκρη μήκους 9 εκ. η λεπίδα και συνολικού μήκους 20 εκ. το μαχαίρι. Ο κατηγορούμενος έδωσε θεληματική κατάθεση και παραδέχθηκε ενοχή.
Ως γεγονότα στην υπόθεση 10656/2024 στην οποία περιλαμβάνονται 2 κατηγορίες που αφορούν και πάλι το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 21.2.2024 ανακόπηκε όχημα το οποίο οδηγείτο από τον κατηγορούμενο και σε αυτό εντοπίστηκε σε τσαντάκι μέσης ένα ανοιγόμενο μαχαίρι με σταθερή λεπίδα μήκους 9,5 εκ. που κατέληγε σε μυτερή άκρη και συνολικού μήκους 22,5 εκ. Εντοπίστηκε επίσης στο πάτωμα του οχήματος στη θέση του συνοδηγού ακόμα ένα μαχαίρι με σταθερή λεπίδα μήκους 15 εκ. και συνολικού μήκους 27,5 εκ.
Ως γεγονότα στην υπόθεση 5663/2025 στην οποία περιλαμβάνονται 4 κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα της προμήθειας από άλλο πρόσωπο και κατοχής ναρκωτικών τάξεως Α και Β αντίστοιχα αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 20.2.2024 ανακόπηκε όχημα το οποίο οδηγείτο από τον κατηγορούμενο και εντοπίστηκαν στην κατοχή του 2,49 γρ. μεθαμφεταμίνης καθώς και 1,81 γρ. πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβη. Ο κατηγορούμενος έδωσε θεληματική κατάθεση όπου παραδέχθηκε ότι προμηθεύτηκε από άγνωστο πρόσωπο 2 γρ. κάνναβης και 2,5 γρ. μεθαμφεταμίνης την ίδια ημέρα.
Ως γεγονότα που αφορούν την υπόθεση στην οποία σχηματίστηκε ο ποινικός φάκελος Κ576/2022 Λευκωσίας αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: ο κατηγορούμενος παρέβηκε διάταγμα το οποίο εκδόθηκε από τον Υπουργό Υγείας για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του covid - 19 και μετακινείτο χωρίς δικαιολογία.
Τέλος ως γεγονότα που αφορούν την υπόθεση στην οποία σχηματίστηκε ο ποινικός φάκελος Κ310/2022 Minor Λεμεσού αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: ο κατηγορούμενος το 2021 κατά την περίοδο της πανδημίας του covid - 19 στη Λεμεσό διακινείτο πεζός χωρίς να στείλει μήνυμα sms.
Αναφέρθηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος σήμερα εκτίει ποινή φυλάκισης 2 μηνών η οποία του επιβλήθηκε στις 16.5.2025 στην υπόθεση 25046/2024 του Ε.Δ. Λευκωσίας για το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας.
Η δικηγόρος του κατηγορούμενου όταν έλαβε τον λόγο παρέπεμψε το Δικαστήριο στο περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας και συγκεκριμένα στην πρώτη σελίδα όπου αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος μετά την αποφυλάκιση του έχει σκοπό να παραμείνει στην Δημοκρατία και να ζήσει στην Αγία Νάπα.
Ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος επιθυμούσε να μαζέψει όλες του τις εκκρεμείς υποθέσεις, τόσο τροχαίες όσο και ποινικές υποθέσεις, για να «καθαρίσει», όπως ανέφερε επί λέξει, γενικώς από όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις που τον βαραίνουν ούτως ώστε να μπορεί να μεταβεί στη χώρα του, στον Λίβανο, όπου βρίσκεται η σύζυγος και το ανήλικο του τέκνο ηλικίας σήμερα 9 ετών.
Ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος έχει υποβάλει αίτηση εντός των κεντρικών φυλακών για απέλασή του και αυτό θεωρεί πως θα είναι εφικτό μόλις περατωθούν όλες οι υποθέσεις που εκκρεμούν προς το πρόσωπο του.
Η κα Κωνσταντίνου παρέπεμψε επίσης στην τελευταία σελίδα της ως άνω έκθεσης στην οποία αναγράφεται ότι ο κατηγορούμενος είχε τότε δηλώσει ότι είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών κάτι το οποίο δεν υφίσταται σήμερα αφού έχει διακόψει την οποιαδήποτε χρήση και δηλώνει καθαρός.
Επίσης παρέπεμψε το Δικαστήριο στον χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος μέχρι και σήμερα που καλείται να επιβάλει ποινή και ανέφερε πως η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν καθαρά και μόνο στην προσπάθεια της Υπεράσπισης να περισυλλέξει όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις και να τις θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Εξέφρασε τέλος την απολογία του κατηγορούμενου και ζήτησε τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.
Άκουσα με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου όλα όσα αναφέρθηκαν.
Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.
Στην υπόθεση Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527 λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής ποινής:
«Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270 - Βλ. και Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, "το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή".».
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).
Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).
Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).
Τα αδικήματα τα οποία ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε είναι πολύ σοβαρά και αυτό προκύπτει από τη μέγιστη ποινή που ο νόμος προνοεί για καθένα από αυτά. Το άρθρο 3(1) του περί Επιθετικών Οργάνων Νόμου προνοεί πως «Πρόσωπο το οποίο χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή εύλογη δικαιολογία, η απόδειξη των οποίων βαρύνει αυτό, έχει μαζί του σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο οποιοδήποτε επιθετικό όπλο είναι ένοχο αδικήματος, και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και του προστίμου».
Το άρθρο 82(2) του Ποινικού Κώδικα προνοεί πως «Όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που καταλήγει σε μυτερή άκρη εκτός της κατοικίας του ή της αυλής της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου και ανεξάρτητα οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης των άρθρων 29, 32 και 33, υπόκειται σε κατώτατο όριο σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν το Δικαστήριο, λάβει υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένων της δοκιμασίας την οποία θα υποστεί ο καταδικασθείς και παρόμοιων ελαφρυντικών περιστατικών που σχετίζονται προσωπικά με τον καταδικασθέντα, ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει μικρότερη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα».
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).
Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).
Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).
Στα πλαίσια προσδιορισμού του είδους της κατάλληλης ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από τη φύση τους και τη μέγιστη ποινή που προνοείται από τον νόμο για καθένα από αυτά.
Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου, ως επιβαρυντικό στοιχείο, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος σε μικρό χρονικό διάστημα 3 μηνών διέπραξε το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας σε 3 διαφορετικές περιπτώσεις σε 2 διαφορετικούς τόπους δηλαδή στη Λάρνακα και την Πύλα το οποίο κατά την κρίση μου φανερώνει και τη ροπή του προς την παρανομία.
Από την άλλη λαμβάνω υπόψη μου ως μετριαστικό παράγοντα προς όφελος του κατηγορούμενου την άμεση παραδοχή του η οποία αποτελεί ένα σοβαρό μετριαστικό παράγοντα. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή». Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου τις οικογενειακές του περιστάσεις και συγκεκριμένα ότι η σύζυγός του και το 9 ετών παιδί τους διαμένουν στον Λίβανο από τον οποίο κατάγεται ο κατηγορούμενος.
Πρέπει να λεχθεί ότι η παραδοχή του κατηγορούμενου και οι οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής κρίνω εντούτοις πως δεν δύνανται να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της επαναλαμβανόμενης έκνομης συμπεριφοράς του και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις όπως η παρούσα στην οποία τα επίδικα αδικήματα είναι σοβαρά. Οι ως άνω μετριαστικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει τέτοιες αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή.
Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω μετριαστικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.
Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές είναι οι ακόλουθες:
· Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 5 μηνών
· Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.
Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.
Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.
Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων, την επαναλαμβανόμενη και ποικιλόμορφη έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα της έκνομης δράσης του ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.
Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο.
Ως αναφέρθηκε και πιο πάνω ο κατηγορούμενος εκτίει σήμερα ποινή φυλάκισης διάρκειας 2 μηνών η οποία του επιβλήθηκε από το Ε.Δ. Λευκωσίας στις 16.5.2025 για το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας.
Έχοντας τούτο υπόψη μου καθώς επίσης και τις πρόνοιες του άρθρου 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 προχωρώ να εξετάσω τα θέματα που προκύπτουν λόγω του γεγονότος ότι στον κατηγορούμενο, ο οποίος ως ανέφερα εκτίει σήμερα ποινή φυλάκισης, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης και στην παρούσα υπόθεση.
Το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ορίζει ότι: «Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά».
Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει ότι ισχύει η γενική αρχή της διαδοχικότητας της ποινής. Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 απόκλιση από την ως άνω αρχή δικαιολογείται από την αρχή της συνολικότητας της ποινής (the totality principle).
Στην πιο πάνω υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.
Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:
"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."
Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:
"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."
Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):
"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."».
Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα υπόθεση είναι κατάλληλη για να ισχύσει ο κανόνας του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 για επιβολή διαδοχικών ποινών ή κατά πόσο η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί κατ’ απόκλιση από τον ως άνω κανόνα.
Ανάμεσα στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων, η συνάφεια γεγονότων, εάν υπάρχει, και ο χρόνος διάπραξής τους (G.M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., σελ. 91-92, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331).
Επίκεντρο της αρχής της συνολικότητας της ποινής, ως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, αποτελεί η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Παναγή ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 512, Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 13).
Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, λέχθηκε ότι «ένα ποινικό δικαστήριο θα πρέπει πρώτιστα να αναλογίζεται το ορθό ποινικό μέτρο σε κάθε κατηγορία και μετά να εξετάζει το ενδεχόμενο της επιβολής διαδοχικότητας των ποινών. Έχοντας πάντοτε υπόψη, όπως αναφέρθηκε και στη Μιχαήλ (ανωτέρω), με αναφορά στην Prime [1983] 5 Cr. App. R. (S) 127, ότι η αθροιστική ποινή δεν θα πρέπει να είναι υπερβολική. (Σχετικό είναι και το «Definitive Guideline» (ανωτέρω), ιδιαίτερα η σελ. 6.)».
Έχοντας υπόψη μου ότι σε περίπτωση που επιβληθεί διαδοχική ποινή στην παρούσα υπόθεση ως είναι ο κανόνας του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 ο κατηγορούμενος θα υπόκειται στην ουσία σε συνολική ποινή φυλάκισης 7 μηνών, ήτοι 2 μήνες στην υπόθεση 25046/2024 και 5 μηνών στην παρούσα, κρίνω πως αυτή στο σύνολό της θα είναι υπέρμετρη και δυσανάλογη ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου για την οποία το παρόν Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή και συνακόλουθα θα παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας της ποινής η οποία ως προκύπτει και από την πιο πάνω υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας καλύπτει περιπτώσεις όπως και η παρούσα στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις και επίκεντρό της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του.
Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η παρούσα είναι κατάλληλη περίπτωση όπου η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια κατ’ απόκλιση από τη γενική αρχή του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155.
Συνακόλουθα η έκτιση της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση να συντρέχει με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 20546/2024 του Ε.Δ. Λευκωσίας.
Κατά την επιβολή της ποινής λήφθηκαν υπόψη οι υποθέσεις 5255/2024, 10656/2024 και 5663/2025 του Ε.Δ. Λάρνακας και οι Ποινικοί Φάκελοι Κ576/2022 Λευκωσίας και Κ310/2022 Minor Λεμεσού.
(Υπ.) ………………………..
Γιώργος Χρ. Φούλιας
Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο