Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. JENNY TIMWAT IDANAN, Αρ. Υπόθεσης: 12472/2024, 9/4/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. JENNY TIMWAT IDANAN, Αρ. Υπόθεσης: 12472/2024, 9/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 12472/2024

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

JENNY TIMWAT IDANAN

                                                                             Κατηγορούμενης

Ημερομηνία: 9.4.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ά. Γιάλλουρου  

Για την Κατηγορούμενη: Αυτοπροσώπως

Κατηγορούμενη: Παρούσα

ΠΟΙΝΗ

Η κατηγορούμενη παραδέχθηκε τη μοναδική κατηγορία που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης. Το αδίκημα που παραδέχθηκε ότι διέπραξε είναι αυτό της κλοπής από κατοικία κατά παράβαση των άρθρων 255 και 266(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της επίδικης κατηγορίας η κατηγορούμενη μεταξύ των ημερομηνιών 14.6.2024 έως 20.8.2024 συμπεριλαμβανομένων, στην οδό που αναγράφεται στις εν λόγω λεπτομέρειες στη Λάρνακα έκλεψε από το διαμέρισμα που ομοίως εκεί αναγράφεται το συνολικό χρηματικό ποσό των €6.000,00 περιουσία της Ν. Ανδρέου από τη Λάρνακα.

 

Τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από την κατηγορούμενη είναι τα ακόλουθα: η παραπονούμενη Μ.Κ.1 διαμένει σε διαμέρισμα που βρίσκεται στην οδό που αναγράφεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της επίδικης κατηγορίας στη Λάρνακα μαζί με τον σύζυγο της και το 14 μηνών κοριτσάκι της.

 

Στις 20.8.2024 καταγγέλθηκε από τη Μ.Κ.1 ότι την ίδια ημέρα διαπίστωσε ότι είχε κλαπεί από το διαμέρισμα της το ποσό των €6.000 σε μετρητά από το ποσό των €6.800 ευρώ τα οποία είχε τοποθετημένα σε νάιλον σακούλι μέσα σε παπουτσοθήκη εντός του ερμαριού. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι είχε τοποθετήσει τα εν λόγω λεφτά στον συγκεκριμένο χώρο στις 14.6.2024.

 

Μόλις η παραπονούμενη διαπίστωσε την κλοπή υποψιάστηκε την κατηγορουμένη επειδή αυτή μεταβαίνει κάθε Τρίτη στην οικία της για να την καθαρίζει. Ανέφερε περαιτέρω ότι δεν είχε παραβιαστεί το διαμέρισμα της και δεν είχε εισέλθει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πέραν από την ίδια και του συζύγου της και της κατηγορούμενης στο συγκεκριμένο δωμάτιο.

 

Η παραπονούμενη δεν προχώρησε σε γραπτή καταγγελία αλλά στις 27.8.2024 που ήταν ημέρα Τρίτη και η κατηγορούμενη μετέβηκε προκειμένου να καθαρίσει το διαμέρισμα, όταν την ρώτησαν κατά πόσο είχε κλέψει τα συγκεκριμένα λεφτά η κατηγορούμενη παραδέχθηκε και ως εκ τούτου η Μ.Κ.1 προχώρησε σε γραπτή καταγγελία.

 

Λήφθηκε κατάθεση από την κατηγορούμενη στην οποία ανέφερε ότι είχε κλέψει το χρηματικό ποσό των €6.000 από το ερμάρι του υπνοδωματίου της παραπονούμενης σε 2 διαφορετικές περιπτώσεις παίρνοντας €1.000 την 1η φορά και €5.000 τη 2η. Περαιτέρω η κατηγορούμενη στη θεληματική της κατάθεση επέρριπτε ευθύνες στην παραπονούμενη και στον σύζυγο της ότι δεν έπρεπε να είχαν αφήσει τα χρήματα στο διαμέρισμα τους αλλά έπρεπε να τα είχαν βάλει στην τράπεζα. Ερευνήθηκε ο χώρος διαμονής της κατηγορούμενης όπου ανευρέθηκε το συνολικό ποσό των €4.140 το οποίο κατασχέθηκε και είναι στην κατοχή της Αστυνομίας. Η κατηγορούμενη είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

Η κατηγορούμενη όταν έλαβε τον λόγο ανέφερε ότι συμφωνεί με όσα καταγράφονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αναφορικά με την κοινωνικοοικονομική της κατάσταση. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση η κατηγορούμενη είναι ηλικίας 53 και κατάγεται από τις Φιλιππίνες. Ήρθε στη Δημοκρατία πριν από 24 χρόνια και αρχικά εργαζόταν ως οικιακή βοηθός ενώ τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την καθαριότητα σπιτιών.

 

Διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα το ενοίκιο του οποίου καταβάλλεται από τον εν διαστάσει Κύπριο σύζυγό της. Από τον προηγούμενο γάμο που τέλεσε στη χώρα καταγωγής της με άντρα από το Πακιστάν απέκτησε 2 παιδιά ηλικίας 16 και 17 ετών τα οποία διαμένουν μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της στη χώρα καταγωγής της στα οποία στέλνει ένα ποσό από τα έσοδα που έχει από την εργασία της.     

 

Μελέτησα με προσοχή και έχω υπόψη μου όλα όσα αναφέρθηκαν.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα όπου παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

Στην παρούσα υπόθεση για το αδίκημα της κλοπής πράγματος αξίας πέραν των ΛΚ.5,00 από κατοικία το άρθρο 266(β) του Κεφ. 154 προνοεί ποινή φυλάκισης 5 ετών. Από την ως άνω ανώτατη ποινή που προβλέπεται για το επίδικο αδίκημα προκύπτει ότι αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό και ως εκ τούτου είναι αναγκαίο η ποινή που θα επιβληθεί να ενέχει το στοιχείο της αποτρεπτικότητας.

 

Ειδικότερα οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, σημειώνεται έξαρση στη διάπραξή τους, γι’ αυτό και τα Δικαστήρια τα αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104 και Αbed v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 128). Η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις αδικημάτων εναντίον περιουσίας έχει στόχο την προστασία της περιουσίας των πολιτών (Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Α. 272).

 

Στα πλαίσια προσδιορισμού του είδους της κατάλληλης ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος ως αυτή προκύπτει από την ανώτατη ποινή που ο νόμος προβλέπει για αυτό καθώς και τη σχετική νομολογία η οποία αναφέρεται στην ανάγκη τέτοιας φύσης αδικήματα να αντιμετωπίζονται με αποτρεπτικές ποινές.

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι η κατηγορούμενη διέπραξε το αδίκημα σε 2 διαφορετικές ημερομηνίες και προς τούτο άνοιξε όχι μόνο το ερμάρι του δωματίου της παραπονούμενης αλλά και την παπουτσοθήκη στην οποία είχε τοποθετήσει τα χρήματά της καθώς επίσης ότι καταχράστηκε την εμπιστοσύνη της παραπονούμενης η οποία την εμπιστευόταν να εισέρχεται στο σπίτι της για να τη βοηθά στην καθαριότητά του. Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου ότι η κατηγορούμενη δεν αποζημίωσε πλήρως την παραπονούμενη αφού από το συνολικό ποσό που έκλεψε δεν επέστρεψε €1.860,00.   

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνω υπόψη μου προς όφελος της κατηγορούμενης την άμεση παραδοχή της. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή».

 

Περαιτέρω προς όφελος της κατηγορούμενης λαμβάνω επίσης υπόψη μου το λευκό της ποινικό μητρώο και τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές της περιστάσεις τις οποίες ανέφερα προηγουμένως και κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο να επαναλάβω.

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος, χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του Νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή.

 

Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες που υπάρχουν στο πρόσωπο της κατηγορούμενης λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής κρίνω  εντούτοις πως αυτοί δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών στις κατάλληλες περιπτώσεις. Οι εν λόγω παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι η ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

 

Έχοντας επιβάλει στην κατηγορούμενη ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που της επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.  

 

Στην παρούσα υπόθεση έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων που διέπουν τη διάπραξη του επίδικου αδικήματος, την μη πλήρη αποζημίωση της παραπονούμενης καθώς και τα προσωπικά περιστατικά της κατηγορούμενης κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που της επιβλήθηκε.

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται αδικήματα όπως το επίδικο και της σοβαρότητάς του ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ανώτατη ποινή και τη σχετική νομολογία επενεργεί προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Οι προσωπικές περιστάσεις της κατηγορούμενης και το λευκό της ποινικό μητρώο δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Τυχόν αναστολή της ποινής δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην κατηγορούμενη να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που η κατηγορούμενη τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 2.4.2025.

 

                                                          (Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο