Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. AYOUB SHARAFI κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 2925/2025, 29/4/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. AYOUB SHARAFI κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 2925/2025, 29/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2925/2025

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

1.    AYOUB SHARAFI

2.    SHOJAEI SEDIGHEH  

                                                                             Κατηγορούμενοι

Ημερομηνία: 29.4.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ά. Γιάλλουρου        

Για τους Κατηγορούμενους: κ. Κ. Ταμπούρλας    

Κατηγορούμενοι: Παρόντες  

ΠΟΙΝΗ

Το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνει 6 κατηγορίες. Οι κατηγορίες 1 έως 3 αφορούν τον 1ο κατηγορούμενο και οι κατηγορίες 4 έως 6 τη 2η κατηγορούμενη. Οι κατηγορίες 1, 2, 4 και 5 αφορούν το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και οι κατηγορίες 3 και 6 το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα. Οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν τις κατηγορίες.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος των επίδικων κατηγοριών καθένας από τους κατηγορούμενους στις 7.4.2025 και περί ώρα 13:10 στο αεροδρόμιο Λάρνακας εν γνώση του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο ήτοι δελτίο ταυτότητας και διαβατήριο Βουλγαρίας αντίστοιχα καθώς επίσης ότι επί σκοπώ καταδολίευσης του Αστ. 2157 Σ. Νεοφύτου του Κ.Ε.Δ. Αεροδρομίου Λάρνακας ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο ήτοι το πρόσωπο το οποίο αναγράφεται στις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 3 και 6 αντίστοιχα.

 

Τα γεγονότα ως αυτά εκτέθηκαν από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον δικηγόρο των κατηγορουμένων έχουν ως ακολούθως: στις 7.4.2025 και περί ώρα 13:10 οι κατηγορούμενοι παρουσιάστηκαν για διαβατηριακό έλεγχο στο Αεροδρόμιο Λάρνακας. Ο 1ος κατηγορούμενος παρουσίασε ταυτότητα και διαβατήριο Βουλγαρίας με στοιχεία ως οι λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 1 και 2 και η 2η κατηγορούμενη παρουσίασε δελτίο ταυτότητας και διαβατήριο Βουλγαρίας με στοιχεία ως οι λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 4 και 5 αντίστοιχα.

 

Ηγέρθηκαν υποψίες ότι επρόκειτο για πλαστά έγγραφα επειδή αυτά δεν ανταποκρίνονταν στις δικλείδες ασφαλείας. Ο 1ος κατηγορούμενος παρουσιάστηκε στον Μ.Κ.1 ως το πρόσωπο που αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας. Του επιστήθηκε η προσοχή στον νόμο και αυτός παραδέχθηκε ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν του ανήκουν και ότι πρόκειται για πλαστά έγγραφα τα οποία είχε προμηθευτεί προκειμένου να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία μαζί με την 2η κατηγορούμενη η οποία επίσης παρουσίασε στον Μ.Κ.1 ένα πλαστό δελτίο ταυτότητας Βουλγαρίας ως αυτό αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 4ης κατηγορίας και ένα πλαστό διαβατήριο Βουλγαρίας ως αυτό αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 5ης κατηγορίας και παρουσιάστηκε ως άλλο πρόσωπο στον Μ.Κ.1 ήτοι ως το πρόσωπο που αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 6ης κατηγορίας. Οι κατηγορούμενοι κατάγονται από το Ιράν και είναι άτομα λευκού ποινικού μητρώου.

Ο δικηγόρος των κατηγορουμένων όταν έλαβε τον λόγο προς μετριασμό της ποινής ανέφερε τα ακόλουθα: οι κατηγορούμενοι είναι σύζυγοι, κατάγονται από το Ιράν και μετά που ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό κινδυνεύουν με θανατική ποινή και αυτός ήταν ο λόγος που τους ώθησε να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους αναζητώντας ένα ασφαλές μέρος για να διαμείνουν. Μετά την τέλεση των επίδικων αδικημάτων πληροφορήθηκαν ότι μπορούσαν να αιτηθούν να τους χορηγηθεί πολιτικό άσυλο όπως και τελικά έπραξαν ευρισκόμενοι στην Κυπριακή Δημοκρατία.  

 

Αναφέρθηκε επίσης στους μετριαστικούς παράγοντες όπως το λευκό ποινικό μητρώο των κατηγορουμένων και την άμεση παραδοχή τους που φανερώνει και την έμπρακτη μεταμέλειά τους. Ανέφερε περαιτέρω ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τα αδικήματα τα οποία διέπραξε η 2η κατηγορούμενη το φέρει ο 1ος κατηγορούμενος αφού αυτός ήταν που της έδωσε τα πλαστά έγγραφα και της είπε να τον ακολουθήσει.    

 

Μελέτησα με προσοχή και έχω υπόψη μου όλα όσα αναφέρθηκαν.  

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή για καθένα από αυτά, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα όπου παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (κατηγορίες 1, 2, 4 και 5) το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας (κατηγορίες 3 και 6) το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.562,00) ή και οι δύο αυτές ποινές.

 

Τα επίδικα αδικήματα, ως προκύπτει από τις ως άνω προβλεπόμενες για αυτά ποινές, είναι σοβαρά.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 τονίστηκε η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε σχέση με αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 9 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα άτομο νεαρής ηλικίας κατόπιν παραδοχής του στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ήταν επιεικής και όχι έκδηλα υπερβολική ως είχε προβάλει ο εφεσείων.

 

Στην υπόθεση Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου και αναφέρθηκε επίσης πως η ποινή που προσβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική βρισκόταν μάλλον στην πλευρά της επιείκειας παρά την έκδηλη υπερβολή.

 

Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.

 

Στην υπόθεση KHAKNEGAD v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα που είχε λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν της άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.

Στην υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, ημερ. 16.3.2022 λέχθηκε πως σε περιπτώσεις πλαστοπροσωπίας όπου η διάπραξη του αδικήματος αποσκοπεί στην εξαπάτηση κρατικών αρχών, αυτό συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα (Khalife v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 315, Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324, Borizov v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 204, Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, Khaknegad v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 και Ματούρ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36). Στην παρούσα υπόθεση ο σκοπός εξαπάτησης αφορούσε τον επί καθήκοντι αστυνομικό του Κέντρου Ελέγχου Διαβατηρίων του αεροδρομίου Λάρνακας.

 

Στην ως άνω υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 8 μηνών που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών με λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν παραδοχής της στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς διαφοροποίησή της.

 

Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής λαμβάνω επίσης υπόψη μου την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή ανώτατη ποινή καθώς επίσης ότι αδικήματα ως τα επίδικα διαπράττονται με ανησυχητική συχνότητα με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Προς το τελευταίο λαμβάνω υπόψη μου ότι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας καταχωρούνται τέτοιες υποθέσεις σχεδόν καθημερινά.

 

Προς όφελος των κατηγορουμένων λαμβάνω υπόψη μου το λευκό τους ποινικό μητρώο και την άμεση παραδοχή τους η οποία αποτελεί ένα σημαντικό ελαφρυντικό παράγοντα. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή»

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις και το γεγονός ότι βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία ως αιτητές πολιτικού ασύλου καθώς επίσης ότι κατάγονται από μια χώρα στην οποία κινδυνεύουν μετά που επέλεξαν να ασπαστούν τον Χριστιανισμό. Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη μου ότι διέπραξαν τα επίδικα αδικήματα στην προσπάθειά τους να μεταβούν στο εξωτερικό για να αποφύγουν τον πιο πάνω κίνδυνο, παρόλο που αυτός ήταν ήδη απομακρυσμένος με την είσοδό τους στη Δημοκρατία.

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματιστεί.

 

Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής κρίνω εντούτοις ότι δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις όπως η παρούσα. Οι εν λόγω παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ως αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές τις ακόλουθες:

 

Στον 1ο κατηγορούμενο:

 

·      Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 9 μηνών

·      Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 9 μηνών

·      Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον 1ο κατηγορούμενο να συντρέχουν.

 

Στη 2η κατηγορούμενη:

 

·      Στην 4η κατηγορία ποινή φυλάκισης 9 μηνών

·      Στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 9 μηνών

·      Στην 6η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στη 2η κατηγορούμενη να συντρέχουν.

 

Έχοντας επιβάλει στους κατηγορούμενους ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που τους επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά καθενός εκ των κατηγορουμένων δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για αναστολή της ποινής φυλάκισης που τους επιβλήθηκε.

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται αδικήματα όπως τα επίδικα και της σοβαρότητάς τους ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ανώτατη ποινή και τη σχετική νομολογία επενεργεί προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων, το λευκό τους ποινικό μητρώο, το γεγονός ότι κατάγονται από μια χώρα στην οποία διέτρεχαν κίνδυνο οι οποίοι βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία ως αιτητές πολιτικού ασύλου δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε καθένα από τους κατηγορούμενους να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που οι κατηγορούμενοι τελούν υπό κράτηση ήτοι από τις 8.4.2025.

 

                                                          (Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο/Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο