
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 2609/2021
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας
εναντίον
Νίκου Δημητρίου
Κατηγορούμενου
Ημερομηνία: 10.4.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Ά. Ν. Κανναουρίδης
Κατηγορούμενος: Παρών
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε την κατηγορία της κλοπής από ενοικιαστή κατά παράβαση των άρθρων 255 και 271 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος κατηγορείτο ότι μεταξύ των ημερομηνιών 26.9.2018 έως 21.5.2020 συμπεριλαμβανομένων στην οδό Γρηγόρη Αυξεντίου στο Ζύγι της Επαρχίας Λάρνακας ενώ ήταν ενοικιαστής του υποστατικού «ΖΥΓΙΑΝΑ» που ανήκει στον Μιχάλη Μιχαηλίδη από τη Λευκωσία έκλεψε από αυτόν 36 πλαστικές/αλουμίνιο καρέκλες συνολικής αξίας 1440 ευρώ, 51 ξύλινες καρέκλες συνολικής αξίας 3060 ευρώ, 2 ελαιογραφίες συνολικής αξίας 8000 ευρώ, 1 πλυντήριο πιάτων αξίας 2500 ευρώ, μία ταμειακή μηχανή αξίας 300 ευρώ, μια μηχανή καφέ αξίας 180 ευρώ, ένα στερεοφωνικό αξίας 400 ευρώ, δύο θερμάστρες γκαζιού συνολικής αξίας 200 ευρώ, 1 ψυγείο κρασιών αξίας 180 ευρώ και 1 ψυγείο νερού αξίας 120 ευρώ, συνολικής αξίας €16.380 ιδιοκτησία του πιο πάνω προσώπου.
Ο κατηγορούμενος κατόπιν ακρόασης αθωώθηκε στην ως άνω κατηγορία που αντιμετώπιζε αλλά κρίθηκε ένοχος στη 2η κατηγορία η οποία προστέθηκε μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου δυνάμει των προνοιών του άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 η οποία αφορά το ίδιο αδίκημα αλλά με τις ακόλουθες λεπτομέρειες αδικήματος:
«Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 26.9.2018 – 21.5.2020 συμπεριλαμβανομένων στην οδό Γρηγόρη Αυξεντίου στο Ζύγι της Επαρχίας Λάρνακας έκλεψε 20 καρέκλες, 5 τραπέζια, 50 ξύλινες καρέκλες και 10 τραπέζια, περιουσία του Μιχάλη Μιχαηλίδη από τη Λευκωσία, άγνωστης συνολικής αξίας».
Ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δήλωσε ότι ο κατηγορούμενος είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου.
Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου προς μετριασμό της ποινής παρέδωσε στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο στο οποίο, μεταξύ άλλων, καταγράφεται ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της υπόθεσης η οποία καταχωρήθηκε μετά την παρέλευση 7 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε γραπτώς καθώς επίσης ότι καθυστέρηση υπήρξε και στην ολοκλήρωσή της αφού από την ημερομηνία που αυτός κατηγορήθηκε μέχρι και σήμερα παρήλθαν 4 ½ χρόνια και ο ίδιος ουδέποτε ζήτησε αναβολή. Καταγράφεται επίσης ότι τα αντικείμενα που ο κατηγορούμενος έκλεψε επιστράφηκαν στον Μ.Κ.2 καθώς επίσης ότι είναι ηλικίας 62 ετών και ιδιοκτήτης ψαροταβέρνας.
Άκουσα με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου όλα όσα αναφέρθηκαν.
Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της κατάλληλης ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).
Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).
Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).
Από τη σχετική νομολογία προκύπτει ειδικότερα πως οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, σημειώνεται έξαρση στη διάπραξή τους, γι’ αυτό και τα Δικαστήρια τα αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα επειδή προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104 και Αbed v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 128).
Στα πλαίσια προσδιορισμού του είδους της κατάλληλης ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη για αυτό μέγιστη ποινή φυλάκισης 3 χρόνων.
Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος ύστερα από ακροαματική διαδικασία. Αυτό, βέβαια, δεν επιβαρύνει τη θέση του, αλλά του στερεί το δικαίωμα σε περαιτέρω επιείκεια ένεκα παραδοχής (SEFIK YUSUF ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 140).
Από την άλλη λαμβάνω υπόψη μου ως μετριαστικό παράγοντα το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία του, καθώς επίσης ότι τα επίδικα αντικείμενα είναι άγνωστης αξίας. Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και συγκεκριμένα ότι αυτό διαπράχθηκε μετά που υπήρξε διαφωνία μεταξύ του κατηγορούμενου και του Μ.Κ.2 για το κατά ποσό στον κατηγορούμενο θα επιστρεφόταν το ποσό των €1.600 που είχε καταβάλει ως «ντεπόζιτο – εγγύηση» κατά την υπογραφή του επίδικου ενοικιαστηρίου εγγράφου.
Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.
Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου για σκοπούς επιμέτρησης το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου σε συνδυασμό με την ηλικία του, την άγνωστη αξία των αντικειμένων τα οποία έκλεψε καθώς επίσης και τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε το επίδικο αδίκημα και τον χρόνο που μεσολάβησε από τη διάπραξη του επίδικου αδικήματος μέχρι σήμερα κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις αρμόζουσα είναι η ποινή φυλάκισης διάρκειας 2 μηνών.
Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.
Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».
Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.
Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου αφενός τη σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος και αφετέρου το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου σε συνδυασμό με την ηλικία του καθώς επίσης τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και συγκεκριμένα ότι αυτό διαπράχθηκε μετά τη διαφωνία του κατηγορούμενου με τον Μ.Κ.2 αναφορικά με το κατά πόσο θα επιστρεφόταν στον κατηγορούμενο το ποσό των €1.600 που αυτός είχε καταβάλει κατά την υπογραφή του επίδικου ενοικιαστηρίου εγγράφου και περαιτέρω το γεγονός πως από τη διάπραξη του επίδικου αδικήματος μέχρι και σήμερα ο κατηγορούμενος παρέμεινε νομοταγής και δεν διέπραξε οποιοδήποτε άλλο αδίκημα κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δικαιολογείται να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία και όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στη 2η κατηγορία αναστέλλεται για περίοδο 2 ετών από σήμερα.
Επεξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της επιβολής ποινής φυλάκισης με αναστολή.
(Υπ.) ………………………..
Γιώργος Χρ. Φούλιας
Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο