
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 3894/2021
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας
Κατηγορούσα Αρχή
εναντίον
Νικόλαος Νικολάου
Κατηγορούμενου
Ημερομηνία: 19.6.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Στ. Σταύρου
Κατηγορούμενος: Παρών
ΠΟΙΝΗ
Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης για την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας παρείχε τη συγκατάθεσή του για τη συνοπτική εκδίκασή της δυνάμει των προνοιών του άρθρου 24(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 περιλαμβάνονται 6 κατηγορίες στις οποίες ο κατηγορούμενος αρχικά δήλωσε μη παραδοχή πλην όμως στις 29.5.2024 άλλαξε απάντηση και παραδέχθηκε τις κατηγορίες 3, 5 και 6 και ακολούθως η ποινική δίωξη στις υπόλοιπες αναστάλθηκε.
Η 3η κατηγορία αφορά το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας από Δημόσιο Λειτουργό κατά παράβαση των άρθρων 35, 105 και 106 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 1.1.2008 έως 31.12.2013 ενώ ήταν Δημόσιος Λειτουργός ήτοι Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Λάγιας κατά κατάχρηση εξουσίας που ανάγεται στα καθήκοντά του προέβηκε σε αυθαίρετη πράξη παραβλάπτοντας τα δικαιώματα άλλων δηλαδή δεν εισέπραττε τις οφειλές από τη μητέρα του Ευδοκία Παύλου δηλαδή φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας και τέλη σκυβάλων όπως προβλέπεται για τους κατοίκους της Λάγιας.
Η 5η κατηγορία αφορά το αδίκημα της κλοπής από Δημόσιο Λειτουργό κατά παράβαση των άρθρων 255 και 267 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 5ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται πιο πάνω ενώ ήταν Δημόσιος Λειτουργός δηλαδή Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Λάγιας οικειοποιήθηκε το ποσό των €5.600.
Η 6η κατηγορία αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(ιιι), 5 και 7 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 6ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται πιο πάνω απέκτησε το ποσό των €5.600 γνωρίζοντας ότι το πιο πάνω ποσό ήταν έσοδο από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος της κλοπής από Δημόσιο Λειτουργό.
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο έχουν ως ακολούθως: ο κατηγορούμενος είχε εκλεγεί κοινοτάρχης Λάγιας για την περίοδο 1.1.2007 μέχρι 31.12.2016. Από έλεγχο που έγινε για λογαριασμό της Ελεγκτικής Υπηρεσίας μέσω ιδιωτικού ελεγκτή για τις οικονομικές καταστάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Λάγιας για την περίοδο 2008‑2013 προέκυψαν ασάφειες και πιθανές παραλείψεις με βάση τη διαδικασία. Συγκεκριμένα κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η μητέρα του κατηγορουμένου δεν εντοπιζόταν στους φορολογικούς καταλόγους του 2014 ‑ 2015 και δεν εντοπιζόταν στον κατάλογο κοινοτικών υπηρεσιών και σκυβάλων για το έτος 2015.
Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος έλαβε σε ξεχωριστές περιπτώσεις για τα έτη 2008 ‑ 2013 το συνολικό ποσό των €5.600 για οδοιπορικά και έξοδα παραστάσεων ως επίσης και υπηρεσίες υδατοπρομήθειας για τα προαναφερόμενα έτη. Σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται σχετικά με τα οδοιπορικά έξοδα έπρεπε αυτά να υποστηρίζονται από απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και να συμπληρώνεται ειδικό έντυπο. Ο κατηγορούμενος ανακρινόμενος ανέφερε ότι πράγματι πληρώθηκε για τις πιο πάνω εργασίες που έκανε παρόλο που δεν υπήρχε έγκριση από την Επαρχιακή Διοίκηση. Ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου παρέδωσε στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο στο οποίο κατέγραψε τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, διάφορους μετριαστικούς παράγοντες και τη συγκατάθεσή του να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα αποζημίωσης για το ποσό των €5.600 δυνάμει των προνοιών του άρθρου 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960. Κατέγραψε επίσης και την εισήγησή του σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ως αρμόζουσα για να επιβάλει ποινή φυλάκισης ότι δικαιολογείται όπως η διακριτική του ευχέρεια ασκηθεί προς την αναστολή της άμεσης έκτισής της.
Μελέτησα με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου.
Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.
Στην υπόθεση Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527 λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής ποινής:
«Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270 - Βλ. και Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, "το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή".».
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).
Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).
Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).
Τα αδικήματα τα οποία ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε, ιδίως αυτά των κατηγοριών 5 και 6, είναι πολύ σοβαρά και αυτό προκύπτει από τη μέγιστη ποινή που ο νόμος προνοεί για καθένα από αυτά. Από τον συνδυασμό των άρθρων 35 και 105 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι για το αδίκημα της 3ης κατηγορίας προνοείται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ.1.500 (περίπου €2.500) ή και τις 2 αυτές ποινές ενώ για το αδίκημα της 5ης κατηγορίας το άρθρο 267 του Ποινικού Κώδικα προνοεί ποινή φυλάκισης 14 χρόνων και τέλος για το αδίκημα της 6ης κατηγορίας το άρθρο 4(1)(ιιι) του Ν.188(Ι)/2007 προνοεί επίσης ποινή φυλάκισης 14 χρόνων ή χρηματική ποινή μέχρι €500.000 ή και τις 2 αυτές ποινές.
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).
Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).
Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).
Στα πλαίσια προσδιορισμού του είδους της κατάλληλης ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από τη φύση τους και τη μέγιστη ποινή που προνοείται από τον νόμο για καθένα από αυτά καθώς επίσης και το γεγονός ότι η υπόθεση καταχωρήθηκε τον Μάιο 2021 δηλαδή περίπου 7 ½ χρόνια μετά τη λήξη της επίδικης χρονικής περιόδου.
Από την άλλη λαμβάνω υπόψη μου ως μετριαστικό παράγοντα προς όφελος του κατηγορούμενου την παραδοχή του η οποία παρόλο που δεν ήταν άμεση δεν παύει να αποτελεί ένα σοβαρό μετριαστικό παράγοντα. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή». Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία του, πρόκειται για συνταξιούχο ηλικίας 72 ετών, τις οικογενειακές του περιστάσεις και το γεγονός ότι συγκατατέθηκε να εκδοθεί σε βάρος του διάταγμα αποζημίωσης δυνάμει των προνοιών του άρθρου 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 το οποίο ομοίως φανερώνει την έμπρακτη μεταμέλειά του.
Πρέπει να λεχθεί ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης, η παραδοχή του κατηγορούμενου και οι οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής κρίνω εντούτοις πως δεν δύνανται να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις όπως η παρούσα στην οποία τα επίδικα αδικήματα είναι σοβαρά. Κρίνω περαιτέρω πως οι ως άνω μετριαστικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει τέτοιες αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή.
Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω μετριαστικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.
Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές είναι οι ακόλουθες:
· Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών
· Στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 12 μηνών
· Στην 6η κατηγορία ποινή φυλάκισης 12 μηνών
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.
Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.
Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».
Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.
Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου τον χρόνο που μεσολάβησε από τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων μέχρι και την καταχώρηση της υπόθεσης, την έμπρακτη μεταμέλεια του κατηγορούμενου ως προκύπτει από την παραδοχή του και την εις βάρος του έκδοση διατάγματος αποζημίωσης ως αναφέρθηκε πιο πάνω, το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία του κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δικαιολογείται όπως του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο αναστέλλεται για περίοδο 2 ετών από σήμερα.
(Επεξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της επιβολής ποινής φυλάκισης με αναστολή)
(Υπ.) ………………………..
Γιώργος Χρ. Φούλιας
Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο