ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. OLENA RADCHENKO κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 3552/2021, 4/6/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. OLENA RADCHENKO κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 3552/2021, 4/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 3552/2021

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

 

ν

 

1.    OLENA RADCHENKO

2.    LIUDMYLA KUZMENKO

Κατηγορούμενες

 

Ημερομηνία: 04.06.2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Μάριος Ζαρής

Για τις Κατηγορούμενες: κ. Γεωργία Μιχαηλίδου

Κατηγορούμενες παρούσες.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

1.     ΕισαγωγήΤο Κατηγορητήριο

Απαρχή του περιστατικού της παρούσας υπόθεσης ήταν ο αστυνομικός έλεγχος για συμμόρφωση των Κατηγορούμενων με τα περιοριστικά μέτρα για αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού Covid-19. Τα πράγματα, όμως, εξελίχθηκαν κατά τρόπο ώστε οι Κατηγορούμενες να βρεθούν στην συνέχεια αντιμέτωπες και με άλλα, σοβαρότερα, αδικήματα.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο ημερ. 20.05.2021, η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται ότι στις 08.03.2021 επιτέθηκε κατά οργάνων τήρησης της τάξης (1η και 2η κατηγορία), αντιστάθηκε στην σύλληψη της με σκοπό την ματαίωσή της (3η κατηγορία), αρνήθηκε να παράσχει τα στοιχεία της σε μέλος της Αστυνομίας (4η κατηγορία) και παρέλειψε να συμμορφωθεί με μέτρα παρεμπόδισης της εξάπλωσης του ιού Covid-19 (5η και 6η κατηγορία). Η Κατηγορούμενη 2 κατηγορείται για τα ίδια αδικήματα κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο (7η, 8η, 9η, 10η και 11η κατηγορία), ενώ και οι δύο Κατηγορούμενες αντιμετωπίζουν από κοινού το αδίκημα της ανησυχίας (12η κατηγορία).

Αν και η Κατηγορούμενη 2 παραδέχθηκε αρχικά τις κατηγορίες 10 και 11 που αντιμετωπίζει, στην πορεία άλλαξε την απάντηση της σε μη παραδοχή, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί για ακρόαση για όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν αμφότερες οι Κατηγορούμενες.

2.     Η Μαρτυρία

Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε πέντε μάρτυρες για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι τον Λοχία 1079 (ΜΚ1), την Ειδική Αστυφύλακα 5942 (ΜΚ2), τον Αστυφύλακα 3174 (ΜΚ3), την διερμηνέα Α.Ν. (ΜΚ4) και την Αστυφύλακα 4458 (ΜΚ5). Αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Κατηγορουμένων, αυτές επέλεξαν να δώσουν ενόρκως μαρτυρία και δεν κάλεσαν οποιουσδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης. Η όλη μαρτυρία που προσφέρθηκε είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και κατωτέρω παραθέτω τα κύρια σημεία της.

Ο ΜΚ1 υπηρετούσε κατά τον επίδικο χρόνο στο Τμήμα Τροχαίας Λάρνακας. Κατέθεσε και υιοθέτησε την κατάθεση του, Τεκμήριο 1, ως μέρος της κυρίως εξέτασής του. Στις 09.03.2021 και περί ώρα 09:15 βρισκόταν σε μηχανοκίνητη περιπολία στην Λεωφόρο Μακαρίου στην Λάρνακα σε ειδικό καθήκον ελέγχου των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία του Covid-19 μαζί με τον Αρχιαστυφύλακα 1850. Σε κάποιο σημείο του ανωτέρω δρόμου και έξω από το κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου είδε τις Κατηγορούμενες να βρίσκονται στην ουρά έξω από την τράπεζα χωρίς να φέρουν προστατευτικές μάσκες. Αφού τις πλησίασαν με τον Α/Αστ.1850 και τις πληροφόρησαν ότι έπρεπε να φέρουν προστατευτικές μάσκες, τους ζήτησαν να τους υποδείξουν τα μηνύματα που έστειλαν για την κυκλοφορία τους σύμφωνα με τα ισχύοντα μέτρα. Οι Κατηγορούμενες, όμως, αντέδρασαν λέγοντας τους ότι αυτές δεν είναι υπόχρεες να φέρουν μάσκες και να τους δώσουν τα στοιχεία τους. Ο ΜΚ1 και ο Α/Αστ.1850 προσπάθησαν να εξηγήσουν στις Κατηγορούμενες ότι όντως είναι υποχρεωμένες να το πράξουν, αλλά αυτές αρνούνταν και φώναζαν μεγαλόφωνα στην γλώσσα τους. Στην συνέχεια ο ΜΚ1 πληροφόρησε τις Κατηγορούμενες ότι διέπρατταν αδικήματα λόγω μη χρήσης της προστατευτικής μάσκας, μη αποστολής μηνυμάτων για κυκλοφορία και της συμπεριφοράς τους να φωνάζουν μεγαλοφώνως σε δημόσιο χώρο. Η Κατηγορούμενη 2 δεν απάντησε οτιδήποτε, ενώ η Κατηγορούμενη 1 απάντησε «I dont give you anything». Στο μέρος κλήθηκαν οι ΜΚ2 και ΜΚ3 και όταν κατέφθασαν, η ΜΚ2 προσπάθησε να εξασφαλίσει τα προσωπικά στοιχεία των Κατηγορουμένων, αλλά αυτές συνέχισαν να αρνούνται και να φωνάζουν μεγαλοφώνως στην γλώσσα τους. Με την βοήθεια της ΜΚ2, ο ΜΚ1 συνέλαβε τις Κατηγορούμενες. Συγκεκριμένα, η ΜΚ2 τους τοποθέτησε χειροπέδες, ενώ αρχικά η Κατηγορούμενη 1 είχε τραβήξει από το χέρι την ΜΚ2 και βιντεογραφούσε με το κινητό της τους αστυνομικούς που ήσαν παρόντες. Ο ΜΚ1 την πληροφόρησε ότι δεν είχε δικαίωμα να τους βιντεογραφεί και η Κατηγορούμενη 1 απάντησε «I dont care». Στην συνέχεια, ο ΜΚ1 της άρπαξε το κινητό τηλέφωνο και η Κατηγορούμενη 1 τράβηξε με τα χέρια της το δεξί χέρι του ΜΚ1 για να πιάσει πίσω το τηλέφωνό της, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να την πληροφορήσει για το αδίκημα που διέπραξε, ήτοι της επίθεσης εναντίον αστυνομικού, και η Κατηγορούμενη 1 να του απαντήσει «I will call my advocate». Ακολούθως, οι Κατηγορούμενες τοποθετήθηκαν στο υπηρεσιακό όχημα της Αστυνομίας μαζί με τους ΜΚ2 και ΜΚ3 και μεταφέρθηκαν με ασφάλεια στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων της Αστυνομίας και παραδόθηκαν στην ΜΚ5 για τα περαιτέρω. Ο ΜΚ1 παρέδωσε στις Κατηγορούμενες τα δικαιώματά τους για την σύλληψη, αλλά αυτές αρνούνταν να υπογράψουν ότι τα παρέλαβαν. Προς τούτο κατέθεσε τα Τεκμήρια 2 και 3, τα οποία είναι στην μητρική γλώσσα των Κατηγορουμένων. Το Τεκμήριο 2 φέρει το όνομα της Κατηγορούμενης 2 και δεν υπάρχει υπογραφή της, ενώ στο κάτω μέρος του εγγράφου αναγράφονται στην ελληνική γλώσσα τα εξής: «Σε περίπτωση άρνησης του/της να παραλάβει αντίγραφο του εν λόγω καταλόγου ή άρνησης να υπογράψει, να σημειώνονται οι λόγοι της άρνησης. Αρνήθηκε χωρίς να δώσει καμία εξήγηση». Το Τεκμήριο 3 φέρει το όνομα της Κατηγορούμενης 1 και την υπογραφή της.

Στην αντεξέτασή του, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι η επικοινωνία του με τις Κατηγορούμενες ήταν στην αγγλική γλώσσα, την οποία έδειχναν και οι δύο να αντιλαμβάνονται. Στην συνέχεια, όμως, απάντησε ότι δεν γνωρίζει αν μιλούν λίγο ή καθόλου την αγγλική γλώσσα. Ο ΜΚ1 αρνήθηκε ότι κατά τον επίδικο χρόνο η Κατηγορούμενη 1 τού υπέδειξε τα Τεκμήρια προς Αναγνώριση Α και Β (μετέπειτα κατατεθέντα ως Τεκμήρια 16 και 17 αντίστοιχα) ή ότι του εξήγησε πως η ίδια πάσχει από αλλεργία και άσθμα που δεν της επιτρέπουν να φέρει προστατευτική μάσκα. Σε ερώτηση πώς γίνεται η Κατηγορούμενη 1 να τον βιντεογραφούσε και μετά να του επιτεθεί ενώ τα χέρια της ήταν δεμένα με χειροπέδες, ο ΜΚ1 απάντησε ότι εκείνη την στιγμή δεν ήταν δεμένα τα χέρια της και όλα έγιναν πολύ γρήγορα και ταυτόχρονα. Αναφορικά με το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1, ανέφερε ότι αυτό παραδόθηκε στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων, αλλά δεν γνωρίζει που βρίσκεται σήμερα. Υποβλήθηκαν, επίσης, διάφορες θέσεις στον ΜΚ1 για πρόκληση τραυμάτων στην Κατηγορούμενη 2 από τα μέλη της Αστυνομίας, τις οποίες, όμως, ο ΜΚ1 αρνήθηκε, αναφέροντας ότι τις είδε ο ίδιος στον Αστυνομικό Σταθμό να εκφράζονται φυσιολογικά και να κάθονται ήρεμα, χωρίς να εκφράσουν κάποιο παράπονο. Τα δε στοιχεία των Κατηγορουμένων διαπιστώθηκαν από την Αστυνομία αφού οι Κατηγορούμενες μεταφέρθηκαν στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων και έδωσαν όλα τα στοιχεία τους.

Η ΜΚ2 υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας είναι τοποθετημένη στο Αεροδρόμιο Λάρνακας. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, την κατάθεση της ημερ. 08.03.2021, ήτοι το Τεκμήριο 4. Στις 08.03.2021 βρισκόταν μαζί με τον ΜΚ3 σε ειδικό καθήκον ελέγχου των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία του Covid-19. Περί ώρα 09:20 ενημερώθηκαν από το κέντρο κρίσεων ότι στην Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Λάρνακα, παρά το κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου, χρειαζόταν η βοήθεια γυναίκας αστυνομικού και γι’ αυτό μετέβηκαν αμέσως στο μέρος, όπου είδαν τις Κατηγορούμενες να φωνάζουν στον ΜΚ1 και τον Α/Αστ.1850. Η ΜΚ2 προσπάθησε να ηρεμήσει τις Κατηγορούμενες μιλώντας τους στην αγγλική γλώσσα, ενώ ο ΜΚ1 την ενημέρωσε ότι οι Κατηγορούμενες δεν έφεραν προστατευτικές μάσκες, δεν υπέδειξαν τα μηνύματα τους για την κυκλοφορία τους και δεν δίνουν τα προσωπικά στοιχεία τους. Παρά τις εκκλήσεις της ΜΚ2 προς τις Κατηγορούμενες για να συνεργαστούν, αυτές φώναζαν, αντιδρούσαν έντονα και έλεγαν στην αγγλική γλώσσα «Δεν είμαι υπόχρεα να σας δώσω τίποτα» και ακολούθως έλεγαν διάφορες φράσεις στην δική τους γλώσσα. Στην συνέχεια η Κατηγορούμενη 1 προσπάθησε να βιντεογραφήσει τα πρόσωπα που ήταν παρόντα, ενώ η Κατηγορούμενη 2 προσπάθησε να φύγει από το μέρος, με αποτέλεσμα ο ΜΚ3 να την ανακόψει. Η ΜΚ2 πληροφόρησε τις Κατηγορούμενες για τα αδικήματα που διέπραξαν και επέστησε την προσοχή τους στον Νόμο και οι Κατηγορούμενες είπαν διάφορες φράσεις στην δική τους γλώσσα. Ακολούθως, η ΜΚ2 τις ενημέρωσε ότι είναι υπό σύλληψη και η Κατηγορούμενη 1 έσπρωξε την ίδια και τον ΜΚ1 για να εμποδίσει την σύλληψή τους. Αφού τοποθετήθηκαν χειροπέδες στις Κατηγορούμενες, αυτές μεταφέρθηκαν με το υπηρεσιακό όχημα της Αστυνομίας στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων Λάρνακας για τα περαιτέρω.

Όταν η Κατηγορούμενη 1 έσπρωξε την ΜΚ2, η τελευταία γδάρθηκε στο χέρι της, με αποτέλεσμα να επισκεφθεί αυθημερόν την κυβερνητικό ιατρό Δρ. Άννα Παντελίδου, η οποία ετοίμασε σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό, ήτοι το Τεκμήριο 5, στο οποίο καταγράφονται οι εκδορές που διαπιστώθηκαν στο σώμα της.

Στην αντεξέτασή της, η ΜΚ2 ανέφερε ότι είναι η Κατηγορούμενη 1 που της είπε στα αγγλικά ότι δεν θα της δείξει οτιδήποτε και ότι είναι αυτή που αντιδρούσε περισσότερο από τις δύο. Η Κατηγορούμενη 1 άρχισε να βιντεογραφεί τους αστυνομικούς λέγοντας ότι θέλει τον δικηγόρο της και φώναζε ότι δεν θα δώσει τα στοιχεία της, με αποτέλεσμα ο ΜΚ1 να δώσει οδηγίες στην ίδια να τις συλλάβει. Στην προσπάθεια της να τοποθετήσει χειροπέδες στην Κατηγορούμενη 1, η ΜΚ2 κρατούσε την Κατηγορούμενη 1 με το αριστερό χέρι της, αλλά αυτή αντιδρούσε και την έσπρωξε, με αποτέλεσμα να την γδάρει. Δεν ήταν σίγουρη, όμως, εάν το γδάρσιμο προκλήθηκε από τα νύχια της Κατηγορούμενης 1 ή από κάποιο βραχιόλι ή κουμπί από τα ρούχα της. Αναφορικά με το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1, η ΜΚ2 ανέφερε ότι δεν θυμάται αν το πήρε η Αστυνομία, αλλά ανάφερε ότι η Κατηγορούμενη 1 προσπαθούσε να καλέσει τον δικηγόρο της από το τηλέφωνο της και η Αστυνομία δεν της απαγόρευσε να το πράξει, καθώς η Κατηγορούμενη 1 κρατούσε το τηλέφωνο της μέχρι την ώρα που η ίδια βρισκόταν στο μέρος.

Ο ΜΚ3 υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στην Ποδηλατική Αστυνόμευση Λάρνακας. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, την κατάθεση του ημερ. 08.03.2021, ήτοι το Τεκμήριο 6. Στις 08.03.2021 βρισκόταν μαζί με την ΜΚ2 σε ειδικό καθήκον ελέγχου των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία του Covid-19. Περί ώρα 09:20 ενημερώθηκαν από το κέντρο κρίσεων ότι στην Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Λάρνακα, παρά το κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου, χρειαζόταν η βοήθεια γυναίκας αστυνομικού και γι’ αυτό μετέβηκαν αμέσως στο μέρος, όπου είδαν τις Κατηγορούμενες να φωνάζουν στον ΜΚ1 και τον Α/Αστ.1850. Η ΜΚ2 προσπάθησε να ηρεμήσει τις Κατηγορούμενες μιλώντας τους στην αγγλική γλώσσα, ενώ ο ΜΚ1 τους ενημέρωσε ότι οι Κατηγορούμενες δεν έφεραν προστατευτικές μάσκες, δεν υπέδειξαν τα μηνύματα τους για την κυκλοφορία τους και δεν δίνουν τα προσωπικά στοιχεία τους. Παρά τις εκκλήσεις της ΜΚ2 προς τις Κατηγορούμενες για να συνεργαστούν, αυτές φώναζαν, αντιδρούσαν έντονα και έλεγαν «No, I will give you nothing» και ακολούθως έλεγαν διάφορες φράσεις στην δική τους γλώσσα. Στην συνέχεια η Κατηγορούμενη 1 προσπάθησε να βιντεογραφήσει τα πρόσωπα που ήταν παρόντα, ενώ η Κατηγορούμενη 2 προσπάθησε να φύγει από το μέρος, με αποτέλεσμα ο ΜΚ3 να την ανακόψει και η Κατηγορούμενη 2 να τον σπρώξει με το δεξί χέρι της στον αριστερό ώμο του. Όταν η ΜΚ2 ενημέρωσε τις Κατηγορούμενες ότι είναι υπό σύλληψη, η Κατηγορούμενη 1 έσπρωξε τους ΜΚ1 και ΜΚ2. Αφού τοποθετήθηκαν χειροπέδες στις Κατηγορούμενες, αυτές μεταφέρθηκαν με το υπηρεσιακό όχημα της Αστυνομίας στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων Λάρνακας για τα περαιτέρω.

Στην αντεξέτασή του, ο ΜΚ3 αρνήθηκε ότι οι Κατηγορούμενες ζητούσαν διερμηνέα και δικηγόρο στην δική τους γλώσσα, λέγοντας ότι η όλη συμπεριφορά, ένταση και χειρονομίες των Κατηγορουμένων ήταν «κάτι σαν βρισιές» και ανέμιζαν τα χέρια τους. Επίσης, αρνήθηκε ότι κτύπησε την Κατηγορούμενη 2 στο πόδι ή ότι φώναζε και πρόσβαλλε τις Κατηγορούμενες. Αναφορικά με τις φωτογραφίες που του υποδείχθηκαν, Τεκμήριο προς Αναγνώριση Δ (και μετέπειτα κατατεθέν ως Τεκμήριο 18), ο ΜΚ3 δεν τις αναγνώρισε. Για το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1, ο ΜΚ3 ανέφερε ότι δεν είδε κάτι και ούτε γνωρίζει οτιδήποτε.

Η ΜΚ4 είναι διερμηνέας στην Αστυνομία και μιλά, γράφει και διαβάζει άριστα την ρωσική γλώσσα, η οποία είναι η μητρική της, και πολύ καλά την ελληνική γλώσσα, καθώς διαμένει στην Κύπρο για πάρα πολλά χρόνια και παρακολούθησε μαθήματα ελληνικής γλώσσας. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, την κατάθεσή της ημερ. 08.03.2021, Τεκμήριο 7. Στις 08.03.2021 και μεταξύ των ωρών 12:20-12:30 κατηγόρησε γραπτώς καθ’ υπόδειξη της ΜΚ5 την Κατηγορούμενη 2 στην ρωσική γλώσσα, η οποία είναι η μητρική της γλώσσα. Στην συνέχεια και μεταξύ των ωρών 12:35-12:45 κατηγόρησε καθ’ υπόδειξη της ΜΚ5 την Κατηγορούμενη 1 στην ρωσική γλώσσα, η οποία είναι, επίσης, η μητρική της γλώσσα. Η ΜΚ4 κατέγραψε τις απαντήσεις που της έδωσαν οι Κατηγορούμενες και στην συνέχεια μετάφρασε τα ανωτέρω από την ρωσική στην ελληνική γλώσσα. Κατέθεσε προς τούτο τα Τεκμήρια 8, 8Α, 11 και 11Α, σύμφωνα με τα οποία οι Κατηγορούμενες αρνήθηκαν τις κατηγορίες που τους προσάφθηκαν. Κατέθεσε, επίσης, το Τεκμήριο 9, το οποίο είναι δήλωση της Κατηγορούμενης 2 στην ρωσική γλώσσα ότι πληροφορήθηκε ότι μπορεί να εξεταστεί από ιατροδικαστή, αλλά η ίδια δεν επιθυμεί να εξεταστεί. Κατέθεσε, επίσης, και το Τεκμήριο 10, το οποίο συνιστά μετάφραση του Τεκμηρίου 9 στην ελληνική γλώσσα. Αναφορικά με την παράδοση των δικαιωμάτων τους κατά την σύλληψη των Κατηγορούμενων, η ΜΚ4 ανέφερε ότι τους παραδόθηκαν όλα τα δικαιώματα στην ρωσική γλώσσα. Ανέφερε, επίσης, ότι η ίδια θυμάται τις Κατηγορούμενες να απασχόλησαν και στο παρελθόν με την μη χρήση προστατευτικής μάσκας και ήταν αντιδραστικές.

Στην αντεξέτασή της, η ΜΚ4 ανέφερε ότι στα Τεκμήρια 2 και 3 καταγράφονται τα δικαιώματα που παραδόθηκαν στις Κατηγορούμενες. Δεν θυμόταν, όμως, αν οι Κατηγορούμενες ζήτησαν να μιλήσουν με δικηγόρο ή αν η Κατηγορούμενη 2 παραπονέθηκε για πόνο στο πόδι της. Αναφορικά με το πότε και που είδε στο παρελθόν τις Κατηγορούμενες να αντιδρούν για την χρήση προστατευτικής μάσκας, η ΜΚ4 δεν θυμόταν αν ήταν στο Γραφείο Ευημερίας ή στην Αστυνομία και μετά ανέφερε ότι ήταν την Κατηγορούμενη 1 που θυμάται επειδή θυμήθηκε ότι την φράση «έχω ραντεβού τον επόμενο μήνα» την άκουσε πριν καιρό. Επίσης, δεν θυμόταν αν οι Κατηγορούμενες παρουσίασαν οποιαδήποτε έγγραφα στην Αστυνομία, αν η Αστυνομία κατάσχεσε το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1 και αν πρόβαλε κάποιο παράπονο η Κατηγορούμενη 2 ότι αστυνομικός της κλώτσησε στο πόδι. Ανέφερε, όμως, ότι οι Κατηγορούμενες διαφωνούσαν με τις κατηγορίες, καθώς δεν μπορούσαν να φέρουν προστατευτικές μάσκες για λόγους υγείας.

Η ΜΚ5 υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και κατά τον επίδικο χρόνο ήταν τοποθετημένη στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, την κατάθεση της, Τεκμήριο 12. Στις 08.03.2021 και περί ώρα 12:15 επέδωσε στην Κατηγορούμενη 2 τα δικαιώματα υπόπτου/κατηγορουμένου στην ρωσική γλώσσα, ήτοι το Τεκμήριο 15, με την βοήθεια της διερμηνέως, ΜΚ4. Ακολούθως, κατηγόρησε γραπτώς την Κατηγορούμενη 2 με την βοήθεια της ΜΚ4 και η Κατηγορούμενη 2 απάντησε «Δεν παραδέχομαι». Η Κατηγορούμενη 2 εξέφρασε παράπονο ότι κατά την σύλληψη της κάποιος από τους αστυνομικούς της κτύπησε στο πόδι και γι’ αυτό ενημερώθηκε ότι θα πρέπει να εξεταστεί από ιατροδικαστή και ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας. Για τούτο, έδωσε σχετικό παραπεμπτικό στην Κατηγορούμενη 2, ήτοι το Τεκμήριο 13 (πρώην Τεκμήριο προς Αναγνώριση Γ), για να πάει να εξεταστεί από ιατρό. Στις 08.03.2021 και περί ώρα 12:32 επέδωσε στην Κατηγορούμενη 1 τα δικαιώματα υπόπτου/κατηγορουμένου στην ρωσική γλώσσα, ήτοι το Τεκμήριο 14, με την βοήθεια της διερμηνέως, ΜΚ4. Ακολούθως, κατηγόρησε γραπτώς την Κατηγορούμενη 1 με την βοήθεια της ΜΚ4 και η Κατηγορούμενη 1 απάντησε «Δεν συμφωνώ με τις κατηγορίες». Στην συνέχεια και μεταξύ των ωρών 13:10-13:15 η Κατηγορούμενη 2 προέβη σε γραπτή κατάθεση αναφέροντας ότι δεν επιθυμεί να εξεταστεί από οποιοδήποτε ιατρό, ήτοι τα Τεκμήρια 9 και 10.

Στην αντεξέτασή της, η ΜΚ5 ανέφερε ότι τα καθήκοντα της είναι ανακρίτρια και στην παρούσα υπόθεση ήταν η εξεταστής. Αναφορικά με το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1, η ΜΚ5, παρά το γεγονός ότι φρέσκαρε την μνήμη της από το περιεχόμενο του ανακριτικού φακέλου, δεν εντόπισε οτιδήποτε και δεν θυμόταν κατά πόσο το κινητό τηλέφωνο είχε κατασχεθεί από την Αστυνομία, αναφέροντας ότι αν είχε κατασχεθεί θα το κατέγραφε. Δεν θυμόταν, επίσης, αν το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 2 ήταν παλιό και έκλεισε και γι’ αυτό δεν μπορούσε να της υποδείξει το μήνυμα που είχε αποστείλει για να κυκλοφορήσει. Ούτε θυμόταν σε ποιες ενέργειες προέβη η ίδια για να διαπιστώσει κατά πόσο οι Κατηγορούμενες απέστειλαν σχετικό μήνυμα προτού κυκλοφορήσουν κατά τον επίδικο χρόνο. Αρνήθηκε, όμως, ότι οι Κατηγορούμενες της παρουσίασαν οποιαδήποτε ιατρικά έντυπα ή πιστοποιητικά σε σχέση με την κατάσταση της υγείας τους και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σε περίπτωση χρήσης προστατευτικής μάσκας. Επίσης, διαφώνησε με την υποβολή ότι δεν εξετάστηκαν οι θέσεις των Κατηγορουμένων, αναφέροντας στην συνέχεια ότι εκείνο που θυμάται είναι ότι η θέση τους ήταν πως δεν παραδέχονταν τις κατηγορίες. Αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμόν τραυματισμό της Κατηγορούμενης 2, η ΜΚ5 απάντησε ότι δεν θυμόταν τι τραύματα υπήρξαν και αν οι Κατηγορούμενες ζήτησαν ασθενοφόρο και αυτή αρνήθηκε.

Η Κατηγορούμενη 1 έδωσε ενόρκως μαρτυρία. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της την γραπτή δήλωση που ετοίμασε η ίδια τον Μάρτιο του 2021 στην ρωσική γλώσσα, ήτοι το Έγγραφο Α, το οποίο μετάφρασε μεγαλοφώνως η διερμηνέας στο Δικαστήριο. Στις 08.03.2021 το πρωί η Κατηγορούμενη 1 είχε πολύ δυνατή κρίση άσθματος και δυσκολευόταν να αναπνέει. Εκείνη την ημέρα, όμως, η μητέρα της, Κατηγορούμενη 2, της είπε ότι έπρεπε να πάνε μαζί στην τράπεζα για να εξαργυρώσουν τραπεζική επιταγή και να μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιο του σπιτιού τους. Λόγω της ανωτέρω κατάστασης της υγείας της και επειδή ανασάνει πολύ δύσκολα όταν βάζει προστατευτική μάσκα, όταν βγήκε έξω δεν έφερε προστατευτική μάσκα. Αφού μετέβηκαν στην Τράπεζα στάθηκαν και οι δύο στην ουρά για να εξαργυρώσουν την επιταγή από την ΑΤΜ. Εκεί βρίσκονταν ακόμα 4 με 5 άτομα και κάποια από αυτά είχαν την μάσκα μέχρι το πηγούνι τους και κάπνιζαν ανενόχλητα. Σε κάποια στιγμή, μια γυναίκα είπε στις Κατηγορούμενες και στους άλλους «βάλτε τις μάσκες σας, βάλτε τις μάσκες» και η Κατηγορούμενη 1 της είπε ότι δεν μπορεί να το πράξει λόγω της κατάστασης της υγείας της. Μετά τις πλησίασε ένα όχημα με δύο αστυνομικούς, οι οποίοι πήγαν κοντά τους και τις πήραν πιο μακριά από την τράπεζα για να τους μιλήσουν. Αρχικά, οι αστυνομικοί μιλούσαν στην ελληνική γλώσσα και η Κατηγορούμενη 1 τους απάντησε ότι δεν καταλαβαίνει. Μετά οι αστυνομικοί μίλησαν στην αγγλική γλώσσα και είπαν στις Κατηγορούμενες ότι παραβιάζουν τον νόμο και τους κανονισμούς και τους ζήτησαν να παρουσιάσουν τα διαβατήριά τους. Οι Κατηγορούμενες ζήτησαν μεταφραστή γιατί δεν αντιλαμβάνονταν πολύ καλά την αγγλική γλώσσα και η Κατηγορούμενη 1 είπε στους αστυνομικούς ότι οι ίδιες είναι αιτήτριες ασύλου και τα διαβατήρια τους τα κατέχει η αρμόδια υπηρεσία στην Λευκωσία. Ζήτησε, επίσης, από τους αστυνομικούς να της εξηγήσουν ποιο νόμο έχουν παραβιάσει και αυτοί της απάντησαν ότι πρέπει να φέρει προστατευτική μάσκα και να βλέπει τηλεόραση για ενημέρωση. Ακολούθως, η Κατηγορούμενη 1 εξήγησε στους αστυνομικούς ότι δεν μπορεί να βάλει μάσκα λόγω της κατάστασης της υγείας της και δεν έχει τηλεόραση στο σπίτι της. Οι αστυνομικοί ζήτησαν τότε να τους παρουσιάσει ιατρική βεβαίωση, αλλά όταν η Κατηγορούμενη 1 τους παρουσίασε τα Τεκμήρια 16 και 17, δεν τα αποδέχθηκαν και τα πέταξαν στο έδαφος, ζητώντας και πάλι να δουν τα διαβατήριά των Κατηγορουμένων. Ύστερα οι αστυνομικοί άρχισαν να προσπαθούν να τις πιάσουν από τα χέρια για να τους βάλουν χειροπέδες και αυτές αντιστάθηκαν για να μην τις αγγίξουν ζητώντας από τους αστυνομικούς να τους δείξουν τον νόμο στον οποίο βασίζονται, καθώς η Κατηγορούμενη 1 ήθελε να γνωρίζει που και ποιος έχει υπογράψει τον νόμο, με σφραγίδα του προσώπου που φέρει την ευθύνη, ούτως ώστε η ίδια να ζητήσει αποζημιώσεις. Οι αστυνομικοί άρχισαν μετά να φωνάζουν και να τους λένε ότι πρέπει να κάνουν αυτά που τους ζητούν και μετά ήρθαν ακόμα δύο αστυνομικοί, με αποτέλεσμα να τις περικυκλώσουν για να μην φύγουν. Η Κατηγορούμενη 1 ζήτησε ξανά από τους αστυνομικούς να της υποδείξουν τον νόμο που παραβιάζει, ρωτώντας τους «αν αυτός ο Νόμος λέει ότι όλοι πρέπει να πηδήξετε από το πιο ψηλό κτίριο της πόλης με το κεφάλι κάτω, τι πρέπει να κάνω σε έτσι περίπτωση;». Μετά η Κατηγορούμενη 1 τηλεφώνησε στην δικηγόρο της, η οποία της είπε να ζητήσει από τους αστυνομικούς να της επιβάλουν πρόστιμο, και όταν τους το είπε η Κατηγορούμενη 1, οι αστυνομικοί θύμωσαν και άρχισαν να τις σπρώχνουν. Σε κάποια στιγμή, ένας από τους αστυνομικούς προσπάθησε να αρπάξει την Κατηγορούμενη 2 από τα χέρια και επειδή αυτή έκανε βήματα προς τα πίσω και του έλεγε «σε παρακαλώ, μην με αγγίζεις», ο αστυνομικός άρχισε να την κλωτσά στα πόδια της. Αμέσως η Κατηγορούμενη 1 μπήκε ανάμεσά τους και ρώτησε τον αστυνομικό «τι κάνεις;» και αυτός άρχισε να φωνάζει στα ελληνικά και τα αγγλικά. Τότε η Κατηγορούμενη 1 πήρε το τηλέφωνο της και είπε στον αστυνομικό ότι θα τον βιντεογραφήσει. Εκείνη την στιγμή, ένας άλλος αστυνομικός την άρπαξε απότομα από το χέρι με δύναμη και πέταξε το κινητό τηλέφωνο της εκεί που βρισκόταν το όχημα της Αστυνομίας και στην συνέχεια γύρισε ανάποδα το χέρι της και της έβαλε χειροπέδες. Επειδή η Κατηγορούμενη 2 πάγωσε με τα όσα είδε να συμβαίνουν, της έβαλαν και αυτής χειροπέδες. Αφού υπήρξε μια λογομαχία μεταξύ του εν λόγω αστυνομικού και της Κατηγορούμενης 1, οι τέσσερεις αστυνομικοί που ήσαν παρόντες έβαλαν τις Κατηγορούμενες με το ζόρι μέσα στο υπηρεσιακό όχημα της Αστυνομίας, ενώ προηγουμένως η Κατηγορούμενη 1 κατάφερε και πήρε το τηλέφωνό της και έβγαλε δύο φωτογραφίες. Κατέθεσε την μία φωτογραφία, στην οποία φαίνονται δύο χέρια διαφορετικών προσώπων να είναι δεμένα με χειροπέδες (βλ. 1η φωτογραφία του Τεκμηρίου 18).

Όταν τις μετέφεραν στον Αστυνομικό Σταθμό περί ώρα 10:00, οι Κατηγορούμενες κάθονταν έξω στην αυλή. Η Κατηγορούμενη 1 είχε κρίση άσθματος, ενώ η Κατηγορούμενη 2 πονούσε πάρα πολύ το πόδι της, καθώς είχε φουσκώσει ο αστράγαλος. Στον Αστυνομικό Σταθμό κατηγορήθηκαν γραπτώς στην παρουσία διερμηνέα και απάντησαν ότι δεν συμφωνούν με τις κατηγορίες, ενώ οι αστυνομικοί τις απειλούσαν ότι θα απελαθούν εάν δεν υπακούν στους κανονισμούς και την Αστυνομία. Η Κατηγορούμενη 1 τούς ανέφερε ότι δεν έφερε και δεν θα φέρει μάσκα λόγω των κρίσεων άσθματος που έχει. Οι αστυνομικοί ενημέρωσαν, επίσης, τις Κατηγορούμενες ότι μπορούν να πάνε στο νοσοκομείο για το τραύμα της Κατηγορούμενης 2 και τους έδωσαν ένα έντυπο για να το φέρουν πίσω συμπληρωμένο μετά την ιατρική εξέταση της. Εντούτοις, οι Κατηγορούμενες ανέφεραν ότι δεν μπορούν να πάνε στο νοσοκομείο επειδή δεν έχουν αυτοκίνητο και ούτε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το λεωφορείο επειδή δεν τις αφήνουν να μπουν μέσα χωρίς προστατευτικές μάσκες. Ούτε με τα πόδια μπορούσαν να πάνε, καθώς η Κατηγορούμενη 2 πονούσε πολύ το πόδι της, παρά το ότι δεν υπήρχε κάποιο αιμάτωμα, και ήταν ξαπλωμένη για μία εβδομάδα μετά το επίδικο συμβάν. Η ίδια η Κατηγορούμενη 1 ζήτησε να καλέσουν ασθενοφόρο, αλλά οι αστυνομικοί αρνήθηκαν.

Σε σχέση με την κατάσταση της υγείας της, η Κατηγορούμενη 1 ανέφερε ότι πάσχει από διάφορα αναπνευστικά προβλήματα και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή. Περί τα έτη 2020 και 2021 είχε επισκεφθεί το νοσοκομείο και της χορήγησαν οξυγόνο όταν η ίδια φορούσε μάσκα και προς τούτο κατέθεσε φωτογραφίες της ιδίας, ως Τεκμήρια 19Α, 19Β, 19Γ και 19Δ, όταν νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο τής είπαν ότι δεν μπορούσαν να της δώσουν βεβαίωση για να μην χρησιμοποιεί προστατευτική μάσκα λόγω της κατάστασης της υγείας της, καθώς υπάρχει νόμος που το απαγορεύει αυτό και ενδέχεται να χάσουν την δουλειά τους. Επίσης, κατέθεσε φωτογραφία ιατρικής βεβαίωσης ημερ. 23.02.2018 (βλ. 2η φωτογραφία του Τεκμηρίου 18), σύμφωνα με την οποία η Κατηγορούμενη 1 πάσχει από χρόνιο άσθμα, αλλεργίες και δερματίτιδα και της συστήθηκε η αποφυγή από σκόνη, χόρτα και λουλούδια. Παρόμοια καταγράφονται και στα Τεκμήρια 16 και 17, τα οποία φέρουν ημερομηνία 04.08.2017 και 07.12.2022 αντίστοιχα. Κατέθεσε, επίσης, ως Τεκμήριο 20 σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 24.02.2025, σύμφωνα με το οποίο η Κατηγορούμενη 1 πάσχει από οξεία βρογχίτιδα.

Στην προφορική μαρτυρία της κατά το στάδιο της κυρίως εξέτασης, ανέφερε ότι στις 08.03.2021 και ώρα 08:00 οι Κατηγορούμενες έστειλαν μήνυμα για να κυκλοφορήσουν και μετά πήγαν με τα πόδια στην τράπεζα. Επίσης, έφεραν και οι δύο τους προστατευτική μάσκα, αλλά η μάσκα της βράχηκε από την βροχή και την έβγαλε. Αναφορικά με τα έγγραφα που υπέδειξε στους αστυνομικούς σε σχέση με τα προσωπικά στοιχεία της ήταν το τραπεζικό βιβλιάριό της και την τραπεζική κάρτα της, καθώς είχε ξεχάσει στο σπίτι της στο κομοδίνο την άδεια παραμονής της. Η Κατηγορούμενη 1 αρνήθηκε ότι αντιστάθηκε στην σύλληψή της, καθώς το μόνο που έκανε ήταν «ένα βήμα πίσω», και ότι επιτέθηκε σε αστυνομικό, προβάλλοντας ως εξήγηση ότι η ίδια ασχολείται με διάφορες πολεμικές τέχνες και είναι εκπαιδευμένη να μην επιτίθεται, αλλά να αμύνεται. Κατέθεσε, μάλιστα, ένορκη δήλωση ημερ. 20.06.2024, την οποία ετοίμασε η ίδια στην αγγλική γλώσσα, με την βοήθεια προγράμματος μετάφρασης από τα ρωσικά στα αγγλικά, ως Τεκμήριο 22. Σύμφωνα με αυτό, η Κατηγορούμενη 1 δηλώνει τα εξής:

“I was born on the territory of the USSR, Republic of [         ], [        ] 1977, by religion on [         ], living according to the Natural right given by God the Creator by right of birth, by the right of soil, with inalienable Human rights living according to the principles of conscience, honor and common sense. Never under any circumstances caused any harm to anyone, since I was taught that conscious Human has a Divine soul – the Spirit of the Creator Hod embodied in the Human body, and the body is the Temple of the Spirit of the Living God.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Γεννήθηκα στο έδαφος της ΕΣΣΔ, Δημοκρατία της [           ], στις [            ] 1977, ως [    ], ζώντας σύμφωνα με το φυσικό δικαίωμα που μου δόθηκε από τον Θεό τον Δημιουργό, το δικαίωμα της γέννησης, το δικαίωμα της γης, με αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα, ζώντας σύμφωνα με τις αρχές της συνείδησης, της τιμής και της κοινής λογικής. Ουδέποτε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, προκάλεσα κακό σε κανέναν, αφού με δίδαξαν ότι ο ενσυνείδητος άνθρωπος έχει Θεία ψυχή - το Πνεύμα του Δημιουργού που ενσαρκώνεται στο ανθρώπινο σώμα, και το σώμα είναι ο Ναός του Πνεύματος του Ζωντανού Θεού».

Στην αντεξέτασή της, η Κατηγορούμενη 1 ανέφερε ότι είχε στείλει μήνυμα για την κυκλοφορία της πριν βγει από το σπίτι, αλλά της έσπασαν το τηλέφωνο της οι αστυνομικοί, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να το παρουσιάσει στο Δικαστήριο. Η δε Κατηγορούμενη 2 είχε στείλει μήνυμα από το δικό της κινητό τηλέφωνο. Σε ερώτηση γιατί δεν ζήτησε κατάσταση των μηνυμάτων που στάλθηκαν από το κινητό τηλέφωνο της, η Κατηγορούμενη 1 απάντησε ότι δεν γνωρίζει ότι μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο. Για την μη χρήση της προστατευτικής μάσκας, ανέφερε ότι αυτή είχε βραχεί και η ίδια την πέταξε περίπου 4 λεπτά προτού φτάσει στην τράπεζα. Ήταν δε η μοναδική μάσκα που είχε και δεν είχε λεφτά να αγοράσει άλλη. Αναφορικά με την γλώσσα στην οποία έγινε η στιχομυθία μεταξύ της ιδίας και της γυναίκας που βρισκόταν έξω από την τράπεζα, η Κατηγορούμενη 1 ανέφερε ότι η επικοινωνία τους έγινε μέσω εφαρμογής μετάφρασης στο κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1. Εν σχέσει με το επίδικο περιστατικό, όταν προσπάθησε να το βιντεογραφήσει από το κινητό τηλέφωνό της, ένας από τους αστυνομικούς τής το άρπαξε και το πέταξε, με αποτέλεσμα να σπάσει. Κατάφερε, όμως, προηγουμένως, δηλαδή πριν προσπαθήσει να βιντεογραφήσει, να τραβήξει τις δύο φωτογραφίες του Τεκμηρίου 18, οι οποίες αποθηκεύτηκαν στην μνήμη του google account της και γι’ αυτό τις βρήκε μετά και τις εκτύπωσε. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι όταν μπήκε ανάμεσα στους αστυνομικούς και την μητέρα της, ήτοι την Κατηγορούμενη 2, για να την προστατεύσει με τα χέρια ανοιχτά, εκείνη την στιγμή της άρπαξαν το χέρι της για να της βάλουν χειροπέδες και με το άλλο χέρι προσπαθούσε να βγάλει φωτογραφίες και μετά βίντεο. Η δε όλη συνομιλία με τους αστυνομικούς γινόταν μέσω εφαρμογής μετάφρασης στο κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1. Όταν της έβαλαν χειροπέδες, η ίδια φώναξε και έκλαψε επειδή πονούσε πάρα πολύ λόγω και της κρίσης άσθματος που είχε και βρισκόταν συνέχεια σε εκτόνωση. Τα έγγραφα που είχε μαζί της και τα υπέδειξε στους αστυνομικούς, ήτοι τις ιατρικές βεβαιώσεις Τεκμήρια 16 και 17, την τραπεζική κάρτα και τραπεζική επιταγή, τα είχε όλα στο κομοδίνο της, μαζί με το alien book της, αλλά όταν έφυγε από σπίτι τα πήρε όλα, εκτός από το alien book, καθώς βιαζόταν πάρα πολύ και το ξέχασε. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της, ανέφερε ότι κατάθεσε στο Δικαστήριο όλα τα ιατρικά πιστοποιητικά και βεβαιώσεις που έχει, ενώ πρόσθεσε ότι αντιμετωπίζει και ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα και γι’ αυτό δεν εργάζεται σήμερα.

Η Κατηγορούμενη 2 έδωσε, επίσης, ενόρκως μαρτυρία. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της την γραπτή δήλωση που ετοίμασε η ίδια στην ρωσική γλώσσα, ήτοι το Έγγραφο Β, το οποίο μεταφράστηκε από την δικηγόρο της στην ελληνική γλώσσα, ήτοι το Έγγραφο Β1. Στις 08.03.2021 και περί ώρα 09:00 οι Κατηγορούμενες έστειλαν μήνυμα SMS για να πάνε στην τράπεζα και εξαργυρώσουν επιταγές που έλαβαν από το ταχυδρομείο. Αφού έβαλαν και οι δύο τις μάσκες τους, βγήκαν έξω από το σπίτι τους και μετά από 200 μέτρα η Κατηγορούμενη 1 έβγαλε την μάσκα και την πέταξε στα σκουπίδια επειδή το πρωί είχε σοβαρή κρίση άσθματος και η μάσκα έγινε μούσκεμα από μέσα από την αναπνοή της. Στα μισά του δρόμου πέταξε και η ίδια την μάσκα της, καθώς είχε σπάσει. Αφού έφτασαν έξω από την τράπεζα και περίμεναν να εξυπηρετηθούν, τις πλησίασαν δύο αστυνομικοί, οι οποίοι άρχισαν να τις σπρώχνουν προς την καφετέρια, αριστερά της τράπεζας, χωρίς να τους πουν ποιοι είναι ή να τους υποδείξουν τα έγγραφά τους. Οι αστυνομικοί έκαναν πολλές ερωτήσεις και η Κατηγορούμενη 1 προσπαθούσε να τους μιλήσει χρησιμοποιώντας το τηλέφωνό της για μετάφραση. Τους έδωσε όλα τα χαρτιά που κρατούσε, αλλά οι αστυνομικοί τα πέταξαν στο έδαφος. Στην συνέχεια έφτασαν στο μέρος ακόμα δύο αστυνομικοί, ήτοι ένας άνδρας και μία γυναίκα, και ο ένας εξ αυτών την πλησίασε και προσπάθησε να της πιάσει τα χέρια, αλλά η Κατηγορούμενη 2 έκαμε ένα βήμα προς τα πίσω. Αφού η πλάτη της έφτασε στον τοίχο της καφετέριας, ο εν λόγω αστυνομικός την κλώτσησε με τα πόδια του και την χτύπησε δυνατά στον αριστερό αστράγαλο. Αμέσως η Κατηγορούμενη 1 μπήκε ανάμεσά τους και ρώτησε τον αστυνομικό «τί κάνεις;». Αναφορικά με το επίδικο περιστατικό, συμφωνεί με όλα όσα είπε η Κατηγορούμενη 1 στο Δικαστήριο. Αναφέρθηκε, επίσης, σε παρόμοιους ισχυρισμούς και θέσεις, ως αυτές της Κατηγορούμενης 1 στο Τεκμήριο 22 ανωτέρω.

Στην αντεξέτασή της, ανέφερε ότι είναι ενάντια σε όλους τους κανονισμούς που αφορούν τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία Covid-19. Αρχικά είχε ξεχάσει να στείλει μήνυμα και την υπενθύμισε η Κατηγορούμενη 1 όταν βρίσκονταν στον δρόμο για την τράπεζα. Δεν είχε, όμως, το μήνυμα να το δείξει στο Δικαστήριο, καθώς πλέον έχει άλλο κινητό τηλέφωνο. Όταν τους ζήτησαν οι αστυνομικοί να παρουσιάσουν έγγραφα, η ίδια δεν έδωσε οτιδήποτε γιατί δεν αντιλαμβανόταν τι της έλεγαν. Όταν της εξήγησε η Κατηγορούμενη 1 τι ζητούσαν οι αστυνομικοί, τους έδειξε την τραπεζική επιταγή που είχε στο όνομά της. Στην συνέχεια, όταν την πλησίασε ο ένας από τους αστυνομικούς, η ίδια κινήθηκε προς τα πίσω και αριστερά για να απομακρυνθεί και να φύγει επειδή δεν καταλάβαινε τι της έλεγαν και δεν ήθελε να συζητήσει μαζί τους. Έλεγε και στην Κατηγορούμενη 1 να μην συζητά μαζί τους, αλλά η Κατηγορούμενη 1 θεώρησε σωστό να τους μιλήσει και τους μίλησε στην αγγλική γλώσσα. Αναφορικά με τον τραυματισμό της στο πόδι, η Κατηγορούμενη 2 ανέφερε ότι το πονούσε πολύ για μία εβδομάδα, αλλά αποφάσισε να μην πάει στο νοσοκομείο για περίθαλψη και έμεινε στο σπίτι της. Παραδέχθηκε ότι δεν έκαμε οποιαδήποτε καταγγελία για το περιστατικό και ότι της ήταν δύσκολο να περπατήσει για να πάει στο νοσοκομείο. Στο τέλος της αντεξέτασης της, η Κατηγορούμενη 2 ρωτήθηκε πως της χτύπησε ο αστυνομικός και τραυματίστηκε και απάντησε ότι δεν θυμάται. Αναφορικά με την ταυτότητά της (alien card), η Κατηγορούμενη 2 ανέφερε ότι δεν την είχε μαζί της και την είχε αφήσει στο σπίτι της.

3.     Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα

Τα κατωτέρω γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν από τις δύο πλευρές και συνιστούν ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Αντρέου ν Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263 και Ocean Reef Properties Ltd v Colville (2015) 1 ΑΑΔ 1002):

(α) Η Κατηγορούμενη 1 είναι θυγατέρα της Κατηγορούμενης 2 και κατάγονται από την [  ]. Κατά τον επίδικο χρόνο, οι Κατηγορούμενες βρίσκονταν στην Κυπριακή Δημοκρατία ως αιτήτριες πολιτικού ασύλου.

(β) Στις 08.03.2021 και περί ώρα 09:15 οι Κατηγορούμενες βγήκαν από το σπίτι τους για να πάνε με τα πόδια στο κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Λεωφόρο Μακαρίου στην Λάρνακα. Όταν έφτασαν έξω από το κατάστημα της τράπεζας, καμία εκ των Κατηγορουμένων έφερε προστατευτική μάσκα στο πρόσωπό της.

(γ) Στο μέρος κατέφθασαν αρχικά δύο αστυνομικοί και στην συνέχεια ακόμα δύο. Αφού συνελήφθησαν οι Κατηγορούμενες, μεταφέρθηκαν με το υπηρεσιακό όχημα της Αστυνομίας στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό.

4.     Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας

Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία των μαρτύρων με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Ο ΜΚ1 έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Ήταν σταθερός και σαφής στις απαντήσεις του, χωρίς να υποπέσει σε οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις. Ήταν ένας εκ των αστυνομικών που ήταν παρών από την αρχή στο επίδικο περιστατικό. Τα όσα ανέφερε για το πως διαδραματίστηκαν τα επίδικα γεγονότα συνάδουν με και επιβεβαιώθηκαν από την μαρτυρία της ΜΚ2. Διαφάνηκε, όμως, ότι η επικοινωνία στην αγγλική γλώσσα γινόταν με την Κατηγορούμενη 1 ή τουλάχιστον μέσω της Κατηγορούμενης 1, καθώς η Κατηγορούμενη 2 δεν του μίλησε ποτέ στην αγγλική γλώσσα. Επίσης, αναφορικά με το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1, παρατηρώ ότι ο ΜΚ1 ανέφερε ότι παραδόθηκε στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων, ενώ η ΜΚ5, αστυφύλακας του Τμήματος και εξεταστής της υπόθεσης ανέφερε ότι δεν είχε οτιδήποτε υπόψιν της, δεν είχε καταγραφεί οτιδήποτε στον ανακριτικό φάκελο της και δεν είχε κατασχεθεί και φυλαχθεί το κινητό τηλέφωνο ως τεκμήριο για την παρούσα υπόθεση. Επίσης, η ΜΚ2 ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη 1 κρατούσε το κινητό τηλέφωνό της μέχρι και την ώρα που έφυγαν από το μέρος.  Η Κατηγορούμενη δε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της στο Έγγραφο Α, πήρε το κινητό τηλέφωνό της μετά το επίδικο συμβάν και προτού μεταφερθεί στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων. Ως εκ των ανωτέρω, παρά το γεγονός ότι κρίνω ως αξιόπιστη την μαρτυρία του ΜΚ1, δεν αποδέχομαι το μέρος της μαρτυρίας του ότι είχε στην κατοχή του το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1 μετά το επίδικο συμβάν και ότι το παρέδωσε στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων.

Η ΜΚ2 άφησε, επίσης, καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και έδωσε την εικόνα προσώπου που ήρθε να πει την αλήθεια στο Δικαστήριο, χωρίς αρνητικά αισθήματα για τις δύο Κατηγορούμενες. Ήταν εκ των δύο αστυνομικών που κατέφθασαν μετά τον ΜΚ1 στο επίδικο μέρος. Αναφορικά με τα γδαρσίματα που υπέστη στα χέρια της κατά την σύλληψη της Κατηγορούμενης 1, αυτά επιβεβαιώνονται και από την έγγραφη μαρτυρία, ήτοι το ιατρικό πιστοποιητικό, Τεκμήριο 5. Το γεγονός ότι δεν ήταν σίγουρη αν τα γδαρσίματα προκλήθηκαν από τα νύχια ή τα βραχιόλια ή τα ρούχα της Κατηγορούμενης 1 είναι αναμενόμενο, καθώς όλα αυτά εκτυλίχθηκαν πολύ γρήγορα στην προσπάθειά της να περιορίσει την Κατηγορούμενη 1 και να της τοποθετήσεις χειροπέδες. Η θέση της ΜΚ2 ότι δεν απαγόρευσαν στις Κατηγορούμενες να μιλήσουν με τον δικηγόρο τους, επιβεβαιώθηκε από την ίδια την Κατηγορούμενη 1, η οποία ανέφερε ότι όντως επικοινώνησε και μίλησε με την δικηγόρο της προτού συλληφθεί στην συνέχεια. Γενικά, η όλη μαρτυρία της ΜΚ2 συνάδει με την μαρτυρία του ΜΚ1, που ήταν επίσης παρών στο επίδικο περιστατικό. Ενόψει των ανωτέρω, αποδέχομαι την μαρτυρία της ως αξιόπιστη.

Ο ΜΚ3 δεν άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Απαντούσε συχνά μονολεκτικά, χωρίς να δίνει επαρκείς εξηγήσεις για τα επίδικα γεγονότα, ενώ η μαρτυρία του, αντιπαραβαλλόμενη με την μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2, προκαλεί ορισμένα ερωτηματικά. Ενώ αναφέρει ότι είδε την Κατηγορούμενη 1 να σπρώχνει τους ΜΚ1 και ΜΚ2, δεν γνωρίζει και δεν είδε οτιδήποτε για το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορούμενης 1. Είναι άξιο απορίας πως δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε, καθώς ήταν κατ’ εκείνο τον χρόνο που η Κατηγορούμενη 1 προσπαθούσε να βγάλει φωτογραφίες και βίντεο με το κινητό τηλέφωνο της και της το άρπαξε ο ΜΚ1, με αποτέλεσμα αυτή να τον σπρώξει. Επίσης, οι ΜΚ1 και ΜΚ2 ανέφεραν ότι είναι η Κατηγορούμενη 1 που μιλούσε στην αγγλική γλώσσα και όχι η Κατηγορούμενη 2, ενώ δεν αναφέρθηκαν σε οποιαδήποτε επίθεση ή σπρώξιμο της Κατηγορούμενης 2 εναντίον του ΜΚ3. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, ο ΜΚ3 ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη 1 μιλούσε αγγλικά, αλλά δεν θυμόταν τι έλεγε, ενώ θεώρησε και είκασε από μόνος του ότι τα όσα έλεγαν οι Κατηγορούμενες στην δική τους γλώσσα ήταν βρισιές. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν θεωρεί στέρεη την μαρτυρία του ΜΚ3 για να μπορεί να στηριχθεί σε αυτήν και γι’ αυτό την απορρίπτει.

Η ΜΚ4 άφησε γενικά θετική εικόνα στο Δικαστήριο σε σχέση με τα όσα κατέθεσε αναφορικά με τις μεταφράσεις των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, που ούτως ή άλλως, δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση. Εντούτοις, η ΜΚ4 έδειξε να μην θυμάται επαρκώς το επίδικο περιστατικό και τα όσα διαμείφθηκαν στον Αστυνομικό Σταθμό, όταν είχαν μεταφερθεί οι Κατηγορούμενες, καθώς και για προηγούμενη συνάντηση που είχε η ίδια με τις Κατηγορούμενες στο Γραφείο Ευημερίας. Ενόψει των ανωτέρω, παρά το γεγονός ότι κρίνω ως αξιόπιστη την μαρτυρία της αναφορικά με τις μεταφράσεις των εγγράφων που κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας, δεν αποδέχομαι το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της.

Η ΜΚ5, αν και άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο και η μαρτυρία της συνάδει με την έγγραφη μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, έδειξε και αυτή να μην θυμάται λεπτομέρειες του επίδικου περιστατικό, καθώς δεν θυμόταν αν είχαν τα κινητά τηλέφωνα τους οι Κατηγορούμενες και αν μπορούσαν να της υποδείξουν τα μηνύματα που είχαν αποστείλει, σε ποιες ενέργειες προέβη η ίδια για να διαπιστώσει κατά πόσο απέστειλαν σχετικό μήνυμα, τι τραυματισμό επικαλέστηκε η Κατηγορούμενη 2 και εάν ζήτησαν να κληθεί ασθενοφόρο στον σταθμό. Ενόψει των ανωτέρω, αν και αποδέχομαι ως αξιόπιστη την μαρτυρία της ως προκύπτει από την έγγραφη μαρτυρία, ήτοι Τεκμήρια 8 έως 15, δεν αποδέχομαι το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω.

Η Κατηγορούμενη 1 δεν άφησε καθόλου καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις κατά την αντεξέτασή της. Τα όσα ανάφερε δεν έχουν πείσει το Δικαστήριο ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών της, ενώ έδωσε την εικόνα προσώπου που αψηφά και δεν σέβεται τους νόμους και κανόνες της Δημοκρατίας, καθώς, επίσης, και τα όργανα τήρησης της τάξης. Στην γραπτή δήλωσή της, Έγγραφο Α, ανέφερε ότι όταν βγήκε έξω από το σπίτι της για να πάει στην τράπεζα, δεν έφερε προστατευτική μάσκα, λόγω της κατάστασης της υγείας της. Αυτό, ανέφερε, μάλιστα, και σε μια γυναίκα που βρισκόταν έξω από την τράπεζα, δηλαδή ότι δεν μπορεί να φορέσει προστατευτική μάσκα για λόγους υγείας. Τα ίδια ισχυρίστηκε ότι ανέφερε και στους αστυνομικούς που ήρθαν μετά στο μέρος και τους υπέδειξε και σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά, ήτοι τα Τεκμήρια 16 και 17. Στην κυρίως εξέταση και μετά στην αντεξέτασή της, όμως, η Κατηγορούμενη 1 πρόβαλε μια διαφορετική εκδοχή και συγκεκριμένα ότι όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε κανονικά προστατευτική μάσκα, αλλά επειδή η μάσκα βράχηκε από την βροχή, την πέταξε 4 λεπτά προτού φτάσει στην τράπεζα. Η ανωτέρω θέση της ότι φορούσε αρχικά προστατευτική μάσκα, όχι μόνο καταδεικνύει ότι η ίδια γνώριζε ότι υπήρχε κανόνας για υποχρεωτική χρήση προστατευτικής μάσκας κατά τον επίδικο χρόνο, αλλά έρχεται και σε πλήρη αντίφαση με τον ισχυρισμό και εκδοχή της ότι δεν φορούσε και δεν θα μπορούσε να φορέσει προστατευτική μάσκα για λόγους υγείας. Επιπρόσθετα, στα Τεκμήρια 16 και 17, αλλά και στα υπόλοιπα έγγραφα που παρουσίασε στο Δικαστήριο, Τεκμήρια 18, 20 και 21, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά για μη χρήση προστατευτικής μάσκας, ενώ η δικαιολογία που πρόταξε η Κατηγορούμενη 1 ότι δεν μπορούσαν να της δώσουν τέτοια βεβαίωση από το νοσοκομείο γιατί θα έχαναν την δουλειά τους, δεν μπορεί να πείσει το Δικαστήριο.

Στο Έγγραφο Α, ενώ αναφέρει ότι αυτή και η Κατηγορούμενη 2 «αντιστάθηκαν» για να μην τις αγγίξουν οι αστυνομικοί όταν οι τελευταίοι προσπάθησαν να τις συλλάβουν και να τους βάλουν χειροπέδες και ότι στην συνέχεια τις έβαλαν «με το ζόρι» στο υπηρεσιακό όχημα της Αστυνομίας, στην προφορική μαρτυρία της αρνήθηκε ότι αντιστάθηκαν λέγοντας ότι το μόνο που έκανε ήταν «ένα βήμα πίσω» και ότι παρά το ότι γνωρίζει πολεμικές τέχνες, είναι εκπαιδευμένη να αμύνεται, όχι να επιτίθεται.

Εν σχέσει με το κινητό τηλέφωνο της, στο Έγγραφο Α ανέφερε ότι ένας από τους αστυνομικούς της το άρπαξε από το χέρι και το πέταξε εκεί που βρισκόταν το υπηρεσιακό όχημα της Αστυνομίας. Στην συνέχεια, αφού τις συνέλαβαν και τους τοποθέτησαν χειροπέδες, όταν τις έπαιρναν για να μπουν στο υπηρεσιακό όχημα της Αστυνομίας, η ίδια κατάφερε και πήρε το τηλέφωνο της και έβγαλε δύο φωτογραφίες, παρουσιάζοντας την μία στο Δικαστήριο (βλ. 1η φωτογραφία του Τεκμηρίου 18). Στην προφορική μαρτυρία της, όμως, πρόβαλε και πάλι μια διαφορετική εκδοχή, αναφέροντας ότι τις εν λόγω φωτογραφίες τις τράβηξε προτού της το ρίξει ο αστυνομικός στο έδαφος και παρά το ότι έσπασε το τηλέφωνό της, οι φωτογραφίες είχαν αποθηκευτεί στο google account της και γι’ αυτό μπόρεσε να τις ανακτήσει μεταγενέστερα. Δηλαδή, όχι μόνο πρόκειται για διαφορετική χρονολογική σειρά, αλλά αντικρούεται με την γενικότερη εκδοχή της ότι έσπασε και απώλεσε το κινητό τηλέφωνο της και γι’ αυτό δεν μπορούσε να υποδείξει στην Αστυνομία το μήνυμα που είχε στείλει για να κυκλοφορήσει.

Η αδιαφορία και περιφρόνηση της Κατηγορούμενης 1 στους αστυνομικούς και νόμους της Δημοκρατίας προκύπτει και από την δική της μαρτυρία. Συγκεκριμένα, ενώ της επιστήθηκε η προσοχή στον νόμο και τις υποχρεώσεις της με τα μέτρα προστασίας για την πανδημία, η ίδια ζήτησε από τους αστυνομικούς να της φέρουν τους κανονισμούς γραπτώς, με σφραγίδα και υπογραφή, έτσι ώστε να γνωρίζει από ποιον θα διεκδικήσει αποζημιώσεις. Επίσης, η ίδια ανέφερε ότι είπε στους αστυνομικούς «αν αυτός ο Νόμος λέει ότι όλοι πρέπει να πηδήξετε από το πιο ψηλό κτίριο της πόλης με το κεφάλι κάτω, τι πρέπει να κάνω σε έτσι περίπτωση;», γεγονός που καταδεικνύει την γενικότερη στάση της απέναντι στους νόμους της Δημοκρατίας.

Για την μη επίσκεψη τους στο νοσοκομείο, η Κατηγορούμενη 1 πρόβαλε την θέση ότι παρά το γεγονός ότι η ίδια είχε πάθει κρίση άσθματος και η Κατηγορούμενη 2 πονούσε πολύ το πόδι της, δεν πήγαν στο νοσοκομείο επειδή δεν έχουν αυτοκίνητο και ούτε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το λεωφορείο επειδή δεν τις αφήνουν να μπουν μέσα χωρίς προστατευτικές μάσκες. Από την άλλη, όμως, η Κατηγορούμενη 1 ισχυρίστηκε -και παρουσίασε φωτογραφίες ως προς τούτο, ήτοι τα Τεκμήρια 19Α, 19Β, 19Γ και 19Δ- ότι νοσηλεύτηκε αρκετές φορές στο νοσοκομείο κατά τα έτη 2020 και 2021, όπου υπήρχαν σε ισχύ περιοριστικά μέτρα.

Αναφορικά με την μη παρουσίαση εγγράφων ταυτοποίησής τους στην Αστυνομία, η Κατηγορούμενη 1 ανέφερε ότι ξέχασε στο σπίτι της την κάρτα αλλοδαπού της. Και αυτή η θέση προκαλεί ερωτηματικά στο Δικαστήριο σε σχέση με την γνησιότητά της, καθώς η Κατηγορούμενη 1 θα πήγαινε στην τράπεζα για συναλλαγή, χωρίς έγγραφο ταυτοποίησής της; Επίσης, η Κατηγορούμενη 1 ανέφερε ότι όλα τα έγγραφα που είχε μαζί της και παρουσίασε στην Αστυνομία, δηλαδή τις ιατρικές βεβαιώσεις, Τεκμήρια 16 και 17, την τραπεζική κάρτα της και τραπεζική επιταγή που θα εξαργύρωνε, τα είχε στο κομοδίνο της, όπως και την κάρτα αλλοδαπού, αλλά όταν έφυγε από το σπίτι της τα πήρε όλα, εκτός από την κάρτα αλλοδαπού, χωρίς να δώσει κάποια πειστική εξήγηση.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η μαρτυρία της Κατηγορούμενης 1 κρίνεται ως αναξιόπιστη και απορρίπτεται στην ολότητά της.

Ούτε η Κατηγορούμενη 2 άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Εκτός του ότι υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις κατά την αντεξέτασή της, έδωσε και αυτή -όπως και η Κατηγορούμενη 1- την εικόνα προσώπου που αψηφά και δεν σέβεται τους νόμους και κανόνες της Δημοκρατίας, καθώς, επίσης, και τα όργανα τήρησης της τάξης.

Ενώ ανέφερε ότι διαφωνεί με τους κανονισμούς και περιοριστικά μέτρα για την πανδημία, στην γραπτή δήλωσή της, ανέφερε ότι προτού βγουν από το σπίτι τους, έστειλαν το απαραίτητο μήνυμα και φόρεσαν τις προστατευτικές μάσκες τους και οι δύο. Για την Κατηγορούμενη 1 ανέφερε ότι πέταξε την μάσκα της επειδή είχε σοβαρή κρίση άσθματος και μούσκεψε από την αναπνοή της, θέση η οποία αντίκειται με τα όσα ανέφερε η ίδια η Κατηγορούμενη 1. Στην αντεξέτασή της, ανέφερε ότι η ίδια ξέχασε να στείλει μήνυμα και την υπενθύμισε η Κατηγορούμενη 1 στα μισά του δρόμου και τότε έστειλε το μήνυμα.

Όταν, όμως, κλήθηκε να παρουσιάσει το εν λόγω μήνυμα στο Δικαστήριο, η Κατηγορούμενη 2 απάντησε ότι δεν το έχει επειδή άλλαξε κινητό τηλέφωνο και δεν γνώριζε ότι θα την κατηγορούσαν για την μη αποστολή μηνύματος, γεγονός το οποίο συγκρούεται με την γραπτή κατηγορία που της είχε γίνει από την Αστυνομία (βλ. Τεκμήρια 11 και 11Α). Όταν ήρθαν οι αστυνομικοί στο σημείο, η ίδια, παρά το ότι αντιλήφθηκε ότι ήταν αστυνομικοί, δεν προσπάθησε να συζητήσει μαζί τους, καθώς δεν γνωρίζει ελληνικά ή αγγλικά. Έλεγε, μάλιστα, στην Κατηγορούμενη 1 να μην μιλά μαζί τους στην αγγλική γλώσσα. Πρόδηλα, η Κατηγορούμενη 2 αντιλήφθηκε την παρουσία της Αστυνομίας και ηθελημένα δεν συνεργάστηκε, ενώ παραδέχθηκε ότι η Κατηγορούμενη 1 της εξήγησε τι ζητούσαν οι αστυνομικοί κατά τον επίδικο χρόνο. Παραδέχθηκε, επίσης, ότι έκανε βήματα προς τα πίσω με σκοπό να απομακρυνθεί από το μέρος. Αναφορικά με τον τραυματισμό της στο πόδι, ενώ ανέφερε ότι το πονούσε πολύ για μία εβδομάδα, προέβη σε γραπτή κατάθεση στην γλώσσα της ότι δεν επιθυμεί να εξεταστεί από ιατρό και δεν επισκέφθηκε ποτέ το νοσοκομείο για εξέταση ή περίθαλψη. Επιπρόσθετα, στην αντεξέτασή της ανέφερε πως δεν θυμόταν πως την χτύπησε ο αστυνομικός στο πόδι, ενώ παραδέχθηκε ότι δεν προέβη σε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του αστυνομικού που της χτύπησε. Οι ανωτέρω θέσεις και αντιφατική εκδοχή της δεν μπορούν να πείσουν το Δικαστήριο για την αλήθειά τους.

Ως εκ τούτου, η μαρτυρία της Κατηγορούμενης 2 κρίνεται ως αναξιόπιστη και απορρίπτεται.

5.     Ευρήματα Γεγονότων

Σύμφωνα με την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου και κρίθηκε ανωτέρω ως αξιόπιστη, προβαίνω στα κατωτέρω ευρήματα γεγονότων:

Στις 08.03.2021 και περί ώρα 09:15 οι Κατηγορούμενες βρίσκονταν έξω από το κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Λεωφόρο Μακαρίου στην Λάρνακα, χωρίς να φέρουν προστατευτική μάσκα στο πρόσωπό τους. Ο ΜΚ1, ο οποίος βρισκόταν σε μηχανοκίνητη περιπολία με τον Αρχιαστυφύλακα 1850, εντόπισε τις Κατηγορούμενες ως ανωτέρω, με αποτέλεσμα να κατέβουν από το υπηρεσιακό όχημα της Αστυνομίας και να τις πλησιάσουν. Αφού τις πληροφόρησαν στην αγγλική γλώσσα ότι όφειλαν να φέρουν προστατευτικές μάσκες, τους ζήτησαν να τους υποδείξουν τα μηνύματα που έστειλαν για να κυκλοφορήσουν σε συμμόρφωση με τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας. Οι Κατηγορούμενες, όμως, αντέδρασαν και αρνήθηκαν να δώσουν τα στοιχεία τους και άρχισαν να φωνάζουν μεγαλοφώνως στην μητρική γλώσσα τους. Αφού πληροφορήθηκαν στην αγγλική γλώσσα για τα αδικήματα που διέπραξαν, η Κατηγορούμενη 1 απάντησε «I dont give you anything». Στην συνέχεια κατέφθασαν στο μέρος οι ΜΚ2 και ΜΚ3 και η ΜΚ2 ζήτησε εκ νέου από τις Κατηγορούμενες τα προσωπικά στοιχεία τους, αλλά αυτές συνέχισαν να αρνούνται και να φωνάζουν μεγαλοφώνως στην μητρική γλώσσα τους, με αποτέλεσμα οι αστυνομικοί να προχωρήσουν στην σύλληψή τους. Επειδή η Κατηγορούμενη 1 άρχισε να τους βιντεογραφεί με το κινητό τηλέφωνό της, ο ΜΚ1 της άρπαξε το τηλέφωνο από το χέρι και η Κατηγορούμενη 1 αντέδρασε τραβώντας το δεξί χέρι του ΜΚ1 για να του πιάσει το τηλέφωνο και αντιστάθηκε στην σύλληψη και τοποθέτηση χειροπέδων από την ΜΚ2 σπρώχνοντας την τελευταία και προκαλώντας της γδαρσίματα στα χέρια. Η δε Κατηγορούμενη 2 επιχείρησε να απομακρυνθεί από το μέρος, με αποτέλεσμα να την ανακόψει ο ΜΚ3. Ακολούθως, τοποθετήθηκαν χειροπέδες στις Κατηγορούμενες, οι οποίες μεταφέρθηκαν στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων, με την συνοδεία των ΜΚ2 και ΜΚ3. Στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων κλήθηκε η διερμηνέας ΜΚ4 και παραδόθηκαν στις Κατηγορούμενες τα δικαιώματά τους, Τεκμήρια 14 και 15, στην μητρική γλώσσα τους. Επειδή η Κατηγορούμενη 2 επικαλέστηκε τραυματισμό, της δόθηκε έντυπο για να πάει να εξεταστεί από αρμόδιο ιατρό, ήτοι το Τεκμήριο 13, αλλά στην συνέχεια δήλωσε εγγράφως και στην μητρική γλώσσα της ότι δεν επιθυμεί να τύχει τέτοιας ιατρικής εξέτασης (βλ. Τεκμήρια 9 και 10). Επίσης, αμφότερες οι Κατηγορούμενες κατηγορήθηκαν γραπτώς για τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν και αρνήθηκαν την διάπραξη των αδικημάτων (βλ. Τεκμήρια 8, 8Α, 11 και 11Α).

6.     Νομική Πτυχή και Υπαγωγή των Γεγονότων σε Αυτή

Εφόσον οι Κατηγορούμενες αρνούνται την διάπραξη των αδικημάτων, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο τους πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, οι Κατηγορούμενες δεν υποχρεούνται να αποδείξουν ότι οι ισχυρισμοί τους είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.

Για σκοπούς συνοχής της παρούσας απόφασης, θα εξετάζονται ενιαία οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενες και αφορούν τα ίδια αδικήματα και με διαφορετική σειρά από αυτή που καταγράφονται στο κατηγορητήριο.

6η και 11η Κατηγορία

Οι ανωτέρω κατηγορίες βασίζονται στο Περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19) Διάταγμα (Αρ. 9) του 2021 (ΚΔΠ/93/2021), το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου (ΚΕΦ.260) (βλ. επίσης Στρατουράς ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 88/2022) ημερ. 08.04.2025).

Το ανωτέρω Διάταγμα τέθηκε σε ισχύ από 01.03.2021 μέχρι 15.03.2021 (βλ. παράγραφος 2.2 της ΚΔΠ/93/2021) και συνεπώς βρισκόταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο. Τυχόν παράβαση του Διατάγματος συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου 7 του Περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου (ΚΕΦ.260).

Εν σχέσει με τις κατηγορίες 6 και 11, η παράγραφος 2.2(α) της ΚΔΠ/93/2021 προνοεί τα εξής:

«Απαγορεύονται οι μετακινήσεις, εξαιρουμένων των ακολούθων περιπτώσεων:

[…] (iν) μετάβαση σε τράπεζα, στο μέτρο που δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική συναλλαγή, […]

Νοείται ότι, η χρήση της κατ’ εξαίρεση μετακίνησης προσώπων, πλην της υποπαραγράφου (i), περιορίζεται σε δύο φόρες την ημέρα, με εξασφάλιση άδειας μέσω της αποστολής μηνύματος SMS στον αριθμό 8998:

Νοείται περαιτέρω ότι, δύναται να γίνει χρήση και παρουσίαση έγγραφης δήλωσης κατ΄ εξαίρεση μετακίνησης με τη χρήση του εντύπου το οποίο επισυνάπτεται ως Παράρτημα ΙΙ, από πρόσωπα άνω των 65 ετών, υπό την προϋπόθεση ότι η κατ΄ εξαίρεση μετακίνησή τους δεν υπερβαίνει συνολικά τις δυο μετακινήσεις ημερησίως, καθώς και για μεταφορά ανηλίκου για σκοπούς δραστηριότητας, η οποία επιτρέπεται δυνάμει του παρόντος Διατάγματος, υπό την προϋπόθεση ότι προσκομίζεται αποδεικτικό στοιχείο της ημερομηνίας και ώρας δραστηριότητας […]»

Επιπρόσθετα, η παράγραφος 2.2(β) της ΚΔΠ/93/2021 θέτει τις ακόλουθες επιπρόσθετες υποχρεώσεις:

«Οι επιτρεπόμενες κατ΄ εξαίρεση μετακινήσεις, οι οποίες προνοούνται στην παράγραφο (α), υπόκεινται στους ακόλουθους όρους και προϋποθέσεις:

[…] (ii) όλα τα πρόσωπα φέρουν μαζί τους δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο, ως πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο, όταν αυτό ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές»

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά τον επίδικο χρόνο υφίστατο απαγόρευση μετακίνησης προσώπων ως μέτρο παρεμπόδισης για την εξάπλωση του ιού Covid-19. Οι Κατηγορούμενες επικαλέστηκαν την εξαίρεση της υποπαραγράφου (iv) ότι μετέβαιναν στην τράπεζα για να εξαργυρώσουν επιταγή. Η επίκληση αυτής της εξαίρεσης προϋποθέτει την εξασφάλιση άδειας μέσω της αποστολής μηνύματος SMS από κινητό τηλέφωνο σε συγκεκριμένο αριθμό. Επισημαίνεται σε αυτό το στάδιο ότι η Κατηγορούμενη 2 ανέφερε ότι γεννήθηκε στις [ ] και συνεπώς κατά τον επίδικο χρόνο στις 08.03.2021 δεν είχε συμπληρώσει το 65ο έτος ηλικίας της για να χρησιμοποιήσει το έντυπο που προνοείται στην ανωτέρω επιφύλαξη αντί της αποστολής μηνύματος.

Εφόσον δεν αμφισβητείται η μετακίνηση των Κατηγορουμένων, οι Κατηγορούμενες, οι οποίες επικαλούνται την ανωτέρω εξαίρεση για την μετακίνησή τους, έχουν το βάρος να αποδείξουν ότι εμπίπτουν σε αυτή την εξαίρεση (βλ. Hossain v Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 895). Συγκεκριμένα, όφειλαν να αποδείξουν ότι εξασφάλισαν πριν την μετακίνησή τους άδεια μέσω της αποστολής μηνύματος SMS. Περαιτέρω, εφόσον τους ζητήθηκε από την Αστυνομία να παρουσιάσουν ταυτότητα ή διαβατήριο, όφειλαν να το φέρουν μαζί τους για να εμπίπτουν στην εν λόγω εξαίρεση (βλ. παράγραφο 2.2(β)(ii) της ΚΔΠ/93/2021).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω ευρήματα του Δικαστηρίου, οι Κατηγορούμενες διακινούνταν στην Λεωφόρο Μακαρίου στην Λάρνακα. Όταν ανακόπηκαν από την Αστυνομία για έλεγχο, όχι μόνο δεν υπέδειξαν οποιαδήποτε άδεια που είχαν υποχρέωση να εξασφαλίσουν μέσω αποστολής μηνύματος SMS, αλλά αρνήθηκαν να το πράξουν. Δεν το έπραξαν ούτε μετά στον Αστυνομικό Σταθμό, αλλά και ούτε παρουσίασαν οτιδήποτε σχετικό στο Δικαστήριο. Αλλά ακόμα και να απέστειλαν τέτοιο μήνυμα και να έλαβαν άδεια για μετακίνηση, από την στιγμή που οι Κατηγορούμενες αρνήθηκαν να παρουσιάσουν έγγραφο ταυτότητας τους στην Αστυνομία, όταν τους ζητήθηκε από τους ΜΚ1 και ΜΚ2, δεν εκπλήρωσαν τους όρους της εξαίρεσης για την μετακίνηση τους (βλ. παράγραφο 2.2(β)(ii) της ΚΔΠ/93/2021 ανωτέρω). Ενόψει των ανωτέρω, οι Κατηγορούμενες δεν έχουν πείσει το Δικαστήριο ότι εμπίπτουν στην ανωτέρω εξαίρεση της ΚΔΠ/93/2021. Αντιθέτως, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία που προσφέρθηκε, η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 6 και 11 από τις Κατηγορούμενες 1 και 2 αντίστοιχα.

5η και 10η Κατηγορία

Σχετική με τις ανωτέρω κατηγορίες είναι η παράγραφος 2.8 της ΚΔΠ/93/2021, η οποία προνοεί τα εξής:

«Η χρήση προστατευτικής μάσκας προσώπου είναι υποχρεωτική για όλα τα πρόσωπα δώδεκα ετών και άνω, σε εσωτερικούς χώρους όπου υπάρχουν περισσότερα του ενός προσώπων και σε εξωτερικούς χώρους όπου βρίσκονται ή/και διακινούνται δύο πρόσωπα και άνω και εξαιρουμένων των περιπτώσεων που καθορίζονται με κατευθυντήριες οδηγίες, οι οποίες εκδίδονται από το Υπουργείο Υγείας»

Στην παρούσα περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι οι Κατηγορούμενες, ηλικίας άνω των 12 ετών, δεν έφεραν προστατευτικές μάσκες κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο. Ούτε αμφισβητείται ότι υπήρχαν και άλλα πρόσωπα παρόντα έξω από το κατάστημα της τράπεζας, αφού και οι ίδιες οι Κατηγορούμενες αναφέρθηκαν ότι υπήρχαν στο μέρος και άλλα πρόσωπα, με τα οποία, μάλιστα, είχαν συνομιλήσει.

Εκείνο που επικαλείται ουσιαστικά η Υπεράσπιση είναι την κατάσταση ανάγκης, στην οποία περιήλθαν οι Κατηγορούμενες, παραπέμποντας στο άρθρο 17 του Περί Ποινικού Κώδικα (ΚΕΦ.154). Σύμφωνα με την απόφαση Kopsinis v Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 77/2022) ημερ. 30.01.2025, για την επίκληση της υπεράσπισης της ανάγκης (necessity), οι Κατηγορούμενες έχουν το αποδεικτικό βάρος να προσκομίσουν μαρτυρία η οποία «τείνει να υποστηρίξει την ύπαρξη ανάγκης», ενώ το νομικό βάρος εξακολουθεί να παραμένει στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής για να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι Κατηγορούμενες δεν ενήργησαν υπό συνθήκες ανάγκης.

Αρχίζοντας από την Κατηγορούμενη 2, η μαρτυρία της, και συνεπώς η εκδοχή της, ότι έσπασε ή σκίστηκε η προστατευτική μάσκα που φορούσε απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Κατηγορούμενη 2 θα μπορούσε να προμηθευτεί άλλη προστατευτική μάσκα ή να επιστρέψει στο σπίτι της. Αντί τούτου, συνέχισε την πορεία της προς την τράπεζα χωρίς να φέρει προστατευτική μάσκα. Συνεπώς, δεν θεωρώ ότι η Κατηγορούμενη 2 απέσεισε το αποδεικτικό βάρος για την επίκληση της υπεράσπισης της ανάγκης (necessity), ή έστω της αδυναμίας (impossibility).

Όσον αφορά την Κατηγορούμενη 1, παρουσίασε σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις προς επίκληση της υπεράσπισης της ανάγκης και ισχυρίστηκε ότι παθαίνει κρίσεις άσθματος όταν φέρει προστατευτική μάσκα. Αρχίζοντας από το Τεκμήριο 16, το οποίο φέρει ημερομηνία 04.08.2017 και είναι υπογεγραμμένο από Δερματολόγο-Αφροδισιολόγο, αναφέρει ότι η Κατηγορούμενη 1 πάσχει από αλλεργική δερματίτιδα και «συνίσταται αποφυγή επαφής με σκόνη, χημικά, χόρτα και λουλούδια». Το Τεκμήριο 17, το οποίο φέρει ημερομηνία 07.12.2022, και η 2η φωτογραφία του Τεκμηρίου 18, το οποίο φέρει ημερομηνία 23.02.2018, αμφότερα υπογεγραμμένα από την ιατρό Δρ. Μ.Γ., αναφέρουν ότι η Κατηγορούμενη πάσχει από άσθμα, αλλεργίες, δερματίτιδα και υπέρταση και λαμβάνει σχετική θεραπεία και «συνίσταται αποφυγή από σκόνη, χημικά, χόρτα και λουλούδια». Το Τεκμήριο 21, το οποίο επίσης φέρει υπογραφή και σφραγίδα της Δρ. Μ.Γ., αναφέρει ότι η Κατηγορούμενη διαγνώστηκε με άσθμα από το 2013 και δερματίτιδα από το 1980. Οι δε φωτογραφίες, Τεκμήρια 19Α έως 19Δ, απεικονίζουν την Κατηγορούμενη 1 να βρίσκεται σε νοσηλεία με μάσκα οξυγόνου και υπό ενδοφλέβια αγωγή. Κανένα, όμως, από τα ανωτέρω τεκμήρια κάνουν αναφορά σε χρήση ή μη προστατευτικής μάσκας και συνεπώς το περιεχόμενό τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σχετικό. Ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε βεβαίωση που να συσχετίζει τις προηγούμενες νοσηλείες της Κατηγορούμενης 1 με την χρήση προστατευτικής μάσκας. Η δε θέση της Κατηγορούμενης 1 ότι δεν της έδιναν στο νοσοκομείο σχετική βεβαίωση για εξαίρεση της από την χρήση προστατευτικής μάσκας διαψεύδει τους ίδιους τους ισχυρισμούς της περί ανάγκης για μη χρήση προστατευτικής μάσκας.

Επιπρόσθετα, υπενθυμίζω ότι η ίδια η Κατηγορούμενη 1 ισχυρίστηκε ότι κατά τον επίδικο χρόνο και όταν έφυγε από το σπίτι της έφερε προστατευτική μάσκα, αλλά την έβγαλε επειδή είχε βραχεί από την πρωινή βροχή της 08.03.2021, και όχι λόγω της κατάστασης της υγείας της. Συνεπώς, η ίδια η Κατηγορούμενη 1 κατέρριψε και αποδόμησε την υπεράσπιση της περί ανάγκης για μη χρήση προστατευτικής μάσκας.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι καμία εκ των Κατηγορουμένων περιήλθε σε κατάσταση ανάγκης ή αδυναμίας σε σχέση με την χρήση προστατευτικής μάσκας κατά τον επίδικο χρόνο. Ως εκ τούτου, η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη των αδικημάτων των  κατηγοριών 5 και 10 από τις Κατηγορούμενες 1 και 2 αντίστοιχα.

4η και 9η Κατηγορία

Η νομική βάση των ανωτέρω κατηγοριών είναι το άρθρο 28 του Περί Αστυνομίας Νόμου (Ν.73(Ι)/2004). Τα αδικήματα που προβλέπονται στην ανωτέρω νομοθετική διάταξη είναι μόνο αυτά του άρθρου 28(3) του Ν.73(Ι)/2004, το οποίο προνοεί τα εξής:

«Πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιοδήποτε λογικό σήμα μέλους της Αστυνομίας, που τον καλεί να σταματήσει οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο βάσει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, ή το οποίο παρεμποδίζει οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του που ασκείται βάσει των διατάξεων του εδαφίου αυτού, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές…»

Η ανωτέρω διάταξη προβλέπει δύο ξεχωριστά ποινικά αδικήματα. Πρόδηλα, η παρούσα περίπτωση αφορά το δεύτερο αδίκημα, ήτοι αυτό της παρεμπόδισης μέλους της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του που ασκείται με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1). Ανάμεσα στα καθήκοντα και εξουσίες που παρέχονται σε μέλος της Αστυνομίας δυνάμει του άρθρου 28(1) είναι «να ανακόπτει, κατακρατά και ερευνά οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι ενέχεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου και ιδιαίτερα όταν- (i) το βλέπει να προβαίνει σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια».

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 4 και 9, οι Κατηγορούμενες κατηγορούνται ότι αρνήθηκαν να δώσουν τα προσωπικά τους στοιχεία σε μέλος της Αστυνομίας, το οποίο τους τα είχε ζητήσει. Συνεπώς, η παρεμπόδιση των αστυνομικών εδράζεται στην άρνηση των Κατηγορουμένων να παράσχουν τα προσωπικά στοιχεία τους. Ενόψει των ανωτέρω, η Κατηγορούσα Αρχή οφείλει να αποδείξει ότι (α) τα μέλη της Αστυνομίας είχαν εύλογη υποψία ότι οι Κατηγορούμενες διέπραξαν αδίκημα, (β) τις είδαν να προβαίνουν σε παράνομη πράξη ή ενέργεια, και (γ) στην προσπάθεια τους να ανακόψουν, κατακρατήσουν και ερευνήσουν τις Κατηγορούμενες, παρεμποδίστηκαν να το πράξουν από τις τελευταίες.

Αρχίζοντας από τα (α) και (β), αποτέλεσε ήδη εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Κατηγορούμενες δεν έφεραν προστατευτική μάσκα, κατά παράβαση της ΚΔΠ/93/2021, γεγονός το οποίο είδαν οι ΜΚ1 και ΜΚ2 και συνιστά αδίκημα δυνάμει του άρθρου 7 του Περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου (ΚΕΦ.260).

Όσον αφορά το (γ), αποτέλεσε, επίσης, εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Κατηγορούμενες δεν συνεργάστηκαν, αρνούμενες να δώσουν τα προσωπικά στοιχεία τους ή να παρουσιάσουν τυχόν άδεια που εξασφάλισαν μέσω αποστολή μηνύματος SMS για την μετακίνησή τους στην τράπεζα. Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι η συμπεριφορά των Κατηγορουμένων να μην δώσουν τα προσωπικά στοιχεία τους και παρουσιάσουν έγγραφο ταυτοποίησής τους συνιστά παρεμπόδιση των ΜΚ1 και ΜΚ2 κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του άρθρου 28(1) του Ν.73(Ι)/2004. Συνεπώς, η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 4 και 9 από τις Κατηγορούμενες 1 και 2 αντίστοιχα.

Νομιμότητα Σύλληψης Κατηγορουμένων

Προτού προχωρήσω στις υπόλοιπες κατηγορίες, θεωρώ ορθότερο όπως εξετάσω πρωτίστως την βασική γραμμή υπεράσπισης των Κατηγορουμένων στις κατηγορίες 1, 2, 3, 7 και 8 ότι η σύλληψη τους έξω από το κατάστημα της τράπεζας ήταν παράνομη και κατά παράβαση του άρθρου 11 του Συντάγματος. Και τούτο επειδή σε περίπτωση που κριθεί ότι ήταν παράνομη, οι Κατηγορούμενες έχουν το δικαίωμα (και υπεράσπιση) σε αυτοάμυνα και αντίσταση στην παράνομη σύλληψη, νοουμένου, βέβαια, ότι ασκείται ανάλογα προς τις ενέργειες των αστυνομικών (βλ. Ευθυμίου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 55/2016) ημερ. 24.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B443 και Φωτίου ν Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 611). Συγκεκριμένα, η Υπεράσπιση επικαλείται ότι (α) οι Κατηγορούμενες δεν ενημερώθηκαν σε καταληπτή γλώσσα για τους λόγους σύλληψής τους και (β) ασκήθηκε βία από τον ΜΚ3 εναντίον της Κατηγορούμενης 2.

Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι ενόψει των ανωτέρω ευρημάτων του Δικαστηρίου, οι παρόντες αστυνομικοί είχαν εξουσία να συλλάβουν τις Κατηγορούμενες, καθώς αυτές παραβίαζαν τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία Covid-19 και η παράβαση τιμωρείται και με ποινή φυλάκισης (βλ. άρθρο 14(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155)) και αρνούνταν να δώσουν τα προσωπικά στοιχεία τους (βλ. άρθρο 14(1)(ια) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155) και άρθρο 28(2) του Περί Αστυνομίας Νόμου (Ν.73(Ι)/2004), καθώς επίσης και την απόφαση Kabbara ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 177).

Αναφορικά με την πληροφόρηση των λόγων σύλληψης, το άρθρο 11.4 του Συντάγματος προνοεί τα εξής:

«Πας συλλαμβανόμενος πληροφορείται κατά την στιγμήν της συλλήψεως αυτού εις καταληπτήν υπ’ αυτού γλώσσαν τους λόγους της συλλήψεως αυτού και δικαιούται να τύχη των υπηρεσιών συνηγόρου της εκλογής αυτού.»

Η φράση «κατά την στιγμήν της συλλήψεως αυτού» θα πρέπει να ιδωθεί και ερμηνευθεί υπό το φως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο, μάλιστα, υπερέχει του Συντάγματος (βλ. άρθρο 1Α του Συντάγματος).

Αρχίζοντας από το άρθρο 5.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αυτό προνοεί τα εξής σχετικά:

“Everyone who is arrested shall be informed promptly, in a language which he understands, of the reasons for his arrest and of any charge against him.”

Παρόμοια φρασεολογία προνοεί και το άρθρο 3(1) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, ήτοι:

“Member States shall ensure that suspects or accused persons are provided promptly with information concerning at least the following procedural rights, as they apply under national law, in order to allow for those rights to be exercised effectively:

[…]

(c) the right to be informed of the accusation, in accordance with Article 6

Το δε άρθρο 6(2) της Οδηγίας 2012/13 αναφέρεται στους λόγους σύλληψης ενός υπόπτου.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) ερμήνευσε την ανωτέρω πρόνοια του άρθρου 5(2) της ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα την φράση promptly (στην ελληνική μετάφραση της ΕΣΔΑ αναφέρεται ως «το συντομότερο δυνατό») στην απόφαση Ghiurau v Romania (Application No. 55421/10) ημερ. 20.11.2012, όπου ανέφερε τα εξής σχετικά:

95. The Court reiterates that paragraph 2 of Article 5 contains the elementary safeguard that any person arrested should know why he is being deprived of his liberty. This provision is an integral part of the scheme of protection afforded by Article 5: by virtue of paragraph 2 any person arrested must be told, in simple, non-technical language that he can understand, the essential legal and factual grounds for his arrest, so as to be able, if he sees fit, to apply to a court to challenge its lawfulness in accordance with paragraph 4. Whilst this information must be conveyed “promptly”, it need not be related in its entirety by the arresting officer at the very moment of the arrest. Whether the content and promptness of the information conveyed were sufficient is to be assessed in each case according to its particular features (see, mutatis mutandis, Murray v. the United Kingdom, 28 October 1994, § 72, Series A no. 300‑A). […]

97. The Court reiterates that a person must be informed at or soon after the time of arrest, or be able to deduce the reasons of arrest from the questioning or the circumstances within a few hours of arrest. Having regard to its case-law (see in particular Fox, Campbell and Hartley v. the United Kingdom, 30 August 1990, §§ 41-43, Series A no. 182, where an interval of up to seven hours between the arrests and the giving of all the information were found to meet the requirement of promptness and Čonka v. Belgium, no. 51564/99, §§ 51-53, ECHR 2002‑I where no violation was found when broad reasons for detention were given upon detention and written reasons supplied two days later) the Court considers that in the context of the present case an interval of eight hours cannot be regarded as falling outside the time constraints imposed by the notion of promptness in Article 5 § 2. Moreover, the Court considers that the reasons for the applicant’s deprivation of liberty were sufficiently brought to his attention during his interview.”

Παρόμοια λέχθηκαν και στις αποφάσεις M.A. v Cyprus (Application No. 41872/10) ημερ. 23.07.2013 (παρα. 227-228) και Egmez v Cyprus (Application No. 30873/96) ημερ. 21.12.2000 (παρα. 84-86).

Την ίδια προσέγγιση υιοθέτησε και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) σε σχέση με την ερμηνεία της φράσης promptly στην Οδηγία 2012/13/ΕΕ (στην ελληνική μετάφραση της Οδηγίας αναφέρεται ως «άμεση»). Στην πρόσφατη απόφαση Case C-608/21 XN (ECLI:EU:C:2023:426) ημερ. 25.05.2023, το ΔΕΕ υιοθετώντας την νομολογία του ΕΔΑΔ αναφορικά με το άρθρο 5(2) της ΕΣΔΑ, ανέφερε τα εξής:

54. Therefore, it is important that the detention order or documents other than the detention order which contain the necessary information on the reasons for the arrest or detention are communicated to the arrested or detained persons as soon as possible. The precise time of that communication may, however, be determined according to the specific circumstances surrounding the deprivation of liberty.

55. Such an interpretation of Article 6(2) of Directive 2012/13 is supported by the case-law of the European Court of Human Rights relating to Article 5 ECHR, which is expressly referred to in recital 14 of Directive 2012/13. Indeed, that court has already ruled that anyone entitled to take proceedings to have the lawfulness of his or her detention speedily decided cannot make effective use of that right unless he or she is promptly and adequately informed of the reasons relied on to deprive him or her of their liberty (ECtHR, 12 April 2005, Shamayev and Others v. Georgia and Russia, CE:ECHR:2005:0412JUD003637802, § 413).

56. Furthermore, that court held that paragraph 2 of Article 5 ECHR contains the basic guarantee that anyone arrested should know the reasons for his or her arrest. As part of the system of protection offered by that article, paragraph 2 thereof requires that such a person be informed, in simple and non-technical language that he or she can understand, of the legal and factual grounds for his or her arrest so that he or she can challenge its lawfulness before a court under paragraph 4 of that article. Whilst that information must be conveyed ‘promptly’, it need not be related in its entirety by the arresting officers at the very moment of the arrest. Whether the content and promptness of the information conveyed have been sufficient is to be assessed in each case according to its special features (ECtHR, 15 December 2016, Khlaifia and Others v. Italy, CE:ECHR:2016:1215JUD001648312, § 115)”

Ενόψει των ανωτέρω, η πληροφόρηση των λόγων σύλληψης δεν είναι αναγκαίο να λαμβάνει χώρα επί τόπου και την συγκεκριμένη στιγμή του περιορισμού της ελευθερίας του συλληφθέντα, αλλά το συντομότερο δυνατό υπό τις περιστάσεις.

Επιπρόσθετα, το άρθρο 7(2) του Περί των Δικαιωμάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμου (Ν.163(I)/2005), ο οποίος, σύμφωνα με το προοίμιό του, τέθηκε σε ισχύ για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2012/13/ΕΕ, προνοεί τα εξής σχετικά:

«Σε περίπτωση που διενεργείται  σύλληψη εκτός αστυνομικού σταθμού και το μέλος της Αστυνομίας που τη διενεργεί δε γνωρίζει γλώσσα που να είναι καταληπτή στο συλληφθέντα ή στα άλλα σχετικά πρόσωπα, για να προβεί στην πληροφόρηση ή ενημέρωση που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ή δεν έχει τα αναγκαία μέσα, για να πράξει αυτό εκτός σταθμού, οφείλει αμέσως μετά την εισδοχή στο σταθμό να ενημερώσει για το γεγονός τον υπεύθυνο των ανακρίσεων σε σχέση με τις οποίες διενεργήθηκε η σύλληψη και ο τελευταίος υποχρεούται να προβεί αμέσως και, εν πάση περιπτώσει, προτού αρχίσει η ανάκριση του συλληφθέντος, σε όλες τις διευθετήσεις που είναι αναγκαίες για την εν λόγω πληροφόρηση ή ενημέρωση και να προβεί  ακολούθως ο ίδιος σ’ αυτή

Παρόμοια προνοεί και το άρθρο 13 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155), το οποίο, επίσης, τροποποιήθηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2012/13/ΕΕ (βλ. προοίμιο Τροποποιητικού Νόμου 186(Ι)/2014):

«Όποιος συλλαμβάνεται, είτε με ένταλμα είτε χωρίς ένταλμα, πρέπει να μεταφέρεται με κάθε εύλογη σπουδή σε αστυνομικό σταθμό ή άλλο τόπο παραλαβής συλληφθέντων και, χωρίς καθυστέρηση να πληροφορείται σε κατανοητή από αυτόν γλώσσα για τους λόγους της σύλληψής του, περιλαμβανομένης της αξιόποινης πράξης την οποία φέρεται ή κατηγορείται ότι διέπραξε.»

Εφαρμόζοντας όλα τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η πληροφόρηση για τους λόγους σύλληψης θα μπορούσε να γίνει και στον Αστυνομικό Σταθμό, όπου μεταφέρθηκαν μετά οι Κατηγορούμενες και είχαν υπηρεσίες διερμηνέα. Σύμφωνα δε με την έγγραφη μαρτυρία που προσφέρθηκε, οι Κατηγορούμενες πληροφορήθηκαν τους λόγους σύλληψης τους και κατηγορήθηκαν γραπτώς για τα παρόντα αδικήματα στην μητρική γλώσσα τους περίπου 3 ώρες μετά την σύλληψη τους έξω από την τράπεζα. Επομένως, ακόμα και αν η Κατηγορούμενη 2 δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα ή η Κατηγορούμενη 1 δεν την αντιλαμβανόταν πλήρως, το γεγονός ότι οι Κατηγορούμενες πληροφορήθηκαν τους λόγους σύλληψης τους μετά στον Αστυνομικό Σταθμό στην μητρική γλώσσα τους, άρει οποιαδήποτε αμφιβολία εν σχέσει με την νομιμότητα της σύλληψής τους.

Αναφορικά με την χρήση βίας από τον ΜΚ3 εναντίον της Κατηγορούμενης 2, το Δικαστήριο έχει απορρίψει τον εν λόγω ισχυρισμό και μαρτυρία της Κατηγορούμενης 2 και ως εκ τούτου κρίνεται αβάσιμος σε σχέση με την νομιμότητα της σύλληψης της τελευταίας.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι η σύλληψη των Κατηγορουμένων ήταν νόμιμη.

1η, 2η και 7η Κατηγορία

Οι ανωτέρω κατηγορίες σχετίζονται με το άρθρο 244(β) του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΚΕΦ.154), το οποίο προνοεί τα εξής:

«Όποιος- […] (β) επιτίθεται ή αντιστέκεται ή εσκεμμένα παρεμποδίζει όργανο τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντος του ή άλλο που παρέχει συνδρομή σε τέτοιο όργανο τήρησης της τάξης […] είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων».

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων των κατηγοριών 1, 3 και 7, οι Κατηγορούμενες κατηγορούνται ότι επιτέθηκαν σε όργανα τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων τους. Συγκεκριμένα, η 1η και 2η κατηγορία αφορά επίθεση της Κατηγορούμενης 1 εναντίον των ΜΚ1 και ΜΚ2 αντίστοιχα και η 7η κατηγορία αφορά επίθεση της Κατηγορούμενης 2 στον ΜΚ3. Συνεπώς, η Κατηγορούσα Αρχή οφείλει να αποδείξει, σε κάθε μία από τις ανωτέρω κατηγορίες, ότι (α) οι Κατηγορούμενες επιτέθηκαν, (β) σε όργανο τήρησης της τάξης και (γ) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του εν λόγω οργάνου.

Αναφορικά με το (β) ανωτέρω, δεν αμφισβητείται ότι οι ΜΚ1, ΜΚ2 και ΜΚ3 είναι μέλη της Αστυνομίας και συνεπώς όργανα τήρησης της τάξης. Επίσης, εφόσον το Δικαστήριο κατέληξε ανωτέρω ότι η σύλληψη των Κατηγορουμένων ήταν νόμιμη, κρίνω ότι συνυπάρχει και το τρίτο συστατικό στοιχείο.

Όσον αφορά την επίθεση, αν και δεν είναι απαραίτητη η φυσική επαφή για την στοιχειοθέτησή της (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 754 και Πετρόπουλος ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574), στην παρούσα περίπτωση υπήρξε φυσική επαφή μεταξύ της Κατηγορούμενης 1 και των ΜΚ1 και ΜΚ2. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, κατά τον χρόνο της σύλληψης της, η Κατηγορούμενη 1 έσπρωξε το χέρι του ΜΚ1 και τράβηξε τα χέρια της ΜΚ2 όταν η τελευταία προσπαθούσε να της τοποθετήσει χειροπέδες, με αποτέλεσμα, μάλιστα, να προκληθούν και γδαρσίματα στα χέρια της ΜΚ2. Οι ανωτέρω πράξεις της Κατηγορούμενης συνιστούν πρόδηλα επίθεση εναντίον των ΜΚ1 και ΜΚ2.

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 1 και 2 από την Κατηγορούμενη 1.

Όσον αφορά την Κατηγορούμενη 2, όμως, και την επίθεση που της καταλογίζεται στον ΜΚ3, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία του ΜΚ3 για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Δεν προκύπτει από την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου ότι η Κατηγορούμενη 2 επιτέθηκε στον ΜΚ3. Το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη 2 έκαμε κάποια βήματα προς τα πίσω και προσπάθησε να απομακρυνθεί από το σημείο δεν μπορεί να συνιστά επίθεση.

Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος της 7ης κατηγορίας από την Κατηγορούμενη 2.

3η και 8η Κατηγορία

Σχετικό με τις ανωτέρω κατηγορίες είναι το άρθρο 244(α) του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΚΕΦ.154), το οποίο προνοεί τα εξής:

«Όποιος- […] (α) επιτίθεται εναντίον άλλου με σκοπό διάπραξης κακουργήματος ή αντίστασης ή ματαίωσης της νόμιμης σύλληψης ή κράτησης του εαυτού του ή άλλου για κάποιο ποινικό αδίκημα […] είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων».

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των ανωτέρω αδικημάτων στο κατηγορητήριο, οι Κατηγορούμενες αντιστάθηκαν, η κάθε μία στην δική της νόμιμη σύλληψη. Συνεπώς, η Κατηγορούσα Αρχή οφείλει να αποδείξει, σε κάθε μία από τις ανωτέρω κατηγορίες, ότι (α) οι Κατηγορούμενες επιτέθηκαν, (β) με σκοπό την αντίσταση ή ματαίωση της σύλληψής τους (βλ. επίσης Torkian v Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 178/2020) ημερ. 19.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B463).

Ως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, η Κατηγορούμενη 1 επιτέθηκε στην ΜΚ2 κατά τον χρόνο που η τελευταία επιχειρούσε να της τοποθετήσει χειροπέδες. Ως εκ τούτου, η εν λόγω επίθεση της Κατηγορούμενης αποσκοπούσε στην αντίσταση κατά την σύλληψη και κράτηση της. Από την άλλη, όμως, όσον αφορά την Κατηγορούμενη 2, για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν σε σχέση με την 7η κατηγορία, δεν τέθηκε αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον μου ότι επιτέθηκε στον ΜΚ3 και ως εκ τούτου δεν αποδείχθηκε το εν λόγω συστατικό στοιχείο.

Ενόψει των ανωτέρω, η Κατηγορούσα Αρχή, ενώ απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος της 3ης κατηγορίας από την Κατηγορούμενη 1, απέτυχε να το πράξει σε σχέση με την 8η κατηγορία που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη 2.

12η Κατηγορία

Σε σχέση με την 12η κατηγορία, σχετικό είναι το άρθρο 95 του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΚΕΦ.154), το οποίο προνοεί τα εξής:

«Όποιος χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί θόρυβο ή ταραχή σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών.»

Για την στοιχειοθέτηση του ανωτέρω αδικήματος, η Κατηγορούσα Αρχή οφείλει να αποδείξει ότι οι Κατηγορούμενες (α) προκάλεσαν θόρυβο ή ταραχή (β) χωρίς εύλογη αιτία (γ) σε δημόσιο χώρο και (δ) με τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης.

Το γεγονός ότι το περιστατικό έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο δεν αμφισβητείται, όπως, επίσης, και το γεγονός ότι υπήρχαν και άλλα τρίτα πρόσωπα παρόντα έξω από το κατάστημα της τράπεζας. Σύμφωνα δε με την αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2, οι Κατηγορούμενες φώναζαν στην μητρική τους γλώσσα κατά την προσπάθεια των αστυνομικών να ελέγξουν τα στοιχεία τους και στην συνέχεια να τις συλλάβουν. Συνεπώς, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι προκάλεσαν θόρυβο και ταραχή χωρίς εύλογη αιτία που προκάλεσε ανησυχία στους περιοίκους και διασάλευση της ειρήνης. Αυτή η συμπεριφορά τους, μάλιστα, ανάγκασε τον ΜΚ1 να ζητήσει ενισχύσεις και ήρθαν στο μέρος ακόμα δύο αστυνομικοί, ήτοι οι ΜΚ2 και ΜΚ3. Υπενθυμίζω, μάλιστα, ότι υπήρχαν σε ισχύ περιοριστικά μέτρα για την πανδημία του ιού Covid-19, όπου όλα τα πρόσωπα που διακινούνταν όφειλαν να το πράττουν με προσοχή τηρώντας όλα τα σχετικά μέτρα και οδηγίες για την ασφάλεια των ιδίων και των γύρω τους.

Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος της 12ης κατηγορίας από αμφότερες τις Κατηγορούμενες.

7.     Κατάληξη

Για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, η Κατηγορούμενη 1 κρίνεται ένοχη σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, ήτοι στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 12, ενώ η Κατηγορούμενη 2 κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες 9, 10, 11 και 12 και αθωώνεται και απαλλάσσεται από την 7η και 8η κατηγορία που αντιμετωπίζει.

                                                                      (Υπ.).....................................

                                                                               Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο