ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΑΠΠΕΛΛΟΣ, Αρ. Υπόθεσης: 15731/2024, 30/6/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΑΠΠΕΛΛΟΣ, Αρ. Υπόθεσης: 15731/2024, 30/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 15731/2024

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

 

ν

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΑΠΠΕΛΛΟΣ

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 30.06.2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γιώργος Σταύρου

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Αντώνης Τερέντης

Κατηγορούμενος παρών.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

1.     Εισαγωγή

Η παρούσα υπόθεση αφορά το αδίκημα της υπέρβασης ορίου ταχύτητας, ως καταγράφηκε η ταχύτητα του οχήματος από συσκευή φωτοεπισήμανσης.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο ημερ. 01.11.2024, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 09.04.2023 οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα του (εφεξής καλούμενου ως «το Όχημα Α») στην Λεωφόρο Γρίβα Διγενή στην Λάρνακα με ταχύτητα 68ΧΑΩ αντί 50ΧΑΩ που είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στον ανωτέρω δρόμο.

2.     Η Μαρτυρία

Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε δύο μάρτυρες για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι την Αστυφύλακα 2136 (ΜΚ1) και τον χειριστή της συσκευής φωτοεπισήμανσης (ΜΚ2). Αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, τον κάλεσε σε απολογία και ο Κατηγορούμενος επέλεξε να δώσει ενόρκως μαρτυρία, ενώ δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης. Η όλη μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και κατωτέρω παραθέτω τα κύρια σημεία της.

Η ΜΚ1 υπηρετεί στο Τμήμα Τροχαίας και είναι τοποθετημένη στον Κλάδο Φωτοεπισήμανσης και Διαχείρισης Εξώδικων Καταγγελιών. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, την κατάθεση της, Τεκμήριο 1, σύμφωνα με την οποία, αφού έλεγξε την επίδικη τροχαία παράβαση που καταγράφηκε στο σύστημα φωτοεπισήμανσης σε σχέση με το Όχημα Α και διαπίστωσε την ορθότητά των δεδομένων, εξέδωσε εξώδικο προς τον Κατηγορούμενο, ήτοι το Τεκμήριο 2. Συγκεκριμένα, έλεγξε την καταγραφή της τροχαίας παράβασης στο σύστημα φωτοεπισήμανσης, ως αυτή φαίνεται στα Τεκμήρια 4 και 5, όπου καταγράφονται τα στοιχεία του αδικήματος, η τοποθεσία, η ημερομηνία και ώρα της παράβασης, τα στοιχεία του Οχήματος Α, τα στοιχεία του Κατηγορούμενου ως ιδιοκτήτη του Οχήματος Α και φωτογραφία του Οχήματος Α κατά τον χρόνο της παράβασης. Το εξώδικο, Τεκμήριο 2, φέρει ημερομηνία 29.05.2023 και απευθύνεται προς τον Κατηγορούμενο, πληροφορώντας τον για το αδίκημα που διέπραξε, ήτοι αυτό της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας, και πως μπορεί να πληρώσει το ποσό του εξωδίκου. Το Τεκμήριο 2 παραλήφθηκε προσωπικά από τον Κατηγορούμενο στις 14.06.2023 μέσω ταχυδρομείου (βλ. Τεκμήρια 3Α και 3Β). Κατέθεσε, επίσης, το πιστοποιητικό εγκυρότητας και καλής λειτουργίας της επίδικης συσκευής φωτοεπισήμανσης κατά τον επίδικο χρόνο, Τεκμήριο 6, και τις φωτογραφίες που λήφθηκαν από την συσκευή φωτοεπισήμανσης, Τεκμήρια 7 και 8.

Στην αντεξέτασή της, η ΜΚ1 ανέφερε ότι η ίδια δεν επισκέφθηκε ποτέ το επίδικο σημείο που βρισκόταν η συσκευή φωτοεπισήμανσης και καταγράφηκε η ταχύτητα του Οχήματος Α, τροχαία παράβαση, αλλά υπάρχουν οι ακριβείς συντεταγμένες που βρίσκεται η συσκευή και αυτές καθορίζονται από την Αστυνομία. Η ίδια, όμως, δεν γνώριζε αν υπήρχαν κατά τον επίδικο χρόνο πινακίδες για το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στον επίδικο δρόμο. Εκείνο το οποίο γνώριζε για το ανώτατο όριο ταχύτητας ήταν ότι «Σύμφωνα με το σύστημα ήταν 50ΧΑΩ στο σημείο που καταγράφηκε ο παραβάτης». Εφόσον δε τα σημεία που τοποθετούνται οι συσκευές φωτοεπισήμανσης είναι καθορισμένα από την Τροχαία Λάρνακας, σημαίνει ότι το καθορισθέν όριο είναι αυτό που αναγράφεται στο σύστημα, ήτοι 50ΧΑΩ.

Ο ΜΚ2 εργάζεται ως υπάλληλος στην εταιρεία Brinks Cyprus (Private Security Services) Ltd και είναι εγκεκριμένος χειριστής φορητής κάμερας φωτοεπισήμανσης, μετά από έγκριση του λειτουργού φωτοεπισήμανσης. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, την κατάθεση του, Τεκμήριο 9, και παρουσίασε, ως Τεκμήριο 10, το έντυπο του Τμήματος Τροχαίας της Αστυνομίας για το σύστημα φωτοεπισήμανσης, το οποίο συμπλήρωσε ο ίδιος. Σύμφωνα με τα ανωτέρω τεκμήρια, ο ΜΚ2 στις 09.04.2023 και περί ώρα 12:15 μετέβηκε με όχημα της εταιρείας Brinks στην Λεωφόρο Γρίβα Διγενή στην Λάρνακα και συγκεκριμένα στις συντεταγμένες 34.926249, 33.606926. Στο εν λόγω όχημα υπάρχει εγκατεστημένη σταθερή βάση, στην οποία τοποθετήθηκε η συσκευή φωτοεπισήμανσης με σειριακό αριθμό PS962995, η οποία είναι ενωμένη με φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, ο οποίος, με την σειρά του, είναι συνδεδεμένος με το διαδίκτυο. Αφού τα έθεσε σε λειτουργία, έλεγξε ότι η συσκευή φωτοεπισήμανσης λειτουργεί κανονικά και την ρύθμισε ώστε να καταγράφει τα διερχόμενα οχήματα που κινούνταν με ταχύτητα άνω των 61ΧΑΩ, καθώς το ανώτατο όριο ταχύτητας στον επίδικο δρόμο ήταν 50ΧΑΩ. Οι παραβάσεις που καταγράφονται από την συσκευή φωτοεπισήμανσης, ήτοι τα οχήματα που κινούνται με ταχύτητα μεγαλύτερη των 61ΧΑΩ, μεταφέρονται σε χώρο επεξεργασίας της εταιρείας Brinks, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης στα δεδομένα της κάθε καταγραφής. Αφού παρέμεινε στο επίδικο σημείο μέχρι τις 14:25, η συσκευή φωτοεπισήμανσης κατέγραψε συνολικά 114 τροχαίες παραβάσεις.

Στην αντεξέτασή του, ανέφερε ότι έτυχε εκπαίδευσης από τον υπεύθυνο της φωτοεπισήμανσης και έχει λάβει σχετικό πιστοποιητικό προς τούτο. Αναφορικά με το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στο επίδικο σημείο, ο ΜΚ2 ήλεγξε ότι υπήρχε σχετική πινακίδα με το ανώτατο όριο ταχύτητας, ως αυτό είναι καταχωρημένο και στο σύστημα φωτοεπισήμανσης, αλλά δεν θυμόταν που βρισκόταν ακριβώς η πινακίδα σε σχέση με το όχημα του.

Ο Κατηγορούμενος έδωσε ενόρκως μαρτυρία. Παρουσίασε και κατέθεσε, αρχικά, το Τεκμήριο 11, στο οποίο υπάρχουν ουσιαστικά 4 οθονοφωτογραφίες. Οι δύο οθονοφωτογραφίες στην 1η σελίδα του Τεκμηρίου 11 είναι ουσιαστικά από το πρόγραμμα Google Maps, όπου απεικονίζεται ένας χάρτης με τις συντεταγμένες του επίδικου σημείου που βρισκόταν η συσκευή φωτοεπισήμανσης επί της Λεωφόρου Γρίβα Διγενή. Η πρώτη οθονοφωτογραφία στην 2η σελίδα του Τεκμηρίου 11 είναι, επίσης, από το πρόγραμμα Google Maps, στην οποία απεικονίζεται ο επίδικος δρόμος από το σημείο των συντεταγμένων που βρισκόταν η συσκευή φωτοεπισήμανσης, ενώ η δεύτερη φωτογραφία είναι αυτή που κατέγραψε η επίδικη συσκευή φωτοεπισήμανσης με το Όχημα Α στον επίδικο δρόμο. Ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι στις λωρίδες κυκλοφορίας της δικής του κατεύθυνσης δεν υπήρχε οποιαδήποτε πινακίδα με το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας, ενώ στις λωρίδες κυκλοφορίας της αντίθετης κατεύθυνσης υπήρχε πινακίδα με ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας τα 65ΧΑΩ. Σημείωσε με μπλε αστερίσκο επί της 1ης οθονοφωτογραφίας στο Τεκμήριο 11 το σημείο που βρισκόταν η εν λόγω πινακίδα. Στην συνέχεια παρουσίασε ακόμα 3 οθονοφωτογραφίες από το πρόγραμμα Google Maps ως Τεκμήριο 12. Στην πρώτη φωτογραφία απεικονίζεται μια πινακίδα με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 65ΧΑΩ, με τον Κατηγορούμενο να εξηγεί ότι είναι η πινακίδα που βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση του επίδικου δρόμου. Στην δεύτερη και τρίτη φωτογραφία απεικονίζεται ο επίδικος δρόμος με την κατεύθυνση που είχε το Όχημα Α και στην οποία δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε πινακίδα για ανώτατο όριο ταχύτητας. Οι εν λόγω φωτογραφίες του Τεκμηρίου 12 λήφθηκαν, σύμφωνα με το πρόγραμμα Google Maps, τον Οκτώβριο του 2022. Ο Κατηγορούμενος κατέθεσε, επίσης, και φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος με το κινητό τηλέφωνό του, ήτοι τα Τεκμήρια 13 και 15. Στο Τεκμήριο 13 υπάρχουν δύο φωτογραφίες, οι οποίες απεικονίζουν τον επίδικο δρόμο στην κατεύθυνση που είχε το Όχημα Α, η μεν πρώτη λήφθηκε στις 25.06.2023 και η δε δεύτερη στις 30.01.2025. Στην πρώτη φωτογραφία δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε πινακίδα για ανώτατο όριο ταχύτητας, ενώ στην δεύτερη φωτογραφία φαίνεται μια πινακίδα με ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας τα 50ΧΑΩ. Στο Τεκμήριο 15 υπάρχουν επίσης δύο φωτογραφίες, οι οποίες απεικονίζουν τον επίδικο δρόμο στην αντίθετη κατεύθυνση που είχε το Όχημα Α, η μεν πρώτη λήφθηκε στις 25.06.2023 και η δε δεύτερη στις 30.01.2025. Στην πρώτη φωτογραφία φαίνεται μια πινακίδα με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 65ΧΑΩ, ενώ στην δεύτερη φωτογραφία φαίνεται στο ίδιο σημείο μια πινακίδα με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 50ΧΑΩ. Κατέθεσε, επίσης, και δημοσίευμα ειδησεογραφικής ιστοσελίδας, ως Τεκμήριο 14. Ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι γνωρίζοντας ότι κατά τον επίδικο χρόνο το ανώτατο όριο ταχύτητας στην αντίθετη κατεύθυνση ήταν 65ΧΑΩ, θεωρεί ότι το ίδιο όριο ταχύτητας ίσχυε και για την δική του κατεύθυνση.

Κατέθεσε, επίσης, ως Τεκμήριο 16, και ψηφιακό δίσκο, στον οποίο υπάρχει επεξεργασμένο οπτικο-ακουστικό υλικό, το οποίο προβλήθηκε στο Δικαστήριο. Σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο, στο εν λόγω οπτικο-ακουστικό υλικό έχουν συνενωθεί δύο βίντεο που τράβηξε ο ίδιος στις 25.06.2023 και 30.01.2025. Στο πρώτο βίντεο ημερ. 30.01.2025, ο Κατηγορούμενος βιντεογράφησε εν κινήσει, από την αρχή μέχρι το τέλος και τις δύο κατευθύνσεις του επίδικου δρόμου, στις οποίες φαίνεται να υπάρχουν πινακίδες με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 50ΧΑΩ. Στο δεύτερο βίντεο ημερ. 25.06.2023, ο Κατηγορούμενος βιντεογράφησε και πάλι τις δύο κατευθύνσεις και στην κατεύθυνση ως η πορεία του Οχήματος Α κατά τον επίδικο χρόνο, δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε πινακίδα για το ανώτατο όριο ταχύτητας, ενώ στην αντίθετη κατεύθυνση φαίνεται να υπάρχει πινακίδα με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 65ΧΑΩ. Δηλαδή, μεταξύ του χρονικού διαστήματος από 25.06.2023 μέχρι 30.01.2025, αντικαταστάθηκε η πινακίδα ανώτατου ορίου ταχύτητας των 65ΧΑΩ στην αντίθετη κατεύθυνση με πινακίδα 50ΧΑΩ και τοποθετήθηκε πινακίδα 50ΧΑΩ στην κατεύθυνση που είχε το Όχημα Α κατά τον επίδικο χρόνο.

Στην αντεξέτασή του, ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι ήταν το πρόσωπο που οδηγούσε το Όχημα Α κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο και ότι αυτός ήταν ο οδηγός στην φωτογραφία που τράβηξε η συσκευή φωτοεπισήμανσης, Τεκμήριο 8. Παραδέχθηκε, επίσης, ότι οδηγούσε το Όχημα Α με ταχύτητα 68ΧΑΩ. Όσον αφορά την αντικατάσταση της πινακίδας των 65ΧΑΩ με πινακίδα των 50ΧΑΩ στην αντίθετη κατεύθυνση και τοποθέτηση πινακίδας 50ΧΑΩ στην κατεύθυνση που είχε το Όχημα Α κατά τον επίδικο χρόνο, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι αυτά έλαβαν χώρα πριν από 6 με 7 μήνες, χωρίς να είναι σε θέση να καθορίσει πότε ακριβώς.

3.     Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα

Τα κατωτέρω γεγονότα δεν έχουν αμφισβητηθεί και ως εκ τούτου συνιστούν ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Αντρέου ν Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263 και Ocean Reef Properties Ltd v Colville (2015) 1 ΑΑΔ 1002).

Στις 09.04.2023 και ώρα 13:08 ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το Όχημα Α στην Λεωφόρο Γρίβα Διγενή στην Λάρνακα με βόρεια κατεύθυνση και ταχύτητα 68ΧΑΩ. Ο ανωτέρω δρόμος αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση και διαχωριστική νησίδα μεταξύ των δύο κατευθύνσεων, ενώ στην αρχή και στο τέλος του επίδικου δρόμου υπάρχει κυκλικός κόμβος. Σε κάποιο σημείο του επίδικου δρόμου, υπήρχε σε σταθμευμένο όχημα, το οποίο οδηγούσε ο ΜΚ2, συσκευή φωτοεπισήμανσης, η οποία κατέγραψε την ανωτέρω ταχύτητα του Οχήματος Α. Αφού καταγράφηκε στο σύστημα φωτοεπισήμανσης, η ΜΚ1 ενέκρινε την επίδικη καταγγελία και στις 29.05.2023 εκδόθηκε ειδοποίηση εξώδικου, ήτοι το Τεκμήριο 2, το οποίο παραλήφθηκε από τον Κατηγορούμενο στις 14.06.2023 μέσω ταχυδρομείου.

4.     Παραγραφή Αδικήματος & Παραβίαση Δικαιώματος Σε Δίκαιη Δίκη

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και την ουσία της υπόθεσης, κρίνω ορθό όπως εξετάσω κατά προτεραιότητα δύο ζητήματα που ήγειρε η Υπεράσπιση στο στάδιο των αγορεύσεων. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος υπεράσπισης επικαλέστηκε ότι (α) το αδίκημα έχει παραγραφεί και (β) παραβιάστηκε το δικαίωμα του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη λόγω της καθυστέρησης στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

Παραγραφή Αδικήματος

Η Υπεράσπιση επικαλέστηκε τα άρθρα 29 του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972) και 151 του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΚΕΦ.154) για να στηρίξει την θέση της ότι οι ποινικές υποθέσεις που αφορούν τροχαία αδικήματα θα πρέπει να καταχωρούνται εντός 6 μηνών από την διάπραξή τους. Με κάθε σεβασμό, όμως, οι ανωτέρω πρόνοιες δεν προνοούν κάτι τέτοιο και ούτε έχουν σχέση με την παραγραφή ποινικών αδικημάτων.

Σχετικό με την παραγραφή είναι το άρθρο 88 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155), το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου με τις οποίες καθορίζεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εντός του οποίου δύναται να προσαφθεί κατηγορία για ποινικό αδίκημα, καμιά κατηγορία δε δύναται να προσαφθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα για το οποίο δύναται να επιβληθεί -

(α) Ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα οκτακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ (€854) ή/και οι δύο αυτές ποινές μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την ημέρα της διάπραξης του ποινικού αδικήματος,

(β) ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια οκτώ ευρώ (€1.708) ή/και οι δύο αυτές ποινές μετά την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα της διάπραξης του ποινικού αδικήματος».

Στην παρούσα υπόθεση, το αδίκημα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι και 1 έτος ή χρηματική ποινή μέχρι €4.000  ή και τις δύο αυτές ποινές (βλ. άρθρο 6(3) του Ν.86/1972). Παρά το ότι η μέγιστη ποινή φυλάκισης εμπίπτει στα όρια της παραγραφής βάσει του εδαφίου (β) ανωτέρω, η μέγιστη χρηματική ποινή υπερβαίνει τα €1.708 και συνεπώς το αδίκημα δεν έχει παραγραφεί (βλ. σχετικά Έφορος Φορολογίας (Ποινική Αίτηση 9/2019) ημερ. 26.03.2019).

Ενόψει των ανωτέρω, η θέση της Υπεράσπισης περί παραγραφής του ποινικού αδικήματος κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται.

Παραβίαση Δικαιώματος σε Δίκαιη Δίκη λόγω Καθυστέρησης

Ο συνήγορος υπεράσπισης επικαλέστηκε παραβίαση του δικαιώματος του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη λόγω καθυστέρησης στην προώθηση της παρούσας ποινικής υπόθεσης μετά την διάπραξη του αδικήματος. Με άλλα λόγια, ισχυρίζεται ότι ο χρόνος που διέρρευσε από την επίδικη καταγγελία μέχρι σήμερα δεν ήταν εύλογος.

Στην απόφαση Ευσταθίου ν Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 294, η οποία αφορούσε οδήγηση μη εγγεγραμμένου οχήματος, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη λόγω της καθυστέρησης που προέκυψε, αναφέροντας τα εξής:

«…Η φύση και το περίπλοκο της υπόθεσης είναι ουσιώδεις παράγοντες στον καθορισμό του ευλόγου του χρόνου που απαιτήθηκε για την ολοκλήρωση της ποινικής δίκης. Οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπόψη τόσο όσον αφορά τη διερεύνηση της υπόθεσης από τις ανακριτικές αρχές όσο και την εκδίκαση της από το Δικαστήριο. Στην προκείμενη υπόθεση η διακρίβωση των στοιχείων σχετικά με το αυτοκίνητο ήταν θέμα απλό που δεν δημιουργούσε καμιά περιπλοκή, θα μπορούσε να διερευνηθεί μέσα σε διάστημα ολίγων ημερών αν όχι ολίγων ωρών. Παρά την απλότητα της υπόθεσης το κατηγορηγήριο καταχωρήθηκε εννέα (περίπου) μήνες αργότερα και η υπόθεση ορίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου έντεκα (περίπου) μήνες αργότερα.»

Εντούτοις, στην μεταγενέστερη απόφαση Θεοχάρους ν Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22, τονίστηκαν τα εξής, με αναφορά στην Ευσταθίου (ανωτέρω):

«Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην οποία στηρίζεται η δική μας επί του θέματος νομολογία, προκύπτει ότι η συνέπεια της παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο δεν είναι τόσο αυστηρή όπως διατυπώθηκε στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) και υποθέσεις που ακολούθησαν την ίδια γραμμή. Προκύπτει ότι το θέμα πρέπει να εξετάζεται ανάλογα με την έκταση της παραβίασης και κατά πόσο ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε στην υπεράσπιση του».

Σύμφωνα με την απόφαση Θεοχάρους (ανωτέρω), για σκοπούς εξέτασης του κατά πόσο ο χρόνος που διέρρευσε ήταν εύλογος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν (α) η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, (β) η συμπεριφορά των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών, (γ) η συμπεριφορά του ίδιου του Κατηγορούμενου και (δ) κατά πόσο ο Κατηγορούμενος επηρεάστηκε στην υπεράσπιση του λόγω της έκτασης της καθυστέρησης. Τα ανωτέρω συμβαδίζουν και με την νομολογία του ΕΔΑΔ, το οποίο στην απόφαση Blum v Austria (Application No. 31655/02) ημερ. 03.02.2005, που αφορούσε ήσσονος σημασίας τροχαία αδικήματα, επανέλαβε τα εξής:

21. The Court reiterates that the reasonableness of the length of proceedings must be assessed in the light of the circumstances of the case and with reference to the criteria established by its case-law, particularly the complexity of the case, the conduct of the applicant and of the relevant authorities and what was at stake for the applicant in the dispute.”

Ακολούθως, στην απόφαση Χατζηγεωργίου ν Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1136, η οποία, επίσης, αφορούσε τροχαία αδικήματα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος 2 ετών και 9 μηνών που μεσολάβησε από την καταγγελία μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης συνιστούσε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αλλά δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος των εκεί κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη, καθώς «δεν έδωσαν οποιοδήποτε λόγο ή οποιοδήποτε ουσιαστικά στοιχείο για το οποίο η προαναφερόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης αυτής προκάλεσε οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων τους σε δίκαιη δίκη ή οποιαδήποτε αδικία σ' αυτούς». Παρόμοια λέχθηκαν και στην απόφαση Μεταξάς ν Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 560, η οποία αφορούσε το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος καθ’ υπέρβασιν του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας και διέρρευσε χρόνος 2 ετών και 3 μηνών από την καταγγελία μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης.

Ερχόμενος στην παρούσα υπόθεση, προκύπτει ότι αυτή καταχωρήθηκε την 01.11.2024, ενώ το αδίκημα φέρεται να διαπράχθηκε στις 09.04.2023, ήτοι μετά από 19 μήνες. Μετά την καταχώριση της υπόθεσης, ο Κατηγορούμενος απάντησε στο κατηγορητήριο στις 23.01.2025 και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 14.02.2025, όπου αναβλήθηκε λόγω μη ετοιμότητας αμφότερων των πλευρών και επαναορίστηκε για ακρόαση στις 14.03.2025. Εκείνη την ημέρα ζητήθηκε αναβολή από τον Κατηγορούμενο λόγω απουσίας και κωλύματος του δικηγόρου του, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οριστεί εκ νέου στις 02.05.2025, ημέρα κατά την οποία άρχισε η ακρόαση. Αφού η ακροαματική διαδικασία συνεχίστηκε στις 16.05.2025 και ολοκληρώθηκε στις 30.05.2025, επιφυλάχθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου για να απαγγελθεί σήμερα, 30.06.2025, δηλαδή 2 έτη και 2 μήνες μετά την επίδικη καταγγελία.

Σε σχέση με τον χρόνο που μεσολάβησε μέχρι την καταχώριση της υπόθεσης, η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε ότι απαιτήθηκε χρόνος για την καταχώριση και έγκριση της τροχαίας παράβασης μέσω του συστήματος φωτοεπισήμανσης και την μετέπειτα έκδοση του εξωδίκου, το οποίο εκδόθηκε στις 29.05.2023 και παραλήφθηκε από τον Κατηγορούμενο στις 14.06.2023 μέσω ταχυδρομείου (βλ. Τεκμήρια 2 και 3Β). Μετά την παραλαβή του εξωδίκου, ο Κατηγορούμενος δύναται να πληρώσει το ποσό του εξωδίκου εντός 45 ημερών (βλ. 3η σημείωση στο Τεκμήριο 2), ήτοι μέχρι τις 29.07.2023. Συνεπώς, αν και η Κατηγορούσα Αρχή μπορούσε να καταχωρίσει την παρούσα ποινική υπόθεση από τις 30.07.2023, το έπραξε 15 μήνες αργότερα, ήτοι την 01.11.2024.

Όντως, η παρούσα υπόθεση είναι απλή από πλευράς διερεύνησης της από τις ανακριτικές αρχές. Η διαπίστωση του φερόμενου αδικήματος και η καταγγελία έγιναν μέσω του συστήματος φωτοεπισήμανσης και όλα τα δεδομένα καταχωρήθηκαν αυτόματα σε αυτό. Μετά από 1½ μήνα εκδόθηκε το εξώδικο και η προθεσμία πληρωμής του εξέπνευσε στις 29.07.2023. Συνεπώς, η καθυστέρηση 15 μηνών στην καταχώριση του παρόντος κατηγορητηρίου είναι όντως αδικαιολόγητη. Μετά την καταχώριση της υπόθεσης και απάντηση του Κατηγορούμενου στις 23.01.2025, η υπόθεση διεκπεραιώνεται με την έκδοση της παρούσας απόφασης εντός 5 μηνών. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, υπήρξε και αίτημα αναβολής από πλευράς του Κατηγορούμενου, με αποτέλεσμα να συμβάλει και αυτός -έστω σε μικρό βαθμό- στην παράταση του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης.

Όσον αφορά τυχόν δυσμενή επηρεασμό του Κατηγορούμενου λόγω της ανωτέρω καθυστέρησης, επισημαίνω ότι οι υποθέσεις τροχαίων παραβάσεων μέσω του συστήματος φωτοεπισήμανσης διαφέρουν από τις κλασσικές υποθέσεις τροχαίων παραβάσεων, στις οποίες ο οδηγός ανακόπτεται από την Αστυνομία και καταγγέλλεται στην παρουσία του. Η παρούσα αφορά μια απρόσωπη και μηχανική καταγραφή ενός οχήματος, το οποίο συνέχισε να κινείται μετά την καταγραφή, χωρίς καμία άμεση ειδοποίηση προς τον οδηγό ή τον ιδιοκτήτη του. Ο Κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε 68 ημέρες μετά την καταγραφή της συσκευής φωτοεπισήμανσης και την επίδικη καταγγελία, ήτοι στις 14.06.2023, όταν παρέλαβε μέσω ταχυδρομείου το Τεκμήριο 2. Εντούτοις, ο Κατηγορούμενος διαφάνηκε κατά την δίκη να γνωρίζει το επίδικο περιστατικό, ποιος οδηγούσε το Όχημα Α κατά τον επίδικο χρόνο και με ποια ταχύτητα κινείτο. Επίσης, παρά την αδικαιολόγητη καθυστέρηση 15 μηνών στην καταχώριση του παρόντος κατηγορητηρίου, ουδεμία θέση ή ισχυρισμός προβλήθηκε από την Υπεράσπιση ότι ο Κατηγορούμενος επηρεάστηκε δυσμενώς λόγω της ανωτέρω καθυστέρησης.

Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι η ανωτέρω καθυστέρηση που παρατηρήθηκε δεν παραβίασε το δικαίωμα του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη και ούτε υπήρξε οποιαδήποτε αδικία εις βάρος του.

Γι’ αυτό και θα προχωρήσω να εξετάσω την υπόθεση στην ουσία της.

5.     Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας

Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία τους με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά τους (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία του μάρτυρα (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία του ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Η ΜΚ1 έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Επεξήγησε με λεπτομέρεια και σαφήνεια τον τρόπο καταγραφής των τροχαίων παραβάσεων στο σύστημα φωτοεπισήμανσης και μετέπειτα την έκδοση των εξωδίκων. Εξήγησε το περιεχόμενο των εγγράφων που κατέθεσε στο Δικαστήριο και η μαρτυρία της συνάδει με την έγγραφη μαρτυρία, ενώ δεν υπέπεσε σε οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις. Αναφορικά με το επίμαχο ζήτημα, ήτοι της ύπαρξης πινακίδας με το όριο ταχύτητας, η ΜΚ1 απάντησε με ειλικρίνεια ότι δεν γνωρίζει, καθώς δεν έχει επισκεφθεί ποτέ της το επίδικο σημείο, αλλά επισήμανε ότι τα σημεία που τίθενται σε λειτουργία οι κινητές συσκευές φωτοεπισήμανσης για να καταγράφουν τροχαίες παραβάσεις είναι προκαθορισμένα από την Αστυνομία με σχετικές συντεταγμένες και το ανώτατο όριο ταχύτητας για κάθε τέτοιο σημείο είναι καταχωρημένο στο σύστημα φωτοεπισήμανσης και στην προκειμένη περίπτωση το ανώτατο όριο ταχύτητας, σύμφωνα με το σύστημα φωτοεπισήμανσης, ήταν 50ΧΑΩ. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω την μαρτυρία της ως αξιόπιστη και την αποδέχομαι.

Ο ΜΚ2 άφησε, επίσης, θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Ήταν αυθόρμητος και άμεσος στις απαντήσεις του, αλλά και σαφής και επεξηγηματικός σε σχέση με την λειτουργία της συσκευής φωτοεπισήμανσης. Δεν μου διαφεύγει, φυσικά, ότι ως προς την ύπαρξη πινακίδας σε σχέση με το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας, ο ΜΚ2 απάντησε αρχικά ότι υπάρχει πινακίδα με όριο τα 50ΧΑΩ και στην συνέχεια άφησε αμφιβολίες λέγοντας «Έχω την εντύπωση πως ναι», εξηγώντας ότι έχουν περάσει δύο έτη από τότε. Επίσης, ενώ ανέφερε αρχικά ότι όταν πάει σε ένα σημείο για να θέσει σε λειτουργία την συσκευή φωτοεπισήμανσης, επιβεβαιώνει προηγουμένως ότι υπάρχει πινακίδα με το όριο ταχύτητας που είναι καταχωρημένο στο σύστημα φωτοεπισήμανσης, μετά ανέφερε ότι δεν μπορεί να το ελέγξει «σε όλα τα σημεία». Όταν δε ρωτήθηκε που βρισκόταν η εν λόγω πινακίδα και σε πόση απόσταση βρισκόταν από την συσκευή φωτοεπισήμανσης, ο ΜΚ1 απάντησε ότι δεν θυμόταν. Ενόψει των ανωτέρω, αν και η μαρτυρία του κρίνεται ως γενικά αξιόπιστη, την αποδέχομαι, εκτός από το μέρος της μαρτυρίας του για την ύπαρξη πινακίδας με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 50ΧΑΩ.

Ο Κατηγορούμενος άφησε, επίσης, θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Θεωρώ ότι είναι πρόσωπο που ήρθε να πει την αλήθεια στο Δικαστήριο, χωρίς υπεκφυγές και ύστερες σκέψεις. Τα δε έγγραφα που κατέθεσε συνάδουν με τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο και επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του. Ειδικότερα, η πρώτη φωτογραφία στην 2η σελίδα του Τεκμηρίου 11 και η φωτογραφία στην 2η σελίδα του Τεκμηρίου 12, οι οποίες λήφθηκαν πριν τον επίδικο χρόνο (ήτοι Οκτώβριο του 2022), σε συνδυασμό με την πρώτη φωτογραφία του Τεκμηρίου 13 και το περιεχόμενο του δεύτερου βίντεο στο Τεκμήριο 16, τα οποία λήφθηκαν μετά τον επίδικο χρόνο (ήτοι στις 25.06.2023), καταδεικνύουν ότι όντως δεν υπήρχε πινακίδα με το ανώτατο όριο ταχύτητας στην κατεύθυνση του επίδικου δρόμου που κινείτο το Όχημα Α κατά τον επίδικο χρόνο. Η δε δεύτερη φωτογραφία του Τεκμηρίου 13, οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 15 και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 16 καταδεικνύουν ότι από τις 25.06.2023 μέχρι τις 30.01.2025 υπήρξε τοποθέτηση πινακίδας με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 50ΧΑΩ στον επίδικο δρόμο και κατεύθυνση που κινείτο το Όχημα Α και αντικατάσταση της πινακίδας των 65ΧΑΩ με πινακίδα των 50ΧΑΩ στην αντίθετη κατεύθυνση. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω την μαρτυρία του ως αξιόπιστη και την αποδέχομαι.

6.     Η Νομική Πτυχή και Τα Ευρήματα του Δικαστηρίου

Εφόσον ο Κατηγορούμενος αρνείται την διάπραξη του επίδικου αδικήματος, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.

Η σχετική νομοθετική πρόνοια είναι το άρθρο 6(3) του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972) ως έχει τροποποιηθεί που προνοεί τα εξής:

«Πας όστις οδηγεί μηχανοκίνητον όχημα επί τινος οδού με ταχύτητα μεγαλυτέραν του ανωτάτου ή μικροτέραν του κατωτάτου ορίου ταχύτητος όπερ έχει ορισθή υπό της αρμοδίας αρχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή της επιφυλάξεως αυτού είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.»

Το ανωτέρω αδίκημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Περί Τροχαίων Αδικημάτων (Χρήση Συσκευών Φωτοεπισήμανσης και Άλλα Συναφή Θέματα) Νόμου (Ν.55(I)/2001) (βλ. άρθρο 3(β) του Ν.55(Ι)/2001). Στην παρούσα υπόθεση, δεν αμφισβητείται η καταγραφή από την επίδικη συσκευή επισήμανσης και συγκεκριμένα ότι το Όχημα Α κινείτο με ταχύτητα 68ΧΑΩ. Ούτε αμφισβητείται ότι ο Κατηγορούμενος ήταν το πρόσωπο που οδηγούσε το Όχημα Α κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο. Εκείνο που αμφισβητείται, και καλείται να αποφασίσει το Δικαστήριο, είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στον επίδικο δρόμο.

Το ανωτέρω εδάφιο (3) του άρθρου 6 του Ν.86/1972 προνοεί ότι το ανώτατο όριο ταχύτητας σε ένα δρόμο καθορίζεται είτε από την αρμόδια αρχή δυνάμει του εδαφίου (2) είτε από την επιφύλαξη του ανωτέρω εδαφίου. Για σκοπούς πληρότητας παραθέτω κατωτέρω το άρθρο 6(2) του Ν.86/1972 και την επιφύλαξη αυτού:

«Τη συναινέση του Αρχηγού της Αστυνομίας, η αρμοδία αρχή δύναται να ορίση, αναφορικώς προς οιανδήποτε οδόν, ανώτατον ή κατώτατον όριον ταχύτητος, όπερ, καθ’ όσον αφορά εις οδόν κειμένην εν τη κατωκημένη περιοχή οιασδήποτε πόλεως ή χωρίου, δεν δύναται να υπερβαίνη τα τεσσαράκοντα μίλια την ώραν· το ούτω καθοριζόμενον όριον ταχύτητος θέλει αναγραφή επί πινακίδων τοποθετουμένων επί των οδών κατά τοιούτον τρόπον ώστε ευχερώς να διακρίνωσι ταύτας οι χρησιμοποιούντες τας τοιαύτας οδούς οδηγοί· η αρμοδία αρχή δύναται, ωσαύτως τη συναινέσει του Αρχηγού της Αστυνομίας, να μεταβάλη παν ούτω ορισθέν όριον ταχύτητος:

Νοείται ότι μέχρις ου η αρμοδία αρχή προβή εις τον ορισμόν τοιούτου ορίου ταχύτητος, τούτο δεν δύναται να υπερβαίνη, εντός των κατωκημένων περιοχών οιασδήποτε πόλεως ή χωρίου, το όριον των τριάκοντα μιλίων την ώραν.»

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι η ύπαρξη και τοποθέτηση πινακίδας στον επίδικο δρόμο δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Το άρθρο 6(3) απαγορεύει την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανώτατου ορίου ταχύτητας «όπερ έχει ορισθή υπό της αρμοδίας αρχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2)» και συνεπώς συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι «η ύπαρξη απόφασης της αρμοδίας αρχής που το καθορίζει» (βλ. Θεμιστοκλέους ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 233/2017) ημερ. 28.07.2020, ECLI:CY:AD:2020:B270). Βέβαια, η τυχόν ανυπαρξία πινακίδας δύναται να αποτελέσει, υπό προϋποθέσεις, υπεράσπιση δυνάμει του άρθρου 6(2) του Ν.86/1972 (βλ. επίσης Θεμιστοκλέους (ανωτέρω)).

Σύμφωνα με την ΜΚ1, υπάρχει καταχωρημένο στο σύστημα φωτοεπισήμανσης ως ανώτατο όριο ταχύτητας στον επίδικο δρόμο τα 50ΧΑΩ. Δεν είναι, όμως, αυτό το συστατικό στοιχείο του αδικήματος, αλλά η ύπαρξη της απόφασης της αρμόδιας αρχής. Ο Κατηγορούμενος, αν και δεν αμφισβητεί την ύπαρξη απόφασης για καθορισμό του ορίου ταχύτητας, αμφισβητεί το περιεχόμενο αυτής, προσφέροντας αξιόπιστη μαρτυρία ότι στην αντίθετη κατεύθυνση υπήρχε πινακίδα με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 65ΧΑΩ και στην δική του κατεύθυνση δεν υπήρχε οποιαδήποτε πινακίδα. Ενόψει των ανωτέρω, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διακρίνονται από αυτά των αποφάσεων Πισσουρίου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 43/2020) ημερ. 06.04.2021, ECLI:CY:AD:2021:B125 και Γιωργαλλίδη ν Δήμου Λάρνακας (2001) 2 ΑΑΔ 789 και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το τεκμήριο ommia praesumuntur rite et solemniter esse acta, ότι δηλαδή όλα έγιναν σωστά και νομότυπα κατά την εκτέλεση των πραγμάτων.

Όσον αφορά την επιφύλαξη του άρθρου 6(2), αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο όταν δεν υπάρχει απόφαση καθορισμού του ορίου από την αρμόδια αρχή. Στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί κοινό έδαφος ότι καθορίστηκε ανώτατο όριο ταχύτητας στον επίδικο δρόμο και, συνεπώς, ο Κατηγορούμενος δεν μπορεί να καταδικαστεί στην βάση της ανωτέρω επιφύλαξης (βλ. σχετικά Γρηγορίου ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 420).

Εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή, δεν διέψευσε την εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ήταν τα 65ΧΑΩ, το Δικαστήριο δεν μπορεί να την αποκλείσει και η εκδοχή του αποκτά υπόσταση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει και να υπαγάγει όλα τα υπόλοιπα γεγονότα στον Νόμο, υπό το φως αυτής της ευνοϊκότερης εκδοχής που πρόβαλε ο Κατηγορούμενος (βλ. Πισσαρίδης ν Αστυνομίας (Ποινικές Εφέσεις 67/2023 κ.α.) ημερ. 29.05.2025).

Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος είναι το πρόσωπο που οδηγούσε το Όχημα Α κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο με ταχύτητα 68ΧΑΩ. Συνεπώς, ακόμα και με βάση την ανωτέρω ευνοϊκότερη εκδοχή του, ο Κατηγορούμενος εξακολουθεί να διέπραξε το αδίκημα της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας, καθώς οδήγησε το Όχημα Α κατά 3ΧΑΩ περισσότερα από το όριο των 65ΧΑΩ.

Το αδίκημα της 1ης κατηγορίας, όμως, αναφέρεται σε όριο ταχύτητας 50ΧΑΩ και κατ’ επέκταση σε υπέρβαση του κατά 18ΧΑΩ. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ταυτόσημη έκθεση αδικήματος, οι λεπτομέρειες αυτών είναι διαφορετικές και συνεπώς συνιστούν δύο διαφορετικά ποινικά αδικήματα, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να καταδικάσει τον Κατηγορούμενο για το αδίκημα της υπέρβασης κατά 3ΧΑΩ, ήτοι ότι οδηγούσε με ταχύτητα 68ΧΑΩ αντί 65ΧΑΩ, χωρίς τροποποίηση του υφιστάμενου κατηγορητηρίου (βλ. Ν.Σ. ν Δημοκρατίας (Ποινική Έφεση 99/2021) ημερ. 11.05.2022, ECLI:CY:AD:2022:B183 και Τσικλαούρης ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 27/2020) ημερ. 19.10.2021).

Ενόψει του σταδίου της παρούσας διαδικασίας, παρέχεται από το άρθρο 85(4) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155) διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να τροποποιήσει το κατηγορητήριο προσθέτοντας νέα κατηγορία. Ως έχει ήδη εξηγηθεί, είναι αδύνατη η καταδίκη του Κατηγορούμενου στην 1η κατηγορία χωρίς να τροποποιηθεί το κατηγορητήριο. Επίσης, σε περίπτωση τροποποίησης του κατηγορητηρίου, ο Κατηγορούμενος δεν θα υπόκειται σε μεγαλύτερη ποινή από αυτή της 1ης κατηγορίας. Υπενθυμίζω ότι οι μέγιστες ποινές φυλάκισης και προστίμου είναι οι ίδιες, ενώ οι μέγιστοι βαθμοί ποινής που θα μπορούσαν να επιβληθούν στον Κατηγορούμενο στην υφιστάμενη 1η κατηγορία είναι 4 βαθμοί και για το αδίκημα της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας κατά 3ΧΑΩ είναι 3 βαθμοί (βλ. άρθρο 20Α του Ν.86/1972). Ούτε θεωρώ ότι επηρεάζεται δυσμενώς καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο Κατηγορούμενος, καθώς είναι με βάση την δική του -ευνοϊκότερη- εκδοχή που αποδείχθηκε η διάπραξη του αδικήματος. Υπενθυμίζω ότι είναι ο ίδιος ο Κατηγορούμενος που παραδέχθηκε ότι οδηγούσε με ταχύτητα 68ΧΑΩ και θεωρούσε ότι το όριο ταχύτητας στον επίδικο δρόμο είναι τα 65ΧΑΩ (βλ. σχετικά Πέτρου ν Δήμου Γεροσκήπου (Ποινική Έφεση 141/2021) ημερ. 20.12.2023).

Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για εφαρμογή του άρθρου 85(4) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155) και γι’ αυτό διατάσσω την τροποποίηση του κατηγορητηρίου διά της προσθήκης νέας 2ης κατηγορίας με την ίδια έκθεση αδικήματος και λεπτομέρειες αδικήματος όπως η 1η κατηγορία, με την διαφορά ότι η φράση «50ΧΑΩ» στις λεπτομέρειες αντικαθίσταται από την φράση «65ΧΑΩ» και καταδικάζω τον Κατηγορούμενο στην κατηγορία αυτή.

7.     Κατάληξη

Συνοψίζοντας και για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την 1η κατηγορία και κρίνεται ένοχος στην νέα 2η κατηγορία.

                                                                      (Υπ.).....................................

                                                                               Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο