ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΜΑΡΙΟΣ ΓΙΑΣΟΥΜΗ, Αρ. Υπόθεσης: 12487/2023, 19/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΜΑΡΙΟΣ ΓΙΑΣΟΥΜΗ, Αρ. Υπόθεσης: 12487/2023, 19/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 12487/2023

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

 

ν

 

ΜΑΡΙΟΣ ΓΙΑΣΟΥΜΗ

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 19.05.2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Στέλλα Πίπη

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Ρένος Βασιλέας

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

1.     Εισαγωγή

Η παρούσα υπόθεση αφορά οδική σύγκρουση μεταξύ μοτοσικλέτας και περονοφόρου ανυψωτικού οχήματος, η οποία έλαβε χώρα στις 27.06.2023 στην οδό Βοιωτίας στην Λάρνακα.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ημερ. 28.09.2023, ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες, οι οποίες αφορούν τα αδικήματα της αμελούς οδήγησης και πρόκλησης σωματικής βλάβης (1η κατηγορία), της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφαλείας για ευθύνη έναντι τρίτου (2η κατηγορία) και της οδήγησης μη εγγεγραμμένου μηχανοκίνητου οχήματος (3η κατηγορία).

Ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε όλες τις ανωτέρω κατηγορίες, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί σε ακρόαση.

2.     Η Μαρτυρία

Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε δύο μάρτυρες για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι τον Αστυφύλακα 3024 (ΜΚ1) και τον Ρ.Χ. (ΜΚ2). Αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, τον κάλεσε σε απολογία και να προβάλει την υπεράσπιση του. Ο Κατηγορούμενος επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής και δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία.

Ο ΜΚ1 υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στον κλάδο διερεύνησης τροχαίων δυστυχημάτων της Τροχαίας Λάρνακας από το 2003. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του την κατάθεση του ημερ. 06.08.2023, Τεκμήριο 1. Στις 27.06.2023 και ώρα 11:00 επισκέφθηκε την σκηνή τροχαίας σύγκρουσης, η οποία έλαβε χώρα νωρίτερα στις 10:45 στην οδό Βοιωτίας στην Λάρνακα, με ενεχόμενα οχήματα το ανυψωτικό περονοφόρο όχημα, το οποίο οδηγούσε ο Κατηγορούμενος (εφεξής καλούμενο ως «το Όχημα Α»), και την μοτοσικλέτα, την οποία οδηγούσε ο ΜΚ2 (εφεξής καλούμενη ως «το Όχημα Β»). Ο ΜΚ1 εντόπισε στην σκηνή τα ανωτέρω ενεχόμενα οχήματα στην τελική θέση τους και τον Κατηγορούμενο, ενώ ο ΜΚ2 είχε ήδη μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Ακολούθως, ετοίμασε πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής, ήτοι το Τεκμήριο 2, στο οποίο τοποθέτησε το Όχημα Α, το Όχημα Β, ένα σταθμευμένο φορτηγό όχημα (εφεξής καλούμενο ως «το Όχημα Γ») και το σημείο σύγκρουσης που του υπέδειξε ο Κατηγορούμενος και εντόπισε ο ίδιος. Όταν υποδείχθηκε το Τεκμήριο 2 στους δύο ενεχόμενους οδηγούς, ήτοι στον Κατηγορούμενο και τον ΜΚ2, αμφότεροι συμφώνησαν με αυτό και το υπέγραψαν στην παρουσία του. Στην συνέχεια, ο ΜΚ1 ετοίμασε και τελικό σχεδιαγράφημα, ήτοι το Τεκμήριο 3, βασιζόμενος στο Τεκμήριο 2.

Σύμφωνα με τα ευρήματά του, ο Κατηγορούμενος, οδηγώντας το Όχημα Α εξήλθε από την αποθήκη παρακείμενου υποστατικού προς την οδό Βοιωτίας και εισερχόμενος στην οδό Βοιωτίας και πίσω από το σταθμευμένο Όχημα Γ, με προεξέχουσες τις περόνες του, ανέκοψε την πορεία του Οχήματος Β, το οποίο οδηγούσε ο ΜΚ2 σε ευθεία πορεία επί της οδού Βοιωτίας, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με αυτό και ο ΜΚ2 να τραυματιστεί. Παρουσίασε και σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό ως Τεκμήριο 6, σε σχέση με την ιατρική εξέταση του Κατηγορούμενου στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Στην αντεξέτασή του, ανέφερε ότι ήταν αδύνατο να υπολογίσει τις ταχύτητες των ενεχόμενων οχημάτων, καθώς αυτά δεν άφησαν οποιαδήποτε ίχνη στο οδόστρωμα. Αναφορικά με το Όχημα Α, όμως, συμφώνησε ότι είναι πολύ μικρή η ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει, ήτοι περίπου 5ΧΑΩ. Για την απόσταση που είχε το Όχημα Β από το Όχημα Γ, όταν το πρώτο περνούσε δίπλα από το δεύτερο, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι με βάση το σημείο σύγκρουσης «Χ», αυτή πρέπει να ήταν 50 με 60 εκατοστά.

Ο επίδικος δρόμος είναι ευθύς, επίπεδος και πλάτους 7,6 μέτρων, περιβάλλεται από πεζοδρόμια και χωμάτινο παγκέτο και το ανώτατο όριο ταχύτητας σε αυτόν είναι τα 50ΧΑΩ. Κατά τον επίδικο χρόνο, ο καιρός ήταν αίθριος και υπήρχε φυσικός φωτισμός και το οδόστρωμα ήταν στεγνό και σε καλή χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Το ατύχημα έλαβε χώρα εντός κατοικημένης περιοχής και κατά τον χρόνο του ατυχήματος η ορατότητα του Κατηγορούμενου στα αριστερά ήταν ανεμπόδιστη και πέραν των 100 μέτρων, ενώ στα δεξιά ήταν μηδαμινή λόγω του σταθμευμένου Οχήματος Γ.  

Αναφορικά με τις ζημιές που υπέστησαν τα ενεχόμενα οχήματα, στράβωσε η μπροστινή αριστερή περόνη του Οχήματος Α και έσπασαν τα πλαστικά αριστερά και δεξιά και στράβωσε το τιμόνι του Οχήματος Β. Στην αντεξέταση του, εξήγησε ότι η σύγκρουση έγινε με την αριστερή περόνη του Οχήματος Α, καθώς αυτό είχε κλίση προς τα δεξιά, δηλαδή προς την κατεύθυνση που ερχόταν το Όχημα Β, με αποτέλεσμα να προεξέχει η αριστερή περόνη περισσότερο από την δεξιά εντός του επίδικου δρόμου.

Στις 03.07.2023, ο ΜΚ1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, ήτοι το Τεκμήριο 4, αφού πρώτα του παρέδωσε εγγράφως τα δικαιώματά του. Ακολούθως, στις 15.07.2023 κατηγόρησε γραπτώς τον Κατηγορούμενο για τα παρόντα αδικήματα και αυτός απάντησε «Παραδέχομαι, απολογούμαι».

Σε σχέση με το Όχημα Α, ανέφερε ότι προέβη σε σχετικό έλεγχο και διαπίστωσε ότι δεν ήταν εγγεγραμμένο στον Έφορο Μηχανοκίνητων Οχημάτων και δεν υπήρχε σε ισχύ πιστοποιητικό ασφαλείας για ευθύνη έναντι τρίτου. Στην αντεξέτασή του, περιέγραψε το Όχημα Α ως ένα μικρό τετράτροχο, βαρύ όχημα, με δύο περόνες μπροστά, το οποίο δεν θεωρείται όχημα που χρειάζεται άδεια, καθώς προορίζεται για χρήση σε αποθήκες και κλειστούς χώρους. Συμφώνησε, μάλιστα, με την υποβολή ότι το Όχημα Α χρησιμοποιείται μόνο εντός εργοστασιακών εγκαταστάσεων. Ο ΜΚ1 δεν γνώριζε αν το Όχημα Α εμπίπτει σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή κατηγορία οχήματος, αλλά γνώριζε ότι δεν μπορεί να εγγραφεί στον Έφορο Μηχανοκίνητο Οχημάτων και για την χρήση του δεν είναι απαραίτητη η έκδοση πιστοποιητικού ασφαλείας για ευθύνη έναντι τρίτου. Συμφώνησε, επίσης, και με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7, ήτοι επιστολή ημερ. 05.12.2023 του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, στην οποία αναφέρεται ότι «…τα περονοφόρα ανυψωτικά οχήματα είναι οχήματα που χρησιμοποιούνται εντός εργοστασιακών εγκαταστάσεων… και δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή κατηγορία και δεν εγγράφονται στο μητρώο του Εφόρου Μηχανοκίνητων Οχημάτων».

Ο ΜΚ2 είναι ο οδηγός της μοτοσικλέτας, ήτοι του Οχήματος Β. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του την κατάθεση του ημερ. 13.07.2023, Τεκμήριο 8. Σύμφωνα με αυτήν, στις 27.06.2023 και περί ώρα 10:45 οδηγούσε το Όχημα Β, χωρίς να φέρει προστατευτικό κράνος, στην οδό Βοιωτίας στην Λάρνακα με κατεύθυνση προς την Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Κυπριανού Μαχαιριώτη. Σε κάποιο σημείο του δρόμου και στο ύψος της επίδικης αποθήκης με την ονομασία «Bricolage» ήταν σταθμευμένο το Όχημα Γ στα αριστερά του και γι’ αυτό ο ίδιος κινήθηκε δίπλα του με πολύ χαμηλή ταχύτητα. Ξαφνικά, όμως, πίσω από το Όχημα Γ ξεπρόβαλε απότομα το Όχημα Α, το οποίο ανέκοψε την πορεία του και ο ΜΚ2 δεν πρόλαβε να αντιδράσει, με αποτέλεσμα η περόνη του Οχήματος Α να καρφωθεί στο αριστερό πόδι του και μετά να πέσει στην άσφαλτο τόσο ο ίδιος όσο και το Όχημα Β. Επειδή είχε τραυματιστεί, κλήθηκε στην σκηνή ασθενοφόρο, το οποίο τον μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Την ίδια ημέρα το απόγευμα παραπέμφθηκε σε ιδιωτική κλινική, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για αποκατάσταση του τραύματος του στο πόδι. Παρουσίασε προς τούτο σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό ως Τεκμήριο 9.

Στην κυρίως εξέτασή του, ανέφερε ότι όταν βρισκόταν με το Όχημα Β στο ύψος της πόρτας του συνοδηγού του Οχήματος Γ (το οποίο είχε αντίθετη κατεύθυνση με το Όχημα Β) είδε τις περόνες του Οχήματος Α να προεξέχουν πίσω από το Όχημα Γ και έστριψε λίγο το τιμόνι του Οχήματος Β, αλλά η περόνη συγκρούστηκε με τον σκελετό της μοτοσικλέτας του και ακολούθως με το πόδι του.

Στην αντεξέτασή του, ανέφερε ότι εργάζεται σε παρακείμενο υποστατικό ανταλλακτικών μοτοσικλέτας και κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε το Όχημα Β για σκοπούς ελέγχου του πριν παραδοθεί στον πελάτη. Αρχικά οδήγησε το Όχημα Β στην αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή ήρθε πρώτα από την Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Κυπριανού Μαχαιριώτη, πέρασε την αποθήκη Bricolage στα δεξιά του, έκανε επαναστροφή σε παρακείμενο χώρο στάθμευσης μετά το στρίψιμο της οδού Ευβοίας και αφού επανήλθε στον επίδικο δρόμο ως η πορεία «Β» στο σχεδιαγράφημα, έγινε το επίδικο ατύχημα στο ύψος της αποθήκης Bricolage. Κατά τον χρόνο της σύγκρουσης, ο ίδιος είχε μισό με ένα μέτρο απόσταση από το σταθμευμένο Όχημα Γ, αλλά εξακολουθούσε να βρισκόταν εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του. Η απόσταση που είδε τις περόνες του Οχήματος Α να προεξέχουν πίσω από το Όχημα Γ ήταν 2½ με 3 μέτρα περίπου, ενώ κατά την σύγκρουση οι περόνες, μήκους ενός μέτρου περίπου, είχαν εξέλθει εντελώς εντός του δρόμου.

Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, ο Κατηγορούμενος δεν έδωσε ενόρκως μαρτυρία και τήρησε το δικαίωμα της σιωπής. Στην κατάθεση του που έδωσε στην Αστυνομία, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4, ανέφερε ότι εργάζεται στην αποθήκη Bricolage και ανάμεσα στα καθήκοντα του είναι να οδηγεί το Όχημα Α για να ξεφορτώνει εμπορεύματα από φορτηγά. Κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο οδηγούσε το Όχημα Α με σκοπό να ξεφορτώσει από το Όχημα Γ. Επειδή, όμως, υπήρχε και άλλο σταθμευμένο όχημα στο σημείο, το Όχημα Γ στάθμευσε εκεί που σημειώθηκε στο σχεδιαγράφημα, αντί στον χώρο που όφειλε να σταθμεύσει για σκοπούς εκφόρτωσης, με αποτέλεσμα ο ίδιος να αναγκαστεί να κινηθεί εντός του επίδικου δρόμου, ώστε να στρίψει και να πλησιάσει το Όχημα Γ. Συγκεκριμένα, οδήγησε το Όχημα Α πίσω από το Όχημα Γ και μόλις οι περόνες του Οχήματος Α βγήκαν προς τα έξω, δηλαδή πέραν της νοητής και παράλληλης με το Όχημα Γ γραμμής, το Όχημα Β, το οποίο ερχόταν από δεξιά του, συγκρούστηκε με την περόνη και ανατράπηκε. Ο ίδιος δεν είδε προηγουμένως το Όχημα Β διότι αυτό κινείτο πολύ κοντά στο Όχημα Γ. Μετά την σύγκρουση, προσέτρεξε στον ΜΚ2 για βοήθεια και κλήθηκαν ασθενοφόρο και η Αστυνομία. Σύμφωνα δε με το Τεκμήριο 5, όταν κατηγορήθηκε γραπτώς για τα αδικήματα των κατηγοριών που αντιμετωπίζει στην παρούσα υπόθεση, ο Κατηγορούμενος απάντησε «Παραδέχομαι, απολογούμαι».

3.     Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα

Τα κατωτέρω γεγονότα δεν έχουν αμφισβητηθεί και ως εκ τούτου συνιστούν ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Αντρέου ν Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263 και Ocean Reef Properties Ltd v Colville (2015) 1 ΑΑΔ 1002):

(α) Κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το Όχημα Α και ο ΜΚ2 το Όχημα Β.

(β) Το Όχημα Α είναι περονοφόρο ανυψωτικό όχημα, το οποίο προορίζεται για χρήση και εκτέλεση εργασιών εντός εργοστασιακών εγκαταστάσεων, και δεν είναι εγγεγραμμένο στον Έφορο Μηχανοκίνητων Οχημάτων. Ο δε Κατηγορούμενος δεν καλυπτόταν κατά τον επίδικο χρόνο από πιστοποιητικό ασφαλείας για ευθύνη έναντι τρίτου.

(γ) Από την επίδικη σύγκρουση των δύο οχημάτων, ο ΜΚ2 τραυματίστηκε και υπέστη ανοιχτό τραύμα του αριστερού άκρου ποδός, με ανοικτά κατάγματα μεταταρσίων, εξάρθρημα άρθρωσης και διατομή εκτινόντων τενόντων, και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (βλ. Τεκμήρια 6 και 9).

4.     Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας

Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία τους με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά τους (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Η πραγματική μαρτυρία σε αυτές της φύσεως υποθέσεις έχει βαρύνουσα σημασία (βλ. Θεοφάνους ν Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 160), αφού το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος αποτελεί στοιχείο κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ελέγχου των λεπτομερειών της μαρτυρίας, αλλά και σταθερό οδηγό για τον καθορισμό των γεγονότων που συνέτειναν στην πρόκληση του δυστυχήματος (βλ. Σωτηρίου ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 307), καθότι τα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα μπορούν εύκολα να κάμουν λάθος όπως οι αποστάσεις και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των διαδραματιζόμενων γεγονότων (βλ. Ιωαννίδου ν Γιαννή (1990) 2 ΑΑΔ 260). Τα συμπεράσματα, φυσικά, που μπορούν να εξαχθούν από την πραγματική μαρτυρία αποτελούν συνάρτηση της κοινής λογικής, η οποία αποτελεί αναντικατάστατο οδηγό του Δικαστηρίου ως προς τα θέματα σε σχέση με την οδική συμπεριφορά και τις δυνατότητες και ενδεχόμενες αντιδράσεις των οδηγών (βλ. Θεοδώρου ν Σάββα (2016) 1 ΑΑΔ 202). Άλλωστε, σε υποθέσεις τροχαίων δυστυχημάτων το Δικαστήριο πρέπει να καθοδηγείται από την κοινή λογική, χωρίς να περιπλέκεται σε λεπτομέρειες, αριθμητικούς υπολογισμούς και ασκήσεις επί χάρτου (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 221/2018) ημερ. 26/03/2019, ECLI:CY:AD:2019:B107).

Ο ΜΚ1 έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Ήταν ήρεμος, σταθερός και σαφής στις απαντήσεις του, ενώ η όλη μαρτυρία του συνάδει με την πραγματική μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Ανέφερε με λεπτομέρεια τις ενέργειες του όταν επισκέφθηκε την σκηνή της επίδικης σύγκρουσης και πως ετοίμασε τα επίδικα σχεδιαγράμματα, Τεκμήρια 2 και 3, χωρίς να υποπέσει σε οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις κατά την αντεξέτασή του. Εν σχέσει με το πως επήλθε η σύγκρουση με την αριστερή περόνη, αντί με την δεξιά, ο ΜΚ1 εξήγησε ότι επειδή το Όχημα Α είχε κλίση προς τα δεξιά, η πρώτη περόνη που εξείχε εντός του δρόμου ήταν η αριστερή και τούτο επιβεβαιώνεται ως απόρροια της κοινής λογικής, αλλά και από την τελική θέση του Οχήματος Α επί του Τεκμηρίου 3. Το γεγονός ότι δεν υπέγραψε την κατάθεσή του, Τεκμήριο 1, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία, την στιγμή που ο ΜΚ1 την αναγνώρισε και στην συνέχεια υιοθέτησε το περιεχόμενό της. Ως εκ των ανωτέρω, αποδέχομαι την μαρτυρία του ως αξιόπιστη.

Ο ΜΚ2 άφησε, επίσης, θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Αν και υπέπεσε σε κάποιες μικρο-αντιφάσεις, η ουσία της μαρτυρίας του συνάδει με την πραγματική μαρτυρία της υπόθεσης. Η θέση του ότι απείχε «μισό με ένα μέτρο» από το σταθμευμένο Όχημα Γ πριν την επίδικη σύγκρουση, ενώ ο ΜΚ1 ανέφερε περί τα 60 εκατοστά, δεν συνιστά αντίφαση που να εκθεμελιώνει την μαρτυρία του. Άλλωστε, σε τροχαία ατυχήματα, όπου τα γεγονότα διαδραματίζονται πολύ γρήγορα, είναι αναμενόμενο οι μάρτυρες να μην είναι απόλυτα ακριβείς σε σχέση με τους χρόνους και τις αποστάσεις. Η ουσία είναι ότι ο ΜΚ2 οδηγούσε έχοντας μικρή απόσταση από το Όχημα Γ, προκειμένου ο ίδιος να εξακολουθεί να βρίσκεται εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του. Επίσης, το γεγονός ότι διαφώνησε με το σχεδιάγραμμα, Τεκμήριο 3, ως προς την θέση της απέναντι παρόδου δεν θεωρώ ότι πρόκειται για ουσιώδες σημείο της όλης μαρτυρίας του, καθώς ο ΜΚ2 εξήγησε ότι δεν είναι σε εκείνη την πάροδο που έκαμε την επαναστροφή, αλλά σε παρακείμενο χώρο στάθμευσης μετά από αυτήν. Ενόψει των ανωτέρω, αποδέχομαι την μαρτυρία του ως αξιόπιστη.

Όσον αφορά την κατάθεση του Κατηγορούμενου, Τεκμήριο 4, είναι νομολογιακά γνωστό και καθιερωμένο ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης του Κατηγορούμενου. Συνήθως μεγαλύτερη βαρύτητα αποδίδεται στο μέρος της κατάθεσης που συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109 και Γιώρκας ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 27/2021) ημερ. 16/03/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο αποδίδει βαρύτητα και αποδέχεται το μέρος της κατάθεσης του Κατηγορούμενου που αφορά την δήλωση και παραδοχή του ότι είναι αυτός που οδηγούσε το Όχημα Α και εισήλθε εντός του επίδικου δρόμου και πίσω από το σταθμευμένο Όχημα Γ για να ξεφορτώσει.

Αναφορικά με την γραπτή κατηγορία του στο Τεκμήριο 5 και την παραδοχή του στις κατηγορίες, αν και λαμβάνεται υπόψιν, επισημαίνεται ότι η ομολογία και παραδοχή του Κατηγορούμενου δεν δεσμεύει απόλυτα το Δικαστήριο, το οποίο οφείλει να αξιολογήσει και αποτιμήσει την αλήθεια του περιεχόμενου της σε σχέση με την υπόλοιπη μαρτυρία (βλ. Maarri v Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 8/2020) ημερ. 26.11.2021, Ανδρέου ν Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166, Χαραλάμπους ν Δημοκρατίας (Αρ.1) (2012) 2 ΑΑΔ 370 και R v Sfongaras (1957) 22 CLR 113).

5.     Η Νομική Πτυχή και Τα Ευρήματα του Δικαστηρίου

Εφόσον ο Κατηγορούμενος αρνείται την διάπραξη των αδικημάτων, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.

Είναι «Μηχανοκίνητο Όχημα» το Όχημα Α;

Βασική γραμμή υπεράσπισης του Κατηγορούμενου σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει είναι ότι το Όχημα Α δεν συνιστά «μηχανοκίνητο όχημα» εντός της εννοίας της κείμενης νομοθεσίας. Για τούτο, το Δικαστήριο θα ενασχοληθεί κατά προτεραιότητα με αυτό το ζήτημα, προτού εξετάσει την απόδειξη των υπόλοιπων συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.

Καταρχάς, η ερμηνεία της έννοιας «μηχανοκίνητο όχημα» δεν είναι η ίδια σε όλες τις νομοθεσίες.

Αρχίζοντας από την 1η κατηγορία, το άρθρο 8 του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972) αναφέρεται σε «μηχανοκίνητο όχημα», για το οποίο το άρθρο 2 του Ν.86/1972 ορίζει ότι «έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο “όχημα” ο περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων Νόμος». Επισημαίνω εδώ ότι προηγουμένως, και συγκεκριμένα πριν την τροποποίηση του άρθρου 2 από τον Ν.113(Ι)/2009, η έννοια «μηχανοκίνητο όχημα» προϋπόθετε όπως το όχημα είναι προορισμένο ή προσαρμοσμένο για οδική χρήση και συνεπώς τούτο δεν αποτελεί πλέον προϋπόθεση ή συστατικό στοιχείο. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καθοδηγηθεί από αγγλική νομολογία επί του θέματος, καθώς η εκεί νομοθεσία προνοεί την ίδια ερμηνεία για την έννοια motor vehicle με αυτή που ίσχυε στην Κύπρο πριν τον Ν.113(Ι)/2009, ήτοι “intended or adapted for use on roads” (βλ. άρθρο 185 του αγγλικού Road Traffic Act 1988 και προηγουμένως άρθρο 1 του αγγλικού Road Traffic Act 1930).

Προχωρώντας στο άρθρο 2(1) του Περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων Νόμου (Ν.61(Ι)/2005), αυτό προνοεί ότι ο όρος «όχημα» περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και «μη οδικό κινητό μηχάνημα», το οποίο έχει την έννοια που του αποδίδεται στους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του ανωτέρω νόμου (βλ. άρθρο 2(2) του Ν.61(Ι)/2005). Στους Περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων (Κατηγορίες Μ, Ν και Ο), των Κατασκευαστικών Στοιχείων, Συστημάτων και Χωριστών Τεχνικών Μονάδων τους Κανονισμούς (ΚΔΠ/218/2010) η έννοια «κινητό μηχάνημα» ορίζεται ως το «αυτοπροωθούμενο όχημα το οποίο έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί ειδικά για να εκτελεί εργασίες και το οποίο, λόγω των χαρακτηριστικών κατασκευής του, δεν είναι κατάλληλο για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων».

Περαιτέρω, επισημαίνω ότι ο Ν.61(Ι)/2005 τέθηκε σε ισχύ για σκοπούς εναρμόνισης της Κυπριακής Δημοκρατίας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και, μεταξύ άλλων, την Ευρωπαϊκή Οδηγία 97/68/ΕΚ (βλ. Προοίμιο του Ν.61(Ι)/2005). Στο άρθρο 2 της Οδηγίας 97/68/ΕΚ ορίζεται η έννοια «μη οδικό κινητό μηχάνημα» ως «οποιαδήποτε κινητή μηχανή, φορητός βιομηχανικός εξοπλισμός ή όχημα με ή και χωρίς αμάξωμα, που δεν προορίζεται να χρησιμοποιείται για την οδική μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων, όπου έχει εγκατασταθεί κινητήρας εσωτερικής καύσης κατά τους ορισμούς του Τμήματος 1 του Παραρτήματος I» και στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας περιλαμβάνονται ρητώς τα «περονοφόρα ανυψωτικά οχήματα».

Ερχόμενος στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με την προσκομισθείσα μαρτυρία και την κατάθεση του Κατηγορούμενου, Τεκμήριο 4, το Όχημα Α είναι περονοφόρο ανυψωτικό όχημα και συνιστά αυτοπροωθούμενο όχημα, το οποίο χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εκτέλεση εργασιών στην αποθήκη του Bricolage, και όχι για οδική χρήση, δηλαδή είναι «μη οδικό». Συνακόλουθα, εμπίπτει και στην έννοια του «μη οδικού κινητού οχήματος» για σκοπούς του Ν.61(Ι)/2005 και κατ’ επέκταση του «μηχανοκίνητου οχήματος» για σκοπούς του Ν.86/1972.

Την ίδια ερμηνεία έχει η έννοια «μηχανοκίνητο όχημα» και σε σχέση με την 3η κατηγορία, όπου ο ερμηνευτικός Κανονισμός 2(2) των Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών (ΚΔΠ/66/1984), ως έχουν τροποποιηθεί, παραπέμπει για σκοπούς ερμηνείας λέξεων και φράσεων στον Ν.86/1972 και ως εκ τούτου ισχύουν τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί ανωτέρω.

Αναφορικά με την 2η κατηγορία, το άρθρο 3(1)(α) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου (Ν.96(I)/2000) – ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (ήτοι πριν την τροποποίηση που επέφερε ο Τροποποιητικός Νόμος 167(Ι)/2023) – απαγορεύει σε οποιοδήποτε πρόσωπο «να χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα σε οδό» εκτός αν βρίσκεται σε ισχύ σχετικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο για ευθύνη έναντι τρίτου. Η δε έννοια «μηχανοκίνητο όχημα» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Ν.96(Ι)/2000 – ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο – ως «οποιοδήποτε αυτοκινούμενο όχημα που προορίζεται να κινείται στο έδαφος με μηχανική δύναμη ή ηλεκτρική ενέργεια, που δεν κινείται σε σιδηρογραμμές και περιλαμβάνει ρυμουλκούμενο όχημα (trailer) συνδεδεμένο ή μη με το κυρίως αυτοκινούμενο όχημα, δεν περιλαμβάνει όμως αναπηρικά καροτσάκια και χορτοκοπτικές μηχανές». Η ανωτέρω ερμηνεία καλύπτει το επίδικο περονοφόρο ανυψωτικό όχημα, καθώς δεν αμφισβητείται στην παρούσα ότι το Όχημα Α είναι αυτοκινούμενο και κινείται στο έδαφος.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι σε καμία από τις υπό κρίση κατηγορίες η έννοια του «μηχανοκίνητου οχήματος» προϋποθέτει την δυνατότητα του για εγγραφή στον Έφορο Μηχανοκίνητων Οχημάτων ή την λήψη έγκρισης κάποιου τύπου ή την ένταξη του σε κάποια ευρωπαϊκή κατηγορία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το Όχημα Α είναι αυτοκινούμενο και αυτοπροωθούμενο περονοφόρο ανυψωτικό όχημα και συνεπώς συνιστά «μηχανοκίνητο όχημα», εντός της εννοίας τόσο του Ν.86/1972, όσο και του Ν.96(Ι)/2000, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Το κατά πόσο δύναται να εγγραφεί στον Έφορο Μηχανοκίνητων Οχημάτων ή η χρήση του σε οδό να καλύπτεται από πιστοποιητικό ασφαλείας για ευθύνη έναντι τρίτου είναι αδιάφορο. Δηλαδή, το γεγονός ότι απαγορεύεται η οδική χρήση του Οχήματος Α δεν μπορεί να απαλλάξει τον οδηγό από την διάπραξη τροχαίων αδικημάτων όταν αυτό -κατά παράβαση του νόμου- χρησιμοποιείται εντός του δρόμου.

1η Κατηγορία

Αναφορικά με την 1η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, σχετικό είναι το άρθρο 8(1)(γ) του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972) ως έχει τροποποιηθεί που προνοεί τα εξής:

«Οποιοσδήποτε οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιανδήποτε οδό χωρίς να καταβάλλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή χωρίς να επιδεικνύει εύλογη μέριμνα για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την οδό, και προκαλεί σωματική βλάβη είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000)»

Η αμέλεια επί των τροχαίων ατυχημάτων είναι η ίδια και στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο με διαφορά, βέβαια, το βάρος απόδειξης (βλ. Σωκράτους ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 1). Το καθήκον επιμέλειας (standard of care) οφείλεται έναντι οποιουδήποτε προσώπου που κατά λογική πρόβλεψη δυνατό να επηρεαστεί από τις πράξεις του οδηγού και το κριτήριο είναι αντικειμενικό, με μέτρο τον μέσο συνετό και προσεκτικό οδηγό, ενώ η πρόβλεψη για την δυνατότητα κινδύνου συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες οδήγησης και το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας (βλ. Χαραλάμπους ν McGill (Πολ. Έφεση 38/2015) ημερ. 18/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A527). Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αναμενόμενη ή αντιληπτή, τότε η παράλειψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια. Έστω και μικρού βαθμού αμέλεια, στις ποινικές υποθέσεις είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη του Κατηγορούμενου (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).

Στην παρούσα υπόθεση, με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2 και τις παραδοχές του Κατηγορούμενου στην κατάθεσή του, καταλήγω στα κατωτέρω ευρήματα γεγονότων:

Στις 27.06.2023 και περί ώρα 10:45 ο ΜΚ2 οδηγούσε το Όχημα Β κατά μήκος της οδού Βοιωτίας στην Λάρνακα ως η πορεία «Β» στο Τεκμήριο 3. Στα αριστερά του υπήρχε σταθμευμένο ένα φορτηγό όχημα, ήτοι το Όχημα Γ, το οποίο ήταν στραμμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση και βρισκόταν μερικώς επί του αριστερού πεζοδρομίου και χωμάτινου παγκέτου και μερικώς επί του επίδικου δρόμου, ως η θέση «Γ» στο Τεκμήριο 3. Ο ΜΚ2 διατηρούσε μικρή απόσταση, ήτοι μισό με ένα μέτρο, από το Όχημα Γ. Κατά τον ανωτέρω χρόνο, ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το Όχημα Β και εξερχόταν της κατηφορικής εισόδου της αποθήκης Bricolage, ως η πορεία «Α» στο Τεκμήριο 3, με σκοπό να ξεφορτώσει από το πίσω μέρος του Οχήματος Γ. Η εν λόγω είσοδος της αποθήκης βρισκόταν στα αριστερά του ΜΚ2 και αμέσως μετά το σταθμευμένο Όχημα Γ, με αποτέλεσμα ο ΜΚ2 να μην έχει ορατότητα για τα οχήματα που εξέρχονται της αποθήκης και ο Κατηγορούμενος να μην έχει ορατότητα για τα οχήματα που κινούνται από δεξιά προς αριστερά επί της οδού Βοιωτίας. Εφόσον το Όχημα Γ ήταν σταθμευμένο εν μέρει εντός της οδού Βοιωτίας, ο Κατηγορούμενος οδήγησε το Όχημα Α εντός του επίδικου δρόμου, προκειμένου να εκτελέσει την εργασία εκφόρτωσης στο Όχημα Γ. Κατά την ανωτέρω προσπάθεια του, το Όχημα Α κινήθηκε μπροστά και ελαφρώς διαγώνια δεξιά (βλ. θέση «Α1» στο Τεκμήριο 3), με αποτέλεσμα οι δύο περόνες του να ξεπροβάλουν από την παράλληλη με το Όχημα Γ νοητή γραμμή και να ανακόψουν την ελεύθερη πορεία του Οχήματος Β που οδηγούσε ο ΜΚ2 ως ανωτέρω. Το Όχημα Β συγκρούστηκε με την αριστερή περόνη του Οχήματος Α στο σημείο «Χ» επί του Τεκμηρίου 3 και ο ΜΚ2 ανατράπηκε στην άσφαλτο (βλ. θέση «Β1» στο Τεκμήριο 3). Συνεπεία της ανωτέρω σύγκρουσης προκλήθηκαν υλικές ζημιές στα οχήματα και σωματικές βλάβες στον ΜΚ2.

Τα ανωτέρω ευρήματα γεγονότων καταδεικνύουν ότι ο Κατηγορούμενος οδήγησε το Όχημα Α αμελώς και χωρίς να έχει την δέουσα παρατηρητικότητα και προσοχή, με αποτέλεσμα να το οδηγήσει εντός του επίδικου δρόμου κατά τρόπο ώστε οι δύο περόνες στο μπροστινό μέρος του Οχήματος Α να προεξέχουν από την νοητή και παράλληλη με το σταθμευμένο Όχημα Γ γραμμή και εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του ΜΚ2. Με την οδήγηση του Οχήματος Α κατά τον ανωτέρω τρόπο ο κίνδυνος πρόκλησης ζημιών ή σωματικών βλαβών σε διερχόμενα οχήματα και τους επιβάτες αυτών ήταν ευλόγως προβλεπτός. Ο Κατηγορούμενος παρέλειψε να λάβει μέτρα προφύλαξης από τον ανωτέρω κίνδυνο, ειδικότερα μάλιστα όταν η πρόθεση του ήταν να ξεφορτώσει από το πίσω μέρος του Οχήματος Γ και όχι να εισέλθει και κινηθεί κατά μήκος της οδού Βοιωτίας. Αλλά ακόμα και να ήταν πρόθεση του Κατηγορούμενου να εισέλθει στην οδό Βοιωτίας, η είσοδος του στον δρόμο στα τυφλά, έστω και αν έγινε σιγά-σιγά και με χαμηλή ταχύτητα και για πολύ μικρή απόσταση (by inching), τούτο δεν τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε ευθύνη (βλ. Ιωαννίδης ν Χαραλαμπίδης (Πολιτική Έφεση 336/2012) ημερ. 10.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:A352 και Παύλου ν Σάββα (1989) 1E ΑΑΔ 797). Η παραδοχή και ομολογία του Κατηγορούμενου στο Τεκμήριο 5 επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω ευρήματα επί της μαρτυρίας. Συνεπώς, κρίνω ότι ο Κατηγορούμενος οδήγησε αμελώς το Όχημα Α και συνεπεία της ανωτέρω αμελούς πράξης του επήλθε η επίδικη τροχαία σύγκρουση και προκλήθηκαν σωματικές βλάβες στον ΜΚ2.

Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος της 1ης κατηγορίας από τον Κατηγορούμενο.

2η Κατηγορία

Αναφορικά με την 2η κατηγορία σχετικό είναι το άρθρο 3(1) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου (N.96(I)/2000), το οποίο προνοεί τα εξής (ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο):

«Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να- (α) Χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα σε οδό, εκτός αν βρίσκεται σε ισχύ, σχετικά με τη χρήση του από το πρόσωπο αυτό, τέτοιο ασφαλιστήριο που αφορά ευθύνη έναντι τρίτου σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού»

Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, στην γραπτή αγόρευση του το άρθρο 3(2) του Ν.96(Ι)/2000, το οποίο αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 3(1) σε ορισμένες περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, επικαλέστηκε και παρέθεσε το κείμενο των εδαφίων (δ) και (θ) του άρθρου 3(2), τα οποία προνοούν τα εξής:

«Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται σε σχέση με-

(δ) όχημα ή τύπο οχήματος που με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου εξαιρείται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τηρουμένων τέτοιων όρων τους οποίους το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε επιβάλει…

(θ) όχημα που δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται σε οδό, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο «οδός» από τον περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμο»

Καταρχάς, το εδάφιο (θ) εισήχθη στον Ν.96(Ι)/2000 με τον Τροποποιητικό Νόμο 167(Ι)/2023, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23.12.2023, ήτοι μεταγενέστερα του επίδικου χρόνου της παρούσας υπόθεσης και χωρίς οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ. Ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν. Σε σχέση με το εδάφιο (δ), σημειώνω ότι ουδεμία σχετική μαρτυρία τέθηκε από την Υπεράσπιση και ούτε υποβλήθηκε οτιδήποτε σχετικό στους μάρτυρες κατηγορίας, έτσι ώστε να καταστεί επίδικο ζήτημα η οποιαδήποτε απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. επίσης κατ’ αναλογία: Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 119/2017) ημερ. 13.06.2018, ECLI:CY:AD:2018:B289).

Το γεγονός ότι δεν υπήρχε σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο πιστοποιητικό ασφαλείας για ευθύνη έναντι τρίτου σε σχέση με την οδική χρήση του Οχήματος Α δεν αμφισβητείται. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος της 2ης κατηγορίας.

3η Κατηγορία

Σχετικός με την 3η κατηγορία είναι ο Κανονισμός 4(1) των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών (ΚΔΠ/66/1984), ο οποίος προνοεί τα εξής:

«Ουδείς θελει χρησιμοποιήσει ή οδηγήσει μηχανοκίνητον όχημα, ή επιτρέψει ή ανεχθεί όπως μηχανοκίνητον όχημα χρησιμοποιηθή πριν ή τούτο εγγραφή δυνάμει των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών:

[…] Νοείται περαιτέρω ότι, εξαιρουμένων των αναπηρικών τροχοκαθισμάτων και των ηλεκτροκίνητων ποδηλάτων για τα οποία δεν υφίσταται υποχρέωση εγγραφής τους, απαγορεύεται η κυκλοφορία σε δημόσιο δρόμο οποιουδήποτε μηχανοκίνητου οχήματος που δεν πληροί τις απαιτήσεις του Νόμου και το οποίο κινείται με μηχανική, ηλεκτρική ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια

Η ανωτέρω πρόνοια απαγορεύει την χρήση ή οδήγηση μη εγγεγραμμένου μηχανοκίνητου οχήματος. Στην ανωτέρω επιφύλαξη της, μάλιστα, ο νομοθέτης ξεκαθαρίζει ότι απαγορεύεται η κυκλοφορία τέτοιου οχήματος σε δημόσιο δρόμο, αν τούτο δεν πληροί τις απαιτήσεις του νόμου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εγγραφεί. Συνεπώς, το γεγονός ότι το Όχημα Α δεν μπορούσε καν να εγγραφεί στον Έφορο Μηχανοκίνητων Οχημάτων είναι αδιάφορο για την διάπραξη του παρόντος αδικήματος. Εφόσον ο Κατηγορούμενος οδήγησε το μη εγγεγραμμένο Όχημα Α εντός της οδού Βοιωτίας, ήτοι σε δημόσιο δρόμο, έχει διαπράξει το αδίκημα της 3ης κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

6.     Κατάληξη

Για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

                                                                      (Υπ.).....................................

                                                                               Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο