
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 5/2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν
OMAR AL LIDDAWI
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 29.05.2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Στέλλα Πίπη
Για την Κατηγορούμενο: κ. Χρίστος Φελλάς
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
(ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ)
Εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή έχει κλείσει την υπόθεση της, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου επαρκώς ώστε αυτός να κληθεί σε απολογία και να υποχρεωθεί να προβάλει την υπεράσπιση του.
Στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο προβαίνει σε μια εκ πρώτης όψεως θεώρηση της μαρτυρίας, χωρίς αξιολόγηση της αξιοπιστίας της, και είναι αρκετό αν αυτή δημιουργεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, έτσι ώστε αν ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση, η καταδίκη του από το Δικαστήριο να είναι μια λογική πραγματική δυνατότητα (βλ. Grant v Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 808, Police v Kallenos (1980) JSC 145).
Η απαλλαγή ενός κατηγορούμενου σε αυτό το στάδιο δικαιολογείται μόνο όταν: (α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ή (β) οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει καταδίκη σ΄ αυτή (βλ. Azinas v Police (1981) 1 CLR 250). Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Μόνο όταν η μαρτυρία εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία, που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει ένα λογικό Δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της (βλ. Παναγιώτου ν Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191).
Στην παρούσα υπόθεση, ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες, ήτοι χρήση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφαλείας για ευθύνη έναντι τρίτου (1η κατηγορία), οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης (2η κατηγορία) και χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (3η κατηγορία). Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε ένα μάρτυρα προς υποστήριξη της υπόθεσης της, ήτοι τον Αστυφύλακα 2430 (ΜΚ1). Συγκεκριμένα, η μαρτυρία που προσφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν ότι ο Κατηγορούμενος θεάθηκε από τον ΜΚ1 να πλησιάζει το επίδικο όχημα για να το ανοίξει σε απόσταση 2-3 μέτρων και προτού ανοίξει την πόρτα του οχήματος συνελήφθη από την Αστυνομία. Αφού μεταφέρθηκε στον αστυνομικό σταθμό, παραδέχθηκε ότι είχε κλέψει το επίδικο όχημα και παρέδωσε τα κλειδιά του οχήματος στην Αστυνομία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου εισηγήθηκε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, καθώς, ως ανέφερε, η Κατηγορούσα Αρχή δεν προσκόμισε μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος οδήγησε το επίδικο μηχανοκίνητο όχημα.
Αρχίζοντας από την 1η κατηγορία, το άρθρο 3(1)(α) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου (Ν.96(I)/2000) απαγορεύει σε οποιοδήποτε πρόσωπο να «χρησιμοποιεί όχημα, εκτός εάν βρίσκεται σε ισχύ ασφαλιστήριο που αφορά ευθύνη έναντι τρίτου σχετική με τη χρήση του οχήματος από το πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου».
Σημειώνω ότι παρά το γεγονός ότι η οδήγηση χωρίς ασφάλεια είναι αδίκημα αυστηρής ποινικής ευθύνης, το βάρος απόδειξης παραμένει στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 119/2017) ημερ. 13/06/2018, ECLI:CY:AD:2018:B289). Στην παρούσα υπόθεση, η ίδια η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε, ως Τεκμήριο 5, απόσπασμα από το ηλεκτρονικό σύστημα της Αστυνομίας, στο οποίο καταγράφονται στοιχεία ασφαλιστηρίου, το οποίο βρισκόταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο. Από την στιγμή που τέθηκε τέτοια μαρτυρία, η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να προσφέρει μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος δεν καλυπτόταν από τους όρους του εν λόγω ασφαλιστηρίου (βλ. Pyrilli v Police (1963) 1 CLR 96 και Παναγή ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 265/2015) ημερ. 01/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B458). Εδώ όχι μόνο δεν προσκομίστηκε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ως όφειλε να πράξει η Κατηγορούσα Αρχή (βλ. επίσης Lecuvlad v Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 33/2020) ημερ. 28/01/2021), αλλά και ο ΜΚ1 δεν γνώριζε αν ο Κατηγορούμενος οδήγησε το επίδικο όχημα χωρίς να καλύπτεται από πιστοποιητικό ασφαλείας για ευθύνη έναντι τρίτου. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν έχει προσαχθεί μαρτυρία σε σχέση με το εν λόγω συστατικό στοιχείο του αδικήματος.
Ερχόμενος στην 2η κατηγορία, το άρθρο 49(1) του Περί Άδειας Οδήγησης Νόμου (Ν.94(Ι)/2001) προνοεί ότι «Πρόσωπο το οποίο οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα ή έχει τον έλεγχο τέτοιου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο ή άλλο δημόσιο χώρο, χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια οδήγησης…». Η Κατηγορούσα Αρχή, ουδεμία μαρτυρία πρόσφερε περί ύπαρξης άδειας οδήγησης. Τουναντίον, ο ΜΚ1 ανέφερε, στην κυρίως εξέτασή του, ότι δεν εξέτασε καν κατά πόσο ο Κατηγορούμενος ήταν κάτοχος άδειας οδήγησης, καθώς, ως χαρακτηριστικά είπε, δεν τον αφορούσε την δεδομένη στιγμή. Συνεπώς, κρίνω ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία για το ανωτέρω συστατικό στοιχείο του αδικήματος.
Προχωρώντας στην 3η κατηγορία, το άρθρο 11 του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972) προβλέπει ότι «Πας όστις λαμβάνει και οδηγεί οιονδήποτε μηχανοκίνητον όχημα άνευ της συναινέσεως του ιδιοκτήτου αυτού ή ετέρας νομίμου εξουσιοδοτήσεως, είναι ένοχος αδικήματος…».
Αναφορικά με την έννοια της φράσης «λαμβάνει» (“taking”), αυτή ερμηνεύτηκε στην αγγλική απόφαση R v Bogacki [1973] All ER 864, όπου το Αγγλικό Εφετείο (Court of Appeal), εξετάζοντας την πρόνοια του άρθρου 12(1) του Theft Act 1968, η οποία είναι παρόμοια με αυτήν του άρθρου 11 του Ν.86/1972, αποφάσισε τα εξής:
“…before a man can be convicted of the completed offence under s 12(1) it must be shown that he took the vehicle, that is to say that there was an unauthorised taking possession or control of the vehicle by him adverse to the rights of the true owner or person otherwise entitled to such possession or control, coupled with some movement, however small (as Professor Griew says) of that vehicle following such unauthorised taking.”
Συνεπώς, η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να προσκομίσει μαρτυρία ότι το επίδικο όχημα «κινήθηκε». Ως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, η μαρτυρία που προσφέρθηκε ήταν ότι το επίδικο όχημα ήταν σταθμευμένο στον δρόμο και ο Κατηγορούμενος το πλησίασε σε απόσταση 2 με 3 μέτρων με σκοπό να το ανοίξει και, προτού ανοίξει την πόρτα του οχήματος, αυτός συνελήφθη από την Αστυνομία. Αφού μεταφέρθηκε στον αστυνομικό σταθμό, παραδέχθηκε ότι είχε κλέψει το επίδικο όχημα και παρέδωσε τα κλειδιά του οχήματος στην Αστυνομία. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε στην Αστυνομία ότι έκλεψε το επίδικο όχημα, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το όχημα κινήθηκε ή οδηγήθηκε (βλ. Wilkinson’s Road Traffic Offences (23rd edition, 2007), para.15.11). Τουναντίον, ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πόσο το επίδικο όχημα κινήθηκε και συνεπώς κατά πόσο ο Κατηγορούμενος το έλαβε και το οδήγησε, τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Εφαρμόζοντας τις ανωτέρω νομικές αρχές για το παρόν στάδιο του εκ πρώτης όψεως, κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου σε σχέση με τις κατηγορίες 1, 2 και 3, λόγω έλλειψης μαρτυρίας αναφορικά με συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω.
Ως εκ τούτου, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
(Υπ.).....................................
Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο