
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 11807/2023
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 09.07.2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Στέλλα Πίπη
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Θεοφάνης Ανδρέου
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Εισαγωγή
Η παρούσα υπόθεση αφορά οδική τροχαία σύγκρουση, η οποία έλαβε χώρα στις 18.11.2022, μεταξύ μοτοσικλέτας και αυτοκινήτου στην φωτοελεγχόμενη συμβολή των Λεωφόρων Γιάννου Κρανιδιώτη και Στρατηγού Τιμάγια στην Λάρνακα.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ημερ. 04.09.2023, ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει 6 κατηγορίες, οι οποίες αφορούν τα αδικήματα της αμελούς οδήγησης και πρόκλησης σωματικής βλάβης (1η κατηγορία), της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης (2η κατηγορία), χωρίς πιστοποιητικό ασφαλείας για ευθύνη έναντι τρίτου (3η κατηγορία), χωρίς πινακίδες εγγραφής (4η κατηγορία), χωρίς άδεια κυκλοφορίας (5η κατηγορία) και χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (6η κατηγορία).
Ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε τις κατηγορίες 2 έως 6 και αρνήθηκε την 1η κατηγορία, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί σε ακρόαση σε σχέση μόνο με την 1η κατηγορία.
2. Η Μαρτυρία
Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε 4 μάρτυρες για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι τον Αρχιλοχία 4759 (ΜΚ1), την Αστυφύλακα 4099 (ΜΚ2), την παραπονούμενη (ΜΚ3) και τον Α.Α., μηχανικό των Δημοσίων Έργων (ΜΚ4). Αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, τον κάλεσε σε απολογία και να προβάλει την υπεράσπιση του. Ο Κατηγορούμενος έδωσε ενόρκως μαρτυρία και κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισης τον S.L., αυτόπτη μάρτυρα του επίδικου ατυχήματος (ΜΥ1).
Ο ΜΚ1 υπηρετεί στην Τροχαία Λάρνακας και ανάμεσα στα καθήκοντά του είναι ο έλεγχος των υποθέσεων που αφορούν τροχαίες συγκρούσεις. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο ημερολογίου ενεργείας ημερ. 21.05.2023, Τεκμήριο 1, το οποίο συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος. Από μελέτη του ανακριτικού φακέλου της παρούσας υπόθεσης, ο ΜΚ1 εισηγήθηκε την ποινική δίωξη τόσο του Κατηγορούμενου, όσο και της ΜΚ3, καθώς «κανένας εκ των δύο δεν είχε αντιληφθεί τον άλλο εντός της διασταύρωσης», ενώ ο Κατηγορούμενος «φαίνεται να μην έχει τηρήσει τους κανόνες χρήσης των φώτων τροχαίας» αφού δεν εκκίνησε το όχημα του όταν η ένδειξη του φανού στην πορεία του ήταν πράσινο. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος βρισκόταν ήδη εν κινήσει προτού η ένδειξη του φανού στην πορεία του αλλάξει σε πράσινο και η απόσπαση της προσοχής του στο να περάσει διαμέσου των σταματημένων οχημάτων «συνέτεινε στο να μην αντιληφθεί την [ΜΚ3] η οποία εκ των πραγμάτων βρισκόταν εντός της διασταύρωσης την ώρα που ο [Κατηγορούμενος] περνούσε από τα φώτα τροχαίας». Αναφορικά με την ΜΚ3, αφού έλαβε υπόψιν του ότι το αυτοκίνητο της ήταν το τρίτο στην σειρά αναμονής πριν τα φώτα τροχαίας στην πορεία της, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι μέτρησε δέκα ξεχωριστές περιπτώσεις, όπου το τρίτο αυτοκίνητο «έφθασε στην καλύτερη περίπτωση μέχρι και ένα μέτρο μπροστά από την γραμμή της διάβασης στα φώτα τροχαίας την ώρα που το πράσινο βέλος έσβηνε». Επιπλέον, ανέφερε ότι η ΜΚ3 «είχε την δυνατότητα να δει τον [Κατηγορούμενο], αφού καμία αναφορά δεν γίνεται ότι η ορατότητα τους εμποδιζόταν».
Στην αντεξέτασή του, ανέφερε ότι το συμπέρασμα του δεν στηρίζεται σε αναπαράσταση του επίδικου ατυχήματος, αλλά στην μαρτυρία που συλλέχθηκε από την Αστυνομία, συμπεριλαμβανομένης και της κατάθεσης του ΜΥ1, και με βάση την εμπειρία του στα τροχαία δυστυχήματα. Εξήγησε ότι ο Κατηγορούμενος αντί να σταματήσει στα φώτα τροχαίας όταν η ένδειξη του φανού ήταν κόκκινη και να εκκινήσει όταν αλλάξει σε πράσινο, είχε εκκινήσει προτού η ένδειξη του φανού γίνει πράσινη, με αποτέλεσμα να περάσει με πράσινο έχοντας ήδη αναπτύξει κάποια ταχύτητα.
Η ΜΚ2 υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένη στον κλάδο διερεύνησης οδικών τροχαίων συγκρούσεων της Τροχαίας Λάρνακας. Κατέθεσε και υιοθέτησε, ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, την κατάθεση της ημερ. 27.04.2023, Τεκμήριο 2. Στις 18.11.2022 και περί ώρα 21:40 μετέβη στην συμβολή των Λεωφόρων Γιάννου Κρανιδιώτη και Στρατηγού Τιμάγια, όπου έλαβε χώρα λίγα λεπτά προηγουμένως οδική τροχαία σύγκρουση με ενεχόμενα τρία οχήματα, ήτοι το αυτοκίνητο τύπου hatch-back, το οποίο οδηγούσε η ΜΚ3 (εφεξής καλούμενου ως «το Όχημα Α»), την μοτοσικλέτα, την οποία οδηγούσε ο Κατηγορούμενος (εφεξής καλούμενης ως «το Όχημα Β» ή «η Μοτοσικλέτα») και το αυτοκίνητο τύπου estate (εφεξής καλούμενου ως «το Όχημα Γ»). Κατά την άφιξη της στην σκηνή του ατυχήματος, οι οδηγοί των ανωτέρω οχημάτων βρίσκονταν στο μέρος, με τον Κατηγορούμενο να είναι σοβαρά τραυματισμένος και τα ενεχόμενα οχήματα να έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές.
Κατά την διερεύνηση της επίδικης τροχαίας σύγκρουσης, η ΜΚ2 διαπίστωσε την διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 2 έως 6 από τον Κατηγορούμενο. Επίσης, ετοίμασε σχεδιαγράφημα της σκηνής, ήτοι το Τεκμήριο 4, και φωτογράφισε τα ενεχόμενα οχήματα στις τελικές θέσεις τους καταθέτοντας τις σχετικές φωτογραφίες ως Τεκμήριο 6.
Σύμφωνα με το Τεκμήριο 4, η επίδικη συμβολή είναι φωτοελεγχόμενη και τύπου «Τ», με την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια να καταλήγει στην επίδικη συμβολή. Η Λεωφόρος Γιάννου Κρανιδιώτη αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνσή της και διαχωριστική νησίδα μεταξύ των δύο κατευθύνσεων. Στην κατεύθυνση προς το Στάδιο Αμμόχωστος, υπάρχουν τρεις λωρίδες κυκλοφορίας επί της συμβολής, ήτοι οι πρώτες δύο για τους οδηγούς που θα προχωρήσουν ευθεία και η τρίτη για αυτούς που θα στρίψουν δεξιά προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Η Λεωφόρος Στρατηγού Τιμάγια αποτελείται από μία λωρίδα κυκλοφορίας για τα οχήματα που εισέρχονται σε αυτήν και δύο λωρίδες κυκλοφορίες για αυτά που εισέρχονται στην συμβολή, αναλόγως της μετέπειτα πορείας που θα ακολουθήσουν, ήτοι δεξιά ή αριστερά.
Επεξηγώντας το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4, η ΜΚ2 ανέφερε ότι το Όχημα Α είχε αρχική πορεία επί της Λεωφόρου Γιάννου Κρανιδιώτη με κατεύθυνση το Στάδιο Αμμόχωστος, ως η πορεία «Α» επί του σχεδιαγραφήματος. Στην επίδικη συμβολή, η ΜΚ3 κινήθηκε στην τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας, με σκοπό να στρίψει δεξιά προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Η Μοτοσικλέτα είχε αντίθετη πορεία επί της Λεωφόρου Γιάννου Κρανιδιώτη, ήτοι προς την Πυροσβεστική, ως η πορεία «Β» επί του σχεδιαγραφήματος. Κατά τον χρόνο που το Όχημα Α εισήλθε εντός της συμβολής και έστριψε δεξιά για να κατευθυνθεί προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια, η Μοτοσικλέτα και το Όχημα Α συγκρούστηκαν εντός της συμβολής και συγκεκριμένα στο σημείο «Χ
» επί του σχεδιαγραφήματος, το οποίο βρίσκεται στην ευθεία πορεία της Μοτοσικλέτας και 7 μέτρα περίπου από την είσοδο στην Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Στο Τεκμήριο Α καταγράφονται τα ίχνη τριβής της Μοτοσικλέτας επί του οδοστρώματος ως «Β1» και «Β2», τα οποία προκλήθηκαν από την πτώση της μετά την σύγκρουση με το Όχημα Α. Τα ίχνη τριβής αρχίζουν από το σημείο σύγκρουσης «Χ» και καταλήγουν στην τελική θέση της Μοτοσικλέτας, ήτοι στο σημείο «Β3», το οποίο βρίσκεται εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας της Λεωφόρου Στρατηγού Τιμάγια και συγκεκριμένα 7,70 μέτρα περίπου από την είσοδο της λεωφόρου. Μετά την σύγκρουση, το Όχημα Α κινήθηκε δεξιότερα, ως η αρχική κατεύθυνση του, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί στο σημείο «Χ2» με το Όχημα Γ – το οποίο βρισκόταν σταματημένο και σε στάση αναμονής στην Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια και με κατεύθυνση προς την συμβολή – και να ακινητοποιηθεί στο σημείο «Α1» και εντός της Λεωφόρου Στρατηγού Τιμάγια. Από τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 6 και τις τελικές θέσεις των Οχημάτων Α και Γ, προκύπτει ότι το μπροστινό μέρος του Οχήματος Α συγκρούστηκε με το δεξιά μπροστινό μέρος του Οχήματος Γ, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να υποστούν σχετικές υλικές ζημιές στα ανωτέρω σημεία τους. Καταγράφεται, επίσης, στο Τεκμήριο Α και η πορεία του αυτοκινήτου, το οποίο οδηγούσε ο ΜΥ1 στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Γιάννου Κρανιδιώτη με κατεύθυνση προς Πυροσβεστική, ως η πορεία «Δ», ήτοι ίδια κατεύθυνση με αυτή της Μοτοσικλέτας.
Στις 12.02.2023 η ΜΚ2 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, ήτοι το Τεκμήριο 3, και στην συνέχεια τον κατηγόρησε γραπτώς για τα αδικήματα των κατηγοριών 2 έως 5 (βλ. Τεκμήριο 5), όπου ο Κατηγορούμενος απάντησε «Ότι είχα να πω, το είπα στην κατάθεση που σου έδωσα». Στην συνέχεια και την ίδια ημέρα, η ΜΚ2 τον πληροφόρησε και για το αδίκημα της 6ης κατηγορίας και ο Κατηγορούμενος απάντησε «Έχεις δίκαιο».
Στην αντεξέτασή της, η ΜΚ2 ανέφερε ότι ήταν η εξεταστής του επίδικου ατυχήματος και κατά την διερεύνησή του έλαβε κατάθεση και από τον ΜΥ1, ήτοι το Τεκμήριο 7. Ενόψει του περιεχομένου του Τεκμηρίου 7, σύμφωνα με το οποίο ο Κατηγορούμενος εισήλθε στην επίδικη διασταύρωση με πράσινο φως, η ΜΚ2 εισηγήθηκε την ποινική δίωξη της ΜΚ3 και όχι του Κατηγορούμενου. Αναφορικά με το σχεδιαγράφημα, Τεκμήριο 4, ανέφερε ότι είναι συμμετρικό και το ετοίμασε στην βάση του πρόχειρου σχεδιαγραφήματος, Τεκμήριο 8, το οποίο είχε ετοιμάσει προηγουμένως. Σε ερώτηση κατά πόσο διαφέρει το σημείο «Χ» μεταξύ των δύο σχεδιαγραφημάτων, η ΜΚ2 εξήγησε ότι δεν διαφέρουν, καθώς οι μετρήσεις είναι οι ίδιες και το Τεκμήριο 4 είναι επί κλίμακας και όλα τα στοιχεία που καταγράφονται, όπως η διασταύρωση, οι δρόμοι, οι πάροδοι και οι νησίδες είναι επί κλίμακας στην βάση των μετρήσεων επί του πρόχειρου σχεδιαγραφήματος, Τεκμήριο 8. Για τις ζημιές στο Όχημα Α, ανέφερε ότι υπήρχαν κυρίως στο μπροστινό μέρος του και «αρκετές» στο αριστερό φτερό, αλλά όχι στην πόρτα του συνοδηγού. Μετά την σύγκρουση μεταξύ του Οχήματος Α και της Μοτοσικλέτας, σύμφωνα με τα ίχνη τριβής της Μοτοσικλέτας, το Όχημα Α παρέσυρε την Μοτοσικλέτα εντός της Λεωφόρου Στρατηγού Τιμάγια. Εν σχέσει με το κατά πόσο η ΜΚ3 έστριψε δεξιά με διαγώνια πορεία, η ΜΚ2 ανέφερε ότι δεν είχε οποιαδήποτε μαρτυρία αν η πορεία της ήταν κάθετη ή διαγώνια.
Η ΜΚ3 είναι η οδηγός του Οχήματος Α. Κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, την κατάθεση της ημερ. 24.11.2022, Τεκμήριο 10. Σύμφωνα με αυτήν, στις 18.11.2022 και περί ώρα 21:10 οδηγούσε το Όχημα Α επί της Λεωφόρου Γιάννου Κρανιδιώτη ως η πορεία «Α» επί του σχεδιαγραφήματος. Στον ανωτέρω δρόμο και επίδικη συμβολή υπήρχε αναμμένος οδικός φωτισμός, ο οποίος ήταν ικανοποιητικός. Όταν πλησίασε στην επίδικη συμβολή, η ΜΚ3 οδηγούσε στην τρίτη και δεξιότερη λωρίδα κυκλοφορίας, η οποία προορίζεται για τα οχήματα που θα στρίψουν δεξιά και εισέλθουν στην Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Η ΜΚ3 σταμάτησε στα φώτα τροχαίας και ήταν το τρίτο αυτοκίνητο στην σειρά, δηλαδή υπήρχαν δύο αυτοκίνητα μπροστά της που θα έστριβαν επίσης δεξιά προς Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Αφού άναψε το πράσινο στρογγυλό φως και το πράσινο βέλος στην πορεία της, τα δύο προπορευόμενα αυτοκίνητα εκκίνησαν και προχώρησαν και το ίδιο έπραξε και αυτή με το Όχημα Α. Όταν η ίδια περνούσε «δίπλα» από τον σηματοδότη, το πράσινο βέλος εξακολουθούσε να ήταν αναμμένο, με αποτέλεσμα η ΜΚ3 να εισέλθει και αυτή εντός της διασταύρωσης και να στρίψει δεξιά προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Προτού, όμως, εισέλθει στην Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια, ένιωσε ένα πολύ δυνατό κτύπημα στο μπροστινό αριστερό μέρος του Οχήματος Α και αμέσως άνοιξαν οι αερόσακκοι του Οχήματος Α. Ως εκ τούτου, η ίδια δεν έβλεπε καθόλου και έχασε τον έλεγχο του οχήματος της, το οποίο συγκρούστηκε με το Όχημα Γ. Όταν κατέβηκε από το Όχημα Α, είδε ένα νεαρό πρόσωπο στο έδαφος, ήτοι τον Κατηγορούμενο, να φέρει το κράνος του και να φωνάζει ότι πονούσε πολύ. Η ΜΚ1 δεν ξέρει «ακριβώς τι έγινε» και δεν γνωρίζει από που ερχόταν η Μοτοσικλέτα και προς τα που κατευθυνόταν. Αργότερα επισκέφθηκε το νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε ότι υπέστη κάποιους μώλωπες. Αναγνώρισε, επίσης, ότι συμφώνησε με το πρόχειρο σχεδιαγράφημα, Τεκμηριο 8, υπογράφοντάς το.
Στην αντεξέτασή της, ανέφερε ότι οι τραυματισμοί της προκλήθηκαν από την σύγκρουση του Οχήματος Α με το Όχημα Γ. Παραδέχθηκε, επίσης, ότι η ίδια δεν είδε και δεν αντιλήφθηκε καθόλου την Μοτοσικλέτα πριν την επίδικη σύγκρουση, αλλά αρνήθηκε ότι εισήλθε στην πορεία του Κατηγορούμενου. Ανέφερε, μάλιστα, ότι τα άλλα οχήματα στην ίδια πορεία με τον Κατηγορούμενο ήταν σταματημένα στα φώτα τροχαίας και η ίδια δεν είδε την Μοτοσικλέτα να είναι σταματημένη απέναντι, καθώς αυτή «ήρθε από μακριά». Η ίδια έβλεπε τον σηματοδότη που ήταν απέναντί της και το πράσινο βέλος ήταν αναμμένο για όσο χρόνο έβλεπε τον σηματοδότη.
Ο ΜΚ4 εργάζεται στο Τμήμα Δημοσίων Έργων ως εκτελεστικός μηχανικός. Για την παρούσα υπόθεση κλήθηκε από την Τροχαία Λάρνακας και ετοίμασε έκθεση για το πρόγραμμα λειτουργίας των φώτων τροχαίας στην επίδικη συμβολή, ήτοι το Τεκμήριο 9. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 9 και τον ΜΚ4, στην Λεωφόρο Γιάννου Κρανιδιώτη με κατεύθυνση προς το Στάδιο Αμμόχωστος, όταν ανάβει το πράσινο στρογγυλό φως, ανάβει ταυτόχρονα και το πράσινο βέλος για τους οδηγούς που θα στρίψουν δεξιά προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια, δίδοντας προτεραιότητα σε αυτούς, καθώς στην απέναντι κατεύθυνση εξακολουθεί να είναι αναμμένο το κόκκινο φως (βλ. 67ο δευτερόλεπτο στον πίνακα του Τεκμηρίου 9). Το ανωτέρω πράσινο βέλος παραμένει αναμμένο για 8 δευτερόλεπτα και όταν σβήσει, το κόκκινο φως στην αντίθετη κατεύθυνση παραμένει αναμμένο για ακόμα 2 δευτερόλεπτα (βλ. 75ο έως 76ο δευτερόλεπτο στον πίνακα του Τεκμηρίου 9). Ως εξήγησε, ο χρόνος αυτός των 2 δευτερολέπτων αποσκοπεί ουσιαστικά στο να «καθαρίσει» η συμβολή από τα αυτοκίνητα. Στην συνέχεια, στην αντίθετη κατεύθυνση ανάβει το πορτοκαλί φως, μαζί με το ήδη αναμμένο κόκκινο, για δύο δευτερόλεπτα (βλ. 1ο έως 2ο δευτερόλεπτο στον πίνακα του Τεκμηρίου 9) και αμέσως μετά σβήνουν το κόκκινο και το πορτοκαλί φως και ανάβει το πράσινο στρογγυλό φως (βλ. 3ο δευτερόλεπτο στον πίνακα του Τεκμηρίου 9).
Στην αντεξέτασή του, ο ΜΚ4 ανέφερε ότι υπάρχει φωτεινός σηματοδότης απέναντι από τα οχήματα που θα στρίψουν δεξιά προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια και συνεπώς αυτός είναι ορατός στα οχήματα που εισέρχονται στην συμβολή για να στρίψουν. Σε ερώτηση πόσα αυτοκίνητα μπορούν να περάσουν κατά τα 8 δευτερόλεπτα που είναι αναμμένο το πράσινο βέλος, ο ΜΚ4 απάντησε ότι είναι «2 δευτερόλεπτα ανά όχημα», αλλά εξαρτάται από «το πότε ξεκινά ο πρώτος» και αν κάποιου είναι αποσπώμενη η προσοχή. Εξήγησε δε ότι όταν το πράσινο βέλος είναι αναμμένο, τότε τα οχήματα που θα στρίψουν δεξιά προς Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια έχουν προτεραιότητα έναντι των οχημάτων που έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ μετά που θα σβήσει το πράσινο βέλος, μπορούν να στρίψουν δεξιά, καθώς το πράσινο στρογγυλό φως εξακολουθεί να είναι αναμμένο, μόνο όταν δεν υπάρχουν οχήματα στην αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Κατηγορούμενος υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, γραπτή δήλωση, η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Α, και στην οποία ο Κατηγορούμενος υιοθετεί πλήρως το περιεχόμενο της κατάθεσης του που έδωσε στην Αστυνομία, ήτοι το Τεκμήριο 3.
Στην κατάθεση του, Τεκμήριο 3, ο Κατηγορούμενος αναφέρει ότι ήταν αυτός που οδηγούσε την Μοτοσικλέτα κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο φέροντας προστατευτικό κράνος και έχοντας αναμμένα τα φώτα πορείας της Μοτοσικλέτας. Οδηγώντας επί της Λεωφόρου Γιάννου Κρανιδιώτη και κατευθυνόμενος προς την Πυροσβεστική, ο Κατηγορούμενος βρισκόταν στο δεξιότερο σημείο της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας της κατεύθυνσής του και κινείτο με ταχύτητα 40-50ΧΑΩ. Πλησιάζοντας προς την επίδικη συμβολή και σε απόσταση 100 μέτρων από αυτήν, ο Κατηγορούμενος είδε ότι ήταν αναμμένο το κόκκινο φως και άρχισε να ελαττώνει ταχύτητα προχωρώντας ευθεία και εξακολουθώντας να βρίσκεται στο δεξιότερο σημείο της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας. Μπροστά από τον Κατηγορούμενο και λίγο πριν τα φώτα, υπήρχαν αυτοκίνητα και στις δύο λωρίδες κυκλοφορίας της κατεύθυνσής του και καθώς προχωρούσε και πλησίασε στα φώτα, είδε ότι η φωτεινή ένδειξη άλλαξε από κόκκινο σε κόκκινο-πορτοκαλί. Ο ίδιος σταμάτησε να ελαττώνει και άφησε την Μοτοσικλέτα «να κυλά μόνη της» και όταν έφτασε λίγο πίσω από την γραμμή, είδε ότι το φως έγινε πράσινο και τότε, ως ανέφερε επί λέξει, «πάλαρα για να εκκινήσω ή μάλλον να συνεχίσω ευθεία». Εκείνη την στιγμή δεν υπήρχαν αυτοκίνητα μέσα στην διασταύρωση, αλλά μόλις εισήλθε ο ίδιος στην διασταύρωση, είδε το Όχημα Α στην αντίθετη κατεύθυνση να στρίβει διαγώνια προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια και να κατευθύνεται κατά πάνω του «με μεγάλη ταχύτητα». Ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να το αποφύγει κάνοντας ελιγμό προς τα αριστερά, αλλά το Όχημα Α συνέχισε να κινείται προς τα πάνω του, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με την Μοτοσικλέτα λίγο πριν την είσοδο προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Από την σύγκρουση, ο Κατηγορούμενος εκτινάχθηκε από την Μοτοσικλέτα και βρέθηκε στο οδόστρωμα τραυματισμένος. Πονούσε πολύ και φώναζε πολύ δυνατά και μετά μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου παρέμεινε για νοσηλεία και υποβλήθηκε σε διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις. Του υποδείχθηκε, επίσης, το σχεδιαγράφημα που ετοίμασε η Αστυνομία και συμφώνησε με αυτό.
Στο Έγγραφο Α, ο Κατηγορούμενος εξηγεί ότι όταν ανέφερε πως ελάττωσε ταχύτητα πριν από την επίδικη συμβολή, εννοεί ότι άφησε τον «καράολο», δηλαδή την χειρολαβή της γκαζιέρας, καθώς σε τέτοια περίπτωση μια μοτοσικλέτα επιβραδύνει αρκετά, χωρίς να χρειάζεται ο οδηγός της να χρησιμοποιήσει τα φρένα της. Εξήγησε, επίσης, ότι η Μοτοσικλέτα δεν σταμάτησε ποτέ εντελώς πριν τα φώτα και μέχρι να φτάσει ο ίδιος στην συμβολή και πριν την γραμμή στα φώτα τροχαίας, το φως άλλαξε και άναψε το πράσινο, με αποτέλεσμα να «παλάρει», εννοώντας ότι γύρισε τον καράολο για να αναπτύξει ταχύτητα. Αναφορικά με την επίδικη σύγκρουση, αυτή έγινε με το μπροστινό μέρος και μπροστινή αριστερή γωνιά του Οχήματος Α. Από την σύγκρουση ο Κατηγορούμενος τραυματίστηκε σοβαρά και υποβλήθηκε σε 13 χειρουργικές επεμβάσεις μέχρι σήμερα, καθώς υπέστη συντριπτικό κάταγμα κνήμης δεξιά κάτω τριτημόριου και κάταγμα επιγονατίδας δεξιά, ανοικτό κάταγμα σφηνοειδούς οστού και τάρσου δεξιά και ανοικτό κάταγμα επιγονατίδας αριστερά.
Στην αντεξέτασή του, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι είδε το πράσινο φως να ανάβει στην πορεία του όταν ο ίδιος ήταν σε απόσταση 1½ μέτρου πριν φτάσει στην γραμμή «ΑΛΤ» της επίδικης συμβολής. Προτού εισέλθει στην συμβολή, ο Κατηγορούμενος έλεγξε τον δρόμο και δεν είδε οποιοδήποτε αυτοκίνητο εντός της συμβολής, ενώ όταν πέρασε την γραμμή «ΑΛΤ» και εισήλθε στην συμβολή είδε το Όχημα Α να έρχεται κατά πάνω του σε απόσταση ενός μέτρου από τον ίδιο. Ο ίδιος θεωρεί ότι το Όχημα Α κινείτο με «μεγάλη ταχύτητα» επειδή η ΜΚ3 «μούνταρε» να μπει στην συμβολή και να στρίψει δεξιά και στην συνέχεια συγκρούστηκε και με άλλο αυτοκίνητο, ήτοι το Όχημα Γ.
Ο ΜΥ1 είναι αυτόπτης μάρτυρας του επίδικου ατυχήματος. Αναγνώρισε και υιοθέτησε, ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, την κατάθεση του ημερ. 24.11.2022, Τεκμήριο 7. Ο ΜΥ1 κατάγεται από τις ΗΠΑ και διαμένει στην Κύπρο με την οικογένεια του τα τελευταία 10 έτη. Κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα του στην Λεωφόρο Γιάννου Κρανιδιώτη με κατεύθυνση προς την Πυροσβεστική και συγκεκριμένα βρισκόταν στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Πλησιάζοντας στην επίδικη συμβολή, είδε ότι η ένδειξη στον φωτεινό σηματοδότη ήταν κόκκινη για την πορεία του, ενώ στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας υπήρχαν δύο άλλα αυτοκίνητα. Όταν ήταν σε απόσταση 5 μέτρων από τα φώτα τροχαίας, είδε ότι η ένδειξη στον σηματοδότη άλλαξε σε κόκκινο-πορτοκαλί. Εκείνη την στιγμή, η Μοτοσικλέτα ήρθε ανάμεσα στα αυτοκίνητα, χωρίς να σταματήσει εντελώς και να ελαττώσει ταχύτητα, και προχώρησε ευθεία προς την συμβολή. Όταν η Μοτοσικλέτα πέρασε την γραμμή και εισήλθε στην συμβολή, το φως ήταν σίγουρα πράσινο. Εκείνη την στιγμή είδε το Όχημα Α εντός της συμβολής να στρίβει δεξιά, αλλά δεν γνωρίζει ποια ήταν η ένδειξη του σηματοδότη όταν το Όχημα Α άρχισε να στρίβει. Ο οδηγός της Μοτοσικλέτας προσπάθησε να αποφύγει το Όχημα Α, κινούμενος προς τα αριστερά, και μετά τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν.
Στην κυρίως εξέτασή του, ανέφερε ότι το όχημα που οδηγούσε ο ίδιος ήταν σταματημένο πριν από τα φώτα τροχαίας και είδε μερικά αυτοκίνητα να στρίβουν δεξιά από την απέναντι κατεύθυνση. Μετά η ένδειξη στα φώτα τροχαίας έγινε πράσινη για την πορεία του και όταν ο ίδιος εκκίνησε είδε την Μοτοσικλέτα να περνά ανάμεσα από τα αυτοκίνητα και να τον προσπερνά. Ακολούθως, είδε το Όχημα Α να στρίβει δεξιά και με διαγώνια πορεία να ανακόπτει την πορεία του ιδίου και της Μοτοσικλέτας και να συγκρούεται με την Μοτοσικλέτα, η οποία είχε ήδη εισέλθει στην συμβολή. Σε σχέση με την ταχύτητα του Οχήματος Α, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι δεν σταμάτησε ποτέ και ούτε ελάττωσε την ταχύτητά του. Μετά την σύγκρουση, ο ΜΥ1 κατέβηκε από το αυτοκίνητο του και πήγε στην οδηγό του Οχήματος Α, ήτοι στην ΜΚ3, και της είπε «τί στο καλό σκέφτεσαι;».
Στην αντεξέτασή του, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι δεν γνώριζε από πριν τους ενεχόμενους οδηγούς στο επίδικο ατύχημα. Σε σχέση με την επίδικη σύγκρουση, ανέφερε ότι η Μοτοσικλέτα είχε περάσει ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα και συγκεκριμένα από δεξιά του, ενώ υπήρχε και άλλο αυτοκίνητο στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της ίδιας κατεύθυνσης. Επίσης, ανέφερε ότι δεν είδε τον Κατηγορούμενο «μέχρι τη στιγμή που το φανάρι έγινε πράσινο». Αναφορικά με τον ισχυρισμό στην κατάθεσή του ότι η Μοτοσικλέτα δεν σταμάτησε και ούτε ελάττωσε ταχύτητα, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι η Μοτοσικλέτα δεν σταμάτησε «επειδή το φανάρι ήταν ήδη πράσινο» και ο ίδιος είχε ήδη εκκινήσει, αλλά η Μοτοσικλέτα τον προσπέρασε.
3. Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα
Τα κατωτέρω γεγονότα δεν έχουν αμφισβητηθεί και ως εκ τούτου συνιστούν ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Αντρέου ν Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263 και Ocean Reef Properties Ltd v Colville (2015) 1 ΑΑΔ 1002):
Κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο ο Κατηγορούμενος οδηγούσε την Μοτοσικλέτα επί της Λεωφόρου Γιάννου Κρανιδιώτη με κατεύθυνση προς την Πυροσβεστική. Η ΜΚ3 οδηγούσε το Όχημα Α στην αντίθετη κατεύθυνση της ανωτέρω λεωφόρου, ήτοι προς το Στάδιο Αμμόχωστος. Η Λεωφόρος Γιάννου Κρανιδιώτη αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση και υπάρχει διαχωριστική νησίδα μεταξύ των δύο κατευθύνσεων. Σε κάποιο σημείο της λεωφόρου, υπάρχει φωτοελεγχόμενη συμβολή τύπου «Τ» με την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Στην εν λόγω συμβολή, για τα οχήματα που κατευθύνονται προς το Στάδιο Αμμόχωστος, υπάρχουν τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, με τις δύο πρώτες να προορίζονται για τα οχήματα που θα συνεχίσουν ευθεία πορεία προς το Στάδιο Αμμόχωστος και την τρίτη λωρίδα για τα οχήματα που θα στρίψουν δεξιά προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Τα φώτα τροχαίας λειτουργούν κατά τρόπο ώστε τα οχήματα που θα στρίψουν δεξιά προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια να έχουν προτεραιότητα έναντι των οχημάτων που κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση για χρονική περίοδο 8 δευτερολέπτων. Συγκεκριμένα, ενώ η ένδειξη είναι κόκκινη για τα οχήματα που κατευθύνονται προς την Πυροσβεστική, ανάβει το πράσινο στρογγυλό φως και το πράσινο βέλος για τα οχήματα της αντίθετης κατεύθυνσης, με το πράσινο βέλος να απευθύνεται στα οχήματα της ανωτέρω τρίτης λωρίδας και να παραμένει αναμμένο για 8 δευτερόλεπτα. Ακολούθως, το πράσινο βέλος σβήνει και για τα επόμενα δύο δευτερόλεπτα, η ένδειξη για τα οχήματα που κατευθύνονται προς την Πυροσβεστική εξακολουθεί να παραμένει κόκκινη. Ακολούθως, η ένδειξη αλλάζει σε κόκκινο-πορτοκαλί για δύο δευτερόλεπτα και μετά ανάβει το πράσινο στρογγυλό φως.
Κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο, η ΜΚ3, οδηγώντας το Όχημα Α, εισήλθε στην επίδικη συμβολή στρίβοντας δεξιά προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια και ο Κατηγορούμενος, οδηγώντας την Μοτοσικλέτα, εισήλθε στην επίδικη συμβολή προχωρώντας ευθεία προς την Πυροσβεστική, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν στο σημείο «Χ» επί του σχεδιαγραφήματος, Τεκμήριο 4. Μετά την σύγκρουση, η Μοτοσικλέτα σύρθηκε στο οδόστρωμα, διαγράφοντας τα ίχνη τριβής «Β1» και «Β2» από το σημείο «Χ» μέχρι την τελική θέση της Μοτοσικλέτας «Β3» εντός της Λεωφόρου Στρατηγού Τιμάγια, ενώ το Όχημα Α συνέχισε να κινείται δεξιότερα και συγκρούστηκε με το σταματημένο Όχημα Γ στην είσοδο της Λεωφόρου Στρατηγού Τιμάγια. Συνεπεία της ανωτέρω σύγκρουσης, προκλήθηκαν υλικές ζημιές σε όλα τα ενεχόμενα οχήματα και ο Κατηγορούμενος τραυματίστηκε σοβαρά και υποβλήθηκε σε διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις.
4. Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας
Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία τους με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά τους (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).
Η πραγματική μαρτυρία σε αυτές της φύσεως υποθέσεις έχει βαρύνουσα σημασία (βλ. Θεοφάνους ν Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 160), αφού το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος αποτελεί στοιχείο κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ελέγχου των λεπτομερειών της μαρτυρίας, αλλά και σταθερό οδηγό για τον καθορισμό των γεγονότων που συνέτειναν στην πρόκληση του δυστυχήματος (βλ. Σωτηρίου ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 307), καθότι τα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα μπορούν εύκολα να κάμουν λάθος όπως οι αποστάσεις και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των διαδραματιζόμενων γεγονότων (βλ. Ιωαννίδου ν Γιαννή (1990) 2 ΑΑΔ 260). Τα συμπεράσματα, φυσικά, που μπορούν να εξαχθούν από την πραγματική μαρτυρία αποτελούν συνάρτηση της κοινής λογικής, η οποία αποτελεί αναντικατάστατο οδηγό του Δικαστηρίου ως προς τα θέματα σε σχέση με την οδική συμπεριφορά και τις δυνατότητες και ενδεχόμενες αντιδράσεις των οδηγών (βλ. Θεοδώρου ν Σάββα (2016) 1 ΑΑΔ 202). Άλλωστε, σε υποθέσεις τροχαίων δυστυχημάτων το Δικαστήριο πρέπει να καθοδηγείται από την κοινή λογική, χωρίς να περιπλέκεται σε λεπτομέρειες, αριθμητικούς υπολογισμούς και ασκήσεις επί χάρτου (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 221/2018) ημερ. 26/03/2019, ECLI:CY:AD:2019:B107).
Για σκοπούς συνοχής, θα αρχίσω πρώτα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΚ2 και ΜΚ4, οι οποίοι προσέφεραν την πραγματική μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση.
Οι ΜΚ2 και ΜΚ4 έκαναν πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Δεν έχουν κανένα συμφέρον στην έκβαση της παρούσας υπόθεσης και θεωρώ ότι είπαν την αλήθεια στο Δικαστήριο, επεξηγώντας με λεπτομέρεια, η μεν ΜΚ2 τα ευρήματα της στην σκηνή του επίδικου ατυχήματος και ο δε ΜΚ4 τον τρόπο λειτουργίας των επίδικων φώτων τροχαίας. Η μαρτυρία τους δεν αμφισβητήθηκε επί της ουσίας κατά την αντεξέταση και ούτε οι ΜΚ2 και ΜΚ4 υπέπεσαν σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις. Ως εκ των ανωτέρω, αποδέχομαι την μαρτυρία τους ως αξιόπιστη.
Αναφορικά με την μαρτυρία του ΜΚ1, αν και ο ίδιος άφησε γενικά θετική εικόνα στο Δικαστήριο, δεν έχει να προσφέρει οτιδήποτε σε σχέση με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το επίδικο ατύχημα. Ο ΜΚ1 εξήγησε γιατί ο ίδιος θεωρεί ότι και οι δύο ενεχόμενοι οδηγοί, ήτοι ο Κατηγορούμενος και η ΜΚ3, είχαν ευθύνη στην πρόκληση της σύγκρουσης και γι’ αυτό εισηγήθηκε την ποινική δίωξη και των δύο. Με κάθε σεβασμό, όμως, το ποιος οδήγησε αμελώς και έχει την ευθύνη της πρόκλησης του ατυχήματος είναι έργο του Δικαστηρίου και όχι των μαρτύρων (βλ. Νικολάου ν Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390). Τα ίδια ισχύουν και με το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος τήρησε τους κανόνες συμμόρφωσης με τα φώτα τροχαίας. Τα συμπεράσματα του ΜΚ1 στηρίζονται, κυρίως, στις καταθέσεις του Κατηγορούμενου, της ΜΚ3 και του ΜΥ1, οι οποίοι έδωσαν και προφορική μαρτυρία στο Δικαστήριο και η μαρτυρία τους θα αξιολογηθεί κατωτέρω. Αν και ο ΜΚ1 κρίνεται ως αξιόπιστος μάρτυρας, ο οποίος δεν έχει κανένα συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης και επεξήγησε με λεπτομέρεια πως κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα, το μέρος αυτό της μαρτυρίας του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω. Αποδέχομαι, όμως, την υπόλοιπη μαρτυρία του σε σχέση με τις μετρήσεις που διενήργησε σε δέκα ξεχωριστές περιπτώσεις ότι κατά τη διάρκεια των 8 δευτερολέπτων που είναι αναμμένο το πράσινο βέλος, το τρίτο στην σειρά αναμονής αυτοκίνητο πριν τα φώτα τροχαίας μπορεί να φθάσει «στην καλύτερη περίπτωση» μέχρι και ένα μέτρο μπροστά από την γραμμή διάβασης στα φώτα τροχαίας την ώρα που έσβηνε το πράσινο βέλος.
Η ΜΚ3 δεν άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο, ενώ η μαρτυρία της έρχεται σε αντίθεση με την πραγματική μαρτυρία και την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου. Εξηγώ. Καταρχάς, ενώ η ΜΚ3 υπέγραψε το σχεδιαγράφημα που ετοίμασε η Αστυνομία και συμφώνησε με αυτό, στην προφορική μαρτυρία της αρνήθηκε ότι εισήλθε στην λωρίδα του Κατηγορούμενου. Το σημείο σύγκρουσης «Χ», όμως, επί του σχεδιαγραφήματος βρίσκεται στην ευθεία πορεία της Μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος. Περαιτέρω, τόσο η θέση του σημείου σύγκρουσης «Χ», όσο και η πορεία «Α» επί του σχεδιαγραφήματος, καταδεικνύουν ότι η ΜΚ3 κινήθηκε με διαγώνια, και όχι κάθετη, πορεία, δηλαδή σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίστηκε η ίδια. Ενώ στην κατάθεσή της ανέφερε ότι όταν πέρασε την γραμμή των φώτων τροχαίας για να εισέλθει στην συμβολή, το πράσινο βέλος του σηματοδότη που βρισκόταν δίπλα της ήταν αναμμένο, στην δια ζώσης μαρτυρία της ανέφερε ότι είδε και τον σηματοδότη που βρισκόταν απέναντι της και το πράσινο βέλος ήταν αναμμένο και δεν το είχε δει ποτέ να σβήσει. Η ανωτέρω θέση της έρχεται σε αντίθεση με αυτήν του ΜΥ1, ανεξάρτητου και αυτόπτη μάρτυρα στο επίδικο ατύχημα, και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9, καθώς σύμφωνα με τον ΜΥ1 ο Κατηγορούμενος πέρασε με πράσινο στρογγυλό φως και σύμφωνα με το Τεκμήριο 9 το εν λόγω πράσινο στρογγυλό φως ανάβει 4 δευτερόλεπτα μετά που θα σβήσει το πράσινο βέλος για την ΜΚ3. Συνεπώς, είναι αδύνατο να πέρασε η ΜΚ3 με αναμμένο το πράσινο βέλος και την ίδια ώρα ο Κατηγορούμενος με πράσινο στρογγυλό φως. Επιπρόσθετα, η εκδοχή της ΜΚ3 έρχεται και σε αντίθεση με την μαρτυρία του ΜΚ1, σύμφωνα με τον οποίον, στην «καλύτερη περίπτωση» το τρίτο στην σειρά αναμονής αυτοκίνητο περνά μόλις ένα μέτρο την γραμμή διάβασης των φώτων τροχαίας, που σημαίνει ότι στην «καλύτερη περίπτωση» η ΜΚ3 θα έβλεπε στον απέναντι φωτεινό σηματοδότη ότι το πράσινο βέλος είχε σβήσει αμέσως μόλις η ίδια είχε εισέλθει στην επίδικη συμβολή. Αναφορικά με το αν αντιλήφθηκε την Μοτοσικλέτα, η ΜΚ3 απάντησε ότι δεν την αντιλήφθηκε καθόλου πριν την σύγκρουση, αλλά στην αντεξέταση της ανέφερε ότι η Μοτοσικλέτα δεν βρισκόταν στην γραμμή των φώτων τροχαίας, αλλά «ήρθε από μακριά», θέση που πρόδηλα συνιστά εικασία και αντικρούεται με τον προηγούμενο ισχυρισμό της. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψιν την πραγματική μαρτυρία και συγκεκριμένα τα ίχνη τριβής της Μοτοσικλέτας επί του οδοστρώματος, προκύπτει ότι η Μοτοσικλέτα σύρθηκε με κατεύθυνση ως η πορεία του Οχήματος Α, ήτοι προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Αυτό καταδεικνύει ότι είναι το Όχημα Α που συγκρούστηκε με την Μοτοσικλέτα και όχι το αντίθετο. Οι δε ζημιές στο Όχημα Α επιβεβαιώνουν ότι είναι το μπροστινό μέρος του Οχήματος Α που συγκρούστηκε με την Μοτοσικλέτα και όχι η Μοτοσικλέτα με το αριστερό πλαϊνό μέρος του Οχήματος Α. Η τελική θέση του Οχήματος Α, το οποίο συγκρούστηκε στην συνέχεια με το σταματημένο Όχημα Γ, και η απόσταση που σύρθηκε η Μοτοσικλέτα επί του οδοστρώματος από το σημείο σύγκρουσης μέχρι την τελική θέση της, καταδεικνύουν ότι η σύγκρουση ήταν σφοδρή και η ΜΚ3 δεν έλαβε μέτρα αποφυγής και ούτε οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα κατά την είσοδο της στην συμβολή. Ενόψει όλων των ανωτέρω, κρίνω την μαρτυρία της ΜΚ3 ως αναξιόπιστη και δεν την αποδέχομαι.
Ο Κατηγορούμενος άφησε γενικά θετική εικόνα στο Δικαστήριο και το σύνολο της μαρτυρίας του συνάδει με την πραγματική μαρτυρία και την μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα, ΜΥ1. Ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι κινείτο στο δεξιότερο μέρος της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας της δικής του κατεύθυνσης και τούτο επιβεβαιώνεται από το σημείο σύγκρουσης «Χ» μεταξύ των δύο ενεχόμενων οχημάτων, το οποίο βρίσκεται στην ευθεία της ανωτέρω πορείας του. Επίσης, η θέση του ότι είναι το Όχημα Α που κινήθηκε κατά πάνω του και συγκρούστηκε με την Μοτοσικλέτα, επιβεβαιώνεται από τις ζημιές στο Όχημα Α, οι οποίες ήταν στο μπροστινό μέρος και αριστερή μπροστινή γωνιά και όχι στο αριστερό πλαϊνό του, και την πορεία που ακολούθησε η Μοτοσικλέτα μετά την σύγκρουση μέχρι την τελική θέση της. Κατά την αντεξέτασή του, ο Κατηγορούμενος παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, χωρίς να υποπέσει σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω την μαρτυρία του ως αξιόπιστη και την αποδέχομαι.
Ο ΜΥ1 είναι ανεξάρτητος μάρτυρας, υπό την έννοια ότι είναι πρόσωπο που δεν είχε οποιαδήποτε προηγούμενη σχέση είτε με τον Κατηγορούμενο είτε με την ΜΚ3. Το επίδικο ατύχημα έλαβε χωρά μπροστά του και σε πολύ μικρή απόσταση, αφού κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα που βρισκόταν στην ίδια κατεύθυνση με τον Κατηγορούμενο και ήταν 5 μέτρα πίσω από την γραμμή «ΑΛΤ» στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας των φώτων τροχαίας. Δηλαδή, βρισκόταν σε απόσταση 20 με 25 μέτρων περίπου από το σημείο σύγκρουσης «Χ». Οι δε φωτεινοί σηματοδότες ήταν ορατοί και είχε την προσοχή του στραμμένη σε αυτούς, καθώς ανέμενε να ανάψει το πράσινο για να εκκινήσει το όχημα του. Στην κατάθεσή του, Τεκμήριο 7, ανέφερε ότι την στιγμή που αντιλήφθηκε την Μοτοσικλέτα να βρίσκεται εν κινήσει στα δεξιά του και ανάμεσα στα σταματημένα οχήματα των δύο λωρίδων κυκλοφορίας, η ένδειξη στον φωτεινό σηματοδότη άλλαξε από κόκκινο σε κόκκινο-πορτοκαλί. Στην προφορική μαρτυρία του, συμφώνησε με τον ανωτέρω ισχυρισμό του, προσθέτοντας ότι ο φωτεινός σηματοδότης ήταν στην «διαδικασία για να αλλάξει και έγινε πράσινο» και ότι ο ίδιος δεν είδε τον Κατηγορούμενο «μέχρι την στιγμή που το φανάρι έγινε πράσινο». Δεν θεωρώ ότι η ανωτέρω θέση του συνιστά αντίφαση. Αντίθετα, η επεξήγηση που έδωσε στην προφορική μαρτυρία του συνάδει με την πραγματική μαρτυρία και τον τρόπο λειτουργίας των φώτων τροχαίας, καθώς, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο χρόνος που η ένδειξη είναι ταυτόχρονα κόκκινο-πορτοκαλί είναι μόνο 2 δευτερόλεπτα, αλλά και με την γενικότερη θέση του ότι ο Κατηγορούμενος πέρασε την γραμμή «ΑΛΤ» των φώτων τροχαίας όταν η ένδειξη ήταν πράσινη. Με την ανωτέρω επεξήγησή του, καθίσταται σαφές ότι ο ΜΥ1 αντιλήφθηκε την Μοτοσικλέτα στα δεξιά του -ήτοι 5 μέτρα πριν την γραμμή «ΑΛΤ»- προς το τέλος του χρόνου των 2 δευτερολέπτων, δηλαδή όταν θα άλλαζε η ένδειξη από κόκκινο-πορτοκαλί σε πράσινο. Η δε θέση του ότι είχε και ο ίδιος εκκινήσει το όχημα του για να προχωρήσει πριν λάβει χώρα η σύγκρουση, επιβεβαιώνει τις ανωτέρω θέσεις και ισχυρισμούς του. Εξήγησε, επίσης, ότι ο λόγος που ανέφερε ότι η Μοτοσικλέτα δεν σταμάτησε και δεν ελάττωσε καθόλου ήταν επειδή η ένδειξη στο φωτεινό σηματοδότη είχε γίνει πράσινη. Ενόψει των ανωτέρω, αποδέχομαι την μαρτυρία του ως αξιόπιστη.
5. Η Νομική Πτυχή και Τα Ευρήματα του Δικαστηρίου
Εφόσον ο Κατηγορούμενος αρνείται την διάπραξη του αδικήματος της 1ης κατηγορίας, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.
Αναφορικά με την κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, σχετικό είναι το άρθρο 8(1)(γ) του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972) ως έχει τροποποιηθεί που προνοεί τα εξής:
«Οποιοσδήποτε οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιανδήποτε οδό χωρίς να καταβάλλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή χωρίς να επιδεικνύει εύλογη μέριμνα για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την οδό, και προκαλεί σωματική βλάβη είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000)»
Η αμέλεια επί των τροχαίων ατυχημάτων είναι η ίδια και στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο με διαφορά, βέβαια, το βάρος απόδειξης (βλ. Σωκράτους ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 1). Το καθήκον επιμέλειας (standard of care) οφείλεται έναντι οποιουδήποτε προσώπου που κατά λογική πρόβλεψη δυνατό να επηρεαστεί από τις πράξεις του οδηγού και το κριτήριο είναι αντικειμενικό, με μέτρο τον μέσο συνετό και προσεκτικό οδηγό, ενώ η πρόβλεψη για την δυνατότητα κινδύνου συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες οδήγησης και το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας (βλ. Χαραλάμπους ν McGill (Πολ. Έφεση 38/2015) ημερ. 18/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A527). Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αναμενόμενη ή αντιληπτή, τότε η παράλειψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια. Έστω και μικρού βαθμού αμέλεια, στις ποινικές υποθέσεις είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη του Κατηγορούμενου (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).
Στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος εισήλθε στην επίδικη συμβολή αμέσως μόλις η ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη στην πορεία του άλλαξε από κόκκινο-πορτοκαλί σε πράσινο. Έχοντας υπόψιν ότι το πράσινο βέλος στην πορεία της ΜΚ3 είχε σβήσει 4 δευτερόλεπτα προηγουμένως και το Όχημα Α βρέθηκε στο σημείο σύγκρουσης «Χ» μετά που άναψε το πράσινο στρογγυλό στην πορεία του Κατηγορούμενου, διαπιστώνω ότι η ΜΚ3 έστριψε δεξιά όταν το πράσινο βέλος ήταν σβηστό και συνεπώς δεν είχε προτεραιότητα έναντι του Κατηγορούμενου.
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι στην παρούσα υπόθεση δεν πρόκειται για ατύχημα όπου το ένα όχημα παραβίασε την κόκκινη ένδειξη στον φωτεινό σηματοδότη, καθώς υπενθυμίζεται ότι ήταν αναμμένο το πράσινο στρόγγυλο στην πορεία της ΜΚ3. Συνεπώς, τα γεγονότα της παρούσας διακρίνονται από τις υποθέσεις ατυχημάτων, στα οποία υπάρχει παραβίαση κόκκινης ένδειξης φωτεινού σηματοδότη από ένα εκ των ενεχόμενων οδηγών (βλ. Πισσαρίδης ν Αστυνομίας (Ποινικές Εφέσεις 67/2023 κ.α.) ημερ. 29.05.2025, Φοινικαρίδης ν Γεωργίου (1991) 1 ΑΑΔ 475 και Patsalides v Yiapani (1969) 1 CLR 84).
Εφόσον και τα δύο οχήματα κινήθηκαν προ της σύγκρουσης και εντός της επίδικης συμβολής σε χρόνο που ήταν αναμμένη η πράσινη ένδειξη στα φώτα της πορείας τους, η παρούσα υπόθεση αφορά αποκοπή πορείας του Κατηγορούμενου από την ΜΚ3, η οποία έστριψε δεξιά στην επίδικη συμβολή, ενώ ο Κατηγορούμενος είχε προτεραιότητα έναντι της ΜΚ3 (βλ. Κορέλλη ν Λουκά (1999) 1 ΑΑΔ 1755). Συνεπώς, η ύπαρξη ευθύνης εκ μέρους του Κατηγορούμενου εξαρτάται από τα ιδιάζοντα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.
Στην απόφαση Κορέλλη (ανωτέρω), οι δύο ενεχόμενοι οδηγοί εισήλθαν στην διασταύρωση με πράσινο φως και ο εκεί εφεσίβλητος έστριψε δεξιά αποκόπτοντας την ευθεία πορεία της εκεί εφεσείουσας. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση για καταλογισμό ευθύνης 40% στην εφεσείουσα, καθώς, στην βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, υπήρχε «δυνατότητα έγκαιρης συνειδητοποίησης του κινδύνου» και η εφεσείουσα παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αποφυγής για αντιμετώπιση του κινδύνου, καθώς «εισήλθε στη διασταύρωση με ταχύτητα που δεν της επέτρεπε να αντιμετωπίσει ορατούς κινδύνους».
Στην απόφαση Καζάκου ν Αβρααμίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1626, ο εκεί εφεσείων εισήλθε στην διασταύρωση όταν η ένδειξη στα φώτα τροχαίας ήταν κίτρινη και συνέχισε να διασταυρώνει όταν η ένδειξη έγινε κόκκινη, με αποτέλεσμα να αποκόψει την ευθεία πορεία της μοτοσικλέτας που ερχόταν από δεξιά και οδηγείτο από το εκεί θύμα, το οποίο εισήλθε στην διασταύρωση με πράσινη ένδειξη στα φώτα τροχαίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση για καταλογισμό ευθύνης 30% στο θύμα, καθότι «άρχισε να εισέρχεται με τη μοτοσικλέτα του μέσα στη διασταύρωση χωρίς να βεβαιωθεί ότι μια τέτοια κίνηση ήταν απόλυτα ασφαλής σε σχέση με οχήματα που δυνατόν να εισέρχονταν στη διασταύρωση από την πάροδο στα αριστερά».
Στην απόφαση Αντωνίου ν Τελεβάντου (1999) 1 ΑΑΔ 1594, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία καταλογίστηκε αποκλειστική ευθύνη στον εφεσείοντα, ο οποίος έστριψε δεξιά και απέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου, καθώς υπήρχε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους, με το Ανώτατο Δικαστήριο να τονίζει ότι «Το ουσιώδες είναι η αντίστοιχη θέση τους όταν εκδηλώθηκε η κίνηση του εφεσείοντα προς τα δεξιά».
Ερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Κατηγορούμενου και του ΜΥ1, το Δικαστήριο καταλήγει στα εξής ευρήματα. Η Μοτοσικλέτα δεν σταμάτησε ποτέ εντελώς πριν την γραμμή στάσης των φώτων τροχαίας, αλλά κινείτο με χαμηλή ταχύτητα ανάμεσα στα αυτοκίνητα, τα οποία βρίσκονταν σταματημένα στις δύο λωρίδες κυκλοφορίας της κατεύθυνσης του Κατηγορούμενου. Αφού πλησίαζε την γραμμή στάσης και η ένδειξη άλλαξε σε κόκκινο-πορτοκαλί, ο Κατηγορούμενος δεν γύριζε την χειρολαβή της γκαζιέρας, ήτοι τον «καράολο» ως ανέφερε ο ίδιος, και η Μοτοσικλέτα απλά «κυλούσε μόνη της» προσπερνώντας τα σταματημένα αυτοκίνητα. Προτού φτάσει στην γραμμή στάσης, η ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη άλλαξε σε πράσινο και ο Κατηγορούμενος γύρισε την χειρολαβή και με αυτόν τον τρόπο ανέπτυξε ταχύτητα, περνώντας πρώτος από την γραμμή στάσης, ενώ τα άλλα οχήματα βρίσκονταν ακόμα στο στάδιο εκκίνησής τους. Εισήλθε, λοιπόν, στην συμβολή με κεκτημένη -χωρίς να σημαίνει ότι ήταν υπερβολική, καθώς δεν υπάρχει ενώπιον μου τέτοια μαρτυρία- ταχύτητα.
Ο ΜΚ1 – και η Κατηγορούσα Αρχή – εισηγήθηκαν ότι η ανωτέρω οδική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου πριν ανάψει το πράσινο στα φώτα τροχαίας παραβιάζει τον Καν.66Β(1)(α)(iii) των Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών (ΚΔΠ/66/1984) ως έχουν τροποποιηθεί, το οποίο προνοεί τα εξής:
«Η ταυτόχρονη ένδειξη του κόκκινου και του κίτρινου φανού προορίζεται να παράσχει στον οδηγό χρόνο προετοιμασίας για εκκίνηση και σημαίνει επικείμενη αλλαγή της ένδειξης σε πράσινο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η απαγόρευση της ένδειξης του κόκκινου ακυρώνεται.»
Δεν μπορώ, όμως, να συμφωνήσω με την ανωτέρω εισήγηση. Και εξηγώ. Ένας οδηγός, πλησιάζοντας σε μια φωτοελεγχόμενη διασταύρωση με την ένδειξη να είναι κόκκινη, δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσει αμέσως στην θέα του κόκκινου φανού, αλλά ότι απαγορεύεται «να προχωρήσει πέραν της γραμμής στάσης, της άσπρης δηλαδή γραμμής που είναι χαραγμένη εγκάρσια» (βλ. Καν.66Β(1)(α)(i) της ΚΔΠ/66/1984). Δηλαδή, έχει δικαίωμα να προχωρήσει ευθεία, εφόσον ο δρόμος είναι ελεύθερος, αλλά όχι πέραν της γραμμής στάσης. Μέχρι να φτάσει στην γραμμή στάσης, όμως, είναι λογικό και πιθανό να υπάρξει αλλαγή της ένδειξης στα φώτα τροχαίας, πρώτα σε κόκκινο-πορτοκαλί και μετά σε πράσινο. Ο Καν.66Β(iii) πρόδηλα αφορά τους οδηγούς που έχουν σταματήσει εντελώς το όχημα τους πριν από την γραμμή στάσης, εξηγώντας ότι στην θέα του κόκκινου-πορτοκαλί τους παρέχεται χρόνος προετοιμασίας για να εκκινήσουν, αλλά όχι δικαίωμα να περάσουν την γραμμή στάσης. Στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, στην βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας του Κατηγορούμενου και του ΜΥ1, ότι ο Κατηγορούμενος πέρασε την γραμμή στάσης μόλις άλλαξε η ένδειξη σε πράσινο. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος βρισκόταν προηγουμένως, δηλαδή πριν την γραμμή στάσης, σε κίνηση, δεν μπορεί να συνιστά είτε παραβίαση του ανωτέρω Κανονισμού είτε αμελή οδήγηση.
Παραμένει, όμως, γεγονός και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος εισήλθε στην επίδικη συμβολή με κάποια κεκτημένη ταχύτητα, καθώς, σύμφωνα με τον ΜΥ1, τα υπόλοιπα αυτοκίνητα που βρίσκονταν πίσω από την γραμμή στάσης, ήταν στην διαδικασία της εκκίνησης όταν η Μοτοσικλέτα βρισκόταν ήδη εντός της συμβολής και συγκρούστηκε με το Όχημα Α. Με άλλα λόγια, εφόσον ο Κατηγορούμενος βρισκόταν ήδη εν κινήσει ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα, ήταν λογικό και φυσικό επακόλουθο ότι θα επιτάχυνε περισσότερο από τα σταματημένα αυτοκίνητα στην θέα της πράσινης ένδειξης στα φώτα τροχαίας.
Η είσοδος του Κατηγορούμενου με αυτή την κεκτημένη ταχύτητα, θα έπρεπε να θέσει τον Κατηγορούμενο σε κατάσταση προσοχής σε σχέση με άλλα οχήματα εντός της επίδικης συμβολής. Ιδιαίτερα δε στην επίδικη συμβολή, όπου 4 δευτερόλεπτα προηγουμένως είχαν προτεραιότητα για 8 δευτερόλεπτα τα οχήματα από την αντίθετη κατεύθυνση να στρίψουν δεξιά προς την Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια. Σύμφωνα δε με την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΥ1, είχαν όντως στρίψει «μερικά αυτοκίνητα» κατά τον ανωτέρω χρόνο.
Ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι έλεγξε την επίδικη συμβολή προτού εισέλθει σε αυτήν και είδε ότι δεν υπήρχαν οχήματα σε αυτήν. Την παρουσία του Οχήματος Α την αντιλήφθηκε όταν αυτό βρέθηκε σε απόσταση ενός μέτρου από την Μοτοσικλέτα. Το Όχημα Α, όμως, για να βρεθεί στην λωρίδα κυκλοφορίας του Κατηγορούμενου και το σημείο σύγκρουσης «Χ», είχε καλύψει -με διαγώνια πορεία- το πλάτος της διαχωριστικής νησίδας και της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας της κατεύθυνσης του Κατηγορούμενου, ενώ η διαγώνια πορεία του, και συνεπώς εκδήλωση της πρόθεσης του να στρίψει δεξιά, άρχισε από απόσταση 15 με 20 μέτρων περίπου από το σημείο σύγκρουσης «Χ». Συνεπώς, το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος είδε την συμβολή και δεν αντιλήφθηκε το Όχημα Α προηγουμένως, δεν σημαίνει ότι η συμβολή ήταν καθαρή (βλ. Eπιφανείου ν Aστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 332). Αντιθέτως, ενόψει των ανωτέρω, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι κατά τον χρόνο της εισόδου της Μοτοσικλέτας στην διασταύρωση, η ΜΚ3 είχε ήδη εκδηλώσει την πρόθεση της να στρίψει δεξιά και θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τον μέσο συνετό οδηγό. Παρά το ότι υπήρχε δυνατότητα έγκαιρης συνειδητοποίησης του κινδύνου αυτού, ο Κατηγορούμενος δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την παρουσία του Οχήματος Α και της πρόθεσης του να στρίψει δεξιά, και σε συνάρτηση με την κεκτημένη ταχύτητα με την οποία εισήλθε εντός της επίδικης διασταύρωσης, αδυνατούσε να λάβει επαρκή αποτρεπτικά μέτρα για αποφυγή της επίδικης σύγκρουσης.
Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι ο Κατηγορούμενος οδήγησε αμελώς την Μοτοσικλέτα κατά τον επίδικο χρόνο και υπέχει ευθύνης στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος.
Όσον αφορά τις σωματικές βλάβες της ΜΚ3, όμως, έχοντας απορρίψει την μαρτυρία της για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον μου για τα τραύματά της και κατά πόσο αυτά προκλήθηκαν από την επίδικη σύγκρουση. Επισημαίνω, επίσης, ότι η ΜΚ3, στην μαρτυρία της, ανέφερε ότι αυτά προκλήθηκαν στην μετέπειτα σύγκρουση του Οχήματος Α με το Όχημα Γ. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει το συστατικό στοιχείο της πρόκλησης σωματικών βλαβών στην ΜΚ3.
Εντούτοις, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος υπήρξε αμελής συνιστά από μόνο του ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου 8(1)(α) του Ν.86/1972, το οποίο προνοεί τα εξής:
«Οποιοσδήποτε οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιανδήποτε οδό χωρίς να καταβάλλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή χωρίς να επιδεικνύει εύλογη μέριμνα για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την οδό, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500)»
Εφόσον το μέρος της 1ης κατηγορίας που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος και αφορά την αμελή οδήγηση της Μοτοσικλέτας έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και συνιστά από μόνο του αυτοτελές αδίκημα και συναρτάται με την απόδειξη μέρους των λεπτομερειών της 1ης κατηγορίας, το Δικαστήριο δύναται, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου, να καταδικάσει τον Κατηγορούμενο για το αδίκημα του άρθρου 8(1)(α) του Ν.86/1972 (βλ. άρθρο 85(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155) και Ψύλλας ν Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 353).
6. Κατάληξη
Για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ένοχο τον Κατηγορούμενο στην 1η κατηγορία για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του άρθρου 8(1)(α) του Ν.86/1972.
(Υπ.).....................................
Μ. Μαρκουλλής, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο