Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. Γιαννάκη Παρασκευά, Αρ. Υπόθεσης: 2177/2025, 3/7/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. Γιαννάκη Παρασκευά, Αρ. Υπόθεσης: 2177/2025, 3/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2177/2025

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

Γιαννάκη Παρασκευά

Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 3.7.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου       

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Α. Κωσταρής     

Κατηγορούμενος: Παρών

ΠΟΙΝΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης το οποίο καταχωρήθηκε στις 13.3.2025 περιλαμβάνονται 3 κατηγορίες οι οποίες αφορούν το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, της κακόβουλης βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα και της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα αντίστοιχα.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 5 έως 12.2.2024 και των ωρών 17:00 – 16:00 συμπεριλαμβανομένων σε άγνωστη ακριβή ημερομηνία στον Άγιο Θεόδωρο της Επαρχίας Λάρνακας έκλεψε ηλεκτρικά καλώδια, 2 ηλεκτρικά πάνελ και μια αλουμινένια πόρτα συνολικής αξίας €3.500 ιδιοκτησία του Θεόδωρου Θεοδώρου από το Μαρώνι.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εσκεμμένα και παράνομα προξένησε ζημιά αξίας €2.000 σε εγκατεστημένα ηλεκτρικά καλώδια, ιδιοκτησία του Θεόδωρου Θεοδώρου.

 

Τέλος σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εισήλθε σε περιουσία που ήταν στην κατοχή του Θεόδωρου Θεοδώρου δηλαδή σε περιφραγμένο χωράφι με σκοπό να διαπράξει το ποινικό αδίκημα της κλοπής.

 

Κατόπιν αιτήματος της δικηγόρου του κατηγορούμενου στο οποίο ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής συγκατατέθηκε στην παρούσα υπόθεση θα ληφθεί επίσης υπόψη για σκοπούς ποινής και η υπόθεση 196/2025 του Ε.Δ. Λάρνακας.

 

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο έχουν ως ακολούθως: στις 12.2.2024 και περί ώρα 16:00 καταγγέλθηκε στην Αστυνομία από τον Μ.Κ.1 ότι μεταξύ των ημερομηνιών 5.2.2024 ‑ 12.2.2024 άγνωστος/άγνωστοι είχαν κόψει την ττέλινη περίφραξη του χωραφιού του στην περιοχή Άγιος Θεόδωρος και προκάλεσαν ζημιά 2.000 ευρώ και έκλεψαν από μέσα ηλεκτρικά καλώδια μήκους 25 μέτρων περίπου, 2 ηλεκτρικά panel τα οποία βρίσκονταν τοποθετημένα εντός υποστατικού και μια αλουμίνια πόρτα της κύριας εισόδου συνολικής αξίας περί των 3.500 ευρώ.

 

Στο μέρος μετέβηκαν μέλη της Αστυνομίας και παραλήφθηκαν τεκμήρια για επιστημονικές εξετάσεις. Από τις επιστημονικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν ταυτίστηκε το γενετικό υλικό με αυτό του κατηγορουμένου και εναντίον του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης. Στις 9.10.2024 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο στην οποία αυτός έδωσε τους δικούς του ισχυρισμούς. Την ίδια ημέρα κατηγορήθηκε γραπτώς και απάντησε «Για την κλοπή και την κακόβουλη ζημιά δεν παραδέχομαι. Μπορεί στο χωράφι που εμπήκα ήταν για να κόψω μανιτάρκα». 

 

Ως γεγονότα στην υπόθεση 196/2025 η οποία αφορά μια κατηγορία για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 6.9.2024 περί ώρα 02:07 ο Μ.Κ.3 με άλλα μέλη της Αστυνομίας εντόπισαν το όχημα [ ] στον αυτοκινητόδρομο Αγίας Νάπας - Λάρνακας παρά την Ξυλοτύμπου με οδηγό τον κατηγορούμενο και συνεπιβάτες άλλα πρόσωπα. 

 

Ερωτηθείς ο κατηγορούμενος σε ποιον ανήκε το αυτοκίνητο αυτός απάντησε ότι ανήκε σε κάποιο Ανδρέα Ευαγγέλου από το εξωτερικό. Διαπιστώθηκε ότι το όχημα δεν είχε κλειδί ανάφλεξης και ότι ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε κατσαβίδι για την εκκίνηση του. Έγιναν εξετάσεις για εντοπισμό του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη χωρίς θετικό αποτέλεσμα αφού αυτό ανήκε σε αλλοδαπό.

 

Αναφέρθηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος σήμερα είναι κατάδικος. Στην υπόθεση 2286/2024 του Ε.Δ. Αμμοχώστου στις 24.1.2025 του επιβλήθηκαν οι ακόλουθες ποινές: για το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 24 μηνών, για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας ποινή φυλάκισης 3 μηνώ, για το αδίκημα της κατοχής επιθετικών οργάνων ποινή φυλάκισης 6 μηνών, για το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας ποινή φυλάκισης 4 μηνών, για το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων κατά τη διάρκεια της ημέρας ποινή φυλάκισης 9 μηνών, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ποινή φυλάκισης 12 μηνών, για 2 κατηγορίες που αφορούν αδικήματα διάρρηξης κτιρίου και κλοπής ποινή φυλάκισης 24 μηνών σε καθεμιά και τέλος για το αδίκημα της κλοπής ποινή φυλάκισης 9 μηνών.

 

Στην εν λόγω υπόθεση λήφθηκαν υπόψη οι υποθέσεις 13916/2023 του Ε.Δ. Λάρνακας που αφορούσε συναφή αδικήματα κλοπής και κακόβουλης ζημιάς, η υπόθεση 1030/2024 του Ε.Δ. Αμμοχώστου που αφορούσε κλοπή, η υπόθεση 3609/2023 του Ε.Δ. Αμμοχώστου που αφορούσε διάρρηξη κτιρίου και κλοπή, η υπόθεση 3652/2024 του Ε.Δ. Αμμοχώστου που αφορούσε επίσης κλοπή, η υπόθεση 2212/2024 του Ε.Δ. Αμμοχώστου που αφορούσε διάρρηξη εν καιρώ νυκτός και 2 κατηγορίες κλοπής, η 3973/2024 του Ε.Δ. Αμμοχώστου που αφορούσε κλοπές και κακόβουλες ζημιές, η υπόθεση 15853/2024 του Ε.Δ. Λάρνακας που αφορούσε το αδίκημα της κλοπής και η υπόθεση 12482/2024 του Ε.Δ. Λάρνακας που αφορούσε τα αδικήματα της κλοπής και της κλεπταποδοχής. 

 

Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου παρέδωσε στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο με τις θέσεις και εισηγήσεις του στο οποίο, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται αναφορές στην ηλικία του και στα δύσκολα παιδικά χρόνια που είχε αφού οι γονείς του τον εγκατέλειψαν και τον μεγάλωσαν οι παππούδες του. Καταγράφεται επίσης ότι ο κατηγορούμενος είχε ένα σοβαρό τροχαίο δυστύχημα και πως άρχισε τη χρήση ναρκωτικών ουσιών επειδή κάποια πρόσωπα τα οποία θεωρούσε ως φίλους του τον έπεισαν να κάνει χρήση για να βελτιωθεί η κακή ψυχολογική του κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει λόγω του τραυματισμού του στο πόδι που του επέφερε και μερική αναπηρία.

Καταγράφεται επίσης ότι η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά ήταν ο λόγος που τον ώθησε να διαπράξει τα επίδικα αδικήματα αφού λόγω των απειλών που δεχόταν από τα πρόσωπα που τον προμήθευαν με ναρκωτικά καθώς επίσης και της αδυναμίας να πληρώσει για αυτά τον υποχρέωναν να κλέβει και να τους παραδίδει τα κλοπιμαία. Τώρα ο κατηγορούμενος έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης.  

 

Καταγράφονται επίσης οι μετριαστικοί παράγοντες όπως η άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου, ο χρόνος που μεσολάβησε από τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων μέχρι την καταχώριση της υπόθεσης και η μεταβολή στις προσωπικές του συνθήκες που επήλθε κατά την εν λόγω περίοδο. Καταγράφεται τέλος ότι τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής στην υπόθεση 2286/2024 του Ε.Δ. Αμμοχώστου στην οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης την οποία εκτίει σήμερα.

 

Μελέτησα με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου όλα όσα είναι σχετικά.   

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Στην υπόθεση Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527 λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής ποινής:

«Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270 - Βλ. και Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, "το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή".».

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Τα αδικήματα τα οποία ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε είναι σοβαρά και αυτό προκύπτει από τη μέγιστη ποινή που ο νόμος προνοεί για καθένα από αυτά. Το αδίκημα της κλοπής τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης με  φυλάκιση δύο χρόνων ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.560) ή και με τις δύο αυτές ποινές και τέλος το αδίκημα της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος τιμωρείται επίσης με ποινή φυλάκισης 2 χρόνων.

 

Από τη σχετική νομολογία προκύπτει ειδικότερα πως οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, σημειώνεται έξαρση στη διάπραξή τους, γι’ αυτό και τα Δικαστήρια τα αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα επειδή προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104, Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546 και Αbed v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 128).

 

Στην υπόθεση Παντελής Κυριάκου Ιωάννου ν. Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 598 λέχθηκε πως «όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιόν του μόνο τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο». Όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Ιωάννου (πιο πάνω) ισχύουν και στην παρούσα αφού θα ληφθεί υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής η υπόθεση 196/2025 του Ε.Δ. Λάρνακας.

 

Στα πλαίσια προσδιορισμού του είδους της κατάλληλης ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από τη φύση τους και τη μέγιστη ποινή που προνοείται από τον νόμο για καθένα από αυτά.

 

Από την άλλη λαμβάνω υπόψη μου ως μετριαστικό παράγοντα προς όφελος του κατηγορούμενου την άμεση παραδοχή του η οποία αποτελεί ένα σοβαρό μετριαστικό παράγοντα. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή». Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου τις προσωπικές του περιστάσεις και τα δύσκολα παιδικά χρόνια που είχε καθώς επίσης ότι πλέον προσπαθεί να απεξαρτηθεί από τη χρήση ναρκωτικών.

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι στην υπόθεση Μιχάλης Παραρέ ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 257 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος».  

 

Πρέπει να λεχθεί ότι η παραδοχή του κατηγορούμενου και οι οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής κρίνω εντούτοις πως δεν δύνανται να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της επαναλαμβανόμενης έκνομης συμπεριφοράς του και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις όπως η παρούσα στην οποία τα επίδικα αδικήματα είναι σοβαρά. Οι ως άνω μετριαστικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει τέτοιες αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή.

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω μετριαστικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές είναι οι ακόλουθες:

 

·      Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών

·      Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών

·      Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων, την επαναλαμβανόμενη και ποικιλόμορφη έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα της έκνομης δράσης του ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο.

 

Ως αναφέρθηκε και πιο πάνω ο κατηγορούμενος εκτίει σήμερα ποινή φυλάκισης διάρκειας 24 μηνών η οποία του επιβλήθηκε από το Ε.Δ. Αμμοχώστου στις 24.1.2025 στην υπόθεση 2286/2024.  

 

Έχοντας τούτο υπόψη μου καθώς επίσης και τις πρόνοιες του άρθρου 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 προχωρώ να εξετάσω τα θέματα που προκύπτουν λόγω του γεγονότος ότι στον κατηγορούμενο, ο οποίος ως ανέφερα εκτίει σήμερα ποινή φυλάκισης, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης και στην παρούσα υπόθεση.

 

Το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ορίζει ότι: «Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά».

 

Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει ότι ισχύει η γενική αρχή της διαδοχικότητας της ποινής. Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 απόκλιση από την ως άνω αρχή δικαιολογείται από την αρχή της συνολικότητας της ποινής (the totality principle).    

 

Στην πιο πάνω υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.

Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:

"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."

Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:

"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."

Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):

"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."».

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα υπόθεση είναι κατάλληλη για να ισχύσει ο κανόνας του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 για επιβολή διαδοχικών ποινών ή κατά πόσο η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί κατ’ απόκλιση από τον ως άνω κανόνα.

 

Ανάμεσα στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων, η συνάφεια γεγονότων, εάν υπάρχει, και ο χρόνος διάπραξής τους (G.M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., σελ. 91-92, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331).

 

Επίκεντρο της αρχής της συνολικότητας της ποινής, ως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, αποτελεί η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Παναγή ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 512, Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 13).

 

Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, λέχθηκε ότι «ένα ποινικό δικαστήριο θα πρέπει πρώτιστα να αναλογίζεται το ορθό ποινικό μέτρο σε κάθε κατηγορία και μετά να εξετάζει το ενδεχόμενο της επιβολής διαδοχικότητας των ποινών. Έχοντας πάντοτε υπόψη, όπως αναφέρθηκε και στη Μιχαήλ (ανωτέρω), με αναφορά στην Prime [1983] 5 Cr. App. R. (S) 127, ότι η αθροιστική ποινή δεν θα πρέπει να είναι υπερβολική. (Σχετικό είναι και το «Definitive Guideline» (ανωτέρω), ιδιαίτερα η σελ. 6.)».

 

Έχοντας υπόψη μου ότι σε περίπτωση που επιβληθεί διαδοχική ποινή στην παρούσα υπόθεση ως είναι ο κανόνας του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 ο κατηγορούμενος θα υπόκειται στην ουσία σε συνολική ποινή φυλάκισης 30 μηνών, ήτοι 24 μήνες στην υπόθεση 2286/2024 του Ε.Δ. Αμμοχώστου και 6 μηνών στην παρούσα, κρίνω πως αυτή στο σύνολό της θα είναι υπέρμετρη και δυσανάλογη ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου για την οποία το παρόν Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή και συνακόλουθα θα παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας της ποινής η οποία ως προκύπτει και από την πιο πάνω υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας καλύπτει περιπτώσεις όπως και η παρούσα στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις και επίκεντρό της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του.   

 

Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι η παρούσα είναι κατάλληλη περίπτωση όπου η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια κατ’ απόκλιση από τη γενική αρχή του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155.

 

Συνακόλουθα η έκτιση της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση να συντρέχει με την ποινή που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 2286/2024 του Ε.Δ. Αμμοχώστου.

 

Κατά την επιβολή της ποινής λήφθηκε υπόψη η υπόθεση 196/2025 του Ε.Δ. Λάρνακας.  

 

(Υπ.) ………………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο