Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. MOISE LODI BADIBADI, Αρ. Υπόθεσης: 6902/2025, 4/7/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. MOISE LODI BADIBADI, Αρ. Υπόθεσης: 6902/2025, 4/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 6902/2025

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

MOISE LODI BADIBADI  

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 4.7.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου     

Για τον Κατηγορούμενο: κα Ιάσωνος  

Κατηγορούμενος: Παρών

ΠΟΙΝΗ

Το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνει 3 κατηγορίες. Η 1η κατηγορία αφορά το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, η 2η το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα και η 3η το αδίκημα της παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία χωρίς άδεια κατά παράβαση των άρθρων 2 και 19(ι)(λ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105. Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε τις εν λόγω κατηγορίες.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 1 και 2 ο κατηγορούμενος στις 20.6.2025 στο αεροδρόμιο Λάρνακας εν γνώση του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο ήτοι πλαστό γαλλικό δελτίο ταυτότητας καθώς επίσης ότι επί σκοπώ καταδολίευσης του Αστ. 907 Σ. Ιωάννου του Κ.Ε.Δ. Αεροδρομίου Λάρνακας ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο ήτοι το πρόσωπο το οποίο εκεί αναγράφεται.

Επίσης σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία ενώ ήταν αλλοδαπός και του είχε παραχωρηθεί άδεια επισκέπτη για προσωρινή παραμονή στη Δημοκρατία υπό την ιδιότητα του αιτητή πολιτικού ασύλου η οποία άδεια ακυρώθηκε στις 25.7.2024 αφού η αίτησή του στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απορρίφθηκε αυτός παρέμεινε στην Κυπριακή Δημοκρατία μετά την ακύρωση της άδειάς του χωρίς να εξασφαλίσει για τον σκοπό αυτό άδεια από τον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.   

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα ως αυτά εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο ο τελευταίος στις 20.6.2025 και περί ώρα 16:20 παρουσιάστηκε στον Μ.Κ.1 για διαβατηριακό έλεγχο με σκοπό να αναχωρήσει με πτήση για το Μιλάνο. Στον Μ.Κ.1 παρουσίασε μια γαλλική ταυτότητα με στοιχεία ως αυτά καταγράφονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας και στοιχεία κατόχου ως αυτά καταγράφονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας.

 

Κατά τον έλεγχο εγέρθηκαν υποψίες ως προς τη γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου αφού η μπροστινή πλευρά με τα βιομετρικά στοιχεία δεν ήταν τυπωμένη όπως οι γνήσιες γαλλικές ταυτότητες και δεν αντιδρούσε κάτω από την υπεριώδη ακτινοβολία όπως οι γνήσιες. Οδηγήθηκε στα γραφεία του αερολιμένα όπου ανακρινόμενος προφορικά παραδέχθηκε ότι επρόκειτο για πλαστό έγγραφο και ότι δεν του ανήκε και ανέφερε επίσης και τα πραγματικά του στοιχεία. Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε μέσω του μηχανογραφημένου συστήματος του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης διαπιστώθηκε ότι η αίτηση του κατηγορουμένου για άσυλο απορρίφθηκε δευτεροβάθμια στις 25.7.2024 και αυτός έκτοτε διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία.

 

Ακολούθως τον λόγο έλαβε η δικηγόρος του κατηγορούμενου η οποία ανέφερε πως ο κατηγορούμενος είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου. Ανέφερε επίσης ότι η άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου τόσο προφορικά όσο και στην Αστυνομία όταν έδωσε την κατάθεση του φανερώνει τη συνεργασία του με τις αρχές καθώς επίσης και την έμπρακτη μεταμέλειά του. Ανέφερε ακόμα ότι ο κατηγορούμενος υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση η οποία ακόμη εκκρεμεί ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Αναφορικά με τις προσωπικές του περιστάσεις ανέφερε πως ο κατηγορούμενος κατάγεται από τη Λ.Δ. του Κονγκό και ότι είναι πατέρας ενός παιδιού 4 ετών. Η σύζυγός του είναι έγκυος και μάλλον εντός του μήνα θα γεννήσει. Ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος επιθυμεί να επιστρέψει πίσω στην χώρα του.

 

Μελέτησα με προσοχή και έχω υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα όπου παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (1η κατηγορία) το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας (2η κατηγορία) το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.562,00) ή και οι δύο αυτές ποινές. Για το αδίκημα της παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία χωρίς άδεια του Διευθυντού (3η κατηγορία) το άρθρο 19 του Κεφ. 105 προνοεί ποινή φυλάκισης μέχρι δώδεκα μήνες ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (€1.708 περίπου) ή και τις δύο αυτές ποινές.

 

Τα επίδικα αδικήματα, ως προκύπτει από τις ως άνω ανώτατες ποινές που ο νόμος προβλέπει για καθένα από αυτά είναι σοβαρά.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 τονίστηκε η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε σχέση με αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 9 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα άτομο νεαρής ηλικίας κατόπιν παραδοχής του στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ήταν επιεικής και όχι έκδηλα υπερβολική ως είχε προβάλει ο εφεσείων.

 

Στην υπόθεση Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου και αναφέρθηκε επίσης πως η ποινή που προσβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική βρισκόταν μάλλον στην πλευρά της επιείκειας παρά την έκδηλη υπερβολή.

 

Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.

 

Στην υπόθεση KHAKNEGAD v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα που είχε λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν της άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.

 

Στην υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, ημερ. 16.3.2022 λέχθηκε πως σε περιπτώσεις πλαστοπροσωπίας όπου η διάπραξη του αδικήματος αποσκοπεί στην εξαπάτηση κρατικών αρχών, αυτό συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα (Khalife v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 315, Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324, Borizov v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 204, Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, Khaknegad v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 και Ματούρ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36). Στην παρούσα υπόθεση ο σκοπός εξαπάτησης αφορούσε τον επί καθήκοντι αστυνομικό του Κέντρου Ελέγχου Διαβατηρίων του αεροδρομίου Λάρνακας.

 

Στην ως άνω υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 8 μηνών που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών με λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν παραδοχής της στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς διαφοροποίησή της.

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη είσοδο και παράνομη παραμονή αλλοδαπών στη Δημοκρατία και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών δεν προκύπτουν μόνο από τις προβλεπόμενες ποινές αλλά έχουν επίσης τονισθεί και από τη σχετική νομολογία εδώ και δεκαετίες. Στην υπόθεση SHABANALI NAZARI ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Παράνομη παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο συνιστά δεσπόζον (prevalent) αδίκημα, γεγονός που δικαιολογεί την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

Η συχνότητα, με την οποία διαπράττονται αδικήματα αυτής της φύσης, και οι αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο συνοψίζονται περιεκτικά στο απόσπασμα που ακολουθεί από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Mohamed και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166 που δόθηκε από το Νικήτα Δ.:

«Δυστυχώς το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες διαπράττεται τελευταία με εντεινόμενη συχνότητα. Ο πρωτόδικος δικαστής, εκφράζοντας τη βαθιά ανησυχία του για το φαινόμενο, το χαρακτήρισε ως επιδημία. Δε θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι από την άποψη αυτή η Κύπρος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας. Οι αρνητικές επιπτώσεις, κοινωνικές, οικονομικές και άλλες ήδη εκδηλώθηκαν και επηρεάζουν τη ζωή του τόπου.

Η Κύπρος είναι χώρα φιλόξενη και ανεκτική. Ιστορικά υπήρξε και εξακολουθεί να είναι κόμβος συγκοινωνιακός, οικονομικός και πολιτιστικός. Όμως κάθε κράτος διατηρεί το δικαίωμα μη αποδοχής αλλοδαπών (βλέπε ανάπτυξη του καθηγητή J.G. Starke 'Introduction to International Law', 10η έκδοση στη σελ. 748 και επ.), το οποίο παραβιάζεται με διάπραξη τέτοιας φύσεως αδικημάτων».

 

Στην ως άνω υπόθεση SHABANALI NAZARI ν. Αστυνομίας επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ποινή φυλάκισης 3 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατηγορία της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του κατά παράβαση του άρθρου 19(1)(λ) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105.  

 

Σχετικό με τα πιο πάνω είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής».

 

Στην υπόθεση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143 που αφορούσε στο αδίκημα της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη άδειας παραμονής κατά παράβαση του άρθρου 19(λ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 έγινε αναφορά στην υπόθεση Gaby Toufic Atallah ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94 στην οποία αναφέρθηκε ότι:

 

«οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων όσο και αν, όπως σε κάθε περίπτωση, είναι παράγοντες σχετικοί με την επιμέτρηση της ποινής, είναι περιορισμένης σημασίας και σίγουρα δεν μπορούν να αφεθούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, στις οποίες οι ποινές είναι αναγκαίο να είναι αποτρεπτικές».

 

Στην ως άνω απόφαση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ (πιο πάνω) κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 1 μηνός που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική. 

 

Στην υπόθεση ALI RIZA MOHAMEΤ ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 5 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν παραδοχής του. Αναφέρθηκε και πάλι ότι η επιβολή αποτρεπτικής ποινής είναι επιβεβλημένη στις υποθέσεις διάπραξης αδικημάτων παράνομης παραμονής αλλοδαπών λόγω της έξαρσης στη διάπραξη τους και των αρνητικών επιπτώσεων τους σε διάφορους τομείς της ζωής του τόπου μας.

 

Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής λαμβάνω επίσης υπόψη μου την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή ανώτατη ποινή καθώς επίσης ότι αδικήματα ως τα επίδικα διαπράττονται με ανησυχητική συχνότητα με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Προς το τελευταίο λαμβάνω υπόψη μου ότι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας καταχωρούνται τέτοιες υποθέσεις σχεδόν καθημερινά. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τη διάρκεια της παραμονής του κατηγορούμενου στη Δημοκρατία χωρίς άδεια η οποία διήρκεσε από τις 25.7.2024 έως τις 20.6.2025 ημέρα που διέπραξε τα επίδικα αδικήματα.

 

Προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου το λευκό του ποινικό μητρώο και την άμεση παραδοχή του η οποία είναι ένας σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή»

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις τις οποίες ανέφερα πιο πάνω και τις οποίες κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο να επαναλάβω.  

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματιστεί.

Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής κρίνω εντούτοις ότι δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις όπως η παρούσα. Οι εν λόγω παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ως αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές τις ακόλουθες:

 

·      Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών

·      Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 μηνών

·      Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για αναστολή της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται αδικήματα όπως τα επίδικα και της σοβαρότητάς τους ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ανώτατη ποινή και τη σχετική νομολογία επενεργεί προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, το νεαρό της ηλικίας του και το λευκό του ποινικό μητρώο δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Τυχόν αναστολή της ποινής δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 24.6.2025.

                                                         

(Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο