Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. OMAR M H AL MZAYYEN, Αρ. Υπόθεσης: 13198/2024, 7/7/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. OMAR M H AL MZAYYEN, Αρ. Υπόθεσης: 13198/2024, 7/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 13198/2024

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

OMAR M H AL MZAYYEN

                                                                             Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 7.7.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου     

Για τους Κατηγορούμενους: κα Ο. Οικονόμου        

Κατηγορούμενος: Παρών   

ΠΟΙΝΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 6 κατηγορίες στις οποίες αρχικά ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή, όμως στις 22.5.2025 άλλαξε απάντηση και παραδέχθηκε τις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5 και ακολούθως η ποινική δίωξη στις υπόλοιπες αναστάλθηκε.

 

Η 1η κατηγορία αφορά το αδίκημα της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, η 2η το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, η 4η το αδίκημα της οπλοφορίας προς διέγερση τρόμου κατά παράβαση του άρθρου 80 του Ποινικού Κώδικα και η 5η το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας κατά παράβαση των άρθρων 82(2) και 85 του Ποινικού Κώδικα.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 25.9.2024 και ώρα 13:35 στη Λεωφ. Αθηνών στη Λάρνακα παράνομα επιτέθηκε στον Adil Mohammed Alabbas από το Ιράκ και προξένησε σε αυτόν πραγματική σωματική βλάβη.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία με σκοπό υποκίνησης του Adil Mohammed Alabbas από το Ιράκ να παραλείψει πράξη την οποία αυτός είχε νομικό δικαίωμα να διενεργήσει τον απείλησε με τη φράση «Μα τον Μωάμεθ αν πας στην Αστυνομία θα σε πυροβολήσω». 

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 4ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία έφερε επιθετικό όργανο δημοσίως και άνευ νομίμου αιτίας κατά τρόπο διεγείροντα τρόμο εις έτερο πρόσωπο ήτοι ένα ομοίωμα πιστολιού.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 5ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία μετέφερε μαχαίρι το οποίο είχε σταθερή λεπίδα που κατέληγε σε αιχμηρό άκρο εκτός της οικίας του ή του περιβόλου της.

 

Τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο έχουν ως εξής: στις 25.9.2024 περί ώρα 13:35 λήφθηκε πληροφορία στην Αστυνομία ότι σε εστιατόριο στη Λεωφόρο Αθηνών στη Λάρνακα υπήρχε τραυματισμένο πρόσωπο. Μέλη της Αστυνομίας μετέβηκαν στο μέρος όπου εντόπισαν τον Μ.Κ.1 ο οποίος είχε δεμένη την αριστερή του παλάμη και ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος του είχε επιτεθεί. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι ενώ καθόταν στον καναπέ του εν λόγω εστιατορίου πρόσεξε τον κατηγορούμενο με τον οποίο εργάζονταν μαζί στο ίδιο κέντρο να κατευθύνεται προς το μέρος του και όταν ο κατηγορούμενος τον πλησίασε τον έπιασε από τον λαιμό με το ένα του χέρι και με το άλλο κρατούσε ένα μαχαίρι και τον ρώτησε γιατί έλεγε ότι είναι gay.

 

Αφού διαπληκτίστηκαν μεταξύ τους άλλα άτομα προσπάθησαν να απομακρύνουν τον κατηγορούμενο από τον Μ.Κ.1 και τότε ο κατηγορούμενος άρχισε να αντιστέκεται και ανέσυρε ένα μεταλλικό πιστόλι και το έστρεψε προς το μέρος του Μ.Κ.1. Κατευθύνθηκε προς το μέρος του Μ.Κ.1 και στην προσπάθεια του να απομακρύνει το χέρι του κατηγορούμενου ο τελευταίος τον έσπρωξε με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ελαφρά στην παλάμη του αριστερού του χεριού. Μετά από αυτό ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε από το μέρος.

 

Ο κατηγορούμενος στη συνέχεια εντοπίστηκε από μέλη του Ο.Π.Ε. Λάρνακας όπου ανακόπηκε και σε σωματική έρευνα που του διενεργήθηκε εντοπίστηκε ένα πτυσσόμενο μαχαίρι το οποίο κατέληγε σε σταθερή λεπίδα μήκους 8 εκατοστών. Πληροφορήθηκε ότι ήταν υπό σύλληψη για τα από μέρους του διαπραχθέντα αδικήματα και οδηγήθηκε στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λάρνακας όπου έγινε έρευνα σε τσάντα που είχε στην κατοχή του στην οποία εντοπίστηκε ομοίωμα πιστολιού χρώματος μαύρο. Λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο όπου παραδέχθηκε την πράξη και ανέφερε ότι ο λόγος που προέβηκε σε αυτή ήταν επειδή ο Μ.Κ.1 διέδιδε φήμες για τον ίδιο που τον πρόσβαλλαν. 

 

Η δικηγόρος του κατηγορούμενου προς μετριασμό της ποινής παρέδωσε στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο. Σε αυτό καταγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι ο κατηγορούμενος είναι νεαρό πρόσωπο ηλικίας 24 ετών. Καταγράφεται επίσης ότι τα επίδικα αδικήματα τελέστηκαν υπό την έκρηξη της συναισθηματικής φόρτισης και της απώλειας αυτοελέγχου από τον κατηγορούμενο λόγω της πρόκλησης που δέχθηκε τις προηγούμενες ημέρες από τον παραπονούμενο ο οποίος το τελευταίο διάστημα ανέφερε επί καθημερινής βάσεως στον κατηγορούμενο και στους συναδέλφους του στο εστιατόριο όπου αμφότεροι εργάζονται ότι ο κατηγορούμενος είναι ομοφυλόφιλος. 

 

Καταγράφονται επίσης μετριαστικοί παράγοντες όπως η παραδοχή του κατηγορούμενου ενώπιον του Δικαστηρίου, η συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές και το λευκό του ποινικό μητρώο.

 

Στο εν λόγω γραπτό κείμενο καταγράφεται περαιτέρω πως σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει ως ενδεδειγμένη ποινή αυτή της φυλάκισης, η παραδοχή του κατηγορούμενου, η συνεργασία του με την Αστυνομία, η μεταμέλειά του που προκύπτει από την παραδοχή του, η πρόκληση την οποία δέχθηκε και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε λόγω ανεργίας μετά το περιστατικό επιτρέπουν στο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να αναστείλει τέτοια ποινή φυλάκισης.

 

Άκουσα με προσοχή και έλαβα υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής καθώς επίσης και όσα καταγράφονται στο γραπτό κείμενο το οποίο παρέδωσε στο Δικαστήριο η δικηγόρος του κατηγορούμενου.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή, τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Επιπλέον λαμβάνει υπόψη του πως σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

Στην υπόθεση Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527 λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής ποινής:  

 

«Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270 - Βλ. και Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, "το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή".».

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Τα επίδικα αδικήματα τιμωρούνται ως ακολούθως: το αδίκημα της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα (1η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 3 ετών, το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία) ομοίως με ποινή φυλάκισης 3 ετών, το αδίκημα της οπλοφορίας προς διέγερση τρόμου κατά παράβαση του άρθρου 80 του Ποινικού Κώδικα (4η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 2 ετών και το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας κατά παράβαση των άρθρων 82(2) και 85 του Ποινικού Κώδικα (5η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 1 έτους.

 

Από τις ως άνω ανώτατες ποινές που ο νόμος προβλέπει για καθένα από τα επίδικα αδικήματα προκύπτει ότι αυτά είναι σοβαρά. Υπάρχει βεβαίως μια διαβάθμιση στη σοβαρότητά τους και σοβαρότερα όλων είναι αυτά των δύο πρώτων κατηγοριών.

 

Ως μετριαστικούς παράγοντες προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου το νεαρό της ηλικίας του, είναι 24 ετών, το λευκό του ποινικό μητρώο και την παραδοχή του η οποία παρόλο που δεν ήταν άμεση δεν παύει να αποτελεί ένα σοβαρό μετριαστικό παράγοντα η οποία ταυτόχρονα εκφράζει και την έμπρακτη μεταμέλειά του. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή».   

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις ως καταγράφηκαν από τη δικηγόρο του.

 

Εξετάζοντας το είδος της αρμόζουσας ποινής στην παρούσα υπόθεση πρέπει να λεχθεί ότι η παραδοχή του κατηγορούμενου και οι υπόλοιποι μετριαστικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη, κρίνω εντούτοις, πως δεν δύνανται να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω, των συνθηκών που περιβάλλουν τη διάπραξή τους και της αναγκαιότητας για αυστηρή αντιμετώπιση τέτοιων αδικημάτων μέσω αποτρεπτικών ποινών. Κρίνω ότι οι ως άνω μετριαστικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει τέτοιες αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση της διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ως αρμόζουσες ποινές τις ακόλουθες:

 

·        στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών

·        στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 5 μηνών

·        στην 4η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών

·        στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν.

 

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα τούτο ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης μη υπερβαίνουσα τα 3 έτη είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/1972, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου τη φύση και τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων, τις περιστάσεις διάπραξής τους και ιδίως ότι ο κατηγορούμενος μετέφερε εκτός της οικίας του ένα πτυσσόμενο μαχαίρι το οποίο ανέσυρε σε δημόσιο χώρο δηλαδή στο επίδικο εστιατόριο και ακολούθως ότι κρατώντας το εν λόγω μαχαίρι έπιασε τον Μ.Κ.1 από τον λαιμό με το άλλο του χέρι καθώς επίσης ότι στη συνέχεια ανέσυρε και ένα ομοίωμα πιστολιού το οποίο έστρεψε και πάλι προς το μέρος του Μ.Κ.1 κρίνω πως στην παρούσα δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της άμεσης έκτισης της ποινής που του επιβλήθηκε.

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση λόγω της σοβαρότητάς τους ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ανώτατη ποινή, τη σχετική νομολογία και τις συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων επενεργεί προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, η παραδοχή του και το λευκό του ποινικό μητρώο δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 26.6.2025.

 

                                                          (Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο