Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. MURAD ABUTAIMA κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 6263/2025, 1/7/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. MURAD ABUTAIMA κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 6263/2025, 1/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 6263/2025

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

1.    MURAD ABUTAIMA

2.    MARIA KARINA STOICA   

                                                                             Κατηγορουμένων

Ημερομηνία: 1.7.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου     

Για τους Κατηγορούμενους: κ. Π. Χατζηπαναγιώτου       

Κατηγορούμενοι: Παρόντες  

ΠΟΙΝΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης όταν αυτό καταχωρήθηκε περιλαμβάνονταν αρχικά 11 κατηγορίες στις οποίες ακολούθως προστέθηκαν ακόμα 9. Οι κατηγορίες 1, 7 και 9 αναστάλθηκαν και στις υπόλοιπες οι κατηγορούμενοι δήλωσαν παραδοχή.

 

Ο 1ος κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες 2 έως 6, 8 και 12 έως 20 ενώ η 2η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει μόνο τις κατηγορίες 10 και 11.

 

Η 2η κατηγορία αφορά το αδίκημα της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, η 3η το αδίκημα της επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά παράβαση του άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα, η 4η το αδίκημα της αντίστασης για ματαίωση νόμιμης σύλληψης κατά παράβαση του άρθρου 244(α) του Ποινικού Κώδικα, η 5η το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91 Α του Ποινικού Κώδικα, η 6η το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, η 8η το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα, η 10η το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα και η 11η το αδίκημα της ανησυχίας κατά παράβαση του άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα.

 

Περαιτέρω η 12η κατηγορία αφορά το αδίκημα της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 8, 19(1)(4) και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972, η 13η το αδίκημα της εγκατάλειψης σκηνής δυστυχήματος που προκάλεσε ζημιά σε περιουσία χωρίς παροχή βοήθειας κατά παράβαση του άρθρου 235Α του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972, η 14η το αδίκημα της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος σε οδό χωρίς πιστοποιητικό ασφαλείας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(α) 4(α) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Τρίτου) Νόμου 96(Ι)/2000 και Κ.Δ.Π. 187/2000 και  του άρθρου 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972, Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972, η 15η το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 7, 8, 15 και 49(1)(α) του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001, η 16η το αδίκημα της οδήγησης μοτοσυκλέτας/μοτοποδηλάτου/ηλεκτροκίνητου ποδηλάτου/οχήματος κατηγορίας L6e ή L7e χωρίς προστατευτικό κράνος, κατά παράβαση των κανονισμών 2, 59(2)(3) και 72 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/1984) όπως τροποποιήθηκε από τις Κ.Δ.Π. 189/1984, Κ.Δ.Π. 145/1985 και Κ.Δ.Π. 189/2008 και των άρθρων 2, 5, 19 και του άρθρου 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972, η 17η το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη κατά παράβαση των άρθρων 11 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972, η 18η το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πινακίδες συνιστώσες τα διακριτικά σημεία της ταυτότητας του οχήματος κατά παράβαση των Κανονισμών 6(1)(2)(3)(9)(10)(α), 7, 16(1) και 72 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/1984), Κ.Δ.Π. 363/2020 και του άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 και Νόμος 47(Ι)/1997 και Κ.Δ.Π. 444/2010, η 19η το αδίκημα της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια κυκλοφορίας κατά παράβαση των Καν. 17(1)(α) και 72 των περί Μηχανοκινήτων οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/1984) και Κ.Δ.Π. 363/2000 και του άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 και της Κ.Δ.Π. 444/2010 και του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως αδικημάτων Νόμου 47(Ι)/1997 και η 20η το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος κατά παράβαση απόφασης διατάγματος του Δικαστηρίου κατά παράβαση των άρθρων 2 και 19Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 και των άρθρων 49 Α και 53 του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001.

 

Κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου του 1ου κατηγορούμενου στο οποίο ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής συγκατατέθηκε στην παρούσα θα ληφθεί υπόψη για σκοπούς ποινής και η υπόθεση 11343/2024 του Ε.Δ. Λάρνακας.   

 

Τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο έχουν ως εξής: στις 6.5.2025 περί ώρα 17:40 ενώ ο Μ.Κ.2 οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής [ ] στην οδό Εύξεινου Πόντου στη Λάρνακα με κατεύθυνση τα Λειβάδια ελάττωσε ταχύτητα με σκοπό να στρίψει δεξιά σύμφωνα με την πορεία του στην οδό Λάμπουσας και τότε μοτοσικλέτα που δεν έφερε αριθμούς εγγραφής προσέκρουσε στη δεξιά γωνιά του πισινού προφυλακτήρα του οχήματός του.

 

Στη μοτοσικλέτα επέβαιναν 2 άτομα. Ο οδηγός της ήταν ο 1ος κατηγορούμενος και συνεπιβάτιδα η 2η κατηγορουμένη οι οποίοι από τη σύγκρουση έπεσαν στην άσφαλτο. Ο Μ.Κ.2 σταμάτησε το όχημά του και πήγε κοντά για να βοηθήσει και τότε ο 1ος κατηγορούμενος άρχισε να φωνάζει ότι σταμάτησε απότομα και ότι πάτησε φρένο χωρίς λόγο, πράμα που δεν ίσχυε.

 

Ο Μ.Κ.1 αξιωματικός της Αστυνομίας που βρισκόταν στην οικία του τη δεδομένη στιγμή άκουσε τον θόρυβο από το δυστύχημα και εξήλθε της οικίας του μεταβαίνοντας στο μέρος για να παράσχει βοήθεια. Εκεί διαπίστωσε ότι υπήρχε τροχαίο δυστύχημα και ότι ο οδηγός μοτοσικλέτας προσπαθούσε να ανασηκώσει τη μοτοσικλέτα από το έδαφος. Τον προσέγγισε και τον ρώτησε αν είναι καλά αφού έφερε ελαφρύ τραύμα στο χέρι και τότε ο 1ος κατηγορούμενος του απάντησε «Είμαι καλά, άφησε με να φύγω». Ο Μ.Κ.1 τον ρώτησε ξανά αν χρειαζόταν βοήθεια και αντί απάντησης ο 1ος κατηγορούμενος προσπάθησε να ξεκινήσει τη μοτοσικλέτα με πρόθεση να εγκαταλείψει τη σκηνή του δυστυχήματος ανεβαίνοντας πάνω σε αυτή. 

 

Τότε ο Μ.Κ.1 τον πληροφόρησε ότι είναι αστυνομικός, του ζήτησε να παραμείνει στο μέρος μέχρι την άφιξη της Αστυνομίας και των ασφαλιστικών εταιριών για σκοπούς διερεύνησης του δυστυχήματος. Ο 1ος κατηγορούμενος δεν συμμορφώθηκε και επιχείρησε εκ νέου να διαφύγει. Στο μέρος έσπευσε προς βοήθεια και ο Μ.Κ.10, ειδικός αστυφύλακας της Αστυνομίας, ο οποίος είναι γείτονας του Μ.Κ.1 και τον δεδομένο χρόνο αντιλήφθηκε το δυστύχημα. 

 

Οι Μ.Κ.1 και ο Μ.Κ.10 προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον 1ο κατηγορούμενο να εγκαταλείψει τη σκηνή και τότε αυτός έσπρωξε τον Μ.Κ.1 με τα 2 χέρια προς τα πίσω φωνάζοντάς του «Άφησε με να φύγω ρε μπάσταρτε» και τον απείλησε δείχνοντας προς το σπίτι του με τη φράση «Ξέρω και το σπίτι σου ρε» και ξεκίνησε να σπρώχνει τη μοτοσικλέτα για να διαφύγει πεζός. Πληροφορήθηκε ότι ήταν υπό σύλληψη για το αδίκημα της επίθεσης εναντίον αστυνομικού και της εξύβρισης και ο 1ος κατηγορούμενος συνέχιζε να προσπαθεί να εγκαταλείψει το μέρος πεζός σπρώχνοντας τη μοτοσικλέτα.

 

Στην προσπάθεια του να απομακρυνθεί ο 1ος κατηγορούμενος επιτέθηκε στον Μ.Κ.1 προσπαθώντας να τον χτυπήσει με γροθιά στο πρόσωπο την οποία ο Μ.Κ.1 απέφυγε και δέχτηκε πλήγμα στον αριστερό ώμο. Στη συνέχεια ο Μ.Κ.1 πάλι εκ νέου στην προσπάθεια του να τον ακινητοποιήσει δέχτηκε γροθιά στο πρόσωπο, στο αριστερό μάτι και ζυγωματικό, ένιωσε έντονη ζάλη και τοποθετώντας το χέρι του στο πρόσωπο αντιλήφθηκε ότι αιμορραγούσε ενώ από το χτύπημα που δέχτηκε προκλήθηκε ζημιά περί τα €300,00 στα γυαλιά μυωπίας που φορούσε.

 

Η 2η κατηγορουμένη κατά τον ίδιο χρόνο φώναζε και ύβριζε τον Μ.Κ.1 και τότε και οι 2 εκμεταλλευόμενοι τη ζάλη που επέφεραν στον Μ.Κ.1 κατάφεραν να διαφύγουν πεζοί προς την οδό Σόλωνα Μιχαηλίδη.

 

Στο μέρος έσπευσαν μέλη της Αστυνομίας και προέβηκαν σε επιτόπιες εξετάσεις και έγινε σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος. Κατά τον χρόνο του επεισοδίου ο Μ.Κ.2 με τη χρήση του κινητού του τηλεφώνου είχε λάβει αριθμό φωτογραφιών στην οποία απεικονίζονταν τα πρόσωπα του 1ου κατηγορούμενου και της 2ης κατηγορουμένης και ο Μ.Κ.7 είδε και αναγνώρισε τον 1ο κατηγορούμενο υπό την αστυνομική του ιδιότητα.

Έγιναν ενέργειες για εντοπισμό του και την ίδια μέρα και ώρα 20:15 ο 1ος κατηγορούμενος παρουσιάστηκε αυτοβούλως στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λάρνακας και αφού πληροφορήθηκε για την υπόθεση που εκκρεμούσε εναντίον του τού επιστήθηκε η προσοχή στον νόμο και απάντησε «συγγνώμη». Ανακρίθηκε προφορικά και παραδέχτηκε ότι εγκατέλειψε τη σκηνή του δυστυχήματος γιατί φοβήθηκε και άρχισε να κλαίει.

 

Ο Μ.Κ.1 μετέβηκε σε ιδιωτική κλινική στη Λάρνακα όπου εξετάστηκε από τον γιατρό Μ.Κ.11 ο οποίος διαπίστωσε ότι έφερε θλαστικό τραύμα αριστερού ζυγωματικού στο οποίο έγινε συρραφή και επικόλληση και εκχύμωση στο αριστερό μάτι.

 

Αναφέρθηκε επίσης ότι ο 1ος κατηγορούμενος έχει μία προηγούμενη καταδίκη για τροχαία αδικήματα στην υπόθεση 10648/2024 του Ε.Δ. Λάρνακας στην οποία στις 6.5.2025 δηλαδή την ίδια ημέρα που τελέστηκαν τα επίδικα αδικήματα καταδικάστηκε για το αδίκημα της χρήσης οχήματος χωρίς άδεια κυκλοφορίας και του επιβλήθηκε πρόστιμο €100,00, για το αδίκημα της οδήγησης χωρίς ασφάλεια του επιβλήθηκε πρόστιμο €200,00, 3 βαθμοί ποινής και στέρηση άδειας οδηγού από τις 6.5.2025 μέχρι 6.7.2025, για το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης δεν επιβλήθηκε ποινή και για το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς κράνος του επιβλήθηκε πρόστιμο €200,00 και 3 βαθμοί ποινής.

 

Ως γεγονότα της υπόθεσης 11343/2024 στην οποία παρέμεινε να εκκρεμεί μόνο η 1η κατηγορία η οποία αφορά το αδίκημα της κλοπής την οποία ο 1ος κατηγορούμενος ως κατηγορούμενος 2 στην εν λόγω υπόθεση αντιμετωπίζει από κοινού μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 24.7.2024 ο Μ.Κ.1 κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι την ίδια μέρα και μεταξύ των ωρών 17:45 με 18:20 ενώ βρισκόταν στο παραλιακό μέτωπο των Φοινικούδων κλάπηκε η τσάντα θαλάσσης του και αντιλήφθηκε 3 νεαρά άτομα να απομακρύνονται από το σημείο με την τσάντα του χωρίς να μπορέσει όμως να αντιληφθεί τα στοιχεία τους.

 

Μέσα στη τσάντα υπήρχε το πορτοφόλι του στο οποίο υπήρχε το χρηματικό ποσό των €20,00, κάρτες τραπεζών και το κινητό του τηλέφωνο μάρκας iPhone pro max αξίας περί τα €400,00 και άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Την ίδια ημέρα ο Μ.Κ.7 παρέδωσε στην Αστυνομία μια τσάντα η οποία αναγνωρίστηκε ως η τσάντα που κλάπηκε από τον Μ.Κ.1 ο οποίος κλήθηκε και αναγνώρισε την τσάντα του και από έλεγχο που διενήργησε διαπίστωσε ότι υπήρχαν όλα τα αντικείμενα του μέσα εκτός από το κινητό του τηλέφωνο και το χρηματικό ποσό των €20,00.

 

Εξασφαλίστηκε μαρτυρία από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης όπου θεάθηκε να κατευθύνεται ο πρώην 1ος κατηγορούμενος μαζί με τον 2ο κατηγορούμενο κρατώντας την τσάντα στον αριστερό του ώμο. Από δεύτερο κύκλωμα παρακολούθησης φαίνονταν ο 2ος κατηγορούμενος μαζί με τον πρώην 1ο κατηγορούμενο να τοποθετούν την τσάντα στο σημείο όπου εντοπίστηκε από τον Μ.Κ.7. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, συνελήφθηκε στις 27.7.2024 και ανακρινόμενος προφορικά άσκησε το δικαίωμα της σιωπής.   

 

Ο δικηγόρος των κατηγορουμένων όταν έλαβε τον λόγο ανέφερε πως η προηγούμενη καταδίκη του 1ου κατηγορούμενου είναι παραδεκτή. Ανέφερε επίσης ότι ο 1ος κατηγορούμενος είναι νεαρό πρόσωπο ηλικίας 20 ετών σήμερα και προέρχεται από πολύτεκνη οικογένεια με 7 παιδιά. Η μητέρα του έχει έρθει στην Κύπρο από το 2016, ο δε πατέρας του είναι στην Ιορδανία έγκλειστος στις φυλακές. Ανέφερε ότι αυτός στην ουσία δεν γνώρισε πατέρα καθότι όταν ήταν στην χώρα του εκείνος ήταν έγκλειστος στις φύλακες.

 

Ο 1ος κατηγορούμενος φοίτησε κάποια χρόνια σε σχολείο πλην όμως δεν ολοκλήρωσε τη φοίτησή του. Έχει σήμερα εγγραφεί για να ολοκληρώσει τη φοίτηση του σε νυχτερινό σχολείο και προς επιβεβαίωση τούτου παρέδωσε στο Δικαστήριο αντίγραφο σχετικής βεβαίωσης.  

 

Όσον αφορά το αδίκημα της υπόθεσης 6263/2025 ο δικηγόρος των κατηγορουμένων ανέφερε πως όλα προκλήθηκαν από μια τροχαία σύγκρουση. Ο 1ος κατηγορούμενος την ίδια ημέρα είχε αντιμετωπίσει τροχαία αδικήματα και του επιβλήθηκε ποινή στέρησης της άδειας του το πρωί της ίδιας ημέρας για αυτό φοβήθηκε και ήθελε να φύγει από το μέρος. 

 

Ανέφερε επίσης ότι ο 1ος κατηγορούμενος κατέθεσε στο Δικαστήριο το ποσό των €300,00 για αποζημίωση όσον αφορά την κακόβουλη βλάβη που αφορά η 8η κατηγορία και είναι πρόθυμος να αποζημιώσει και για το ποσό των €420,00 τον παραπονούμενο στην υπόθεση 11343/2024.

 

Ακολούθως τόνισε ότι ο 1ος κατηγορούμενος μετά που έφυγε από τη σκηνή που διαπράχθηκαν τα επίδικα αδικήματα σε διάστημα περίπου 2 ωρών πήγε αυτοβούλως στο Τ.Α.Ε. Λάρνακας και ζήτησε συγγνώμη γεγονός το οποίο δεικνύει πως άμεσα αντιλήφθηκε το λάθος του και τον ηλίθιο τρόπο που ενέργησε εκείνη τη στιγμή. 

 

Ανέφερε ακόμα ότι ο Μ.Κ.1 τον επισκέφθηκε κατά τον χρόνο που κρατείτο στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου και ο κατηγορούμενος του απολογήθηκε και ζήτησε συγγνώμη. Ανέφερε ότι η μεταμέλεια του 1ου κατηγορούμενου φαίνεται και από το γεγονός ότι κατέθεσε το ποσό των €300,00 για αποζημίωση της ζημιάς που προκάλεσε στα γυαλιά του ως άνω προσώπου.   

 

Ανέφερε ακόμα ότι ο 1ος κατηγορούμενος από τις 12.5.2025 τελούσε υπό κράτηση για την υπόθεση 5408/2025 η οποία διακόπηκε και καταχωρήθηκε η παρούσα για να συμπεριληφθεί και η 2η κατηγορουμένη σε αυτή.

 

Εισηγήθηκε επίσης πως σε περίπτωση που το Δικαστήριο όσον αφορά τον 1ο κατηγορούμενο ήθελε θεωρήσει ως ενδεδειγμένη ποινή αυτή της φυλάκισης, η παραδοχή του, η συνεργασία του με την Αστυνομία, η αποζημίωση στις περιπτώσεις όπου προξένησε ζημιά σε τρίτο πρόσωπο και το γεγονός ότι τελεί υπό κράτηση για περίπου ενάμιση μήνα δίνει το δικαίωμα στο Δικαστήριο να αναστείλει τυχόν μια τέτοια ποινή φυλάκισης.

 

Αναφορικά με τη 2η κατηγορουμένη ο κ. Χατζηπαναγιώτου ανέφερε ότι είναι ανήλικη ηλικίας 17 ετών, προέρχεται από διαλυμένη οικογένεια και είναι το 2ο από τα 3 παιδιά της οικογένειας. Η μητέρα της ζει μόνιμα στην Κύπρο και η κατηγορουμένη εργάζεται ως γκαρσόνι σε καφετέρια και έχει εισοδήματα περί τα €500,00 μηνιαίως. Έχει ακόμη μια ανήλικη αδελφή ηλικίας 8 ετών. 

 

Άκουσα με προσοχή και έλαβα υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή, τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Επιπλέον λαμβάνει υπόψη του πως σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Στην υπόθεση Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527 λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής ποινής:  

 

«Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270 - Βλ. και Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, "το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή".».

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

 

Σχετικά με τις προηγούμενες καταδίκες ενός κατηγορούμενου στην υπόθεση DYGDALOWICZ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 11/2021, ημερ. 4.11.2022 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όμως η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου στην τήρηση των νόμων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 306 τονίστηκε και πάλι ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας, της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες (βλ. επίσης Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787)».

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι προφανές ότι η προηγούμενη καταδίκη με την οποία βαρύνεται ο κατηγορούμενος τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό την επιείκεια που μπορεί να του επιδειχθεί.

Στην υπόθεση Παντελής Κυριάκου Ιωάννου ν. Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 598 λέχθηκε πως «όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιόν του μόνο τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο». Όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Ιωάννου (πιο πάνω) ισχύουν και στην παρούσα αφού για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής για τον 1ο κατηγορούμενο θα ληφθεί υπόψη η πιο πάνω αναφερθείσα υπόθεση.

 

Τα επίδικα αδικήματα τιμωρούνται ως ακολούθως:

 

1)   το αδίκημα της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 3 ετών,

2)   το αδίκημα της επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά παράβαση του άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα (3η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 2 ετών

3)   το αδίκημα της αντίστασης για ματαίωση νόμιμης σύλληψης κατά παράβαση του άρθρου 244(α) του Ποινικού Κώδικα (4η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 2 ετών,

4)   το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91 Α του Ποινικού Κώδικα (5η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης μη υπερβαίνουσα τα 3 έτη,

5)   το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 6 και 10) με ποινή φυλάκιση ενός μήνα ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες (περίπου €125,00) ή και με τις δύο αυτές ποινές,

6)   το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα (8η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης δύο χρόνων ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.500) ή και με τις δύο αυτές ποινές,

7)   το αδίκημα της ανησυχίας κατά παράβαση του άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα (11η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 3 μηνών,

8)   το αδίκημα της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 8, 19(1)(4) και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 (12η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή/και με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500),

9)   το αδίκημα της εγκατάλειψης σκηνής δυστυχήματος που προκάλεσε ζημιά σε περιουσία χωρίς παροχή βοήθειας κατά παράβαση του άρθρου 235Α του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 (13η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα ή/και με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000),

10)               το αδίκημα της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος σε οδό χωρίς πιστοποιητικό ασφαλείας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(α) 4(α) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Τρίτου) Νόμου 96(Ι)/2000 και Κ.Δ.Π. 187/2000 και  του άρθρου 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 (14η κατηγορία) σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, για αδίκημα που διαπράχθηκε βάσει του εν λόγω άρθρου μέσα σε περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία διάπραξης του προηγούμενου αδικήματος, με ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή/και με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000) και περαιτέρω το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτά άδεια οδήγησης,

11)               το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 7, 8, 15 και 49(1)(α) του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001 (15η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή/και με τις δύο αυτές ποινές,

12)               το αδίκημα της οδήγησης μοτοσυκλέτας/μοτοποδηλάτου/ηλεκτροκίνητου ποδηλάτου/οχήματος κατηγορίας L6e ή L7e χωρίς προστατευτικό κράνος, κατά παράβαση των κανονισμών 2, 59(2)(3) και 72 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/1984) όπως τροποποιήθηκε από τις Κ.Δ.Π. 189/1984, Κ.Δ.Π. 145/1985 και Κ.Δ.Π. 189/2008 και των άρθρων 2, 5, 19 και του άρθρου 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 (16η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 1 έτους ή/και με ποινή προστίμου μέχρι €3.000 και επιπλέον από 3 έως 6 βαθμούς ποινής,

13)               το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη κατά παράβαση των άρθρων 11 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 (17η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης μη υπερβαίνουσα το ένα έτος ή με χρηματική ποινή μη υπερβαίνουσα τις Λ.Κ.1.000 (περίπου €1.708) ή με αμφότερες τις ποινές της φυλάκισης ή της χρηματικής,

14)               το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πινακίδες συνιστώσες τα διακριτικά σημεία της ταυτότητας του οχήματος κατά παράβαση των Κανονισμών 6(1)(2)(3)(9)(10)(α), 7, 16(1) και 72 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/1984), Κ.Δ.Π. 363/2020 και του άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 και Νόμος 47(Ι)/1997 και Κ.Δ.Π. 444/2010 (18η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 1 έτους ή/και με ποινή προστίμου μέχρι €3.000,

15)               το αδίκημα της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια κυκλοφορίας κατά παράβαση των Καν. 17(1)(α) και 72 των περί Μηχανοκινήτων οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/1984) και Κ.Δ.Π. 363/2000 και του άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 και της Κ.Δ.Π. 444/2010 και του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως αδικημάτων Νόμου 47(Ι)/1997 (19η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης 1 έτους ή/και με ποινή προστίμου μέχρι €3.000,

16)               το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος κατά παράβαση απόφασης διατάγματος του Δικαστηρίου κατά παράβαση των άρθρων 2 και 19Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 και των άρθρων 49 Α και 53 του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001 (20η κατηγορία) με ποινή φυλάκισης για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα έξι χιλιάδες ευρώ οκτακόσια τριάντα τέσσερα ευρώ (€6.834) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 20Α του περί Μηχανοκινήτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 σε περίπτωση καταδίκης προσώπου για το αδίκημα της εγκατάλειψης του τόπου ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας κατά παράβαση του άρθρου 235 Α του Ποινικού Κώδικα, το Δικαστήριο δύναται πέραν της ποινής που προβλέπεται να επιβάλει 5 έως 10 βαθμούς ποινής.

 

 Επίσης σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20Α του Νόμου 86/1972 σε περίπτωση καταδίκης προσώπου για τα αδικήματα της αμελούς οδήγησης, της οδήγησης χωρίς ασφαλιστήριο ευθύνης έναντι τρίτου και της μη χρήσης προστατευτικού κράνους το Δικαστήριο δύναται πέραν της ποινής που προβλέπεται να επιβάλει 3 έως 6 βαθμούς ποινής.

 

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου ως επιβαρυντικό παράγοντα το γεγονός ότι ο 1ος κατηγορούμενος απρόκλητα επιτέθηκε στον Μ.Κ.1 ο οποίος προσέτρεξε στο επίδικο μέρος για να του παράσχει βοήθεια καθώς επίσης ότι οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα κατά παράβαση διατάγματος του Δικαστήριο από την 1η κιόλας ημέρα ισχύος του εν λόγω διατάγματος.   

 

Ως μετριαστικούς παράγοντες προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου το νεαρό της ηλικίας του, την άμεση παραδοχή του η οποία εκφράζει και την έμπρακτη μεταμέλειά του καθώς επίσης το γεγονός ότι κατέβαλε το ποσό των €300,00 προς πλήρη αποζημίωση του Μ.Κ.1 στον οποίο προκάλεσε ισόποση ζημιά στα γυαλιά του. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή».   

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις ως αναφέρθηκαν από τον δικηγόρο του.

 

Αναφορικά με τη 2η κατηγορούμενη λαμβάνω υπόψη μου το νεαρό της ηλικίας της, την παραδοχή της, το λευκό της ποινικό μητρώο και τις προσωπικές και οικογενειακές τις περιστάσεις και έχοντας περαιτέρω υπόψη μου την ανώτατη ποινή που ο νόμος προβλέπει για τα αδικήματα των κατηγοριών 10 και 11 που την αφορούν, τα οποία δεν είναι από τα σοβαρότερα του ποινικού μας δικαίου, κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή για τα εν λόγω αδικήματα είναι αυτή του προστίμου.     

 

Εξετάζοντας ποιο είδος ποινής είναι κατάλληλο να επιβληθεί στην παρούσα υπόθεση σε σχέση με τον 1ο κατηγορούμενο συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων ως προκύπτει από την ανώτατη ποινή που ο νόμος προβλέπει για καθένα από αυτά καθώς επίσης και τη σχετική νομολογία όπως την ανέφερα πιο πάνω σύμφωνα με την οποία καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα όπως τα επίδικα και περαιτέρω τις περιστάσεις διάπραξής τους κρίνω ότι αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω και ιδίως την παραδοχή του 1ου κατηγορούμενου, το νεαρό της ηλικίας του, τις προσωπικές του περιστάσεις ως αναφέρθηκαν πιο πάνω, την έμπρακτη μεταμέλειά του ως αυτή προκύπτει όχι μόνο από την παραδοχή του αλλά και από το γεγονός της χρηματικής αποζημίωσης που κατέβαλε σε ένα από τα θύματα της έκνομης δράσης του καθώς επίσης και τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη των αδικημάτων καθώς επίσης και την αρχή της συνολικότητας της ποινής κρίνω ως αρμόζουσες ποινές τις ακόλουθες:

 

Αναφορικά με τον 1ο κατηγορούμενο:

 

·        στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών

·        στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών

·        στην 4η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών

·        στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών

·        στην 6η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 ημερών

·        στην 8η κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών

·        στη 12η κατηγορία ποινή φυλάκισης 1 μηνός και 3 βαθμούς ποινής

·        στη 13η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 ημερών και 5 βαθμούς ποινής

·        στη 14η ποινή φυλάκισης 2 μηνών και 5 βαθμούς ποινής

·        στη 15η κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών

·        στη 16η κατηγορία ποινή φυλάκισης 15 ημερών και 3 βαθμούς ποινής

·        στη 17η ποινή φυλάκισης 10 ημέρων

·        στη 18η ποινή φυλάκισης 20 ημέρων      

·        στη 19η ποινή φυλάκισης 10 ημερών   

·        στην 20η κατηγορία ποινή φυλάκισης 5 μηνών και στέρηση της άδειας οδηγού για περίοδο 9 μηνών η οποία να ξεκινά από τις 7.7.2025.    

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον 1ο κατηγορούμενο να συντρέχουν.

 

Αναφορικά με τη 2η κατηγορούμενη:

 

·      στη 10η κατηγορία ποινή προστίμου €80,00

·      στην 11η κατηγορία ποινή προστίμου €120,00

 

Έχοντας επιβάλει στον 1ο κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα τούτο ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης μη υπερβαίνουσα τα 3 έτη είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/1972, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου τη φύση και τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων, την πολύμορφη έκνομη δράση του κατηγορούμενου αφού σε ένα και μόνο συμβάν διέπραξε όλα τα ως άνω επίδικα αδικήματα καθώς επίσης και το γεγονός ότι η προηγούμενη καταδίκη με την οποία βαρύνεται δεν λειτούργησε αποτρεπτικά για τον ίδιο αφού από την 1η κιόλας ημέρα ισχύος του Δικαστικού διατάγματος με το οποίο του στερήθηκε η ικανότητα να κατέχει άδεια οδήγησης παρέβηκε το εν λόγω διάταγμα κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής που επιβλήθηκε στον 1ο κατηγορούμενο.

 

Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική  σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων, δεν θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα για αυτού του είδους τη συμπεριφορά.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον 1ο κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος κράτησης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο 1ος κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 12.5.2025.

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής για τον 1ο κατηγορούμενο λήφθηκε υπόψη και η υπόθεση 11343/2024 του Ε.Δ. Λάρνακας. 

 

                                                          (Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο