
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Ε.Δ.
Αρ. Υπ. 492/2024
Μεταξύ:
ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσας Αρχής
-και-
1.ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΕΡΓΙΔΟΥ
2.ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΕΡΓΙΔΟΥ
Κατηγορούμενων
Ημερομηνία: 25.7.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Δρ. Ποιητής με κ. Αναξαγόρου και κα. Θεοφάνους
Για Κατηγορούμενη 1: κ. Μυλωνάς
Κατηγορούμενη 1: παρούσα
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με το που ολοκληρώθηκε η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής και αφού επιφυλάχθηκε απόφαση για το εκ πρώτης όψεως στάδιο, διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο, υπό το φως των όσων είχε αναφέρει στην αγόρευση του για το εκ πρώτης όψεως στάδιο ο δικηγόρος της Κατηγορούμενης ο οποίος έκαμε αναφορά σε τρεις κατηγορίες, ότι το κατηγορητήριο που είχε επιδοθεί στην κατηγορούμενη και στην βάση του οποίου η τελευταία θεωρούσε ότι δικαζόταν, ήταν διαφορετικό από το κατηγορητήριο που υπήρχε στο φάκελο του Δικαστηρίου ως το κατηγορητήριο που είχε υποβληθεί για έγκριση με έντυπο 7.
Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι, ενώ το κατηγορητήριο που βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου περιλαμβάνει μια κατηγορία, το κατηγορητήριο που η κατηγορούσα αρχή επέδωσε στην κατηγορούμενη και επί του οποίου η τελευταία πρόβαλλε θέσεις κατά την ακρόαση που διεξήχθη περιέχει τρεις κατηγορίες. Κατά την προσπάθεια όμως, να διερευνηθεί περαιτέρω το θέμα αυτό, διαπιστώθηκε ένα πολύ πιο σοβαρό ζήτημα, ότι δηλαδή, το κατηγορητήριο που βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου, όπως ο φάκελος αυτός τέθηκε ενώπιον μου από το Πρωτοκολλητείο, έστω και αν ήταν διαφορετικό από αυτό που επιδόθηκε στην κατηγορούμενη, δεν είχε ποτέ εγκριθεί από το Δικαστήριο ως η σχετική διαδικασία του άρθρου 43 (Κεφ.155) προνοεί, δηλαδή δεν διατάχθηκε ποτέ, δια της σχετικής υπογραφής του Δικαστή, η καταχώρηση του (βλ. σημείο επί του εντύπου 7 όπου απουσιάζει η υπογραφή του Δικαστή που επιτρέπει ή δεν επιτρέπει την καταχώρηση) .
Με άλλα λόγια διαπιστώθηκε ότι μέχρι σήμερα, όλες οι διαδικασίες, και ιδιαίτερα η ακροαματική διαδικασία που έλαβε χώρα στα πλαίσια της υπόθεσης, δεν βασιζόταν σε εγκεκριμένο κατηγορητήριο και σε κάθε περίπτωση αφορούσε σε κατηγορίες για τις οποίες η κατηγορούμενη, η κατηγορούσα αρχή, και το Δικαστηρίου τελούσαν υπό διαφορετική αντίληψη. Δηλαδή η κατηγορούμενη και η κατηγορούσα αρχή θεωρούσαν ότι δικάζονταν σε σχέση με τρεις κατηγορίες, ενώ το Δικαστήριο είχε ενώπιον του μια κατηγορία και αυτή μη εγκεκριμένη.
Σημειώνω εδώ ότι όταν το Δικαστήριο έθεσε τις πιο διαπιστώσεις του ενώπιον των συνηγόρων κανένας τους δεν μπόρεσε να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση ως προς το πως γίνεται να επιδόθηκε στην κατηγορούμενη και να προωθήθηκε με μαρτυρία κατηγορητήριο το οποίο όχι μόνο δεν είχε εγκριθεί αλλά και το οποίο ήταν ουσιωδώς διαφορετικό από το κατηγορητήριο που είχε υποβληθεί για έγκριση, έστω και αν αυτό δεν εγκρίθηκε ποτέ. Περιληπτικά αναφέρω ότι, εισηγήθηκε παρά ταύτα η πλευρά της κατηγορούσας αρχής, η οποία απέδωσε το όλο θέμα σε ενδεχόμενη παραδρομή του δικαστηρίου κατά την έγκριση του κατηγορητήριου ότι το όλο ζήτημα δύναται να επιλυθεί ως διαδικαστικό παραπέμποντας σε Νομολογία. Στον αντίποδα ο κ. Μυλωνάς υποστήριξε ότι η διαδικασία πρέπει να κριθεί εξ’ υπαρχής άκυρη και ότι όλο ζήτημα δεν είναι τυπικό παραπέμποντας επίσης σε Νομολογία.
Έχω εξετάσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου καθώς επίσης και τα όσα ενδιαφέροντα έχουν επιχειρηματολογήσει οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έστω και αν δεν γίνεται λεπτομερής αναφορά για σκοπούς της παρούσας και σημειώνω τα ακόλουθα.
Τα ζητήματα που έχουν εγερθεί είναι όντως ιδιόμορφα και παρά και την έρευνα του Δικαστηρίου, αν και έχουν εντοπιστεί να υπάρχουν αποφάσεις όπου εξετάστηκαν κάποιες από τις πτυχές που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση και στις οποίες αποφάσεις θα αναφερθώ πιο κάτω, εντούτοις δεν έχει εντοπιστεί να υπήρξε οποιοδήποτε παρόμοιο περιστατικό στη μέχρι σήμερα Νομολογία, Κυπριακή ή Αγγλική. Θεωρώ όμως ότι το θέμα δεν είναι δύσκολο να επιλυθεί εάν προσεγγιστεί από την σκοπιά του αυστηρού καθήκοντος που έχει το Δικαστήριο να διασφαλίζει ότι μια ποινική δίκη διεξάγεται με τα απαραίτητα εχέγγυα της δίκαιης δίκης ιδιαίτερα σε σχέση με τα δικαιώματα που έχει ένα κατηγορούμενο πρόσωπο.
Σύμφωνα με την Ποινική Δικονομία Κεφ.155, απαραίτητη προϋπόθεση για να διωχθεί ποινικά ένα πρόσωπο είναι να εγκριθεί και να καταχωρηθεί σχετικό κατηγορητήριο εναντίον του σύμφωνα με τον τρόπο που προνοεί το Κεφ.155 (βλ. αρ37 και 43 Κεφ.155 – «…η ποινική δίωξη προσώπου αρχίζει με κατηγορητήριο που απαγγέλλεται εναντίον του προσώπου αυτού ενώπιον Δικαστηρίου… Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται. (2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή…»).
Όμως, στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν έχει γίνει και το γεγονός ότι η πλευρά της Κατηγορούμενης αλλά και της κατηγορούσας αρχής τελούσαν υπό διαφορετική εντύπωση, εσφαλμένα βέβαια, δεν έχει σημασία εφόσον η διαδικασία που έλαβε χώρα ουδέποτε βασίστηκε σε νόμιμα και νομότυπα καταχωρημένο κατηγορητήριο. Το ότι ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου έθεσε αριθμό ποινικής υπόθεσης, όπως θα εξηγήσω και πιο κάτω, επίσης δεν μπορεί να καταστήσει το κατηγορητήριο ως εγκεκριμένο κατηγορητήριο εφόσον η εξουσία καταχώρησης ενός κατηγορητηρίου, το οποίο δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι συνιστά κλήση-διαταγή που εκδίδει το Δικαστήριο, ανήκει δια Νόμου στο Δικαστή ενώπιον του οποίου τίθεται το κατηγορητήριο προς έγκριση και όχι στον Πρωτοκολλητή.
Ούτε όμως και θα μπορούσε να λεχθεί ότι η έγκριση ενός κατηγορητήριου δια της σχετικής υπογραφής του Δικαστή συνιστά τυπικό ζήτημα ή ζήτημα το οποίο, θα μπορούσε ίσως εκ των υστέρων να διορθωθεί αφού αναδρομική έγκριση κατηγορητήριου, δεν μπορεί να γίνει και ούτε και οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο Δρ. Ποιητής υποδηλούν κάτι τέτοιο. Μάλιστα δε, σε όλες εκείνες τις αποφάσεις το ζήτημα περιστρεφόταν γύρω από το κατά πόσο είχε εξασφαλιστεί η απαιτούμενη συγκατάθεση σε σχέση με κατηγορίες που προσάπτονταν με κατηγορητήριο το οποίο όμως είχε δεόντως εγκριθεί από δικαστή για να καταχωρηθεί και εν τέλει καταχωρήθηκε (βλ. αναφορά που γίνεται στην Πολ. Έφ.30/24 στο ότι «εν προκειμένω το Επαρχιακό Δικαστήριο επέτρεψε την καταχώριση του κατηγορητηρίου»).
Άλλωστε, υπενθυμίζω και επισημαίνω εδώ, η επιτακτική προϋπόθεση έγκρισης κατηγορητήριου για να ξεκινήσει μια ποινική δίωξη σε συνδυασμό με την σωρεία νομολογίας που υπάρχει αναφορικά με το θέμα της έγκρισης κατηγορητήριου και την καθοριστική σημασία που η έγκριση αυτή έχει για την ποινική διαδικασία που προτίθεται να εγερθεί, καταδεικνύει ότι το ζήτημα κάθε άλλο παρά τυπικό είναι.
Έπεται συνεπώς ότι στην παρούσα περίπτωση ουδέποτε άρχισε η ποινική δίωξη της κατηγορούμενης και κατ’ επέκταση οποιαδήποτε ενέργεια και οποιαδήποτε μαρτυρία ακούστηκε στην βάση της εσφαλμένης εντύπωσης ότι είχε αρχίσει η δίωξη δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως εξ’ υπαρχής άκυρη και θνησιγενής.
Ακόμη όμως και να μπορούσε με κάποιο τρόπο να εγκριθεί αναδρομικά το ενώπιον μου κατηγορητήριο, ή να μπορούσε το συγκεκριμένο ζήτημα να θεωρηθεί ως επουσιώδης παρατυπία που να μπορεί να αγνοηθεί, κάτι το οποίο όπως έχω ήδη αναφέρει δεν μπορεί να γίνει, αυτό δεν θα ήταν ούτε ενδεδειγμένο αλλά ούτε και ορθό υπό τις περιστάσεις να γίνει, διότι το κατηγορητήριο που βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου, το οποίο είναι το μόνο κατηγορητήριο που αν υπήρχε η εξουσία θα μπορούσε να εγκριθεί ή να θεραπευτεί αναδρομικά, δεν είναι το κατηγορητήριο που επιδόθηκε στην κατηγορούμενη από την κατηγορούσα αρχή και επί του οποίου η τελευταία βασίστηκε για να διαμορφώσει και να προβάλει την υπεράσπιση της κατά την ακρόαση. Θα κατέληγε δηλαδή το Δικαστήριο, αν προχωρούσε σε αναδρομική έγκριση του κατηγορητηρίου, ουσιαστικά να εγκρίνει ή να θεραπεύσει αναδρομικά ένα κατηγορητήριο το οποίο η πλευρά της Κατηγορούμενης δεν είχε υπόψιν της όταν έθετε τις θέσεις της στους μάρτυρες κατηγορίας.
Δεν διέλαθε της προσοχής μου ότι, η μια κατηγορία που περιλαμβάνεται στο ενώπιον μου μη εγκεκριμένο κατηγορητήριο είναι η ίδια με μια από τις τρεις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο που επιδόθηκε στην κατηγορούμενη και επί του κατηγορητηρίου η τελευταία, αλλά και η κατηγορούσα αρχή, έθεσαν τις θέσεις τους κατά την ακρόαση. Ούτε και παραγνωρίζω το γεγονός ότι η κατηγορούμενη είχε κατά την εμφάνιση της απαντήσει στο κατηγορητήριο.
Παρά τα πιο πάνω, το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε από κανένα παράγοντα της δίκης ότι η κατηγορούμενη απαντούσε σε τρεις κατηγορίες και όχι σε μια ή το ότι το ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορητήριο δεν είχε ποτέ εγκριθεί να καταχωρηθεί, δεν μπορεί να προσδώσει εγκυρότητα σε μια εξ’ υπαρχής άκυρη και θνησιγενή διαδικασία. Το γεγονός δηλαδή ότι η κατηγορούμενη θεωρούσε ότι υπερασπιζόταν τρεις κατηγορίες ενώ στην πραγματικότητα μια κατηγορία ήταν που προτίθετο να της προσαφθεί, η οποία βεβαίως δεν εγκρίθηκε ποτέ, δεν μπορεί να καταστήσει έγκυρη και μάλιστα αναδρομικά οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον της. Άλλωστε, δεν θα ήταν δίκαιο υπό τις περιστάσεις να επιλέξει εκ των υστέρων το Δικαστήριο την κατηγορία που τελικά αρμόζει να προσαφθεί εναντίον της κατηγορούμενης στη βάση της μαρτυρίας που προσκομίστηκε ώστε να εγκρίνει εκείνη την κατηγορία αναδρομικά.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι η αναφορά του Δρ. Ποιητή ότι το όλο ζήτημα ενδεχομένως να οφείλεται σε παραδρομή του Δικαστηρίου κατά το στάδιο της έγκρισης του κατηγορητηρίου, παραγνωρίζει, με κάθε σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, ότι έστω και αν το προς έγκριση κατηγορητήριο είχε διαλάθει τότε της προσοχής του Δικαστηρίου, δεν εξηγεί γιατί στη συνέχεια η κατηγορούσα αρχή επέδωσε στην κατηγορούμενη κατηγορητήριο διαφορετικό από αυτό που είχε υποβάλει στο δικαστήριο προς έγκριση. Αν τα πράγματα ήταν όσο απλά όσο εισηγείται ο Δρ. Ποιητής, τότε το εύλογα αναμενόμενο θα ήταν ότι η κατηγορούσα αρχή θα επέδιδε κατηγορητήριο ως αυτό που είχε υποβάλει προς έγκριση και όχι κάποιο άλλο κατηγορητήριο το οποίο μάλιστα μόνο η ίδια πλευρά γνωρίζει πότε είναι που έλαβε τη μορφή που είχε όταν επιδίδετο στην κατηγορούμενη.
Δοσμένων των πιο πάνω, αναφέρω ότι η πρόσφατη απόφαση στην Πολ. Έφ. 30/24 που με παρέπεμψε ο Δρ. Ποιητής συνάδει πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές που έχουν δοθεί από το αγγλικό Crown Prosecution Service (στο εξής «CPS») σε σχέση με ποινικές διώξεις οι οποίες για ν’ αχθούν απαιτούν την εξασφάλιση συγκατάθεσης από τον εκεί Γενικό Εισαγγελέα και Διευθυντή Ποινικών Διώξεων, ως είναι δηλαδή και η αντίστοιχη διαδικασία στην Κύπρο. Παραθέτω αυτούσιες τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές ως είναι αναρτημένες στην επίσημη ιστοσελίδα του CPS (βλ. https://www.cps.gov.uk/legal-guidance/consents-prosecute):
«Late consent and absence of consent
Where consent is not obtained before proceedings are instituted, those proceedings are invalid in so far as they relate to the offence for which consent was not obtained, and any conviction for that offence will therefore be unsafe: Lalchan [2022] EWCA Crim 736. However, any conviction and sentence stand unless and until they are quashed on appeal (see paragraph 25 of Lalchan). Also note the effect of section 25(2)(a) of the Prosecution of Offences Act 1985, discussed above.
«Where it is noticed after proceedings have been instituted that consent has not been obtained, prosecutors should use following procedure:
Where the case is still in the magistrates’ court, prosecutors should lay an identical charge (consent having been obtained), discontinue the original proceedings, and revert to the hearing by which consent should have been obtained.
Where the case has reached the Crown Court, the court should be invited to use the procedure under section 66 of the Courts Act 2003, which allows a Crown Court judge to exercise the powers of a magistrates’ courts district judge (see the section on section 66 in the Allocation of Cases and Sending to the Crown Court legal guidance). Prosecutors may then lay an identical charge (consent having been obtained) and the Crown Court judge should be invited to conduct a new plea before venue hearing and/or re-send the case to the Crown Court. The original charge may be discontinued if the indictment has not been preferred. If the indictment has been preferred, prosecutors should ask for the original charge to lie on the file.»
Επανερχόμενος λοιπόν στις εισηγήσεις του Δρ. Ποιητή, επισημαίνω και πάλι ότι από την Π.Ε. 30/24 αλλά και την εκεί αναφερόμενη νομολογία, συνάγεται, όπως προκύπτει και από τις γραμμές του CPS, ότι τα θέματα που άπτονται της εγκυρότητας μιας ποινικής διαδικασίας και τα οποία ανατρέχουν στο στάδιο της καταχώρισης κατηγορητηρίου δύναται να αντιμετωπιστούν και κατά το στάδιο της δίκης, νοουμένου όμως ότι το κατηγορητήριο έχει δεόντως καταχωρηθεί (βλ. αναφορά που γίνεται στην Πολ. Έφ.30/24 στο ότι «εν προκειμένω το Επαρχιακό Δικαστήριο επέτρεψε την καταχώριση του κατηγορητηρίου». Αυτό όμως δεν έχει γίνει στην παρούσα περίπτωση.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση όπου το σφάλμα στη διαδικασία διαπιστώνεται μετά τη νόμιμη καταχώριση του κατηγορητηρίου, όπως ήταν η περίπτωση στην Πολ. Έφ. 30/24, η αγγλική νομολογία που αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές του CPS, και η οποία νομολογία συνάδει και με τα όσα αναφέρονται στη Πολ. Έφ. 30/24, επιβάλλει όπως οι κατηγορίες στις οποίες αφορά το σφάλμα θεωρηθούν ως εξ΄ αρχής άκυρες και όπως «αντικατασταθούν» με νέο κατηγορητήριο αν πρόθεση είναι να προωθηθούν εναντίον του κατηγορούμενου.
Επομένως και να μπορούσαν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία τα όσα αναφέρθηκαν στην Πολ. Έφ. 30/24 ως εισηγείται ο Δρ. Ποιητής, τα οποία βεβαίως δεν μπορούν να εφαρμοστούν διότι το κατηγορητήριο εδώ ουδέποτε καταχωρήθηκε ως προνοεί ο Νόμος και η τοποθέτηση αριθμού με σφραγίδα του Πρωτοκολλητή δεν μπορεί να παρακάμψει την επιτακτική υποχρέωση έγκρισης του κατηγορητηρίου από Δικαστή, και πάλι δεν θα μπορούσε να διασωθεί η διαδικασία αφού οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη, είτε αυτή είναι η μια κατηγορία που υπάρχει στο έντυπο που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου είτε είναι οι τρεις που είναι στο έντυπο που της επιδόθηκε, θα πρέπει να θεωρηθούν ως εξ΄ υπαρχής άκυρες. Και αν η πρόθεση είναι όπως η κατηγορούμενη διωχθεί με τις εν λόγω κατηγορίες τότε θα πρέπει ν’ «αντικατασταθούν» μέσω καταχώρισης νέου κατηγορητηρίου - «The original charge may be discontinued if the indictment has not been preferred. If the indictment has been preferred, prosecutors should ask for the original charge to lie on the file.». Αυτός είναι και ο λόγος που δεν διατάσσεται ούτε η απαλλαγή αλλά ούτε και η αθώωση του κατηγορούμενου.
Εν όψει όλων των πιο πάνω και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι η ενώπιον μου διαδικασία δεν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται και θα πρέπει να σταματήσει ως θνησιγενής και εξ’ υπαρχής άκυρη και εκδίδω ανάλογη διαταγή.
Επισημαίνω εδώ ότι επειδή δεν υπήρξε ποτέ νόμιμα και νομότυπα εγκεκριμένο κατηγορητήριο δεν τίθεται θέμα διαταγής για απαλλαγή ή αθώωση της κατηγορούμενης εφόσον κρίνεται ότι αυτή δεν είχε ποτέ διωχθεί ποινικά. Η κατηγορούμενη λοιπόν, όπως επίσης και οποιοσδήποτε τυχόν μάρτυρας έχει κλητευθεί, αποδεσμεύονται από τις οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους έχουν επιβληθεί για σκοπούς της υπόθεσης, είτε δια νόμου είτε δια οδηγίας ή διατάγματος Δικαστηρίου, και είναι ελεύθεροι να αποχωρήσουν.
Επιπρόσθετα, ό,τι διαταγές έχουν εκδοθεί στα πλαίσια της υπόθεσης σε σχέση με την κατηγορούμενη, περιλαμβανομένων και των οποιωνδήποτε τυχόν διαταγών αναφορικά με τη διασφάλιση της παρουσίας της, ακυρώνονται ως εξ’ υπαρχής άκυρες και θνησιγενείς. Για τους ίδιους λόγους κρίνεται ορθό όπως μην επιδικαστούν οποιαδήποτε έξοδα είτε υπέρ είτε εναντίον οποιασδήποτε πλευράς και εκδίδεται ανάλογη διαταγή.
Τέλος, αναφορικά με τις διαταγές που εκδόθηκαν σε σχέση με την πρώην κατηγορούμενη 2 η οποία απαλλάχτηκε σε προηγούμενο στάδιο της υπόθεσης λόγω μη επίδοσης, η εν λόγω διαταγή, ως αναφέρεται και στις γραμμές του CPS ανωτέρω, παραμένει ισχυρή και δεσμευτική μέχρι να ανατραπεί κατ’ έφεση (βλ. κατ’ αναλογία «…Lalchan [2022] EWCA Crim 736. However, any conviction and sentence stand unless and until they are quashed on appeal (see paragraph 25 of Lalchan)…»).
(Υπ.) .....................................
Λ. Χαβιαράς, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητή
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο