ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ν. ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ ΛΑΡΝΑΚΟΣ «ΖΗΝΩΝΑΣ» ΛΤΔ κ.α., Αρ. Υπ. 1258/21, 6/5/2025
print
Τίτλος:
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ν. ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ ΛΑΡΝΑΚΟΣ «ΖΗΝΩΝΑΣ» ΛΤΔ κ.α., Αρ. Υπ. 1258/21, 6/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Ε.Δ.

Αρ. Υπ. 1258/21

Μεταξύ:

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Κατηγορούσα Αρχή

-και-

 

                       1.ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ ΛΑΡΝΑΚΟΣ «ΖΗΝΩΝΑΣ» ΛΤΔ

                       2.ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ

                       3.ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΒΒΑ

Κατηγορούμενοι

Ημερομηνία: 6.5.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Σαββίδου

Για τους Κατηγορούμενους: κ. Τσεριώτης 

Κατηγορούμενοι 2 και 3 παρόντες

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Το Κατηγορητήριο

Οι Κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες παράλειψης πληρωμής κοινωνικών ασφαλίσεων μεταξύ 1.9.2020 και 12.2.2021 (1η κατηγορία), παράλειψης πληρωμής πρόσθετου τέλους αναφορικά με τις εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων (2η κατηγορία), παράλειψης πληρωμής εισφορών ετήσιων αδειών (3η κατηγορία), παράλειψης πληρωμής εισφορών πλεονάζοντος προσωπικού (4η κατηγορία), παράλειψης πληρωμής τέλους ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού (5η κατηγορία), παράλειψης πληρωμής εισφοράς κοινωνικής συνοχής (6η κατηγορία), παράλειψης πληρωμής πρόσθετου τέλους αναφορικά αναφορικά με την εισφορά κοινωνικής συνοχής (7η κατηγορία),ω παράλειψης καταβολής εισφορών στο ταμείο ασφάλισης υγείας (8η κατηγορία) και παράλειψης καταβολής πρόσθετου τέλους αναφορικά με τις εισφορές στο ταμείο ασφάλισης υγείας για την περίοδο Ιανουαρίου 2020 μέχρι Ιουλίου 2020.

 

Η Μαρτυρία

Για να αποδείξει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε πέντε μάρτυρες. Τον Κ.Κ. (ΜΚ1) επιθεωρητή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τον Α.Σ. εξεταστή στον κλάδο Πλεονασμού των υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΜΚ2), τον Φ.Κ., λειτουργό στο Τμήμα Φορολογίας (ΜΚ3), την Α.Η., του κλάδου εισπράξεων και ασφαλιστικών λογαριασμών των υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΜΚ4) και την Μ.Ε., επαρχιακή λειτουργό των υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΜΚ5).  

Μετά που κλήθηκαν οι Κατηγορούμενοι να προβάλουν την υπεράσπιση τους, η Κατηγορούμενη 1 δήλωσε παραδοχή στις κατηγορίες και η ακρόαση της υπόθεσης συνεχίστηκε σε σχέση με τους Κατηγορούμενους 2 και 3. Ο Κατηγορούμενος 2 έδωσε μαρτυρία και αντεξετάστηκε, ο Κατηγορούμενος 3 υιοθέτησε την μαρτυρία του Κατηγορούμενου 2 και δεν κλήθηκε κάποιος μάρτυρας υπεράσπισης.

Μαρτυρία ΜΚ1

Ο ΜΚ1 ανάφερε ότι είναι επιθεωρητής. Ανάμεσα στα καθήκοντα του είναι η συμμόρφωση εργοδοτών για απλήρωτες εισφορές, η εξασφάλιση αποδοχών εργαζομένων, διεκπεραίωση καταγγελιών και παραπόνων. Αναφέρθηκε επιπρόσθετα ότι οι εργοδότες προσκομίζουν στο γραφείο τους τους μισθούς των υπαλλήλων τους οι οποίο περνιούνται στο σύστημα. Η προσκόμιση των μισθών γίνεται με ηλεκτρονική μορφή ή με έντυπο. Υπάρχει συνεννόηση ως προς την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να γίνουν οι πληρωμές και ενημερώνονται οι εργοδότες. Στις περιπτώσεις που ο εργοδότης είναι εταιρεία, χωρίζονται οι υπάλληλοι σε συνταξιούχους και μη συνταξιούχους και γίνονται πληρωμές αναλόγως.

Γνωρίζει τον Κατηγορούμενο 2. Μίλησαν τηλεφωνικώς εξ όσων θυμάται 1 με 2 φορές και πρέπει να συναντήθηκαν και καμιά φορά στο γραφείο. Γνωρίζει την Κατηγορούμενη 1 επειδή είναι χρεωμένη πάνω του ως επιθεωρητής. Πρόκειται για εταιρεία η οποία είχε λεωφορεία και εργοδοτούσε οδηγούς ως επί τω πλείστω και κατάθεσε την βεβαίωση εγγραφής της (Τεκμήριο 3). Η εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στις κοινωνικές ασφαλίσεις, έχει ταυτότητα και είχε υπαλλήλους που απασχολούνταν. Ερχόταν συχνά σε επαφή με την εν λόγω εταιρεία για τις οφειλές της. Προχώρησε να καταθέσει αντίγραφο πιστοποιητικού σύστασης με επισυνημμένο πιστοποιητικό αξιωματούχων (Τεκμήριο 2). Ρωτήθηκε γιατί κατηγορήθηκαν μόνο δυο διευθυντές εφόσον στο Τεκμήριο 2 φαίνονται και άλλοι και είπε ότι όταν είχε εγγραφεί η Κατηγορούμενη 1 η ίδια δήλωσε τους συγκεκριμένους Κατηγορούμενους (Κατηγορούμενοι 2 και 3) ως διευθυντές της. Αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν και άλλοι διευθυντές και είναι κάτι που συμβαίνει με πολλές εταιρείες και κατά καιρούς έρχονται να αλλάξουν και να βάλουν άλλους. Δεν επιλέγουν οι κοινωνικές ασφαλίσεις ούτε κάνουν διακρίσεις, δεν διαφώνησε όμως ότι όλοι οι διευθυντές σε μια εταιρεία έχουν την ίδια ευθύνη. Σε μετέπειτα ερώτηση είπε ότι δεν γνωρίζει εάν η Κατηγορούμενη 1 είχε γενικό διευθυντή και δη τον Θεοφάνη Δημητριάδη. Όσον ήταν ο ίδιος αρμόδιος για την Κατηγορούμενη 1 δεν ήρθε κάποιος από την εταιρεία να κάνει οποιαδήποτε αλλαγή ή παράπονο. Είπε ότι. Αντεξεταζόμενος γιατί δεν κατηγορήθηκαν και άλλοι διευθυντές είπε ότι η Κατηγορούμενη 1 κατά την εγγραφή της στις υπηρεσίες κοινωνικών ασφαλίσεων ζήτησε να μπουν οι δυο.

Για την περίοδο Ιανουάριος 2020 με Ιούλιος 2020 η Κατηγορούμενη 1 προσκόμισε από μόνη της τους μισθούς των υπαλλήλων με δισκάκι και ακολούθως περάστηκαν στο σύστημα. Κατάθεσε προς τούτο καταστάσεις αποδοχών για την πιο πάνω περίοδο (Τεκμήριο 4), και αφού αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του εξήγησε ότι αφού περαστούν οι αποδοχές όλων των εργοδοτούμενων, γίνεται ένα σύνολο των αποδοχών μαζί με το ταμείο αδειών και τότε προβαίνουν στην χρέωση επί τοις εκατό ανάλογα με το ταμείο και προκύπτουν οι οφειλές. Για το 2020 το ταμείο κοινωνικής συνοχής ήταν 2%, το ταμείο πλεονάζοντος προσωπικού ήταν 1,2%, το ταμείο ανθρώπινου δυναμικού ήταν 0,5% και των κοινωνικών ασφαλίσεων εργοδότη και εργοδοτούμενου ήταν 16,6% πλέον 3,55% το ΓΕΣΥ.

Κατά την αντεξέταση του ρωτήθηκε ποιος έδινε το δισκάκι και είπε ότι ήταν η ίδια η εταιρεία με εξουσιοδοτημένα άτομα. Δεν θυμόταν να πει συγκεκριμένο όνομα υπαλλήλου. Ρωτήθηκε αν ήταν ο Κατηγορούμενος 2 ή ο Κατηγορούμενος 3 προσωπικά και απάντησε ότι προσωπικά στον ίδιο όχι και πρόσθεσε ότι είναι διευθυντές σε μια εταιρεία που απαριθμείται από άτομα με καθήκοντα και γνώριζαν. Ρωτήθηκε ακόμη γιατί έπρεπε να γνωρίζουν και είπε ότι είναι διευθυντές, «ουαί και αλλοίμονο να είμαι διευθυντής σε μια εταιρεία και να μην ξέρω τι μου γίνεται για την εταιρεία».

Δεν θυμόταν επίσης να πει εάν έστειλαν κάποια επιστολή αλλά είναι βέβαιος ότι υπήρχε πλήρης ενημέρωση για τις οφειλές και το ξέρει από πρώτο χέρι. Επανέλαβε ότι μίλησε με τον Κατηγορούμενο 2 τόσο πριν την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης όσο και μετά. Δεν μπορούσε πει αν αυτό ήταν όταν ήταν ήδη οφειλόμενες οι εισφορές αλλά είναι βέβαιος ότι μίλησαν και ήξερε ο Κατηγορούμενος 2 τις οφειλές. Αρνήθηκε υποβολή ότι δεν στάλθηκε επιστολή και δεν υπήρξε ενημέρωση για οφειλές απαντώντας ότι οι Κατηγορούμενοι έχουν πλήρη επίγνωση και είχαν πλήρη ενημέρωση των οφειλών.

Ο ΜΚ1 κατάθεσε επίσης έντυπο οφειλών (Τεκμήριο 5) το οποίο μαζί με το Τεκμήριο 4 δίδει την γενική σύνοψη της μισθοδοσίας και των ποσοστών από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι τον Ιούλιο του 2020. Όταν προστεθούν τα ποσά προκύπτει οφειλόμενο €448.995,70 πλέον τα ποσά που αφορούν στους υπαλλήλους άνω και κάτω των 65 ετών. Παρουσίασε επίσης, κατάσταση οφειλών (Τεκμήριο 6) έγγραφο το οποίο εξήγησε ως κατάσταση οφειλών ποινικών διώξεων στο οποίο εμφαίνονται οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3, ο αριθμός της υπόθεσης στο Δικαστήριο, η ημερομηνία ακρόασης, η παράβαση και η περίοδος παράβασης, ο κατάλογος κατηγορούμενων, διευθυντές και τα οφειλόμενα ποσά. Η καταγραφή «οφειλόμενα ποσά» είναι η χρονική στιγμή κατά την οποία έγινε σύσταση για δίωξη. 

Με βάση τα ποσά ως είναι σήμερα με τις επιπρόσθετες επιβαρύνσεις η Κατηγορούμενη 1 οφείλει σήμερα το ποσό των €595.977,89 και δεν έγινε κάποια πληρωμή. Εάν γινόταν πληρωμή θα καταγραφόταν στο κάτω μέρος του Τεκμηρίου 6 και θα φαινόταν ο αριθμός των αποδείξεων με ημερομηνία πληρωμής και το ποσό.

Υποδείχθηκαν στον ΜΚ1 κάποιες αποδείξεις (Τεκμήριο 7) οι οποίες αφορούσαν πληρωμές που έγιναν από την Κατηγορούμενη 1, για τις οποίες ανάφερε ότι δεν ήταν πληρωμές για την επίδικη περίοδο. Προφανώς είπε, υπήρχαν καθυστερημένες οφειλές, πληρώθηκαν κάποιοι μήνες με επιβαρύνσεις και μετά προέκυψαν τα ποσά του κατηγορητήριου για τα οποία δεν καταβλήθηκε οτιδήποτε. Δεν είναι απόλυτα βέβαιος εάν υπάρχει κάτι στον νόμο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων που να δίδει το δικαίωμα στην υπηρεσία να κατανέμει τις πληρωμές όπου θέλει, είθισται όμως να γίνονται πληρωμές των πιο παλιών οφειλών και διαφώνησε με την υποβολή ότι οι πληρωμές που φαίνονται στο Τεκμήριο 7 αφορούσαν την περίοδο του κατηγορητήριου. Επί των πιο πάνω, ρωτήθηκε στην επανεξέταση του εάν ζητήθηκε από κάποιον να πληρωθεί κάτι συγκεκριμένο και είπε όχι.

Μαρτυρία ΜΚ2

Η ΜΚ2 ανάφερε ότι είναι εξεταστής απαιτήσεων στον κλάδο πλεονασμού των υπηρεσιών κοινωνικών ασφαλίσεων και γνωρίζει τους Κατηγορούμενους. Η Κατηγορούμενη 1 είχε προβεί σε απολύσεις προσωπικού πριν κάποια χρόνια με αποτέλεσμα να υποβληθούν αιτήσεις για αποζημιώσεις λόγω πλεονασμού. Για την συγκεκριμένη εταιρεία δόθηκαν επιδόματα πλεονάζοντος προσωπικού. Παρουσίασε επιστολή που γνωστοποιήθηκε σε όλους τους αρμόδιους φορείς ότι η Κατηγορούμενη 1 θα προέβαινε σε τερματισμούς απασχόλησης προσωπικού (Τεκμήριο 8), την οποία υπόγραφε ο Κατηγορούμενος 2 ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Κατηγορούμενης 1 με ημερομηνία 10.5.2020. Παρουσίασε επίσης ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από την Κατηγορούμενη 1 το οποίο φέρει την υπογραφή του Κατηγορούμενου 2 και σφραγίδα της Κατηγορούμενης 1 αναφορικά με ένα από τους υπαλλήλους που απολύθηκαν (Τεκμήριο 9).

Προχώρησε ακολούθως να εξηγήσει πως υπολογίζεται η αποζημίωση και είπε ότι δεν γνωρίζει εάν έχει προβεί σε πληρωμές η Κατηγορούμενη 1 για οφειλές, πιστεύει όμως ότι υπάρχει οφειλή λόγω του ότι έλαβε κλήση να καταθέσει. Το τμήμα της καταβάλλει αποζημιώσεις ακόμη και αν οφείλονται οι κοινωνικές ασφαλίσεις.

Μαρτυρία ΜΚ3

Ο ΜΚ3 υπάγεται στο τμήμα φορολογίας και μέσα στα καθήκοντα του είναι η εξέταση φορολογικών δηλώσεων, για τις οποίες συμφώνησε ότι υπάρχει πλατφόρμα (taxis net) μέσω της οποίας καταχωρούνται ηλεκτρονικά οι φορολογικές δηλώσεις. Η Κατηγορούμενη 1 κατέβαλε φορολογική δήλωση για το έτος 2020 (Τεκμήριο 11), στην οποία φαίνεται εκτελεστικός σύμβουλος ο Κατηγορούμενος 2 και γραμματέας κάποιος Παναγιώτης Σάββα.

Στην αντεξέταση του είπε ότι είναι 17 χρόνια στο τμήμα φορολογίας, δεν χειρίστηκε όμως προσωπικά την δήλωση της Κατηγορούμενης 1. Η δήλωση δεν φέρει υπογραφή με την πένα. Υποβλήθηκε με βάση τη διαδικασία του συστήματος taxis net και δεν απαιτείται χειρόγραφη υπογραφή.

Συμφώνησε ότι είναι ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 2 που δήλωσε στην φόρμα ότι είναι εκτελεστικός σύμβουλος / διαχειριστής, δεν προέβη ο ίδιος όμως στον έλεγχο της φορολογικής δήλωσης για να μπορεί να ελέγξει εάν όντως ήταν. Ό,τι δηλώθηκε έγινε αποδεκτό. Δεν ήλεγξε επίσης εάν κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχαν άλλοι διευθυντές, συμφώνησε όμως όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 2 ότι υπήρχαν και άλλοι, πέραν του Κατηγορούμενου 2.

Μαρτυρία ΜΚ4

Η εν λόγω μάρτυρας ανάφερε ότι όταν υπάρχουν οφειλές από φυσικά ή νομικά πρόσωπα προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις και ταυτόχρονα οφειλές από το κράτος στα ίδια πρόσωπα, τότε αντί να εξοφλείται η οφειλή του κράτους γίνεται συμψηφισμός με οφειλές προς τις υπηρεσίες των κοινωνικών ασφαλίσεων. Στις περιπτώσεις όπου θα γίνει συμψηφισμός το ποσό πιστώνεται στις παλαιότερες οφειλές. Υπάρχει περίπτωση εφόσον ζητηθεί με επιστολή προς την διεύθυνση των υπηρεσιών κοινωνικών ασφαλίσεων να γίνει κάτι διαφορετικό και στην περίπτωση που από την εξέταση δικαιολογείται τότε δίδονται οδηγίες για να ενεργήσουν διαφορετικά.

Για την Κατηγορούμενη 1 ανέτρεξε μέχρι το 2018 και είδε ότι οι εξοφλήσεις γίνονταν πάντα με συμψηφισμούς, από εμβάσματα που γίνονταν από άλλες υπηρεσίες. Ο τελευταίος συμψηφισμός έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2020 και κάλυψε τον 12ο του 2019 των συνταξιούχων και μέρος του 13ου των κανονικών υπαλλήλων. Από την Κατηγορούμενη 1 δεν λήφθηκε οποιαδήποτε επιστολή με την οποία να ζητείται συμψηφισμός για συγκεκριμένη περίοδο οφειλής.

Για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές υπήρχαν δυο σχέδια ένα το 2016 και ένα το 2021 μέσω των οποίων διδόταν η δυνατότητα εξόφλησης με δόσεις. Το σχέδιο για το 2021 ανακοινώθηκε τον Αύγουστο του 2021 και δόθηκε παράταση μέχρι τον Μάρτιο του 2022 για τις οφειλές μέχρι τον Μάρτιο του 2021. Η Κατηγορούμενη 1 δεν έκανε αίτηση για να ενταχθεί στο σχέδιο ληξιπρόθεσμων οφειλών.

Στην αντεξέταση της διευκρίνισε ότι οι συμψηφισμοί προέρχονταν από το γενικό λογιστήριο και συμφώνησε ότι γινόταν αυτόματα. Σε σχετική ερώτηση του κ. Τσεριώτη γιατί να χρειαστεί επιστολή εφόσον γινόταν αυτόματα, η ΜΚ4 επανέλαβε ότι μπορεί όταν πάει επιστολή στην διεύθυνση και η διεύθυνση δώσει εντολές σχετικά, να κατατεθεί η είσπραξη σε συγκεκριμένη περίοδο και πρόσθεσε ότι εάν κάποιος είναι στην ρύθμιση και ζητήσει με επιστολή όπως ένα ποσό που θα προέλθει από συμψηφισμό πιστωθεί σε συγκεκριμένη περίοδο για να μην βγει από την ρύθμιση, λαμβάνει εντολές από την διεύθυνση για να το πράξει.

Σε μετέπειτα σχετικές ερωτήσεις, η μάρτυρας είπε ότι οι οφειλές εξοφλούνται κατά προτεραιότητα και όχι πιο πρόσφατα. Είναι η πολιτική που ακολουθεί η υπηρεσία. Δεν επιλέγεται συγκεκριμένη περίοδος. Αρχίζουν από τις παλαιότερες και δεν είχαν ποτέ οποιαδήποτε ένσταση γιατί να πληρωθεί κάτι εδώ ή εκεί ή γιατί οι διευθυντές ήταν άλλοι. Οι διευθυντές μπορεί να αλλάξουν όμως το τμήμα της ασχολείται με την είσπραξη.

Μαρτυρία ΜΚ5

Η μάρτυρας εξήγησε πως εγγράφεται μια εταιρεία στις κοινωνικές ασφαλίσεις, τις υποχρεώσεις της και πως ελέγχεται. Η Επαρχία Λάρνακας χωρίζεται σε έξι περιοχές οι οποίες ελέγχονται από επιθεωρητές. Για την περιοχή της Κατηγορούμενης 1 επιθεωρητής ήταν ο ΜΚ1.

 Εάν δεν υπάρχει συμμόρφωση, οι επιθεωρητές προσπαθούν να επικοινωνήσουν είτε τηλεφωνικώς είτε με επιστολή ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με επί τόπου ελέγχους για να λάβουν τους μισθούς. Εάν υπάρχει οφειλή και ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται μπορεί να γίνουν κάποιες διευκολύνσεις από επιθεωρητή και να δοθεί ένα μικρό περιθώριο. Υπήρχαν και σχέδια ληξιπρόθεσμών οφειλών με βάση τα οποία διδόταν η ευκαιρία πληρωμής με δόσεις. Για την Κατηγορούμενη 1 γνωρίζει από το σύστημα και πάντα ήξερε ότι υπάρχει ένα τεράστιο χρέος που δεν το εξοφλούσε κανείς.  

Στην αντεξέταση της είπε ότι δεν γνωρίζει εάν έχει σταλεί κάποια επιστολή προς την Κατηγορούμενη 1 όμως γνωρίζει ότι ο Κατηγορούμενος 2 επικοινωνούσε, ανταποκρινόταν στις κλήσεις τους, επισκέφθηκε το γραφείο τους και έστελνε το μηχανογραφημένο μέσο το οποίο θα καταχωρούσαν τις αποδοχές των υπαλλήλων. Πρόσθεσε ότι, ίσως κάποιος υπάλληλος να το έστελνε με ένα τηλεφώνημα στο γραφείο της Κατηγορούμενης 1 και τους παρακαλούσαν κάθε φορά να φέρουν τις καταστάσεις αποδοχών. Θυμάται ότι τηλεφωνούσαν για να δουλέψουν το δισκάκι και να συμφωνήσουν τα ποσά που είχαν. Μετέπειτα είπε ότι δεν ήταν ο Κατηγορούμενος 2 ή ο Κατηγορούμενος 3 αλλά σίγουρα κάποιος από την εταιρεία.

Το Τεκμήριο 2 είπε αποτελεί έγγραφο που λαμβάνει η υπηρεσία από την Κυβερνητική Αποθήκη Πληροφοριών και είναι στοιχεία από τον Έφορο Εταιρειών. Σε περίπτωση ακρόασης, δίδει οδηγίες στους επιθεωρητές να ζητούν από τον Έφορο Εταιρειών το πιο πρόσφατο πιστοποιητικό διευθυντών. Προχώρησε και κατάθεσε ακολούθως αντίγραφο έρευνας με τα στοιχεία των διευθυντών της Κατηγορούμενης 1 (Τεκμήριο 13). Το Τεκμήριο 2 αποτελεί όμως το πιο πρόσφατο. Στο Τεκμήριο 13 φαίνονται οι διευθυντές και όλο το ιστορικό από την μέρα διορισμού μέχρι την παύση.

Κατά την επίδικη περίοδο υπήρχαν και άλλοι διευθυντές εκτός από τους Κατηγορούμενους 2 και 3 αλλά είναι μόνο οι δυο κατηγορούμενοι διότι δηλώθηκαν από την Κατηγορούμενη 1 όταν συμπληρώθηκε η αίτηση για εγγραφή στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Δεν μπορεί να ξέρει τι κάνουν στην εταιρεία τους, εάν υπάρχουν 15 διευθυντές, δεν μπορεί να γράψει και τους 15. Αυτούς επέλεξε η Κατηγορούμενη 1 να δηλώσει ως υπεύθυνους κοινωνικών ασφαλίσεων και είδαν ότι υπήρχαν ως διευθυντές από το ιστορικό οπόταν τους δήλωσαν παρόλο που μπορεί να υπάρχουν και άλλοι.

Ρωτήθηκε επί των πιο πάνω στην αντεξέταση της εάν έχει το έντυπο στο οποίο δηλώθηκαν οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 και απάντησε πως δεν το έχει καθότι έχουν περάσει 14 χρόνια και υπάρχουν κανονισμοί ότι κάθε τέσσερα χρόνια καταστρέφονται έντυπα. Σε σειρά ερωτήσεων αναφορικά με παλαιότερη και πιο πρόσφατη διευθυντική δομή της Κατηγορούμενης 1 και αφού της υποδείχθηκε αντίγραφο ΗΕ4 με τις αλλαγές των αξιωματούχων (Τεκμήριο 15), η ΜΚ5 απάντησε ότι δεν νομίζει κάποιος να είναι διευθυντής χωρίς να είναι και να επωμίζεται χρέη, ευθύνες και υποχρεώσεις μιας εταιρείας. Τις κοινωνικές ασφαλίσεις ενδιαφέρει να έχουν δηλωμένο διευθυντή κάποιες φορές και γραμματέα. Δεν είχαν ενημέρωση ότι άλλαξε κάτι και οφείλουν οι ίδιοι να ενημερώσουν την υπηρεσία. Έλεγξαν την κρατική αποθήκη πληροφοριών και είδαν ότι διευθυντές συνεχίζουν να είναι τα άτομα που είχαν καταχωρημένα και πάντα επικοινωνούσαν μαζί τους.

Της υποβλήθηκε ότι από τις 26.11.2012 υπήρχε γενικός διευθυντής, ο Θ.Δ., υπεύθυνος για όλες τις πληρωμές και διαχείριση των δραστηριοτήτων της Κατηγορούμενης 1 και της υποδείχθηκε σχετική επιστολή αναφορικά με το θέμα αυτό (Τεκμήριο 16). Η ΜΚ5 ανάφερε ότι δεν έχει ξαναδεί αυτό το όνομα και μετέπειτα είπε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καταχωρήσουν κάποιον σαν διευθυντή από το στιγμή που δεν είναι δηλωμένος στα αρχεία Εφόρου Εταιρειών και επέμεινε ότι δεν αφορά τις κοινωνικές ασφαλίσεις τι κάνει η κάθε εταιρεία.

Η ΜΚ5 κατάθεσε επίσης κατάσταση με τους υπαλλήλους της Κατηγορούμενης 1 και είπε ότι συνολικά είναι 150 πλέον 12 συνταξιούχοι, συνολικά 162. Τις υποδείχθηκε το Τεκμήριο 10 και είπε ότι συμφωνούν οι αριθμοί. Εξήγησε επίσης με αναφορά στα Τεκμήρια 4 και 5 ότι υπήρχαν τρεις υπάλληλοι που τερμάτισαν πριν την επίδικη περίοδο και προχώρησε με βάση τα πιο πάνω τεκμήρια να εξηγήσει τις διάφορες ποσοστώσεις που επιβάλλονται σε κάθε ταμείο. Για το ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων είναι 16.,6%, το πρόσθετο τέλος είναι 27% στην συγκεκριμένη περίπτωση, το ταμείο αδειών είναι 8%, το ταμείο πλεονάζοντος προσωπικού είναι 1,2%, του ανθρώπινου δυναμικού είναι 0,5%, το ταμείο κοινωνικής συνοχής είναι 2%, το πρόσθετο τέλος του ταμείου αυτού, το ταμείο ΓΕΣΥ το οποίο είναι 3%, ξεκίνησε με 3,55% και από τον 6ο του 2020 έγινε 5,55% και το πρόσθετο τέλος του ΓΕΣΥ έφθασε το 27% στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Το Τεκμήριο 4 συμφώνησε ότι είναι όπως παραδόθηκε στις κοινωνικές ασφαλίσεις και δεν υπάρχει αμφιβολία είπε, είναι μηχανογραφημένο μέσο που προσκόμισε ο συγκεκριμένος εργοδότης σε δισκάκι. Τα ποσά των Τεκμηρίων 4 και 5 συμφωνούν απόλυτα και δεν υπάρχει περίπτωση λάθους γιατί όλα τα στοιχεία τα έχουν πιάσει από το μηχανογραφημένο μέσο που έφεραν οι εργοδότες και μετά ο λειτουργός που το χειρίστηκε συμφώνησε τα ποσά. Δεν υπάρχει ούτε σεντς διαφορά.

Ρωτήθηκε εάν για την Κατηγορούμενη 1 έγιναν συμψηφισμοί και είπε ότι γνωρίζει πως έγιναν. Όταν έγιναν οι συμψηφισμοί δεν υπήρχε σύσταση για δίωξη της Κατηγορούμενης 1. Ο τελευταίος συμψηφισμός έγινε το στις 9.6.2020 και η καταχώρηση της δίωξης έγινε στις 19.2.2021. Ρωτήθηκε εάν μετά την καταχώρηση της δίωξης ήρθε κάποιος από τους διευθυντές να παραπονεθεί ή να προβάλει οποιαδήποτε ένσταση γιατί είναι ή δεν είναι στο κατηγορητήριο και είπε όχι, δεν αμφισβήτησαν ποτέ την ιδιότητα τους. Απ’ ότι γνωρίζει πάντα παραδέχονταν το ποσό της οφειλής τους αλλά ζητούσαν χρόνο. Αυτό έλεγε πάντα ο Κατηγορούμενος 2 όταν ερχόταν ενώπιον του επιθεωρητή.

Της υποδείχθηκε ακολούθως το Τεκμήριο 7 για το οποίο είπε ότι είναι απόδειξη που παίρνει ο εργοδότης. Στην προκείμενη περίπτωση καταλαβαίνει ότι πρόκειται για συμψηφισμό καθότι αναγράφεται διορθωτικό δελτίο. Μετά τον έλεγχο που γίνεται από το λογιστήριο τα ποσά καταχωρούνται έναντι του χρέους. Το Τεκμήριο 6 είπε είναι προδικαστικό έντυπο που τυπώνουν στην υπηρεσία πριν παρουσιάσουν την υπόθεση κάθε φορά και φαίνονται οι κωδικοί τους και ο αριθμός της διαδικασίας. Είναι κατάσταση οφειλών ποινικών διώξεων στην οποία φαίνονται αναλυτικά τα οφειλόμενα ποσά και το σύνολο τους. Επίσης καταγράφονται οι αποδείξεις που εκδόθηκαν για ποσά που καταβλήθηκαν. Το συγκεκριμένο τυπώθηκε στις 26.3.2024 και έναντι της συγκεκριμένη οφειλής η Κατηγορούμενη 1 δεν πλήρωσε τίποτε. Δεν έκανε ούτε αίτηση για ένταξη στις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Από τον 6ο του 2020 που έγινε ο τελευταίος συμψηφισμός, δεν υπήρξε καμία θετική συζήτηση για πληρωμή κάποιου ποσού.

Αναφορικά με το θέμα των συμψηφισμών ρωτήθηκε στην αντεξέταση της εάν η Κατηγορούμενη 1 είχε να εισπράξει από κάποια κυβερνητική αρχή και είπε ότι έγιναν κάποιοι συμψηφισμοί και παράπεμψε στο Τεκμήριο 7. Ρωτήθηκε εάν έγινε η σχετική πληρωμή με έμβασμα ή επιταγή ή μετρητά και είπε ότι γίνεται μεταφορά από το Γενικό Λογιστήριο. Δεν ξέρει πως διότι είναι διαδικασία που γίνεται στα κεντρικά γραφεία από άλλους συναδέλφους της. Της υποβλήθηκε ότι έγινε η πληρωμή με τραπεζικό έμβασμα και είπε ότι ίσως να είναι έτσι. Συμφώνησε ότι το Τεκμήριο 7 εκδόθηκε από τα γραφεία στην Λευκωσία. Συμφώνησε επίσης ότι όλες οι πληρωμές από το 2019 και έπειτα έγιναν μέσω συμψηφισμού αλλά βλέπει αποδείξεις που αφορούν μόνο στο 2019. Συμφώνησε ότι οι πληρωμές του Τεκμηρίου 7 είναι 12.2.2020, 12.3.2020, 9.4.2020, 8.5.2020 και δυο στις 4.6.2020 συνολικού ποσού €386.948,31.

Συμφώνησε επίσης ότι εάν κάποιος εργοδότης οφείλει ένα μήνα μπορεί μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα να τον πληρώσει χωρίς πρόστιμο. Για τις συγκεκριμένες αποδείξεις είπε ότι τα χρήματα πιστώθηκαν σε παλαιότερες οφειλές διότι αυτή είναι η πολιτική που καθορίζεται από την υπεύθυνη του γραφείου, η οποία (πολιτική) πιστεύει είναι γνωστή στο κοινό. Συνήθως ο κόσμος ζητά οι συμψηφισμοί να γίνονται με τις παλαιότερες οφειλές. Μπορεί να ξοφλήσουν κάποιες οφειλές και το βλέπει παράλογο να αφήσουν τα παλιά πίσω και να εισπράξουν τα νέα. Μπορεί κάποιος να πληρώσει τρέχοντα μήνα, να εξασφαλίσει βεβαίωση ότι δεν οφείλει, να παρουσιάσει απόδειξη και να πιάσει προσφορά δημοσίου ενώ υπάρχει ένα χρέος πίσω του. Εάν υπάρχει ποινική δίωξη όμως, γίνεται συμψηφισμός από τα ποσά που υπάρχουν στην υπόθεση προκειμένου να εξοφλήσει ο κατηγορούμενος. Τότε, όταν είχε γίνει ο συμψηφισμός δεν υπήρχε δίωξη εναντίον της Κατηγορούμενης 1. Της υποβλήθηκε ότι όφειλαν να πιστώσουν τα ποσά του Τεκμηρίου 7 στους μήνες που εμφαίνονται στο κατηγορητήριο και είπε ότι πιστεύει δεν θα ήταν πιο λογικό να δικάζουν σήμερα το 2019 αντί το 2020.

Μαρτυρία Κατηγορούμενου 2

Ο Κατηγορούμενος 2 ανάφερε ότι ήταν πρόεδρος του συμβουλίου της Κατηγορούμενης 1. Στο συμβούλιο ήταν επίσης, ο Κατηγορούμενος 3, ο Χ.Ε., ο Γ.Π. και ο Π.Δ.. Διορίστηκε στην θέση αυτή στις 27.3.2019 και έστειλαν στον Έφορο Εταιρειών το σχετικό έντυπο αλλαγής (Τεκμήριο 17). Όλα τα πρόσωπα που ανάφερε είχαν τις ίδιες ευθύνες με εκείνον. Με βάση το καταστατικό της Κατηγορούμενης 1 (Τεκμήριο 18) δεν είχε επιπλέον δικαιώματα ούτε ο γραμματέας ούτε ο πρόεδρος.

Ρωτήθηκε στην αντεξέταση σχετικά με το Τεκμήριο 17 εάν ήταν προηγουμένως διευθυντής και παραιτήθηκε στις 26.3.2019 και διορίστηκε ξανά την ίδια ημερομηνία και είπε ότι μπορεί. Ήταν μέλος του προηγούμενου συμβουλίου, έγιναν εκλογές το 2019 και μπήκε πρόεδρος. Ποτέ δεν χώνεψε ότι επειδή έτσι γράφει ο Έφορος Εταιρειών πρέπει να πιστέψει ότι ήταν διευθυντής. Ήταν απλό μέλος του συμβουλίου. Του επισημάνθηκε όμως ότι υπέγραψε σαν διευθυντής και είπε τι να έκανε.

Δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη ως διευθυντής ή ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου για τις πληρωμές προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Δεν είχαν σχέσεις. Το μόνο που έκαναν, διότι άκουγαν κατά καιρούς και για αυτό προσπαθούσαν να πάρουν την εξουσία στο τέλος, ότι οι προηγούμενοι έκαναν ατασθαλίες. Έτρεχαν στο Προεδρικό και άνθρωποι ήθελαν να βοηθήσουν. Τους έδιναν τα χρήματα αλλά πήγαιναν αλλού. Η έννοια που τους έτρωγε ήταν να πάρουν την εξουσία για να κουμαντάρουν ό,τι απόμεινε.

Στην αντεξέταση του είπε ότι προσλήφθηκε το 2013 ως υπεύθυνος προσωπικού αλλά δεν τον άφησαν να λειτουργήσει ως υπεύθυνος. Ήταν έν αλαλούμ η εταιρεία. Δεν τον άφηναν να παίρνει αποφάσεις. Ρωτήθηκε τι έκανε αναφορικά με τα καθήκοντα του και είπε ότι ήταν ένα μπιμπελό. Έπειτα ανάφερε ότι ήταν στην αρχή με μερική απασχόληση για να πει ότι τελικά προσλήφθηκε το 2010. Ο Κατηγορούμενος 3 ήταν υπεύθυνος για τα δρομολόγια και ήταν συνέχεια επαφή με το Τμήμα Οδικών Μεταφορών.

Υπεύθυνος για τις πληρωμές προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις ήταν το Υπουργείο. Μόλις έγινε πρακτικό να ειδοποιηθεί το Υπουργείο όλες οι οφειλές να αποκόπτονται και μετά να παίρνει χρήματα η Κατηγορούμενη 1. Δεν είχε να κάνει κάτι με το λογιστήριο και δεν γνώριζαν τι γινόταν προηγουμένως, ούτε και μετά. Επί λέξει είπε ότι έκαναν νύχτα. Ανάλαβε ο καθένας τα καθήκοντα του, τους υποχρέωσε το Κράτος να έχουν δυο διευθυντές, ένα του λογιστηρίου και ένα στη θέση του Γενικού Διευθυντή. Ο Θ.Δ. σαν Γενικός Διευθυντής και ο Μ.Ε. σαν υπεύθυνος του λογιστηρίου. Οπωσδήποτε πρόσθεσε ήταν υποχρέωση των πιο πάνω να χειριστούν την εταιρεία και τους πλήρωνε το Κράτος. Το Κράτος πλήρωνε και τα έξοδα άρα η ευθύνη ήταν πάνω στους δυο συγκεκριμένους.

Για τον διορισμό του Θ.Δ. (Τεκμήριο 16) είπε ότι μέσα στα καθήκοντα του ήταν η υποχρέωση για τις πληρωμές των κοινωνικών ασφαλίσεων. Ο ίδιος ενημερώθηκε για τις οφειλές της Κατηγορούμενης 1 προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις τουλάχιστον 6 μήνες μετά που έκλεισε η εταιρεία, δηλαδή 6 μήνες μετά τον Ιούλιο του 2020. Ρωτήθηκε εάν προηγουμένως είχαν άλλη ενημέρωση ότι οφείλαν ποσά και είπε τίποτε. Νόμιζαν και ήταν περήφανοι ότι έβαιναν καλώς τα πράγματα, κουμάνταραν τα οικονομικά της εταιρείας και κάθε ποσό πάει εκεί που πρέπει. Στους 6 μήνες του τηλεφώνησε ο ΜΚ1, υπεύθυνος των κοινωνικών ασφαλίσεων και τον ρώτησε τι θα γίνει με το υπόλοιπο της εταιρείας και τον ρώτησε ποια εταιρεία. Ο ΜΚ1 του είπε για τα λεωφορεία και ο Κατηγορούμενος 2 του είπε ότι από την πρώτη ημέρα ειδοποίησαν τον Ν.Χ. όσες υποχρεώσεις υπάρχουν να συμψηφιστούν και να πληρώνονται από ό,τι απομένει. Κανείς δεν τους ενόχλησε και διερωτήθηκε τι ήταν αυτή η ιστορία.

Στην αντεξέταση ρωτήθηκε που βρήκε το Τεκμήριο 16 και γιατί επέλεξε να το παρουσιάσει συγκεκριμένα και είπε γιατί τότε ο Θ.Δ. ήταν τότε εκτελεστικός διευθυντής και λογιστής ο Μ.Ε.. Αυτοί θα ήταν παρατηρητές αλλά ποτέ δεν τους αφήσαν οι μέτοχοι να δουλέψουν. Ορισμένες αποφάσεις που λάμβαναν ήταν σωστές αλλά δεν τους άφηναν όταν επηρεάζονταν τα συμφέροντα των μετόχων. Δέχθηκε όμως ότι επενέβαινε υπέρ των αποφάσεων των Θ.Δ. και Μ.Ε. καθηλώνοντας τους «ταραξίες» ως είπε.

Σε σχέση με τα πιο πάνω κατάθεσε βεβαίωση (Τεκμήριο 19) από τον Ν.Χ. για τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων ότι το λογιστήριο του Υπουργείου στα πλαίσια των πληρωμών της Κατηγορούμενης 1 για την μεταξύ τους σύμβαση ( μέρος της οποίας κατατέθηκε ως Τεκμήριο 20) προχωρούσε σε συμψηφισμό μέρους των πληρωμών με οφειλές της Κατηγορούμενης 1 προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ρωτήθηκε εάν στο σημείο που αναφέρει το Τεκμήριο 19 ότι οι πληρωμές γίνονταν κατόπιν διαβούλευσης με την διεύθυνση της εταιρείας εννοεί με τους Κατηγορούμενους 2 και 3 και είπε όχι εκτός εάν ήρθε με τους διευθυντές, εννοώντας τους Θ.Δ. και Μ.Ε. για να προσθέσει ότι ούτε και στα άλλα ζητήματα είχαν κάτι να κάνουν οι ίδιοι.

Μετά που μίλησε με τον ΜΚ1 επικοινώνησε με τον Ν.Χ. και τον ρώτησε εάν πλήρωναν τις κοινωνικές ασφαλίσεις και του είπε ότι πλήρωναν. Μίλησε ξανά με τον ΜΚ1 και τον παράπεμψε σε κάποιο προϊστάμενο του αλλά δεν έβγαινε μέσα από τη συζήτηση. Μετά τον παραπέμψαν σε μια κυρία στην Λευκωσία, στο μεταξύ του έστειλε statement (κατάσταση) ο Ν.Χ., από την πρώτη ημέρα που μπήκαν στην εταιρεία και δεν έβγαινε από μέσα. Ρωτούσε τον Ν.Χ. αν έγιναν λάθος οι πληρωμές. Ο ίδιος προσωπικά έτρεχε και ανακάλυψε το λάθος, ότι ήταν παλιές οφειλές.

Για την αναφορά του σε λάθος, κατά πόσο ήταν λάθος ο λογαριασμός, είπε ναι, το βρήκε ο Ν.Χ., το προώθησε ο Κατηγορούμενος 2 στις κοινωνικές ασφαλίσεις και δεν του απάντησαν. Στο τέλος γύρευε αποδείξεις και βρήκε τυχαία την Μ.Γ. υπάλληλο στις κοινωνικές ασφαλίσεις και της ανάφερε το πρόβλημα οπότε εκείνη για να βοηθήσει του βρήκε τις αποδείξεις. Κάθισε στο γραφείο του και τις εξέτασε λέξη προς λέξη. Τηλεφώνησε πάλι του ΜΚ1 και του είπε ο ΜΚ1 ότι είναι παλιές οφειλές και ο Κατηγορούμενος 2 τον ρώτησε γιατί δεν του είπαν από την αρχή ότι αυτά που πλήρωνε είχε παλιές οφειλές η εταιρεία και καταλήξαν να καταλάβουν ότι υπήρχαν παλιές οφειλές από πριν. Εξήγησε στις κοινωνικές ασφαλίσεις, δεν ήταν σε θέση να του πουν που είναι το λάθος και χρωστά σήμερα η εταιρεία από τη στιγμή που στη θητεία του δεν έκοψε ένα μήνα πίσω. Χωρίς να ξέρουν τίποτα βρέθηκαν κατηγορούμενοι. Διερωτήθηκε γιατί να είναι σήμερα κατηγορούμενος αφού άλλος έκανε το λάθος.

Ανάφερε ακόμη ότι, συγκατάνευσε στο να διωχθεί η Κατηγορούμενη 1 αφού τον ρώτησε ο ΜΚ1 εάν η δίωξη θα τους βοηθούσε να ασκηθεί πίεση στο Υπουργείο να λογαριαστούν και ο Κατηγορούμενος 2 του είπε ότι προτιμά να γίνει έτσι και τον ενθάρρυνε να προχωρήσει γρήγορα ποινικά αλλά απ’ ότι φάνηκε μέχρι σήμερα δυστυχώς δεν έγινε τίποτα. Δεν έχουν διάθεση.

Ρωτήθηκε εάν τους ενημέρωσε ο Θ.Δ. ή ο Μ.Ε. ή Ν.Χ. για τις απλήρωτες κοινωνικές ασφαλίσεις και είπε καθόλου. Έτυχε μετά που μίλησαν με τον Θ.Δ. να εκπλαγεί και εκείνος γιατί να οφείλει η Κατηγορούμενη 1. Δεν ήταν σε γνώση ούτε εκείνου. Μόνο στο λογιστήριο εάν είχαν υπόψιν αλλά ούτε ο Θ.Δ. είχε υπόψιν ότι έρχονται σήμερα οι κοινωνικές ασφαλίσεις και απαιτούν πληρωμές από την Κατηγορούμενη 1. Για τα λογιστικά ήταν υπεύθυνος ο Μ.Ε. αλλά από τότε που έφυγε δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στις τηλεφωνικές κλήσεις όταν ήθελαν βοήθεια για να δώσει μαρτυρία, ούτε το πρόγραμμα να τους δώσει που διατηρούσε στον υπολογιστή.

 

 

Αγορεύσεις

Η κα. Σαββίδου παράθεσε πολυσέλιδο γραπτό κείμενο στο Δικαστήριο. Ο κ. Τσεριώτης αγόρευσε προφορικά. Το περιεχόμενο και οι εισηγήσεις των διαδίκων έχουν μελετηθεί προσεκτικά από το Δικαστήριο στα πλαίσια μελέτης της υπόθεσης για σκοπούς έκδοσης της παρούσας απόφασης έστω και αν δεν γίνεται αναλυτική αναφορά και επανάληψη στο περιεχόμενο των αγορεύσεων τους.

Αξιολόγηση

 

Παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες και τον Κατηγορούμενο 2. Αξιολόγησα τη μαρτυρία τους σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, έχοντας εξετάσει επίσης το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια και έλαβα υπόψη την εικόνα του στο Δικαστήριο (βλ. Ζαβρού ν.  Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ 401, Παπαδοπούλου v. Αστυνομίας  (2007) 2 Α.Α.Δ 173, Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 816).

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα, την οποία το Δικαστήριο δεν εξετάζει αποσπασματικά (βλ. Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320).

Τονίζω ευθύς εξ’ αρχής ότι το υπεύθυνο κατά νόμο πρόσωπο για πληρωμή των εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων και των άλλων εισφορών ως περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ήταν η Κατηγορούμενη 1 η οποία δήλωσε παραδοχή στις κατηγορίες. Κατά συνέπεια, εκείνο το οποίο καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο είναι η οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη φέρουν οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 υπό την ιδιότητα τους ως διευθυντές της Κατηγορούμενης 1 στην από μέρους της διάπραξη των αδικημάτων που έχει παραδεχθεί.

Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρώ να καταγράψω όσα αποκόμισα από την ενώπιο μου τεθείσα μαρτυρία.

Ο ΜΚ1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Κατάθεσε με σαφήνεια και λεπτομερώς σε σχέση με τις ενέργειες στις οποίες προέβη ως επιθεωρητής και ως λειτουργός που χειρίστηκε την υπό εξέταση περίπτωση, χωρίς να επιχειρήσει να εκφράσει γνώμη αναφορικά με όσα ο ίδιος δεν γνώριζε ή για τα οποία δεν είχε προσωπική εμπλοκή. Ο ΜΚ1 κατάθεσε με την ίδια ανεξαρτησία και αμεροληψία που τον διακατείχε κατά τον χειρισμό της περίπτωσης της Κατηγορούμενης 1 ως άλλωστε αναμενόταν να πράξει στα πλαίσια των καθηκόντων του ως επιθεωρητής. Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του άλλωστε επιβεβαιώθηκε τόσο από την ΜΚ5 όσο και από τον Κατηγορούμενο 2. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της.

Η μαρτυρία των ΜΚ2 και ΜΚ3 εν τέλει κατέστη δευτερεύουσας σημασίας για την υπόθεση ένεκα της της παραδοχής της Κατηγορούμενης 1. Παρά ταύτα αναφέρω ότι οι ΜΚ2 και ΜΚ3 άφησαν θετικές εντυπώσεις. Δεν κλονίστηκαν στην αντεξέταση και δεν έχω αμφιβολία ότι ήταν μάρτυρες της αλήθειας. Τα ίδια παρατηρώ σε σχέση και με την ΜΚ4 η οποία απαντούσε με ευθύτητα στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν, έδωσε πλήρη εικόνα στο Δικαστήριο για το ζήτημα των συμψηφισμών που αφορούσε το κυριότερο μέρος της μαρτυρίας της και κρίνω ότι ήταν επίσης μάρτυρας της αλήθειας.

Εξαιρετική εντύπωση άφησε στο Δικαστήριο η ΜΚ5. Η εν λόγω μάρτυρας ως  επαρχιακή λειτουργός, υπεύθυνη του γραφείου Λάρνακας αναφέρθηκε με λεπτομέρεια τόσο ως προς τον τρόπο χειρισμού μη συμμορφούμενων νομικών ή φυσικών προσώπων από τις κοινωνικές ασφαλίσεις, με αναφορά μάλιστα σε τεκμήρια τα οποία αν και δεν είχε καταθέσει η ίδια ήταν εντούτοις σε θέση να επεξηγήσει όπως και ήταν σε θέση να τοποθετηθεί σχετικά και με το ιστορικό της Κατηγορούμενης 1. Το γεγονός ότι δεν είχε στην κατοχή της το έντυπο στο οποίο δηλώθηκαν οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, δεν μεταβάλλει την καλή εικόνα της ως μάρτυρας καθότι η εξήγηση που έδωσε για το συγκεκριμένο θέμα, ήτοι ότι γίνεται καταστροφή των εγγράφων κάθε τέσσερα χρόνια, κρίνεται υπό τις περιστάσεις ως λογική και πειστική. Η ΜΚ5 έδιδε άμεσα απαντήσεις χωρίς υπεκφυγές, δεν κλονίστηκε σε κανένα σημείο της αντεξέτασης και η μαρτυρία της παρουσίαζε λογική και συνοχή και γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

Αναφορικά με την μαρτυρία του Κατηγορούμενου 2 τώρα, την οποία διεξήλθα με την ίδια προσοχή και χωρίς να παραγνωρίζω ότι το βάρος απόδειξης μια ποινικής υπόθεσης είναι στους ώμους της κατηγορούσας αρχής και όχι της υπεράσπισης, υπενθυμίζω ότι  η εκδοχή που ο τελευταίος προώθησε ήταν στην ουσία ότι οι κατηγορούμενοι 2 και 3 δεν είχαν καμία σχέση με τα θέματα που αφορούσαν τις κοινωνικές ασφαλίσεις τις εταιρείας. Κατά τον κατηγορούμενο 2,  επειδή υπήρχαν άτομα συγκεκριμένα που ανάλαβαν το ζήτημα αυτό και επειδή γίνονταν κανονικά οι συμψηφισμοί, αυτός είχε εκπλαγεί όταν του τηλεφώνησε ο ΜΚ1 και του ανάφερε ότι υπάρχουν οφειλές. Ως προς την εκδοχή αυτή του κατηγορούμενου 2 σημειώνω τα εξής

Ήταν κοινώς αποδεκτό και μη αμφισβητούμενο ότι πριν την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης ο κατηγορούμενος 2 είχε συνομιλήσει με τον ΜΚ1 τον οποίο αναγνωρίζει ως επιθεωρητή των κοινωνικών ασφαλίσεων, ότι το Υπουργείο Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων είχε συνάψει σύμβαση υπηρεσιών με την Κατηγορούμενη 1 και ότι τα ποσά που δικαιούτο η Κατηγορούμενη 1 από την παροχή υπηρεσιών προς το κράτος συμψηφίζονταν με τις οφειλές της Κατηγορούμενης 1 προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Προκύπτει τέλος να είναι επίσης κοινώς αποδεκτό ότι ο ΜΚ1 είχε πληροφορήσει τον Κατηγορούμενο 2 ότι υπάρχουν οφειλές πριν από την καταχώρηση της υπόθεσης και δη το 2020.

Παρά ταύτα, για τους λόγους που θα προχωρήσω να εξηγήσω κρίνω ότι η υπόλοιπη μαρτυρία του κατηγορούμενου 2 δεν συνιστά ασφαλή βάση επί της οποίας να μπορεί να στηριχτεί το Δικαστήριο:

Κατά πρώτο, τα άτομα που κατά τον Κατηγορούμενο 2 είχαν αναλάβει να χειρίζονται τα θέματα των κοινωνικών ασφαλίσεων της κατηγορούμενης 1 είχαν από πριν από την επίδικη περίοδο παύσει να υφίστανται στην τελευταία. Υπενθυμίζω συναφώς  ότι η επίδικη περίοδος για την οποία οφείλεται το ποσό που παραδέχθηκε η Κατηγορούμενη 1 ότι δεν κατέβαλε είναι μεταξύ Ιανουαρίου 2020 και Ιουλίου 2020 και ότι κατά την εν λόγω περίοδο, ακόμη και με βάση τις υποβολές που έγιναν στους μάρτυρες κατηγορίας ότι οι κατηγορούμενοι διορίστηκαν διευθυντές το 2019 – η οποία θέση τελικά αναιρέθηκε από τον κατηγορούμενο 2 – προκύπτει ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι 2 και 3 ήταν κατ’ εκείνο τον επίδικο χρόνο διευθυντές.  Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και η θέση του κατηγορούμενου 2 ότι διορίστηκε στην Κατηγορούμενη 1 το 2013 προκύπτει να μη συνάδει με το αρχείο του Εφόρου Εταιρειών, ήτοι το  Τεκμήριο 13, το οποίο παρουσιάζει τον κατηγορούμενο 2 να κατείχε το εν λόγω αξίωμα από τις 30.10.2012. Το αναφέρω αυτό υπενθυμίζοντας ότι η καταγραφή ενός ατόμου στα μητρώα του Εφόρου Εταιρειών ως αξιωματούχου μιας εταιρείας εξυπακούει ότι ήταν από την ίδια την εταιρεία που δηλώθηκε το γεγονός αυτό και καμία μαρτυρία δεν προσκόμισε η υπεράσπιση που να δεικνύει ότι συνεχίζονταν οι συμψηφισμοί και μετά τον Ιούνιο 2020 που ήταν και η θέση των ΜΚ4 και ΜΚ5 η οποία τελικά  έμεινε αναντίλεκτη.

Κατά δεύτερο, ήταν εμφανής η προσπάθεια του Κατηγορούμενου 2 να επιρρίπτει συνεχώς την οποιαδήποτε ευθύνη είτε στο προηγούμενο διοικητικό συμβούλιο είτε τον Θ.Δ. είτε στον Μ.Ε. είτε στον Ν.Χ προκειμένου ν’ απεκδυθούν οποιωνδήποτε ευθυνών τους οι Κατηγορούμενοι 2 και 3. Ενδεικτικά σημειώνω ότι όταν ο κατηγορούμενος 2 αναφερόταν σε θέματα της κατηγορούμενης 1 τα οποία θεωρούσε ότι έτυχαν καλής διαχείρισης δήλωνε περήφανος που ήταν ανάμεσα στους υπεύθυνους διευθυντές ενώ όταν επρόκειτο για την παράλειψη εξόφλησης των οφειλών της κατηγορούμενης 1 στις κοινωνικές ασφαλίσεις δήλωνε και άγνοια αλλά και δυσφορία για το γεγονός ότι παρουσιαζόταν ως υπεύθυνος διευθυντής «επειδή έτσι έγραψε ο Έφορος Εταιρειών» (βλ. πρακτικά 11.2.2025 σελ. 11). Πρόβαλλε δηλαδή επιλεκτικά ο κατηγορούμενος 2 τη θέση του ως διευθυντής στην κατηγορούμενη 1 αναλόγως του τι εξυπηρετούσε το συμφέρον του,  αγνοώντας όμως ότι στην Κατηγορούμενη 1 δεν διετέλεσε μόνο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αλλά και «μάχιμος» διευθυντής σε προγενέστερο χρόνο.

 Δεν μπορεί καθόλου λοιπόν να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός του Κατηγορούμενου 2 ότι τελούσε υπό πλήρη άγνοια για τις υποχρεώσεις της Κατηγορούμενης  1 προς τις Κοινωνικές ασφαλίσεις, ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη και του ότι ταυτόχρονα με τη θέση του περί άγνοιας, αυτός πρόβαλε και την έκδηλα αντιφατική θέση ότι κατά τη θητεία του γνώριζε ότι για κανένα μήνα δεν έμειναν απλήρωτες οι οφειλές προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις (βλ. πρακτικά 21.11.2024 σελ. 8).  Πώς λοιπόν θα μπορούσε να σταθεί στη βάσανο της λογικής ότι κάποιος που κουμαντάρει μια εταιρεία, ως ήταν και η φράση που χρησιμοποίησε ο Κατηγορούμενος 2, να δηλώνει την ίδια στιγμή άγνοια για όλες τις πτυχές αυτής της οικονομικής διαχείρισης;

Επιπρόσθετα όμως των πιο πάνω θα πρέπει να επισημάνω και ότι η θέση ότι οι Κατηγορούμενοι δεν γνώριζαν για τις οφειλές της Κατηγορούμενης 1 προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις δεν συνάδει ούτε με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 19 το οποίο οι ίδιοι οι Κατηγορούμενοι εισήγαγαν στην διαδικασία. Υπενθυμίζω ότι το Τεκμήριο 19 είναι μια έγγραφη βεβαίωση από τον Ν.Χ. για Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, η οποία φέρει ημερομηνία 20.9.2024 ήτοι εξασφαλίστηκε μετά την κυρίως εξέταση της ΜΚ5, και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Βεβαιώνεται υπεύθυνα ότι το λογιστήριο του Υπουργείου Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων, στα πλαίσια των πληρωμών της εταιρείας «Λεωφορεία Λάρνακος Ζήνωνας Λτδ» για την μεταξύ μας σύμβαση, προχωρούσε σε συμψηφισμό μέρους των πληρωμών με οφειλές της εταιρείας προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στη βάση της σχετικής Νομοθεσίας και των Εγκυκλίων του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας.

 

Το εκάστοτε υπόλοιπο της οφειλής της εταιρείας προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων προέκυπτε από σχετική μηχανογραφημένη εφαρμογή του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας, η οποία ενημερωνόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα από διάφορα Κυβερνητικά Τμήματα σε σχέση με οφειλές φυσικών και νομικών προσώπων προς αυτά. Το ακριβές ποσό του συμψηφισμού κάθε μήνα αποφασιζόταν από τον Προιστάμενο Οικονομικής Διαχείρισης του Υπουργείου μετά από διαβούλευση και με την διεύθυνση της εταιρείας, λαμβάνοντας υπόψη και τα ποσά που ήταν αναγκαίο να καταβληθούν στην εταιρεία για συνέχιση της προσφερόμενης υπηρεσίας.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Φαίνεται λοιπόν ότι όχι μόνο δεν ήταν εν λευκώ η διαχείριση των πληρωμών από το Υπουργείο αλλά ότι υπήρχε κάθε φορά διαβούλευση με την διεύθυνση της εταιρείας στην οποία τότε ανήκαν και οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 και καμία αναφορά δεν κάνει η εν λόγω βεβαίωση γίνεται σε μεμονωμένα ή συγκεκριμένα άτομα της διεύθυνσης, όπως ο Κατηγορούμενος 2 επεδίωξε να υποστηρίξει Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως προκύπτει από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, οι Θ.Δ. και Μ.Ε που ο Κατηγορούμενος 2 επικαλέστηκε αρχικά ως τους υπεύθυνους για τις επίδικες οφειλές, είχαν παύσει να κατέχουν τις θέσεις τους στην Κατηγορούμενη 1 πριν από την επίδικη περίοδο και σίγουρα δε θα μπορούσε να αγνοηθεί εδώ ότι ενώ ολόκληρη η μαρτυρία του Κατηγορούμενου 2 περιστρεφόταν γύρω από τη θέση ότι δεν τύγχαναν καμίας ενημέρωσης από τους Θ.Δ. και Μ.Ε., όταν του υποδείχθηκε ότι ο τελευταίοι είχαν παύσει να είναι διευθυντές πριν από τον επίδικο χρόνο, αυτός ξαφνικά «θυμήθηκε» να στρέψει τα πυρά του σε κάποιον Λ.Λ. για τον οποίο ισχυρίστηκε ότι του είχε απαγορεύσει και την είσοδο στο λογιστήριο. Προκύπτει όμως τελικά ότι ο Λ.Λ. ήταν πρόεδρος του προηγούμενου διοικητικού συμβουλίου και αυτό διότι ο  Κατηγορούμενος 2, ως  είπε, ήρθαν να αλλάξουν το συμβούλιο (βλ. πρακτικά 11.2.2025 σελ.22-23).

Φαίνεται δηλαδή ξεκάθαρα ότι ο Κατηγορούμενος 2 είχε και πλήρη γνώση του τι συνέβαινε στην Κατηγορούμενη 1 αλλά και για τις αποφάσεις που λάμβαναν οι Θ.Δ. και Μ.Ε. όσο ήταν και αυτοί στη εταιρεία. Παραθέτω ενδεικτικά απόσπασμα (βλ. πρακτικά 11.2.2025 σελ. 15 -16) από την αντεξέταση του:

«Ε. Γιατί φέρατε αυτήν την επιστολή από τις τόσες χιλιάδεις επιστολές που φαντάζομαι έχει η εταιρεία;

 

Α. Γιατί ο κύριος Θεοφάνης τότε ήταν εκτελεστικός διευθυντής και λογιστής ο Μιχάλης Έλληνας. Και εμείς να είμαστε παρατηρητές οι μέτοχοι, αλλά ποτέ δεν τους αφήσαμε με τον έναν να δουλέψει με τον άλλο να δουλέψει.

 

Ε. Τι εννοείτε δεν τους αφήκατε να δουλέψουν;

 

Α. Η εταιρεία, οι μέτοχοι. Ο ένας ήθελε έτσι, ο άλλος ήθελε αλλιώς.

...

Α. Ορισμένες αποφάσεις που ήταν σωστές που έπαιρναν οι άνθρωποι πήγαιναν οι άλλοι, “μα γιατί άφησες τον γιο μου, γιατί άφησες την κόρη μου, μα εγώ σε πληρώνω” και οικογενειακά συμφέροντα.

...

Ε. Εσείς σε ποιο σημείο επεμβαίνατε;

 

Α. Εγώ πάντα ήθελα το ίσιο και να μπουν ξένοι να διοικήσουν γιατί ο καθένας είχε τα συμφέροντα του. Επέμβαινα για το καλό της εταιρείας υπέρ των διευθυντών γιατί τους προσλάβαμε, τους πλήρωνε το κράτος, οφείλαμε όλοι να υποκύψουμε στους ανθρώπους και για να μπω στο συμβούλιο το 2019 αυτός ήταν ο σκοπός μου, να διορθώσω και να γλιτώσω ό,τι απέμεινε αλλά δυστυχώς ήταν αργά

 

...

 

Α. Καμιά φορά που επέμβαινε εγω ήταν υπέρ της λογικής που τραβούσαν οι διευθυντές μας. Και καθήλωνα τους ταραξίες.»

 

Σημειώνεται τέλος ότι ακόμη και να ευσταθούσε η θέση του Κατηγορούμενου 2 ότι οι Κατηγορούμενοι δεν είχαν ανάμειξη στην πληρωμή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων της κατηγορούμενης 1, από τη μαρτυρία του ιδίου προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι αποκόπτονταν τα δικαιώματα της εταιρείας από το Υπουργείο Μεταφορών προκειμένου να πληρωθούν, μεταξύ άλλων, και οι οφειλές προς τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις καθώς και ότι το Υπουργείο έστελνε statement (κατάσταση) στην Κατηγορούμενη 1 για τις συγκεκριμένες αποκοπές (βλ. πρακτικά 11.2.2025 σελ. 19-20). Ανά πάσα στιγμή λοιπόν, ολόκληρο το διοικητικό συμβούλιο της Κατηγορούμενης 1, περιλαμβανομένων δηλαδή και των Κατηγορούμενων 2 και 3, είχε πλήρη γνώση για την οικονομική εικόνα της τελευταίας.

Στρέφομαι τώρα σε μια άλλη θέση που προώθησε η πλευρά της υπεράσπισης, ήτοι ότι οι αποδείξεις πληρωμών (Τεκμήριο 7) αφορούσαν σε πληρωμές που έγιναν έναντι των οφειλών της επίδικης περιόδου και οι οποίες παράνομα πιστώθηκαν σε άλλες περιόδους. Αν και η πιο πάνω θέση προβλήθηκε στους μάρτυρες κατηγορίας πριν την παραδοχή της Κατηγορούμενης 1 ότι υπήρξε όντως παράλειψη πληρωμής των επίδικων οφειλών, εντούτοις η θέση αυτή προωθήθηκε μέχρι και το στάδιο των αγορεύσεων.

Επί αυτή της θέσης σημειώνω τα ακόλουθα.

Κατ’ αρχή η συγκεκριμένη θέση έρχεται  σε πλήρη σύγκρουση με την παραδοχή της Κατηγορούμενης 1 ότι το οφειλόμενο ποσό είναι αυτό που καταγράφεται στις κατηγορίες. Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως εξήγησαν με σαφήνεια οι ΜΚ1 και ΜΚ4,  η πρακτική που ακολουθείται είναι όπως όταν υπάρχουν οφειλές τότε οι πληρωμές που γίνονται, αν δεν υπάρχουν ρητές οδηγίες, πιστώνονται πρώτα στις παλαιότερες οφειλές και η πρακτική αυτή φαίνεται να συνάδει και με τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφοραί) Κανονισμούς αρ. 289/2010 όπου εκεί αναφέρεται ότι εκτός εάν γίνει διαφορετική διευθέτηση από τον Διευθυντή των υπηρεσιών των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κάθε εργοδότης ετοιμάζει κατάσταση αποδοχών και πληρωμών του (κανονισμός 10) την οποία υποβάλλει με κάθε πληρωμή, και καταβάλλει τις εισφορές που πρέπει να καταβάλει σε επαρχιακό γραφείο κοινωνικών ασφαλίσεων (κανονισμός 12).

Στην απουσία επομένως μαρτυρίας ότι ζητήθηκε από πλευράς κατηγορούμενης 1 όπως οι συγκεκριμένες πληρωμές  πιστωθούν στην περίοδο Ιανουαρίου 2020 με Ιουλίου 2020 αντί στις παλαιότερες οφειλές ή ότι υπήρξε διαφορετική διευθέτηση ή κάποια συμφωνία περί του αντιθέτου, καμία παρανομία δεν εντοπίζεται να υπάρχει στην πρακτική που ακολουθούσαν οι κοινωνικές ασφαλίσεις.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους συνεπώς η μαρτυρία ενός εκάστου μάρτυρα κατηγορίας κρίνεται αξιόπιστη στο σύνολο της ενώ η περί του αντιθέτου μαρτυρία του Κατηγορούμενου 2, την οποία ο Κατηγορούμενος 3 υιοθέτησε για σκοπούς της δικής του υπεράσπισης, απορρίπτεται.   

Ευρήματα

Στη βάση της πιο πάω αξιολόγηση της μαρτυρίας και στη βάση των όσων αποτέλεσαν κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου τα ακόλουθα:

 

-       Η Κατηγορούμενη 1 κατά την περίοδο εισφορών και τελών που αφορούν οι κατηγορίες της παρούσας υπόθεσης (Ιανουάριος 2020 – Ιούλιος 2020),  ήταν εγγεγραμμένη στο μητρώο εργοδότη των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

-       Η Κατηγορούμενη 1 εργοδοτούσε αριθμό υπαλλήλων, όπως αυτοί δηλώθηκαν από την Κατηγορούμενη 1 μαζί με τις αντίστοιχες αποδοχές τους στις μηνιαίες καταστάσεις αποδοχών και εισφορών (Τεκμήριο 4)

 

-       Οι εν λόγω καταστάσεις ετοιμάστηκαν βάσει των αρχείων της Κατηγορούμενης 1 και υποβάλλονταν από πλευράς της στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων με δισκάκι που παραδιδόταν στα γραφεία των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

-       Στην βάση των σχετικών Νόμων, η Κατηγορούμενη 1 ήταν υπόχρεη στην καταβολή των αντίστοιχων εισφορών προς τα διάφορα ταμεία που διαχειρίζεται η υπηρεσία των Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναφορικά με τους υπαλλήλους που εργοδοτούσε για την πιο πάνω περίοδο, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε €595.977,89

 

-       Η Κατηγορούμενη 1 παρέλειψε να καταβάλει εμπρόθεσμα τις πιο πάνω εισφορές προς τα προαναφερόμενα ταμεία και, επίσης, παρέλειψε να πληρώσει πρόσθετα τέλη που όφειλε για την πιο πάνω περίοδο Ιανουαρίου 2020 – Ιουλίου 2020

 

-       Μετά την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης ουδέν ποσό καταβλήθηκε έναντι του το πιο πάνω ποσού

 

-       Η Κατηγορούμενη 1 δήλωσε τους Κατηγορούμενους 2 και 3 ως υπεύθυνους κατά την εγγραφή της στις κοινωνικές ασφαλίσεις.

 

-       Ο Κατηγορούμενος 2 είχε επικοινωνία με τον ΜΚ1 για τις οφειλές της Κατηγορούμενη 1 πριν και μετά την καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης.

 

-       Ο Κατηγορούμενος 2 διορίστηκε διευθυντής στην Κατηγορούμενη 1 το 2012 και μετέπειτα πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου το 2019, και ο Κατηγορούμενος 3 διορίστηκε γραμματέας το 2010 και διευθυντής το 2019

 

-       Ο Θ.Δ. έπαυσε από την Κατηγορούμενη 1 στις 14.12.2018 και ο Μ.Ε. την 1.4.2019

 

-       Οι αποδείξεις (Τεκμήριο 7) είναι πληρωμές που έγιναν με συμψηφισμούς και καταχωρίστηκαν από τις κοινωνικές ασφαλίσεις σε παλαιότερες οφειλές της Κατηγορούμενης 1 και δεν ζητήθηκε να γίνει διαφορετική ρύθμιση.

 

Νομική Πτυχή

Σύμφωνα με το άρθρο 85 του Νόμου:

«85.-(1) Κάθε εργοδότης ή αυτοτελώς εργαζόμενος ο οποίος παραλείπει ή αμελεί να καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά ή πρόσθετο τέλος είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (€3.400,00) ή και στις δύο αυτές ποινές, σε περίπτωση δε δεύτερης ή κατ’ επανάληψη καταδίκης αυτού για το ίδιο αδίκημα, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Σε περίπτωση καταδίκης σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο εργοδότης ή ο αυτοτελώς εργαζόμενος, ανάλογα με την περίπτωση, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη ποινή στην οποία υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο το ποσό των εισφορών ή του πρόσθετου τέλους που παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει και επιπλέον ποσό που δεν υπερβαίνει το 25% του εν λόγω ποσού ή σε περίπτωση δεύτερης ή κατ’ επανάληψη καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, επιπλέον ποσό που δεν υπερβαίνει το 50%, όπως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο:

Νοείται ότι, το ποσό του οφειλόμενου πρόσθετου τέλους υπολογίζεται κατά την ημέρα της καταδίκης.

(3) Σε κάθε καταδίκη για παράλειψη ή αμέλεια καταβολής εισφορών, μπορεί να προσαχθούν αποδεικτικά στοιχεία για παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη να καταβάλει άλλες εισφορές τις οποίες ήταν υπόχρεος να καταβάλει δυνάμει του παρόντος Νόμου, αναφορικά με το ίδιο ή άλλο πρόσωπο το οποίο αυτός απασχολούσε για οποιαδήποτε περίοδο πριν από την ημερομηνία του αδικήματος, εφόσον μαζί με την κλήση ή το ένταλμα επιδοθεί ειδοποίηση:

Νοείται ότι, εάν η παράλειψη ή αμέλεια αυτή αποδειχτεί, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον εργοδότη να καταβάλει στο Ταμείο ποσό ίσο με το σύνολο των εισφορών που αυτός παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει.

(4) Κάθε ποσό που οφείλεται στο Ταμείο κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος Νόμου, εισπράττεται ως χρηματική ποινή.

(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται από εργοδότη ή αυτοτελώς εργαζόμενο δυνάμει των εδαφίων (1), (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, λογίζεται ως πληρωμή που έγινε για την εξόφληση των εισφορών που δεν καταβλήθηκαν:

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 10, ο εργοδότης δεν δικαιούται να ζητήσει ή ανακτήσει από το μισθωτό τις εισφορές που καταβάλλονται από το μισθωτό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

....

(8) Οποιοσδήποτε παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, για την οποία δεν προβλέπεται ρητά ποινή σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται για κάθε αδίκημα σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(9) Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχτεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή αμέλεια φυσικού προσώπου, που κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, τότε τόσο το εν λόγω φυσικό πρόσωπο όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι του ίδιου ποινικού αδικήματος και υπόκεινται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.

....»

Σύμφωνα με τους ισχύοντες Κανονισμούς των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφοραί) Κανονισμών του 2010: 

«11. Οι εισφορές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης δυνάμει του Νόμου καταβάλλονται όχι αργότερα από το τέλος του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τον μήνα εισφορών για τον οποίο οφείλονται οι εισφορές»

 

«21.-(1) Κάθε εργοδότης ή αυτοτελώς εργαζόμενος, ο οποίος παραλείπει να καταβάλει εισφορές μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στους παρόντες Κανονισμούς, είναι υπόχρεος να καταβάλει πρόσθετο τέλος σε ποσος

τό 3% του ποσού των οφειλόμενων εισφορών για καθυστέρηση μέχρι ένα (1) μήνα και 3% για κάθε τέτοιο διάστημα περαιτέρω καθυστέρησης:

 

Νοείται ότι, σε καμιά περίπτωση το ποσοστό πρόσθετου τέλους δεν μπορεί να υπερβεί το 27% του ποσού των καθυστερούμενων εισφορών:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, καθόσον αφορά τις καθυστερημένες εισφορές για τους μήνες μέχρι και το τέλος του έτους 2013, οι οποίες θα εξοφληθούν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013, δεν επιβάλλεται οποιοδήποτε πρόσθετο τέλος καθόσον αφορά τους μήνες καθυστέρησης του 2013, αλλά θα καταβάλλεται οποιοδήποτε πρόσθετο τέλος οφείλεται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2012:

 

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, για οποιαδήποτε καθυστερημένη εισφορά, η οποία δεν εξοφλείται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013, δεν θα τυγχάνει εφαρμογής η εξαίρεση που εισάγει η πιο πάνω δεύτερη επιφύλαξη της παρούσας παραγράφου.»

 

Σημειώνω περαιτέρω ότι πρόκειται για αδικήματα αυστηρής ευθύνης  και δεν απαιτείται η διάγνωση υποκειμενικής υπόστασης τους υπό την έννοια της ένοχης διάνοιας (βλ. Aestas Trading Ltd κ.α. ν. Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, Ποινική Έφεση αριθμός 78/2014 και 79/2014ημερ. 3.9.2015). Το αδίκημα συνίσταται στην παράλειψη καταβολής των νενομισμένων εισφορών (βλ. Ιωάννου κ. α. ν Της Κυπριακής Δημοκρατίας, Μέσω Του Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ. α. (1991) 3 Α.Α.Δ. 493).

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι, η Κατηγορούμενη 1 έχει δηλώσει παραδοχή στις κατηγορίες και αποδεικνύεται επίσης η ενοχή της με την προσκομισθείσα μαρτυρία που προσέφερε η Κατηγορούσα Αρχή. Κατά συνέπεια κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες 1-9.

Συνεπώς εκείνο που παράμεινε να εξεταστεί, μετά την παραδοχή της Κατηγορούμενης 1, είναι κατά πόσον τα αδικήματα που έχει παραδεχθεί ότι διέπραξε, έχουν διαπραχτεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή αμέλεια των Κατηγορούμενων 2 και 3.

Αναφορικά με την οποιαδήποτε ευθύνη των Κατηγορούμενων 2 και 3, ως έχει καταδείξει η Νομολογία μας, η ιδιότητα του διευθυντή από μόνη της δεν είναι ικανή για καταδίκη αλλά χρειάζεται μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει την συμμετοχή ή συμπεριφορά η οποία να στοιχειοθετεί την συνέργεια και θα πρέπει να καλύπτει χρονικά όλο το διάστημα παροχής συνδρομής στη διάπραξη του αδικήματος ή στην παράλειψη που συνεισφέρει στην δημιουργία του αδικήματος (βλ. Terezian v. Θεοδώρου, Ποινική Έφεση Αρ. 198/2015, ημερομηνίας 2.12.2016 Ευρυβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600, Παυλόπουλος ν Scopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, Ιωαννίδη ν Gastop Boutique Ltd κ.α. Ποινική Έφεση 161/2014, ημερομηνίας 30.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B235).

Πολύ πρόσφατα, το Εφετείο, στην M&K TELEFONE LTD v. Νικολάου κ.α., Ποινική Έφεση 206/22, ημερομηνίας 30.5.2024, εξετάζοντας την ποινική ευθύνη συνεργών ανάφερε τα εξής:

« Το πρώτιστο λοιπόν, το οποίο εξετάζεται, είναι το κατά πόσον εντοπίζεται από πλευράς γεγονότων συγκεκριμένη συμπεριφορά ή δράση, η οποία να συνιστά τη συμμετοχή κάποιου στο αδίκημα άλλου προσώπου. Αυτή η δράση, αν εντοπιστεί, αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση της συμμετοχής ή της συνέργειας (actus reus). Η οποία και πάλι δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα βάσει του Π.Κ.20, αφού ακόμα και στα αδικήματα αυστηρής ευθύνης (strict liability), απαιτείται για τον συνεργό να υφίσταται η αναγκαία γνώση ή πρόθεση, δηλαδή η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως, η ένοχη διάνοια (mens rea).

.....

Στη βάση των πιο πάνω είχαμε καταλήξει πως το απαύγασμα της νομολογίας αποκρυσταλλώνεται στη θέση ότι αυτό το οποίο απαιτείται για τον συνεργό δεν είναι η βεβαιότητα εκείνου ότι θα διαπραχθεί αδίκημα αλλά η αντίληψη του, υπό την έννοια συνειδητοποίησης, περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης αδικήματος (εν προκειμένω σχετικού με επιταγή) και παρόλα αυτά να προβαίνει εκουσίως στην παροχή συνδρομής. Όντως είναι από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης που δύναται να καταδειχθεί είτε η γνώση του προβαλλόμενου ως συνεργού (εν προκειμένω ενός διευθυντή) είτε η εθελοτυφλία του ενώπιον της πραγματικότητας, (η οποία εθελοτυφλία συνιστά πτυχή της γνώσης) είτε η αδιαφορία ως προς τον κίνδυνο επέλευσης κολάσιμου αποτελέσματος.»

 

Στην βάση των όσων το Δικαστήριο έχει καταγράψει κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου 2, την οποία υπενθυμίζω υιοθέτησε ο Κατηγορούμενος 3, των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως καταγράφονται πιο πάνω, των όσων διαλαμβάνει το άρθρο 89 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (ανωτέρω) καθώς και των πιο πάνω Νομολογιακών αρχών που διέπουν το άρθρο 20 του Κεφ. 154, κρίνω ότι στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές ότι οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 γνώριζαν ότι η κατηγορούμενη 1 ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει τα επίδικα ποσά στις κοινωνικές ασφαλίσεις κατά τον επίδικο χρόνο και παρά ταύτα δεν ενήργησαν ως μπορούσαν και όφειλαν να ενεργήσουν προκειμένου να πληρωθούν οι συγκεκριμένες οφειλές με αποτέλεσμα αυτές να παραμένουν μέχρι σήμερα απλήρωτες. Υπενθυμίζω συναφώς ότι με βάση την μαρτυρία που οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι προώθησαν, οι πληρωμές προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις γίνονταν μέσω συμψηφισμού από το Γενικό Λογιστήριο κατόπιν συνεννόησης με την διεύθυνση της Κατηγορούμενης 1, ήτοι και με τους δύο Κατηγορούμενους και καμία οδηγία δεν φαίνεται να δόθηκε ποτέ από του τελευταίους για πληρωμή των επίδικων οφειλών

Εν όψει όλων των ανωτέρω δεν υπάρχει αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν από την Κατηγορούμενη 1 με την συνενοχή και συναίνεση των Κατηγορούμενων 2 και 3.

Κατάληξη

Εν όψει όλων των πιο πάνω,  κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεση της στον απαιτούμενο βαθμό. Συνεπώς, οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 κρίνονται ένοχοι στις κατηγορίες 1 - 9.

 

(Υπ.).....................................

                                                                                   Λ. Χαβιαράς, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο