ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Α.Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 9512/2025
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας
εναντίον
2. FLORENCE KISANZA PULULU
Κατηγορουμένων
Ημερομηνία: 9.9.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γ. Σταύρου
Για τους Κατηγορούμενους: Αυτοπροσώπως
Κατηγορούμενοι: Παρόντες
ΠΟΙΝΗ
Το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνει 5 κατηγορίες. Οι κατηγορίες 1 έως 3 αφορούν το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και οι κατηγορίες 4 και 5 το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα.
Ο 1ος κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες 1, 3 και 4 και η 2η κατηγορούμενη τις κατηγορίες 2 και 5. Οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν τις κατηγορίες που καθένας τους αντιμετωπίζει.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 1, 2 και 3 οι κατηγορούμενοι στις 17.8.2025 στο αεροδρόμιο Λάρνακας εν γνώση τους και δολίως έθεσαν σε κυκλοφορία πλαστά έγγραφα ήτοι 3 πλαστές γαλλικές ταυτότητες καθώς επίσης ότι επί σκοπώ καταδολίευσης του Α/Αστ. 1768 Α. Καραχρίστου του Κ.Ε.Δ. Αεροδρομίου Λάρνακας ψευδώς καθένας τους παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο ήτοι το πρόσωπο το οποίο αναγράφεται στις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγορίων 4 και 5.
Σύμφωνα με τα γεγονότα ως αυτά εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τους κατηγορούμενους στις 17.8.2025 και περί ώρα 15:40 ενώ η Μ.Κ.1 βρισκόταν στον τομέα αναχωρήσεων διενεργώντας διαβατηριακούς ελέγχους παρουσιάστηκαν οι κατηγορούμενοι μαζί με την ανήλικη κόρη τους για να αναχωρήσουν για Μιλάνο. Ο 1ος κατηγορούμενος έδωσε στη Μ.Κ.1 τις γαλλικές ταυτότητες που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, τη δική του, της 2ης κατηγορουμένης ως επίσης και της ανήλικης. Εγέρθηκαν υποψίες ως προς τη γνησιότητα των εν λόγω εγγράφων αφού αυτά δεν ανταποκρίνονταν στα στοιχεία ασφαλείας ως οι αυθεντικές ταυτότητες. Από περαιτέρω έλεγχο που έγινε στα έγγραφα διαπιστώθηκε ότι αυτά εμφανίζονταν ως κλοπιμαία στο πεδίο Σένγκεν στο οποίο αναφέρονταν επίσης και τα πραγματικά στοιχεία των κατόχων. Οι κατηγορούμενοι ανακρινόμενοι προφορικά στη μητρική τους γλώσσα παραδέχθηκαν ότι τα εν λόγω έγγραφα είναι πλαστά, δεν τους ανήκουν και τα προμηθεύτηκαν από κάποιο άγνωστο πρόσωπο έναντι 1000 ευρώ. Ανέφεραν επίσης τα πραγματικά τους στοιχεία, πληροφορήθηκαν για τα αδικήματα που διέπραξαν και απάντησαν και οι δύο «απολογούμαστε». Αναφέρθηκε τέλος ότι οι κατηγορούμενοι είναι άτομα λευκού ποινικού μητρώου στη Δημοκρατία.
Οι κατηγορούμενοι όταν έλαβαν τον λόγο δήλωσαν ότι συμφωνούν με όσα αναγράφονται στις εκθέσεις του Γραφείου Ευμηερίας αναφορικά με την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση. Εξέφρασαν επίσης την απολογία τους και ανέφεραν πως έχουν ένα ανήλικο τέκνο ηλικίας 2 ετών και ότι αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα.
Από όσα αναγράφονται στις εν λόγω εκθέσεις προκύπτει ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι κατάγονται από το Κονγκό. Ο 1ος κατηγορούμενος είναι ηλικίας 23 ετών. Όταν αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση για να του παραχωρηθεί πολιτικό άσυλο η οποία απορρίφθηκε και ακολούθως καταχώρησε προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης. Συμβιώνει με τη 2η κατηγορούμενη με την οποία απέκτησαν μια κόρη ηλικίας σήμερα 2 ετών.
Η 2η κατηγορούμενη είναι ηλικίας 30 ετών και πέραν της κόρης που απέκτησε με τον 1ο κατηγορούμενο έχει ακόμα μία κόρη ηλικίας 8 ετών η οποία διαμένει στη χώρα καταγωγής της. Αρχικά αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων από τον τουρκικό στρατό κατοχής περιοχών και ακολούθως εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας όπου και υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί πολιτικό άσυλο. Η αίτησή της απορρίφθηκε και ακολούθως καταχώρησε προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης η εξέταση της οποίας εκκρεμεί.
Μελέτησα με προσοχή και έχω υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν.
Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την ανώτατη ποινή που ο νόμος προνοεί για καθένα από αυτά, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα στα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.
Για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα προνοεί ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προνοεί ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.562,00) ή και τις δύο αυτές ποινές.
Τα επίδικα αδικήματα, ως προκύπτει από τις ως άνω προβλεπόμενες για αυτά ποινές, είναι σοβαρά.
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).
Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).
Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).
Στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 τονίστηκε η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε σχέση με αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 9 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα άτομο νεαρής ηλικίας κατόπιν παραδοχής του στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ήταν επιεικής και όχι έκδηλα υπερβολική ως είχε προβάλει ο εφεσείων.
Στην υπόθεση Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου και αναφέρθηκε επίσης πως η ποινή που προσβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική βρισκόταν μάλλον στην πλευρά της επιείκειας παρά την έκδηλη υπερβολή.
Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.
Στην υπόθεση KHAKNEGAD v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα που είχε λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν της άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.
Στην υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, ημερ. 16.3.2022 λέχθηκε πως σε περιπτώσεις πλαστοπροσωπίας όπου η διάπραξη του αδικήματος αποσκοπεί στην εξαπάτηση κρατικών αρχών, αυτό συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα (Khalife v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 315, Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324, Borizov v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 204, Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, Khaknegad v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 και Ματούρ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36). Στην παρούσα υπόθεση ο σκοπός εξαπάτησης αφορούσε τον επί καθήκοντι αστυνομικό του Κέντρου Ελέγχου Διαβατηρίων του αεροδρομίου Λάρνακας.
Στην ως άνω υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 8 μηνών που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών με λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν παραδοχής της στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς διαφοροποίησή της.
Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής λαμβάνω επίσης υπόψη μου την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή καθώς επίσης ότι αδικήματα ως τα επίδικα διαπράττονται με ανησυχητική συχνότητα με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Προς το τελευταίο λαμβάνω υπόψη μου ότι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας καταχωρούνται τέτοιες υποθέσεις σχεδόν καθημερινά.
Προς όφελος των κατηγορουμένων λαμβάνω υπόψη μου το λευκό τους ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας τους και την άμεση παραδοχή τους η οποία είναι ένας σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή».
Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις και ιδιαίτερα σε σχέση με τη 2η κατηγορούμενη το γεγονός ότι είναι μητέρα ενός ανήλικου τέκνου ηλικίας 2 ετών το οποίο διαμένει μαζί της. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι οι κατηγορούμενοι βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία ως αιτητές πολιτικού ασύλου.
Στην παρούσα υπόθεση οι προσωπικές περιστάσεις της 2ης κατηγορούμενης έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Το άρθρο 3 του περί της Προστασίας Ανήλικων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Ύποπτων Μητέρων Νόμου 33(Ι)/2005 ορίζει τα ακόλουθα:
«3.(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, όπου σε νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας για οποιοδήποτε αδίκημα, η εν λόγω ποινή δεν επιβάλλεται σε μητέρα, αν δε συντρέχουν στη δεδομένη περίπτωση όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Το αδίκημα είναι κακούργημα ή είναι πλημμέλημα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης,
(β) το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση βίας κατά του ατόμου και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης το δικαστήριο κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία, και
(γ) το δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δεδομένου του άμεσου ή και συνεχιζόμενου κινδύνου που η μητέρα αποτελεί για την κοινωνία, είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας, κάθε άλλη ποινή, κύρωση, ή μέτρο που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει για το αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης της προσφοράς κοινοτικής εργασίας, και δε δικαιολογείται επίσης η έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο».
Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του ως άνω νόμου «μητέρα» σημαίνει έγκυο ή και μητέρα ανήλικου τέκνου ηλικίας μέχρι τριών ετών.
Από τα πιο πάνω είναι προφανές ότι στην παρούσα περίπτωση η 2η κατηγορούμενη εμπίπτει στην έννοια του όρου «μητέρα» ως αυτή καθορίζεται από τον Ν.33(Ι)/2005. Προκύπτει επίσης ότι για να δύναται να επιβληθεί σε κατηγορούμενη «μητέρα» ποινή στερητική της ελευθερίας είναι αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά οι 3 προϋποθέσεις που καθορίζει το άρθρο 3 του ως άνω νόμου.
Έχοντας υπόψη μου ότι τα αδικήματα τα οποία η 2η κατηγορούμενη διέπραξε δεν διαπράχθηκαν με τη χρήση βίας κατά οποιουδήποτε ατόμου κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν επιτρέπεται να της επιβληθεί ποινή στερητική της ελευθερίας αφού δεν συντρέχουν σωρευτικά οι 3 προϋποθέσεις που καθορίζει το άρθρο 3 του ως άνω νόμου.
Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή για τον 1ο κατηγορούμενο είναι αυτή της φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματιστεί.
Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής κρίνω εντούτοις ότι δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις όπως η παρούσα. Οι εν λόγω παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.
Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ως αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές τις ακόλουθες:
Για τον 1ο κατηγορούμενο:
· Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών
· Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών
· Στην 4η κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 μηνών
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.
Για τη 2η κατηγορούμενη:
· Στη 2η κατηγορία ποινή προστίμου €1.000.
· Στην 5η κατηγορία ποινή προστίμου €750,00.
Έχοντας επιβάλει στον 1ο κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί όταν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά του εκάστοτε κατηγορούμενου.
Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».
Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.
Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του 1ου κατηγορούμενου δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για αναστολή της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση αφενός λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται αδικήματα όπως τα επίδικα και αφετέρου της σοβαρότητάς τους ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ανώτατη ποινή και τη σχετική νομολογία επενεργεί προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Οι προσωπικές περιστάσεις του 1ου κατηγορούμενου, το νεαρό της ηλικίας του και το λευκό του ποινικό μητρώο δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.
Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.
Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον 1ο κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο 1ος κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 18.8.2025.
(Υπ.) ..................................
Γιώργος Χρ. Φούλιας
Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο/Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο