ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Α.Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 11377/2021
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας
εναντίον
Θεοφάνη Θεοφάνους
Κατηγορούμενου
Ημερομηνία: 30.9.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ελ. Γιακουμεττή
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κ. Χριστοδουλίδης
Κατηγορούμενος: Παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Στην παρούσα υπόθεση για την οποία παρασχέθηκε γραπτώς η συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 101 του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου 70(Ι)/2001 περιλαμβάνονταν αρχικά 2 κατηγορίες στις οποίες ο κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή. Τελικά όμως η ποινική δίωξη στη 2η κατηγορία διακόπηκε και ο κατηγορούμενος παρέμεινε να αντιμετωπίζει μόνο την 1η κατηγορία.
Η εν λόγω κατηγορία αφορά το αδίκημα της κυκλοφορίας φαρμακευτικού προϊόντος χωρίς άδεια κυκλοφορίας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 9(1), 99 και 101 του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου 70(Ι)/2001.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 3.3.2020 στην οδό Λόρδου Βύρωνος στη Λάρνακα της Επαρχίας Λάρνακας κυκλοφόρησε εντός του καταστήματος με την ονομασία «HAPPY NATURE SHOP» φαρμακευτικά προϊόντα που περιείχαν CBD (Κανναβιδιόλη) για τα οποία δεν είχε εκδοθεί ούτε ήταν σε ισχύ άδεια κυκλοφορίας από το Συμβούλιο Φαρμάκων.
Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη της κατηγορίας παρουσίασε 6 μάρτυρες.
Ως Μ.Κ.1 παρουσιάστηκε ο Αστ. 1699 Χ. Χατζησάββας ο οποίος ως μέρος της κυρίως εξέτασής του κατέθεσε τη γραπτή του κατάθεση η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 1 στην οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είναι τοποθετημένος στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων.
Στις 3.3.2020 και περί ώρα 13:05 παρέλαβε από τον Αστ. 2912 Μ. Κονναρή του Ο.Π.Ε. Λάρνακας τα τεκμήρια της υπόθεσης τα οποία καταγράφονται στο «Παράρτημα Α» του ως άνω τεκμηρίου και τα έθεσε υπό τη φύλαξή του.
Στις 4.3.2020 και μεταξύ των ωρών 19:35 έως 19:50 στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Θεοφάνη Θεοφάνους. Στις 10.3.2020 και ώρα 07:00 στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων παρέδωσε στον Αναπλ. Υπαστυνόμο Μ. Αντωνίου τα τεκμήρια της υπόθεσης. Στις 4.12.2020 μεταξύ των ωρών 14:40 έως 14:50 στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων κατηγόρησε γραπτώς τον Θεοφάνη Θεοφάνους για τα από μέρος του διαπραχθέντα αδικήματα.
Στη συνέχεια της κυρίως εξέτασής του ο Μ.Κ.1 κατέθεσε ως τεκμήριο 2 το έγγραφο με τίτλο «Τεκμήρια Υπόθεσης». Μετά τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης επιτράπηκε η κατάθεση ως τεκμηρίων των προϊόντων τα οποία η κατηγορούσα αρχή ισχυρίζεται ότι κατά την επίδικη ημέρα εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν από το επίδικο υποστατικό. Τα εν λόγω προϊόντα κατατέθηκαν ως τεκμήρια 3 έως 51.
Ως τεκμήριο 52 κατατέθηκε η γραπτή κατηγορία που απήγγειλε στον κατηγορούμενο και ως τεκμήριο 53 η γραπτή κατάθεση του κατηγορούμενου. Στα εν λόγω τεκμήρια καταγράφονται οι απαντήσεις που έδωσε ο κατηγορούμενος στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Σε όλες απάντησε με τη φράση «Ό,τι έχω να πως θα το πω στο δικαστήριο». Τέλος ως τεκμήρια 54 και 55 κατατέθηκαν τα έντυπα «Βεβαίωση Πληροφόρησης και Παραλαβής Εγγράφων Δικαιωμάτων Υπόπτων/Κατηγορουμένων» ημερ. 4.3.2020 και 4.12.2020 αντίστοιχα.
Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε ότι είναι ο εξεταστής της υπόθεσης και το πρόσωπο το οποίο κατηύθυνε τις σχετικές έρευνες. Ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν παρών κατά τη διεξαγωγή της επίδικης έρευνας καθώς επίσης ότι το «Παράρτημα» που συνοδεύει την κατάθεσή του το συνέταξε ο ίδιος στη βάση όσων παρέλαβε από τον Αστ. 2912 του Ο.Π.Ε. Λάρνακας.
Ακολούθως όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί κατά το άνοιγμα των τεκμηρίων διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν τεκμήρια τα οποία δεν συμφωνούν αριθμητικά με όσα κατέγραψε στο «Παράρτημα» ο Μ.Κ.1 απάντησε ότι πιθανόν να έγινε λάθος κατά την καταμέτρηση. Όταν του υποβλήθηκε πως τεκμήρια τα οποία παρουσίασε δεν είναι τεκμήρια τα οποία κατασχέθηκαν κατά την έρευνα που διεξήχθη στο επίδικο υποστατικό ο μάρτυρας απάντησε πως τα τεκμήρια τα παρέλαβε από τον Αστ. 2912 Μ. Κονναρή στην παρουσία λειτουργών των φαρμακευτικών υπηρεσιών με το «Παράρτημα Α» και στη συνέχεια τα παρέδωσε στον Υπαστ. Μ. Αντωνίου ο οποίος τα μετέφερε στο χημείο για εξετάσεις. Ο Μ.Κ.1 ισχυρίστηκε τέλος ότι ως έλαβε ενημέρωση από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας απαγορεύεται να κυκλοφορούν τέτοια σκευάσματα χωρίς άδεια.
Ως Μ.Κ.2 παρουσιάστηκε η Ευριδίκη Χ΄Ιωάννου η οποία ως μέρος της κυρίως εξέτασής της κατέθεσε τη γραπτή της κατάθεση ημερ. 3.3.2020. Στην εν λόγω κατάθεση που κατατέθηκε ως τεκμήριο 56 περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: είναι φαρμακοποιός και εργάζεται στον Τομέα Επιθεώρησης Ορθής Παρασκευαστικής Πρακτικής και Διανομής Φαρμακευτικών Προϊόντων των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας.
Στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης κατοχής και κυκλοφορίας παράνομων φαρμακευτικών προϊόντων εκδόθηκε ένταλμα έρευνας για το κατάστημα με την ονομασία «HAPPY NATURE SHOP» στην οδό Λόρδου Βύρωνος 68 στη Λάρνακα. Στις 3.3.2020 και μεταξύ των ωρών 11:10 έως 13:05 στην παρουσία της μέλη του Αρχηγείου Αστυνομίας και του Ο.Π.Ε. Λάρνακας διενήργησαν έρευνα στο ως άνω κατάστημα παρόντος του ιδιοκτήτη του. Κατά την έρευνα εντοπίστηκαν σε ράφια διάφορα σκευάσματα τα οποία στην κατάθεσή της αρίθμησε από το 1 έως το 49.
Στις συσκευασίες ορισμένων από αυτά, ήτοι σε αυτά με αρ. 1 – 42 και 46 – 49, αναγραφόταν η ουσία «CBD» (κανναβιδιόλη) η οποία σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Φαρμάκων κατατάσσεται ως φαρμακευτική ουσία και επομένως απαιτείται άδεια για την κυκλοφορία τους στη Δημοκρατία. Από τον έλεγχο τον οποίο διενέργησε διαπίστωσε ότι κανένα από τα εν λόγω σκευάσματα δεν κατέχει άδεια κυκλοφορίας. Τα εν λόγω προϊόντα κατασχέθηκαν από την Αστυνομία.
Ακολούθως σε ερωτήσεις που της τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή της η Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε ότι είναι πτυχιούχος φαρμακοποιός. Κατέθεσε ως τεκμήριο 57 το αντίγραφο του πτυχίου της και ως τεκμήριο 58 το αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγραφής της ως φαρμακοποιού.
Όταν στη συνέχεια της υποδείχθηκαν ένα προς ένα τα τεκμήρια 3 έως 51 αναγνώρισε ότι αυτά είναι τα προϊόντα τα οποία αναφέρει στην κατάθεσή της ότι εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν στο επίδικο κατάστημα στις 3.3.2020. Ανέφερε επίσης ότι τα τεκμήρια 19, 20, 21, 25 δεν ταυτίζονται με την περιγραφή καθώς επίσης ότι η περιγραφή του τεκμηρίου 25 ως είναι καταγεγραμμένη στον κατάλογο, τεκμήριο 2, αντιστοιχεί στο τεκμήριο 19, η περιγραφή του τεκμηρίου 26 αντιστοιχεί στο τεκμήριο 20 και η περιγραφή του τεκμηρίου 27 αντιστοιχεί στο τεκμήριο 21.
Ισχυρίστηκε επίσης ότι αναφορικά με το τεκμήριο 42 του Δικαστηρίου το οποίο αντιστοιχεί στον αρ. 40 της κατάθεσής της, τεκμήριο 56, στο κιβώτιο μετρήθηκαν 58 συσκευασίες ενώ η ίδια στην κατάθεσή της κατέγραψε 59 συσκευασίες. Αμέσως μετά ισχυρίστηκε ότι σχετικά με το τεκμήριο 44, το οποίο αντιστοιχεί στον αρ. 42 της κατάθεσής της μετρήθηκαν 13 συσκευασίες αντί 14 που αναγράφηκαν στην κατάθεσή της. Όταν η μάρτυρας ερωτήθηκε πώς διαπίστωσε ότι τα 49 προϊόντα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ήταν φαρμακευτικά προϊόντα ισχυρίστηκε πως αναγραφόταν στη συσκευασία τους ότι περιείχαν κανναβιδιόλη η οποία είναι φαρμακευτική ουσία. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι το Συμβούλιο Φαρμάκων σε συνεδρίασή του λέει ότι η κανναβιδιόλη είναι φαρμακευτική ουσία και κατέθεσε ως τεκμήρια 59 και 60 απόσπασμα από τα πρακτικά των συνεδριάσεών του ημερ. 21.12.2016 και 1.2.2017 αντίστοιχα. Ισχυρίστηκε τέλος ότι στον κατηγορούμενο δεν είχε δοθεί άδεια κυκλοφορίας για τα εν λόγω προϊόντα.
Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε ότι ήταν παρούσα κατά την έρευνα που έγινε στις 3.3.2020 και πως καθ’ υπόδειξη της ιδίας εντοπίστηκαν τα επίδικα προϊόντα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι προχώρησε στην κατάσχεση των επίδικων προϊόντων επειδή είχε υπόψη της τα τεκμήρια 59 και 60. Όταν ακολούθως ρωτήθηκε εάν τα εν λόγω πρακτικά δημοσιεύθηκαν κάπου απάντησε ότι δεν γνώριζε περί τούτου.
Στη συνέχεια όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στον επίδικο χώρο η Μ.Κ.2 ισχυρίστηκε πως κοίταζε τα προϊόντα στα ράφια και όταν διαπίστωνε πως κάποιο από αυτά περιείχε κανναβιδιόλη έλεγε στους αστυνομικούς ότι πρέπει να κατασχεθεί. Οι αστυνομικοί το έπαιρναν από το ράφι, το κατέγραφαν, το φύλαγαν σε φάκελο και έγραφαν απ’ έξω τι είναι. Αφού μάζεψαν όσα προϊόντα περιείχαν κανναβιδιόλη τα μετέφερε στον Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακας όπου έδωσε και την κατάθεσή της. Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ήταν παρούσα κατά τη συσκευασία των προϊόντων απάντησε καταφατικά.
Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει πώς η Αστυνομία έγραψε ότι το τεκμήριο 5 αποτελείται από 14 μπουκαλάκια αντί 4 που η ίδια έγραψε στην κατάθεσή της ότι βρέθηκαν στο επίδικο υποστατικό απάντησε ότι δεν γνωρίζει ποιος έγραψε το 14. Ισχυρίστηκε ότι η ίδια έγραψε 4 επειδή τόσα είναι μέσα. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι το τεκμήριο 2 δεν καταγράφηκε στην παρουσία της για να ήταν σε θέση να το ελέγξει καθώς επίσης ότι την κατάθεσή της δεν την έγραψε στον επίδικο χώρο κατά την ώρα της καταμέτρησης. Ρωτήθηκε επίσης πώς γνώριζε επακριβώς τις ποσότητες των προϊόντων που έγραψε στην κατάθεσή της και απάντησε ότι τις έγραφε σε τετράδιό της. Ακολούθως όταν της υποβλήθηκε ότι το τεκμήριο 19 που η ίδια αναφέρει είναι το τεκμήριο 25 συμφώνησε με την εν λόγω υποβολή.
Η Μ.Κ.2 ερωτήθηκε επίσης τι έχει να πει για το γεγονός ότι, παρόλο που στο τεκμήριο 43, το οποίο αντιστοιχεί στον αρ. 41 της κατάθεσής της, καταγράφεται ότι εντόπισε 111 συσκευασίες «CBD SOLID», στο Δικαστήριο παρουσιάστηκαν 101 και απάντησε ότι πιθανόν να έγινε κάποιο λάθος στο μέτρημα. Σε επόμενη ερώτηση αφού της τέθηκε ότι η ίδια κατέγραψε πως εντόπισε 59 συσκευασίες, ενώ στο Δικαστήριο παρουσιάστηκαν 58 και η Αστυνομία στο τεκμήριο 2 κατέγραψε 50 και ρωτήθηκε τι εντόπισε η μάρτυρας απάντησε 59 λέγοντας επίσης ότι ίσως να έγινε λάθος στο μέτρημα και να «έχασε» 1.
Ισχυρίστηκε επίσης ότι κοίταζε τα συστατικά των επίδικων προϊόντων και όποιο από αυτά έγραφε πως περιείχε CBD προχωρούσε στην κατάσχεσή του. Όταν ρωτήθηκε εάν εξασφάλισε κάποιος άδεια για να κυκλοφορεί προϊόντα κανναβιδιόλης απάντησε πως υπάρχει ένα αδειοδοτημένο προϊόν που περιέχει κανναβιδιόλη.
Όταν περαιτέρω ρωτήθηκε εάν υπάρχει κάποιο πρόσωπο που να εξασφάλισε άδεια για να κυκλοφορεί την ουσία κανναβιδιόλη απάντησε πως το εν λόγω πρόσωπο είναι ο αιτητής, χωρίς όμως να δώσει συγκεκριμένα στοιχεία για την ταυτότητά του.
Ως Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε ο Υπαστυνόμος Μενέλαος Αντωνίου ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε τη γραπτή του κατάθεση η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 61. Σε αυτή περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στην Α.Δ.Ε. Λάρνακας και είναι Υπεύθυνος του Τμήματος Μικροπαραβάσεων Λάρνακας. Στις 10.3.2020 και ώρα 07:00 στα γραφεία του Τμήματος Μικροπαραβάσεων Λάρνακας παρέλαβε από τον Αστ. 1699 Χ. Χατζησάββα τα τεκμήρια που αναγράφονται στο «Παράρτημα Α» της συνοπτικής έκθεσης του εν λόγω Αστυφύλακα. Την ίδια ημέρα και ώρα 13:35 τα παρέδωσε στον Χρ. Κουντούρη του Γενικού Χημείου του Κράτους για εξετάσεις.
Στη συνέχεια σε ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή του ο Μ.Κ.3 είδε και αναγνώρισε στο τεκμήριο 1 το «Παράρτημα Α» το οποίο ανέφερε στη γραπτή κατάθεσή του. Ισχυρίστηκε επίσης πως κατά τη διαδικασία παράδοσης τεκμηρίων για εξετάσεις συμπληρώνεται το έντυπο «ΑΣΤ. 161» στο οποίο καταγράφονται τα τεκμήρια, το πρόσωπο που τα μεταφέρει, ο παραδίδων και ο παραλαβών. Κατέθεσε το εν λόγω έντυπο το οποίο σημειώθηκε ως τεκμήριο 62 και ακολούθως σε αυτό αναγνώρισε την υπογραφή του ως το πρόσωπο που μετέφερε τα εν λόγω τεκμήρια στο εργαστήριο καθώς επίσης και τις υπογραφές του ανακριτή της υπόθεσης και του παραλήπτη τους Χρ. Κουντούρη. Ισχυρίστηκε τέλος πως το πρόσωπο που θα παραλάβει τα τεκμήρια ελέγχει εάν είναι σωστά σύμφωνα με το σχετικό έντυπο το οποίο και υπογράφει αφού το ελέγξει στην παρουσία του προσώπου που του τα παραδίδει.
Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.3 ισχυρίστηκε πως όταν παρέλαβε τα τεκμήρια από τον Αστ. Χατζησάββα βρισκόταν στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων Λάρνακας. Ρωτήθηκε εάν προτού τα μεταφέρει στον Κουντούρη τα καταμέτρησε με τον Χατζησάββα και απάντησε πως αυτά ήταν συσκευασμένα και έκανε έλεγχο κατά πόσο ήταν σωστά και αυτό επιβεβαιώθηκε και από τον μετέπειτα έλεγχο του Κουντούρη.
Ρωτήθηκε επίσης εάν ο Κουντούρης κατά την παραλαβή των τεκμηρίων εξέτασε το ως άνω έντυπο και απάντησε καταφατικά αφού η υπογραφή του βρισκόταν σε αυτό. Όταν ρωτήθηκε εάν αντιστοίχησε ότι όλα τα προϊόντα ήταν εκεί απάντησε ότι ήταν φυσιολογικό ότι αυτό το πράγμα έγινε. Συμπλήρωσε επίσης πως σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι δεν υπήρχαν τα εν λόγω αντικείμενα ή υπήρχε διαφορά σίγουρα θα ενημέρωνε για να γινόταν ο κατάλληλος έλεγχος. Ισχυρίστηκε ότι ο Κουντούρης τα έλεγξε στην παρουσία του και υπέγραψε το σχετικό έντυπο.
Ακολούθως αρνήθηκε την υποβολή πως τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο δεν ήταν τα τεκμήρια που είχαν κατασχεθεί από το Τμήμα τους στις 3.3.2020 λέγοντας ότι τα τεκμήρια που έφερε ο Χατζησάββας είναι εκείνα που κατασχέθηκαν την επίδικη ημέρα. Του υποβλήθηκε επίσης ότι το έντυπο «ΑΣΤ. 161» φέρει ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο και απάντησε ότι ο ίδιος δεν έλεγξε τα τεκμήρια.
Ως Μ.Κ.4 παρουσιάστηκε ο Χρίστος Κουντούρης ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του ισχυρίστηκε ότι εργάζεται στο Γενικό Χημείο του Κράτους και είναι υπεύθυνος για την παραλαβή και φύλαξη αστυνομικών τεκμηρίων. Αναγνώρισε στο τεκμήριο 62 το όνομά του ολογράφως, τη μονογραφή του, την ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτό και την ακριβή ώρα παραλαβής. Ισχυρίστηκε επίσης ότι σε 5 διαφορετικές σελίδες του εν λόγω τεκμηρίου καταγράφεται ότι παρέλαβε συνολικά 5 χάρτινα κιβώτια τα οποία καταμέτρησαν μαζί με τον Αντωνίου. Ισχυρίστηκε τέλος ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένος να ανοίξει τα κιβώτια για να καταμετρήσει το περιεχόμενό τους.
Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Κ.4 όταν του υποδείχθηκε το κιβώτιο, τεκμήριο 43, υπέδειξε σε αυτό την υπογραφή του. Όταν ερωτήθηκε πόσα κιβώτια παρέλαβε απάντησε 5.
Ως Μ.Κ.5 παρουσιάστηκε η Μαρία Αυξεντίου η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της ισχυρίστηκε ότι εργάζεται στο Γενικό Χημείο του Κράτους ως προϊστάμενη του Εργαστηρίου Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας και κατέθεσε το βιογραφικό της σημείωμα ως τεκμήριο 63. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήρια 64 και 65 τις 2 εκθέσεις του Γ.Χ.Κ. ημερ. 14.7.2020 και 4.9.2020 αντίστοιχα τις οποίες ετοίμασε η ίδια, το περιεχόμενο των οποίων, πλην μιας εξαίρεσης στο τεκμήριο 64, υιοθέτησε. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 66 διάφορες φωτογραφίες των συσκευασιών τις οποίες εξέτασε και ακολούθως αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο προέβη στον έλεγχο καθενός από τα προϊόντα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια 3 έως 51 στα οποία ανιχνεύθηκε η ουσία κανναβιδιόλη. Ακολούθως κατέθεσε ως τεκμήρια 67 έως 70 και τις υπόλοιπες φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζονται τα επίδικα προϊόντα.
Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Κ.5 εξήγησε τη διαδικασία που τηρείται στο Γ.Χ.Κ. αναφορικά με την παραλαβή τεκμηρίων προς εξέταση. Ισχυρίστηκε επίσης ότι σύμφωνα με τη διαδικασία στην επίδικη περίπτωση ο Χρ. Κουντούρης παρέλαβε τα προς εξέταση τεκμήρια σφραγισμένα στα οποία ακολούθως δόθηκε ένας μοναδικός αριθμός του Γ.Χ.Κ. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η κανναβιδιόλη, παρόλο που δεν είναι ελεγχόμενη ουσία, είναι μια ουσία η οποία περιέχεται στην κάνναβη η οποία είναι ελεγχόμενη.
Ως Μ.Κ.6 παρουσιάστηκε ο Αστ. 2912 Μάριος Κονναρής ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του κατέθεσε τη γραπτή του κατάθεση ημερ. 3.3.2020 η οποία σημειώθηκε ως τεκμήριο 71 και στην οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: υπηρετεί στον Ο.Π.Ε. Λάρνακας. Στις 3.3.2020 μαζί με συναδέλφους του οι οποίοι υπηρετούν στον Ο.Π.Ε. Λάρνακας και στο Τ.Α.Ε. Αρχηγείου Αστυνομίας και τη λειτουργό των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας Ευριδίκη Χ΄Ιωάννου διενήργησε έρευνα δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας στο κατάστημα «Happy Nature Shop» στην οδό Λόρδου Βύρωνος 68 στη Λάρνακα.
Κατά την είσοδό του στο εν λόγω υποστατικό εντόπισε την Έλενα Χαραλάμπους η οποία του ανέφερε ότι είναι η πωλήτρια στο εν λόγω κατάστημα. Αργότερα έφθασε στο κατάστημα και ο Θεοφάνης Θεοφάνους ο οποίος του παρουσιάστηκε ως ο ιδιοκτήτης και υπεύθυνος του εν λόγω καταστήματος στον οποίο υπέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα και το ένταλμά έρευνας που είχε στην κατοχή του.
Κατά την έρευνα στο επίδικο υποστατικό εντοπίστηκαν αντικείμενα στα οποία αναγραφόταν η ουσία «CBD» (κανναβιδιόλη) τα οποία παρέλαβε καθ’ υπόδειξη της Χ΄Ιωάννου επειδή η ως άνω ουσία κατατάσσεται ως φαρμακευτική και για τα προϊόντα που την περιέχουν απαιτείται άδεια κυκλοφορίας τους στη Δημοκρατία. Η έρευνα ολοκληρώθηκε η ώρα 13:05 της ίδιας ημέρας. Ακολούθως σφράγισε όλα τα εν λόγω τεκμήρια στην παρουσία του Θεοφάνους και του εξέδωσε και σχετική απόδειξη παραλαβής τεκμηρίων. Την ίδια ημέρα και ώρα 15:30 παρέδωσε όλα τα τεκμήρια στον Αστ. 1699 Χ. Χατζησάββα του Τμήματος Μικροπαραβάσεων Λάρνακας ο οποίος ανέλαβε για τα περαιτέρω.
Ακολούθως σε ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την κυρίως εξέτασή του ο Μ.Κ.6 κατέθεσε ως τεκμήριο 72 το ένταλμα έρευνας ημερ. 28.2.2020 και περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι στις 5 σελίδες της απόδειξης παραλαβής τεκμηρίων που επισύναψε στην κατάθεσή του εντοπίζεται η υπογραφή του ιδίου και του κατηγορουμένου ο οποίος υπέγραψε στην παρουσία του. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 73 ένα από τους φακέλους στους οποίους υπέγραψε ο ίδιος και ο κατηγορούμενος την ώρα της καταμέτρησης και σφράγισης των τεκμηρίων που διενεργήθηκε στην παρουσία του κατηγορούμενου. Ομοίως ως τεκμήριο 74 κατατέθηκε ακόμα ένας φάκελος.
Περαιτέρω στον Μ.Κ.6 υποδείχθηκαν τα τεκμήρια 3 έως 51 και όταν ρωτήθηκε εάν είναι αυτά τα οποία κατασχέθηκαν από το κατάστημα του κατηγορούμενου ο μάρτυρας απάντησε πως ό,τι κατασχέθηκε από το κατάστημα αναγράφεται στην κατάθεσή του και στις αποδείξεις.
Κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.6 του υποβλήθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν υπέγραψε πάνω στα τεκμήρια. Ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι στην παρουσία του κατηγορούμενου καταμέτρησε και σφράγισε τα τεκμήρια και τον είδε να γράφει κάτι χωρίς όμως να γνωρίζει τι έγραψε. Ισχυρίστηκε επίσης ότι παρέδωσε τα τεκμήρια της υπόθεσης σφραγισμένα σε κιβώτια και φακέλους στον εξεταστή της υπόθεσης χωρίς όμως να θυμάται τον ακριβή αριθμό των κιβωτίων ή των φακέλων. Όταν ρωτήθηκε εάν καταμέτρησαν τα τεκμήρια την ώρα που τα παρέδωσε στον εξεταστή της υπόθεσης απάντησε πως δεν θυμάται ποια μέθοδο χρησιμοποίησαν.
Μετά που το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και επεξηγήθηκαν στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του αυτός επέλεξε το δικαίωμα της σιωπής.
Ακολούθως η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις. Η κα Γιακουμεττή εισηγήθηκε ότι με τη μαρτυρία που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το επίδικο αδίκημα και κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.
Από την άλλη πλευρά ο κ. Χριστοδουλίδης με όσα καταγράφονται στο γραπτό κείμενο το οποίο παρέδωσε στο Δικαστήριο εισηγήθηκε ότι υπήρξε πλημμελής διακίνηση των επίδικων προϊόντων από την ημέρα κατάσχεσής τους μέχρι και την παρουσίασή τους ως τεκμηρίων ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα επίδικα προϊόντα ήταν φαρμακευτικά προϊόντα εν τη εννοία του επίδικου νόμου αφού δεν αποδείχθηκε ότι η κανναβιδιόλη (CBD) είναι φάρμακο ούτε ότι το Συμβούλιο Φαρμάκων έχει εξουσία να αποφασίσει ότι η εν λόγω ουσία είναι φάρμακο και κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει τον κατηγορούμενο.
Έχω μελετήσεις τις θέσεις τους, τις έχω υπόψη μου και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου είναι αναγκαίο.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που αντιδρούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του.
Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και ότι δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454). Έχω επίσης υπόψη μου ότι στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.
Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.
Σχετικά με τις καταθέσεις των κατηγορουμένων το Δικαστήριο μπορεί να αξιολογήσει το περιεχόμενο των γραπτών τους καταθέσεων οι οποίες βρίσκονται ενώπιόν του. Θεμελιακή επί του θέματος είναι η υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, στην οποία υιοθετήθηκαν οι αρχές της αγγλικής υπόθεσης Findlay Duncan 73 Cnm. App R. 359. Στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω), υποδείχθηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Λέχθηκε επίσης πως μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο της κατάθεσης, το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Στην εν λόγω υπόθεση εξηγήθηκε επίσης ότι το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης ενός κατηγορουμένου αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης.
Τέλος, στην υπόθεση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιόμυλου ν. Έλλης Μιχαήλ Κτωρίδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 204, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο καταλήγει στην απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη του το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας ανεξαρτήτως της προέλευσής της.
Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.
Ο Μ.Κ.1 ήταν ο εξεταστής της παρούσας υπόθεσης. Η εμπλοκή του αφορά την παραλαβή των επίδικων προϊόντων από τον Αστ. 2912 Μ. Κονναρή, την παράδοσή τους στον Υπαστ. Μ. Αντωνίου, τη λήψη κατάθεσης από τον κατηγορούμενο και εν τέλει τη γραπτή απαγγελία κατηγορίας προς αυτόν. Ο ίδιος δεν ήταν παρών κατά τον επίδικο χρόνο στο επίδικο υποστατικό και λόγω τούτου δεν μπορούσε να έχει ιδία αντίληψη για το πόσα και ποια αντικείμενα εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν από εκεί.
Κρίνω ότι η μαρτυρία του ήταν αξιόπιστη, δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση και την αποδέχομαι ως ειλικρινή και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Δεν μου διαφεύγει ο ισχυρισμός του ότι ο ίδιος συνέταξε το «Παράρτημα Α» που συνοδεύει την κατάθεσή του στη βάση όσων παρέλαβε από τον Αστ. 2912 και ότι στον αριθμό 3 του εν λόγω Παραρτήματος αναγράφονται «14 μπουκάλια MASSAGE OIL» ενώ στον αντίστοιχο αριθμό του πίνακα που είναι επισυνημμένος στην κατάθεση του Αστ. 2912 Μ. Κονναρή αναγράφεται «Τέσσερα μπουκάλια MASSAGE OIL». Κρίνω όμως ότι αυτή η αναντιστοιχία στην καταγραφή στην οποία προέβη ο Μ.Κ.1 δεν οφείλεται σε σκόπιμη ενέργειά του αλλά πρόκειται για μια αθώα αβλεψία η οποία δεν είναι τέτοια που να καθιστά ολόκληρη τη μαρτυρία του αναξιόπιστη.
Η Μ.Κ.2 ομοίως μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Ήταν παρούσα στο επίδικο υποστατικό κατά τον επίδικο χρόνο και ως εκ τούτου κρίνω ότι βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση να έχει άμεση και ιδία αντίληψη για το πως πράγματι έλαβαν χώρα τα επίδικα γεγονότα καθώς επίσης ποια και πόσα αντικείμενα κατασχέθηκαν. Κατόπιν υποδείξεών της οι αστυνομικοί που ήταν παρόντες μαζί της στο επίδικο υποστατικό κατάσχεσαν τα επίδικα προϊόντα τα οποία ακολούθως η ίδια κατέγραψε αρχικά σε ένα πρόχειρο τετράδιό της και την ίδια ημέρα τα συμπεριέλαβε στην κατάθεσή της.
Κρίνω ότι η αξιοπιστία της δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή της παρά το γεγονός ότι κατά τη μαρτυρία της έντιμα αναγνώρισε ότι υπήρξαν κάποιες ανακολουθίες στην αρίθμηση των επίδικων αντικειμένων. Λαμβάνοντας όμως υπόψη μου ότι τα εν λόγω αντικείμενα ήταν πολλά σε αριθμό (49 συνολικά), πρόκειται για τα τεκμήρια 3 έως 51, αρκετά εκ των οποίων αφορούν συσκευασίες πέραν της μίας οι οποίες περιέχουν σε αρκετές περιπτώσεις πέραν τους ενός τεμαχίου η καθεμιά, κρίνω ότι η εν λόγω ανακολουθία δεν είναι τέτοια που να πλήττει την κατά τα λοιπά άρτια και έχουσα λογική και συνοχή μαρτυρία της.
Παρά όμως την πιο πάνω θετική εντύπωση που αποκόμισα από τη μαρτυρία της κρίνω πως ο ισχυρισμός της ότι τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Φαρμάκων, τεκμήρια 59 και 60, συνιστούν απόφαση για κατάταξη των προϊόντων που περιέχουν κανναβιδιόλη ως φαρμακευτικών δεν μπορεί να είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο αφού το εν λόγω θέμα αφορά το έσχατο συμπέρασμα του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση το οποίο πέραν από θέματα γεγονότων συναρτάται και με θέματα αμιγώς νομικά.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.3, η οποία στην ουσία αφορούσε την παραλαβή των επίδικων αντικειμένων από τον Μ.Κ.1 και τη μεταφορά και παράδοσή τους στον Μ.Κ.4 κρίνω ότι αυτή είχε λογική και συνοχή, δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή του και συνεπώς γίνεται αποδεκτή. Ο εν λόγω μάρτυρας παρέλαβε τα εν λόγω αντικείμενα συσκευασμένα και ως τέτοια τα παρέδωσε στον Μ.Κ.4 μη έχοντας εξουσία να τα ανοίξει για να διαπιστώσει κατά πόσο ο αριθμός ή η ποσότητα ή η περιγραφή τους ανταποκρινόταν σε όσα αναγράφονταν στο σχετικό έντυπο «Αστ. 161» το οποίο κατατέθηκε ως τεκμήριο 62. Συνεπώς το γεγονός ότι εκ των υστέρων διαπιστώθηκε να υπάρχει μια ανακολουθία αναφορικά με την αρίθμηση των επίδικων αντικειμένων κρίνω πως δεν αφαιρεί από την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν είχε εξουσία να τα ανοίξει ούτε και προέβη σε κάτι τέτοιο.
Ο Μ.Κ.4 είναι λειτουργός στο Γενικό Χημείο του Κράτους και είναι υπεύθυνος για την παραλαβή και φύλαξη αστυνομικών τεκμηρίων. Αναγνώρισε στο τεκμήριο 62 το όνομά του ολογράφως, τη μονογραφή του, την ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτό και την ακριβή ώρα παραλαβής. Ισχυρίστηκε επίσης ότι σε 5 διαφορετικές σελίδες του εν λόγω τεκμηρίου καταγράφεται ότι παρέλαβε συνολικά 5 χάρτινα κιβώτια τα οποία καταμέτρησαν μαζί με τον Αντωνίου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένος να ανοίξει τα κιβώτια για να καταμετρήσει το περιεχόμενό τους. Κρίνω ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.4 είχε λογική και συνοχή, δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή του και την αποδέχομαι ως ειλικρινή.
Η Μ.Κ.5 είναι η λειτουργός του Γ.Χ.Κ. η οποία υπέβαλε σε έλεγχο τα επίδικα προϊόντα και κατά την εξέτασή τους διαπίστωσε ότι αυτά περιείχαν την ουσία κανναβιδιόλη η οποία περιέχεται στην κάνναβη. Η ως άνω διαπίστωσή της δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή της και συνακόλουθα για τον ως άνω λόγο γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.
Τέλος ο Μ.Κ.6 ομοίως μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Ήταν παρών στο επίδικο υποστατικό κατά τον επίδικο χρόνο και ως εκ τούτου κρίνω ότι βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση να έχει άμεση και ιδία αντίληψη για το πώς πράγματι έλαβαν χώρα τα επίδικα γεγονότα καθώς επίσης ποια και πόσα αντικείμενα κατασχέθηκαν. Ήταν το πρόσωπο το οποίο προχώρησε στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, τεκμήριο 72, που είχε εκδοθεί σε σχέση με το επίδικο υποστατικό και κατέγραψε στο έντυπο «ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ / ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ» τα αντικείμενα τα οποία κατασχέθηκαν από το εν λόγω υποστατικό.
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέτασή του καθώς επίσης και το γεγονός ότι συνέταξε το ως άνω έντυπο ευρισκόμενος στο επίδικο υποστατικό και περαιτέρω ότι το εν λόγω έντυπο υπέγραψε στην παρουσία του και ο κατηγορούμενος, αποδεχόμενος με αυτόν τον τρόπο την ορθή περιγραφή και καταγραφή των κατασχεθέντων, κρίνω ότι το ως άνω έντυπο αποδίδει ορθά τον αριθμό των αντικειμένων τα οποία κατασχέθηκαν από το ως άνω υποστατικό. Κρίνω ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.6 δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή του, είχε λογική και συνοχή και συνεπώς την αποδέχομαι ως ορθή και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία την οποία για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω έκρινα ως αξιόπιστη καθώς επίσης και τη μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης: στις 3.3.2020 στην οδό Λόρδου Βύρωνος στη Λάρνακα ο Μ.Κ.6 ο οποίος είναι αστυνομικός εκτέλεσε ένταλμα έρευνας εντός του καταστήματος με την ονομασία «HAPPY NATURE SHOP». Η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος έγινε στην παρουσία και άλλων αστυνομικών καθώς επίσης και της Μ.Κ.2 η οποία είναι φαρμακοποιός και λειτουργός του Τομέα Επιθεώρησης Ορθής Παρασκευαστικής Πρακτικής και Διανομής Φαρμακευτικών Προϊόντων των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας.
Η Μ.Κ.2 υπέδειξε στον Μ.Κ.6 ως φαρμακευτικά προϊόντα, για τα οποία απαιτείται άδεια κυκλοφορίας η οποία εκδίδεται από το Συμβούλιο Φαρμάκων, τα αντικείμενα στα οποία αναγραφόταν η ουσία «CBD» (κανναβιδιόλη). Τα εν λόγω αντικείμενα καταγράφηκαν από τον Μ.Κ.6 στο σχετικό έντυπο το οποίο επισυνάφθηκε στο ως άνω ένταλμα έρευνας καθώς και σε άλλο έντυπο με τίτλο «ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ / ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ». Στο τελευταίο έντυπο υπέγραψε και ο κατηγορούμενος ως «Ο ΠΑΡΑΔΙΔΩΝ».
Τα εν λόγω αντικείμενα ακολούθως παραδόθηκαν από τον Μ.Κ.6 στον Μ.Κ.1 ο οποίος με τη σειρά του τα παρέδωσε στον Μ.Κ.3 ο οποίος τα παρέδωσε στον Μ.Κ.4 ο οποίος είναι λειτουργός στο Γενικό Χημείο του Κράτους. Στη συνέχεια ο Μ.Κ.4 τα παρέδωσε στη Μ.Κ.5 η οποία ως Χημικός και ταυτόχρονα λειτουργός του Γ.Χ.Κ. προχώρησε σε ελέγχους αναφορικά με αυτά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω προϊόντα περιείχαν την ουσία «CBD» (κανναβιδιόλη) η οποία περιέχεται στην κάνναβη.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και να είναι (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363). Το βάρος εναποτίθεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401).
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 246) «οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής». Όπως καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, στην Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 110, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί και αθωωθεί από την κατηγορία.
Το άρθρο 99 του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου 70(Ι)/2001 στο μέρος που αφορά στην παρούσα υπόθεση έχει ως ακολούθως:
«99.(1) Πρόσωπο το οποίο αυτοπροσώπως ή διά υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου του-
(α) Κυκλοφορεί στην επικράτεια της Δημοκρατίας-
(i) Φαρμακευτικό προϊόν για το οποίο δεν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας, κατά παράβαση του εδαφίου (1) του άρθρου 9·
…
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 5 χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 50.000,00 λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές και, επιπρόσθετα, το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, δύναται να διατάξει την κατάσχεση των φαρμακευτικών προϊόντων αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα, άνευ επηρεασμού της εξουσίας του Συμβουλίου Φαρμάκων να ανακαλέσει ή αναστείλει την άδεια κυκλοφορίας, παρασκευής ή χονδρικής πώλησης σε περίπτωση που ο καταδικασθείς είναι κάτοχος της εν λόγω άδειας».
Σχετικό επίσης είναι και το άρθρο 9 του επίδικου ως άνω νόμου το οποίο στο μέρος που αφορά στην παρούσα υπόθεση έχει ως ακολούθως:
«9.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 9Α και 13Α και τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) 1901/2006, κανένα φαρμακευτικό προϊόν δεν μπορεί να κυκλοφορεί στην επικράτεια της Δημοκρατίας, εκτός αν για το συγκεκριμένο φαρμακευτικό προϊόν έχει εκδοθεί και είναι σε ισχύ άδεια κυκλοφορίας από -
(α) το Συμβούλιο Φαρμάκων, ύστερα από σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου, ή
… ».
Το άρθρο 10(1) του επίδικου νόμου ορίζει ότι η αίτηση έκδοσης άδειας κυκλοφορίας ή ανανέωσης άδειας κυκλοφορίας πρέπει να υποβάλλεται στο Συμβούλιο Φαρμάκων και να συνοδεύεται από τα πληροφοριακά στοιχεία και έγγραφα τα οποία ρητά καθορίζονται σε αυτό. Το πρώτο από αυτά, τα οποία στο εν λόγω εδάφιο απαριθμούνται από το (α) έως το (ιε), είναι το όνομα και η διεύθυνση του προσώπου το οποίο αιτείται την έκδοση άδειας.
Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του επίδικου νόμου ορίζεται ότι:
«φαρμακευτικό προϊόν» σημαίνει
(α) κάθε ουσία ή συνδυασμό ουσιών, που χαρακτηρίζεται ως έχουσα θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες έναντι ασθενειών ανθρώπων, ή
(β) κάθε ουσία ή συνδυασμό ουσιών, που δύναται να χρησιμοποιηθεί ή να χορηγηθεί σε άνθρωπο, με σκοπό
(i) είτε να αποκατασταθούν, να διορθωθούν ή να τροποποιηθούν φυσιολογικές λειτουργίες με την άσκηση φαρμακολογικής, ανοσολογικής ή μεταβολικής δράσης,
(ii)είτε να γίνει ιατρική διάγνωση».
Στο άρθρο 3 του επίδικου νόμου, στο οποίο καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής του, ορίζονται τα ακόλουθα:
«(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται στα φαρμακευτικά προϊόντα για ανθρώπινη χρήση που προορίζονται να κυκλοφορήσουν στην αγορά της Δημοκρατίας και παρασκευάζονται βιομηχανικώς ή για την παρασκευή των οποίων χρησιμοποιείται κάποια βιομηχανική μέθοδος.
(2) Σε περιπτώσεις αμφιβολίας, όταν βάσει όλων των χαρακτηριστικών του ένα προϊόν αποτελεί φαρμακευτικό προϊόν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αλλά συγχρόνως αποτελεί προϊόν που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής άλλων νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ισχύουν στη Δημοκρατία, το προϊόν θεωρείται ως φαρμακευτικό προϊόν και εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου».
Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες των ως άνω άρθρων καθώς επίσης και την επίδικη κατηγορία κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση η κατηγορούσα αρχή έχει το αποδεικτικό βάρος να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα ακόλουθα: (α) ότι ο κατηγορούμενος κυκλοφόρησε (β) φαρμακευτικό προϊόν.
Κρίνω περαιτέρω πως από τη στιγμή που η κατηγορούσα αρχή κατορθώσει να αποδείξει τα στοιχεία υπό (α) και (β) πιο πάνω τότε το αποδεικτικό βάρος μετατίθεται στον κατηγορούμενο να αποδείξει στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι για τα επίδικα φαρμακευτικά προϊόντα είχε εκδοθεί και βρισκόταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο άδεια κυκλοφορίας τους η οποία εκδόθηκε από το Συμβούλιο Φαρμάκων κατόπιν αιτήσεώς του ή από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) 726/2004 και του Κανονισμού (ΕΚ) 1394/2007.
Όσον αφορά το συστατικό στοιχείο της κυκλοφορίας έχοντας υπόψη μου ότι τα επίδικα προϊόντα εντοπίστηκαν κατά τον επίδικο χρόνο στα ράφια του καταστήματος του κατηγορούμενου από τα οποία μπορούσε οποιοσδήποτε να τα αγοράσει κρίνω ότι αποδείχθηκε το εν λόγω στοιχείο.
Απομένει πλέον να εξεταστεί κατά πόσο αποδείχθηκε πως τα επίδικα προϊόντα είναι «φαρμακευτικά».
Λαμβάνοντας υπόψη μου αφενός τις πρόνοιες του άρθρου 9 σύμφωνα με τις οποίες καθορίζεται ότι κανένα φαρμακευτικό προϊόν δεν μπορεί να κυκλοφορεί στην επικράτεια της Δημοκρατίας εκτός εάν για αυτό έχει εκδοθεί και είναι σε ισχύ άδεια κυκλοφορίας που εκδόθηκε από το Συμβούλιο Φαρμάκων ύστερα από σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου προσώπου και αφετέρου τις πρόνοιες του άρθρου 10 σύμφωνα με τις οποίες η αίτηση έκδοσης άδειας κυκλοφορίας πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία και έγγραφα, όπως την ποιοτική και ποσοτική σύνθεση όλων των συστατικών του φαρμακευτικού προϊόντος (10(1)(γ)) ή τις θεραπευτικές ενδείξεις, τις αντενδείξεις και τις παρενέργειες (10(1)(ε), κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο να καθοριστεί εκ των προτέρων, είτε με Κανονιστική Διοικητική Πράξη ή άλλως πως, ποια προϊόντα μπορούν να λάβουν άδεια κυκλοφορίας ως «φαρμακευτικά προϊόντα», ως ήταν μία από τις θέσεις της υπεράσπισης τόσο κατά την ακρόαση όσο και στην τελική της αγόρευση. Το κατά πόσο ένα προϊόν μπορεί να λάβει την προαναφερθείσα άδεια εξετάζεται και αποφασίζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το Συμβούλιο Φαρμάκων μετά που το εκάστοτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλει στο Συμβούλιο τη σχετική αίτησή του το οποίο, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 7 του επίδικου νόμου, έχει σχετική αρμοδιότητα και εξουσία να εξετάσει και να εκδώσει.
Κρίνω επίσης ότι η εν λόγω άδεια εκδίδεται όχι μόνο για κάποιο συγκεκριμένο προϊόν αλλά και για συγκεκριμένο αιτητή, δηλαδή η έκδοση σχετικής άδειας για κάποιο συγκεκριμένο προϊόν δεν αφορά μόνο το εν λόγω προϊόν αλλά και συγκεκριμένο πρόσωπο.
Για την ως άνω κρίση μου λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι ο επίδικος νόμος στο άρθρο 15(3) θέσπισε την υποχρέωση του Συμβουλίου Φαρμάκων να αιτιολογεί επαρκώς και να κοινοποιεί γραπτώς κάθε απόφασή του για απόρριψη αίτησης για έκδοση άδειας κυκλοφορίας στον αιτητή, αναφέροντας τα ένδικα μέσα που μπορούν να ληφθούν κατά της απόφασης αυτής και την προθεσμία εντός της οποίας αυτά μπορούν να ασκηθούν.
Η κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη του πιο πάνω συστατικού στοιχείου (β) ότι τα επίδικα προϊόντα είναι «φαρμακευτικά» παρουσίασε στο Δικαστήριο απόσπασμα των πρακτικών των συνεδριών του Συμβουλίου Φαρμάκων, τεκμήρια 59 και 60. Στο τεκμήριο 59 που έχει τίτλο «Πρακτικά Συνεδρίας του Συμβουλίου Φαρμάκων που διεξήχθη στις 21/12/2016 και ώρα 15:00» καταγράφονται τα ακόλουθα τα οποία μεταφέρω αυτούσια:
«Θέμα 2: Εισαγωγή των προϊόντων Kanavape Hemp Eliquis & Satijah Eliquid τα οποία περιέχουν κανναβιδιόλη (CBD)
Το Συμβούλιο εξέτασε το πιο πάνω θέμα και αφού μελέτησε το σχετικό σημείωμα αποφάσισε όπως τα προϊόντα που περιέχουν κανναβιδιόλη κατατάσσονται ως φαρμακευτικά προϊόντα».
Έχοντας υπόψη μου ότι μια αίτηση για έκδοση άδειας κυκλοφορίας «φαρμακευτικού προϊόντος» εξετάζεται στα πλαίσια της σχετικής αίτησης που υποβάλλεται στο Συμβούλιο Φαρμάκων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ως αυτό προκύπτει από το άρθρο 9 του επίδικου νόμου, κρίνω ότι το τεκμήριο 59 το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια εξέτασης της συγκεκριμένης αίτησης για την εισαγωγή των προϊόντων που εκείνη αφορούσε, δεν αποτελεί μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει, άνευ ετέρου, και στον απαιτούμενο βαθμό, το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος καθόσον αφορά τα επίδικα προϊόντα, αφού κάτω από ποιες περιστάσεις λήφθηκε η εν λόγω απόφαση και ποια κριτήρια ή παράμετροι συνυπολογίστηκαν, δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτή η ως άνω θέση της κατηγορούσας αρχής πως με τη ρηθείσα απόφαση κάθε προϊόν που περιέχει την ουσία κανναβιδιόλη εντάσσεται στον νομοθετικό ορισμό που δίδεται στο άρθρο 2 του επίδικου νόμου.
Η προαναφερόμενη απόφαση του Συμβουλίου Φαρμάκων δεν μπορεί να έχει γενική ισχύ για όλες τις αιτήσεις που αφορούν την ουσία κανναβιδιόλη και ουδόλως δύναται να θεωρηθεί ότι επενεργεί με αυτόν τον τρόπο και στην παρούσα υπόθεση. Συγκεκριμένα, έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, κρίνω πως το τεκμήριο 59 δεν αποσείει το αποδεικτικό βάρος που έφερε στους ώμους της η κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι τα επίδικα προϊόντα τα οποία περιέχουν την ουσία κανναβιδιόλη είναι «φαρμακευτικό προϊόν» εν τη εννοία του επίδικου νόμου αφού όσα καταγράφονται στο εν λόγω τεκμήριο δεν διαφωτίζουν κατά πόσο η εν λόγω ουσία έχει θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες έναντι ασθενειών ανθρώπων ή δύναται να χρησιμοποιηθεί ή να χορηγηθεί σε άνθρωπο, με σκοπό (i) είτε να αποκατασταθούν, να διορθωθούν ή να τροποποιηθούν φυσιολογικές λειτουργίες με την άσκηση φαρμακολογικής, ανοσολογικής ή μεταβολικής δράσης (ii) είτε να γίνει ιατρική διάγνωση».
Συνακόλουθα, ουδεμία βαρύτητα μπορεί να αποδοθεί στο τεκμήριο 59, για τη στοιχειοθέτηση του δεύτερου συστατικού στοιχείου του αδικήματος.
Λόγω των πιο πάνω και έχοντας υπόψη μου τον ως άνω ορισμό του τι εστί «φαρμακευτικό προϊόν» κρίνω πως η κατηγορούσα αρχή δεν απέσεισε το δικονομικό βάρος να αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ότι δηλαδή τα επίδικα προϊόντα είναι «φαρμακευτικό προϊόν», εν τη εννοία του νόμου.
Συνακόλουθα ο κατηγορούμενος αθωώνεται στην 1η κατηγορία που αντιμετωπίζει.
(Υπ.) ………………………..
Γιώργος Χρ. Φούλιας
Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο