Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. GERGES RAMZY METSHOWLAH TAWADROS, Αρ. Υπόθεσης: 8426/2025, 27/8/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. GERGES RAMZY METSHOWLAH TAWADROS, Αρ. Υπόθεσης: 8426/2025, 27/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 8426/2025

Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας

εναντίον

GERGES RAMZY METSHOWLAH TAWADROS

                                                                                      Κατηγορούμενου

Ημερομηνία: 27.8.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ζ. Κούμουρου     

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κ. Σπηλιωτόπουλος 

Κατηγορούμενος: Παρών

ΠΟΙΝΗ

Στο κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται 5 κατηγορίες στις οποίες ο κατηγορούμενος δήλωσε παραδοχή.

 

Η 1η κατηγορία αφορά το αδίκημα της παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία χωρίς άδεια κατά παράβαση των άρθρων 2 και 19(1)(λ) του Κεφ. 105 και των σχετικών κανονισμών (Κ.Δ.Π. 242/1972).

 

Η 2η κατηγορία αφορά το αδίκημα της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος σε οδό χωρίς πιστοποιητικό ασφαλείας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(α)(4)(α) και 40 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Τρίτου) Νόμου 96(Ι)/2000, της Κ.Δ.Π. 187/2000 και του άρθρου 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972.

Η 3η κατηγορία αφορά το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 7, 8, 15 και 49(1)(α) του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001.

 

Η 4η κατηγορία αφορά το αδίκημα της υπέρβασης ορίου ταχύτητας κατά παράβαση των άρθρων 6(2)(3)(5), 20Α και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 και του άρθρου 49Α του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001.

 

Τέλος η 5η κατηγορία αφορά το αδίκημα της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια κυκλοφορίας κατά παράβαση των Καν. 17(1)(α) και 72 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών Κ.Δ.Π. 66/1984 και Κ.Δ.Π. 363/2020 και του άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 και της Κ.Δ.Π. 444/2010 και του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου 47(Ι)/1997.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 30.6.2025 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού στην Κοφίνου της Επαρχίας Λάρνακας ενώ ήταν αλλοδαπός στον οποίο είχε παραχωρηθεί άδεια επισκέπτη για προσωρινή διαμονή στη Κυπριακή Δημοκρατία υπό την ιδιότητα του αιτητή πολιτικού ασύλου η οποία άδεια απορρίφθηκε στις 4.7.2023 αυτός παρέμεινε στη Δημοκρατία μετά την ακύρωση της άδειάς του χωρίς να εξασφαλίσει για τον σκοπό αυτό άδεια από τον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στις 30.6.2025 και ώρα 19:05 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού στην Κοφίνου της Επαρχίας Λάρνακας οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [ ] σε οδό χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ σχετικά με τη χρήση του από τον κατηγορούμενο ασφαλιστήριο που αφορά ευθύνη έναντι τρίτου.

 

 Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στη 2η κατηγορία οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [ ] χωρίς να είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 4ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στη 2η κατηγορία οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [ ] με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανώτατου ορίου ταχύτητας δηλαδή με ταχύτητα 125 χ.α.ω. αντί 100 χ.α.ω.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 5ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στη 2η κατηγορία οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [ ] για το οποίο δεν εκδόθηκε άδεια κυκλοφορίας.

 

Ως γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: στις 30.6.2025 και ώρα 19:05 ο Μ.Κ. 1 διενεργούσε έλεγχο τροχαίας στον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας – Λεμεσού όπου ανέκοψε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ], το οποίο κινείτο με ταχύτητα 125 αντί 100 χ.α.ω. Από έλεγχο που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι ο οδηγός ήταν ο κατηγορούμενος και ότι οδηγούσε χωρίς να έχει πιστοποιητικό ασφάλειας έναντι τρίτου, χωρίς άδεια κυκλοφορίας από 31.12.2024 και χωρίς άδεια οδήγησης. Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 4.7.2023 όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του. Αναφέρθηκε τέλος ότι ο κατηγορούμενος είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου.

 

Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου όταν έλαβε τον λόγο κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου η οποία φανερώνει την έμπρακτη μεταμέλειά του καθώς επίσης το λευκό του ποινικό μητρώο και τη συνεργασία του με την αστυνομία. Όσον αφορά τις οικογενειακές συνθήκες του κατηγορούμενου ανέφερε ότι είναι πατέρας 2 ανήλικων κοριτσιών τα οποία βρίσκονται στη χώρα καταγωγής του, την Αίγυπτο.

 

Ανέφερε επίσης ότι όσον αφορά την 1η κατηγορία ο κατηγορούμενος μπορούσε να είχε υποβάλει αίτημα στις αρμόδιες αρχές για επανάνοιγμα του φακέλου του εφόσον έκλεισε σε πρώτο βαθμό η αίτηση προσφυγής του εν πάση όμως περιπτώσει δεν το έπραξε και από τότε μέχρι και την ημερομηνία που συνελήφθηκε ήταν παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Κάλεσε το Δικαστήριο να δείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια και τέλος ανέφερε πως ο κατηγορούμενος του δήλωσε ότι θέλει σύντομα να επαναπατριστεί στη χώρα του και στην οικογένειά του.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή και έλαβα υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν.

 

Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση έχει καθήκον να λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο νόμος για καθένα από αυτά, τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων καθώς επίσης τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Επιπλέον, σε αδικήματα για τα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.

 

Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει επίσης υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του εκάστοτε  παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).

 

Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των προσωπικών συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχή του είναι σοβαρά. Η σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από τον νομοθέτη διαφαίνεται από το ανώτατο όριο ποινής που ο νόμος προνοεί για καθένα από αυτά.

 

Για το αδίκημα της παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία χωρίς άδεια του Διευθυντού το άρθρο 19 του Κεφ. 105 προνοεί ποινή φυλάκισης μέχρι δώδεκα μήνες ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (€1.708 περίπου) ή και τις δύο αυτές ποινές.

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη είσοδο και παράνομη παραμονή αλλοδαπών στη Δημοκρατία και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών δεν προκύπτουν μόνο από τις ποινές που προνοεί η νομοθεσία για καθένα από αυτά αλλά έχουν επίσης τονισθεί και από τη σχετική νομολογία εδώ και δεκαετίες. Στην υπόθεση SHABANALI NAZARI ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Παράνομη παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο συνιστά δεσπόζον (prevalent) αδίκημα, γεγονός που δικαιολογεί την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

Η συχνότητα, με την οποία διαπράττονται αδικήματα αυτής της φύσης, και οι αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο συνοψίζονται περιεκτικά στο απόσπασμα που ακολουθεί από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Mohamed και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166 που δόθηκε από το Νικήτα Δ.:

«Δυστυχώς το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες διαπράττεται τελευταία με εντεινόμενη συχνότητα. Ο πρωτόδικος δικαστής, εκφράζοντας τη βαθιά ανησυχία του για το φαινόμενο, το χαρακτήρισε ως επιδημία. Δε θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι από την άποψη αυτή η Κύπρος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας. Οι αρνητικές επιπτώσεις, κοινωνικές, οικονομικές και άλλες ήδη εκδηλώθηκαν και επηρεάζουν τη ζωή του τόπου.

Η Κύπρος είναι χώρα φιλόξενη και ανεκτική. Ιστορικά υπήρξε και εξακολουθεί να είναι κόμβος συγκοινωνιακός, οικονομικός και πολιτιστικός. Όμως κάθε κράτος διατηρεί το δικαίωμα μη αποδοχής αλλοδαπών (βλέπε ανάπτυξη του καθηγητή J.G. Starke 'Introduction to International Law', 10η έκδοση στη σελ. 748 και επ.), το οποίο παραβιάζεται με διάπραξη τέτοιας φύσεως αδικημάτων».

 

Στην ως άνω υπόθεση SHABANALI NAZARI ν. Αστυνομίας επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ποινή φυλάκισης 3 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατηγορία της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του κατά παράβαση του άρθρου 19(1)(λ) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105.  

 

Σχετικό με τα πιο πάνω είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής».

 

Στην υπόθεση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143 που αφορούσε στο αδίκημα της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη άδειας παραμονής κατά παράβαση του άρθρου 19(λ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 έγινε αναφορά στην υπόθεση Gaby Toufic Atallah ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94 στην οποία αναφέρθηκε ότι:

 

«οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων όσο και αν, όπως σε κάθε περίπτωση, είναι παράγοντες σχετικοί με την επιμέτρηση της ποινής, είναι περιορισμένης σημασίας και σίγουρα δεν μπορούν να αφεθούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, στις οποίες οι ποινές είναι αναγκαίο να είναι αποτρεπτικές».

 

Στην ως άνω απόφαση ALI HASSAIN KHALAF AL JIBOURI ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ (πιο πάνω) κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 1 μηνός που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική. 

 

Στην υπόθεση ALI RIZA MOHAMEΤ ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 5 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν παραδοχής του. Αναφέρθηκε και πάλι ότι η επιβολή αποτρεπτικής ποινής είναι επιβεβλημένη στις υποθέσεις διάπραξης αδικημάτων παράνομης παραμονής αλλοδαπών λόγω της έξαρσης στη διάπραξη τους και των αρνητικών επιπτώσεων τους σε διάφορους τομείς της ζωής του τόπου μας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(α)(4)(α) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου 96(I)/2000, πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα με βάση τις διατάξεις του εν λόγου άρθρου τιμωρείται σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, με φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές και επιπλέον στερείται του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτά άδεια οδήγησης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 19 του περί Μηχανοκινήτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 σε περίπτωση που Δικαστήριο καταδικάζει οποιοδήποτε πρόσωπο για αδίκημα που προβλέπεται στις διατάξεις των νόμων ή στις πρόνοιες των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Κανονισμών που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του ως άνω εδαφίου, δύναται να επιβάλει, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ειδικά σε αυτούς, στέρηση του δικαιώματός του να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 20Α του περί Μηχανοκινήτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 σε περίπτωση καταδίκης προσώπου για οδήγηση οχήματος χωρίς ασφαλιστήριο ευθύνης έναντι τρίτου, ως αφορά η 2η κατηγορία στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δύναται πέραν της ποινής που προβλέπεται στο άρθρο 19 του ως άνω νόμου να επιβάλει 3 έως 6 βαθμούς ποινής.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της 3ης κατηγορίας σύμφωνα με το άρθρο 49(1)(α) του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001 πρόσωπο το οποίο οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα ή έχει τον έλεγχο τέτοιου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο ή άλλο δημόσιο χώρο, χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια οδήγησης για τη συγκεκριμένη κατηγορία οχήματος που οδηγείται ή άδεια οδήγησης μαθητευομένου, ανάλογα με την περίπτωση και (α) δεν έχει συμπληρώσει την ελάχιστη ηλικία που απαιτείται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 για την απόκτηση άδειας οδήγησης για την κατηγορία ή υποκατηγορία οχημάτων στην οποία κατατάσσεται το συγκεκριμένο όχημα, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

 

Για το αδίκημα της υπέρβασης ορίου ταχύτητας, που αφορά η 4η κατηγορία, το άρθρο 6(3)(5) του περί Μηχανοκινήτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972 προνοεί ποινή φυλάκισης μέχρι 1 έτος ή χρηματική ποινή μέχρι τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή και τις 2 αυτές ποινές.

 

Τέλος για το αδίκημα της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια κυκλοφορίας, που αφορά η 5η κατηγορία, ο Καν. 72 της Κ.Δ.Π. 66/1984 ως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 363/2020 προνοεί ποινή φυλάκισης μέχρι 1 έτος ή ποινή προστίμου μέχρι €3.000 ή και τις 2 αυτές ποινές.

 

Ως μετριαστικούς παράγοντες προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου την άμεση παραδοχή του η οποία εκφράζει και την έμπρακτη μεταμέλειά του, τη συνεργασία του με την αστυνομία καθώς επίσης το λευκό του ποινικό μητρώο. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή»

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις και ιδιαίτερα ότι είναι πατέρας 2 ανήλικων κοριτσιών τα οποία διαμένουν στη χώρα καταγωγής τους.

 

Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου την προβλεπόμενη από τον Νόμο ανώτατη ποινή για καθένα από τα επίδικα αδικήματα καθώς επίσης και τη σχετική νομολογία όπως την ανέφερα πιο πάνω σύμφωνα με την οποία καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα όπως τα επίδικα.

 

Εξετάζοντας ποιο είδος ποινής είναι κατάλληλο να επιβληθεί στην παρούσα υπόθεση συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων κρίνω ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.

 

Έχω επίσης υπόψη μου όλα τα πιο πάνω και κυρίως τη μακρά χρονική διάρκεια της παράνομης παραμονής του κατηγορούμενου στη Δημοκρατία από τις 4.7.2023 μέχρι και τις 30.6.2025 που εντοπίστηκε να διαπράττει τα επίδικα αδικήματα.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ως αρμόζουσες ποινές τις ακόλουθες:

 

  • στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών
  • στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 20 ημερών, 3 βαθμούς ποινής και στέρηση της ικανότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδειας οδήγησης για περίοδο 2 μηνών.
  • στην 3η κατηγορία καμία ποινή καθότι τα γεγονότα της εμπεριέχονται σε αυτά της 2ης κατηγορίας
  • στην 4η κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 ημερών και 1 βαθμό ποινής
  • στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 ημερών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν.

 

Έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά του εκάστοτε κατηγορούμενου.

 

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και ιδίως τη μεγάλη χρονική διάρκεια της παράνομης παραμονής του κατηγορούμενου στη Δημοκρατία ήτοι από τις 4.7.2023 έως τις 30.6.2025 που εντοπίστηκε να διαπράττει τα επίδικα αδικήματα κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.

 

Κρίνω πως οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, η παραδοχή του και το λευκό του ποινικό μητρώο δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.

 

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι ως άνω μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής.

 

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από την 1.7.2025.

 

Η στέρηση της ικανότητας να κατέχει ή να λάβει άδειας οδήγησης για περίοδο 2 μηνών η οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στη 2η κατηγορία θα αρχίσει να ισχύει από την ημέρα της αποφυλάκισής του.

                                                         

(Υπ.) ..................................

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο