ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Α.Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 9492/2025
Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας
εναντίον
CYPRAIN SUMELONG NZEGGE
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 3.9.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Γ. Σταύρου
Για τον Κατηγορούμενο: Αυτοπροσώπως
Κατηγορούμενος: Παρών
ΠΟΙΝΗ
Το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνει 2 κατηγορίες. Η 1η κατηγορία αφορά το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η 2η το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα. Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε τις εν λόγω κατηγορίες.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 1 και 2 ο κατηγορούμενος στις 12.8.2025 στο αεροδρόμιο Λάρνακας εν γνώση του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο ήτοι πλαστογραφημένη γαλλική ταυτότητα καθώς επίσης ότι επί σκοπώ καταδολίευσης του Αστ. 4851 Π. Αλαμπρίτη του Κ.Ε.Δ. Αεροδρομίου Λάρνακας ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο ήτοι το πρόσωπο το οποίο εκεί αναγράφεται.
Σύμφωνα με τα γεγονότα ως αυτά εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής και δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο ο τελευταίος στις 12.8.2025 παρουσιάστηκε για διαβατηριακό έλεγχο στο Αεροδρόμιο Λάρνακας και παρουσίασε στον Μ.Κ.1 του Κ.Ε.Δ. Αερολιμένα Λάρνακας γαλλικό δελτίο ταυτότητας με στοιχεία ως αυτά αναγράφονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας με σκοπό να αναχωρήσει για το Μιλάνο.
Κατά τον διαβατηριακό έλεγχο ηγέρθηκαν υποψίες για τη γνησιότητα του εγγράφου αφού αυτό δεν αντιδρούσε όπως οι γνήσιες γαλλικές ταυτότητες κάτω από υπεριώδη ακτινοβολία. Ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στο γραφείο αναχωρήσεων όπου ανακρινόμενος παραδέχτηκε ότι η ταυτότητα είναι πλαστή χωρίς να αναφέρει από πού την προμηθεύτηκε ενώ ανέφερε τα πραγματικά του στοιχεία. Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν μέσω του συστήματος ασύλου διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για αιτητή ασύλου, η αίτηση του οποίου απορρίφθηκε πρωτοβάθμια στις 24.10.2023, του επιδόθηκε η απόφαση στις 8.12.2023 και στις 5.1.2024 έκανε προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης η οποία εκκρεμεί. Πληροφορήθηκε για τα αδικήματα, του επιστήθηκε η προσοχή στον νόμο και απάντησε «συγγνώμη».
Αναφέρθηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος έχει μια προηγούμενη καταδίκη. Συγκεκριμένα στην υπόθεση 3158/2022 του Ε.Δ. Αμμοχώστου στις 21.9.2022 του επιβλήθηκε για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας ποινή φυλάκισης 4 μηνών με τριετή αναστολή. Η ίδια ποινή του επιβλήθηκε και για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας
Ο κατηγορούμενος όταν έλαβε τον λόγο συμφώνησε ότι πράγματι βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη καθώς και με όσα καταγράφονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αναφορικά με την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση. Πρόκειται για άτομο ηλικίας 27 ετών με καταγωγή από το Καμερούν. Με τη σύντροφό του το έτος 2022 απέκτησε μια κόρη η οποία διαμένει μαζί με τη μητέρα της στο Καμερούν. Επειδή στη χώρα καταγωγής του κινδύνευε η ζωή του το 2021 αφίχθηκε στη Δημοκρατία όπου εργάστηκε σε διάφορες εργασίες. Λόγω της δύσκολης οικονομικής του κατάστασης ήθελε να μεταβεί στο Βέλγιο προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Ανέφερε ότι κατανοεί το λάθος του και εξέφρασε τη μεταμέλειά του.
Μελέτησα με προσοχή και έχω υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν.
Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία επιλογής του είδους της ποινής που θα επιβάλει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνει υπόψη του τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ως αυτή προκύπτει από την ανώτατη ποινή που ο νόμος προνοεί για καθένα από αυτά, τις περιστάσεις διάπραξής τους καθώς επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εκάστοτε κατηγορούμενου. Λαμβάνει επίσης υπόψη του πως σε αδικήματα στα οποία παρατηρείται αυξητική τάση διάπραξής τους η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία.
Για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (1η κατηγορία) το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα προνοεί ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας (2η κατηγορία) το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προνοεί ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (περίπου €2.562,00) ή και οι δύο αυτές ποινές.
Τα επίδικα αδικήματα, ως προκύπτει από τις ως άνω προβλεπόμενες για αυτά ποινές, είναι σοβαρά.
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, για εξισορρόπηση της ποινής έτσι ώστε η ποινή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).
Από την άλλη όμως η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή (Μιχάλης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 557). Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (2001) 2 Α.Α.Δ. 285).
Οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινών παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου επειδή η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304 και ANDREI ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 164 και 165/2022, ημερομηνίας 23.1.2023).
Στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 τονίστηκε η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε σχέση με αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 9 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα άτομο νεαρής ηλικίας κατόπιν παραδοχής του στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ήταν επιεικής και όχι έκδηλα υπερβολική ως είχε προβάλει ο εφεσείων.
Στην υπόθεση Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου και αναφέρθηκε επίσης πως η ποινή που προσβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική βρισκόταν μάλλον στην πλευρά της επιείκειας παρά την έκδηλη υπερβολή.
Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.
Στην υπόθεση KHAKNEGAD v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα που είχε λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν της άμεσης παραδοχής του σε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου.
Στην υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, ημερ. 16.3.2022 λέχθηκε πως σε περιπτώσεις πλαστοπροσωπίας όπου η διάπραξη του αδικήματος αποσκοπεί στην εξαπάτηση κρατικών αρχών, αυτό συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα (Khalife v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 315, Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324, Borizov v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 204, Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, Khaknegad v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 192 και Ματούρ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36). Στην παρούσα υπόθεση ο σκοπός εξαπάτησης αφορούσε τον επί καθήκοντι αστυνομικό του Κέντρου Ελέγχου Διαβατηρίων του αεροδρομίου Λάρνακας.
Στην ως άνω υπόθεση KINDADA v. Αστυνομίας, κρίθηκε ότι η ποινή φυλάκισης 8 μηνών που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών με λευκό ποινικό μητρώο κατόπιν παραδοχής της στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν έκδηλα υπερβολική ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς διαφοροποίησή της.
Σχετικά με τις προηγούμενες καταδίκες ενός κατηγορούμενου στην υπόθεση DYGDALOWICZ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 11/2021, ημερ. 4.11.2022 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όμως η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου στην τήρηση των νόμων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 306 τονίστηκε και πάλι ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας, της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες (βλ. επίσης Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787)».
Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι προφανές ότι η προηγούμενη καταδίκη με την οποία βαρύνεται ο κατηγορούμενος και η οποία αφορά ακριβώς τα ίδια αδικήματα με αυτά της παρούσας υπόθεσης τείνει να μειώσει την επιείκεια που μπορεί να του επιδειχθεί.
Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής λαμβάνω επίσης υπόψη μου την προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή καθώς επίσης ότι αδικήματα ως τα επίδικα διαπράττονται με ανησυχητική συχνότητα με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Προς το τελευταίο λαμβάνω υπόψη μου ότι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας καταχωρούνται τέτοιες υποθέσεις σχεδόν καθημερινά.
Προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου το νεαρό της ηλικίας του και την άμεση παραδοχή του η οποία είναι ένας σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας. Στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 λέχθηκε ότι «η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή».
Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις και ιδιαίτερα ότι είναι πατέρας μιας ανήλικης κόρης η οποία διαμένει στο Καμερούν μαζί με τη μητέρα της.
Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, χωρίς να παραγνωρίζω τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του νόμου αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει αξιόποινες συμπεριφορές προκειμένου να καταδείξει ότι η συνέχιση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματιστεί.
Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής κρίνω εντούτοις ότι δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις όπως η παρούσα. Οι εν λόγω παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.
Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ως αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές τις ακόλουθες:
· Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 12 μηνών
· Στη 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 9 μηνών
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.
Έχοντας υπόψη μου ότι στον κατηγορούμενο στις 21.9.2022 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 μηνών με τριετή αναστολή στην υπόθεση 3158/2022 του Ε.Δ. Αμμοχώστου καθώς επίσης ότι τα επίδικα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης τελέστηκαν εντός της περιόδου αναστολής προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω τις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί της Υφ’ όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου 95/1972 οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
«4.-(1) Οσάκις, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, πρόσωπο διέπραξε αδίκημα τιμωρούμενον διά φυλακίσεως και είτε κατεδικάσθη υπό Δικαστηρίου όπερ δυνάμει του εδαφίου (4) κέκτηται αρμοδιότητα να λάβη μέτρα εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινήν είτε μεταγενεστέρως εμφανίζεται ή προσάγεται ενώπιον τοιούτου Δικαστηρίου, τότε, εκτός εάν εν τω μεταξύ η ποινή έχει εκτελεσθή, το Δικαστήριον εξετάζει την υπόθεσιν του και λαμβάνει εν των ακολούθων μέτρων-
(α) διατάσσει την εκτέλεσιν της ποινής δι' ην περίοδον αύτη επεβλήθη·
(β) διατάσσει την εκτέλεσιν της ποινής διά περίοδον μικροτέραν εκείνης ήτις επεβλήθη·
(γ) διατάσσει την τροποποίησιν του αρχικού διατάγματος διά της αντικαταστάσεως της εν αυτώ οριζομένης περιόδου διά περιόδου μη υπερβαινούσης τα δύο έτη από της ημέρας της τοιαύτης τροποποιήσεως·
(δ) ουδέν μέτρον λαμβάνει εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινήν,
και το Δικαστήριον εκδίδει διάταγμα δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εκτός εάν είναι της γνώμης ότι τούτο θα ήτο άδικον λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων αίτινες εμεσολάβησαν από της αναστολής της ποινής και των περιστάσεων υφ' ας ετελέσθη το νέον αδίκημα, και εν τοιαύτη περιπτώσει το Δικαστήριον εν τη αποφάσει αυτού αναφέρει τους λόγους της τοιαύτης ενεργείας του.
(2) Οσάκις το Δικαστήριον διατάσση ότι η ανασταλείσα ποινή δέον να εκτελεσθή, μετά ή άνευ τροποποιήσεως της αρχικής αυτής περιόδου, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη όπως η εκτέλεσις χωρήση αμέσως ή όπως η περίοδος της φυλακίσεως αρχίση μετά την έκτισιν της ποινής της επιβληθείσης υπό του αυτού ή ετέρου Δικαστηρίου.
(3) .… ».
Αναφορικά με το θέμα της ενεργοποίησης ανασταλείσας ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Αλεξία Ιακώβου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 159/2024, ημερ. 8.11.2024, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η εξουσία λήψης μέτρων για ανασταλείσα φυλάκιση δίδεται από το Άρθρο 4(1) του περί της Υφ' όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδ. 1(α), το Δικαστήριο διατάσσει την εκτέλεση (ενεργοποίηση) της ανασταλείσας ποινής εκτός εάν είναι της γνώμης ότι αυτό θα ήταν άδικο λαμβανομένων υπ' όψιν, αφενός όλων των περιστάσεων οι οποίες μεσολάβησαν από την αναστολή της και αφετέρου των περιστάσεων υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί το νέο αδίκημα, οπότε αναφέρει τους λόγους μιας τέτοιας επιλογής (μη ενεργοποίησης ολόκληρης της ποινής). Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι με βάση τα εδ. (1)(β), (γ), (δ) το Δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει την εκτέλεση μέρους της ανασταλείσας ποινής ή την επέκταση της περιόδου αναστολής κατ' ανώτατον όριο μέχρι δύο έτη ή να μην λάβει οποιοδήποτε μέτρο. Οι σχετικές νομολογιακές αρχές προκύπτουν από σειρά υποθέσεων όπως η Louca v. Republic (1986) 2 C.L.R. 141, Βασιλειάδης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 409, Χριστούδκιας v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 52, Χριστοφίδης v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148 και θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο ότι:
(α) Εξασφαλίζοντας αναστολή εκτέλεσης φυλάκισης κάποιος κατηγορούμενος, έχει μέσω αυτής την ευκαιρία να αποφύγει την άμεση φυλάκιση, υπό τον όρο ότι και αυτός θα τιμήσει την εμπιστοσύνη την οποία επιδεικνύει το Δικαστήριο [(Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].
(β) Σε περίπτωση παράβασης των όρων αναστολής το πρωταρχικό ζήτημα το οποίο εξετάζεται από το (δεύτερο) Δικαστήριο είναι το κατά πόσον η παράβαση αυτή είναι για οποιονδήποτε λόγο δικαιολογημένη ή η βαρύτητά της μειώνεται εξαιτίας οποιωνδήποτε περιστατικών. Εξ ου και το ότι η ενεργοποίηση συνδέεται κατ' εξοχήν με τους λόγους μη τήρησης των όρων αναστολής και όχι με την ομοιότητα μεταξύ του νέου αδικήματος και εκείνου για το οποίο είχε ανασταλεί η ποινή.
(γ) Οι όροι αναστολής και η τήρησή τους συνιστούν το υπόβαθρο επί του οποίου διετάχθη η αναστολή οπότε όταν αυτό καταρρέει (εξαιτίας της παράβασης), έπεται ότι εξαφανίζεται και ο πρωταρχικός λόγος που υπήρχε για τη μη ενεργοποίησή της [(Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].
(δ) Στην απουσία κατάλληλων περιστατικών τα οποία μειώνουν τη βαρύτητα της παράβασης των όρων αναστολής, η ενεργοποίηση πρέπει κατά κανόνα να διατάσσεται [(Louca, Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].
(ε) Σε περίπτωση παράβασης όρων η ενεργοποίηση φυλάκισης καθίσταται επιβεβλημένη και ενδεδειγμένη ενέργεια αφού είχε ήδη δοθεί η ευκαιρία και για να μην απολέσει η φυλάκιση με αναστολή το νόημά της, ήτοι για να μην εξασθενήσει ή να εξουδετερωθεί η αποτελεσματικότητά της ως σωφρονιστικό μέτρο [(Βασιλειάδης, Χριστοφίδης, (ανωτέρω)]. Ο δε κατηγορούμενος δεν μπορεί να παραπονεθεί, διότι παραβαίνοντας τους όρους της αναστολής έθεσε εκουσίως σε κίνδυνο την ελευθερία του, την οποία και στερείται από δική του εσκεμμένη πράξη [(Louca, (ανωτέρω), Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].».
Έχοντας υπόψη μου τις ως άνω πρόνοιες του άρθρου 4(1) του Ν. 95/1972 κρίνω ότι από το εν λόγω εδάφιο προκύπτει πως το Δικαστήριο που κέκτηται αρμοδιότητα να εξετάσει θέμα ενεργοποίησης ανασταλείσας ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σε κάποιον κατηγορούμενο δύναται να διατάξει την εκτέλεσή της για ολόκληρο το διάστημα που αυτή επιβλήθηκε εκτός εάν κρίνει ότι μια τέτοια διαταγή θα ήταν άδικη λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων οι οποίες μεσολάβησαν από της αναστολής της ποινής και των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε το νέο αδίκημα και σε μια τέτοια περίπτωση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην εκδώσει μια τέτοια διαταγή.
Στην παρούσα περίπτωση δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η παράβαση των όρων αναστολής εκ μέρους του κατηγορούμενου ήταν για οποιονδήποτε λόγο δικαιολογημένη ούτε ότι η βαρύτητά της μειώθηκε εξαιτίας οποιωνδήποτε περιστατικών και συνεπώς κρίνω πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος να διαταχθεί η μη ενεργοποίησή της.
Βεβαίως το θέμα δεν τελειώνει εδώ αλλά είναι αναγκαίο να εξεταστεί, ως προνοεί το άρθρο 4(2) του ως άνω νόμου 95/1972, κατά πόσο η εκτέλεση της ποινής που θα ενεργοποιηθεί θα χωρήσει αμέσως ή θα αρχίσει μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο από το παρόν Δικαστήριο.
Με αυτό το θέμα είναι συνυφασμένη η αρχή της συνολικότητας της ποινής. Σχετική είναι η υπόθεση Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p. 255).».
Το θέμα της συνολικότητας της ποινής εξετάστηκε και στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 στην οποία λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.
Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:
"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."
Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:
"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."
Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):
"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."».
Επίκεντρο της αρχής της συνολικότητας της ποινής αποτελεί η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Παναγή ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 512 και Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 13).
Λαμβάνοντας υπόψη μου ότι στην παρούσα υπόθεση επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο μέγιστη ποινή φυλάκισης 12 μηνών καθώς επίσης ότι έκρινα πως δικαιολογείται η ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης η οποία του επιβλήθηκε στην υπόθεση 3158/2022 του Ε.Δ. Αμμοχώστου και περαιτέρω τις αρχές που διέπουν το θέμα της συνολικότητας της ποινής, υπό το πρίσμα του γεγονότος πως κρίνω ότι δικαιολογείται όπως η ποινή που θα ενεργοποιηθεί να είναι διαδοχική της ποινής που του επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση επειδή τα αδικήματα των 2 υπό αναφορά υποθέσεων διαπράχθηκαν σε διαφορετικές ημερομηνίες, προχωρώ να εξετάσω εάν θα ενεργοποιηθεί μέρος ή ολόκληρη η ανασταλείσα ποινή.
Έχοντας όλα τα πιο πάνω υπόψη μου κρίνω πως υπό τις περιστάσεις δικαιολογείται όπως ενεργοποιηθεί ολόκληρη η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης διάρκειας 4 μηνών που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο αφού σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αυτός θα κληθεί να εκτίσει συνολική ποινή φυλάκισης 16 μηνών η οποία κρίνω ότι δεν θα είναι δυσανάλογη ως προς τη συνολική ποινική του ευθύνη.
Παρόλο που έχω αποφασίσει για τα πιο πάνω θέματα κρίνω πως η παρούσα απόφαση δεν ολοκληρώνεται εδώ αφού έχοντας επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών το Δικαστήριο έχει καθήκον στη συνέχεια να εξετάσει και το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί όταν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά του εκάστοτε κατηγορούμενου.
Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».
Στην υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.
Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου και ιδίως το γεγονός ότι παρόλο που βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη για τα ίδια ακριβώς αδικήματα στην οποία μάλιστα του δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία αφού αναστάλθηκε η άμεση εκτέλεση της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην εν λόγω υπόθεση ο κατηγορούμενος εντός της περιόδου αναστολής υπέδειξε εκ νέου την ίδια έκνομη συμπεριφορά κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η αναστολή της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα υπόθεση αφενός λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται αδικήματα όπως τα επίδικα και αφετέρου της σοβαρότητάς τους ως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ανώτατη ποινή και τη σχετική νομολογία επενεργεί προς την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης. Οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, το νεαρό της ηλικίας του και η παραδοχή του δεν υπερτερούν της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τους λόγους που προανέφερα. Κρίνω περαιτέρω πως αναστολή της ποινής δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων ούτε θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής.
Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου λήφθηκαν δεόντως υπόψη για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής. Λόγω των πιο πάνω κρίνω ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.
Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο να εκτελεστεί άμεσα. Ο χρόνος φυλάκισης μειώνεται για το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση ήτοι από τις 13.8.2025.
Μετά την έκτισή της ποινής που του επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος να εκτίσει και την ποινή φυλάκισης 4 μηνών η οποία του επιβλήθηκε στην υπόθεση 3158/2022 του Ε.Δ. Αμμοχώστου στις 21.9.2022 η εκτέλεση της οποίας είχε ανασταλεί για περίοδο 3 ετών και η οποία ενεργοποιήθηκε με την παρούσα απόφαση.
(Υπ.) ..................................
Γιώργος Χρ. Φούλιας
Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο