ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. MOHAMMAD ALSHARAF κ.α., Αρ. Yπόθεσης: 9178/2025, 3/10/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. MOHAMMAD ALSHARAF κ.α., Αρ. Yπόθεσης: 9178/2025, 3/10/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.

Αρ. Yπόθεσης: 9178/2025

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

ν.

1. MOHAMMAD ALSHARAF

2. MAHER ALJUMAA

3. ABDULLAH RASHO

4. AHMAD ALAHMAD

5. QUSAI MERZO

Κατηγορούμεvοι

 

Ημερομηνία: 3 Οκτωβρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Α. Γιάλλουρου (για να ακούσει απόφαση η κα. Ε. Γιακουμεττή).

Για τον Κατηγορούμενο 1: Ο κ. Χ. Φελλάς (για να ακούσει απόφαση εμφανίζεται αυτοπροσώπως ο Κατηγορούμενος).

Κατηγορούμενος 1: παρών.

 

ΠΟΙΝΗ

(Για τον Κατηγορούμενο 1)

 

Ο κατηγορούμενος 1 (εφεξής ο Κατηγορούμενος)  έχει βρεθεί ένοχος με δική του παραδοχή στο αδίκημα της αντίστασης  διά ματαίωση νομίμου συλλήψεως ή κρατήσεως του εαυτού του για ποινικό αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 244 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (2η κατηγορία), το αδίκημα της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος σε οδό χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (1) (α) (4) (α) και 40 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (96(I)/2000 (7η κατηγορία), το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 7, 8, 15 και 49 (1) (α) του Περί Άδειας Οδήγησης Νόμου του 2001 (94(I)/2001) (8η κατηγορία), το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης προς σήμα τροχαίας κατά παράβαση των κανονισμών 58 (2) (δ), 71 και 72 των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, ΚΔΠ 66/1984, όπως τροποποιήθηκαν από τους Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2008, ΚΔΠ 189/2008 και τους περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2020, ΚΔΠ 363/2020 (9η  και 13η κατηγορία), το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος και παράλειψης να σταματήσει σε κόκκινο σηματοδότη κατά παράβαση των κανονισμών 66Β (1) (α) (i) (ii) (2) και 72 των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, ΚΔΠ 66/1984 όπως τροποποιήθηκαν με την ΚΔΠ 189/2008 και την ΚΔΠ 363/2020 (10η  και 12η κατηγορία) και το αδίκημα της αλόγιστης ή επικίνδυνης οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 7 (1), 19 (1) (4) και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (86/1972) (11η κατηγορία).

 

Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε επίσης τις κατηγορίες 1, 14, 15, 16, 17, 18, 19 και 20 σε σχέση με τις οποίες ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε την ποινική δίωξη και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε από αυτές.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι στις 23/07/2025 και περί ώρα 0400 στη Λεωφόρο Νίκου και Δέσποινας Παττίχη στη Λάρνακα αντιστάθηκε στη νόμιμη σύλληψη ή κράτηση με σκοπό τη ματαίωση της νόμιμης σύλληψης ή κράτησης του για ποινικό αδίκημα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 7ης  κατηγορίας παραδέχθηκε ότι στις 23/07/2025 και μεταξύ των ωρών 03:40 – 04:00 στη Λάρνακα οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής ΚΗΑ975 σε οδό χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ σχετικά με τη χρήση του ασφαλιστήριο που αφορά ευθύνη έναντι τρίτου. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 8ης κατηγορίας παραδέχθηκε ότι κατά τον ίδιον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην έβδομη κατηγορία οδηγούσε το ανωτέρω αναφερόμενο όχημα χωρίς να είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 9ης κατηγορίας παραδέχθηκε ότι στις 23/07/2025 στην οδό Αγίου Κοντού στη Λάρνακα ενώ είχε την ευθύνη ή τον έλεγχο του ανωτέρου αναφερομένου οχήματος παρέλειψε να συμμορφωθεί σε σήμα τροχαίας που τοποθετήθηκε από την αρμόδια αρχή, ήτοι εισήλθε σε μονόδρομο. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 10ης κατηγορίας παραδέχθηκε ότι στις 23/07/2025 στη λεωφόρο Νίκου και Δέσποινας Παττίχη στη Λάρνακα οδηγούσε το ανωτέρω αναφερόμενο όχημα παραλείποντας να σταματήσει σε κόκκινο σηματοδότη, ήτοι πέρασε ενώ το κόκκινο φως ήταν αναμμένο. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 11ης  κατηγορίας παραδέχθηκε ότι στις 23/07/2025 στη λεωφόρο Φανερωμένης στη Λάρνακα οδηγούσε το ανωτέρω αναφερόμενο όχημα αλόγιστα/επικίνδυνα για το κοινό. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 12ης κατηγορίας παραδέχθηκε ότι στις 23/07/2025 στη συμβολή των λεωφόρων Φανερωμένης και Αρτέμιδος στη Λάρνακα οδηγούσε το αναφερόμενο όχημα παραλείποντας να σταματήσει σε κόκκινο σηματοδότη που τοποθετήθηκε από την αρμόδια αρχή, ήτοι πέρασε ενώ το κόκκινο φως ήταν αναμμένο. Τέλος, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 13ης  κατηγορίας παραδέχθηκε ότι στις 23/07/2025 στην οδό Ισταμπούλ στη Λάρνακα ενώ είχε την ευθύνη τον έλεγχο του ανωτέρω αναφερομένου οχήματος παρέλειψε να συμμορφωθεί σε σήμα τροχαίας που τοποθετήθηκε από την αρμόδια αρχή, ήτοι εισήλθε σε μονόδρομο.

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων, τέθηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής και παρατίθενται αυτολεξεί:

 

Τα γεγονότα έχουν ως αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Αναφέρω περαιτέρω ότι στις 23/07/25 μέλη της αστυνομίας βρίσκονταν σε μηχανοκίνητη περιπολία και συγκεκριμένα οι μάρτυρες κατηγορίας 4 και 5 στο κατηγορητήριο ενώ βρίσκονταν στην οδό Αγίου Γεώργιου αντιλήφθηκαν όχημα με αριθμούς εγγραφής ΚΧΑ975 να κινείται μπροστά τους και να εισέρχεται σε μονόδρομο, πλησίασαν το εν λόγω όχημά του, έκαναν χρήση του φάρου και της σειρήνας για να σταματήσει αλλά ο οδηγός του οχήματος ανέπτυξε ταχύτητα και κατευθύνθηκε προς κυκλικό κόμβο. Να αναφέρω ότι συνέχισε την πορεία του ο οδηγός οδηγώντας αλόγιστα και επικίνδυνα συγκεκριμένα κάνοντας κινήσεις ζικ - ζακ. Περαιτέρω παραβίασε φωτεινούς σηματοδότες ως φαίνονται στις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει, εισήλθε σε μονόδρομο σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις και οι αστυνομικοί κατάφεραν να τον ανακόψουν, επιχείρησαν μάλλον να τον ανακόψουν ενόψει του ότι διαπίστωσαν ότι δεν είχε πρόθεση να σταματήσει γι' αυτό τον ανέκοψαν αφού κτύπησαν με το αριστερό μπροστινό μέρος του υπηρεσιακού οχήματος στο μπροστινό πισινό μέρος του οχήματός του. Όταν ακινητοποιήθηκε το όχημα διαπιστώθηκε ότι ο οδηγός ήταν ο κατηγορούμενος 1, του επιστήθηκε η προσοχή στον νόμο, πληροφορήθηκε ότι είναι υπό σύλληψη για αυτόφωρα τροχαία αδικήματα και τότε ο κατηγορούμενος προέβαλε αντίσταση στη σύλληψή του σπρώχνοντας και τραβώντας τους αστυφύλακες. Στα πλαίσια της διερεύνησης προέκυψαν και τα αδικήματα των κατηγοριών 7 και 8 δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης και δεν καλυπτόταν συνεπώς από ασφάλεια.»

 

Τέθηκε επίσης από τη Κατηγορούσα Αρχή ότι ο Κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.

 

Για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος είναι 21 ετών κατάγεται από τη Συρία και είναι ο μεγαλύτερος από τους 4 αδελφούς και 4 αδελφές του. Ο πατέρας του 45 ετών δεν εργάζεται λόγω προβλημάτων υγείας και η μητέρα του είναι οικοκυρά. Ο ίδιος είναι αναλφάβητος αφού δεν έχει φοιτήσει σε σχολείο. Εργάζονταν στα καλούπια επάγγελμα το οποίο συνέχισε και μετά την άφιξή του στην Κύπρο το 2021 για να αναζητήσει πολιτικό άσυλο. Οι γονείς του στηρίζονται οικονομικά αποκλειστικά από τον ίδιο. Εδώ και ένα χρόνο συμβιώνει με ελληνοκύπρια 18 ετών. Σε ότι αφορά την κατάσταση της υγείας του παρουσιάζει άσθμα που απέκτησε από την παραμονή του στις φυλακές στη Συρία για ένα χρόνο και 2 μήνες. Σε ότι αφορά τα εισοδήματά του λαμβάνει €30 ημερησίως από την εργασία του. Ο κ. Φελλάς αγορεύοντας για σκοπούς μετριασμού της ποινής του κατηγορουμένου ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος απολογείται μέσω του ιδίου και εκφράζει την ειλικρινή μεταμέλεια του καθότι έχει αντιληφθεί πλήρως τα αδικήματα τα οποία υπέπεσε και τις συνέπειες αυτών ζητώντας τη μέγιστη δυνατή επιείκεια από το Δικαστήριο ενώ παράλληλα υπόσχεται ότι δεν θα διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα στο μέλλον. Περαιτέρω ο κ. Φελλάς κάλεσε το Δικαστήριο να συνυπολογίσει το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, την παραδοχή του καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις. Σε ότι αφορά την εργασία του ανέφερε ότι εργάζεται περιστασιακά στις οικοδομές και λαμβάνει €30 ημερησίως από τα οποία καλείται να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης τόσο του ίδιου όσο και της συντρόφου του με την οποία διαμένει. Περαιτέρω, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του ότι πρόκειται για ένα νεαρό πρόσωπο. Ανέφερε ότι δεν συμμορφώθηκε στα σήματα τα οποία του έκανε η αστυνομία για τον λόγο ότι τρομοκρατήθηκε και λόγω του τρόμου που του προκλήθηκε κατέληξε να προσπαθεί να διαφύγει διαπράττοντας τα επίδικα αδικήματα. Πρόσθεσε ότι ο κατηγορούμενος είναι ένα άτομο το οποίον μεγάλωσε βιώνοντας καθημερινά τον πόλεμο ενόψει της καταγωγής του από την Συρία. Κάλεσε επίσης το Διικαστήριο να λάβει υπόψη του το χαμηλό πνευματικό, βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο του κατηγορούμενου.

 

Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Στην υπό εξέταση περίπτωση, σε ότι αφορά το αδίκημα της αντίστασης κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά παράβαση του άρθρου 244 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (2η κατηγορία) προνοείται ποινής φυλάκισης δύο χρόνων. Σε ότι αφορά το αδίκημα της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος σε οδό χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (1) (α) (4) (α) και 40 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (96(I)/2000 (7η κατηγορία) προνοείται φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και οι δύο αυτές ποινές, σε ότι αφορά το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 7, 8, 15 και 49 (1) (α) του Περί Άδειας Οδήγησης Νόμου του 2001 (94(I)/2001) (8η κατηγορία), προνοείται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή/και οι δύο αυτές ποινές. Σε ότι αφορά το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης προς σήμα τροχαίας κατά παράβαση των κανονισμών 58 (2) (δ), 71 και 72 των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, ΚΔΠ 66/1984, όπως τροποποιήθηκαν από τους Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2008, ΚΔΠ 189/2008 και τους περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2020, ΚΔΠ 363/2020 (9η  και 13η κατηγορία) και το αδίκημα της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος και παράλειψης να σταματήσει σε κόκκινο σηματοδότη κατά παράβαση των κανονισμών 66Β (1) (α) (i) (ii) (2) και 72 των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, ΚΔΠ 66/1984 όπως τροποποιήθηκαν με την ΚΔΠ 189/2008 και την ΚΔΠ 363/2020 (10η  και 12η κατηγορία) προνοείται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή/και οι δύο αυτές ποινές. Τέλος, σε ότι αφορά το αδίκημα της αλόγιστης ή επικίνδυνης οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 7 (1), 19 (1) (4) και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (86/1972) (11η κατηγορία) προνοείται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή χρηματική ποινή μη υπερβαίνουσα τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή/και οι δύο αυτές ποινές.

 

Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή».  Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).

 

Χωρίς αμφιβολία, τα αδικήματα στα οποία έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, είναι σοβαρά. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα και βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, γεγονός για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023).

 

Προκύπτει, συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η ανάγκη επιβολής ποινών οι οποίες να είναι ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων και να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής, τόσο του ίδιου του παραβάτη, όσο και του κοινού από τη διάπραξη τους (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).

 

Σε ότι αφορά τις περιστάσεις διάπραξης των επίδικων αδικημάτων, ο κατηγορούμενος όταν εντοπίστηκε να εισέρχεται σε μονόδρομο ενώ κλήθηκε από μέλη της αστυνομίας που βρίσκονταν σε μηχανοκίνητη περιπολία να σταματήσει το όχημα του με τη χρήση φάρου και σειρήνας αυτός δεν σταμάτησε αλλά ανέπτυξε ταχύτητα κάνοντας κινήσεις ζικ – ζακ και παραβιάζοντας φωτεινούς σηματοδότες. Για να καταστεί εφικτή η ανακοπή του από τα μέλη της αστυνομίας χρειάστηκε να κτυπήσουν με το αριστερό μπροστινό μέρος του υπηρεσιακού οχήματος στο μπροστινό πισινό μέρος του οχήματός του κατηγορούμενου. Όταν ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε ότι είναι υπό σύλληψη αυτός αντιστάθηκε στη σύλληψή του σπρώχνοντας και τραβώντας τους αστυφύλακες. Λαμβάνοντας υπόψη την οδηγική συμπεριφορά του κατηγορούμενου όπως αυτή προκύπτει από τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων είναι ευτύχημα που δεν υπήρξε οποιοσδήποτε τραυματισμός οποιουδήποτε προσώπου.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου το λευκό του ποινικό μητρώο (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας v. Λουκά (1992) 2 ΑΑΔ 241, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22, Κύρκος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 211), την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την απολογία και την εκφρασθείσα μεταμέλεια του, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, στο περιεχόμενο της οποίας έγινε αναφορά ανωτέρω καθώς και τα όσα επιπρόσθετα ανέφερε δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος του και στα οποία έχω αναφερθεί πιο πάνω.

 

Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.

 

Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον Κατηγορούμενο είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τον Κατηγορούμενο είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.

 

Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στον Κατηγορούμενο θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου, αλλά και επίδοξων παραβατών καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα.

 

Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στον Κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:

 

Στη δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

 

Στην έβδομη κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών.

 

Στην όγδοη κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών.

 

Στην ένατη κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών.

 

Στη δέκατη κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών.

 

Στην εντέκατη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

 

Στη δωδέκατη κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών.

 

Στη δέκατη τρίτη  κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών.

 

Δεδομένου ότι πρόκειται για αδικήματα ίδιας φύσης, τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.

 

Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.

 

Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία  στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης του Κατηγορούμενου. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου αφενός και την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 117 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης του Κατηγορούμενου, μειώνονται κατά το χρονικό διάστημα που αυτός βρίσκεται σε προφυλάκιση, ήτοι από την 28/07/2025

 

Περσιτέρω, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται στο Δικαστήριο δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/1972), εκδίδεται διάταγμα στέρησης του δικαιώματος του κατηγορούμενου να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα 3 μηνών από σήμερα.

 

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο