ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Yπόθεσης: 10167/2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν.
MOISE MAMISA MUNDANDI
Κατηγορούμεvος
Ημερομηνία: 19 Σεπτεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Ζ. Κούμουρου (για να ακούσει απόφαση η κα Ε. Γιακουμεττή).
Για τον Κατηγορούμενο: Αυτοπροσώπως.
Κατηγορούμενος παρών.
ΠΟΙΝΗ
Ο Κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε 2 κατηγορίες για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία) και το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (2η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι, στις 06/09/2025 και ώρα 19:00 στο Αεροδρόμιο Λάρνακας στη Λάρνακα εν γνώση του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό Βελγικό δελτίο ταυτότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία επί σκοπώ καταδολίευσης του Αστ. 2548 Χ. Δημητρίου του Κ.Ε.Δ. Αεροδρομίου Λάρνακας ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων έχουν τεθεί από πλευράς κατηγορούσας αρχής και τα παραθέτω αυτολεξεί:
«Τα γεγονότα ως το κατηγορητήριο. Περαιτέρω να αναφέρω ότι στις 6/9/25 ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε για διαβατηριακό έλεγχο στον αερολιμένα Λάρνακας και παρουσίασε στον Μ.Κ 1 μια γαλλική ταυτότητα με στοιχεία ως αυτά καταγράφονται στις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας και στοιχεία κατόχου ως αυτά καταγράφονται στις λεπτομέρειες της δεύτερης κατηγορίας. Κατά τον διαβατηριακό έλεγχο εγέρθηκαν υποψίες από τον Μ.Κ 1 ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου αφού αυτό φαινόταν παραποιημένο και δεν αντιδρούσε κάτω από την υπεριώδη ακτίνα. Οδηγήθηκε στα γραφεία του αερολιμένα Λάρνακας όπου ανακρινόμενος παραδέχτηκε τα πραγματικά του στοιχεία. Διαπιστώθηκε ότι κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, είναι αιτητής ασύλου και διαπιστώθηκε ότι η αίτησή του απορρίφθηκε πρωτοβάθμια και στη συνέχεια υπέβαλε προσφυγή η οποία ακόμη εκκρεμεί».
Έχει επίσης τεθεί ότι ο Κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με οποιεσδήποτε προηγούμενες καταδίκες.
Για σκοπούς επιμέτρησης και επιβολής ποινής έχει ετοιμαστεί έκθεση του Γραφείου Ευημερίας όπου καταγράφονται οι προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις του κατηγορούμενου. Ο Κατηγορούμενος είναι 25 ετών και κατάγεται από το Κονγκό. Προέρχεται από πολυμελή οικογένεια. Αποφοίτησε από το λύκειο και στη συνέχεια άρχισε να φοιτά σε πανεπιστήμιο στη χώρα του αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του και μετέβη στην Κύπρο. Στην Κύπρο ήρθε με το καθεστώς του πρόσφυγα. Αρχικά εργάστηκε ως υπάλληλος σε ξενοδοχείο για 2 τουριστικές περιόδους στην Πάφο. Στη συνέχεια παρέμεινε άνεργος για μία εβδομάδα. Ακολούθως προσπάθησε να ταξιδέψει με πλαστό διαβατήριο στη Γαλλία όπου διαμένει μόνιμα η οικογένειά του αφού η προσπάθεια του να εξασφαλίσει άσυλο απέτυχε. Για τον λόγο αυτό ήθελε να φύγει για λόγους επιβίωσης.
Ο Κατηγορούμενος αγορεύοντας για σκοπούς μετριασμού της ποινής του υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης του γραφείου ευημερίας και περαιτέρω ανέφερε ότι επιθυμεί να απολογηθεί σε σχέση με αυτά που έκανε και εξέφρασε την επιθυμία να απολογηθεί προς την Κυπριακή Δημοκρατία αφού για τον ίδιο όπως ανέφερε, είναι μια πατρίδα - μητέρα που τον βοήθησε. Μετά από τη χώρα του τη θεωρεί δική του πατρίδα. Προσπάθησε να φύγει επειδή είχε πολλά προβλήματα, δεν είχε πρόθεση να κάνει κακό στην Κύπρο. Το έκανε επειδή πήρε αρνητική απάντηση στην αίτησή του, φοβήθηκε ότι με την αρνητική απάντηση για άσυλο θα επέστρεφε στη χώρα του, φοβόταν να γίνει κάτι τέτοιο γιατί θα ρίσκαρε τη ζωή του εάν επέστρεφε και γι' αυτό προσπάθησε να φύγει σε άλλη χώρα. Εξέφρασε τέλος την απολογία και μεταμέλεια του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία έχει βρεθεί ένοχος ο Κατηγορούμενος είναι σοβαρά. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639).
Για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (1η κατηγορία) το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας (2η κατηγορία) το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και τις δύο αυτές ποινές.
Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).
Σύμφωνα δε με τη νομολογία, όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου συνίσταται ή ενέχει το στοιχείο της εξαπάτησης κρατικών αρχών προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, το αδίκημα θεωρείται περισσότερο σοβαρό (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1997) 2 ΑΑΔ 123, Kindada v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, 16/3/2022). Επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, επίσης, η απόκτηση οικονομικού οφέλους συνεπεία της πλαστογραφίας, η υψηλή αξία του οικονομικού οφέλους, η ύπαρξη προσχεδιασμού και αν η επιδειχθείσα συμπεριφορά ήταν επαναλαμβανόμενη (βλ. Michaelides v. Republic (1965) 2 CLR 113). Όπως τονίσθηκε στην Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 τα αδικήματα της πλαστογραφίας εγγράφου και της κυκλοφορίας πλαστογραφημένου εγγράφου «έχουν το στοιχείο της σοβαρής παρανομίας και της εξαπάτησης αρχών και ατόμων». Στοχεύουν στο να καταστήσουν δυνατή τη διακίνηση ανθρώπων με πλαστή ταυτότητα από χώρα σε χώρα.
Περαιτέρω, τα αδικήματα στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, κάτι που προκύπτει και από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023)
Προκύπτει, συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η ανάγκη επιβολής ποινών οι οποίες να είναι ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων και να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής, τόσο του ίδιου του παραβάτη, όσο και του κοινού από τη διάπραξη τους (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).
Σε ότι αφορά τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων στην υπό κρίση περίπτωση, ο Κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία, παρουσίασε πλαστό δελτίο ταυτότητας και παρέστησε ψευδώς τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο στον επί καθήκοντι αστυφύλακα στο Αεροδρόμιο Λάρνακας. Αυτό έγινε στην προσπάθεια του να εξαπατήσει τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές στο αεροδρόμιο Λάρνακας σε σχέση με την αληθινή του ταυτότητα προκειμένου να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ήταν λόγω της παρέμβασης των αρμόδιων αστυνομικών αρχών που ο Κατηγορούμενος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την προσπάθεια του για αναχώρηση από τη Δημοκρατία έχοντας πλαστό δελτίο ταυτότητας και παριστάνοντας ψευδώς τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).
Προς όφελος του Κατηγορούμενου έχω λάβει υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας v. Λουκά (1992) 2 ΑΑΔ 241, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22, Κύρκος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 211), την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την απολογία και την εκφρασθείσα μεταμέλεια του, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και στο περιεχόμενο της οποίας έγινε αναφορά ανωτέρω καθώς και τα όσα ο ίδιος ανέφερε δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου.
Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.
Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη το νεαρό της ηλικίας του. Το νεαρό της ηλικίας ενός παραβάτη αποτελεί, σύμφωνα με τη Νομολογία, παράμετρο που το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν προς την επιμέτρηση της ποινής. Σε άτομα νεαρής ηλικίας πρέπει να δίδεται έμφαση στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία (βλ. G. M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 88)
Ως προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση του τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1), παραθέτω ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές τις ακόλουθες αποφάσεις.
Στην υπόθεση Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 36 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 και 339 του Ποινικού Κώδικα. Όλοι οι εφεσείοντες που ήταν αλλοδαποί είχαν προβεί σε παραδοχή και είχαν λευκό ποινικό μητρώο. Είχαν προβλήματα υγείας, ήταν προστάτες των οικογενειών τους, αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα και συνεργάστηκαν με την αστυνομία στην υπόδειξη των υπολοίπων δραστών.
Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 324 ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Αγόρασε από τρίτο πρόσωπο στη χώρα του, το διαβατήριο Ολλανδού πολίτη, το οποίο, αφού πλαστογράφησε με την καθοδήγηση του πωλητή, το χρησιμοποίησε ώστε να διευκολύνει τη διέλευσή του από αερολιμένες του εξωτερικού, με απώτερο σκοπό την είσοδό του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Προέβη σε παραδοχή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 315, ο εφεσείων έχει παραδεχθεί ενοχή για τη διάπραξη του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επρόκειτο για κυκλοφορία πλαστού διαβατηρίου. Είχε λευκό ποινικό μητρώο και συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές. Επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική ενόψει της ανώτατης προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής (φυλάκιση τριών ετών). Εντούτοις, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας που παρουσιάστηκε μετά τη φυλάκιση του εφεσείοντα και δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η ποινή μειώθηκε κατ' έφεση σε 9 μήνες.
Στην υπόθεση Borizov v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 204 ο εφεσείων καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών κατόπιν παραδοχής του σε αδικήματα κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και παράνομης εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία, οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δηλαδή διαβατηρίου και πλαστοπροσωπία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 και 5 μηνών αντίστοιχα, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 ο εφεσείων παραδέχθηκε το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα. Αφού λήφθηκε υπόψη η παραδοχή, η μεταμέλεια και το νεαρό της ηλικίας του, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Khaknegad v. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 192, ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή, μεταξύ άλλων, στα αδικήματα της Πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (διαβατηρίου και ταυτότητας) και πλαστοπροσωπία. Είχε λευκό ποινικό μητρώο. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών στις κατηγορίες για πλαστογραφία του διαβατηρίου και κυκλοφορία του και 3 μηνών στην κατηγορία για πλαστοπροσωπία οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Αl Μohammed v. Αστυνομίας (Aρ. 2) (2014) 2 ΑΑΔ 62 ο εφεσείων ο οποίος επιχείρησε να αναχωρήσει από την Κύπρο παρουσιάζοντας πλαστό ελληνικό δελτίο ταυτότητας αντιμετώπισε κατηγορία που αφορούσε σε κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Είχε προβεί σε παραδοχή, είχε λευκό ποινικό μητρώο και ήταν νεαρό πρόσωπο. Πρωτόδικα επιβλήθηκε ποινής φυλάκισης εννέα μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην Alsatouf κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 21-24/2020, 20/5/2021 έκαστος Εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορία που αφορούσε σε κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Όλοι οι Εφεσείοντες παραδέχθηκαν ενοχή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε σε κάθε Εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης 10 μηνών η οποία κρίθηκε κατ’ έφεση δίκαιη και ισορροπημένη.
Στην Κindada v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, 16/3/2022, η εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση του Άρθρου 360 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και την κατηγορία της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του Άρθρου 12(3)(5) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Της επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ και ενός μηνός αντίστοιχα, οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση. Η Εφεσείουσα είχε προβεί σε παραδοχή και είχε λευκό ποινικό μητρώο.
Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον Κατηγορούμενο είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τον Κατηγορούμενο είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.
Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στον Κατηγορούμενο θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου, αλλά και επίδοξων παραβατών, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας.
Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στον Κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:
Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών,
Στην 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 μηνών.
Δεδομένου ότι πρόκειται για αδικήματα ίδιας φύσης, τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν.
Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.
Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:
«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.
Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης του Κατηγορούμενου. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου αφενός και την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.
Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).
Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.
Σύμφωνα με το άρθρο 117 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης του Κατηγορούμενου, μειώνονται κατά το χρονικό διάστημα που αυτός βρίσκεται σε προφυλάκιση, ήτοι από την 08/09/2025.
(Υπ. )….……………………
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο