ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Αρ. Yπόθεσης: 10129/2025, 26/9/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Αρ. Yπόθεσης: 10129/2025, 26/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.

Αρ. Yπόθεσης: 10129/2025

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

ν.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Κατηγορούμεvος

 

Ημερομηνία: 26 Σεπτεμβρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Ε. Γιακουμεττή.

Για τον Κατηγορούμενο: Αυτοπροσώπως.

Κατηγορούμενος: παρών.

 

ΠΟΙΝΗ

Ο κατηγορούμενος έχει βρεθεί ένοχος με δική του παραδοχή στο αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 291 και 294 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία) και της διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός κατά παράβαση των άρθρων 255, 291 και 292 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (2η κατηγορία).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι στις 19/08/2025 και περί ώρα 01:14, εισήλθε εντός του οικήματος του Ερμή Αραδίππου στη Λάρνακα και έκλεψε το χρηματικό ποσό των €50 περιουσία του Χρίστου Παπαδημητρίου από την Αραδίππου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι στις 23/08/2025 και περί ώρα 00:30, στην Αραδίππου στη Λάρνακα, κατά τη διάρκεια της νύχτας διέρρηξε και εισήλθε στην οικία του Χαράλαμπου Μουσκοβία από την Αραδίππου και έκλεψε το χρηματικό ποσό των 25 ευρώ, περιουσία της Chandana Saman Kumara Manorathna Arachchilage από την Σρι Λάνκα.

 

Με τη σύμφωνη γνώμη της Κατηγορούσας Αρχής, εγκρίθηκε αίτημα από πλευράς του Κατηγορούμενου, το οποίο υποβλήθηκε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ώστε να ληφθεί υπόψη, για σκοπούς επιβολής ποινής και η υπόθεση με αριθμό 2013/2025 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων, τέθηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής και παρατίθενται αυτολεξεί:

 

Γεγονότα στην κυρίως υπόθεση 10129/25: όσον αφορά την κατηγορία αριθμός 1, την 19.8.25 καταγγέλθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου από διαχειριστή του κυλικείου των Λαϊκών Οργανώσεων Αραδίππου όπου στεγάζεται το Αθλητικό Σωματείο Ερμής ότι περί ώρα 01:10 έγινε διάρρηξη στο υποστατικό και κλάπηκε χρηματικό ποσό 50 ευρώ περιουσία του Χρίστου Παπαδημητρίου από την Αραδίππου. Ο δράστης πέτυχε είσοδο από μικρό συρόμενο αλουμινένιο παράθυρο της κουζίνας το οποίο ήταν ανοικτό και ακολούθως ο δράστης εξήλθε του κτιρίου παραβιάζοντας κλειστό μπροστινό παράθυρο της κύριας εισόδου. Από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του κτιρίου και του εσωτερικού του οικήματος διαπιστώθηκε ότι ο δράστης φαινόταν στο κλειστό κύκλωμα και αναγνωρίστηκε από μέλη της Αστυνομίας ως ο κατηγορούμενος αφού ήταν γνωστό πρόσωπο στις Αρχές. Την 25.8.25 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου και συνελήφθηκε την ίδια μέρα όπου έδωσε θεληματική κατάθεση και παραδέχθηκε ενοχή.

 

Γεγονότα όσον αφορά τη 2η κατηγορία:  Την 23.8.25 και ώρα 00:35 καταγγέλθηκε τηλεφωνικώς από τον ιδιοκτήτη της κατοικίας Χαράλαμπο Μουσκοβία στην οδό Θησέως 3 στην Αραδίππου ότι την ίδια μέρα και ώρα 00:30 μόλις επέστρεψε στην οικία του και ήταν έτοιμος να σταθμεύσει το αυτοκίνητο του είδε να εξέρχεται της κατοικίας του ο κατηγορούμενος τον οποίο γνωρίζει προσωπικά και τον ακολούθησε τρέχοντας για να τον σταματήσει. Ο κατηγορούμενος διέφυγε. Επίσης εξασφαλίστηκε μαρτυρία ότι στην οδό Θησέως 3 στην Αραδίππου ενώ η ΜΚ 3 η οποία ήταν φροντίστρια, η κυρία Chandana Saman Kumara η οποία ήταν φροντίστρια του πατέρα του κυρίου Χαράλαμπου Μουσκοβία ενώ κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα της ξύπνησε από θόρυβο και άκουσε εντός του υπνοδωματίου ότι υπήρχε πρόσωπο και έψαχνε τα πράγματα τους. Ο κατηγορούμενος αναζητήθηκε, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης την ίδια μέρα και 24.8.25  συνελήφθηκε όπου έδωσε θεληματική κατάθεση και ανέφερε ότι διέρρηξε την πιο πάνω κατοικία πετυχαίνοντας είσοδο από την πόρτα της κουζίνας της οικίας του κυρίου Μουσκοβία.

 

Γεγονότα όσον αφορά την υπόθεση 2013/25: Την 8.1.24 καταγγέλθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου από την Rajvinder Kaur ότι περί ώρα 07:30 ενώ κοιμόταν στο υπνοδωμάτιο της κατοικίας της αντιλήφθηκε εντός του δωματίου έναν νεαρό άνδρα όπου φαινόταν το πρόσωπο του να κρατά το πορτοφόλι της το οποίο περιείχε χρηματικό ποσό 800 ευρώ και ακολούθως να φεύγει από την κατοικία της πεζός, τράπηκε σε φυγή πεζός. Η κυρία Kaur έκανε έλεγχο στην κατοικία και διαπιστώθηκε ότι κλάπηκαν όλα όσα αναφέρονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας. Μέλη του ΤΑΕ Λάρνακας μετέβηκαν στην κατοικία και διαπίστωσαν ότι ο δράστης πέτυχε είσοδο και έξοδο από την κατοικία με τον εξής τρόπο. Εισήλθε εντός της αυλής από ανοικτή δίοδο, ακολούθως ανέβηκε από τη μεταλλική σκάλα στον εξωτερικό διάδρομο των δωματίων και πέτυχε είσοδο στο υπνοδωμάτιο της κυρίας Kaur ανοίγοντας την κλειστή αλλά ξεκλείδωτη πόρτα του υπνοδωματίου σπρώχνοντας τον σχετικό μηχανισμό που υπήρχε. Ακολούθως φιλικό πρόσωπο της παραπονούμενης της υπέδειξε μια φωτογραφία από το προφίλ στο facebook η οποία φωτογραφία ανήκε στον κατηγορούμενο και η παραπονούμενη τον αναγνώρισε ως το πρόσωπο που διέπραξε τη διάρρηξη στην κατοικία. Εξασφαλίστηκε δικαστικό ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορουμένου και έδωσε θεληματική κατάθεση όπου παραδέχθηκε ενοχή. Να αναφέρω ότι σε καμιά από τις 3 διαρρήξεις στις οποίες έχω αναφερθεί δεν εντοπίστηκαν τα κλοπιμαία. 

 

Τέθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες ως αυτές περιγράφονται στο ποινικό  μητρώο του Κατηγορούμενου που κατατέθηκε ως Έγγραφο Χ:

 

(1)      Στις 5/7/2022 καταδικάστηκε στην υπόθεση 4604/22 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας σε 3 κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός, 1 κατηγορία διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, 1 κατηγορία για διάρρηξη κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, 1 κατηγορία για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή με ημερομηνία αδικημάτων από 21/11/2019 – 12/12/2019 και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 24 και 18 μηνών. Επίσης λήφθηκε υπόψη και η 4603/22 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας η οποία αφορούσε 5 κατηγορίες για διάρρηξη κτιρίου, κακόβουλη ζημιά και διάρρηξη κατοικίας εν καιρώ νυκτός. Αποφυλακίστηκε μετά από προεδρική χάρη για ¼ της ποινής του υπό όρους διάρκειας αναστολής 3 ετών.

 

(2)      Στις 22/2/24 καταδικάστηκε στην υπόθεση 1119/24 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας για διάρρηξη κατοικίας εν καιρώ νυκτός με ημερομηνία διάπραξης αδικήματος 27/1/24. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών και ενεργοποιήθηκε ποινή φυλάκισης 30 ημερών η οποία ήταν διαδοχική. Ενεργοποιήθηκε επίσης και ποινή φυλάκισης 146 ημερών που δόθηκε στον κατηγορούμενο προεδρική χάρη στην 4604/22.

 

Για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από τον κατηγορούμενο. Αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος είναι 28 ετών και κατάγεται από τη Λάρνακα. Οι γονείς του χώρισαν το 2015. Ο πατέρας του είναι 63 ετών και η μητέρα του 55 ετών τέλεσε δεύτερο γάμο και διαμένει στο Λονδίνο. Έχει 3 ενήλικα αδέλφια. Ο κατηγορούμενος εγκατέλειψε το σχολείο μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο για να εργαστεί. Εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως μηχανικός αυτοκινήτων και στη συνέχεια υπηρέτησε στην εθνική φρουρά. Μετά την ολοκλήρωση της θητείας του μετέβη στην Αγγλία όπου εργάστηκε για 3 χρόνια σε ταχυφαγείο. Σε ότι αφορά την κατάσταση της υγείας του παρουσιάζει προβλήματα ψυχικής υγείας και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Πριν τη σύλληψή του διέμενε με τον πατέρα του, τα 2 αδέλφια του και τη σύζυγο του ενός αδελφού του, τα 4 παιδιά του αδελφού του και τα 2 παιδιά της αδελφής του. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος απολογήθηκε δια ζώσης και εξέφρασε την πρόθεση να επιστρέψει τα χρήματα στους ιδιοκτήτες τους.

Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Στην υπό εξέταση περίπτωση, σε ότι αφορά το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής προνοείται ποινή φυλάκισης επτά χρόνων. Σε ότι αφορά το αδίκημα της διάρρηξης εν καιρώ νυκτός, η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης των 10 ετών.

 

Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή».  Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).

 

Χωρίς αμφιβολία, τόσο το αδίκημα της διάρρηξης εν καιρώ νυκτός όσο και το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής στα οποία έχει βρεθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, είναι σοβαρά. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα και βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, γεγονός για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023).

 

Σύμφωνα δε με τη νομολογία, σε αδικήματα της εξεταζόμενης φύσης, πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές λόγω του ότι οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα, είναι στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας, δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαταράσσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών (βλ. Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ 565, Παναγίδη ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 104, 106, Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272, Balampanidιs ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 210/18, ημερομηνίας 10/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B178 και Manga Ekole v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 108/2021, 15/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B62).

 

Στην υπόθεση Gheorghe Lucian και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 824, επισημάνθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

 

«Στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με υποθέσεις διάρρηξης και κλοπής, επανατονίσθηκε, η χωρίς σημεία κάμψης συνεχόμενη αυξητική τάση των διαρρήξεων και κλοπών, γεγονός που κλονίζει την ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης ενός εύνομου κράτους, (Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 146). Παρόμοια επισήμανση ως προς το γεγονός ότι αδικήματα της φύσεως αυτής απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβάλλονται να πρέπει να είναι αποτρεπτικές, έγινε και στις υποθέσεις Bukowski και άλλος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 92. 

Αναφορά μπορεί να γίνει και στην Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272 στην οποία το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της ποινής των τριών ετών που επιβλήθηκε σε άτομο ηλικίας 23 ετών με λευκό ποινικό μητρώο για έξι διαρρήξεις και κλοπές που απέφεραν στον εφεσείοντα τιμαφλή και μετρητά ύψους €64.000 περίπου, από τα οποία τίποτε δεν επιστράφηκε στους δικαιούχους. Το Εφετείο τόνισε εκ νέου ότι κλοπές, διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα παραμένουν στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας, χωρίς σημεία κάμψης. Τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα εφόσον δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαταράσσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.

 

Περαιτέρω, στην ακόμη πιο πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Bezanidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, όχι μόνο επιβεβαιώθηκαν τα πιο πάνω, αλλά έγινε αναφορά και στις υποθέσεις Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 485, στις οποίες τονίστηκε η ανάγκη για αποτροπή τόσο των ιδίων των παραβατών, όσο και της αναχαίτησης τρίτων από τη διάπραξη ομοίων ή παρομοίων εγκλημάτων. Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ιδίων των αδικημάτων.»

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση Hussein v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση αρ.252/18 ημερ. 31.05.19, ECLI:CY:AD:2019:B206, επισημάνθηκε εκ νέου η ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης αδικημάτων αυτής της φύσης:

 

«Υπάρχει πλούσια νομολογία στην οποία τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Στην υπόθεση Ahmed Saadi v. Αστυνομίας ECLI:CY:AD:2016:B300, Ποιν. Έφ. 308/14 ημερ. 24/6/2016 που αφορούσε επίσης σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής:

 

«Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα,  (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).»

 

Σε αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών, στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη η αξία της κλαπείσας περιουσίας και τυχόν επιστροφή, έστω μέρους αυτής, ή η αποζημίωση του θύματος (βλ. Τσιλικίδης (ανωτέρω) και Τζιαμά ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 17/2017, ημερομηνίας 18.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B468). Περαιτέρω, μέσα από τη νομολογία προκύπτει ότι προσμετρά επιβαρυντικά στην επιμέτρηση, η με συστηματικό τρόπο τέλεση των αδικημάτων των διαρρήξεων και κλοπών (βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47 και Σωκράτους ν Δημοκρατίας (2016) 2Α ΑΑΔ 167), η τάση επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς (βλ. Φραντζίδης ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 146), η πρόκληση ζημιών σε περιουσία ή τραυματισμών σε ενοίκους (βλ. Χρίστου ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 85 και Τράντας ν. Αστυνομίας (2016) 2Β ΑΑΔ 1116) ως επίσης και η ύπαρξη προσχεδιασμού (βλ. Lungu ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 545).

 

Στρεφόμενη στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων όπως αυτές προκύπτουν από τα γεγονότα που εκτέθηκαν ενώπιον μου, σημειώνω ότι δεν εντοπίζεται η ύπαρξη ιδιαίτερου προσχεδιασμού από πλευράς του Κατηγορούμενου, ο οποίος ενήργησε μόνος του. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι η κλοπιμαία περιουσία δεν εντοπίστηκε ούτε επιστράφηκε, παρά την εκφρασθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου πρόθεση του κατηγορούμενου για επιστροφή των κλοπιμαίων. Περαιτέρω, ενώ ο κατηγορούμενος έγινε αντιληπτός από τον ιδιοκτήτη της οικίας στην περίπτωση της 2ης κατηγορίας ο οποίος τον ακολούθησε τρέχοντας για να τον σταματήσει, εντούτοις ο κατηγορούμενος διέφυγε σε μία προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών του.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την εκφρασθείσα εκ μέρους του λύπη και απολογία του για τη συμπεριφορά και τις πράξεις του, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, ενώπιον των οποίων παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων, συμβάλλοντας έτσι στην ταχεία ολοκλήρωση της διερεύνησης της υπόθεσης, τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας καθώς και τα όσα ο ίδιος ανέφερε επιπρόσθετα δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου. Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας (βλ. Gheorghe Lucian και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Στην Balampanidιs (ανωτέρω) λέχθηκε χαρακτηριστικά ότι σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών «ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής

 

Δεν παραγνωρίζω, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες, οι οποίες αφορούν παρόμοιας φύσεως αδικήματα, σημειώνοντας παράλληλα ότι η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών είναι παράγοντας ο οποίος περιορίζει το βαθμό επιείκειας που το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει στον κατηγορούμενο αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου, αφού οι προηγούμενες καταδίκες αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού που επιδεικνύει ένας κατηγορούμενος έναντι των νόμων της Πολιτείας (βλ. Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 2/19 ημ. 25/2/2021 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 79/2019 ημ. 27/04/2021, ECLI:CY:AD:2021:B173).

 

Στην υπόθεση  Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565 επαναλήφθηκαν τα εξής:

 

«Αποτελεί θέση της νομολογίας μας ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης. Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει (Βλ. Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, 250, 251, Περικλέους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5977/22.2.96). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ματθαίου Άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, 8, 9, Stratos and Another v. Police 17 C.L.R. 73 και Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).»

 

Οι προηγούμενες λοιπόν καταδίκες του κατηγορούμενου δεν τίθενται για να τιμωρηθεί για αδικήματα για τα οποία έχει ήδη τιμωρηθεί, αλλά επηρεάζει την επιείκεια που θα τύγχανε αν δεν βαρυνόταν με αυτές. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί στο πλαίσιο της στάσης και του σεβασμού του προς τον Νόμο, ότι τόσο οι προηγούμενες καταδίκες του όσο και η υπόθεση που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου και λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο για σκοπούς επιβολής ποινής αφορούν αδικήματα κατά της περιουσίας. Από τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου προβάλλει η ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου αφού μετά την πρόσφατη αποφυλάκιση του συνέχισε την ίδια παραβατική συμπεριφορά.

 

Σε σχέση προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση του τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νου πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1), παραθέτω ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές  και τις ακόλουθες αποφάσεις.

 

 

Στην υπόθεση Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 313, ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής στο αδίκημα της διάρρηξης οικίας εν καιρώ νυκτός κατά παράβαση των άρθρων 291, 292(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Είχε τρεις προηγούμενες καταδίκες, επέδειξε έμπρακτη μεταμέλεια αφού συνεργάστηκε με την Αστυνομία για απόδοση των κλοπιμαίων και είχε δύο ανήλικα τέκνα. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση και χαρακτηρίστηκε επιεικής.

 

Στην υπόθεση Ευγενίου & άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 499 οι εφεσείοντες με τη δική τους παραδοχή βρέθηκαν ένοχοι στην κατηγορία διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 292(α), 255 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. Στην περίπτωση του πρώτου εφεσείοντος λήφθηκαν υπόψη τρείς παρόμοιες εκκρεμείς υποθέσεις και στην περίπτωση του δευτέρου έξι. Περαιτέρω, ο πρώτος εφεσείων βαρυνόταν με 5 προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα και ο δεύτερος με 2. Επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ½ ετών στον κάθε εφεσείοντα η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

 

Στην υπόθεση Κλεοβούλου ν Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 485, o κατηγορούμενος, ηλικίας 27 ετών, κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής του, σε τέσσερις κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.Το σύνολο της κλαπείσας περιουσίας ανήρχετο στο πόσο των £2.795 από το οποίο επιστράφηκε ποσό £760.  Ο κατηγορούμενος βαρύνετο με πέντε προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα. Επίσης, λήφθηκαν υπόψη 10 παρόμοιες υποθέσεις όπως και μια άλλη που αφορούσε κλοπή οχήματος. Επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 ετών, η οποία δεν κρίθηκε υπερβολική.

 

 

Στην υπόθεση Piliev ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 587, ο κατηγορούμενος, λευκού ποινικού μητρώου, κρίθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε πέντε συνολικά κατηγορίες, ήτοι σε δύο για διάρρηξη κατοικίας, κατά παράβαση των Άρθρων 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δύο για κλοπή από κατοικία, κατά παράβαση του Άρθρου 266(β) του Κεφ. 154 και μία για παραμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ανευρέθη μόνο μικρό μέρος των κλοπιμαίων. Επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων σε σχέση με τις κατηγορίες της διάρρηξης κατοικίας η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

 

Στην υπόθεση Ilie κ.ά ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 280 οι τρεις κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν παραδοχής σε αδικήματα διάρρηξης κατοικίας και κλοπής. Διέρρηξαν και εισήλθαν στην οικία συγκεκριμένου προσώπου με σκοπό την κλοπή και έκλεψαν από την οικία αυτή το ποσό των 680 και ρολόγια και χρυσαφικά αξίας περίπου €220, περιουσία του κατόχου της κατοικίας. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών και 18 μηνών οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

 

Στην Vedat Huseyin ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 787, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής  σε τρεις κατηγορίες αναφορικά με κλοπή ποσού €370, συνομωσία προς διάπραξη του εν λόγω αδικήματος, και παράνομη κατοχή περιουσίας σε σχέση με ποσό €955 το οποίο ανευρέθη στο πρόσωπο του και για το οποίο υπήρχε, σύμφωνα με την κατηγορία, εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαίο. Επικυρώθηκε κατ’ έφεση η επιβολή ποινής φυλάκισης 18 μηνών για το αδίκημα της κλοπής και τεσσάρων μηνών στην κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, οι οποίες διατάχθηκαν όπως συντρέχουν ενώ στην κατηγορία της συνομωσίας δεν επιβλήθηκε ποινή. Ο κατηγορούμενος βαρυνόταν με δύο προηγούμενες καταδίκες για κλοπή και λήφθηκε υπόψη και άλλη υπόθεση κλοπής. Ήταν πατέρας πέντε παιδιών και η κλοπιμαία περιουσία επιστράφηκε.

 

Στην υπόθεση Τσιλικίδης ν Αστυνομίας (ανωτέρω), επιβλήθηκε, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκισης τριών ετών για τρεις διαρρήξεις κατοικίας και τρείς κλοπές από κατοικία σε πρόσωπο ηλικίας 23 ετών, λευκού ποινικού μητρώου, με δυσμενείς προσωπικές περιστάσεις. Ο κατηγορούμενος αποκόμισε περιουσία αξίας €64.000, εκ της οποίας τίποτα δεν επιστράφηκε στους δικαιούχους. Η ποινή επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

 

Στην υπόθεση Gheorghe Lucian και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για διάρρηξη κατοικίας κατά τη διάρκεια νύκτας, απλή διάρρηξη κατοικίας, διάρρηξη καταστήματος με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και κλοπή με την αξία της κλοπιμαίας περιουσίας να ανέρχεται σχεδόν στις €150.000, από τα οποία πολύ ελάχιστα εντοπίστηκαν. Τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης τεσσερισήμισι, τεσσάρων, τρεισήμισι και δύο ετών οι οποίες επικυρώθηκαν κατ' έφεση. Η δράση τους κάλυψε  ένα χρονικό διάστημα περίπου 12 μηνών, κατά το οποίο δρούσαν είτε από κοινού, είτε μόνοι τους, διαρρηγνύοντας αδιάκριτα καταστήματα, κατοικίες και δωμάτια ξενοδοχείων. Είχε τονισθεί ότι επρόκειτο για μια οργανωμένη, συστηματική και ανεξέλεγκτη εγκληματική δράση, η οποία αναχαιτίστηκε μόνο λόγω της σύλληψης τους από την αστυνομία.

 

Στην Hussein ν Αστυνομίας Ποινική Έφεση 252/2018, ECLI:CY:AD:2019:B206, ημερομηνίας 31.5.2019, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής του, σε έξι κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπής και σε τέσσερις κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας  με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος. Λήφθηκαν επίσης υπόψη τα γεγονότα άλλων τριών υποθέσεων. Το σύνολο της κλαπείσας περιουσίας ανερχόταν στο ποσό των €30.000 και ουδέν ποσό επιστράφηκε στους δικαιούχους. Επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

 

Κρίνω, περαιτέρω, σκόπιμο να επισημάνω, στο σημείο αυτό, ότι, όταν λαμβάνονται υπόψη και άλλες υποθέσεις, το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο από εκείνην που θα επέβαλλε εάν είχε ενώπιον του μόνο ένα κατηγορητήριο (βλ. Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 ΑΑΔ 598 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 382).

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, στρέφομαι στο σημείο αυτό στο ζήτημα της αρμόζουσας, υπό τις περιστάσεις, ποινής για τον Κατηγορούμενο.

 

Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον Κατηγορούμενο είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τον Κατηγορούμενο είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.

 

Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στον Κατηγορούμενο θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου, αλλά και επίδοξων παραβατών, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας.

Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στον Κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:

 

Στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 18 μηνών.

Στη δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 24 μηνών.

 

Δεδομένου ότι πρόκειται για αδικήματα ίδιας φύσης, τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.

 

Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.

 

Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία  στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης του Κατηγορούμενου. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου αφενός και την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.

 

Στην επιμέτρηση της ποινής του Κατηγορούμενου στην παρούσα υπόθεση λήφθηκε υπόψη η υπόθεση αρ. 2013/2025 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 117 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης του Κατηγορούμενου, μειώνονται κατά το χρονικό διάστημα που αυτός βρίσκεται σε προφυλάκιση, ήτοι από την 29/08/2025

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο