ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ALEXANDRU IOVAN, Αρ. Yπόθεσης: 9061/2025, 30/9/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ALEXANDRU IOVAN, Αρ. Yπόθεσης: 9061/2025, 30/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.

Αρ. Yπόθεσης: 9061/2025

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

ν.

ALEXANDRU IOVAN

Κατηγορούμεvος

 

Ημερομηνία: 30 Σεπτεμβρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Ε. Γιακουμεττή.

Για τον Κατηγορούμενο: Ο κ. Κ. Ανδρέου.

Κατηγορούμενος: παρών.

 

ΠΟΙΝΗ

 

Ο κατηγορούμενος έχει βρεθεί ένοχος με δική του παραδοχή στο αδίκημα της απόδρασης προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση κατά παράβαση του άρθρου 128 (β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (2η κατηγορία), της κατοχής επιθετικού οργάνου κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 (1) του περί Επιθετικών Όπλων (Απαγόρευση) Νόμου, Κεφ.159 (4η κατηγορία), της αντίστασης κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά παράβαση του άρθρου 244 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (8η και 9η κατηγορία) και της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (10η κατηγορία).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι ο κατηγορούμενος στις 18/07/2025 και περί ώρα 12:50 στην οδό Αρμένικης Εκκλησίας στη Λάρνακα, ενώ βρισκόταν υπό νόμιμη κράτηση, απέδρασε από τη νόμιμη κράτηση. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι στις 18/07/2025 και περί ώρα 12:15 στην οδό Αρμένικης Εκκλησίας στη Λάρνακα επί σκοπώ καταδολίευσης του Α/Αστ. 2375 Α. Ελευθερίου της Ποδηλατικής Αστυνόμευσης Λάρνακας ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 4ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι στις 18/07/2025 και περί ώρα 12:50 στην οδό Αρμένικης Εκκλησίας χωρίς εύλογη αιτία κατείχε σε δημόσιο χώρο επιθετικό όργανο, ήτοι ένα μαχαίρι. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 8ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι στις 18/07/2025 στην οδό Καλογερά στην Επαρχία Λάρνακας αντιστάθηκε κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του δηλαδή του Α/Αστ. 2375 Α. Ελευθερίου της Ποδηλατικής Αστυνόμευσης Λάρνακας. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 9ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 8η κατηγορία αντιστάθηκε κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του δηλαδή του Α/4068 Α. Βαρνάβα της Ποδηλατικής Αστυνόμευσης Λάρνακας. Τέλος, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 10ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι στις 18/07/2025 στην οδό Καλογερά στην Επαρχία Λάρνακας παράνομα επιτέθηκε στον Α/Αστ. 2375 Α. Ελευθερίου και προξένησε σε αυτόν πραγματική σωματική βλάβη.

 

Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε επίσης τις κατηγορίες 3, 5, 6, 7, 11, 12 και 13 σε σχέση με τις οποίες ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε την ποινική δίωξη και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε από αυτές.

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων, τέθηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής και παρατίθενται αυτολεξεί:

 

Γεγονότα στις κατηγορίες 1, 2, 4, 8, 9 και 10: Την 18.7.25 και περί ώρα 12:15 μέλη της ποδηλατικής αστυνόμευσης Λάρνακας ήτοι η ΜΚ1 και ΜΚ2 επί του κατηγορητηρίου διενεργούσαν περιπολία στη Λάρνακα όπου εντόπισαν τον κατηγορούμενο να βρίσκεται ως οδηγός σε όχημα και όταν τον πλησίασαν και του ζήτησαν να παρουσιάσει άδεια οδήγησης και ασφάλεια ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι δεν είχε οποιαδήποτε έγγραφα στην κατοχή του και ότι το όνομα του είναι Dinca Ion από τη Ρουμανία. Ο ΜΚ2 επί του κατηγορητηρίου προχώρησε σε σωματικό έλεγχο στον κατηγορούμενο και εντόπισε στην αριστερή τσέπη του παντελονιού του ένα ανοικτό μαχαίρι με μυτερή άκρη. Ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε ότι είναι υπό σύλληψη και κατά την προσπάθεια του ΜΚ1 να του περάσει χειροπέδες ο κατηγορούμενος άρχισε να τρέχει και ο ΜΚ1 επί του κατηγορητηρίου τον καταδίωξε για περίπου 400 μέτρα όπου κατάφερε να τον ανακόψει στην οδό Καλογερά στη Λάρνακα. Κατά τη διάρκεια της σύλληψης ο κατηγορούμενος αντέδρασε, αντιστάθηκε και έσπρωχνε και χτυπούσε τους αστυφύλακες. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος δάγκωσε στο δεξί χέρι τον Α/Αστυφύλακα 2375 Αχιλλέα Ελευθερίου και όταν εξετάστηκε από γιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας των Πρώτων Βοηθειών διαπιστώθηκε ότι ο κύριος Ελευθέριου έφερε δήγμα στον δεξί αντίχειρα και στον αντιβραχίονα. Ακολούθως ο κατηγορούμενος συνελήφθηκε και κατά την ταυτοποίηση των στοιχείων του διαπιστώθηκε ότι τα πραγματικά του στοιχεία είναι αυτά που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο ήτοι ως το πρόσωπο που αναφέρεται στη δεύτερη κατηγορία όπως προανέφερα.  Ο κατηγορούμενος κατάγεται από τη Ρουμανία.

 

Τέθηκε επίσης από τη Κατηγορούσα Αρχή ότι ο Κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.

 

Για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 30 ετών και είναι άνεργος. Πριν τη σύλληψη του διέμενε σε ενοικιαζόμενο υποστατικό στη Λάρνακα με 3 φίλους του για να μοιράζονται το ενοίκιο.  Έχει 3 ανήλικα παιδιά, ένα αγόρι 11 ετών που ζει στη Ρουμανία, ακόμα ένα αγόρι 3 ετών που ζει στην Κύπρο με τη μητέρα του και ένα κορίτσι 2 ετών που επίσης ζει στην Κύπρο με τη μητέρα του.  Ο κατηγορούμενος παντρεύτηκε 16 ετών στη Ρουμανία και απέκτησε ένα γιο στα 20 του χρόνια. Ακολούθως ήρθε στην Κύπρο όπου και δούλεψε για 1,5 έτος σε εταιρεία εγκατάστασης ανελκυστήρων. Μετά ξεκίνησε τη χρήση ουσιών κάνναβης και κοκαΐνης. Σταμάτησε τη δουλειά του για να απασχολείται περιστασιακά στις οικοδομές.  Απέκτησε ακόμη 2 παιδιά στην Κύπρο με 2 διαφορετικές γυναίκες. Πριν 4 χρόνια σταμάτησε εντελώς την εργασία του λόγω χρήσης μεθαμφεταμίνης και το 2022 εντάχθηκε σε πρόγραμμα απεξάρτησης το οποίο ολοκλήρωσε με επιτυχία. Το επόμενο όμως διάστημα ξεκίνησε ξανά τη χρήση ουσιών. Περαιτέρω, ανέφερε ότι κατά τη σύλληψή του ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και κοκαΐνης.

 

Περαιτέρω, ο κ. Ανδρέου ανέφερε επιπρόσθετα ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε μια περίοδο όπου η όλη ψυχολογική κατάσταση του δεν ήταν καλή. Όταν τον ρώτησαν ποιο ήταν το όνομα του ανέφερε κάποιο όνομα, όμως όταν οδηγήθηκε στα γραφεία της Αστυνομίας ανέφερε το πραγματικό του όνομα. Εισηγήθηκε ότι αυτού του είδους η πλαστοπροσωπία διαφέρει από τις περιπτώσεις που παρουσιάζονται στα δικαστήρια είτε πλαστά διαβατήρια είτε γίνεται προσπάθεια να ξεγελάσουν τις Αρχές.  Ήταν μια στιγμιαία, όπως ανέφερε, αναφορά ενός ονόματος που όταν οδηγήθηκε στην Αστυνομία αναφέρθηκε το πραγματικό του όνομα. Περαιτέρω, ο κ. Ανδρέου ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος λυπάται για την απώλεια αυτοελέγχου εκείνης της στιγμής και την απερισκεψία που επέδειξε και ήταν μια στιγμιαία απώλεια αυτοελέγχου. Ο κατηγορούμενος απολογήθηκε, συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές και προέβη σε άμεση παραδοχή. Ο κ. Ανδρέου πρόσθεσε ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου, βρίσκεται στην Κύπρο τα τελευταία 10 χρόνια και δεν έχει απασχολήσει τις αστυνομικές αρχές.

 

Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Στην υπό εξέταση περίπτωση, σε ότι αφορά το αδίκημα της απόδρασης προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση κατά παράβαση του άρθρου 128 (β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), προνοείται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη. Σε ότι αφορά το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας (2η κατηγορία) το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και τις δύο αυτές ποινές. Σε ότι αφορά το αδίκημα της κατοχής επιθετικού οργάνου κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 (1) του περί Επιθετικών Όπλων (Απαγόρευση) Νόμου, Κεφ.159 (4η κατηγορία), προνοείται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και οι δύο αυτές ποινές. Σε ότι αφορά το αδίκημα της αντίστασης κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά παράβαση του άρθρου 244 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (8η και 9η κατηγορία) προνοείται ποινής φυλάκισης δύο χρόνων. Τέλος, σε ότι αφορά το αδίκημα της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (10η κατηγορία), προνοείται ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.

 

Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή».  Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).

 

Χωρίς αμφιβολία, τα αδικήματα στα οποία έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, είναι σοβαρά. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα και βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, γεγονός για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023).

 

Προκύπτει, συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η ανάγκη επιβολής ποινών οι οποίες να είναι ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων και να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής, τόσο του ίδιου του παραβάτη, όσο και του κοινού από τη διάπραξη τους (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).

 

Σε ότι αφορά τις περιστάσεις διάπραξης των επίδικων αδικημάτων, ο κατηγορούμενος όταν κλήθηκε από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές να παρουσιάσει τα απαραίτητα έγγραφα σε σχέση με την άδεια οδήγησης και ασφάλεια ανέφερε ότι δεν είχε οποιαδήποτε έγγραφα και ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο. Όταν πληροφορήθηκε ότι τελεί υπό σύλληψη ενόψει του ότι κατείχε στην τσέπη του παντελονιού του μαχαίρι, κατά την προσπάθεια των αρμόδιου αστυφύλακα να του περάσει χειροπέδες αυτός απέδρασε. Έλαβε μάλιστα χώρα καταδίωξη του κατηγορούμενου για απόσταση περίπου 400 περίπου μέτρων μέχρι να καταστεί δυνατή η ανακοπή και σύλληψη του. Κατά τη σύλληψη του ο κατηγορούμενος αντιστάθηκε, σπρώχνοντας και χτυπώντας τους αστυφύλακες και περαιτέρω δάγκωσε τον αρμόδιο Α/Αστυφύλακα 2375 Α. Ελευθερίου προκαλώντας δήγμα στον δεξί αντίχειρα και στον αντιβραχίονα του.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου το λευκό του ποινικό μητρώο (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας v. Λουκά (1992) 2 ΑΑΔ 241, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22, Κύρκος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 211), την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την απολογία και την εκφρασθείσα μεταμέλεια του, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, στο περιεχόμενο της οποίας έγινε αναφορά ανωτέρω καθώς και τα όσα επιπρόσθετα ανέφερε δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος του και στα οποία έχω αναφερθεί πιο πάνω.

 

Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με τη θέση του Κατηγορούμενου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Κατηγορούμενος τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών και μέθης, αν και λαμβάνεται υπόψη ο πιο πάνω παράγοντας ως μετριαστικός, υπό την έννοια ότι η κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλης οδήγησε στην απώλεια αυτοελέγχου του Κατηγορούμενου, αποδίδεται στη κατάσταση του αυτή μειωμένη βαρύτητα, υπό το φως του συνόλου των γεγονότων και της συμπεριφοράς του, όπως αυτή καθορίστηκε στο πλαίσιο των γεγονότων (βλ. Φαναράς κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194).

 

Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον Κατηγορούμενο είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τον Κατηγορούμενο είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.

 

Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στον Κατηγορούμενο θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου, αλλά και επίδοξων παραβατών, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας.

 

Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στον Κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:

 

Στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών.

 

Στη δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

 

Στην τέταρτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

 

Στην όγδοη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

 

Στην ένατη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

 

Στη δέκατη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

 

Δεδομένου ότι πρόκειται για αδικήματα ίδιας φύσης, τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.

 

Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.

 

Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία  στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης του Κατηγορούμενου. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου αφενός και την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 117 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης του Κατηγορούμενου, μειώνονται κατά το χρονικό διάστημα που αυτός βρίσκεται σε προφυλάκιση, ήτοι από την 21/07/2025

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο