ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Yπόθεσης: 9526/2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν.
AMVIKO BONTE
Κατηγορούμεvη
Ημερομηνία: 19 Σεπτεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Ε. Γιακουμεττή.
Για την Κατηγορούμενη: Αυτοπροσώπως.
Κατηγορούμενος παρούσα.
ΠΟΙΝΗ
Η Κατηγορούμενη έχει κριθεί ένοχη κατόπιν δικής της παραδοχής σε 2 κατηγορίες για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία) και το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (2η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, η Κατηγορούμενη παραδέχθηκε ότι, στις 21/08/2025 και περί ώρα 19:30 στο Αεροδρόμιο Λάρνακας στη Λάρνακα εν γνώση της και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό δελτίο ταυτότητας Γαλλίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας, η Κατηγορούμενη παραδέχθηκε ότι, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία επί σκοπώ καταδολίευσης του Αστ. 1174 Ν. Παπαθανασίου του Κ.Ε.Δ. Αεροδρομίου Λάρνακας ψευδώς παρέστησε τον εαυτό της ως άλλο πρόσωπο.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων έχουν τεθεί από πλευράς κατηγορούσας αρχής και τα παραθέτω αυτολεξεί:
«Την 21.8.25 η κατηγορούμενη παρουσιάστηκε στο Αεροδρόμιο Λάρνακος για να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Παρουσίασε δελτίο ταυτότητας Γαλλίας ως αυτό αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας. Το εν λόγω έγγραφο δεν ανταποκρινόταν στις δικλείδες ασφαλείας και διαπιστώθηκε ότι ήταν εξ ολοκλήρου πλαστό. Η κατηγορούμενη ανακρινόμενη ανέφερε ότι τα πραγματικά της στοιχεία είναι αυτά επί του κατηγορητηρίου, ότι ψευδώς παρέστησε τον εαυτό της ως άλλο πρόσωπο ήτοι ως το πρόσωπο που αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας. Η κατηγορούμενη κατάγεται από το Κόνγκο και βρίσκεται στη Δημοκρατία με το εξής καθεστώς, ήταν αιτήτρια ασύλου, το αίτημα της απορρίφθηκε πρωτοβάθμια το 2022 και ακολούθως υπέβαλε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας η οποία προσφυγή εκκρεμεί μέχρι σήμερα».
Έχει επίσης τεθεί ότι η κατηγορούμενη δεν βαρύνεται με οποιεσδήποτε προηγούμενες καταδίκες.
Για σκοπούς επιμέτρησης και επιβολής ποινής έχει ετοιμαστεί έκθεση του Γραφείου Ευημερίας όπου καταγράφονται οι προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις της κατηγορούμενης.
Η κατηγορούμενη είναι 24 ετών, άνεργη και κατάγεται από το Κονγκό. Δεν φοίτησε σε σχολείο στη χώρα καταγωγής της. Οι γονείς της απεβίωσαν καθώς επίσης και ο ένας αδελφός της. Από σχέση που διατηρούσε με 40χρονο ομοεθνή της απέκτησε ένα παιδί 8 ετών σήμερα. Το ανήλικο παιδί της βρίσκεται στο Κονγκό και φροντίζεται από φίλη της μητέρας της. Το παιδί της δεν έχει καμία επικοινωνία με τον πατέρα του, ο οποίος την εκφόβιζε, την απειλούσε και την εκμεταλλευόταν σεξουαλικά. Η ίδια δεν εργαζόταν και αναγκαζόταν να διαμένει μαζί του για να της καλύψει τις βασικές της ανάγκες. Ο λόγος που αποφάσισε να έρθει στην Κύπρο και στη συνέχεια να μεταβεί στη Γαλλία ήταν για να ξεφύγει από τον συγκεκριμένο άντρα. Όπως περαιτέρω αναφέρεται στην έκθεση, ερωτηθείσα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με τη λειτουργό του γραφείου Ευημερίας εάν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας αυτή απάντησε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα. Στη συνέχεια ενημέρωσε τον επί καθήκοντι αστυνομικό ότι αντιμετωπίζει φυματίωση.
Η κατηγορούμενη, αγορεύοντας για σκοπούς μετριασμού της ποινής της υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης του γραφείου ευημερίας και επιπρόσθετα εξέφρασε την επιθυμία της να απολογηθεί. Ανέφερε ότι είναι πολύ νεαρή και ότι έκανε λάθος. Δεν βρήκε στήριξη, ήταν μόνη της, είναι μικρή, έχει χάσει τους γονείς της και ήθελε να φύγει να πάει κάπου όπου θα μπορούσε να επιβιώσει. Έλαβε αρνητική απάντηση στην αίτηση της, δεν θεωρούσε ότι ήταν νόμιμη στην Κύπρο και ήθελε να πάει σε άλλη χώρα για ένα καλύτερο μέλλον.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία έχει βρεθεί ένοχη η κατηγορούμενη είναι σοβαρά. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639).
Για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (1η κατηγορία) το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας (2η κατηγορία) το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και τις δύο αυτές ποινές.
Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).
Σύμφωνα δε με τη νομολογία, όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου συνίσταται ή ενέχει το στοιχείο της εξαπάτησης κρατικών αρχών προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, το αδίκημα θεωρείται περισσότερο σοβαρό (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1997) 2 ΑΑΔ 123, Kindada v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, 16/3/2022). Επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, επίσης, η απόκτηση οικονομικού οφέλους συνεπεία της πλαστογραφίας, η υψηλή αξία του οικονομικού οφέλους, η ύπαρξη προσχεδιασμού και αν η επιδειχθείσα συμπεριφορά ήταν επαναλαμβανόμενη (βλ. Michaelides v. Republic (1965) 2 CLR 113). Όπως τονίσθηκε στην Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 36 τα αδικήματα της πλαστογραφίας εγγράφου και της κυκλοφορίας πλαστογραφημένου εγγράφου «έχουν το στοιχείο της σοβαρής παρανομίας και της εξαπάτησης αρχών και ατόμων». Στοχεύουν στο να καταστήσουν δυνατή τη διακίνηση ανθρώπων με πλαστή ταυτότητα από χώρα σε χώρα.
Περαιτέρω, τα αδικήματα στα οποία κρίθηκε ένοχη η Κατηγορούμενη βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, κάτι που προκύπτει και από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023).
Προκύπτει, συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η ανάγκη επιβολής ποινών οι οποίες να είναι ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων και να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής, τόσο του ίδιου του παραβάτη, όσο και του κοινού από τη διάπραξη τους (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).
Σε ότι αφορά τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων στην υπό κρίση περίπτωση, η κατηγορούμενη στην προσπάθεια της να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία, παρουσίασε πλαστό δελτίο ταυτότητας και παρέστησε ψευδώς τον εαυτό της ως άλλο πρόσωπο στον επί καθήκοντι αστυφύλακα στο Αεροδρόμιο Λάρνακας. Αυτό έγινε στην προσπάθεια της να εξαπατήσει τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές στο αεροδρόμιο Λάρνακας σε σχέση με την αληθινή της ταυτότητα προκειμένου να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ήταν λόγω της παρέμβασης των αρμόδιων αστυνομικών αρχών που η κατηγορούμενη δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την προσπάθεια της για αναχώρηση από τη Δημοκρατία έχοντας πλαστό δελτίο ταυτότητας και παριστάνοντας ψευδώς τον εαυτό της ως άλλο πρόσωπο.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).
Προς όφελος της Κατηγορούμενης έχω λάβει υπόψη το λευκό της ποινικό μητρώο (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας v. Λουκά (1992) 2 ΑΑΔ 241, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22, Κύρκος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 211), την άμεση παραδοχή της ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την απολογία και την εκφρασθείσα μεταμέλεια της, τη συνεργασία της με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές της συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, στο περιεχόμενο της οποίας έγινε αναφορά ανωτέρω καθώς και τα όσα η ίδια ανέφερε επιπρόσθετα δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου.
Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.
Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη το νεαρό της ηλικίας της κατηγορούμενης. Το νεαρό της ηλικίας ενός παραβάτη αποτελεί, σύμφωνα με τη Νομολογία, παράμετρο που το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν προς την επιμέτρηση της ποινής. Σε άτομα νεαρής ηλικίας πρέπει να δίδεται έμφαση στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία (βλ. G. M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 88)
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει επίσης να αναφερθούν και τα ακόλουθα σε σχέση με το πρόβλημα υγείας της κατηγορούμενης για το οποίο γίνεται αναφορά στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, ερωτηθείσα η κατηγορούμενη κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με τη λειτουργό του γραφείου Ευημερίας εάν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας αυτή απάντησε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα. Στη συνέχεια, όπως καταγράφεται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η κατηγορούμενη ενημέρωσε τον επί καθήκοντι αστυνομικό ότι αντιμετωπίζει φυματίωση.
Σημειώνω ότι κατά κανόνα τα όποια προβλήματα υγείας αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης, όταν ο νόμος και οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος καθιστούν επιτακτική τέτοια ποινή. Θεμελιακή επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Attorney General v. Mavrokefalos (1966) 2 CLR 93. Στην υπόθεση Ανδρέας Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 144, έγινε δεκτό πως, εάν λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας η φυλάκιση θα προκαλέσει σε ένα αδικοπραγούντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού αυτό επενεργεί σαν ελαφρυντικός παράγοντας. Όμως, για να αποφευχθεί η ποινή φυλάκισης, απαιτείται η προσκόμιση ιατρικής ή άλλης μαρτυρίας που να βεβαιώνει πως η κατάσταση της υγείας του κατηγορουμένου θα επιδεινωθεί λόγω της φυλάκισης ή ότι τα προβλήματα υγείας δεν μπορούν να τύχουν διαχείρισης με τις κατάλληλες οδηγίες από τις κεντρικές φυλακές. Ενδεικτικά παραπέμπω στις υποθέσεις Σοφοκλέους (ανωτέρω), El Kara Amira Mohammad ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 239, Μίλτος Απόστολου ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 153/2017, ECLI:CY:AD:2017:D321, ημερομηνίας 27/9/2017 και Παπαεπιφανείου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 16/2021, ημερομηνίας 19/10/2021.
Τα πιο πάνω συνάδουν με την πάγια νομολογία του ΕΔΑΔ που αναγνωρίζει ότι η στέρηση της ελευθερίας του ατόμου συνοδεύεται αναπόφευκτα από το στοιχείο του πόνου και ενέχει το στοιχείο του εξευτελισμού. Ζήτημα, όμως, παραβίασης του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 3 της Σύμβασης μπορεί να τεθεί στις περιπτώσεις όπου ο πόνος και η ταλαιπωρία, που προκύπτει από κάποια ασθένεια, σωματική ή ψυχική, επιδεινώνεται ή υφίσταται κίνδυνος να επιδεινωθεί από τις συνθήκες κράτησης. Σχετικά παραπέμπω στην υπόθεση Rooman v. Belgium (G.C.) προσφυγή 18052/11, ημερομηνίας 31/1/2019, παρ.142-144. Σύμφωνα δε και πάλι με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, κρίσιμο είναι το κατά πόσο το περιβάλλον της φυλακής είναι ακατάλληλο σε σχέση με την κατάσταση ατόμου το οποίο πάσχει από σωματική ή πνευματική ασθένεια και εάν η δοκιμασία της κρατήσεως, αυτή καθαυτή, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως επίπονη λόγω της αδυναμίας του ατόμου να υποστεί ένα τέτοιο μέτρο. Σχετικά παραπέμπω στις υποθέσεις Mouisel v. France, προσφυγή 67263/01, ημερομηνίας 14/11/2002, παρ. 40, Rivière v. France, προσφυγή 33834/03, ημερομηνίας 11/7/2006 παρ. 64 και Kotsaftis v. Greece, προσφυγή 39780/06, ημερομηνίας 12/6/2008, παρ.50.
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει τεθεί από την πλευρά της κατηγορούμενης οποιοδήποτε ιατρικό δεδομένο που να βεβαιώνει ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης θα προκαλέσει ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού ή θα επιδεινώσει το όποιο πρόβλημα υγείας αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη ή ότι το περιβάλλον της φυλακής είναι ακατάλληλο αναφορικά με την κατάσταση υγείας της κατηγορούμενης.
Ως προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση του τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1), παραθέτω ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές τις ακόλουθες αποφάσεις:
Στην υπόθεση Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 36 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 και 339 του Ποινικού Κώδικα. Όλοι οι εφεσείοντες που ήταν αλλοδαποί, είχαν προβεί σε παραδοχή και είχαν λευκό ποινικό μητρώο. Είχαν προβλήματα υγείας, ήταν προστάτες των οικογενειών τους, αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα και συνεργάστηκαν με την αστυνομία στην υπόδειξη των υπολοίπων δραστών.
Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 324 ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Αγόρασε από τρίτο πρόσωπο στη χώρα του, το διαβατήριο Ολλανδού πολίτη, το οποίο, αφού πλαστογράφησε με την καθοδήγηση του πωλητή, το χρησιμοποίησε ώστε να διευκολύνει τη διέλευσή του από αερολιμένες του εξωτερικού, με απώτερο σκοπό την είσοδό του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Προέβη σε παραδοχή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 315, ο εφεσείων έχει παραδεχθεί ενοχή για τη διάπραξη του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επρόκειτο για κυκλοφορία πλαστού διαβατηρίου. Είχε λευκό ποινικό μητρώο και συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές. Επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική ενόψει της ανώτατης προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής (φυλάκιση τριών ετών). Εντούτοις, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας που παρουσιάστηκε μετά τη φυλάκιση του εφεσείοντα και δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η ποινή μειώθηκε κατ' έφεση σε 9 μήνες.
Στην υπόθεση Borizov v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 204 ο εφεσείων καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών κατόπιν παραδοχής του σε αδικήματα κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και παράνομης εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δηλαδή διαβατηρίου και πλαστοπροσωπία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 και 5 μηνών αντίστοιχα, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 ο εφεσείων παραδέχθηκε το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα. Αφού λήφθηκε υπόψη η παραδοχή, η μεταμέλεια και το νεαρό της ηλικίας του, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Khaknegad v. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 192, ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή, μεταξύ άλλων, στα αδικήματα της Πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (διαβατηρίου και ταυτότητας) και πλαστοπροσωπία. Είχε λευκό ποινικό μητρώο. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών στις κατηγορίες για πλαστογραφία του διαβατηρίου και κυκλοφορία του και 3 μηνών στην κατηγορία για πλαστοπροσωπία οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Αl Μohammed v. Αστυνομίας (Aρ. 2) (2014) 2 ΑΑΔ 62 ο εφεσείων ο οποίος επιχείρησε να αναχωρήσει από την Κύπρο παρουσιάζοντας πλαστό ελληνικό δελτίο ταυτότητας αντιμετώπισε κατηγορία που αφορούσε σε κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Είχε προβεί σε παραδοχή, είχε λευκό ποινικό μητρώο και ήταν νεαρό πρόσωπο. Πρωτόδικα επιβλήθηκε ποινής φυλάκισης εννέα μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην Alsatouf κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 21-24/2020, 20/5/2021 έκαστος Εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορία που αφορούσε σε κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Όλοι οι Εφεσείοντες παραδέχθηκαν ενοχή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε σε κάθε Εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης 10 μηνών η οποία κρίθηκε κατ’ έφεση δίκαιη και ισορροπημένη.
Στην Κindada v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, 16/3/2022, η εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση του Άρθρου 360 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και την κατηγορία της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του Άρθρου 12(3)(5) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Της επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ και ενός μηνός αντίστοιχα, οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση. Η Εφεσείουσα είχε προβεί σε παραδοχή και είχε λευκό ποινικό μητρώο.
Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στην Κατηγορούμενη είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με την Κατηγορούμενη είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.
Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στην Κατηγορούμενη θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που η Κατηγορούμενη διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο της ίδιας της Κατηγορούμενης, αλλά και επίδοξων παραβατών, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας.
Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στην Κατηγορούμενη οι ακόλουθες ποινές:
Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών,
Στην 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 μηνών.
Δεδομένου ότι πρόκειται για αδικήματα ίδιας φύσης, τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν.
Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.
Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:
«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.
Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης της Κατηγορούμενης. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες της Κατηγορούμενης αφενός και την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις της Κατηγορούμενης, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους της και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.
Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που η Κατηγορούμενη διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στην ίδια την Κατηγορούμενη, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην Κατηγορούμενη είναι άμεση.
Οι επιβληθείσες στην Κατηγορούμενη, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης να εκτελεστούν αμέσως.
Σύμφωνα με το άρθρο 117 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης της Κατηγορούμενης, μειώνονται κατά το χρονικό διάστημα που αυτή βρίσκεται σε προφυλάκιση, ήτοι από την 22/08/2025.
(Υπ. )….……………………
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο