ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. MIHAELA TUDORIE, Αρ. Yπόθεσης: 2179/2025, 3/10/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. MIHAELA TUDORIE, Αρ. Yπόθεσης: 2179/2025, 3/10/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.

Αρ. Yπόθεσης: 2179/2025

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

Κατηγορούσα Αρχή

ν.

 

MIHAELA TUDORIE

 

Κατηγορούμεvη

 

Ημερομηνία: 3 Οκτωβρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Ε. Γιακουμεττή.

Για την Κατηγορούμενη: Αυτοπροσώπως.

Κατηγορούμενη: παρούσα.

 

ΠΟΙΝΗ

 

Η κατηγορούμενη έχει βρεθεί ένοχη με δική της παραδοχή στο αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255, 262 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι στις 26/08/2024 και περί ώρα 19:00 στα Λειβάδια της Επαρχίας Λάρνακας μαζί με τρίτο πρόσωπο έκλεψε από το φαρμακείο HASSIA PHARMACY διάφορα καλλυντικά αξίας €210,45 ιδιοκτησίας της Αναστασίας Κωνσταντινίδου.

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη του αδικήματος, τέθηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής και παρατίθενται αυτολεξεί:

 

«Την 2.9.24 καταγγέλθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Ορόκλινης ότι κατόπιν ελέγχου του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης του φαρμακείου Hassia Farmacy στα Λιβάδια διαπιστώθηκε ότι την 26.8.24 και περί ώρα 19:00 κλάπηκε από γυναίκα καλλυντικά προϊόντα συνολικής αξίας €210,45. Υπήρξε αναγνώριση της κατηγορούμενης από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης συνελήφθηκε την 3.12.24. Η κατηγορούμενη έδωσε θεληματική κατάθεση όπου παραδέχθηκε ενοχή. Θα καταθέσω για σκοπούς γεγονότων τη λίστα με τα κλοπιμαία

 

Η σχετική λίστα με τα κλοπιμαία κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Έγγραφο Χ. Στη λίστα καταγράφονται 9 συνολικά προϊόντα συνολικής αξίας €210,45.

 

Τέθηκε περαιτέρω από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι  η κατηγορούμενη δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.

 

Για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από την κατηγορούμενη. Αναφέρεται ότι η κατηγορούμενη είναι 44 ετών, έγγαμη. Ο σύζυγός της είναι 42 ετών και είναι ιδιοκτήτης εταιρίας ενοικίασης αυτοκινήτων. Κατάγεται από φτωχή οικογένεια από τη Ρουμανία. Ο πατέρας της εργαζόταν ως συγκολλητής σε εργοστάσιο στη Ρουμανία. Δεν λάμβανε τις ανάλογες προφυλάξεις και πέθανε στις 11/07/2025. Η μητέρα της εργαζόταν ως ράπτρια σε εργοστάσιο και η κατηγορούμενη έχει έναν αδελφό ο οποίος ζει στη Ρουμανία. Είχε ακόμα έναν αδελφό ο οποίος έμενε και δούλευε στην Ισπανία και απεβίωσε σε ηλικία 52 ετών από ανακοπή καρδιάς. Η κατηγορούμενη είναι απόφοιτη δημοτικού σχολείου. Από σχέση με ομοεθνή της απέκτησε μια κόρη και όταν η κόρη της ήταν 11 χρονών χώρισαν. Στη Ρουμανία δεν εργαζόταν και ασχολείτο με τη φροντίδα του παιδιού της. Διέμενε με τη μητέρα της η οποία και τη βοηθούσε. Αφού χωρίσε ήρθε στην Κύπρο προς εξεύρεση εργασίας και το παιδί το είχε αναλάβει η μητέρα της. Για 12 χρόνια εργάστηκε ως πωλήτρια σε κατάστημα και τα τελευταία 2 χρόνια εργάζεται σε κατάστημα αθλητικών ειδών στη Λάρνακα. Στις 12/02/2018 παντρεύτηκε με υπήκοο από το Λίβανο και δεν απέκτησαν παιδιά. Ο σύζυγός της διατηρεί δική του εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων και το ζεύγος μένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα με μηνιαίο ποσό ενοικίου €800. Η κατηγορούμενη κάθε μήνα στηρίζει οικονομικά την κόρη της η οποία σήμερα είναι ηλικίας 28 ετών και από σχέση έχει αποκτήσει μια κόρη 5 ετών. Η κόρη της δεν εργάζεται καθώς δεν έχει κάποιον να της προσέχει το παιδί. Ο πατέρας του παιδιού δεν έχει σταθερή εργασία και δεν τη βοηθάει οικονομικά. Η κατηγορουμένη πρότεινε στην κόρη της να έρθει στην Κύπρο προς εξεύρεση εργασίας αλλά ο πατέρας του παιδιού δεν συγκατατίθεται στη μετακίνησή τους. Η συχνή οικονομική στήριξη της κόρης της αποτελεί αιτία συχνών διαφωνιών με τον σύζυγό της ο οποίος θεωρεί ότι η κόρη της πρέπει να αναλάβει τις δικές της ευθύνες και δεν μπορεί κάθε μήνα να τη στηρίζει.

 

Περαιτέρω, η κατηγορούμενη δια ζώσης απολογήθηκε για την πράξη της, ανέφερε ότι ήταν ένα στιγμιαίο λάθος και δεν θα ξαναγίνει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Πρόσθεσε ότι έχει προβεί σε πλήρη αποζημίωση γεγονός που επιβεβαίωσε και η συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή.

 

Άκουσα με προσοχή τα όσα αναφέρθηκαν ενώπιόν μου, τόσο στο πλαίσιο της έκθεσης των γεγονότων, όσο και για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Προχωρώ να εξετάσω και να παραθέσω τους παράγοντες που θα ληφθούν υπόψη για σκοπούς καθορισμού της αρμόζουσας ποινής για την Κατηγορούμενη.

 

Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Στην υπό εξέταση περίπτωση, σε ότι αφορά το αδίκημα της κλοπής σύμφωνα με το άρθρο 262 του Κεφ. 154, προνοείται ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.

 

Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή».  Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).

 

Χωρίς αμφιβολία, το αδίκημα της κλοπής στο οποίο έχει βρεθεί ένοχη η κατηγορούμενη, είναι σοβαρό. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα και βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, γεγονός για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023).

 

Σύμφωνα δε με τη νομολογία, σε αδικήματα της εξεταζόμενης φύσης, πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές λόγω του ότι οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα, είναι στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας, δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαταράσσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών (βλ. Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ 565, Παναγίδη ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 104, 106, Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272, Balampanidιs ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 210/18, ημερομηνίας 10/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B178 και Ekole v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 108/2021, 15/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B62, Dygdalowicz v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 11/2021, 4/11/2022).

 

Στην υπόθεση Gheorghe Lucian κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 824, επισημάνθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

 

«Στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με υποθέσεις διάρρηξης και κλοπής, επανατονίσθηκε, η χωρίς σημεία κάμψης συνεχόμενη αυξητική τάση των διαρρήξεων και κλοπών, γεγονός που κλονίζει την ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης ενός εύνομου κράτους, (Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 146). Παρόμοια επισήμανση ως προς το γεγονός ότι αδικήματα της φύσεως αυτής απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβάλλονται να πρέπει να είναι αποτρεπτικές, έγινε και στις υποθέσεις Bukowski και άλλος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 92. 

Αναφορά μπορεί να γίνει και στην Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272 στην οποία το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της ποινής των τριών ετών που επιβλήθηκε σε άτομο ηλικίας 23 ετών με λευκό ποινικό μητρώο για έξι διαρρήξεις και κλοπές που απέφεραν στον εφεσείοντα τιμαφλή και μετρητά ύψους €64.000 περίπου, από τα οποία τίποτε δεν επιστράφηκε στους δικαιούχους. Το Εφετείο τόνισε εκ νέου ότι κλοπές, διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα παραμένουν στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας, χωρίς σημεία κάμψης. Τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα εφόσον δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαταράσσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.

 

Περαιτέρω, στην ακόμη πιο πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Bezanidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, όχι μόνο επιβεβαιώθηκαν τα πιο πάνω, αλλά έγινε αναφορά και στις υποθέσεις Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 485, στις οποίες τονίστηκε η ανάγκη για αποτροπή τόσο των ιδίων των παραβατών, όσο και της αναχαίτησης τρίτων από τη διάπραξη ομοίων ή παρομοίων εγκλημάτων. Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ιδίων των αδικημάτων.»

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση Hussein v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση αρ.252/18 ημερ. 31.05.19, ECLI:CY:AD:2019:B206, επισημάνθηκε εκ νέου η ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης αδικημάτων αυτής της φύσης:

 

«Υπάρχει πλούσια νομολογία στην οποία τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Στην υπόθεση Ahmed Saadi v. Αστυνομίας ECLI:CY:AD:2016:B300, Ποιν. Έφ. 308/14 ημερ. 24/6/2016 που αφορούσε επίσης σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής:

 

«Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα,  (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).»

 

Σε αδικήματα κλοπών και διαρρήξεων, στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη η αξία της κλαπείσας περιουσίας και τυχόν επιστροφή, έστω μέρους αυτής, ή η αποζημίωση του θύματος (βλ. Τσιλικίδης (ανωτέρω) και Τζιαμά ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 17/2017, ημερομηνίας 18.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B468). Περαιτέρω, μέσα από τη νομολογία προκύπτει ότι προσμετρά επιβαρυντικά στην επιμέτρηση, η με συστηματικό τρόπο τέλεση των αδικημάτων των διαρρήξεων και κλοπών (βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47 και Σωκράτους ν Δημοκρατίας (2016) 2Α ΑΑΔ 167), η τάση επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς (βλ. Φραντζίδης ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 146), η πρόκληση ζημιών σε περιουσία ή τραυματισμών σε ενοίκους (βλ. Χρίστου ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 85 και Τράντας ν. Αστυνομίας (2016) 2Β ΑΑΔ 1116) ως επίσης και η ύπαρξη προσχεδιασμού (βλ. Lungu ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 545).

 

Στρεφόμενη στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων όπως αυτές προκύπτουν από τα γεγονότα που εκτέθηκαν ενώπιον μου, σημειώνω ότι η κατηγορούμενη έκλεψε συνολικά 9 καλλυντικά προϊόντα από το φαρμακείο στο οποίο έχει γίνει αναφορά ανωτέρω τα οποία ήταν συνολικής αξίας €210,45.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).

 

Προς όφελος της Κατηγορούμενης λαμβάνω υπόψη μου την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την εκφρασθείσα εκ μέρους της απολογία για τη συμπεριφορά και τις πράξεις της, τη συνεργασία της με τις αστυνομικές αρχές, ενώπιον των οποίων παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων, συμβάλλοντας έτσι στην ταχεία ολοκλήρωση της διερεύνησης της υπόθεσης, το γεγονός ότι η ίδια έχει αποζημιώσει καταβάλλοντας το συνολικό ποσό που αντιστοιχούσε στην αξία των κλοπιμαίων προϊόντων, τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές της συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας καθώς και τα όσα η ίδια ανέφερε επιπρόσθετα δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας (βλ. Gheorghe Lucian και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Στην Balampanidιs (ανωτέρω) λέχθηκε χαρακτηριστικά ότι σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών «ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής

 

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, στρέφομαι στο σημείο αυτό στο ζήτημα της αρμόζουσας, υπό τις περιστάσεις, ποινής για την Κατηγορούμενη.

 

Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στην Κατηγορούμενη είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με την Κατηγορούμενη είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.

 

Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στην Κατηγορούμενη θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που η Κατηγορούμενη διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο της ίδιας της Κατηγορούμενης αλλά και επίδοξων παραβατών, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα.

 

Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλεται στην Κατηγορούμενη ποινή φυλάκισης 2 μηνών στην 1η κατηγορία.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.

 

Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.

 

Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία  στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Επανέρχομαι στα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και σημειώνω, καταρχάς, ότι το επίδικο αδίκημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό, τόσο αντικειμενικά ιδωμένο, αλλά και λόγω της φύσης του, των συνεπειών που επιφέρει και των συνθηκών διάπραξης του. Κρίνω, όμως, ότι συντρέχουν τέτοιοι λόγοι και παράγοντες ώστε να δικαιολογείται, εν προκειμένω, η άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας προς όφελος της Κατηγορούμενης, διά της αναστολής της ποινής που της επιβλήθηκε.

 

Το λευκό ποινικό μητρώο της Κατηγορούμενης, η  άμεση παραδοχή της, η απολογία και μεταμέλειά της, όπως αυτή αναδεικνύεται εμπράκτως τόσο μέσα από την παραδοχή της ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και από το γεγονός ότι έχει αποζημιώσει πλήρως την παραπονούμενη, το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα υπό τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν, ο χρόνος που παρήλθε μέχρι σήμερα και οι προσωπικές της περιστάσεις και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η ίδια στηρίζει οικονομικά την κόρη της και το ανήλικο εγγόνι της, αποτελούν, κατά την κρίση μου, τέτοιους παράγοντες που, χωρίς, τονίζω, να υποβιβάζω τη σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο κρίθηκε ένοχη στην παρούσα υπόθεση, η οποία είναι δεδομένη, δικαιολογούν στην προκειμένη περίπτωση την αναστολή της ποινής φυλάκισης που επέβαλα στην Κατηγορούμενη.

 

Κρίνω, δηλαδή, ότι οι πιο πάνω παράγοντες καθιστούν την περίπτωση της Κατηγορούμενης κατάλληλη για να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια προς όφελος της και να αναστείλω την επιβληθείσα σε αυτήν ποινή φυλάκισης, δίδοντάς της μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξει ότι δεν θα διαπράξει ξανά οποιοδήποτε παρόμοιο ή άλλης φύσης αδίκημα.

 

Κατά συνέπεια, η ποινή φυλάκισης της Κατηγορούμενης αναστέλλεται για περίοδο τριών ετών από σήμερα.

 

(Εξηγείται η φύση της ποινής φυλάκισης με αναστολή στην Κατηγορούμενη).

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο