ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Yπόθεσης: 5908/25
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν.
FAIZA HASSAN MOHAMUD
Κατηγορούμεvη
Ημερομηνία: 26 Σεπτεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Ε. Γιακουμεττή.
Για την Κατηγορούμενη: Αυτοπροσώπως.
Κατηγορούμενη παρούσα.
ΠΟΙΝΗ
Η Κατηγορούμενη έχει κριθεί ένοχη κατόπιν δικής της παραδοχής σε 1 κατηγορία για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, η Κατηγορούμενη παραδέχθηκε ότι, στις 21/05/2025 στο Αεροδρόμιο Λάρνακας στη Λάρνακα επί σκοπώ καταδολίευσης του Υπαστυνόμου Σ. Λουντζίδη της ΥΑΜ Αρχηγείου ψευδώς παρέστησε της εαυτό της ως άλλο πρόσωπο με Σουηδικό διαβατήριο.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη του αδικήματος έχουν τεθεί από πλευράς κατηγορούσας αρχής και τα παραθέτω αυτολεξεί:
«Την 21.5.2025 η κατηγορούμενη παρουσιάστηκε στο Αεροδρόμιο Λάρνακας για να αναχωρήσει με πτήση για Ηνωμένο Βασίλειο. Παρουσίασε διαβατήριο Σουηδίας στον επί καθήκοντι αστυφύλακα και διαπιστώθηκε ότι η φωτογραφία που βρισκόταν στο διαβατήριο δεν ομοίαζε με το πρόσωπο της κατηγορούμενης. Η κατηγορουμένη ανακρινόμενη ανέφερε ότι τα πραγματικά της στοιχεία είναι αυτά επί του κατηγορητηρίου και ότι ψευδώς παρέστησε τον εαυτό της ως άλλο πρόσωπο ήτοι ως το πρόσωπο που αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας. Η κατηγορούμενη κατάγεται από τη Σομαλία και είναι αιτήτρια ασύλου. Να σημειωθεί ότι η κατηγορούμενη είναι έγκυος.».
Έχει επίσης τεθεί ότι η Κατηγορούμενη δεν βαρύνεται με οποιεσδήποτε προηγούμενες καταδίκες.
Για σκοπούς επιμέτρησης και επιβολής ποινής έχει ετοιμαστεί έκθεση του Γραφείου Ευημερίας όπου καταγράφονται οι προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις της κατηγορούμενης. Η κατηγορούμενη είναι 29 ετών και κατάγεται από τη Σομαλία. Είναι το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας και έχει ακόμα 3 μικρότερα αδέρφια. Η μητέρα και τα αδέρφια της ζουν στη Σομαλία και έχει συχνή επικοινωνία μαζί τους κυρίως με τη μητέρα της. Ο πατέρας της δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Ολοκλήρωσε τη φοίτησή της σε πανεπιστήμιο της χώρας της και έλαβε πτυχίο στον κλάδο της δημόσιας υγείας. Ακολούθως, εργάστηκε για περίπου 3 χρόνια στη Σομαλία ως νοσηλεύτρια. Ήρθε στην Κύπρο πριν περίπου 2 χρόνια. Διέμενε για ένα χρόνο στην Πάφο όπου εργαζόταν ως βοηθός κουζίνας σε ξενοδοχείο και για ένα χρόνο στη Λάρνακα όπου δεν κατάφερε να εξεύρει εργασία. Έχει το καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα. Από σχέση που διατηρούσε έμεινε έγκυος και διανύει τον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης της και αναμένεται να γεννήσει στις 24/11/2025. Δεν διατηρεί επικοινωνία με τον πατέρα του παιδιού της. Δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε θέμα υγείας ή ψυχικής υγείας αλλά η διαδικασία του δικαστηρίου της προκαλεί άγχος. Σχετικά με το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ανέφερε ότι έχει μετανιώσει είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται στο δικαστήριο και δεν έχει έρθει αντιμέτωπη ξανά με τον νόμο. Η Κατηγορούμενη αγορεύοντας για σκοπούς μετριασμού της ποινής της υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης του γραφείου ευημερίας και περαιτέρω ανέφερε ότι είναι έγκυος και αυτή η διαδικασία την αγχώνει.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία έχει βρεθεί ένοχη η Κατηγορούμενη είναι σοβαρά. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639).
Για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και τις δύο αυτές ποινές.
Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).
Σύμφωνα δε με τη νομολογία, όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου συνίσταται ή ενέχει το στοιχείο της εξαπάτησης κρατικών αρχών προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, το αδίκημα θεωρείται περισσότερο σοβαρό (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1997) 2 ΑΑΔ 123, Kindada v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, 16/3/2022). Επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, επίσης, η απόκτηση οικονομικού οφέλους συνεπεία της πλαστογραφίας, η υψηλή αξία του οικονομικού οφέλους, η ύπαρξη προσχεδιασμού και αν η επιδειχθείσα συμπεριφορά ήταν επαναλαμβανόμενη (βλ. Michaelides v. Republic (1965) 2 CLR 113). Όπως τονίσθηκε στην Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 τα αδικήματα της πλαστογραφίας εγγράφου και της κυκλοφορίας πλαστογραφημένου εγγράφου «έχουν το στοιχείο της σοβαρής παρανομίας και της εξαπάτησης αρχών και ατόμων». Στοχεύουν στο να καταστήσουν δυνατή τη διακίνηση ανθρώπων με πλαστή ταυτότητα από χώρα σε χώρα.
Περαιτέρω, αδικήματα αυτής της φύσεως βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, κάτι που προκύπτει και από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023)
Προκύπτει, συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η ανάγκη επιβολής ποινών οι οποίες να είναι ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων και να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής, τόσο του ίδιου του παραβάτη, όσο και του κοινού από τη διάπραξη τους (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).
Σε ότι αφορά τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος στην υπό κρίση περίπτωση, η Κατηγορούμενη στην προσπάθεια της να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία, παρέστησε ψευδώς τον εαυτό της ως άλλο πρόσωπο στον επί καθήκοντι αστυφύλακα στο Αεροδρόμιο Λάρνακας. Αυτό έγινε στην προσπάθεια της να εξαπατήσει τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές στο αεροδρόμιο Λάρνακας σε σχέση με την αληθινή της ταυτότητα προκειμένου να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ήταν λόγω της παρέμβασης των αρμόδιων αστυνομικών αρχών που η Κατηγορούμενη δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την προσπάθεια της για αναχώρηση από τη Δημοκρατία παριστάνοντας ψευδώς τον εαυτό της ως άλλο πρόσωπο.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).
Προς όφελος της Κατηγορούμενης λαμβάνω υπόψη μου το λευκό της ποινικό μητρώο (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας v. Λουκά (1992) 2 ΑΑΔ 241, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22, Κύρκος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 211), την άμεση παραδοχή της ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την απολογία της, τη συνεργασία της με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές της συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και στο περιεχόμενο της οποίας έγινε αναφορά ανωτέρω καθώς και τα όσα η ίδια ανέφερε δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου.
Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.
Δεδομένου ότι η κατηγορούμενη είναι έγκυος τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμο (Ν.33(Ι)/2005). Το άρθρο 3 του Νόμου διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Ειδικές ρυθμίσεις για ποινές στερητικές της ελευθερίας σε σχέση με μητέρες.
3.(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, όπου σε νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας για οποιοδήποτε αδίκημα, η εν λόγω ποινή δεν επιβάλλεται σε μητέρα, αν δε συντρέχουν στη δεδομένη περίπτωση όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α)Το αδίκημα είναι κακούργημα ή είναι πλημμέλημα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης,
(β)το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση βίας κατά του ατόμου και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης το δικαστήριο κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία, και
(γ) το δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δεδομένου του άμεσου ή και συνεχιζόμενου κινδύνου που η μητέρα αποτελεί για την κοινωνία, είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας, κάθε άλλη ποινή, κύρωση, ή μέτρο που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει για το αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης της προσφοράς κοινοτικής εργασίας, και δε δικαιολογείται επίσης η έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο.»
Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου, ο όρος «μητέρα» σημαίνει έγκυο ή και μητέρα ανήλικου τέκνου ηλικίας μέχρι τριών ετών.
Καθίσταται σαφές ότι για να επιβληθεί ποινή φυλάκισης θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι 3 προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, όπως ρητά διαλαμβάνεται στον Νόμο.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει σαφώς από τα περιστατικά της υπόθεσης, τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο (β) δεν ικανοποιούνται. Δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ότι η κατηγορούμενη χρησιμοποίησε βία ή ότι αποτελεί απειλή για τη κοινωνία. Η παράγραφος (γ) εξετάζεται αφού έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις της παραγράφου (β) και όπως επισημάνθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Makuetche v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 149/2021, 27/9/2021 η παράγραφος (γ) ουσιαστικά ενσωματώνει τη βασική αρχή ότι ποινή φυλάκισης επιβάλλεται εκεί μόνο όπου οιαδήποτε άλλη ποινή θα ήταν ακατάλληλη και ανεπαρκής, με αναφορά στην προστασία της κοινωνίας, στη βάση ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία. Όπως περαιτέρω αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Makuetche (ανωτέρω) με παραπομπή στην Fedorov v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ.40/2021, ημερ. 20.7.2021:
«Η μεγαλύτερη όμως παραδοξότητα προκύπτει από τις ερμηνευτικές διατάξεις του νόμου. Αναφέρεται ότι: «"ποινή στερητική της ελευθερίας" σημαίνει ποινή φυλάκισης, αλλά δεν περιλαμβάνει ποινή φυλάκισης με αναστολή εκτέλεσης ή ενεργοποίηση ποινής φυλάκισης με αναστολή.» Δηλαδή, ακόμα και αν δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3, μπορεί να επιβληθεί σε μητέρα ποινή φυλάκισης με αναστολή, ενώ δεν μπορεί να της επιβληθεί ποινή άμεσης φυλάκισης. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί. Η κατάληξη σε ποινή φυλάκισης με αναστολή προϋποθέτει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη επιλέξει την φυλάκιση, που αν δεν αναστείλει θα είναι άμεση. Δεν μπορεί όμως να την επιλέξει με την προοπτική της αναστολής της.
Εν προκειμένω, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(1)(β) και (γ) του περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμου, το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να επιβάλει ποινή φυλάκισης στην κατηγορούμενη.
Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλεται στην Κατηγορούμενη χρηματική ποινή €750 στην 1η κατηγορία.
(Υπ. )….……………………
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο