ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Αρ. Yπόθεσης: 1581/2025, 4/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Αρ. Yπόθεσης: 1581/2025, 4/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.

Αρ. Yπόθεσης: 1581/2025

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

Κατηγορούσα Αρχή

ν.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Κατηγορούμεvος

 

Ημερομηνία: 4 Νοεμβρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Ε. Γιακουμεττή.

Για τον Κατηγορούμενο: Η κα. Ο. Οικονόμου.

Κατηγορούμενος: παρών.

 

ΠΟΙΝΗ

 

Ο κατηγορούμενος έχει βρεθεί ένοχος με δική του παραδοχή στο αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 297, 298 και 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία) και στο αδίκημα της απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των άρθρων 20, 21, 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (2η κατηγορία)

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι στις 5/11/2020 στη Λάρνακα συνωμότησε με τρίτο πρόσωπο για να διαπράξουν κακούργημα, δηλαδή απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι στις 5/11/2020 στη Λάρνακα δια ψευδών παραστάσεων και επί σκοπώ καταδολίευσης απέσπασε από τρίτο πρόσωπο το χρηματικό ποσό των €800 ψευδείς παραστάσεις οι οποίες συνίσταντο στο ότι έπεισε το εν λόγω πρόσωπο να καταβάλει το πιο πάνω ποσό για την αγορά ενός εμπορευματοκιβωτίου ενώ δεν το είχε στην κατοχή του ούτε το έδωσε ποτέ στο τρίτο αυτό πρόσωπο.  

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων, τέθηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής και παρατίθενται αυτολεξεί:

 

«Την 04/03/21 καταγγέλθηκε στο ΤΑΕ Λάρνακας από τρίτο πρόσωπο ιδιοκτήτη καταστήματος πώλησης ηλεκτρικών εργαλείων και μηχανημάτων ότι την 05/11/20 ο κατηγορούμενος αριθμός 1 του παρουσιάστηκε ως έμπορας εμπορευματοκιβωτίων και έλαβε από αυτόν το χρηματικό ποσό των 800 ευρώ σε μετρητά με σκοπό να του πωλήσει εμπορευματοκιβώτιο το οποίο ουδέποτε παρέδωσε στον παραπονούμενο. Ο παραπονούμενος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον κατηγορούμενο επανειλημμένα και δεν ανταποκρινόταν. Συνελήφθη κατόπιν δικαστικού εντάλματος σύλληψης στις 16/03/21 όπου παραδέχτηκε ενοχή και ανέφερε ότι μαζί με άλλο πρόσωπο συνωμότησαν να διαπράξουν το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας και απέσπασαν το χρηματικό ποσό των 800 ευρώ από τον παραπονούμενο το οποίο δεν έχει επιστραφεί.»

 

Σε σχέση με το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου αυτό κατατέθηκε ως Έγγραφο Χ. Τέθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι  ο κατηγορούμενος βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση υπ’ αριθμό 6726/21 Κακουργιοδικείου Λάρνακας, όπου καταδικάστηκε στις 27/06/24 για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων και της πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με την υψηλότερη ποινή να ανέρχεται στα 5 έτη. Η διάπραξη των αδικημάτων κάλυπτε την περίοδο 01/06/19 με 20/02/20.

 

 

Για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από τη συνήγορο του κατηγορούμενου. Αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος είναι 57 ετών, έγγαμος και πατέρας 3 παιδιών. Τη δεδομένη στιγμή εκτίει ποινή φυλάκισης και πριν τη φυλάκιση του διέμενε με την οικογένειά του σε ιδιόκτητη κατοικία όπου προτίθεται να επιστρέψει μετά την αποφυλάκισή του. Η οικία κτίστηκε το 2019 αποτελείται από 3 υπνοδωμάτια και οι συνθήκες διαβίωσης είναι καλές. Πριν την φυλάκισή του εργαζόταν ως αυτοτελώς εργαζόμενος με μηνιαίο εισόδημα ύψους 1.500€. Τα 2 εκ των 3 παιδιών του είναι ανήλικα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ξυλοτύμπου. Ο πατέρας του ήταν εργολάβος οικοδομών και απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2024 λόγω πολλαπλών προβλημάτων υγείας και η μητέρα του πριν τη συνταξιοδότηση της εργαζόταν ως καμαριέρα σε ξενοδοχείο. Ο κατηγορούμενος έχει 3 μικρότερα αδέλφια. Είναι απόφοιτος δημοτικού και την περίοδο 1986-1988 υπηρέτησε στον λόχο ορεινών καταδρομών. Άρχισε να εργάζεται με τον πατέρα του ως οικοδόμος από την παιδική ηλικία επάγγελμα το οποίο ασκούσε μέχρι τη φυλάκισή του. Για πολλά χρόνια υπήρξε υπάλληλος σε εργοληπτικές εταιρείες ενώ από το 2021 εργάζεται αυτοτελώς. Το 1999 ο κατηγορούμενος τέλεσε γάμο και απέκτησε ένα τέκνο. Το ζεύγος οδηγήθηκε σε διαζύγιο το 2008 και τη φύλαξη και φροντίδα του παιδιού ανέλαβε η μητέρα. Σήμερα η κόρη του είναι έγγαμη μητέρα ενός οκτάχρονου αγοριού. Από το 2014 διατηρεί δεσμό με γυναίκα από τη Ρουμανία με την οποία τέλεσαν γάμο το 2022. Η σύζυγός του εργάζεται ως ταμίας σε πολυκατάστημα παιχνιδιών και έχουν αποκτήσει 2 τέκνα τα οποία είναι ανήλικα.  Η σύζυγός του από προηγούμενες σχέσεις που διατηρούσε έχει ακόμα 2 τέκνα. Οι σχέσεις του ζεύγους είναι αρκετά καλές και την οικογένεια στηρίζει επιπλέον η μητέρα του κατηγορουμένου στο μέγιστο των δυνατοτήτων της. Τόσο η μητέρα του όσο και τα αδέλφια και η σύζυγος καθώς και τα παιδιά του τον επισκέπτονται τακτικά στο τμήμα φυλακών.

 

Η κα Οικονόμου αγορεύοντας προς μετριασμό της ποινής του κατηγορούμενου ζήτησε να ληφθεί υπόψη η άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου. Ζήτησε επίσης να ληφθεί υπόψη και ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος, την απολογία και μεταμέλεια του. Εισηγήθηκε επίσης ότι αυτή η υπόθεση είναι παρόμοιας φύσεως με τα αδικήματα που αντιμετώπιζε στο Κακουργιοδικείο Λάρνακας και για τα οποία έχει καταδικαστεί και ότι θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη σε εκείνο το πλαίσιο. Πρόσθεσε ότι λόγω του ότι η ίδια δεν ήταν η δικηγόρος υπεράσπισής του σε εκείνο το στάδιο δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει για ποιο λόγο δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Υπό αυτές τις περιστάσεις, εισηγήθηκε ότι η ποινή που θα επιβληθεί από το Δικαστήριο να είναι συντρέχουσα με την ποινή που ήδη εκτίει ο Κατηγορούμενος.

 

Άκουσα με προσοχή τα όσα αναφέρθηκαν ενώπιόν μου, τόσο στο πλαίσιο της έκθεσης των γεγονότων, όσο και για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Προχωρώ να εξετάσω και να παραθέσω τους παράγοντες που θα ληφθούν υπόψη για σκοπούς καθορισμού της αρμόζουσας ποινής για τον Κατηγορούμενο.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία έχει βρεθεί ένοχος ο Κατηγορούμενος είναι σοβαρά. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία έχουν ως κεντρικό στοιχείο την αποκόμιση οικονομικού οφέλους και εντάσσονται στην κατηγορία των εγκλημάτων οικονομικού χαρακτήρα. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Στην υπό εξέταση περίπτωση, σε ότι αφορά το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος προνοείται ποινή φυλάκισης 5 χρόνων.

 

Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή».  Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).

 

Περαιτέρω, τα αδικήματα στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, κάτι που προκύπτει και από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023)

 

Προκύπτει, συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η ανάγκη επιβολής ποινών οι οποίες να είναι ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων και να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής, τόσο του ίδιου του παραβάτη, όσο και του κοινού από τη διάπραξη τους (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342, Sydenham v Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 210).

 

Ειδικότερα, αναφορικά με το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, η νομολογία έχει κατ' επανάληψη τονίσει την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, αφού αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν σε έντονο βαθμό το στοιχείο της απάτης και υπονομεύουν τις συναλλαγές μεταξύ των πολιτών (βλ. Ιωάννου ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 286, 292 και Δρουσιώτης ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 505, 522). Στην Δρουσιώτης (ανωτέρω) αναφέρθηκαν χαρακτηριστικά τα εξής:

 

«Η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη, όπως δε πολύ εύστοχα σημειώνεται και από το πρωτόδικο δικαστήριο αυτή κατοπτρίζεται από το ύψος της ποινής που ο νομοθέτης έχει προνοήσει. Ιδιαίτερα, για το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, που αποτελεί και το πλέον σοβαρό από τα αδικήματα στα οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, ο νομοθέτης προέβλεψε ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε ετών.

 

Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί, η σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων, καθότι αυτά ενέχουν, σε έντονο βαθμό, το στοιχείο της απάτης, διότι υπονομεύουν τις συναλλαγές μεταξύ πολιτών, στοιχείο που επιβάλλει την επιβολή ποινών αποτρεπτικού χαρακτήρα. Η σοβαρότητα βέβαια του αδικήματος δεν εξουδετερώνει, όπως ορθά και το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει, την αναγκαιότητα εξατομίκευσης της ποινής. Όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν επιτρέπεται στο βωμό της εξατομίκευσης να θυσιάζεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής. (Βλ. Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ.286).»

 

Στρεφόμενη στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων όπως αυτές προκύπτουν από τα γεγονότα που εκτέθηκαν ενώπιον μου, σημειώνω ότι ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε ως έμπορας εμπορευματοκιβωτίων πείθοντας τον παραπονούμενο να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 800 ευρώ σε μετρητά όπως και έπραξε με σκοπό να του πωλήσει εμπορευματοκιβώτιο το οποίο όμως γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι ουδέποτε είχε στην κατοχή του και ουδέποτε παρέδωσε στον παραπονούμενο.

 

Από τα πιο πάνω, εξάγεται το συμπέρασμα ότι, οι ενέργειες του κατηγορούμενου, είχαν το στοιχείο της εξαπάτησης, αφού ο κατηγορούμενος κατόπιν ψευδών παραστάσεων απέσπασεe το συνολικό ποσό των €800 από τoν παραπονούμενo, ο οποίος επιδίωκε την παράδοση του εμπορευματοκιβωτίου που ο κατηγορούμενος του παρέστησε ότι είχε στην κατοχή του. Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι ο κατηγορούμενος εκμεταλλεύθηκε την εμπιστοσύνη του παραπονούμενου και ενήργησε με τρόπο που υπονομεύει την  ασφάλεια των συναλλαγών.

 

Όπως επίσης προκύπτει από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου  το χρηματικό ποσό των 800 ευρώ που αποσπάστηκε υπό τις πιο πάνω περιστάσεις από τον παραπονούμενο δεν έχει επιστραφεί σε αυτόν από τον κατηγορούμενο. Όπως έχει νομολογηθεί, η αποζημίωση του θύματος είναι ένας παράγοντας που λαμβάνεται υπόψιν για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής χωρίς όμως το στοιχείο αυτό να είναι βαρυσήμαντο (βλ. Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 46).

 

Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την εκφρασθείσα εκ μέρους του απολογία για τη συμπεριφορά και τις πράξεις του, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας καθώς και τα όσα η συνήγορος του ανέφερε επιπρόσθετα δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου και στα οποία έχει γίνει αναφορά πιο πάνω.

 

Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη το γεγονός ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή περίπου 5 έτη μετά τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι η καθυστέρηση από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή  ποινής προσμετρά ως μετριαστικός παράγοντας. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία, ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Σχετική είναι η απόφαση  Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 ΑΑΔ 617.  Εν πάση περιπτώσει, η πάροδος χρόνου από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής δεν καθιστά υπερβολική από μονή της την επιλογή της ποινής φυλάκισης, όταν υφίσταται ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Καούσλιεβ ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 237/18, ημερομηνίας 11.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B533.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου που να κατατείνει στο συμπέρασμα ότι στον χρόνο που διέρρευσε έχουν μεταβληθεί οι περιστάσεις του κατηγορούμενου. Ούτε έχει τεθεί οποιοδήποτε στοιχείο που να δεικνύει ότι ο κατηγορούμενος έχει υποστεί οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό από τον χρόνο που διέρρευσε. Επομένως, ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα μπορεί να επηρεάσει μόνο το εύρος της ποινής.

 

Δεν παραγνωρίζω, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 1 προηγούμενη καταδίκη, σημειώνοντας παράλληλα ότι η ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης είναι παράγοντας ο οποίος περιορίζει το βαθμό επιείκειας που το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει στον κατηγορούμενο αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου, αφού οι προηγούμενες καταδίκες αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού που επιδεικνύει ένας κατηγορούμενος έναντι των νόμων της Πολιτείας (βλ. Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 2/2019 ημ. 25/2/2021 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 79/2019, ECLI:CY:AD:2021:B173 ημ. 27/04/2021).

 

Στην υπόθεση  Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565 επαναλήφθηκαν τα εξής:

 

«Αποτελεί θέση της νομολογίας μας ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης. Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει (Βλ. Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, 250, 251, Περικλέους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5977/22.2.96). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ματθαίου Άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, 8, 9, Stratos and Another v. Police 17 C.L.R. 73 και Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).»

 

Η προηγούμενη λοιπόν καταδίκη του κατηγορούμενου δεν τίθεται για να τιμωρηθεί για αδικήματα για τα οποία έχει ήδη τιμωρηθεί, αλλά επηρεάζει την επιείκεια που θα τύγχανε αν δεν βαρυνόταν με αυτή αφού αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του προς τους Νόμους της Πολιτείας.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, στρέφομαι στο σημείο αυτό στο ζήτημα της αρμόζουσας, υπό τις περιστάσεις, ποινής για τον Κατηγορούμενο.

 

Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον Κατηγορούμενο είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τον Κατηγορούμενο είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.

 

Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στον Κατηγορούμενο θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου αλλά και επίδοξων παραβατών, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα.

 

Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στον Κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:

 

Στην 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 12 μηνών.

 

Στην 1η  κατηγορία δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή αφού τα γεγονότα που την τεκμηριώνουν καλύπτονται από τα γεγονότα του αδικήματος της 2ης κατηγορίας κατά τα νομολογηθέντα στην Χασσάν κ.α ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 742.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.

 

Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.

 

Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία  στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης του Κατηγορούμενου. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου αφενός και την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.

 

Απομένει να εξεταστεί ο χρόνος έναρξης της έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο. Ήταν η εισήγηση της συνηγόρου του Κατηγορούμενου όπως η ποινή που θα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης να είναι συντρέχουσα με την ποινή που ήδη εκτίει στο πλαίσιο της καταδίκης του στην υπόθεση 6726/2021.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155:

«Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.»

 

Στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, ο Κατηγορούμενος σήμερα εκτίει ποινή φυλάκισης 5 ετών, μεταξύ άλλων και για αδικήματα απόσπασης περιουσίας διά ψευδών παραστάσεων, η οποία του επιβλήθηκε στις 27/6/2024 στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης αρ. 6726/2021 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας.

 

Η προαναφερθείσα ποινή επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο πριν την καταχώριση της υπό κρίση υπόθεσης και συνεπώς δεν εκκρεμούσε ως καταχωρημένη ποινική υπόθεση κατά την καταδίκη του κατηγορούμενου. Ωστόσο, όπως διευκρινίστηκε από τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής κατά την ημερομηνία καταδίκης του κατηγορούμενου υπήρχε ως ποινικός φάκελος και πιο συγκεκριμένα είχε από της 17/7/2022 ολοκληρωθεί η διερεύνηση της υπόθεσης. Συνεπώς, θα μπορούσε, ως ποινικός φάκελος, να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της ανωτέρω αναφερόμενης υπόθεσης.

 

Διαπιστώνω, συνεπώς, ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της προαναφερθείσας υπόθεσης (βλ. σχετικά Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 76, Παραρέ ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 257). Τούτο διότι η παρούσα υπόθεση εκκρεμούσε ως ποινικός φάκελος κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής του Κατηγορούμενου στις 27/06/2024. Λαμβάνω, επίσης, υπόψη μου τη συνάφεια των αδικημάτων της παρούσας και των αδικημάτων της ανωτέρω αναφερόμενης υπόθεσης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, ως προς τη φύση τους.

 

Λαμβάνοντας, συνεπώς, υπόψη μου το σύνολο των όσων ανωτέρω καταγράφονται και των περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και διατηρώντας κατά νου την αρχή της συνολικότητας και της αναλογικότητας της ποινής, κρίνω ότι ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις η έκδοση διαταγής για τη συντρέχουσα εκτέλεση της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση με την ποινή που ο Κατηγορούμενος, όπως τέθηκε ενώπιον μου, σήμερα εκτίει. Τούτο διότι, είμαι της γνώμης ότι σε περίπτωση έκδοσης διαταγής για διαδοχική έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση, η συνολική ποινή που ο Κατηγορούμενος θα κληθεί να εκτίσει θα είναι δυσανάλογη, λαμβανομένου υπόψη ότι του επιβλήθηκαν ήδη οι πιο πάνω αναφερόμενες ποινές καθώς και το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση θα μπορούσε να λαμβάνετο υπόψη για σκοπούς επιβολής της ποινής που ήδη εκτίει ο Κατηγορούμενος.

 

Ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που μου παρέχεται από το άρθρο 117(2) του Κεφ. 155, διατάσσεται όπως η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση, συντρέχει με τη ποινή φυλάκισης που σήμερα εκτίει και του επιβλήθηκε στην υπόθεση Αρ. 6726/2021 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας.

 

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο