ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Yπόθεσης: 10156/2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Κατηγορούμεvος
Ημερομηνία: 13 Οκτωβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Ε. Γιακουμεττή.
Για τον Κατηγορούμενο: Η κα. Ο. Οικονόμου.
Κατηγορούμενος: παρών.
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος έχει βρεθεί ένοχος με δική του παραδοχή στο αδίκημα της απόπειρας απόδρασης προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση κατά παράβαση του άρθρου 128 (β), 366 και 367 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), και το αδίκημα της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 28/08/2025 και ώρα 16:15 στη Λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού στη Λάρνακα, ενώ τελούσε υπό νόμιμη κράτηση, αποπειράθηκε να αποδράσει από τη νόμιμη κράτηση. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία παράνομα επιτέθηκε στον Λοχ. 3433 Μ. Σπέτσιου του Σταθμού Κοφίνου και προξένησε σε αυτόν πραγματική σωματική βλάβη.
Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε επίσης τις κατηγορίες 3 και 4 για αντίσταση διά ματαίωση νομίμου συλλήψεως και επίθεσης κατά οργάνου τήρησης τάξης σε σχέση με τις οποίες ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε την ποινική δίωξη και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε από αυτές.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων, τέθηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής και παρατίθενται αυτολεξεί:
«Την 28.8.25 λήφθηκε πληροφορία ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο χωριό Πυργά στη Λάρνακα και πρόκειτο για καταζητούμενο πρόσωπο. Αμέσως μετέβηκε ο Λοχίας 3433 στο μέρος όπου εντόπισε τον κατηγορούμενο. Κατά τη μεταφορά του κατηγορουμένου από τον Λοχία 3433 από τα Πυργά σε Αστυνομικό Σταθμό της Κοφίνου ο κατηγορούμενος βρισκόταν συνοδηγός στο όχημα, οδηγός ήταν ο Λοχίας και ενώ το όχημα ήταν σταματημένο σε κόκκινο φωτεινό σηματοδότη ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στον Λοχία χτυπώντας τον με το δεξί χέρι στο πρόσωπο και στον λαιμό και προσπάθησε να διαφύγει ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού. Ο Λοχίας 3433 προσπάθησε να ακινητοποιήσει τον κατηγορούμενο, ο κατηγορούμενος με τα χέρια κρατούσε από τον λαιμό τον Λοχία και του φώναζε "Άφησε με να φύγω". Αμέσως μετέβηκαν στο μέρος πολίτες όπου βοήθησαν τον αστυνομικό και ακινητοποίησαν τον κατηγορούμενο και του τοποθετήθηκαν χειροπέδες. Εξετάστηκε από τον επί καθήκοντι ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας ο Λοχίας και διαπιστώθηκε ότι έφερε εκδορές στον λαιμό, εκδορές και μώλωπες στην αριστερή μασχάλη, μώλωπες και εκδορές στο δεξί χέρι και γόνατο.
Τέθηκε επίσης από τη Κατηγορούσα Αρχή ότι ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη στο πλαίσιο της υπόθεσης με αριθμό 2623/23 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, όπου καταδικάστηκε στις 14/5/25 για το αδίκημα της απάτης με ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος την 14/6/20 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών. Προς τούτο κατατέθηκε ως Έγγραφο Χ το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου. Όπως επίσης προκύπτει από το ποινικό του μητρώο καταδικάστηκε στην απουσία του.
Για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής η ευπαίδευτη συνήγορος του κατηγορούμενου ετοίμασε γραπτό κείμενο αγόρευσης και περαιτέρω αγόρευσε και δια ζώσης. Ειδικότερα, σε ότι αφορά τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος είναι νυμφευμένος και έχει τρία ενήλικα τέκνα. Η μεγαλύτερα θυγατέρα του είναι γιατρός και ειδικεύεται στην Γερμανία στον κλάδο της παιδοογκολογίας. Ο γιος του είναι φυσιοθεραπευτής και η μικρότερη θυγατέρα του είναι δευτεροετής φοιτήτρια σε κολλέγιο. Ο κατηγορούμενος εργαζόταν στο παρελθόν ως εργολήπτης. Έχει υποβληθεί σε δύο (2) επεμβάσεις, αυχένα και κήλης. Σε ότι αφορά τις συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων η κα Οικονόμου ανέφερε ότι αυτά διαπράχθηκαν υπό καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, φόβου και άγχους καθότι ήταν η πρώτη φορά που συνελήφθη ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του κατά την επιμέτρηση της ποινής την έλλειψη προσχεδιασμού, τη συνεργασία του κατηγορούμενου με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και ότι δεν προκάλεσε κάποια μόνιμη βλάβη στον παραπονούμενο. Πρόσθεσε ότι μετά την καταδίκη στο πλαίσιο της υπόθεσης για την οποία έχει καταδικαστεί δεν έχει οποιοδήποτε εισόδημα και δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της συζύγου και τέκνων του. Ζήτησε από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την άμεση παραδοχή του, τη μεταμέλεια και απολογία του και το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος αποφυλακίζεται στις 3/04/2026.
Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Στην υπό εξέταση περίπτωση, σε ότι αφορά το αδίκημα της απόπειρας απόδρασης προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση κατά παράβαση των άρθρων 128 (β), 366 και 367 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), προνοείται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και οι δύο αυτές ποινές. Σε ότι αφορά το αδίκημα της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία) προνοείται ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.
Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).
Χωρίς αμφιβολία, τα αδικήματα στα οποία έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, είναι σοβαρά. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα και βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, γεγονός για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023).
Προκύπτει, συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η ανάγκη επιβολής ποινών οι οποίες να είναι ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων και να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής, τόσο του ίδιου του παραβάτη, όσο και του κοινού από τη διάπραξη τους (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).
Σε ότι αφορά τις περιστάσεις διάπραξης των επίδικων αδικημάτων, όταν ο κατηγορούμενος ο οποίος ήταν καταζητούμενο πρόσωπο εντοπίστηκε από την Αστυνομία, κατά τη μεταφορά του από μέλος του αστυνομικού σώματος σε Αστυνομικό Σταθμό ενώ το όχημα ήταν σταματημένο σε κόκκινο φωτεινό σηματοδότη ο κατηγορούμενος επιτέθηκε χτυπώντας το μέλος της Αστυνομίας με το δεξί χέρι στο πρόσωπο και στον λαιμό και προσπάθησε ταυτόχρονα να διαφύγει ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού. Όταν το μέλος του αστυνομικού σώματος προσπάθησε να ακινητοποιήσει τον κατηγορούμενο, ο κατηγορούμενος τον έπιασε από τον λαιμό. Η ακινητοποίηση του κατηγορουμένου κατέστη εφικτή με τη βοήθεια πολιτών που βρέθηκαν στον χώρο και παρείχαν βοήθεια στο μέλος της αστυνομικής δύναμης ο οποίος κατάφερε να τοποθετήσει στον κατηγορούμενο χειροπέδες. Ως αποτέλεσμα της επίθεσης του κατηγορούμενου προς το μέλος του αστυνομικού σώματος, ο τελευταίος τραυματίστηκε και κατά την εξέταση του από τον επί καθήκοντι ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας διαπιστώθηκε ότι έφερε εκδορές στον λαιμό, εκδορές και μώλωπες στην αριστερή μασχάλη, μώλωπες και εκδορές στο δεξί χέρι και γόνατο.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τόκαλλου (2001) 2 ΑΑΔ 95, αναφέρθηκε ότι:
«Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσω τιμωρίας, δεν έχει καμία θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωση της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για την γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.»
Περαιτέρω, στην υπόθεση Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 189 αναφέρθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
«Τα φαινόμενα βίας που συχνά παρατηρούνται τον τελευταίο καιρό σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, μας προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Η βία στα γήπεδα, στους δρόμους, στην οικογένεια, ακόμα και στα σχολεία, είναι πλέον θέματα της καθημερινότητας. Προτού αυτά τα φαινόμενα προσλάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις και με ολέθριες συνέπειες κάποιοι πρέπει να προβληματιστούν ώστε εγκαίρως και με τα κατάλληλα μέτρα να αντιμετωπιστεί όσο μπορεί πιο αποτελεσματικά η κατάσταση. Τα Δικαστήρια από τη δική τους πλευρά οφείλουν να μεριμνούν ώστε υποθέσεις αυτού του είδους να εκδικάζονται χωρίς καθυστέρηση και να επιβάλλονται στους δράστες αποτρεπτικές ποινές στέλνοντας ένα μήνυμα μηδενικής ανοχής».
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).
Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την απολογία και την εκφρασθείσα μεταμέλεια του, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από τα όσα ανέφερε η συνήγορος του στο γραπτό κείμενο της αγόρευσης της, στο περιεχόμενο της οποίας έγινε αναφορά ανωτέρω καθώς και τα όσα επιπρόσθετα ανέφερε δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου και στα οποία έχω αναφερθεί πιο πάνω.
Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής στον κατηγορούμενο έχω λάβει επίσης υπόψη μου την απουσία προσχεδιασμού στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων καθώς και τη φύση και έκταση των σωματικών κακώσεων που αυτός προκάλεσε στον παραπονούμενο.
Δεν παραγνωρίζω, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 1 προηγούμενη καταδίκη, σημειώνοντας παράλληλα ότι η ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης είναι παράγοντας ο οποίος περιορίζει το βαθμό επιείκειας που το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει στον κατηγορούμενο αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου, αφού οι προηγούμενες καταδίκες αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού που επιδεικνύει ένας κατηγορούμενος έναντι των νόμων της Πολιτείας (βλ. Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 2/2019 ημ. 25/2/2021 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 79/2019, ECLI:CY:AD:2021:B173 ημ. 27/04/2021).
Στην υπόθεση Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565 επαναλήφθηκαν τα εξής:
«Αποτελεί θέση της νομολογίας μας ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης. Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει (Βλ. Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, 250, 251, Περικλέους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5977/22.2.96). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ματθαίου Άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, 8, 9, Stratos and Another v. Police 17 C.L.R. 73 και Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).»
Η προηγούμενη λοιπόν καταδίκη του κατηγορούμενου δεν τίθεται για να τιμωρηθεί για αδικήματα για τα οποία έχει ήδη τιμωρηθεί, αλλά επηρεάζει την επιείκεια που θα τύγχανε αν δεν βαρυνόταν με αυτή αφού αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του προς τους Νόμους της Πολιτείας.
Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη, όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον Κατηγορούμενο είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τον Κατηγορούμενο είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.
Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στον Κατηγορούμενο θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου, αλλά και επίδοξων παραβατών, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα.
Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στον Κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:
Στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 μηνών.
Στη δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών.
Δεδομένου ότι πρόκειται για αδικήματα ίδιας φύσης, τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν.
Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.
Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:
«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.
Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης του Κατηγορούμενου. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου αφενός και την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.
Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.
Απομένει να εξεταστεί ο χρόνος έναρξης της έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο. Ήταν η εισήγηση της συνηγόρου του Κατηγορούμενου όπως η ποινή που θα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης να είναι συντρέχουσα με την ποινή που ήδη εκτίει στο πλαίσιο της καταδίκης του στην υπόθεση 2623/23 παρά τη διαφορετικότητα των αδικημάτων.
Σύμφωνα με όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ο κατηγορούμενος εκτίει την ποινή φυλάκισης η οποία του είχε επιβληθεί στην ποινική υπόθεση 2623/23 στην οποία καταδικάστηκε για το αδίκημα της απάτης με την ημερομηνία αποφυλάκισής του να είναι η 3/04/2026.
Το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.»
Το Δικαστήριο για να εκδώσει διαφορετική διαταγή πρέπει, ως τέθηκε στην Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 396, να υπάρχουν ειδικές ή και εξαιρετικές συνθήκες. Τα ίδια επαναλήφθηκαν και στη Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 279/2018, ECLI:CY:AD:2020:B271, ημερομηνίας 28/07/2020 όπου τέθηκε επίσης ότι για να δικαιολογείται διαφορετική διαταγή εξαρτάται από τη φύση, το χαρακτήρα και τα περιστατικά της υπόθεσης.
Στην υπόθεση Θεοδοσίου (ανωτέρω), ο εφεσείων είχε καταδικαστεί για αδικήματα βιασμού, διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών και για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού. Το Κακουργιοδικείο κατά την επιβολή της ποινής και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 117(2) του Κεφ.155, διέταξε όπως η ποινή που του επέβαλε να εκτιθεί μετά τη λήξη της ποινής που ο εφεσείοντας εξέτιε για αδίκημα κλεπταποδοχής. Το Ανώτατο Δικαστήριο σε συμφωνία με την απόφαση του Κακουργιοδικείου έθεσε ότι ως εκ της φύσεως του αδικήματος της κλεπταποδοχής που είναι αδίκημα παντελώς διαφορετικής φύσεως από αυτά της ενώπιον του υπόθεσης, δεν δικαιολογείτο παρέκκλιση από τις πρόνοιες του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 (βλ. επίσης Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182 ημερ. 11/5/2022, Τζιάμα ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 17/2017, ECLI:CY:AD:2017:B468, ημερ. 18/12/17 και Σάκκος ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 196/20 ημερ. 20/9/22).
Επανέρχομαι στην υπό εξέταση περίπτωση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της υπόθεσης στην οποία έχει καταδικαστεί ο κατηγορούμενος και για την οποία εκτίει σήμερα ποινή κατά τα νομολογηθέντα στη Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 76 και Παραρέ ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 257, διότι η παρούσα υπόθεση δεν είχε καταχωρηθεί και δεν εκκρεμούσε κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής στην ανωτέρω αναφερόμενη υπόθεση, αφού τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης διαπράχθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο. Λαμβάνω, επίσης, υπόψη μου ότι το αδίκημα της απάτης για το οποίο καταδικάστηκε και για το οποίο εκτίει σήμερα ποινή φυλάκισης είναι παντελώς διαφορετικής φύσεως με τα αδικήματα για τα οποία έχει καταδικαστεί στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν δικαιολογείται παρέκκλιση από τις πρόνοιες του άρθρου 117(2) του Κεφ. 155.
Έχοντας κατά νου το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εκτίει σήμερα ποινή φυλάκισης στο πλαίσιο της καταδίκης του στην υπόθεση 2623/23, το Δικαστήριο έχει εξετάσει με μεγάλη προσοχή και στο κατάλληλο στάδιο ενώ αποφάσιζε για το είδος και ύψος της ποινής, το κατά πόσον το σύνολο της ποινής που θα προκύψει με τη διαδοχική έκτιση της ποινής στην παρούσα υπόθεση θα παραβίαζε την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, καθιστώντας έτσι την ποινή υπερβολική. Είναι η κρίση και η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η διαδοχική έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε τόσο στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης όσο και στο πλαίσιο της υπόθεσης για την οποία εκτίει σήμερα ποινή φυλάκισης, δεν παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας της ποινής και δεν καθιστά δυσανάλογη τη συνολική ποινή που ο Κατηγορούμενος θα κληθεί να εκτίσει.
Καταληκτικά, είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο συνολικός χρόνος που ο κατηγορούμενος θα παραμείνει στη φυλακή, ως αποτέλεσμα της διαδοχικότητας της έκτισης της ποινής κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 117(2) του Κεφ. 155, δεν είναι υπέρμετρος ή δυσανάλογος προς τα αδικήματα που αυτός διέπραξε.
Συνεπώς και με βάση τα πιο πάνω η ποινή που η ποινή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο θα είναι διαδοχική της ποινής φυλάκισης που εκτίει σήμερα.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο