ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Yπόθεσης: 9535/2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν.
1. ABDULLAH KAREEM HASAN HASAN
2. DANIEL SHIMBA
3. NATHAN KAFUATA MPOYI
Κατηγορούμεvοι
Ημερομηνία: 31 Οκτωβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: H κα. Ε. Γιακουμεττή.
Για τον Κατηγορούμενο 1: αυτοπροσώπως.
Για τους Κατηγορούμενους 2 και 3: η κα. Λαζαρίδου.
Κατηγορούμενοι παρόντες.
ΠΟΙΝΗ
Οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 έχουν κριθεί ένοχοι κατόπιν δικής τους παραδοχής σε 1 κατηγορία έκαστος για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία, 3η κατηγορία και 5η κατηγορία αντίστοιχα). Περαιτέρω, οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 έχουν κριθεί ένοχοι σε 1 κατηγορία έκαστος για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (4η κατηγορία και 6η κατηγορία αντίστοιχα).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος 1 παραδέχθηκε ότι, στις 25/08/2025 στο Αεροδρόμιο Λάρνακας στη Λάρνακα εν γνώση του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, ήτοι πλαστό Ουγγρικό δελτίο ταυτότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος 2 παραδέχθηκε ότι, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εν γνώση του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, ήτοι πλαστό Ελβετικό δελτίο ταυτότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 4ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος 2 παραδέχθηκε ότι, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία επί σκοπώ καταδολίευσης του Α/Αστ. 913 Α. Πούλου του Κ.Ε.Δ. Αεροδρομίου Λάρνακας ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 5ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος 3 παραδέχθηκε ότι, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία εν γνώση του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, ήτοι πλαστό Γαλλικό δελτίο ταυτότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 6ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος 3 παραδέχθηκε ότι, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία επί σκοπώ καταδολίευσης του Α/Αστ. 913 Α. Πούλου του Κ.Ε.Δ. Αεροδρομίου Λάρνακας ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων έχουν τεθεί από πλευράς κατηγορούσας αρχής και τα παραθέτω αυτολεξεί:
«Την 25/08/25 οι τρεις κατηγορούμενοι μετέβησαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας για να αναχωρήσουν για Μιλάνο, ο πρώτος κατηγορούμενος παρουσίασε ουγγρικό δελτίο ταυτότητας ως αυτό αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης κατηγορίας. Το έγγραφο ήταν εξ ολοκλήρου πλαστό και δεν ανταποκρινόταν στις δικλίδες ασφαλείας. Ο δεύτερος κατηγορούμενος παρουσίασε ελβετικό δελτίο ταυτότητας ως αυτό αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της τρίτης κατηγορίας, ήταν εξ ολοκλήρου πλαστό και δεν ανταποκρινόταν στις δικλίδες ασφάλειας, ο τρίτος κατηγορούμενος παρουσίασε γαλλικό δελτίο ταυτότητας ως αυτό αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας το οποίο ήταν εξ ολόκληρου πλαστό και δεν ανταποκρινόταν στις δικλίδες ασφάλειας. Οι κατηγορούμενοι ψεύδος παρέστησαν ως αυτά αναφέρονται στις κατηγορίες 4 και 6, κατηγορούμενοι 2 και 3. Τα πραγματικά τους στοιχεία είναι αυτά που αναφέρονται στο Δικαστήριο, είναι και οι τρεις αιτητές ασύλου στη Δημοκρατία. Ο δεύτερος και ο τρίτος κατηγορούμενος κατάγονται από το Κονγκό και ο πρώτος Ιράκ.».
Έχει επίσης τεθεί ότι οι Κατηγορούμενοι δεν βαρύνονται με οποιεσδήποτε προηγούμενες καταδίκες.
Για σκοπούς επιμέτρησης και επιβολής ποινής έχoυν ετοιμαστεί έκθεσεις του Γραφείου Ευημερίας όπου καταγράφονται οι προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις των κατηγορουμένων.
Ο Κατηγορούμενος 1 είναι 31 ετών, κατάγεται από το Ιράκ και έχει 5 αδέλφια. Ο πατέρας του ηλικίας 60 ετών είναι οδηγός και η μητέρα του 45 ετών οικοκυρά. Φοίτησε σε σχολείο στο Ιράκ μέχρι την ηλικία των 12 ετών. Στη συνέχεια εργαζόταν σε φάρμα ως ψαράς. Ήρθε στην Κύπρο για να ζητήσει πολιτικό άσυλο. Δια ζώσης περαιτέρω ανέφερε ότι η επιθυμία του είναι να επιστρέψει στη χώρα του.
Ο Κατηγορούμενος 2 είναι ηλικίας 24 ετών και κατάγεται από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Δεν έχει αδέλφια και οι γονείς του χώρισαν πριν 15 χρόνια. Ο πατέρας του ηλικίας 55 ετών είναι αυτοεργοδοτούμενος και διαμένει στις Βρυξέλλες. Από σχέση που διατηρεί απέκτησε 4 παιδιά. Η μητέρα του ηλικίας 46 ετών διαμένει στη Νότια Αφρική και δεν εργάζεται. Ο ίδιος μετά την αποφοίτηση του από το Λύκειο φοίτησε ένα χρόνο σε Κολλέγιο στον κλάδο Project Management. Δεν εργάστηκε στη χώρα του. Ήρθε στην Κύπρο το 2022 και έκτοτε εργάστηκε ως σερβιτόρος σε κουζίνα, ξενοδοχεία και παγωταρίες. Έχει αιτηθεί πολιτικό άσυλο. Σε ότι αφορά την κατάσταση της υγείας του, βρίσκεται σε προδιαβητικό στάδιο.
Ο Κατηγορούμενος 3 είναι ηλικίας 25 ετών και κατάγεται από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Δεν έχει αδέλφια. Ο πατέρας του ο οποίος ήταν εύπορος απεβίωσε. Η μητέρα του διαμένει και εργάζεται στην Γαλλία. Έχει αποκτήσει άλλα δύο παιδιά. Δεν διατηρεί επικοινωνία με την μητέρα του. Ο ίδιος μετά την αποφοίτηση του από το Λύκειο φοίτησε ένα χρόνο σε Πανεπιστήμιο στη χώρα του στον κλάδο Διεθνείς Σχέσεις. Ήρθε στην Κύπρο το 2022 και εργάστηκε ως μάγειρας για 2 σεζόν στον Πρωταρά και ένα χρόνο σε κάποιο εστιατόριο. Έχει αιτηθεί πολιτικό άσυλο. Πριν τη σύλληψη του διέμενε σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα 2 υπνοδωματίων με τη συμβία του. Το ενοίκιο ανερχόταν στα €360 μηνιαίως.
Η κα. Λαζαρίδου αγορεύοντας δια ζώσης ανέφερε ότι οι κατηγορούμενοι 2 και 3 απολογούνται για τα αδικήματα τα οποία έχουν διαπράξει και παράλληλα υιοθετήσε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Πρόσθεσε ότι πρόκειται για νεαρά άτομα και τώρα που βρίσκονται έγκλειστοι στις κεντρικές φυλακές έχουν καταλάβει το λάθος τους και επιθυμούν όπως εκτίσουν την ποινή την οποία θα επιβληθεί από το Δικαστήριο και να συνεχίσουν τη ζωή τους. Ζήτησε όπως ληφθεί υπόψη η άμεση παραδοχή τους ενώπιον του Δικαστηρίου και η συνεργασία τους με τις αστυνομικές αρχές. Ανέφερε επίσης ότι έχουν μετανιώσει για τα λάθη τους και η μεταμέλειά τους φαίνεται και από το γεγονός ότι άμεσα παραδέχτηκαν και δεν υπήρξε καμία καθυστέρηση από μέρους τους σ' αυτή τη διαδικασία. Η συνήγορος των κατηγορουμένων 2 και 3 ζήτησε επίσης να ληφθεί υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο τους το οποίο εισηγήθηκε ότι φανερώνει ότι είναι άτομα τα οποία δεν απασχόλησαν ποτέ τις διωκτικές αρχές της Κύπρου ή της χώρας τους και ζήτησε τη μέγιστη δυνατή επιείκεια του Δικαστηρίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία έχουν βρεθεί ένοχοι οι Κατηγορούμενοι είναι σοβαρά. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639).
Για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και τις δύο αυτές ποινές.
Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).
Σύμφωνα δε με τη νομολογία, όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου συνίσταται ή ενέχει το στοιχείο της εξαπάτησης κρατικών αρχών προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, το αδίκημα θεωρείται περισσότερο σοβαρό (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1997) 2 ΑΑΔ 123, Kindada v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, 16/3/2022). Επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, επίσης, η απόκτηση οικονομικού οφέλους συνεπεία της πλαστογραφίας, η υψηλή αξία του οικονομικού οφέλους, η ύπαρξη προσχεδιασμού και αν η επιδειχθείσα συμπεριφορά ήταν επαναλαμβανόμενη (βλ. Michaelides v. Republic (1965) 2 CLR 113). Όπως τονίσθηκε στην Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 τα αδικήματα της πλαστογραφίας εγγράφου και της κυκλοφορίας πλαστογραφημένου εγγράφου «έχουν το στοιχείο της σοβαρής παρανομίας και της εξαπάτησης αρχών και ατόμων». Στοχεύουν στο να καταστήσουν δυνατή τη διακίνηση ανθρώπων με πλαστή ταυτότητα από χώρα σε χώρα.
Περαιτέρω, τα αδικήματα στα οποία κρίθηκαν ένοχοι οι Κατηγορούμενοι βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, κάτι που προκύπτει και από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023)
Προκύπτει, συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η ανάγκη επιβολής ποινών οι οποίες να είναι ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων και να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής, τόσο του ίδιου του παραβάτη, όσο και του κοινού από τη διάπραξη τους (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).
Σε ότι αφορά τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων στην υπό κρίση περίπτωση, οι Κατηγορούμενοι στην προσπάθεια τους να αναχωρήσουν από την Κυπριακή Δημοκρατία, παρουσίασαν πλαστά δελτία ταυτότητας και οι κατηγορούμενοι 2 και 3 παρέστησαν ψευδώς τον εαυτό τους ως άλλο πρόσωπο στον επί καθήκοντι αστυφύλακα στο Αεροδρόμιο Λάρνακας. Αυτό έγινε στην προσπάθεια τους να εξαπατήσουν τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές στο αεροδρόμιο Λάρνακας σε σχέση με την αληθινή τους ταυτότητα προκειμένου να αναχωρήσουν από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ήταν λόγω της παρέμβασης των αρμόδιων αστυνομικών αρχών που οι Κατηγορούμενοι δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν την προσπάθεια τους για αναχώρηση από τη Δημοκρατία έχοντας πλαστά δελτία ταυτότητας.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).
Προς όφελος των Κατηγορουμένων έχω λάβει υπόψη το λευκό τους ποινικό μητρώο (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας v. Λουκά (1992) 2 ΑΑΔ 241, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22, Κύρκος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 211), την άμεση παραδοχή τους ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την απολογία και την εκφρασθείσα μεταμέλεια τους, τη συνεργασία τους με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και στο περιεχόμενο της οποίας έγινε αναφορά ανωτέρω καθώς και τα όσα η συνήγορος των κατηγορουμένων 2 και 3 ανέφερε δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου και στα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω.
Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.
Ως προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση του τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1), παραθέτω ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές τις ακόλουθες αποφάσεις.
Στην υπόθεση Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 36 επικυρώθηκε ως ορθή η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 και 339 του Ποινικού Κώδικα. Όλοι οι εφεσείοντες που ήταν αλλοδαποί είχαν προβεί σε παραδοχή και είχαν λευκό ποινικό μητρώο. Είχαν προβλήματα υγείας, ήταν προστάτες των οικογενειών τους, αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα και συνεργάστηκαν με την αστυνομία στην υπόδειξη των υπολοίπων δραστών.
Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 324 ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Αγόρασε από τρίτο πρόσωπο στη χώρα του, το διαβατήριο Ολλανδού πολίτη, το οποίο, αφού πλαστογράφησε με την καθοδήγηση του πωλητή, το χρησιμοποίησε ώστε να διευκολύνει τη διέλευσή του από αερολιμένες του εξωτερικού, με απώτερο σκοπό την είσοδό του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Προέβη σε παραδοχή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 315, ο εφεσείων έχει παραδεχθεί ενοχή για τη διάπραξη του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επρόκειτο για κυκλοφορία πλαστού διαβατηρίου. Είχε λευκό ποινικό μητρώο και συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές. Επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική ενόψει της ανώτατης προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής (φυλάκιση τριών ετών). Εντούτοις, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας που παρουσιάστηκε μετά τη φυλάκιση του εφεσείοντα και δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η ποινή μειώθηκε κατ' έφεση σε 9 μήνες.
Στην υπόθεση Borizov v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 204 ο εφεσείων καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών κατόπιν παραδοχής του σε αδικήματα κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και παράνομης εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία, οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δηλαδή διαβατηρίου και πλαστοπροσωπία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 και 5 μηνών αντίστοιχα, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431 ο εφεσείων παραδέχθηκε το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα. Αφού λήφθηκε υπόψη η παραδοχή, η μεταμέλεια και το νεαρό της ηλικίας του, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Khaknegad v. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 192, ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή, μεταξύ άλλων, στα αδικήματα της Πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (διαβατηρίου και ταυτότητας) και πλαστοπροσωπία. Είχε λευκό ποινικό μητρώο. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών στις κατηγορίες για πλαστογραφία του διαβατηρίου και κυκλοφορία του και 3 μηνών στην κατηγορία για πλαστοπροσωπία οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση Αl Μohammed v. Αστυνομίας (Aρ. 2) (2014) 2 ΑΑΔ 62 ο εφεσείων ο οποίος επιχείρησε να αναχωρήσει από την Κύπρο παρουσιάζοντας πλαστό ελληνικό δελτίο ταυτότητας αντιμετώπισε κατηγορία που αφορούσε σε κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Είχε προβεί σε παραδοχή, είχε λευκό ποινικό μητρώο και ήταν νεαρό πρόσωπο. Πρωτόδικα επιβλήθηκε ποινής φυλάκισης εννέα μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην Alsatouf κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 21-24/2020, 20/5/2021 έκαστος Εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορία που αφορούσε σε κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Όλοι οι Εφεσείοντες παραδέχθηκαν ενοχή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε σε κάθε Εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης 10 μηνών η οποία κρίθηκε κατ’ έφεση δίκαιη και ισορροπημένη.
Στην Κindada v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, 16/3/2022, η εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση του Άρθρου 360 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και την κατηγορία της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του Άρθρου 12(3)(5) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Της επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ και ενός μηνός αντίστοιχα, οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση. Η Εφεσείουσα είχε προβεί σε παραδοχή και είχε λευκό ποινικό μητρώο.
Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στους Κατηγορούμενους είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τους Κατηγορούμενους είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.
Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στους Κατηγορούμενους θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που οι Κατηγορούμενοι διέπραξαν και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο των ίδιων των Κατηγορούμενων, αλλά και επίδοξων παραβατών, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας.
Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στους Κατηγορούμενους οι ακόλουθες ποινές:
Στον 1ο Κατηγορούμενο στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών.
Στον 2ο Κατηγορούμενο στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών.
Στον 2ο Κατηγορούμενο στην 4η κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 μηνών.
Στον 3ο Κατηγορούμενο στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών.
Στον 3ο Κατηγορούμενο στην 6η κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 μηνών.
Δεδομένου ότι πρόκειται για αδικήματα ίδιας φύσης, τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, οι πιο πάνω ποινές που επιβλήθηκαν στους Κατηγορούμενους 2 και 3 να συντρέχουν.
Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων.
Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:
«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τους Κατηγορούμενους και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.
Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης των Κατηγορουμένων. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες των κατηγορουμένων αφενός και την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξαν, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις των Κατηγορουμένων, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.
Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που οι Κατηγορούμενοι διέπραξαν και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στους ίδιους τους Κατηγορούμενους, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στους Κατηγορούμενους είναι άμεση.
Σύμφωνα με το άρθρο 117 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των Κατηγορουμένων, μειώνονται κατά το χρονικό διάστημα που αυτοί βρίσκονται σε προφυλάκιση, ήτοι από την 26/08/2025.
Τα κατασχεθέντα τεκμήρια να καταστραφούν.
(Υπ. )….……………………
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο