ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Yπόθεσης: 8467/2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν.
1. DHARMINDER SINGH
2. ΑΛΕΞΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Κατηγορούμεvοι
Ημερομηνία: 24 Οκτωβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: O κ. Z. Κούμουρου.
Για την Κατηγορούμενη 1: Η κα. Ο. Οικονόμου.
Για τον Κατηγορούμενο 2: Η κα. Ε. Λαζαρίδου.
Κατηγορούμενοι: παρόντες.
ΠΟΙΝΗ
Οι κατηγορούμενοι έχουν βρεθεί ένοχοι με δική τους παραδοχή στο αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 20, 21, 255, 262, 291 και 294 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία) συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 255, 262 και 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (3η κατηγορία), το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 20, 21, 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (4η κατηγορία). Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει την κατηγορία της Παραμονής Αλλοδαπών στη Δημοκρατία χωρίς άδεια κατά παράβαση των άρθρων 2, 19 (1) (λ) του του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, ως έχει τροποποιηθεί (2η κατηγορία). Τέλος, η Κατηγορούμενη 2 αντιμετωπίζει επίσης κατηγορία για το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 291 και 295 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (5η κατηγορία) και για το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (6η κατηγορία).
Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι η κατηγορούμενη 2 αντιμετώπιζε και την κατηγορία 7 για το αδίκημα της κλοπής πλην όμως ανακοινώθηκε προφορικά αναστολή της ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα και η κατηγορούμενη απαλλάχθηκε από την κατηγορία 7.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι μεταξύ των ημερομηνιών 22-23/06/2025 σε άγνωστη ακριβή ημερομηνία στη Λάρνακα εισήλθαν εντός περιπτέρου και έκλεψαν το ποσό των €200 περιουσία τρίτου προσώπου. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 3ης κατηγορίας, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι στις 12/06/2025 στα Κελιά της Επαρχίας Λάρνακας συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν κακούργημα, δηλαδή κλοπή. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 4ης κατηγορίας, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι στις 12/06/2025 στα Κελιά της Επαρχίας Λάρνακας έκλεψαν το ποσό των €50 περιουσία τρίτου προσώπου.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 2ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος 1 κατηγορείται ότι στις 27/06/2025 στη Λάρνακα ως αλλοδαπός που εισήλθε στη Δημοκρατία για προσωρινή παραμονή ως σύζυγος ευρωπαίου πολίτη η οποία άδεια έληξε στις 25/02/2025 παρέμεινε στην Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς άδεια.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 5ης κατηγορίας η κατηγορούμενη 2 κατηγορείται ότι στις 27/06/2025 στα Λειβάδια στη Λάρνακα εισήλθε εντός εστιατορίου με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος εντός αυτού, ήτοι κλοπής. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 6ης κατηγορίας η κατηγορούμενη 2 κατηγορείται ότι στις 25/06/2025 στην Ορόκλινη στη Λάρνακα εισήλθε εντός εστιατορίου και έκλεψε μία τσάντα που περιείχε το χρηματικό ποσό των €60 ιδιοκτησίας τρίτου προσώπου.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων, τέθηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής και παρατίθενται αυτολεξεί:
«Γεγονότα ως το κατηγορητήριο, περαιτέρω να αναφέρω ότι όσον αφορά τις κατηγορίες 1, 2 και 5 τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής: Την 23.6.25 και περί ώρα 8:30 το πρωί καταγγέλθηκε από τον Μ.Κ. 1 ότι μεταξύ των ημερομηνιών 22 με 23 Ιουνίου του 2025 και των ωρών 23:00 08:00 διαρρήχθηκε το κατάστημα του με την επωνυμία HABANG Store που βρίσκεται στη Λάρνακα και κλάπηκε χρηματικό ποσό 200 ευρώ περίπου. Την ίδια μέρα ο ΜΚ6 του ΤΑΕ Λάρνακας μετέβηκε στο μέρος και διαπίστωσε ότι οι δράστες πέτυχαν είσοδο αφού παραβίασαν μπροστινή συρόμενη είσοδο με σωματική βία. Μετά από έλεγχο που έγινε στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του καταστήματος διαπιστώθηκε ότι την 23.6.25 και περί ώρα 03:21 δύο πρόσωπα διέρρηξαν το κατάστημα, δεν είχαν καλυμμένα τα πρόσωπα τους και αναγνωρίστηκαν από τον παραπονούμενο ΜΚ1 ο οποίος τους γνωρίζει ως οι δύο κατηγορούμενοι. Εναντίον τους εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και καταζητούνταν. Την 27.6.25 καταγγέλθηκε από τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου Πάρκο Λιβαδιών στα Λιβάδια και ανέφερε ότι από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που υπήρχε στο εστιατόριο του αντιλήφθηκε την δεύτερη κατηγορούμενη να βρίσκεται εντός του κτιρίου. Μέλη της Aστυνομίας μετέβηκαν στο μέρος όπου εντόπισαν τη δεύτερη κατηγορουμένη εντός του καταστήματος και συνελήφθηκε για αυτόφωρο αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου με σκοπό την κλοπή. Στην περιοχή εντοπίστηκε να κοιμάται και ο πρώτος κατηγορούμενος και συνελήφθηκαν και οι δύο και με βάση τα εντάλματα σύλληψης που εκκρεμούσαν εναντίον τους. Την ίδια μέρα λήφθηκε θεληματική κατάθεση του πρώτου κατηγορουμένου στην οποία παραδέχθηκε ότι μαζί με τη δεύτερη κατηγορουμένη διέρρηξαν και εισήλθαν στο κατάστημα του Μ.Κ. 1 και έκλεψαν χρήματα τα οποία ξόδεψαν σε φαγητό. Από έλεγχο που έγινε από τον Μ.Κ.5 της ΥΑΜ Λάρνακας διαπιστώθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος αφίχθηκε στη Δημοκρατία το έτος 2004 ως εργάτης, στη συνέχεια υπόβαλε αίτηση ως εξαρτώμενος ευρωπαίος πολίτης με ισχύ μέχρι 25.2.25 και έκτοτε δεν ανανέωσε την παραμονή του με οποιοδήποτε καθεστώς με αποτέλεσμα να διαμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας.
Γεγονότα των κατηγοριών 3 και 4: Την 12.6.25 η ΜΚ7 κατάγγειλε στην Αστυνομία ότι την ίδια μέρα και περί ώρα 6:00 το πρωί άγνωστη της γυναίκα εισήλθε στο περίπτερο της και προσπάθησε να κλέψει χρηματικό ποσό από την ταμειακή μηχανή του περιπτέρου και έγινε αντιληπτή την οποία ανέκοψε και έδιωξε από το περίπτερο και την είδε να εισέρχεται στο αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής HΚΑ 122 όπου την ανέμενε άνδρας εντός του αυτοκινήτου. Από έλεγχο που διενήργησε διαπίστωσε ότι έλειπε φάκελος από το ταμείο που περιείχε 50 ευρώ και αμέσως ειδοποίησε την Αστυνομία. Μέλη της Αστυνομίας επισκέφθηκαν το μέρος όπου σε απόσταση περίπου 500 μέτρων εντόπισαν το εν λόγω όχημα σταθμευμένο στην άκρια του δρόμου και στη θέση του οδηγού βρισκόταν η δεύτερη κατηγορουμένη με συνεπιβάτη τον πρώτο κατηγορούμενο. Αφού επιστήθηκε η προσοχή στη δεύτερη κατηγορουμένη αυτή απάντησε "Πήγα στο περίπτερο αλλά δεν έκλεψα". Οδηγήθηκαν στα γραφεία του Αστυνομικού Σταθμού Ορόκλινης όπου η ΜΚ 1 είδε και αναγνώρισε την δεύτερη κατηγορουμένη ως το πρόσωπο που έκλεψε τα χρήματα.
Κατηγορία 6: Την 25.6.25 και περί ώρα 16:30 καταγγέλθηκε από υπάλληλο του ξενοδοχείου Antonis Hotel Apartments όπου ανέφερε ότι στον χώρο του εστιατορίου που διαθέτει το κατάλυμα με την ονομασία Lithos Bar & Grill άγνωστη γυναίκα έκλεψε το πορτοφόλι άλλου πελάτη. Περίπολος του Σταθμού Ορόκλινης μετέβηκε στο μέρος όπου εντόπισαν τον ΜΚ12 που ανέφερε ότι όταν μετέβηκε στο μπαρ του εστιατορίου για να πληρώσει τον λογαριασμό άγνωστη γυναίκα του άρπαξε την τσάντα του η οποία περιείχε το πορτοφόλι του, την ιταλική ταυτότητα, την κυπριακή άδεια οδηγού και το ποσό των 60 ευρώ σε μετρητά. Από έλεγχο που έγινε στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης διαπιστώθηκε ότι η γυναίκα που άρπαξε την τσάντα επρόκειτο για την δεύτερη κατηγορουμένη που είχε απασχολήσει πρόσφατα τον Σταθμό Ορόκλινης.
Τέθηκε περαιτέρω από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες. Σε ότι αφορά την κατηγορούμενη 2 τέθηκε ότι βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση υπ’ αριθμό 11208/21 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας όπου καταδικάστηκε στις 20/7/22 για αδικήματα διάρρηξης και κλοπής, κλεπταποδοχής και κλοπής. Της επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη τους 12 μήνες. Η κατηγορουμένη έτυχε προεδρικής χάρης για το 1/4 της ποινής με ειδικούς όρους για 3 έτη. Αποφυλακίστηκε την 21/3/23 και οφείλει με την καταδίκη της 103 μέρες συνολικά. Παραδόθηκε επίσης αντίγραφο του ποινικού μητρώου της κατηγορούμενης 2 το οποίο κατατέθηκε ως Έγγραφο Χ.
Για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής ετοιμάστηκαν εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο των οποίων υιοθετήθηκε από τις συνηγόρους των κατηγορουμένων.
Σε ότι αφορά τον Κατηγορούμενο 1, είναι ηλικίας 41 ετών και κατάγεται από την Ινδία. Έχει μια αδελφή 45 ετών έγγαμη, οικοκυρά και μητέρα 3 παιδιών και ένα αδελφό ο οποίος απεβίωσε το 2018. Ο πατέρας του απεβίωσε όταν ο ίδιος ήταν 5 ετών. Η μητέρα του είναι οικοκυρά. Ο κατηγορούμενος 1 μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο ήρθε στην Κύπρο και έκτοτε εργάζεται ως οικοδόμος, μάγειρας καθώς και στα χωράφια. Εδώ και ένα χρόνο δεν εργάζεται μετά από σύγκρουση που είχε με τον εργοδότη του. Την περίοδο 2013-2019 τέλεσε γάμο με κοπέλα βουλγαρικής καταγωγής αλλά δεν απέκτησαν παιδιά. Τον τελευταίο καιρό συμβιώνει με την κατηγορουμένη 2. Έχουν αποκτήσει ένα παιδί ηλικίας 2 μηνών του οποίου τη φύλαξη έχουν αναλάβει οι υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας. Δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε προβλήματα υγείας, κάνει χρήση ουσιών την οποία σταμάτησε εδώ και ένα χρόνο.
Η κα Λαζαρίδου αγορεύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 1 απολογείται και ζητά τη μέγιστη δυνατή επιείκεια του Δικαστηρίου. Βρίσκεται στην Κύπρο αρκετά χρόνια. Πλέον είναι πατέρας ενός ανήλικου τέκνου ηλικίας 2 1/2 μηνών το οποίο λόγω του εγκλεισμού του στις Κεντρικές Φυλακές και της κατηγορούμενης 2 μητέρας του τέκνου έχει δοθεί προσωρινά σε ανάδοχη οικογένεια μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας. Είναι σε διαδικασία αναγνώρισης του ανηλίκου παιδιού του. Ο ίδιος ήρθε στην Κύπρο για ένα καλύτερο μέλλον. Ο πατέρας του σκοτώθηκε λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων όταν αυτός βρισκόταν σε ηλικία 5 ετών και το ίδιο και ο αδελφός του το 2018. Δεν έχει άλλο συγγενή στην Κύπρο. Κάλεσε περαιτέρω το Δικαστήριο να λάβει υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο, την άμεση παραδοχή του τόσο στις αστυνομικές αρχές στις οποίες έδωσε θεληματική κατάθεση όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου.
Σε ότι αφορά την κατηγορούμενη 2 είναι μητέρα 2 παιδιών, έχει μια θυγατέρα ηλικίας 17 ετών και ένα ανήλικο τέκνο ηλικίας 2 ½ μηνών του οποίου ο πατέρας είναι ο κατηγορούμενος 1. Εκκρεμεί η καταχώριση ένστασης εντός του Οκτώβρη στην αίτηση του Γραφείου Ευημερίας για τοποθέτηση του ανήλικου τέκνου σε ανάδοχη οικογένεια στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα. Η κατηγορουμένη 2 δύο μέρες μετά τη γέννηση του τέκνου της στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας προσπάθησε να μεταβεί η ίδια με ταξί στη Λάρνακα σε περιοχή στην οποία διέμενε για να λάβει ρούχα και απαραίτητα είδη για το βρέφος της και όταν έφτασε στον προορισμό της η ίδια υπέστη έμφραγμα σοβαρής μορφής, ειδοποιήθηκε ασθενοφόρο από άτομα που ήταν εκεί στην περιοχή και η κατηγορούμενη 2 μεταφέρθηκε στην εντατική. Κατατέθηκαν στο Δικαστήριο σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις (Έγγραφο Ψ). Λόγω του ότι δεν μετέβηκε εγκαίρως στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας για να παραλάβει το μωρό της, οι λειτουργοί του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας ειδοποίησαν αμέσως το Γραφείο Ευημερίας και τις Μικροπαραβάσεις γιατί θεωρήθηκε εγκατάλειψη βρέφους. Όπως ανέφερε η κα Οικονόμου για αυτόν τον λόγο τώρα εκκρεμεί υπόθεση στο Οικογενειακό Δικαστήριο και είναι η πρόθεση της Κατηγορούμενης 2 να ενστεί στο προσωρινό διάταγμα δυνάμει του οποίου το ανήλικο τέκνο δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια.
Αναφέρθηκε από την κα Οικονόμου ότι η Κατηγορούμενη 2 είναι υπόδικος στα πλαίσια υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου. Ήταν λήπτρια επιδόματος και συγκεκριμένα ΕΕΕ. Έχει στεγαστικό δάνειο το οποίο συνήψε με τον πρώην σύζυγο και πατέρα της πρώτης της θυγατέρας το υπόλοιπο του οποίου ανέρχεται στα 145.000 ευρώ. Είχε υποστεί βία όταν ήταν μικρή σε ηλικία, λόγω του ότι ο πατέρας της ήταν αλκοολικός και η μητέρα της είχε μια εξάρτηση από τον σύζυγο της, παρόλο που υπήρχε επαναλαμβανόμενη βία εντός της οικίας της, με αποτέλεσμα η μητέρα της να υποστεί τεράστια σοκ και να αποκτήσει ψυχιατρικά θέματα. Ο μητρικός παππούς και γιαγιά ανέλαβαν την φροντίδα της κατηγορουμένης 2. Είχε τεράστια ουσιοεξάρτηση στα ναρκωτικά η κατηγορουμένη 2 και ήταν χρήστης πολύ σκληρών ναρκωτικών ως αναφέρθηκε. Μετά τον εγκλεισμό της στις κεντρικές φυλακές ενώ τελεί τώρα ως υπόδικος έχει απεξαρτηθεί πλήρως από τις ναρκωτικές ουσίες αυτοβούλως. Έλαβε απολυτήριο από τον οικονομικό κλάδο του Εσπερινού Λυκείου Λευκωσίας και εργαζόταν και για 4 χρόνια σε δικηγορικό γραφείο. Έλαβε επίσης πτυχίο από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στην εκπαιδευτική ηγεσία και οργανωσιακή συμπεριφορά. Προσπάθησε πολύ να ανταπεξέλθει σε όλες τις ανάγκες και της μιας θυγατέρας και του γιου της τώρα, αλλά οι συνθήκες της ζωής της δυστυχώς της προκάλεσαν τεράστια προβλήματα. Σε ότι αφορά την κατάσταση της υγείας της, η κατηγορούμενη 2 διαγνώστηκε το 2019 με Ηπατίτιδα Γ η οποία μετά από θεραπεία 12 μηνών βρίσκεται σε ύφεση. Στο παρόν στάδιο διατηρεί συνεργασία με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Τμήματος Φυλακών και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Κάλεσε τέλος η συνήγορος το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την άμεση παραδοχή της και συνεργασία της με τις Αρχές, το γεγονός ότι έχει απεξαρτηθεί πλήρως από τις ναρκωτικές ουσίες. Ζήτησε να ληφθεί περαιτέρω υπόψη ότι καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες για να λάβει το διάταγμα κηδεμονίας ως προς το ανήλικο τέκνο της.
Άκουσα με προσοχή τα όσα αναφέρθηκαν ενώπιόν μου, τόσο στο πλαίσιο της έκθεσης των γεγονότων, όσο και για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Προχωρώ να εξετάσω και να παραθέσω τους παράγοντες που θα ληφθούν υπόψη για σκοπούς καθορισμού της αρμόζουσας ποινής για τους Κατηγορούμενους.
Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Στην υπό εξέταση περίπτωση, σε ότι αφορά το αδίκημα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 291 και 294 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 προνοείται ποινή φυλάκισης επτά χρόνων. Σε ότι αφορά το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 προνοείται ποινή φυλάκισης τριών χρόνων. Σε ότι αφορά το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 255, 262 και 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 προνοείται ποινή φυλάκισης τριών χρόνων. Σε ότι αφορά το αδίκημα της Διάρρηξης κτιρίου με σκοπό διάπραξης κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 291 και 295 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 προνοείται ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων. Σε ότι αφορά το αδίκημα της παραμονής στη Δημοκρατία χωρίς άδεια διαμονής κατά παράβαση του άρθρου 19 (1) (λ) του Κεφ. 105 προνοείται ποινή φυλάκισης για χρovικό διάστημα πoυ δεv υπερβαίvει τoυς δώδεκα μήvες ή πρόστιμo πoυ δεv υπερβαίvει τις χίλιες λίρες ή και οι δύo αυτές πoιvές.
Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).
Χωρίς αμφιβολία, τα αδικήματα στα οποία έχουν βρεθεί ένοχοι οι κατηγορούμενοι, είναι σοβαρά. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα και βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, γεγονός για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023).
Σύμφωνα δε με τη νομολογία, σε αδικήματα της εξεταζόμενης φύσης, πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές λόγω του ότι οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα, είναι στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας, δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαταράσσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών (βλ. Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ 565, Παναγίδη ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 104, 106, Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272, Balampanidιs ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 210/18, ημερομηνίας 10/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B178 και Ekole v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 108/2021, 15/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B62, Dygdalowicz v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 11/2021, 4/11/2022).
Στην υπόθεση Gheorghe Lucian κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 824, επισημάνθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
«Στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με υποθέσεις διάρρηξης και κλοπής, επανατονίσθηκε, η χωρίς σημεία κάμψης συνεχόμενη αυξητική τάση των διαρρήξεων και κλοπών, γεγονός που κλονίζει την ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης ενός εύνομου κράτους, (Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 146). Παρόμοια επισήμανση ως προς το γεγονός ότι αδικήματα της φύσεως αυτής απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβάλλονται να πρέπει να είναι αποτρεπτικές, έγινε και στις υποθέσεις Bukowski και άλλος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 92.
…
Αναφορά μπορεί να γίνει και στην Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272 στην οποία το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της ποινής των τριών ετών που επιβλήθηκε σε άτομο ηλικίας 23 ετών με λευκό ποινικό μητρώο για έξι διαρρήξεις και κλοπές που απέφεραν στον εφεσείοντα τιμαφλή και μετρητά ύψους €64.000 περίπου, από τα οποία τίποτε δεν επιστράφηκε στους δικαιούχους. Το Εφετείο τόνισε εκ νέου ότι κλοπές, διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα παραμένουν στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας, χωρίς σημεία κάμψης. Τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα εφόσον δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαταράσσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.
Περαιτέρω, στην ακόμη πιο πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Bezanidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, όχι μόνο επιβεβαιώθηκαν τα πιο πάνω, αλλά έγινε αναφορά και στις υποθέσεις Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 485, στις οποίες τονίστηκε η ανάγκη για αποτροπή τόσο των ιδίων των παραβατών, όσο και της αναχαίτησης τρίτων από τη διάπραξη ομοίων ή παρομοίων εγκλημάτων. Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ιδίων των αδικημάτων.»
Περαιτέρω, στην υπόθεση Hussein v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση αρ.252/18 ημερ. 31.05.19, ECLI:CY:AD:2019:B206, επισημάνθηκε εκ νέου η ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης αδικημάτων αυτής της φύσης:
«Υπάρχει πλούσια νομολογία στην οποία τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Στην υπόθεση Ahmed Saadi v. Αστυνομίας ECLI:CY:AD:2016:B300, Ποιν. Έφ. 308/14 ημερ. 24/6/2016 που αφορούσε επίσης σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής:
«Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα, (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77, Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).»
Σε αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών, στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη η αξία της κλαπείσας περιουσίας και τυχόν επιστροφή, έστω μέρους αυτής, ή η αποζημίωση του θύματος (βλ. Τσιλικίδης (ανωτέρω) και Τζιαμά ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 17/2017, ECLI:CY:AD:2017:B468, ημερομηνίας 18.12.2017). Περαιτέρω, μέσα από τη νομολογία προκύπτει ότι προσμετρά επιβαρυντικά στην επιμέτρηση, η με συστηματικό τρόπο τέλεση των αδικημάτων των διαρρήξεων και κλοπών (βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47 και Σωκράτους ν Δημοκρατίας (2016) 2Α ΑΑΔ 167), η τάση επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς (βλ. Φραντζίδης ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 146), η πρόκληση ζημιών σε περιουσία ή τραυματισμών σε ενοίκους (βλ. Χρίστου ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 85 και Τράντας ν. Αστυνομίας (2016) 2Β ΑΑΔ 1116) ως επίσης και η ύπαρξη προσχεδιασμού (βλ. Lungu ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 545).
Περαιτέρω, στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421 λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα σε σχέση με το αδίκημα της παραμονής στη Δημοκρατία χωρίς άδεια:
«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής».
Στρεφόμενη στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων όπως αυτές προκύπτουν από τα γεγονότα που εκτέθηκαν ενώπιον μου, σημειώνω ότι οι κατηγορούμενοι έκλεψαν διάφορα χρηματικά ποσά σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις και η κατηγορούμενη 2 σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις και προσπάθησε να διαπράξει κλοπή και σε τέταρτη περίπτωση. Περαιτέρω, ο Κατηγορούμενος 1 ενώ έληξε η άδεια διαμονής του από τον Φεβρουάριο του 2025, διαμένει παράνομα στην Κύπρο για χρονικό διάστημα 10 περίπου μηνών.
Περαιτέρω, λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και το γεγονός ότι δεν έχει λάβει χώρα αποζημίωση των θυμάτων σε σχέση με την κλοπιμαία περιουσία παρά την εκφρασθείσα εκ μέρους του κατηγορούμενου 1 επιθυμία του για έκδοση διατάγματος αποζημίωσης.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).
Προς όφελος των Κατηγορουμένων λαμβάνω υπόψη μου την παραδοχή τους ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την εκφρασθείσα εκ μέρους τους απολογία για τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους, τη συνεργασία τους με τις αστυνομικές αρχές, το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου 1, τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές τους συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας καθώς και τα όσα οι συνήγοροι τους ανέφεραν επιπρόσθετα δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου και στα οποία έχει γίνει αναφορά ανωτέρω.
Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας (βλ. Gheorghe Lucian και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Στην Balampanidιs (ανωτέρω) λέχθηκε χαρακτηριστικά ότι σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής.
Δεν παραγνωρίζω, επίσης, ότι η κατηγορούμενη 2 βαρύνεται με 1 προηγούμενη καταδίκη, σημειώνοντας παράλληλα ότι η ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης είναι παράγοντας ο οποίος περιορίζει το βαθμό επιείκειας που το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει στην κατηγορούμενη αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου, αφού οι προηγούμενες καταδίκες αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού που επιδεικνύει ένας κατηγορούμενος έναντι των νόμων της Πολιτείας (βλ. Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 2/2019 ημ. 25/2/2021 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 79/2019, ECLI:CY:AD:2021:B173 ημ. 27/04/2021).
Στην υπόθεση Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565 επαναλήφθηκαν τα εξής:
«Αποτελεί θέση της νομολογίας μας ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης. Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει (Βλ. Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, 250, 251, Περικλέους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5977/22.2.96). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ματθαίου Άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, 8, 9, Stratos and Another v. Police 17 C.L.R. 73 και Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).»
Η προηγούμενη λοιπόν καταδίκη της κατηγορούμενης 2 δεν τίθεται για να τιμωρηθεί για αδικήματα για τα οποία έχει ήδη τιμωρηθεί, αλλά επηρεάζει την επιείκεια που θα τύγχανε αν δεν βαρυνόταν με αυτή αφού αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του προς τους Νόμους της Πολιτείας.
Των πιο πάνω λεχθέντων, στρέφομαι στο σημείο αυτό στο ζήτημα της αρμόζουσας, υπό τις περιστάσεις, ποινής για τους Κατηγορούμενους.
Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον Κατηγορούμενο 1 είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 1 είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.
Η επιβολή οιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στον Κατηγορούμενο 1 θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου 1 αλλά και επίδοξων παραβατών, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα.
Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στον Κατηγορούμενο 1 οι ακόλουθες ποινές:
Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 12 μηνών
Στην 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών
Στην 4η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών
Στην 3η κατηγορία δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή ενόψει της ποινής που επιβλήθηκε στην 4η κατηγορία.
Δεδομένου ότι πρόκειται για αδικήματα ίδιας φύσης, τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν.
Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.
Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:
«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο 1 και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.
Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης του Κατηγορούμενου 1. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου αφενός και την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου 1, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.
Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο 1, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 1 είναι άμεση.
Σύμφωνα με το άρθρο 117 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης του Κατηγορούμενου 1, μειώνονται κατά το χρονικό διάστημα που αυτός βρίσκεται σε προφυλάκιση, ήτοι από την 1/07/2025.
Περαιτέρω εναντίον του Κατηγορούμενου 1 εκδίδεται διάταγμα αποζημίωσης των παραπονουμένων στις κατηγορίες 1 και 4 για το ποσό των €200 και €50 αντίστοιχα. Η εκτέλεση του διατάγματος αποζημίωσης αναστέλλεται από σήμερα μέχρι και για περίοδο 2 μηνών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του Κατηγορούμενου 1.
Σε ότι αφορά την Κατηγορούμενη 2, δεδομένου ότι η κατηγορούμενη 2 είναι μητέρα ανήλικου τέκνου κάτω των 3 ετών τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμο (Ν.33(Ι)/2005) (ο Νόμος). Το άρθρο 3 του Νόμου διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Ειδικές ρυθμίσεις για ποινές στερητικές της ελευθερίας σε σχέση με μητέρες.
3.(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, όπου σε νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας για οποιοδήποτε αδίκημα, η εν λόγω ποινή δεν επιβάλλεται σε μητέρα, αν δε συντρέχουν στη δεδομένη περίπτωση όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α)Το αδίκημα είναι κακούργημα ή είναι πλημμέλημα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης,
(β)το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση βίας κατά του ατόμου και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης το δικαστήριο κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία, και
(γ) το δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δεδομένου του άμεσου ή και συνεχιζόμενου κινδύνου που η μητέρα αποτελεί για την κοινωνία, είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας, κάθε άλλη ποινή, κύρωση, ή μέτρο που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει για το αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης της προσφοράς κοινοτικής εργασίας, και δε δικαιολογείται επίσης η έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο.»
Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου, ο όρος «μητέρα» σημαίνει έγκυο ή και μητέρα ανήλικου τέκνου ηλικίας μέχρι τριών ετών.
Καθίσταται σαφές ότι για να επιβληθεί ποινή φυλάκισης θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι 3 προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, όπως ρητά διαλαμβάνεται στον Νόμο. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει σαφώς από τα περιστατικά της υπόθεσης, τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο (β) δεν ικανοποιούνται. Δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ότι η κατηγορούμενη 2 χρησιμοποίησε βία κατά ατόμου ή ότι αποτελεί απειλή για τη κοινωνία. Η παράγραφος (γ) εξετάζεται αφού έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις της παραγράφου (β) και όπως επισημάνθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Makuetche v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 149/2021, 27/9/2021 η παράγραφος (γ) ουσιαστικά ενσωματώνει τη βασική αρχή ότι ποινή φυλάκισης επιβάλλεται εκεί μόνο όπου οιαδήποτε άλλη ποινή θα ήταν ακατάλληλη και ανεπαρκής, με αναφορά στην προστασία της κοινωνίας, στη βάση ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία. Όπως περαιτέρω αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Makuetche (ανωτέρω) με παραπομπή στην Fedorov v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ.40/2021, ημερ. 20.7.2021:
«Η μεγαλύτερη όμως παραδοξότητα προκύπτει από τις ερμηνευτικές διατάξεις του νόμου. Αναφέρεται ότι: «"ποινή στερητική της ελευθερίας" σημαίνει ποινή φυλάκισης, αλλά δεν περιλαμβάνει ποινή φυλάκισης με αναστολή εκτέλεσης ή ενεργοποίηση ποινής φυλάκισης με αναστολή.» Δηλαδή, ακόμα και αν δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3, μπορεί να επιβληθεί σε μητέρα ποινή φυλάκισης με αναστολή, ενώ δεν μπορεί να της επιβληθεί ποινή άμεσης φυλάκισης. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί. Η κατάληξη σε ποινή φυλάκισης με αναστολή προϋποθέτει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη επιλέξει την φυλάκιση, που αν δεν αναστείλει θα είναι άμεση. Δεν μπορεί όμως να την επιλέξει με την προοπτική της αναστολής της.»
Εν προκειμένω, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(1)(β) και (γ) του Νόμου, το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να επιβάλει ποινή φυλάκισης στην κατηγορούμενη 2.
Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της αναλογικότητας και συνολικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλονται στην Κατηγορούμενη 2 οι ακόλουθες ποινές:
Στην 1η κατηγορία χρηματική ποινή €1000
Στην 4η κατηγορία χρηματική ποινή €500.
Στην 5η κατηγορία χρηματική ποινή €500.
Στην 6η κατηγορία χρηματική ποινή €500.
Στην 3η κατηγορία δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή ενόψει της ποινής που επιβλήθηκε στην 4η κατηγορία.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο