ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. TSHIPAMBA TSHIBA, Αρ. Yπόθεσης: 10304/2025, 14/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. TSHIPAMBA TSHIBA, Αρ. Yπόθεσης: 10304/2025, 14/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.

Αρ. Yπόθεσης: 10304/2025

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

Κατηγορούσα Αρχή

ν.

 

TSHIPAMBA TSHIBA

Κατηγορούμεvος

 

Ημερομηνία: 14 Νοεμβρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: O κ. Z. Kούμουρου.

Για τον Κατηγορούμενο: η κα. Μ. Σουρουλλά.

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΠΟΙΝΗ

 

Ο Κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε 1 κατηγορία για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι, στις 13/09/2025 στο Αεροδρόμιο Λάρνακας επί σκοπώ καταδολίευσης του αρμόδιου αστυφύλακα του Κ.Ε.Δ. Αεροδρομίου Λάρνακας ψευδώς παρέστησε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο.

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη του αδικήματος έχουν τεθεί από πλευράς κατηγορούσας αρχής και τα παραθέτω αυτολεξεί:

 

«Τα γεγονότα ως το κατηγορητήριο.  Περαιτέρω να αναφέρω ότι 13.9.25 ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε για διαβατηριακό έλεγχο στο Αεροδρόμιο Λάρνακας και παρουσίασε ένα βελγικό διαβατήριο με στοιχεία κατόχου ως αυτά καταγράφονται στις λεπτομέρειες της 1ης κατηγορίας.  Κατά τον έλεγχο εγέρθηκαν υποψίες από τον Μ.Κ. 1 κατά πόσο πρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο αφού ήταν εμφανείς οι διαφορές στη φωτογραφία του εν λόγω διαβατηρίου με το πρόσωπο που στεκόταν μπροστά του. Ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στα γραφεία του Αερολιμένα Λάρνακας, ανακρινόμενος προφορικά επέμενε ότι το εν λόγω διαβατήριο του ανήκε.  Από περαιτέρω έλεγχο που έγινε εντοπίστηκαν τα πραγματικά του στοιχεία, ότι κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κόνγκο, είναι αιτητής πολιτικού ασύλου, η αίτηση του οποίου απορρίφθηκε πρωτοβάθμια στις 20.12.23 και αργότερα υπέβαλε προσφυγή η οποία ακόμη εκκρεμεί. Όσον αφορά το τεκμήριο παρακαλώ όπως αυτό κατασχεθεί.

 

Έχει επίσης τεθεί ότι ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση 8746/23 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, όπου στις 6/11/23 καταδικάστηκε για τα αδικήματα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και πλαστοπροσωπίας που διαπράχθηκαν 28/9/23 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 και 3 μηνών αντίστοιχα. Προς τούτο, κατατέθηκε ως Έγγραφο Χ το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου.

 

Για σκοπούς επιμέτρησης και επιβολής ποινής έχει ετοιμαστεί έκθεση του Γραφείου Ευημερίας όπου καταγράφονται οι προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις του κατηγορούμενου. Ο Κατηγορούμενος είναι 26 ετών και κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό. Είναι άγαμος και άτεκνος. Πριν την προφυλάκιση του διέμενε μαζί με ομοεθνείς του σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν 6 ετών. Οι γονείς του απεβίωσαν. Ο κατηγορούμενος φοίτησε στον Κλάδο Ηλεκτρολογίας σε κολλέγιο στο Κογκό και εργάστηκε στον σχετικό κλάδο για ένα έτος. Στη συνέχεια εργάστηκε για περίπου 2 χρόνια σε μεταλλικές κατασκευές και το 2022 ήρθε στην Κύπρο όπου υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο. Αρχικά συντηρείτο από κρατικά επιδόματα ενώ τα τελευταία 2 χρόνια εργαζόταν ως βοηθός μάγειρα σε εστιατόριο. Ο στόχος του ήταν να μεταβεί στο Βέλγιο για να έχει καλύτερες συνθήκες ζωής.

Η κα Σουρουλλά αγορεύοντας για σκοπούς μετριασμού της ποινής του Κατηγορούμενου υιοθέτησε την έκθεση του γραφείου Ευημερίας. Περαιτέρω ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος είναι το πέμπτο παιδί της οικογένειας του και έχει άλλα 5 αδέλφια. Δύο από τα αδέλφια του βρίσκονται στο Βέλγιο ενώ τα υπόλοιπα είναι στο Κονγκό. Ζήτησε από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τη συνεργασία του με τις αρχές, την άμεση παραδοχή του, το γεγονός ότι δεν έχει προσποριστεί οποιοδήποτε όφελος από την πράξη του. Πρόσθεσε ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα γιατί αισθανόταν την ανάγκη να επανασυνδεθεί με την οικογένεια του που βρίσκεται στο Βέλγιο πλην όμως αντιλήφθηκε τις συνέπειες των πράξεων του και απολογείται στο Δικαστήριο.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αδίκημα στο οποίο έχει βρεθεί ένοχος ο Κατηγορούμενος είναι σοβαρό. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639).

 

Για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας το άρθρο 35 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και τις δύο αυτές ποινές.

 

Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή».  Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).

 

Σύμφωνα δε με τη νομολογία, όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου συνίσταται ή ενέχει το στοιχείο της εξαπάτησης κρατικών αρχών προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, το αδίκημα θεωρείται περισσότερο σοβαρό (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1997) 2 ΑΑΔ 123, Kindada v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, 16/3/2022). Επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, επίσης, η απόκτηση οικονομικού οφέλους συνεπεία της πλαστογραφίας, η υψηλή αξία του οικονομικού οφέλους, η ύπαρξη προσχεδιασμού και αν η επιδειχθείσα συμπεριφορά ήταν επαναλαμβανόμενη (βλ. Michaelides v. Republic (1965) 2 CLR 113). Όπως τονίσθηκε στην Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 τα αδικήματα της πλαστογραφίας εγγράφου και της κυκλοφορίας πλαστογραφημένου εγγράφου  «έχουν το στοιχείο της σοβαρής παρανομίας και της εξαπάτησης αρχών και ατόμων». Στοχεύουν στο να καταστήσουν δυνατή τη διακίνηση ανθρώπων με πλαστή ταυτότητα από χώρα σε χώρα.

 

Περαιτέρω, το αδίκημα στο οποίο κρίθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος βρίσκεται σε ανησυχητική έξαρση, κάτι που προκύπτει και από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023)

 

Προκύπτει, συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η ανάγκη επιβολής ποινών οι οποίες να είναι ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων και να ενέχουν το στοιχείο της αποτροπής, τόσο του ίδιου του παραβάτη, όσο και του κοινού από τη διάπραξη τους (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).

 

Σε ότι αφορά τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων στην υπό κρίση περίπτωση, ο Κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία παρέστησε ψευδώς τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο στον επί καθήκοντι αστυφύλακα στο Αεροδρόμιο Λάρνακας. Αυτό έγινε στην προσπάθεια του να εξαπατήσει τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές στο αεροδρόμιο Λάρνακας σε σχέση με την αληθινή του ταυτότητα προκειμένου να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ήταν λόγω της παρέμβασης των αρμόδιων αστυνομικών αρχών που ο Κατηγορούμενος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την προσπάθεια του για αναχώρηση από τη Δημοκρατία.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου έχω λάβει υπόψη την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την απολογία και την εκφρασθείσα μεταμέλεια του, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, καθώς και τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και στο περιεχόμενο της οποίας έγινε αναφορά ανωτέρω καθώς και τα όσα η συνήγορος του κατηγορούμενου  ανέφερε δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου και στα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω.

 

Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.

 

Δεν παραγνωρίζω, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 1 προηγούμενη καταδίκη, σημειώνοντας παράλληλα ότι η ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης είναι παράγοντας ο οποίος περιορίζει το βαθμό επιείκειας που το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει στον κατηγορούμενο αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου, αφού οι προηγούμενες καταδίκες αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού που επιδεικνύει ένας κατηγορούμενος έναντι των νόμων της Πολιτείας (βλ. Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 2/2019 ημ. 25/2/2021 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 79/2019, ECLI:CY:AD:2021:B173 ημ. 27/04/2021).

 

Στην υπόθεση  Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565 επαναλήφθηκαν τα εξής:

 

«Αποτελεί θέση της νομολογίας μας ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης. Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει (Βλ. Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, 250, 251, Περικλέους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5977/22.2.96). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ματθαίου Άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, 8, 9, Stratos and Another v. Police 17 C.L.R. 73 και Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).»

 

Η προηγούμενη λοιπόν καταδίκη του κατηγορούμενου δεν τίθεται για να τιμωρηθεί για αδικήματα για τα οποία έχει ήδη τιμωρηθεί, αλλά επηρεάζει την επιείκεια που θα τύγχανε αν δεν βαρυνόταν με αυτή αφού αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του προς τους Νόμους της Πολιτείας.

 

Ως προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση του τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1), παραθέτω ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές  τις ακόλουθες αποφάσεις.

 

Στην υπόθεση Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 324 ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Αγόρασε από τρίτο πρόσωπο στη χώρα του, το διαβατήριο Ολλανδού πολίτη, το οποίο, αφού πλαστογράφησε με την καθοδήγηση του πωλητή, το χρησιμοποίησε ώστε να διευκολύνει τη διέλευσή του από αερολιμένες του εξωτερικού, με απώτερο σκοπό την είσοδό του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Προέβη σε παραδοχή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

 

Στην υπόθεση Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δηλαδή διαβατηρίου και πλαστοπροσωπία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 και 5 μηνών αντίστοιχα, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Στην Κindada v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2022, 16/3/2022, η εφεσείουσα ηλικίας 25 ετών παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση του Άρθρου 360 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και την κατηγορία της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του Άρθρου 12(3)(5) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Της επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ και ενός μηνός αντίστοιχα, οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεση. Η Εφεσείουσα είχε προβεί σε παραδοχή και είχε λευκό ποινικό μητρώο.

 

Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης του και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον Κατηγορούμενο είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τον Κατηγορούμενο είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.

 

Η επιβολή οποιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στον Κατηγορούμενο θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου, αλλά και επίδοξων παραβατών, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας.

 

Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο:

 

Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 9 μηνών.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.

 

Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.

 

Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία  στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης του Κατηγορούμενου. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου αφενός και την σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).

 

Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 117 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, η ποινή φυλάκισης του Κατηγορούμενου, μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα που αυτός βρίσκεται σε προφυλάκιση, ήτοι από την 15/09/2025

 

Το κατασχεθέν τεκμήριο να καταστραφεί.

 

 

(Υπ. )….……………………

 

Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο