ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Yπόθεσης: 6320/2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν.
ΠΑΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Κατηγορούμεvος
Ημερομηνία: 19 Νοεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Α. Γιάλλουρου.
Για τον Κατηγορούμενο: Αυτοπροσώπως.
Κατηγορούμενος: παρών.
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος έχει βρεθεί ένοχος με δική του παραδοχή στο αδίκημα της της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της 1ης κατηγορίας, κατηγορείται ότι μεταξύ των ημερομηνιών 9-12/8/2024 στη Λάρνακα έκλεψε από όχημα μία πλαστική θήκη που περιείχε ένα βιδολόγο μαζί με τέσσερις επαναφορτιζόμενες μπαταρίες αξίας 400 ευρώ και ένα τρυπάκι το οποίο ήταν σε πλαστική θήκη αξίας 80 ευρώ περιουσίας τρίτου προσώπου.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη του αδικήματος, τέθηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής και παρατίθενται αυτολεξεί:
«Τα γεγονότα ως αναφέρονται στο κατηγορητήριο και να αναφέρω περαιτέρω ότι στις 12/08/2024 καταγγέλθηκε από τον Γιαννάκη Πέτρου ο οποίος είναι ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου με αριθμούς εγγραφής CAH353 ότι είχαν κλαπεί από το αυτοκίνητό του τα αντικείμενα ως αυτά περιγράφονται στις λεπτομέρειες της 1ης κατηγορίας. Να αναφέρω ότι στη σκηνή μετέβηκε ο Μ.Κ 2, είναι δακτυλοσκόπος και διενήργησε επιστημονικές εξετάσεις και παρέλαβε δείγμα Swab και τα δείγματα αυτά ταυτίστηκαν με το Γενετικό υλικό του Κατηγορουμένου. Στις 18/03/2025 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης. Όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο, ο Κατηγορούμενος απάντησε «παραδέχομαι» και το ίδιο ανέφερε και στην κατάθεσή του. Να αναφέρω ότι ο Κατηγορούμενος εκτίει ποινή φυλάκισης.»
Σε σχέση με το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου αυτό κατατέθηκε ως Έγγραφο Χ. Τέθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες ως ακολούθως:
1. Στην υπόθεση 5870/19 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, με ημερομηνία καταδίκης ήταν 09/09/19 για τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β. Του επιβλήθηκε μέγιστη ποινή φυλάκισης 5 ετών.
2. Στην υπόθεση 17390/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με ημερομηνία καταδίκης ήταν 05/05/25 για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός το οποίο διαπράχθηκε τον Αύγουστο του 2024 όπου του επιβλήθηκε μέγιστη ποινή φυλάκισης 3 ετών. Στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης λήφθηκαν υπόψη άλλες 10 υποθέσεις για αδικήματα κακόβουλης βλάβης, κλεπταποδοχής, απειλής, διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, κλοπής, μεταφοράς επιθετικού οργάνου, εισόδου σε ξένη περιουσία, παράνομης κατοχής περιουσίας. Ο χρόνος διάπραξης των αδικημάτων στις υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη ήταν διάφορα χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2023 και 2024.
Τέθηκε τέλος ότι ο κατηγορούμενος αποφυλακίζεται στις 19/04/2027.
Για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από τον κατηγορούμενο. Στην έκθεση αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος είναι 39 ετών, διαζευγμένος και πατέρας ενός παιδιού, ηλικίας 7 ετών. Διατηρεί καθημερινή επαφή με την πρώην σύζυγο και το παιδί του. Εκτίει ποινή φυλάκισης και πριν τη φυλάκιση του ήταν λήπτης κρατικού επιδόματος. Κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής του τα προσωπικά του έξοδα καλύπτονται από τη μητέρα του. Ο κατηγορούμενος είναι το τρίτο παιδί της οικογένειας. Οι γονείς του χώρισαν το 2001 και τη φύλαξη και φροντίδα ανέλαβε η μητέρα, έχοντας τη στήριξη των γονιών της. Η μητέρα του τον στήριζε πάντα με κάθε δυνατό τρόπο και διέμενε στην οικία της μητέρας του. Λόγω του ότι δημιουργήθηκαν εντάσεις με τον παππού του που πάσχει από άνοια ο κατηγορούμενος αποχώρησε από την οικία και ήταν άστεγος. Οι σχέσεις του με τον πατέρα του είχαν κλονιστεί για αρκετά χρόνια καθότι ο κατηγορούμενος επέρριπτε ευθύνες στον πατέρα του για την πορεία του, ενώ τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις τους έχει εξομαλυνθεί. Μετά την απόκτηση δικού του παιδιού άρχισε να κατανοεί περισσότερο τον πατέρα του με αποτέλεσμα να επιδιώξει την επανασύνδεση τους. Διατηρούν σχεδόν καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία. Με τα αδέρφια του είχε ανέκαθεν καλές σχέσεις. Την περίοδο του διαζυγίου των γονιών του άρχισε να προβαίνει σε χρήση ουσιών προσπαθώντας να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε σε παραβατική συμπεριφορά. Είναι απόφοιτος του συστήματος μαθητείας στον Κλάδο Ηλεκτρολογίας επάγγελμα το οποίο εξάσκησε για μικρό χρονικό διάστημα. Εξέφρασε στη λειτουργό του γραφείου ευημερίας την επιθυμία του να κάνει μία νέα αρχή στη ζωή του και να βρίσκεται κοντά στο παιδί του.
Άκουσα με προσοχή τα όσα αναφέρθηκαν ενώπιόν μου, τόσο στο πλαίσιο της έκθεσης των γεγονότων, όσο και για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Προχωρώ να εξετάσω και να παραθέσω τους παράγοντες που θα ληφθούν υπόψη για σκοπούς καθορισμού της αρμόζουσας ποινής για τον Κατηγορούμενο.
Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Στην υπό εξέταση περίπτωση, σε ότι αφορά το αδίκημα της κλοπής σύμφωνα με το άρθρο 262 του Κεφ. 154, προνοείται ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.
Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129). Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι οι συνθήκες τέλεσης ενός αδικήματος συνιστούν το βασικότερο παράγοντα προσδιορισμού της σοβαρότητας του αδικήματος με ανάλογες επιπτώσεις στην επιμέτρηση της ποινής (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, ECLI:CY:AD:2022:B182, 11/5/2022).
Χωρίς αμφιβολία, το αδίκημα στο οποίο έχει βρεθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, είναι σοβαρό. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα και βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση, γεγονός για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται καθημερινά το Δικαστήριο, μεγάλο ποσοστό των οποίων αφορά τη διάπραξη αδικημάτων όπως αυτών της παρούσας υπόθεσης (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 854, Iulian Cotorceanu κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κύρρη, Ποινική Έφεση αρ. 70/2022, 7/2/2023).
Σύμφωνα δε με τη νομολογία, σε αδικήματα της εξεταζόμενης φύσης, πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές λόγω του ότι οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα, είναι στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας, δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαταράσσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών (βλ. Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ 565, Παναγίδη ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 104, 106, Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272, Balampanidιs ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 210/18, ημερομηνίας 10/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B178 και Ekole v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 108/2021, 15/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B62, Dygdalowicz v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 11/2021, 4/11/2022).
Στην υπόθεση Gheorghe Lucian κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 824, επισημάνθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
«Στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με υποθέσεις διάρρηξης και κλοπής, επανατονίσθηκε, η χωρίς σημεία κάμψης συνεχόμενη αυξητική τάση των διαρρήξεων και κλοπών, γεγονός που κλονίζει την ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης ενός εύνομου κράτους, (Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 146). Παρόμοια επισήμανση ως προς το γεγονός ότι αδικήματα της φύσεως αυτής απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβάλλονται να πρέπει να είναι αποτρεπτικές, έγινε και στις υποθέσεις Bukowski και άλλος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 92.
…
Αναφορά μπορεί να γίνει και στην Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272 στην οποία το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της ποινής των τριών ετών που επιβλήθηκε σε άτομο ηλικίας 23 ετών με λευκό ποινικό μητρώο για έξι διαρρήξεις και κλοπές που απέφεραν στον εφεσείοντα τιμαφλή και μετρητά ύψους €64.000 περίπου, από τα οποία τίποτε δεν επιστράφηκε στους δικαιούχους. Το Εφετείο τόνισε εκ νέου ότι κλοπές, διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα παραμένουν στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας, χωρίς σημεία κάμψης. Τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα εφόσον δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαταράσσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.
Περαιτέρω, στην ακόμη πιο πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Bezanidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, όχι μόνο επιβεβαιώθηκαν τα πιο πάνω, αλλά έγινε αναφορά και στις υποθέσεις Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 485, στις οποίες τονίστηκε η ανάγκη για αποτροπή τόσο των ιδίων των παραβατών, όσο και της αναχαίτησης τρίτων από τη διάπραξη ομοίων ή παρομοίων εγκλημάτων. Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ιδίων των αδικημάτων.»
Περαιτέρω, στην υπόθεση Hussein v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση αρ.252/18 ημερ. 31.05.19, ECLI:CY:AD:2019:B206, επισημάνθηκε εκ νέου η ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης αδικημάτων αυτής της φύσης:
«Υπάρχει πλούσια νομολογία στην οποία τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Στην υπόθεση Ahmed Saadi v. Αστυνομίας ECLI:CY:AD:2016:B300, Ποιν. Έφ. 308/14 ημερ. 24/6/2016 που αφορούσε επίσης σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής:
«Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα, (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77, Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).»
Σε αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών, στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη η αξία της κλαπείσας περιουσίας και τυχόν επιστροφή, έστω μέρους αυτής, ή η αποζημίωση του θύματος (βλ. Τσιλικίδης (ανωτέρω) και Τζιαμά ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 17/2017, ECLI:CY:AD:2017:B468, ημερομηνίας 18.12.2017). Περαιτέρω, μέσα από τη νομολογία προκύπτει ότι προσμετρά επιβαρυντικά στην επιμέτρηση, η με συστηματικό τρόπο τέλεση των αδικημάτων των διαρρήξεων και κλοπών (βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47 και Σωκράτους ν Δημοκρατίας (2016) 2Α ΑΑΔ 167), η τάση επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς (βλ. Φραντζίδης ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 146), η πρόκληση ζημιών σε περιουσία ή τραυματισμών σε ενοίκους (βλ. Χρίστου ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 85 και Τράντας ν. Αστυνομίας (2016) 2Β ΑΑΔ 1116) ως επίσης και η ύπαρξη προσχεδιασμού (βλ. Lungu ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 545).
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του αδικήματος αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285).
Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία οδήγησε στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και η οποία, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28), την εκφρασθείσα εκ μέρους του απολογία για τη συμπεριφορά και τις πράξεις του, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, τις προσωπικές οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές προκύπτουν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας καθώς και τα όσα ο ίδιος ανέφερε επιπρόσθετα δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου.
Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν πρέπει να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ίδιων των αδικημάτων. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας (βλ. Gheorghe Lucian και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Στην Balampanidιs (ανωτέρω) λέχθηκε χαρακτηριστικά ότι σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής.
Δεν παραγνωρίζω, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες, σημειώνοντας παράλληλα ότι η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών είναι παράγοντας ο οποίος περιορίζει το βαθμό επιείκειας που το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει στον κατηγορούμενο αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου, αφού οι προηγούμενες καταδίκες αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού που επιδεικνύει ένας κατηγορούμενος έναντι των νόμων της Πολιτείας (βλ. Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 2/2019 ημ. 25/2/2021 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 79/2019, ECLI:CY:AD:2021:B173 ημ. 27/04/2021).
Στην υπόθεση Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565 επαναλήφθηκαν τα εξής:
«Αποτελεί θέση της νομολογίας μας ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης. Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει (Βλ. Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, 250, 251, Περικλέους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5977/22.2.96). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ματθαίου Άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, 8, 9, Stratos and Another v. Police 17 C.L.R. 73 και Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).»
Οι προηγούμενες λοιπόν καταδίκες του κατηγορούμενου δεν τίθενται για να τιμωρηθεί για αδικήματα για τα οποία έχει ήδη τιμωρηθεί, αλλά επηρεάζει την επιείκεια που θα τύγχανε αν δεν βαρυνόταν με αυτές αφού αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του προς τους Νόμους της Πολιτείας.
Των πιο πάνω λεχθέντων, στρέφομαι στο σημείο αυτό στο ζήτημα της αρμόζουσας, υπό τις περιστάσεις, ποινής για τον Κατηγορούμενο.
Συνεκτιμώντας, όλα τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ποινές, τη συχνότητα διάπραξης τους και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, καταλήγω ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον Κατηγορούμενο είναι, αναπόφευκτα, αυτή της ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τον Κατηγορούμενο είναι ικανοί να μειώσουν μόνο το εύρος της ποινής, όχι όμως το είδος της.
Η επιβολή οποιασδήποτε άλλης μορφής ποινής στον Κατηγορούμενο θα παραγνώριζε πλήρως τη σοβαρότητα του αδικήματος που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, αφού δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της αποτροπής τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου αλλά και επίδοξων παραβατών, καταστρατηγώντας κάθε έννοια και σημασία της αποτρεπτικότητας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα.
Συνακόλουθα, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχοντας περαιτέρω κατά νου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ασκώντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο:
Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών.
Των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω αν υπάρχουν λόγοι αναστολής της ποινής φυλάκισης δυνάμει των προνοιών του περί της Υφ’ όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/1972). Η ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία και ασκείται με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.
Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:
«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Έχω επίσης κατά νου ότι η όποια επιείκεια έχει επιδείξει το Δικαστήριο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν επηρεάζουν την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούν τον Κατηγορούμενο και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση τον σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε.
Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου και των γεγονότων της υπόθεσης συνολικά. Η τελική κρίση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα πρέπει να εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Σύμφωνα με τη Νομολογία, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου, η αναγκαιότητα αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή η απουσία στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Έχοντας εξετάσει τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υπό το φως των σχετικών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης του Κατηγορούμενου. Κατέληξα στα πιο πάνω αφού έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου αφενός και την σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε, αφετέρου. Τα γεγονότα είναι τέτοια που, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, τις ενδεχόμενες συνέπειες στους οικείους του και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνονται εκ νέου υπόψη, δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.
Συγκεκριμένα, τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος που ο Κατηγορούμενος διέπραξε και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τα αδικήματα της φύσης αυτής, τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, λόγω, μεταξύ άλλων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των παραβατών και του κοινού. Συνεπώς, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες σε ό,τι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου Σπύρου Ποιν. Έφεση 276/2015, ημ. 18/09/2017 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 303).
Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.
Απομένει να εξεταστεί ο χρόνος έναρξης της έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο.
Σύμφωνα με το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155:
«Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.»
Στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, ο Κατηγορούμενος σήμερα εκτίει ποινή φυλάκισης 3 ετών για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός οποίο διαπράχθηκε τον Αύγουστο του 2024. Η ποινή του επιβλήθηκε στις 05/05/25 στην υπόθεση 17390/2024 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.
Η προαναφερθείσα ποινή επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο πριν την καταχώριση της υπό κρίση υπόθεσης και συνεπώς δεν εκκρεμούσε ως καταχωρημένη ποινική υπόθεση κατά την καταδίκη του κατηγορούμενου. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος ήτοι τον Αύγουστο του 2024, καθίσταται σαφές ότι το αδίκημα είχε διαπραχθεί πριν την ημερομηνία καταδίκης του κατηγορούμενου και συνεπώς, κατά την ημερομηνία καταδίκης του κατηγορούμενου θα μπορούσε, ως ποινικός φάκελος, να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της ανωτέρω αναφερόμενης υπόθεσης.
Διαπιστώνω, συνεπώς, ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της προαναφερθείσας υπόθεσης (βλ. σχετικά Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 76, Παραρέ ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 257). Λαμβάνω, επίσης, υπόψη μου τη συνάφεια των αδικημάτων της παρούσας και των αδικημάτων της ανωτέρω αναφερόμενης υπόθεσης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, ως προς τη φύση τους.
Λαμβάνοντας, συνεπώς, υπόψη μου το σύνολο των όσων ανωτέρω καταγράφονται και των περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και διατηρώντας κατά νου την αρχή της συνολικότητας και της αναλογικότητας της ποινής, κρίνω ότι ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις η έκδοση διαταγής για τη συντρέχουσα εκτέλεση της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση με την ποινή που ο Κατηγορούμενος, όπως τέθηκε ενώπιον μου, σήμερα εκτίει. Τούτο διότι, είμαι της γνώμης ότι σε περίπτωση έκδοσης διαταγής για διαδοχική έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση, η συνολική ποινή που ο Κατηγορούμενος θα κληθεί να εκτίσει θα είναι δυσανάλογη, λαμβανομένου υπόψη ότι του επιβλήθηκε ήδη η πιο πάνω αναφερόμενη ποινή καθώς και το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση θα μπορούσε να λαμβάνετο υπόψη για σκοπούς επιβολής της ποινής που ήδη εκτίει ο Κατηγορούμενος.
Ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που μου παρέχεται από το άρθρο 117(2) του Κεφ. 155, διατάσσεται όπως η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση, συντρέχει με τη ποινή φυλάκισης που σήμερα εκτίει και του επιβλήθηκε στην υπόθεση Αρ. 17390/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο